οὐκ ἠδύνατο τραπῆναι τὸ ο εἰς τὸ ω ἐν τῇ λέουσι δοτικῇ , ἐπειδὴ ἡνίκα ἔχει ἡ δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν | ||
' ἵππους πυριλαμπέας ἀμφὶ σύεσσιν , αὐτὰρ ἐριγλήνους χαροποὺς χαροποῖσι λέουσι . κάλλεϊ δ ' ἐν πάντεσσι πέλει πανυπείροχος ἵππος |
τοῦ παχέος , τοῖσι δὲ λεπτοῖσι τὸ ἀνάπαλιν : οἷσι συνεστραμμένοις καὶ τὸ χαλαζῶδες διαχεόμενον , τὸ δ ' αὐτὸ | ||
: χθαμαλῆς ἠδ ' ὅσα πεῦκαι στρόμβοισι ναπαίοις : τοῖς συνεστραμμένοις καὶ βαθέσι κοιλώμασι , τοῖς ἐν ταῖς νάπαις . |
ἀθλίαν , δυστυχῆ . βοάν ] η . δυσαιανῆ ] δυσθρήνητον : αἰάζω γὰρ τὸ θρηνῶ . δαΐοις ] πολεμικοῖς | ||
κράζε , φώνει . φώνει . δυστυχῆ . δυστυχέστατον . δυσθρήνητον . θρηνητικὴν . πολεμικοῖς . πολεμίοις . διακεκομμένοις ἢ |
ἂν μὴ δειλὸς ᾖ . Τοῖς γὰρ μεριμνῶσίν τε καὶ λυπουμένοις ἅπασα νὺξ ἔοικε φαίνεσθαι μακρά . Ὅτε μειράκιον ἦν | ||
ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν . Ἡδύ γε φίλου λόγος ἐστὶ τοῖς λυπουμένοις . Ἕλληνές εἰσιν ἄνδρες οὐκ ἀγνώμονες , καὶ μετὰ |
ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο „ . ἄμμορον : τὸ κακόμορον . ἢ τὴν ἄμοιρον . ἀμύνειν βʹ : τὸ | ||
περιέσχεν . ἀμφασίη ἀφασία , ἀφωνία . ἄμμορον ποτὲ μὲν κακόμορον , “ ἄμμορος ἣ τάχα χήρη σεῦ ἔσομαι : |
τοιοῦτον ἀναισχυντίας , ἀσελγείας τῆς ἐσχάτης . οὐκοῦν εἰκὸς ἐν δυστυχέσι μᾶλλον ἀνθρώποις ἐθέλειν διατρίβειν ἢ ἀκολάστοις . ἐγὼ μὲν | ||
. Ἐπεὶ δὲ δεῖ φίλων τοῖς τε εὐδαίμοσι καὶ τοῖς δυστυχέσι , ζητητέον ποτέροις μᾶλλον δεήσει τῶν φίλων . οἵ |
εἰκής καὶ ἀεικής ἀεικές . . . . ἀείδω : ἀντιπαράκειται , τὸ δὲ εἴδω σύνθετον εἰς ὄνομα ὁ ἄπειρος | ||
ἐν τόπῳ σχέσιν δηλοῦντα τῷ ποῦ μᾶλλον καὶ τῷ ὅπου ἀντιπαράκειται : τὸ γὰρ εἷ τὰ τῶν χοιραγχᾶν ἐν ἴσῳ |
προσκτήσεώς εἰσι σημαντικαί , καθότι καὶ τοῖς λυπουμένοις καὶ τοῖς φοβουμένοις ἄφοβοι καὶ ἄλυποι τετήρηνται : οὐ γὰρ ἔνεστι παννυχίζειν | ||
ποιῆσαί τι τὴν πόλιν ἀγαθόν ; νῦν δὲ πολλοῖς τοῦτο φοβουμένοις , λέγειν μὲν ἴσως οὐ δεινοῖς , βελτίοσι δὲ |
' ὁρισμοῦ . συγχρῆται δ ' εἰς τὴν ἀπόδειξιν τοῖς προδεδειγμένοις αὐτῷ : δέδειχε γὰρ πρὸ ὀλίγου δι ' ὧν | ||
[ ἐστι ] τῇ ΑΒ μήκει . ὁμοίως δὴ τοῖς προδεδειγμένοις δείξομεν , ὅτι ἡ ΜΞ ἐστιν ἡ τὸ ΑΓ |
ὧνπερ καὶ ἡ σκληρότης . Ἐν δὲ τοῖς ἑλώδεσι καὶ ἐφύδροις ἀχρεῖα τὸ ὅλον : οὐ γὰρ ἐνδιδοῖ βρεχόμενα δι | ||
τὸ τοῦ λίνου σπέρμα . φύεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐφύδροις καὶ ἐν τοῖς ξηροῖς , ὥσπερ ὁ βάτος . |
, φαύσκω . διπλασιασμὸς πιφαύσκω . Φιλόξενος , φῶ , φαύω , οὗ μέλλων φαύσω , καὶ φαύσκω , πιφαύσκω | ||
. . . ὁ δὲ Φιλόξενος παρὰ τὸ φῶ παράγωγον φαύω , ὁ μέλλων φαύσω καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ φαύσκω |
' ἀνδράσιν ὠρύοντο , νηλέες , οὐδ ' ἀλέγιζον ἑοὺς ἐρύοντες ἄνακτας . τὼ δὲ γυναιμανέος ποτὶ δώματα Δηιφόβοιο στελλέσθην | ||
. ὀπισθοφόροις : ὀπισθορμήτοις , ὀπισθοτέραις : γράφεται ὀπισθοφόρος . ἐρύοντες : κωλύοντες . Δηρόν : ἐπὶ πολύ . Ἐμμενέως |
: ἴον , Διὸς ἄνθος , ἴφυον , φλόγα , ἡμεροκαλλές . πρῶτόν τε ἀνθέων ἐκφαίνεσθαί φησι τὸ λευκόιον , | ||
τὰ προειρημένα πάντα σπείρεται , οἷον ἰωνία διόσανθος ἴφυον φλὸξ ἡμεροκαλλές : καὶ γὰρ αὐτὰ καὶ αἱ ῥίζαι ξυλώδεις : |
! ] ! ? ? φῦλον δεινὸν ? ? ? ὀξυδερκὲς ? ? ? ? κατανοεῖν ? ? τὸ ὁμοφυές | ||
κεφαλὴν ἐπαίρω καὶ τοῖς τῆς ψυχῆς ὄμμασιν ἀμυδρῶς μὲντὸ γὰρ ὀξυδερκὲς αὐτῶν ἡ τῶν ἀλλοκότων πραγμάτων ἀχλὺς ἐπεσκίασεν ἀλλ ' |
, καὶ προκαταδικάζεσθαι ὡς Δείναρχος . , ὁ δὲ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν προπράτωρ , ὡς Δείναρχος καὶ Ἰσαῖος εἴρηκεν : | ||
“ πράγμασιν ” . Γ ἔθος ἐστὶ τοῖς μαγείροις καὶ πιπράσκουσι τὰ κρέα μιγνύειν κρέα προβάτων τε καὶ αἰγῶν καὶ |
ἀπώλλυτο στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς . ἴυζ ' ἄποτμον δαΐοις δυσαιανῆ βοάν , ὡς πάντᾳ πᾶν κακῶς † ἔθεσαν : | ||
. βόα , θρήνησον . ἄποτμον ] ἀθλίαν . . δυσαιανῆ ] γρ . δυσεανῆ , ἤγουν πολυποίκιλον . . |
αὐτῇ στῆναι πρῶτον τῶν ἀδιαφόρων ἓν γέγονεν , οὕτω πλείοσιν ἀδιαφόροις , τουτέστιν εἴδεσιν , ἃ ἐν τοῖς καθ ' | ||
αὐτῶν τᾶς ἀπαθείας ἐκλύει τᾶς ἀρετᾶς τὸ γενναῖον , αἴκα ἀδιαφόροις καὶ μὴ κακοῖς θανάτῳ τε καὶ ἀλγηδόνι καὶ πενίᾳ |
θερμοτέραις τῶν γυναικῶν καὶ ταῖς ὑπὲρ τὸ δέον γυμναζομέναις καὶ ἀγροίκοις , οὐ πάνυ δαψιλεῖς αἱ καθάρσεις γίνονται . ὅταν | ||
δῶρα κομισάντων ἐπὶ ταῖς διαλλαγαῖς καὶ τὴν θεὰν ἀνυμνησάντων ταῖς ἀγροίκοις ἐκείνων ᾠδαῖς τόπον ὕστερον ἔδωκαν καὶ συνήθειαν . ὅτι |
ἀπτοεπές : τινὲς δασύνουσι : καὶ Ἥρη ἁπτοεπής , ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον | ||
Ἀπτοεπές : Ἥρη ἀπτοεπές . τινὲς δασύνουσι τὸ ἀπτοεπές : καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν : ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον |
] , ὧν μίαν οὐδέ τινα συμφανεστάτην εἶναι δοκοῦσαν συντεθείκασιν ἀναδείξαντες χρησίμην οὖσαν . αἱ δὲ προτάσεις αὐτῶν εἰσιν : | ||
κεφαλὴν οἱ Βουργουζίωνες ἀποτεμόντες καὶ τοῖς ἀμφ ' αὐτὸν στρατεύμασιν ἀναδείξαντες ψοφοδεεῖς αὐτίκα πεποίηνται ἅπαντας καὶ δυσέλπιδας , καὶ κατεάγη |
τρόφιμος υἱὸς πορφυρᾶς . * * * * λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε . | ||
. καὶ περιληφθείσης τῆς κρηπῖδος ὅμοιον γίνεται τοῖς θαλαττίοις περιγεγραμμένοις ἐχίνοις . ὁ δὲ Σίφνιος Δίφιλος ἱστορεῖ ὡς ἡ μαλάχη |
ῥανίδ ' ὑπαιθρίας δρόσου τῶι σῶι προσίζειν ἀνδρὶ δειμαίνους ' ἐᾶις . μὴ τὴν τεκοῦσαν τῆι φιλανδρίαι , γύναι , | ||
. ἐὰν δὲ μηκέτι ζητῆις ἐκείνην ἐξεπίτηδες , ἀλλ ' ἐᾶις παρακρουσαμένη με , πῶς τὸ τοιοῦθ ' ἕξει ; |
καὶ Ἀλωρῖτις . Ἀμάδοκοι , Σκυθικὸν ἔθνος , Ἑλλάνικος ἐν Σκυθικοῖς . ἡ γῆ δὲ τούτων Ἀμαδόκιον . Ἀμαζόνειον , | ||
, ἀλλ ' ἐπὶ τῷ Ἴστρῳ καὶ τοῖς χειμῶσι τοῖς Σκυθικοῖς τὰ αὐτὰ καὶ σιτία σιτούμενον καὶ ποτὰ πίνοντα τῷ |
, ἐπεὶ τὸ πλέον διὰ τῶν χειρῶν ἐνεργεῖται . καὶ παλαμήσασθαι τὸ τεχνάσασθαι . παλύνειν ἤτοι τρέφειν ἢ λευκαίνειν , | ||
, ἀσθενής , ἄχειρος , ἄτεχνος , ὁ μὴ δυνάμενος παλαμήσασθαι , ὅ ἐστι τεχνάσασθαι : ὡς δ ' ὅτ |
ῥα κελαινώπαν θυμὸν ἐφυβρίζει πολύτλας ἀνήρ , γελᾷ δὲ τοῖσι μαινομένοις ἄχεσιν πολὺν γέλωτα , φεῦ , φεῦ , ξύν | ||
ὑπὸ σοῦ οἷον ἐνθουσιῶν . παραπλησίως γὰρ τοὺς ποιητὰς τοῖς μαινομένοις ἐνθουσιᾶν λέγεται . κέχρηται δὲ ἐπὶ τοῦ ἀρχόμενος παρατατικοῦ |
βρῶμα : τὸ δὲ τοῦτο ποιεῖν καροῦν Ἀντιφῶν φησίν . κεφαλαλγὲς σιτίον , ὡς τὸν τοῦ φοίνικος ἐγκέφαλόν φησιν ὁ | ||
ἐμπέσῃ : Κοινῶς δὲ τὸ γάλα τρόφιμον καὶ εὒχυμον : κεφαλαλγὲς δὲ τοῖς ῥᾳδίως πληρουμένοις τὴν κεφαλήν , καὶ οἷς |
ἐπὶ γῆς ὥσπερ ἄγρωστις , φιλεῖ δὲ παλίσκια χωρία . οὐρητικὴ δέ , δι ' ὃ καὶ χρῶνται πρὸς τὰ | ||
ἐμμήνων ἀγωγόν . Ϲιϲάρου ἡ ῥίζα ἑφθὴ εὐϲτόμαχόϲ ἐϲτι καὶ οὐρητικὴ θερμὴ κατὰ τὴν τρίτην τάξιν . Ϲιϲυμβρίου λεπτομερέϲ τέ |
νάρκης τοῦ ἰχθύος λεγόμενον φερωνύμως : τὸ γὰρ ὄνομα αὐτῆς ναρκᾷν δεινῶς τοὺς ἁλιέας ποιεῖ . Ἐκ παλάμης : τοῦ | ||
. καὶ ὅτι οὕτως εἶπε τὸ ἐνάρκησεν ἐν ἴσῳ τῷ ναρκᾷν ἐποίησε τὴν χεῖρα κατὰ τὸν καρπόν . . τῷ |
: τῷ γὰρ χρόνῳ νοῦν ἔσχον , ὥστε συμφέρειν τοῖς κρείσσοσιν . Ὦ Ζεῦ , δέδορκα φάσμ ' ἄνευ φθόνου | ||
ὁδουροὺς λυμεῶνας ἔσῳσα δούλην οὖσαν : οἱ γὰρ ἥσσονες τοῖς κρείσσοσιν φιλοῦσι δουλεύειν βροτῶν . πάλαι σκοποῦμαι τὰς τύχας τῶν |
' ἀνηλεῶς ἔφη πρὸς ταύτην τάδε : Σὺ δὴ ταῖς πέρδιξι προσαγγεῖλαι θέλεις εἰς χεῖρας ἐμάς τινα μὴ πλησιάσαι . | ||
ἄρα ζῷον ἦν καὶ ὁ χηναλώπηξ , καὶ ταὐτὰ τοῖς πέρδιξι δρᾷ . καὶ γὰρ οὗτος πρὸ τῶν νεοττῶν ἑαυτὸν |
ὃ καλοῦσι τρύγα , κεφαλαλγές , καὶ ἡ ἐν τοῖς στεμφύλοις ἀποτιθεμένη σταφυλή . Πισσοί , φασίολοι , κύμινον , | ||
κορῶ γὰρ τὸ ἐπιμελοῦμαι . / βρύων ] θάλλων . στεμφύλοις ] στέμφυλα λέγονται τὰ ἀποπιέσματα τῶν σταφυλῶν καὶ τῶν |
φυομένοις κατὰ καιρόν : κατὰ μὲν τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν τοῖς βλαστοῖς τῶν δενδρικῶν καρπῶν τῶν τότε συνακμαζόντων , κατὰ δὲ | ||
τοῖς φύλλοις ὅτι μείζω καὶ πλατύτερα ἔχει ἀλλὰ καὶ τοῖς βλαστοῖς : εὐθὺς γὰρ ὀρθοὺς ἔχει , καὶ οὐχ ὥσπερ |
τῆς δυνάμεως χρονιώτερον ἐχρῆν εἶναι . Τὸ γὰρ σήσαμον ἐπεὶ μονόρριζον καὶ βαθύρριζον ἄνω πᾶσαν ἀφίησι τὴν δύναμιν : ἀλλ | ||
οὐχ ὥσπερ ὁ φέως καὶ ἱππόφεως ἀνάκανθα τοῖς φύλλοις : μονόρριζον δὲ καὶ ἐπίγειον καὶ χαμαίκαυλον : βλαστάνει δὲ καὶ |
λήμη δέ ἐστι τὸ πεπηγὸς δάκρυον . εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις : παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ μεγάλα παρορώντων . νὴ | ||
“ . δοκεῖ δὲ ταῦτα ἀδολεσχίαν ἔχειν : τὸ γὰρ κολοκύνταις ταὐτὸν τῷ λήμαις ἴσαις κολοκύνταις : εἰ δὲ λημᾶν |
ἡ χάρις ἐποπτεύειν ἅμα μὲν ἁδυμελεῖ φόρμιγγι παμφώνων τε ἐν ἔντεσιν αὐλῶν ὅπερ νικῶσι τοῖς νικηφόροις συμβαίνει ποιεῖν . περιφραστικῶς | ||
; Εἰ δέ τίς ἐσσι , ἔρχεο τείχεος ἐκτὸς ἐν ἔντεσιν , ὄφρα δαείης Ποίαντος θρασὺν υἷα καὶ ἔγχεσι καὶ |
γαυλώς : παρὰ τὸ γάλα . εἴδη δέ εἰσιν οἱ γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ | ||
μαλακῆς πόας ὑπὸ τῆς νοτίδος τρεφομένης . Ἀνέκειντο δὲ καὶ γαυλοὶ καὶ αὐλοὶ πλάγιοι καὶ σύριγγες καὶ κάλαμοι , πρεσβυτέρων |
ἡ φωνή . , . . , . ἀγαστά : ἀγαστά καὶ ἀγαστός ἐρεῖς καὶ ἐπιρρηματικῶς ἀγαστῶς , ὡς Ξενοφῶν | ||
πόλεμον ἀσκήμασι καὶ ταῖς τοῦ πλούτου ἐπιμελείαις , ταῦτα πάντα ἀγαστά μοι δοκεῖ εἶναι . καὶ γὰρ ὅτι ὀρθῶς ἑκάστου |
ἐπικρίνῃ σοφός . ἐπειδὰν δὲ δόξωσιν εἶναι προσηνεῖς , τὸ ἐφύμνιον | ᾄσεται Μωυσῆς λέγων : „ ὠσφράνθη κύριος ὀσμὴν | ||
ὀρθά . . . † τὰ δύο ταῦτα κῶλα καλεῖται ἐφύμνιον ἢ μεσύμνιον . ὀρθά . . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ |
δηλῶ ἢ φανερῶ , ἐξ οὗ παράγωγον δεικνύω : καὶ δείκελον , τὸ δεικνύον τὴν ὁμοιότητα . ὡς οὖν ἀπὸ | ||
ῥέθει ἄντα ἔοικεν . ἢ πόντου μέγα κῦμα καταντία κυμαίνοντος δείκελον ἰνδάλλοιτο πυριφλεγέθοντος ἐσόπτρου . . . : Περὶ Οἰνώνης |
ἀληθεῖ . λακάζειν δὲ λέγεται τὸ ἠχεῖν , ἀπὸ τοῦ λήκω ῥήματος κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς α καὶ κατὰ | ||
ἀληθεῖ . λακάζειν δὲ λέγεται τὸ ἠχεῖν , ἀπὸ τοῦ λήκω ῥήματος κατὰ τροπὴν τοῦ η εἰς α καὶ κατὰ |
] Ὁ τελμάτων ἔνοικος ὁ σκιῇ χαίρων , ὁ ζῶν ὀρυκτοῖς βάτραχος παρ ' εὐρίποις , εἰς γῆν παρελθὼν ἔλεγε | ||
γε οἰκεῖον τὸ ὑγρόν . Εἰκὸς δὲ μᾶλλον καὶ τοῖς ὀρυκτοῖς καὶ τοῖς ἑτέροις , τοῖς μὲν ἁπλῶς , τοῖς |
τόσον ἔσσεται εἶδαρ , ὅσσον ἐνιπλῆσαι γαστρὸς χάος , ὅσσον ἄαπτον ἐς κόρον ἀμπαῦσαι κείνων γένυν ; οἱ δὲ καὶ | ||
ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . . ἄαπτος δεινός |
τῶν ὁμοίων . . Οὐκ ἀπεμφαῖνον μέντοι ἐστὶν καὶ τὸ συντασσόμενον ῥῆμα ἐπὶ τὸν κτήτορα συντείνειν , εἰ σημαίνοι ὕπαρξιν | ||
. , εὕρῃ , καταλάβῃ . σημείωσαι τὸ ἐπιτυγχάνω δοτικῇ συντασσόμενον , ὅπερ γενικῇ ὤφειλε συντάσσεσθαι , ὥσπερ καὶ τὸ |
. εὐφραίνησθ ' ] εὐφροσύνην ἔχητε , ἀγάλλεσθε . . εὑρήμασιν ] νοήμασι καὶ ποιήμασιν , καλοῖς ῥήμασιν , ἐπινοήμασιν | ||
, κιβδηλεύοντα τὴν | ἀληθῆ προφητείαν καὶ τὰ γνήσια νόθοις εὑρήμασιν ἐπισκιάζοντα . χρόνῳ δὲ παντάπασιν ὀλίγῳ διακαλύπτεται τὰ τοιαῦτα |
παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ | ||
: αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς |
καὶ ταῖς θριξὶ κομᾶν εἰς τιμὴν συγκεχώρηται αὐτοῖς . ΓΘ ἀπεστλεγγισμένοις : ἔλαιον ἀλειφομένοις καὶ στάζουσι . στλεγγὶς δὲ ἡ | ||
πόνων παυσώμεθα , μὴ φθονεῖθ ' ἡμῖν κομῶσι μηδ ' ἀπεστλεγγισμένοις . Ὦ πολιοῦχε Παλλάς , ὦ τῆς ἱερωτάτης ἁπασῶν |
ταῦροι μὲν εἰς μάχην καθιστάμενοι ταύροις ἑτέροις ἢ καί τισιν ἑτερογενέσι ζώιοις τὰ κέρατα προΐσχονται , καθάπερ ὅπλα συμφυᾶ πρὸς | ||
αἱ μὲν τοῖς ὁμοιογενέσι λύονται κεφαλαίοις , αἱ δὲ τοῖς ἑτερογενέσι , ὥσπερ κἀνταῦθα τὸ δυνατὸν ἐλύθη τῷ δικαίῳ . |
ἐπὶ τοῦ ἀνθεῖ , βλύει δὲ ἐπὶ τοῦ ἀναβάλλει . βρύκειν καὶ βρύχειν διαφέρει . βρύκειν μὲν γὰρ διὰ τοῦ | ||
. ? Βροῦχος : εἶδος ἀκρίδος . εἴρηται παρὰ τὸ βρύκειν , ὃ σημαίνει τὸ ἐσθίειν : Ἀριστοφάνης Ὄρνισι : |
εὖ παθὼν οὐ τοῖς ὁμοίοις ἡμᾶς , ὥσπερ δίκαιον , ἀμείβῃ , ἀλλ ' εἰ μηδὲ σὺ σεαυτοῦ πρός με | ||
' ἑκάστην γε κατηγορίαν εὖ παθὼν οὐ τοῖς ὁμοίοις ἡμᾶς ἀμείβῃ , ἀλλ ' εἰ μηδὲ σὺ σεαυτοῦ πρός με |
ἀορίστου τὴν παραλήγουσαν : οἷον , λείβω , ἔλιβον : ἀμείβω , ἤμειβον : πείθω , ἔπιθον : λείπω , | ||
, ὄχος , καὶ ἔξοχος : ἀείδω , ἀοιδή : ἀμείβω , ἀμοιβή : τὰ γοῦν ἀπ ' αὐτῶν συγκείμενα |
πρὸς τὸ εὐγλωττότερον . 〛 εἴδη φυταρίων . . . σισύμβρια : Φύλλα τινὰ οἷς στεφανοῦνται οἱ νυμφίοι . 〚 | ||
ἐν τοῖς στεφάνοις ἄνθη ῥόδα , ἴα , κρίνα , σισύμβρια , ἀνεμῶναι , ἕρπυλλος , κρόκος , ὑάκινθος , |
πεπύκνωνται οἱ γυῖαι ἐν λόγχαις ἀπαστράπτοντες . * γυῖαι τὸ γυι κἂν μακρὸν κἂν βραχὺ δέξῃ , ἄπταιστος ὁ στίχος | ||
Λυδίας ἢ ἀπὸ Παφλαγονίας κατά τινας . γύιας : τὸ γυι κἂν ι προσγεγραμμένον ἔχει , ὅμως βραχύ ἐστι διὰ |
κατεχόντων ἐπιτηδεύσαιτο . εἴη γὰρ ἂν οὗτος ἁμαρτάνων αἱρετώτερος τοῖς ὁμογενέσιν , οἷς ἑκουσίως τῆς νίκης παρακεχώρηκεν . Τί μὲν | ||
, ἄνθρωπος πάντως οὐκ ἔστιν . ἔτι οὐδέποτε ἐν τοῖς ὁμογενέσιν εἴδεσιν τὰ μὲν ἄσχετά ἐστι τὰ δὲ ἐν σχέσει |
βασιλείας μὲν τῆς αὐτῆς , ἀκμάζουσα δὲ τοῖς ἀπὸ τῆς Ἀριακῆς εἰς αὐτὴν ἐρχομένοις πλοίοις καὶ τοῖς Ἑλληνικοῖς : κεῖται | ||
. . . . . ριβ ∠ ʹ ιϚ : Ἀριακῆς Σαδινῶν Σουπάρα . . . . . . . |
τὸ πρόσωπον καλύπτω ὑπ ' αἰσχύνης . . ἀντὶ τοῦ σκέπω ἐμαυτόν , ὡς ἀπορῶν δῆθεν . ἐκκαλύψειν δὲ ἀντὶ | ||
οἷον , βλέπω : δρέπω : ἔπω : τρέπω : σκέπω : λέπω : νέπω τὸ ἐννέπω . Τὰ διὰ |
πονεύμενοι , ἀλλ ' ἐς ἀκωκὴν ἀγκίστρου σπεύδουσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται . χαλκοῦ μὲν σκληροῖο τετυγμένον ἠὲ σιδήρου ἄγκιστρον πέλεται | ||
ἑτέρῳ πόρσυνεν ἐδωδήν . οἱ μὲν γὰρ γενύεσσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται χειροτέρους : τοῖς δ ' ἰὸν ἔχει στόμα : |
ἤγουν ἤχων . . . σὺν ταῖς Βάκχαις καὶ τοῖς Σατύροις καὶ τοῖς Σειληνοῖς ἐπόμπευεν , ἢ . . . | ||
ἔστι δέ τις θήλεια Φιλόξενος ἐκ Διομείων . καὶ Φρύνιχος Σατύροις † † . μὰ τὸν κύν ' ὦ Νικόστρατε |
ποιεῖ ὄξει δευομένη . ὄλυνθοι ἑψηθέντες μὲν τοὺς σκληροὺς ὄγκους διαφοροῦσιν , ὠμοὶ δὲ μυρμηκίας τε καὶ θύμους ἐκβάλλουσιν . | ||
καὶ δυσεντερικοὺς ὠφελεῖ . Ῥητῖναι πᾶσαι ξηραίνουσι καὶ θερμαίνουσι καὶ διαφοροῦσιν , αἱ μὲν πλέον , αἱ δ ' ἔλαττον |
γὰρ ἐμπορίᾳ τε καὶ ναυμαχίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς οὖσιν ἀμφοτέ - ροις , ἐνεῖδον γεωργίᾳ τε καὶ ἐμπορίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς οὖσιν | ||
Ἀγάθην τοῖς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῦσι τὸν Ῥοδανὸν βαρβά - ροις , τὸ δὲ Ταυροέντιον καὶ τὴν Ὀλβίαν καὶ Ἀντίπολιν |
ἐκ τοῦ ἔχειν ὅπερ ἐστὶν ἐξέχειν κοινῶς μὲν γενέσθαι ἡ Καρυστία Ὄχη , πρὸς διαστολὴν δὲ Δωρικῶς ἡ τοῦ ποταμοῦ | ||
ᾧ τὸ λατόμιον τῶν Καρυστίων κιόνων ” . καὶ θηλυκὸν Καρυστία . Καρχηδών , μητρόπολις Λιβύης , διασημοτάτη πόλις . |
τὸ ἀγείρω , εἰς υ ἄγυρις . . . . ἄγρωστις : ἔστιν ἔδω , τὸ ἐσθίω , τὸ δεύτερον | ||
συλλαβὰς , εἰ μὴ ἐπίθετα εἴη , προπαροξύνεται : βούβρωστις ἄγρωστις . ὀξύνεται τὸ Κεραστίς Λιγυστίς Λιβυστίς ὡς ἐπιθετικά . |
ἔχειν τοιαύτην . δύναται δὲ λέγεσθαι ἀρετὴ τοῦ θρεπτικοῦ τὸ εὐτραφὲς καὶ ὅσα ἄλλα ἕπονται , ὅταν καλῶς ἔχῃ τὸ | ||
ταῦτα ἐπανελθόντες τοῖς πολεμίοις ἤγγειλαν . οἱ δὲ καὶ τὸ εὐτραφὲς τῶν ἡμιόνων ἑωρακότες καὶ τὴν παρασκευὴν τῶν τροφῶν τοῖς |
ἔλαιον διαφορητικόν ἐστι καὶ πεπτικὸν ὠμῶν καὶ ἀπέπτων ὄγκων , πεπτικώτερον δὲ τὸ ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν | ||
θερμόν ἐϲτι τὸ χλωρὸν ἔτι καὶ ἔγχυλον , ὥϲτε καὶ πεπτικώτερον μέν ἐϲτι τοῦ ξηροῦ μᾶλλον καὶ ὑπνοποιόν , διαφορητικὸν |
τῶν ἐν τοῖς πεζοῖς . τῶν ἀγρίων ζῴων ἡ σὰρξ εὐχυμοτέρα τῆς τῶν ἡμέρων ἐστίν . ἄρτος καθαρὸς καὶ καλῶς | ||
τῶν ἐν τοῖς πεζοῖς . τῶν ἀγρίων ζῴων ἡ σὰρξ εὐχυμοτέρα τῆς τῶν ἡμέρων ἐστίν . ἄρτος καθαρὸς καλῶς ἐσκευασμένος |
εἰς ' ἐν Ὀλύμπῳ , σοί τ ' ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος , ἀντὶ τοῦ ἐπιπειθόμεθα καὶ δεδμήμεθα . πρόσωπα | ||
, . ” . . σοί τ ' ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος : πρὸς τὸ σχῆμα : ἔδει γὰρ πειθόμεθα |
προϊέμενοι . λισπόπυγος : ὁ ἀποτετριμμένην ἔχων τὴν πυγήν . λίσπη γάρ ἐστιν ἡ ἀποτετριμμένη ἀστράγαλος : λακωνομανεῖν : περὶ | ||
τόνῳ ὡς κίστη . Ἀπολλώνιος δὲ ὀξύνει ὡς ψιλή . λίσπη δὲ ἡ ἐκτετριμμένη καὶ λεία . οὕτω γὰρ λέγονται |
οὕτω Ἰνδοί , προσετετάχατο δὲ συστρατευόμενοι Φαρναζάθρῃ τῷ Ἀρταβάτεω . Ἄριοι δὲ τόξοισι μὲν ἐσκευασμένοι ἦσαν Μηδικοῖσι , τὰ δὲ | ||
καὶ οὐδετέρως , Περσικὴ χώρα ὡς Ἑλλάνικος . τὸ ἐθνικὸν Ἄριοι , ὡς αὐτός φησι , καὶ Ἀριεύς . Ἀριάνθη |
τρώω σημαίνοντος τὸ βλάπτω . παράγωγον τρώσω , οὗ μέλλων τρώξω , ῥηματικὸν ὄνομα , τρώκτης , ὁ ἐπὶ βλάβῃ | ||
βλάπτω : οὗ παράγωγον , τρώγω : ὁ μέλλων , τρώξω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν , τρώκτης . |
, σφῶν δὲ τὰς ἀσπίδας προβεβλημένοι , καὶ μετακινοῦντες αὐτὰ τροχοῖς καὶ μοχλίαις . Οἱ δέ τινες ξύλα προμήκη , | ||
κωλύοντες ἐξιέναι τὸν τροχόν . ἐπίσωτρα οἱ ἐπικείμενοι κύκλοι τοῖς τροχοῖς ἤτοι οἱ κανθοὶ οὕτω λέγονται , διὰ τὸ ἐπιτρέχειν |
ἀνάπαλιν τοῦ κ , ἔνθα κτλ . . . Ἥρη ἀπτοεπές , ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : ἡ διπλῆ , | ||
ἀπὸ τοῦ ὄπτω , τὸ βλέπω . . . . ἀπτοεπές : τινὲς δασύνουσιν , ἵν ' ᾖ ἡ ἁπτομένη |
, εἶπεν , ὁ κύριος . καὶ ὁ σχολαστικός : Ἵλεως , ἔφη , ὁ κύριος τῷ † παρίω μου | ||
' ὑπὸ τῶν ἁλιέων , ὡς ἐρῶ , διαφθείρονται . Ἵλεως δὲ ἐπεξιόντος ἀκούσειας . Τὰ τῶν κητῶν μέγιστα κατὰ |
μετ ' ὠοῦ καὶ ὀλίγου ῥοδίνου κατάχριε . Ἄλλο . Κνίδης σπέρμα καὶ καλιὰν χελιδόνων λεάνας μεθ ' ἑψήματος ἐπίχριε | ||
μίαν ὥραν τῆς ἐπισημασίας . [ Πρὸς κυνοδήκτους . ] Κνίδης σπέρμα καταπλασσόμενον , ἢ πρασίας μελαίνης τὰ φύλλα καταπλασσόμενα |
οὔτε πόλεις οἰκοῦσιν οὔτε στέγας ἔχουσιν , δένδρων δὲ ἀμφιέννυνται φλοιοῖς , καὶ ἀκρόδρυα σιτοῦνται καὶ ὕδωρ ταῖς χερσὶ πίνουσιν | ||
βάπτεται τοῖς φυομένοις , πολλὰ δὲ ῥίζαις , πολλὰ δὲ φλοιοῖς ἢ φύλλοις ἢ καρποῖς . ἔτι δὲ γῇ μὲν |
; τοῖς δὲ λειεντερικοῖς δι ' ἀτονίαν ἐντέρου τὸ ληφθὲν ἀποδιδοῦσιν ἐνίεμεν ἀψινθίου ἀφέψημα . τεινεσμώδεσι δὲ προθυμίαις ὑπερβαλλούσαις ἅλμην | ||
Τὸ ΠΥΛΟΥ ΗΜΑΘΟΕΝΤΟΣ Ἀττικόν ἐστιν : ἐκεῖνοι γὰρ τὰ θηλυκὰ ἀποδιδοῦσιν ἀρσενικοῖς , καὶ ἀνάπαλιν . Τοιοῦτόν ἐστιν ἐν Βοιωτίᾳ |
, φονῶσαν κατὰ τοῦ κρείττονος , ἰοβόλοις καὶ ἀνωδύνοις γλιχομένην δήγμασιν ἀποκτεῖναι : τὸν δὲ Μωυσέως ὄφιν τὴν ἡδονῆς ἐναντίαν | ||
πρὸς τὰς ἀποσφίγξεις ὀμοίαν ποιεῖται τὴν αἴσθησιν τοῖς τῶν μυρμήκων δήγμασιν . ὁ δὲ ἀκροχορδὼν στενὴν ἔχει τὴν βάσιν , |
κυβόκυβον , δυναμόκυβον . Δυναμοστὸν δὲ ἐπὶ μὲν ἀριθμόν , ἀριθμοστόν , ἐπὶ δὲ κύβον , ἀριθμόν , ἐπὶ δὲ | ||
κληθήσεται παρομοίως τοῖς ἀριθμοῖς : τοῦ μὲν ἀριθμοῦ , τὸ ἀριθμοστόν , τῆς δὲ δυνάμεως , τὸ δυναμοστόν , τοῦ |
ἑτέροις , τοῖς μὲν ἁπλῶς , τοῖς δ ' ὡς ἀμφιβίοις κατὰ Δ . . ὃ καὶ ἐπ ' ἄλλων | ||
ὑπὸ ταῖς ἡλιακαῖς θερμαινομένων ἀκτῖσι , οἱ νεοττοὶ προκύψαντες τοῖς ἀμφιβίοις εἰσὶν ἰχθύσιν ὀλέθριοι . Καὶ γύγης ὄρνις ἐστίν , |
γάλακτι γυναικείῳ . Τὸ δ ' ἱπποσέλινον καὶ ἐλειοσέλινον καὶ ὀρεοσέλινον καὶ πρὸς ἑαυτὰ διαφορὰν ἔχει καὶ πρὸς τὸ ἥμερον | ||
δύναμις : ἀσθενέστερον δὲ τὸ ἱπποσέλινον , ὥσπερ ἰσχυρότερον τὸ ὀρεοσέλινον . Σέρις ὑπόπικρός ἐστι , καὶ μᾶλλον ἡ ἀγρία |
χρόνου δηλωτικόν . γέγονεν δὲ καὶ παρὰ τὰς πτώσεις σχηματισμὸς ἀκατάλληλος : ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς γενικῆς πτώσεως ἐξενήνοχεν τό | ||
καὶ ἡ ΖΚ δ . Ζητῶ καὶ ἐνταῦθα καταλληλίαν : ἀκατάλληλος γάρ μοι δοκεῖ ὁ τοῦ ἐναντίου λόγος πρὸς τὸ |
ἐπιδαψιλεύειν ἐν αὐτῇ τὸ φυτὸν , φησὶν Ἴστρος ἐν τοῖς Ἀργολικοῖς . . . : Ἀπία , οὕτως οἱ νεώτεροι | ||
πολλῷ ἀναστήματι τιθέμενα . : Ἀγίας δὲ καὶ Δερκύλος ἐν Ἀργολικοῖς τοὺς στραβήλους ἀστραβήλους ὀνομάζουσι , μνημονεύοντες αὐτῶν ὡς ἐπιτηδείων |
δεκατῶναι , εἰκοστολόγοι , πεντηκοστολόγοι : καὶ πεντηκοστολογεῖν ἐν Φιλωνίδου Κοθόρνοις ἔστιν εἰρημένον . παναγεῖς γενεάν , πορνοτελῶναι , Μεγαρεῖς | ||
καθίσανθ ' ὑφάπτειν τοῦ φλέω . Φιλωνίδης δ ' ἐν Κοθόρνοις : ὑποδέχεσθαι καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις , καὶ πάλιν |
. στεγανὸς ὁ σκεπασμένος : λέγεται δὲ στεγανὸν καὶ τὸ στεγνότερον : καὶ στεγανόποδες ὄρνιθες : οἱ ἐν ὕδασι διατρίβουσι | ||
, τὰς δὲ ἀμυδρόν , καὶ τῶν ἀμυδρὸν τὰς μὲν στεγνότερον , τὰς δὲ ῥοωδέστερον . ταῖς μὲν οὖν στεγνότερον |
γαλῆν λέγειν ὁρῶ . Οἶνος κοκκύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Τί ὅτι ὥσπερ οἱ σταδιοδρόμοι | ||
τὸν Σκιάθιον ἐπαινεῖ : οἶνος κοχύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος , ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Ἀχαιὸς δὲ τὸν Βίβλινον |
κρυφίων ἐξεφόρει λογίων , Ράριον ὀργειῶνι νόμῳ διαποιπνύουσα Δήμητρα : γνωστὴ δ ' ἐστὶ καὶ εἰν Ἀίδῃ . φημὶ δὲ | ||
ἔστι δὲ εἶδος λευκοῦ γυπός , νεκροβόρον . Ζμύραινα θαλασσία γνωστὴ πᾶσι . Ζμάραγδος λίθος πᾶσιν γνωστός . Τῆς οὖν |
δ ' ἰχνευτᾶο κινωπέτου οἷον ἀμυδρῆς ἴκτιδος ἥ τ ' ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται , ἐξ ὕπνοιο συναρπάζουσα πετεύρων ἔνθα | ||
, τότε δὲ ἴσως ἐλεεινόν , εἴ τις ἄρα κακῶν ὄρνισι πέφυκεν αἴσθησις . ἐν τούτοις μὲν ἦν ἡ πόλις |
, οὐ φανερὸς δυσμενὴς ὁ μὴ τοῖς τοῦ πλουσίου ἐπιβουλεύσας πλεονεκτήμασιν . εἶτα τῶν τοιούτων ὄντων ἐχθρῶν καὶ νομιζομένων παρὰ | ||
πολεμικόν ; ἡ γὰρ πρὸς τὸ χεῖρον παράθεσις ὀλίγοις ἀρέσκεται πλεονεκτήμασιν . ἀλλ ' εἴ τις ἀγαθοῖς ἀνδράσι κυκλούμενος καὶ |
μὲν βραχὺ ἴσως τὰ τοιαῦτα ? ἤρκεσεν “ ἄνθεσιν ? ἐαρινοῖς ἐοικότα , τῷ δὲ χρόνῳ φωρᾶταιφησὶ ? ? ? | ||
καί τινες ὑάκινθοι καὶ ἄνθεμα διαποίκιλα τὴν ὄψιν ὥρᾳζον : ἐαρινοῖς ἐφιζάνουσαι πετάλοις ἡδὺ καὶ κωτίλον ἀηδόνες ἐψιθύ - ριζον |
χρὴ λέγειν , οὐκ ἐσχατώτατον . Ἀμεινότερον , κρεισσότερον , καλλιώτερον οὐκ ἐρεῖς , εἰ καὶ ποιηταὶ λέγουσιν : συγκριτικοῦ | ||
νικᾷ , ἀνασκευάζει , ἀφανίζει . τὸν κρείττονα ] τὸν καλλιώτερον , τὸν δίκαιον . . ἐὰν δὲ μὴ ] |
οἰόμενοι στήσειν αὐτοῖς τὸ κακὸν τοὺς θεούς . διὰ τοῦ συγκλείειν τὸν πατέρα . παρατρέχοντες . κεκριμένον δὲ ἦν τοῖς | ||
χρηστὰ ἐνσφραγιζόμενος ἤθη . κελεύει γὰρ τῷ ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν |
: καὶ Ἥρη ἁπτοεπής , ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν | ||
. τινὲς δασύνουσι τὸ ἀπτοεπές : καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν : ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν |
προσῆν τὸ εὐχερές , ἐν χειρῶν αὐτὸν διαφθεῖραι νόμῳ . συνήργουν δ ' αὐτοῖς εἰς τοῦτο καὶ συνελάμβανον οἱ δήμαρχοι | ||
ταύτην ἐξήνθησαν ἀθρόως , αὐτοὶ καὶ λῃζόμενοι καὶ σωματεμποροῦντες . συνήργουν δ ' εἰς ταῦτα καὶ οἱ τῆς Κύπρου καὶ |
⌈ ἤγουν παυσάμενος τῆς ὀργῆς . Γ ἔθος γὰρ τοῖς ὀργιζομένοις αἴρειν τὰς ὀφρῦς . ὡς πρὸς τὸ φιλόδικον εἶπεν | ||
μαντείαν . περιθύμως ] ὑπερβαλλόντως . τοῖς κτανοῦσι ] τοῖς ὀργιζομένοις νεκροῖς ἄχαριν ἢ ἐμοὶ ἀηδῶς ὑπηρετούσηι αὐτῆι . ἰὼ |
ἐκόμισσαν . αὐτὰρ ἐπεὶ μέγα δόρπον ἐνὶ μεγάροισιν ἔθεντο , δαίνυνθ ' ἑζόμενοι : σὺν δέ σφισι δαίνυτο Φινεύς ἁρπαλέως | ||
ἑορτάς . ὅθεν οὐδὲ κατακλίνεσθαι τοῖς ἀρχαίοις ἔθος , ἀλλὰ δαίνυνθ ' ἑζόμενοι , οὐδ ' εἰς μέθην πίνειν , |
. Φυγαδεῦσαι καὶ φυγαδευθῆναι : ἐπισκέψεως πολλῆς δεῖται , εἰ ἐγκριτέον τοὔνομα τοῖς δοκίμοις . εἰ τοίνυν εὕροις , βεβαιώσεις | ||
δ ' ὅλος ὁ θάμνος σὺν τῇ ῥίζῃ ἀγάσυλλος : ἐγκριτέον δὲ τὸ εὔχρουν καὶ ἄξυλον , λιβανίζον τοῖς χόνδροις |
ἐκτείνεσθαι καὶ μὴ πλέον , ἐν δὲ τοῖς πλατυτέροις καὶ δασέσιν ἐπ ' ἔλλαττον τούτου τοῦ μέτρου . Ἀναγκαῖον δ | ||
τοξοφόροι ὑπὸ τοὺς ἄρκτους τοῖς σκιεροῖς , ὅ ἐστι τοῖς δασέσιν , ὄρεσι τῶν Μήδων καθήμενοι , οἱ δὲ μεσήπειροι |
. . α . * . . Ἀμφίδρυφοι : ἔστι δρύπτω , τὸ ξαίνω , * * * τὸ ἀμφοτέρωθεν | ||
τε καὶ πλουσίοις ' . . . . ἀμφίδρυφοι : δρύπτω , τὸ σπαράσσω , δρύψω δέδρυφα δρύφος . . |
ἔνδον νενίκησαι ; πόσοι σοι δοκοῦσι βασιλεῖς ἀνοίας ἐν τοῖς ἄφροσι τυραννεῖν ; γλῶσσα , ἀκοή , ὄσφρησις , ὅρασις | ||
ἔμβαλε λύσσαν ἐρισμοῦ . † λόγον ἀναστήσας , ὠφρυωμένος , ἄφροσι βόμβαξ τῶν πάντων δ ' ἡγεῖτο πλατίστακος , ἀλλ |
ζῴοις ἄρτοι τε οἱ μέγιστοι καὶ κριθαὶ καὶ ἰσχάδες καὶ ἀσταφίδες καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ μέλι χύδην σχίνου τε | ||
καθ ' ὥραν τετρυγημένοι . Νὴ Δί ' , ἐπεὶ ἀσταφίδες γε πάντες ἤδη εἰσί . Τοὺς τραυματίας ἐπὶ τούτοις |
καὶ μιχθέντες , μόνιμον καὶ διουρητικὸν ποιοῦσι τὸν οἶνον . ἑψητὸς μιγνύμενος οἴνῳ μόνιμον αὐτὸν ποιεῖ . κηρὸς ἐν τῇ | ||
δύσπεπτος : ὧν ἡ λευκὴ καλεῖται κωβῖτις . καὶ ὁ ἑψητὸς δέ , τὸ μικρὸν ἰχθύδιον , τοῦ αὐτοῦ γένους |
Χαρίζομαι δέ σοι καὶ τὴν σύριγγα αὐτήν , ᾖ πολλοὺς ἐρίζων καὶ βουκόλους ἐνίκησα καὶ αἰπόλους . Σὺ δὲ ἀντὶ | ||
δέ τις ἦν καὶ νεάζων ὁ δῆμος , καὶ οἷον ἐρίζων ἕκαστος ἢ τῷ ἀκμαίῳ τῆς ἡλικίας ἢ τῷ ὡραίῳ |
περικείμενον ἐχούσης ἔριον μαλακὸν ἐκμάσσειν : καὶ πυριᾷν δὲ σπόγγοις τρυφεροῖς ἐν ὕδατι ἡψημένην ἔχοντι ἀλθαίαν , ἣν καὶ δενδρομαλάχην | ||
ἀπὸ μιᾶς ῥίζης , ὅμοια κοριάννῳ , περὶ καυλίοις σπιθαμιαίοις τρυφεροῖς , περιλεύκοις , ἐνερευθέσιν : ἄνθη φοινικᾶ , μακρά |