ἀντὶ τοῦ τῆς ἀπὸ τῶν ἀνθράκων σποδιᾶς . ἐπαφῆκεν ὁ λάρκος ὑπὸ ἀγωνίας , ὥσπερ ἡ σηπία τὸ μέλαν . | ||
. Ὑπὸ τοῦ δέους δὲ τῆς μαρίλης μοι συχνὴν ὁ λάρκος ἐνετίλησεν ὥσπερ σηπία . Δεινὸν γὰρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι |
Λάρκος : Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Καλλιππίδην . λάρκος ἐστὶ φορμὸς εἰς ὃν ἄνθρακας ἐνέβαλλον . κέχρηνται τῷ ὀνόματι ἄλλοι | ||
ὡς ἐν τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται . ἦ που δὲ καὶ φορμὸς τῶν γεωργικῶν , καὶ γαῦλοι καὶ σκαφίδες , καὶ |
ἀνὴρ ἁπασῶν τῶν γυναικῶν ἐστι νῦν . ὑπὸ τῆς ἀπληστίας διακόνιον ἐπήσθιεν [ ἀμφιφῶντ ' ἔχων ] . τί δ | ||
' εἰσεπέτοντο . ΔΙΑΚΟΝΙΟΝ . Φερεκράτης : ὑπὸ τῆς ἀπληστίας διακόνιον ἐπήσθι ' , ἀμφιφῶντ ' ἔχων . ΑΜΦΙΦΩΝ πλακοῦς |
, ἀνάγκη τοῦτον συναπολαύειν τοῦ κακοῦ , καὶ συναναπίμπλασθαι τῆς μαρίλης . Ἀθλητῇ μὲν οὖν ἀνδρὸς προσφερομένου ἀθλητοῦ , ἐκ | ||
τὴν ἀτοπίαν τῶν δημοτῶν . Ὑπὸ τοῦ δέους δὲ τῆς μαρίλης μοι συχνὴν ὁ λάρκος ἐνετίλησεν ὥσπερ σηπία . Δεινὸν |
ἣν καὶ ἰξαλῆν ἐκάλουν καὶ τραγῆν , καί που καὶ παρδαλῆ ὑφασμένη , καὶ τὸ θήραιον τὸ Διονυσιακόν , καὶ | ||
τύμπανα καὶ κύμβαλα , σκευῶν ἂν καὶ ταῦτα εἴη καὶ παρδαλῆ καὶ λεοντῆ , καὶ σανὶς καὶ λεύκωμα . καὶ |
βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς . δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος γῆς . ὁ δημότης Αἰξωνεύς ἐστι . καὶ Αἰξώνεια | ||
, τὸν δ ' ἕτερον . . . , τῆς Κεκροπίδος , ὅσπερ ἑκάστοτε εἴωθεν ταύτην τὴν φυλὴν συλλέγειν : |
. νῦν τὰ χρώματα , ἢ βάμματα . ξυστίδας . ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης | ||
ἄρ ' ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν . ψήφισμα ἔθηκεν γαλιδέως ξυστίς προσκεφάλαιον φελλέα ὡραΐζεσθαι πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον ἢν ὕδωρ |
Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Εὐβουλίδην ἐφέσει . Ἁλιμοῦς δῆμος τῆς Λεοντίδος φυλῆς , καὶ οἱ δημόται Ἁλιμούσιοι . Ἁλιρρόθιος : | ||
Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου ἀργίας . δῆμός ἐστι τῆς Λεοντίδος , ὡς Διόδωρος ὁ περιηγητής φησιν . Κηφισιεύς : |
τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον | ||
' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν |
ΙΛΗ ὑπερδισύλλαβα βαρύνεται : παστίλη . . . . . μαρίλη μυστίλη . τὸ μέντοι ὠτειλή καὶ ἀπειλή καὶ ὀφειλή | ||
ἄνθρακες οὕτως ὑπό τινων καλοῦνται . μᾶλλον δὲ ἡ θερμοσποδιὰ μαρίλη λέγεται , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀχαρνεῦσί φησιν : |
. τὸ ἐθνικὸν Πλυνεαῖος καὶ Πλυνεάτης . Πλώθεια , δῆμος Αἰγηίδος φυλῆς . ὁ δημότης Πλωθιεύς καὶ Πλωθεύς . τὰ | ||
τύπῳ δὲ Γαργίτης . Γαργηττός , πόλις καὶ δῆμος τῆς Αἰγηίδος φυλῆς . ὁ δημότης Γαργήττιος . Ἐπίκουρος Νεοκλέους Γαργήττιος |
πράγματα , ἀπὸ τῆς φόρμου . φόρμος γὰρ λέγεται τὸ ψιαθῶδες πλέγμα , ὡς καὶ ὁ Θουκυδίδης φορμηδὸν λέγει . | ||
ὁ λάρκος δημότης : ὁ λάρκος πλέγμα τι κοφινῶδες ἢ ψιαθῶδες , ἐν ᾧ φέρουσι τοὺς ἄνθρακας . Γ μηδαμῶς |
ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , δοῖδυξ , θυΐα , τυρόκνηστις , ἐσχάρα , ἡ δὲ κύβηλις ἐν | ||
σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος , σκάφη , μάκτρα |
: ὑπ ' ἐνίων δὲ τὸ σύνταγμα τῶν σνϚ ἀνδρῶν ξεναγία καλεῖται καὶ ὁ τούτου τοῦ τάγματος ἀφηγούμενος ξεναγός . | ||
καὶ πόσων ἀνδρῶν καὶ τίς ὁ συνταγματάρχης . Τί ἐστι ξεναγία καὶ τίς ὁ ξεναγός . Ὅτι καθ ' ἕκαστον |
. μήποτε ὁ φραγμός , τουτέστι τὸ περίφραγμα καὶ ἡ αἱμασιά , οὕτω καλεῖται , παρὰ τὸ ἐρύκειν ἢ παρὰ | ||
πηγή : ταύτης τὰ μὲν πρὸς τοῦ ναοῦ λίθων ἀνέστηκεν αἱμασιά , κατὰ δὲ τὸ ἐκτὸς κάθοδος ἐς αὐτὴν πεποίηται |
. λέγω δὲ τὸ ἐπὶ τοῦ φρέατος καὶ τοῦ ἐγχειριδίου ἴσθμιον . Τιμαχίδας δὲ καὶ Σιμμίας οἱ Ῥόδιοι ἀποδιδόασιν ἓν | ||
. Λέγω δὲ τὸ ἐπὶ τοῦ φρέατος καὶ τοῦ ἐγχειριδίου ἴσθμιον . Τιμαχίδας δὲ καὶ Σιμίας , οἱ Ῥόδιοι , |
, ὡς ἀπὸ τοῦ Κρισεύς . Κριώα , δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς . ὁ δημότης Κριωεύς . τὰ τοπικὰ Κριῶθεν | ||
. ἡ φυλὴ τοίνυν Αἰγικορεῖς . Αἰγιλιά , δῆμος τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς . ὁ δημότης Αἰγιλιεύς . τὰ τοπικὰ Αἰγιλιᾶθεν |
τοῦ δὲ κώθωνος αἱ ἑκατέρωθεν πλευραὶ ὥσπερ καὶ τῆς χύτρας ἄμβωνες καλοῦνται . . Κ . τε ἐν τῆι Λακεδαιμονίων | ||
. . . ι : ἄκριες λόφοι ὀρῶν οἱ καὶ ἄμβωνες , ὧν πολλὴ ἡ χρῆσις . φησὶ γοῦν Αἴλιος |
Μεσαππίων . ὑπὸ δὲ τρυφῆς οἱ Τυῤῥηνοὶ πρὸς αὐλὸν καὶ μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . διαβόητοι δ ' ἐπὶ | ||
τρυφῆς οἱ Τυρρηνοὶ , ὡς Ἄλκιμος ἱστορεῖ , πρὸς αὐλὸν μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . : , , . |
. Οὐδ ' ἄρ ' ἀπὸ τῆς τρίποδός πω τὸ ὀκτώπουν χωρίον γίγνεται . Οὐ δῆτα . Ἀλλ ' ἀπὸ | ||
ἤ τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ |
, καὶ προέκειτο τὸ ἀργύριον . ἡ δὲ προεστῶσα τοῦ καπηλείου τὸ κέρδος ὁρῶσα , πρὸς τὴν ὑπηρεσίαν παρεσκευάζετο , | ||
λουτρὸν αὖ τὸ δεύτερον . βλέφαρα κέκλῃταί γ ' ὡς καπηλείου θύραι . ἥλῳ τὸν ἧλον , παττάλῳ τὸν πάτταλον |
χωρίον Βοιωτίας τοῦτο . στύρακος . κέντρον , κέρας , ἐπιδορατίς . ἐν τῷ Καρὶ . . . ὁ κίνδυνος | ||
ἀμφιβαλλέσθω χροΐ . . . Α . : ἀθήρ : ἐπιδορατίς , μεταφορικῶς . Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . . |
ὁ δὲ Ἀπίων „ φάλος ὁ λαμπρὸς καὶ λευκὸς τῆς περικεφαλαίας ἧλος „ . φηγός Ε . . . . | ||
ὡς ἑξάπηχυ : τῶν δὲ στελεχῶν πάχος τῶν γερανδρύων ὅσον περικεφαλαίας , φλοιὸς δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ |
δὲ μέρη τῆς τέχνης ὑποτύπωσις ὑπογραφή σκιαγραφή , καὶ τὸ ἐργαλεῖον γραφὶς ἢ ὑπογραφίς , καὶ αἱ ὗλαι πίνακες καὶ | ||
πρόσκειται τῷ Κλέωνι ἡττημένῳ . ΓΘ καὶ στρόβει : στροβεὺς ἐργαλεῖον κναφικόν . φησὶν οὖν , περίαγε αὐτὸν καὶ στρέφε |
δὲ τοῦ λύχνου , ἐν δὲ τῷ Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι καὶ διαστίλβονθ ' ὁρῶμεν , ὥσπερ ἐν καινῷ λυχνούχῳ , πάντα | ||
νῦν καλούμενοι φανοὶ ὠνομάζοντο Ἀριστοφάνης ἐν Αἰολοσίκωνι παρίστησιν : καὶ διαστίλβονθ ' ὁρῶμεν , ὥσπερ ἐν κενῷ λυχνούχῳ , πάντα |
τινὰ ποτήρια καὶ τοῦ ῥυτοῦ ἐμνήσθη , ὡς προεῖπον : Ἡδύλος δ ' ἐν Ἐπιγράμμασι περὶ τοῦ κατασκευασθέντος ὑπὸ Κτησιβίου | ||
καλουμένους ἀλύτας καλοῦσι , καὶ τὸν τούτων ἄρχοντα ἀλυτάρχην . Ἡδύλος δὲ εἰς τὰ Ἐπιγράμματα Καλλιμάχου διὰ τῶν δύο λλ |
Κερκυόνος θυγάτηρ , ἐξ ἧς καὶ Ποσειδῶνος Ἱπποθόων ὁ τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς ἐπώνυμος , ὡς Ἑλλάνικός τε ἐν β Ἀτθίδος | ||
Ἐλαιέως . : Ἐροιάδαι . Οἱ Ἐροιάδαι δῆμός ἐστι τῆς Ἱπποθοωντίδος , ὥς φησι Διόδωρος . : Θυμαιτάδαι . . |
. φάλος Γ . . . . . , : φάλος : τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας . . . εἴρηται | ||
μὲν εἰς τὸ ὑπαύξοιτο μετέφρασεν , ὁ δὲ ὑπογεννῷτο . φάλος Γ . . . . . , : φάλος |
μέσον εὔτονον , διὸ πρίνινον τὸν γύην . ἐλύματι : ἔλυμα μέρος τι τοῦ ἀρότρου ἐν τῷ μέσῳ ἔνθα συμβάλλεται | ||
. δάφνης δ ' ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες . δρυὸς ἔλυμα , πρίνου δὲ γύην . βόε δ ' ἐνναετήρω |
μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ | ||
ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή |
. Σκολύθριον Πλάτων τίθησιν ἀντὶ τοῦ ὑφ ' ἡμῶν λεγομένου ὑποποδίου , ὑπὸ ποιητῶν δὲ ὑποθρονίου . Πλάτων : „ | ||
Ἤτοι ὑποποδίου ἤγ . θρόνους . . θρόνου . . ὑποποδίου . . . στάμνου : Κεράμου . . κατεαγότος |
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ | ||
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ |
τὸ αὔω , τὸ φωνῶ , αὐλός , ὡς δαίω δαυλός , . , . . . + , . | ||
Τὰ εἰς ΑΥΛΟΣ δισύλλαβα μονογενῆ μὴ κύρια ὀξύνεται : αὐλός δαυλός καυλός . τὸ δὲ Βραῦλος Παῦλος Δαῦλος κύρια . |
ὡς ἀγοραῖον Ἀριστοφάνης ἔφη . Βαβυλωνίων δ ' ἐστὶν ὁ καυνάκης . ἡ δὲ μανδύη ὅμοιόν τι τῷ καλουμένῳ φαινόλῃ | ||
, ὕφασμα μαλλοὺς ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους . “ καυνάκης ἐστὶ περσικὸν ἱμάτιον ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλούς |
Κύφος Κυφαῖος . καὶ ἀπὸ τοῦ Ἐχιναῖος Ἐχιναιεύς , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . τινὲς δὲ καὶ Ἐχινοῦντα φασὶ τὴν αὐτήν | ||
. καὶ ἑνικῶς Σίφη . ἔστι δὲ ὡς ἀπὸ τῆς Κρηταῖος Κρηταιεύς οὕτω Σιφαῖος Σιφαιεύς . Σίφνος , περὶ τὴν |
. Σαπρός . παρὰ τὸ σήπω , ὡς παρὰ τὸ λέπω λεπρός . Σκληρός . παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον , | ||
ἐνεκόλαπτον τοῖς λίθοις οἱ παλαιοί : γλάπτω γλαφυρὸς , ὡς λέπω λεπυρός : ἐπὶ δὲ τοῦ ἡδέος , ἀπὸ τοῦ |
ἐπεισόδῳ τοῦ ε ἠνέῳγον , τὸ τρίτον ἠνέῳγε καὶ συστολῇ ἀνέῳγε : ἐπιθήματα κάλ ' ἀνέῳγεν . ἀπὸ δὲ τοῦ | ||
„ ἀνέῳγεν ἡ θύρα „ , τῶν παλαιῶν λεγόντων ” ἀνέῳγε τὴν θύραν ” . . . . λουτροφόρος καὶ |
. . Βλείμην : ἔστι βλῶ βλῆμι , ὁ μέλλων βλήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐνεργητικὸς ἔβλην , τὸ δεύτερον | ||
. . , . : ἀμφίβληστρον : παρὰ τὸ βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ * * * . |
αὖθις ? ? [ * ἐκαλεῖτο ] δὲ Πολτυμβρία ἀπὸ Πόλτυος τοῦ [ ] βασιλέως [ ] ? [ ] | ||
ἠιόνος τῆς Αἰνίας Σαρπηδόνα , Ποσειδῶνος μὲν υἱὸν ἀδελφὸν δὲ Πόλτυος , ὑβριστὴν ὄντα τοξεύσας ἀπέκτεινε . καὶ παραγενόμενος εἰς |
φωνὴν εἴρηται τῶν τελῶν κατάληψιν σπουδαζόντων . . . . βῆσσα : ὁ βάσιμος τόπος καὶ ὑψηλὸς καὶ κοῖλος : | ||
ῥηματικὸς χαρακτήρ : καὶ ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσα καὶ βῆσσα , ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , πείσω πεῖσα : |
οὗ σε ἐνέπλησεν ὁ νεανίσκος ἐξ ὧν εἶπεν , ἡνίκα ἐπρέσβευεν . οἶδα γὰρ ὅτι τοῦ δικαστηρίου μὲν ἀπελθών , | ||
, ὅτε διετίθετο τὴν Ἑλλάδα . καὶ Δημήτριος ἐς ἀντιλογίαν ἐπρέσβευεν ὑπὲρ αὐτοῦ , κεχαρισμένος μὲν ἔκπαλαι Ῥωμαίοις ἀπὸ τῆς |
ἔχει ὧδε : Ἐπ ' Ἀῤῥενίδου ἄρχοντος , ἐπὶ τῆς Ἀκαμαντίδος πέμπτης πρυτανείας , Μαιμακτηριῶνος δεκάτῃ ὑστέρᾳ , τρίτῃ καὶ | ||
, ἔνθα ἄγεται καὶ Ἀπολλώνια . δῆμος οἱ Κικυννῆς τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς , ἔνθα ἄγεται καὶ Ἀπολλώνια . ἀμαθής ] |
ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός σάγη | ||
χωρῶ καὶ λαμβάνω , γύω καὶ γύον , ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' |
λαμβάνονται . . . . Βουτάδαι : δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηΐδος Βουτία , ἀφ ' ἧς καὶ Βουτάδαι οἱ δημόται | ||
φυλῆς εἶναι , οὐκ ὀρθῶς : οἱ γὰρ Ἀχαρνεῖς τῆς Οἰνηΐδος φυλῆς εἰσιν . οἱ δὲ περὶ Ἀσκληπιάδην φασὶν , |
καὶ τόξον ἀπέθηκεν . οὕτως Ὦρος . . . . ἀλαστός : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστεῖς , παρὰ δὲ τοῦτο | ||
” λάε νεβρὸν ἀπάγχων ” . . . . . ἀλαστός , , : ἀλαστός : . . . ὁ |
μοι λάφυρον γέγονας , ἀδίκου πάρεργον δαίμονος . ὢ τῆς τραγικῆς καὶ ἀπηνοῦς ἡμέρας : οἷόν μοι σκότος ἀνθ ' | ||
φαρέτρα καὶ κηρύκεια καὶ ῥόπαλα καὶ λεοντῆ καὶ παντευχία μέρη τραγικῆς ἀνδρείας σκευῆς . γυναικείας δὲ συρτὸς πορφυροῦς , παράπηχυ |
ὁρμῶ καὶ τοῦ ἅλλω τὸ πηδῶ , καὶ σημαίνει τὸ αὐξάνω . ὅσα δρυός : πάντα , φησί , τὰ | ||
. , . , . Βλώσκω : σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς |
“ οὖν εἶπε διὰ τὸ τρίβεσθαι τοὺς λίθους , ” κρόταλον “ δὲ διὰ τὸ κρούειν τοὺς λίθους , ” | ||
ψευδῶν συγκολλητής , εὑρησιεπής , περίτριμμα δικῶν , κύρβις , κρόταλον , κίναδος , τρύμη , μάσθλης , εἴρων , |
προσκυνοῦντες οὕτως ἀπίθανον κολοσσόν , ἡμισταδιαίαν γυναῖκα , γιγάντειόν τι μορμολύκειον . ἐγὼ δὲ ἐνενόουν μεταξὺ οἷοι ὄντες αὐτοὶ νέοις | ||
κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολύκειον ἔγνων . Γ ἀλλ ' ἢ κατεγέλων Γ : |
' ὁ μιαρὸς φάσκωλος εὐθὺς λυόμενός μοι τοῦ μύρου καὶ βακκάριδος . ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , | ||
παρὰ Ἀνακρέοντι λυδοπαθὴς ἀκούουσιν ἀντὶ τοῦ ἡδυπαθής . μνημονεύει τῆς βακκάριδος καὶ Σοφοκλῆς . Μάγνης δ ' ἐν Λυδοῖς : |
φρένες ] αἱ . ἐμοῦ διάστροφοι ] διεστραμμέναι , παρηλλαγμέναι κεράστις ] κερασφόρος ὁρᾶτ ' ] βλέπετε ὀξυστόμῳ ] ὀξυτάτῳ | ||
ἡ ἐμή . διάστροφοι ἦσαν ] διεστραμμέναι ἐγένοντο . . κεράστις ] ἤτοι κέρατα ἔχουσα , βοῦς κερασφόρος γενομένη , |
ἀρέσκω : παρὰ , καὶ ἀρεστόν . . . . ἀρεστήρ : εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένου ἀρέσκων . ἀρέσω | ||
Ἀρτέμιδι καὶ Ἑκάτῃ καὶ Σελήνῃ . μελιτοῦττα μὲν Τροφωνίῳ ὡς ἀρεστήρ , καὶ ὑγίεια ὁμοίως : καὶ γὰρ ὑγίεια μάζης |
τοῦτό φησι Καλλικλῆς καθ ' ὁμοιότητα Σωκράτους . Ἀλωπεκῆθεν . Ἀλωπεκὴ δῆμος Ἀντιοχίδος , ἐξ οὗ Σωκράτης . ἐναντία . | ||
τοῦτό φησι Καλλικλῆς καθ ' ὁμοιότητα Σωκράτους . Ἀλωπεκῆθεν . Ἀλωπεκὴ δῆμος Ἀντιοχίδος , ἐξ οὗ Σωκράτης . ἐναντία . |
σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον , σισύρα δὲ τὸ ἐκ δέρματος ἐντρίχου ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν | ||
σκύτινος ἔντριχος χειριδωτός : Σκυθικὸν τὸ χρῆμα . ἡ δὲ σισύρα περίβλημα ἂν εἴη ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις |
, κοντοί , καὶ τοῦ δόρατος τὸ ἱστάμενον σαυρωτήρ στύραξ στυράκιον , καὶ τὸ προῦχον σιδήριον λόγχη αἰχμή ἐπιδορατίς , | ||
ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί , τῶν Πλαταιέων ἐν τῷ |
εἰς αὐτὴν , ὡς νομίζῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τῆς ἐχίδνης ἢ μυγάλης ἀποδηχθέντα . [ Περὶ τῆς σταφυλῆς πασχούσης θεραπείας . | ||
διαθέσεις θεραπεύσει : ὅθεν καὶ οἱ φωνασκοὶ ταύτῃ κέχρηνται . μυγάλης δήγματα , κυνοδήκτους καὶ λυσσοδήκτους , τὸ σπέρμα αὐτῆς |
τὸ πρόσωπον καλύπτω ὑπ ' αἰσχύνης . . ἀντὶ τοῦ σκέπω ἐμαυτόν , ὡς ἀπορῶν δῆθεν . ἐκκαλύψειν δὲ ἀντὶ | ||
οἷον , βλέπω : δρέπω : ἔπω : τρέπω : σκέπω : λέπω : νέπω τὸ ἐννέπω . Τὰ διὰ |
ἡμέραν διδομένων . τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων . Κρατῖνος : γαυριῶσαι δ ' ἀναμένουσιν ὧδ | ||
. οἱ δ ' ἄλλως διαιροῦσι καὶ ἕτερον ποιοῦσιν εἶδος σφενδάμνου καὶ ζυγίας . Ἅπαντα δὲ ὅσα κοινὰ τῶν ὀρῶν |
παρὰ τὸ ἀμφέχειν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς , ἄμφυξ καὶ ἄμπυξ : ἡ ἄνω πυκάζουσα καὶ ἀνέχουσα : τὰς αἰθήρας | ||
διαδήματα : ἴσως καὶ διὰ τὸ ἀμπέχειν τὰς κόμας . ἄμπυξ δὲ καὶ εἶδος χαλινοῦ , ὅθεν καὶ τὸ χρυσάμπυκας |
ἐπικύφους τὰς ῥῖνας . ἐνταῦθα δὲ “ ῥυγχία ” εἴρηκεν ὑποκοριστικῶς , ἐπεὶ καὶ χοιρία εἶπε διὰ τὴν σμικρότητα αὐτῶν | ||
τὰ σπέρματα . Γ διὰ χρόνου Γ γήδιον Γ : ὑποκοριστικῶς ἀντὶ τοῦ “ τὴν γῆν ” . Γ ἀλλ |
ἐνοικοῦς ' ἄνδρες οἳ τὸν οὐρανὸν λέγοντες ἀναπείθουσιν ὡς ἔστιν πνιγεύς , κἄστιν περὶ ἡμᾶς οὗτος , ἡμεῖς δ ' | ||
σύνταξις : Οἳ τὸν οὐρανὸν Λέγοντες ἀναπείθουσιν , ὥς ἐστι πνιγεύς : καὶ πάλιν : Ἀνήρετ ' ἄρτι Χαιρεφῶντα Σωκράτης |
ὁ βοηθός : ἐκ τοῦ ἀμύνω . . . . ἀμύξ : ἐπίρρημα : καὶ σημαίνει τὸ ἀμυκτικῶς ἤγουν σπαρακτικῶς | ||
, ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ |
, ἑλκτικῆς τέ ἐστι καὶ διαφορητικῆς καὶ ξηραντικῆς δυνάμεως . Ὄη τὸ δένδρον στυπτικῆς μετέχει ποιότητος . Οἶνος ἐκ τῆς | ||
ῥίζα ἑλκτικῆϲ τέ ἐϲτι καὶ διαφορητικῆϲ καὶ ξηραντικῆϲ δυνάμεωϲ . Ὄη τὸ δένδρον , οὗ ὁ καρπὸϲ ὄα καλεῖται , |
Ἀντιοχίδος φυλῆς . Φρύνιχος δὲ τῆς Ἀτταλίδος φησίν . Ὁ δημότης Ἀτηνεύς . Πατροκλῆς Ἀτηνεὺς ἐχορήγει , [ Ἀντιοχὶς ] | ||
. ὅτι οἱ Ῥωμαίων στρατηγοὶ Κορνήλιος καὶ Κορβῖνος καὶ Δέκιος δημότης Σαυνίτας νικήσαντες ὑπέλιπον Καμπανοῖς φύλακας πρὸς τὰς Σαυνιτῶν ἐπιδρομάς |
” . ἐξ ἀρνακίδων : ἀρνακὶς λέγεται τὸ τοῦ ἀρνοῦ κῴδιον . ἔπαιξε δὲ πρὸς τὸ ἀρνεῖσθαι . ἔπαιξε παρονομάσας | ||
διαβάλλει δὲ αὐτὸν ὡς μέθυσον καὶ ἐνουροῦντα , ὥστε καὶ κῴδιον ἔχειν ὑπὸ τὰ σκέλη , ἤγουν θύλακον σὺν τοῖς |
: αἱ ἁρπακτικαὶ θεαί : παρὰ τὸ ἁρπῶ , τὸ ἁρπάζω , ὡς αἴθω αἴθυια . . . . ἁρπίδες | ||
. καὶ τοῦ φρίξω ἀποβολῇ τοῦ ω φρίξ , ὡς ἁρπάζω ἁρπάξω ἅρπαξ . . , : φρούριον : οὐκ |
καμίνου , οἱ δὲ φούρνου . καὶ γὰρ ὁ φοῦρνος ἰπνὸς λέγεται , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Σφηξίν : εἰς | ||
τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω . . ἰπνούμενος ] καιόμενος . ἰπνὸς γὰρ καὶ ἵπνος ὁ φοῦρνος , ἐκ γὰρ τοῦ |
τυρόκνηστις , ἣν καὶ κύβηλιν καλοῦσιν : ὧν ἡ μὲν τυρόκνηστις ἔστιν ἐν Πλάτωνος Ἀδώνιδι καὶ ἐν Ἀριστοφάνους Αἰολοσίκωνι , | ||
ἀπὸ τοῦ κνῶ τὸ κόπτω , ἐξ οὗ καὶ ἡ τυρόκνηστις . ἐπὶ χροΐ : ὑπὸ σώματι . θερμόν : |
. κεραστὶς δὲ γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ μανικῶς ὥρμων καὶ ἐκινούμην πρός τε τὸν ῥοῦν τῆς | ||
. . : ἦσαν ] Ἐγένοντο . ἀντιχρονισμός . : ὀξυστόμῳ ] Ὀξέως δάκνοντι . μόνον δὲ τὴν ὄψιν μετεβλήθη |
τίκτει δὲ δύο ἐφάπαξ καὶ τρία : λέγεται δὲ καὶ τετριχῶσθαι μικροῖς καὶ δυσθεωρήτοις τριχιδίοις . ἐπιλέγεται δὲ καὶ τὰ | ||
θερμοβούλους , εὐψύχους ἄνδρας σημαίνει . ὤμους δὲ καὶ μετάφρενα τετριχῶσθαι παρομοίους δηλοῖ τοῖς ὄρνισιν ἐν ταῖς ψυχαῖς : ὑψηλὰ |
εὗρον ] . . . καὶ παρὰ τὴν παροιμίαν τὴν ἁπαλώτερος τρύχνου παρῳδῶν ὁ κωμικός φησιν : ἤδη γάρ εἰμι | ||
μέσοι . ξανθίας δ ' ἐπὶ ποσὸν βρωμώδης ἐστὶν καὶ ἁπαλώτερος τοῦ ὀρκύνου . ταῦτα μὲν οὖν ὁ Δίφιλος εἴρηκεν |
' ἥδιστά γ ' ἐπιδορπίζομαι . πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραπόδι ' ἤδη ταῦθ ' , | ||
ἄλλα γένη καταλέγων ποτηρίων φησί : πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραποδιον δὴ ταῦθ ' , ὁρᾷς |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
παροιμία ἐλήφθη τὸ ” βάλλ ' ἐς κόρακας “ . Κικυννόθεν ] Κίκυννα χωρίον τῆς Ἀττικῆς . ἀμαθής ] ἀπαίδευτος | ||
ἀπώλειαν , εἰς φθοράν . κόψας ] κρούσας . . Κικυννόθεν ] ἀπὸ χώρας . . ἀπὸ τῆς Κικύννης : |
. Τὰ εἰς ΓΑΣ πάντα βαρύνεται , εἰ μὴ ἐπὶ σκώμματος εἴη , ὡς ἔχει τὸ φαγᾶς : γίγας μέγας | ||
πατρὸς ἔφη τὸ παιδίον εἶναι . οἱ αὐτοὶ κατηγοροῦσι καὶ σκώμματος , ἐπειδὴ τοὺς Ἀριμασποὺς τοὺς μονομμάτους ἔφη ξυγγενεῖς εἶναι |
ἀμόργῃ χρίειν τὸ σῶμα : τοὺς γὰρ ψωριῶντας ἰάσεται . κρότωνας δὲ καὶ τὰς ἄλλας νόσους τῶν κτηνῶν τῶν δυσπαθέστερον | ||
τοῦ ἵππου γίνονται ἡμίονοι . ὅτι φθεῖρας οὐ ποιεῖ οὐδὲ κρότωνας ὡς οἱ βόες : τὰ γὰρ ζῳύφια ταῦτα ἐξ |
δεινῶς καὶ δυσθεράπευτα ἔχοντας τὰ σώματα ἁλισπάρτους καλεῖ . . ἁλοᾶν δασύνεται , τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν : ἀλοιᾶν | ||
κατ ' ἐπερώτησιν λεγόμενον . ἁλοᾶν καὶ ἀλοιᾶν διαφέρει . ἁλοᾶν μὲν γὰρ δασέως τὸ ἐπὶ τῆς ἅλω πατεῖν καὶ |
κόρακας νεοσσοποιεῖσθαι λέγειν ἡμᾶς : φεῦγ ' ἐς κόρακας . φέψαλοι καὶ φεψάλυγες : σπινθῆρες ἀναφερόμενοι ἐκ τῶν καιομένων ξύλων | ||
, οἱ δὲ ἡμίκαυτοι ἄνθρακες θυμάλωπες , οἱ δὲ σπινθῆρες φέψαλοι . ὁ δὲ τοὺς ἄνθρακας πιπράσκων ἀνθρακοπώλης : λέγει |
Ἁλαῖος λέγεται Ἁλαιεύς ] , ὡς Ληναῖος Ληναιεύς , Κρηταῖος Κρηταιεύς ‚ . ἀλλ ' ἐν τοῖς ἑξῆς κατ ' | ||
Ἀμύκλαι Ἀμυκλαῖος , καὶ Ἀμυκλαιεύς ἐξ αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς |
ἐν Ὥραις : διέφθορας τὸν ὅρκον ἡμῶν . Μένανδρος ἐν Ἀδελφοῖς : εἰ δ ' ἔστιν οὗτος τὴν κόρην διεφθορώς | ||
μὲν ἐν τῇ Ἑκάτῃ πολλάκις , τὸ δὲ λαγύνιον ἐν Ἀδελφοῖς . καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ |
οἰνοχόας ⌈ εἴρηκεν Γ [ φασίν ] , ἀπὸ τοῦ ἀρύειν : ⌈ ἔνθεν Γ [ ὅθεν ] καὶ ἀρύταινα | ||
τὸ νεωστὶ ὕδωρ κομισθέν : ἔγκειται γὰρ τῇ λέξει τὸ ἀρύειν . πρόσφατον δὲ τὸ κρέας : πεποίηται γὰρ ἀπὸ |
διαχωρέει δὲ ἧσσον . Αὐτῶν δὲ τῶν ἄρτων ὁ μὲν ζυμίτης κοῦφος καὶ διαχωρέει : καὶ κοῦφος μέν ἐστιν , | ||
διὰ τὸ ἰσχυρόν . ἔστω δὲ καὶ ἕωλος μᾶλλον καὶ ζυμίτης : ἀποβρεχέσθω δ ' ὕδατι θερμῷ ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ |
, στερνομάντεις , σφονδυλομάντεις , ἀλευρομάντεις : κοσκινομάντεις δὲ εἴρηκε Φιλιππίδης , Μάγνης δὲ ἐν Λυδοῖς ὀνειροκρίταισιν ἀναλύταις . καθάρτριαι | ||
εὐθὺς ἀντήκουσας : ἤδη λοιδορεῖσθαι λείπεται , εἶτα τύπτεσθαι . Φιλιππίδης δὲ παράγει που συμπόσιον πολέμου παρασκευὴν ἐπαγγελλόμενον διὰ τὸν |
ὁ κρυψιμέτωπος καὶ τρυήλης Μεντορουργὴς εὐλαβῆ ἔχων τὴν κέρκον καὶ βομβυλιὸς καὶ δειροκύπελλον καὶ γηγενῆ πολλὰ οἷα Θηρικλῆς ὤπτα , | ||
σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος μελίσσης . καὶ ποτηρίου δὲ εἶδος , ὡς |
τὰς τῶν πολεμίων , καὶ κατεδύοντο . δηλοῦται δὲ ὑπὸ Φερεκράτους ἐν τοῖς Ἀγρίοις , ὅταν λέγῃ ὁ δὲ δὴ | ||
φόβον ἀλλὰ καὶ κατὰ διδασκαλίαν , οὐ τὴν ἐν Δουλοδιδασκάλῳ Φερεκράτους , ἀλλὰ ἐθισθέντες : οὐχ ὡς ἀπειρημένου τοῦ τοιούτου |
ὀξύνεται , εἰ μὴ ἄρχοιντο ἀπὸ τοῦ Γ : αἰγίς μαγίς σφαγίς . τὸ μέντοι Γέργις βαρύνεται : ἀπὸ τοῦ | ||
ὅλως ἐπικόπανόν τι . ἔτι δὲ μάκτρα , σκάφη , μαγίς , σκαφίς , κάρδοπος , κάνεον . καὶ νεόκοπον |
ὡς ἀποροῦντα μάκτρας καὶ θυείᾳ χρώμενον . μικρὰ γὰρ ἡ θυεία , ἡ δὲ κάρδοπος μεγάλη . ἐκεῖνο δ ' | ||
διασύρει αὐτὸν καὶ ἀποροῦντα μάκτρας . μικρὰ δέ ἐστιν ἡ θυεία , ἡ δὲ καρδόπη μεγάλη . ἐπειδὴ πένης ἦν |
τοῦ ἄλδω τὸ αὐξάνω , τοῦτο δ ' ἐκ τοῦ ἅλλομαι τὸ πηδῶ πλεονασμῷ τοῦ δ , καὶ ἐξ αὐτοῦ | ||
πρὸ φωνήεντος ὄντα κατὰ διάστασιν ψιλοῦται . ὁμοίως καὶ τὸ ἅλλομαι τὸ πηδῶ δασυνόμενον ποιεῖ μέσον ἀόριστον πρῶτον τὸ ἥλατο |
, καὶ γίνεται παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω καὶ σκεδῶ σκεδάζω : ἐκ δὲ τοῦ ἀλάζω ἀλαστός , ὡς | ||
ῥῆμα τὸ σημαῖνον τὸ λαμβάνω γίνεται γάζω . καὶ ὡς σκεδῶ σκεδάζω σκεδασμός , κλύζω κλυσμὸς καὶ κατακλυσμός , οὕτω |
. Γ ἰπνὸς δὲ ὁ φοῦρνος , κυρίως μὲν ἡ κάμινος . . . ἡ ἐσχάρα . καὶ ἴπνια τὰ | ||
: πᾶς τεχνίτης διὰ πυρὸς ἐργαζόμενος . βαῦνος γὰρ ἡ κάμινος . ῥητορική . Σοφοκλῆς , οἷον . οὐ γὰρ |
γράφεται κτλ . . . . , , . : ἰπνούμενος ] Γράφεται ἰπούμενος ἢ σφιγγόμενος , ἤτοι παγιδευόμενος : | ||
μυῶν , ἀπὸ τοῦ ἴπτω τὸ βλάπτω . . : ἰπνούμενος ] Φλογιζόμενος : ἰπνὸς γὰρ τὸ μαγειρεῖον ἢ ἐσχάρα |
γράφε : ἄλλως δὲ μικρὸν οὐχ ἁμαρτήσεις γράφων πρεσβευσάμενος : πρεσβεὺς ὢν αὐτός . κατὰ βορέαν ἑστηκώς : οὐχ ὁ | ||
προβεβηκέναι καὶ παρελθεῖν τὴν ἥβην . Πρεσβεύω , πρεσβεύσω , πρεσβεὺς , ὡς ἱππεύω , ἱππεύσω , ἱππεύς . Πῦρ |
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ | ||
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί , |
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν | ||
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν |
ἄλλαι Τροῖαι . ἐν Ἀττικῇ κώμη , ἥ τις νῦν Ξυπετή δῆμος καλεῖται . ἔστι καὶ πόλις ἐν Κεστρίᾳ τῆς | ||
Ἰλιεύς . καὶ Ξυνιὰς λίμνη , ἣν Βοιβιάδα φασίν . Ξυπετή , δῆμος Κεκροπίδος φυλῆς . ὁ δημότης Ξυπετεών ὡς |
. . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω λύσω λύσις καὶ ἅλυσις , ἄλυτός τις οὖσα . ἢ ὅτι ἄλλη ἄλλης | ||
Σοφισταῖς Πλάτων ὀθόνιον πρόσωπον , καὶ κλῳὸς καὶ κλοιὸς καὶ ἅλυσις καὶ μονάλυσις . ἡ δὲ ἅλυσις οὐ μόνον ἐπὶ |
. . . βλῆτο : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι ἐβεβλήμην ἐβέβλησο ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον | ||
. . . βλῆσθαι : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι βεβλῆσθαι καὶ ἀφαιρέσει τῆς βε βλῆσθαι . . . |
ἀναστρέφων ἐσώθη . * λοῖσθον δὲ : ὕστερον δὲ ὡς λάρος κυματοδρομήσας , ὡς κόγχος * τε * περιτριβεὶς παντόθεν | ||
διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη . λάρος ἐν νεμέσει : παροιμία ἐπὶ τῶν ταχὺ ἀποδιδόντων . |
πίνος γάρ ἐστιν ὁ ῥύπος καὶ πιναρόν τὸ ῥυπαρόν . αἰρόπινον οὖν τὸ κόσκινον τὸ τὰς αἴρας , ὅπερ ἐστὶ | ||
. ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη ὥσπερ κόσκινον αἰρόπινον τέτρηται . Λύχνοιδ ' ἐπὶ τούτοις , καὶ λύχνοι |
ἐσήκασθεν κατὰ σηκοὺς ἠλάσθησαν , ἐπὶ τῶν προβάτων . ἔσθος ἔσθημα , ἱμάτιον . ἔσκε ἦν . ἕσπερος ὁτὲ μὲν | ||
βεβηκέναι . ἐνῆφθαι δὲ αὐτὸν καὶ δορὰς λύκων , ῥαπτὸν ἔσθημα , ἄθλους τε ποιεῖσθαι τοὺς ἀγρίους τῶν συῶν καὶ |
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον | ||
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς |