Πυθαγορείου αἱρέσεως , μέσων νυκτῶν ἀστρονομούμενος νεανίαν τινὰ σὺν αὐλητῇ κωμάζοντα μετὰ λαμπάδων κατὰ αὐλητρίδος τόν τε οἶκον αὐτῆς ἐμπρῆσαι
πῶς ; „ εἶπε ” πρὸς ἐραστὴν γὰρ ὁ λόγος κωμάζοντα μετὰ ξίφους ἐπὶ τὴν σὴν ὥραν . ” „
6665177 ξεινε
. καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ τὸ ὅμοιον : Ζεύς τοι δοίη ξεῖνε , ὅττι μάλιστ ' ἐθέλεις : ὣς ἄρ '
, κούρην Διὸς αἰγιόχοιο : “ εὔχεο νῦν , ὦ ξεῖνε , Ποσειδάωνι ἄνακτι : τοῦ γὰρ καὶ δαίτης ἠντήσατε
6574824 παιδ
, ὅπως ἂν μὴ Κλυταιμήστρα τάδε μάθηι , πρὶν Ἅιδηι παῖδ ' ἐμὴν προσθῶ λαβών , ὡς ἐπ ' ἐλαχίστοις
ὡς δ ' ἦλθεν χρόνος , τεκοῦς ' ἐν οἴκοις παῖδ ' ἀπήνεγκεν βρέφος ἐς ταὐτὸν ἄντρον οὗπερ ηὐνάσθη θεῶι
6505093 πατερ
καὶ γράφων πρὸς τὸν πατέρα ἔλεγε : Σύγχαιρε ἡμῖν , πάτερ , ἤδη γὰρ ἡμᾶς τὰ βιβλία τρέφει . Σχολαστικὸς
δὲ καὶ παρ ' Ὁμήρῳ εὐχομένου Ἕλληνος ἀνδρός , Ζεῦ πάτερ , ἢ Αἴαντα λαχεῖν , ἢ Τυδέος υἱόν ,
6474214 Πολυδευκες
Ἀριστοφάνης Ἀριστοφάνους ὦ Ἀριστόφανες , ὁ Πολυδεύκης τοῦ Πολυδεύκους ὦ Πολύδευκες , ὁ εὐσεβής τοῦ εὐσεβέος καὶ εὐσεβοῦς ὦ εὐσεβές
ἐόντα , καὶ Κάστορος βίαν , σέ τε , ἄναξ Πολύδευκες , υἱοὶ θεῶν , τὸ μὲν παρ ' ἆμαρ
6341683 Ἀπολλον
ἐνταῦθα . δᾶ ] γῆ . Ἄπολλον ] ὦ . Ἄπολλον ] ὦ . σύστημα . ἀνωτότυξας ] διὰ τοῦ
ὀνομάτων τὸ κύριον παριστῶσα : λέξις μὲν Φοῖβε ἀντὶ τοῦ Ἄπολλον , καὶ Ἐννοσίγαιε ἀντὶ τοῦ Πόσειδον , καὶ ὄφρα
6339919 ἐγων
, μητρὸς δ ' ἐκ Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης : αὐτὰρ ἐγὼν υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο εὔχομαι ἐκγεγάμεν , μήτηρ δέ μοί
: τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον , εἷς ἐγὼν ἀποχρέω . τὰς θυσίας καὶ τὰς λαμπροτέρας παρασκευὰς ἐκάλουν
6332158 ἰθι
ῥῆμα μὲν ὂν μετὰ μέλλοντος μετοχικοῦ συντάσσεται , οἷον , ἴθι ποιήσων τόδε : ἐπίρρημα δὲ παρακελευσματικὸν , ὥσπερ τὸ
καλὸν ἡμῖν ἔργον ἀπεργάζεται καὶ ἄξιον τοῦ ὀνόματος ; “ ἴθι οὖν , εἰπέ . Ἀλλ ' , ὦ Σώκρατες
6282428 τυ
διάλληλα τὰ τῆς ἐπιχειρήσεως . τί γὰρ οὐ μᾶλλον ἡ τύ ὠλιγώρηται , ὅτι εἰς ν οὐ λήγει , ἢ
ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως αἰτεῖ : καὶ δωσῶ οἱ , ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ . ἅλλεται ὀφθαλμός μευ ὁ δεξιός :
6268949 ἀναξ
] χθονὸς μοναρχίαν ἑκόντα δοῦναι [ τοῖσδε Καδμείας ] , ἄναξ . ὅταν δὲ θάπτηις ἄλοχον εἰς πυρὰν τιθεὶς σαρκῶν
, πολύμορφον αἶσχος ἔγνων χθονίοις γάμοισι χαίρων , ὁ θεῶν ἄναξ ἐπαίχθην : τὸ δίκης σέβας σε βάλλει . Τί
6228487 τυνη
αἰτία . ταῦτα δέ φησι παραθαρσύνων αὐτούς . Αἰσονίδη , τύνη δέ : ἐπειδή , φησίν , ἅπαξ ἐφύγομεν τὰς
περ κεῖσθαι , ἐπεὶ δὴ πρῶτα θεῶν ἰότητι δαμάσθη : τύνη δ ' Ἡφαίστοιο πάρα κλυτὰ τεύχεα δέξο καλὰ μάλ
6215883 Τηλεμαχον
' ἕκτος Πεισίστρατος ἤλυθεν ἥρως , πὰρ δ ' ἄρα Τηλέμαχον θεοείκελον εἷσαν ἄγοντες . τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος
' ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι . ἡ δ ' αὖ Τηλέμαχον προσεφώνεεν , ὃν φίλον υἱόν : “ Τηλέμαχ '
6196158 λισσομαι
Ἀλκαίου δέξαι με κωμάζοντα , δέξαι , λίσσομαί σε , λίσσομαι . Καταληκτικὸν δὲ δίμετρον τὸ καλούμενον Ἀνακρεόντειον οἷον ὁ
. , : Ἡρακλείδης δὲ ἀγνοεῖν φησι πολλοὺς ὅτι τὸ λίσσομαι κοινολεκτούμενον Ἀτθίδι διαλέκτῳ γέγονε λίττομαι , παρέσει δὲ τοῦ
6188102 κυδιστε
παρ ' Ὁμήρῳ φησὶ τὴν Ἀριστοφάνειον γραφὴν ἔχειν ” Ἀτρείδη κύδιστε φιλοκτεανέστατε πάντων ” . . . . . δεξιτερός
Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : Ἀτρεΐδη κύδιστε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον δῶρα μὲν αἴ κ ' ἐθέλῃσθα
6184341 φιλταθ
ἀρσένων νόσον ταύτην νοσοῦμεν , ἀλλὰ προύστημεν καλῶς . ὦ φίλταθ ' Ἕκτορ , ἀλλ ' ἐγὼ τὴν σὴν χάριν
. ιγʹ αἰεὶ σφῷν κλέος ἔσσεται κατ ' αἶαν , φίλταθ ' Ἁρμόδιε καὶ Ἀριστόγειτον , ὅτι τὸν τύραννον κτανέτην
6176329 υἱε
Ἀγαμέμνων , καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : ὦ υἱὲ Πετεῶο διοτρεφέος βασιλῆος , καὶ σὺ κακοῖσι δόλοισι κεκασμένε
μέλεσσιν . ” ἀκόρητον ἀπλήρωτον : “ ἀμφὶ σὲ Πηλέως υἱὲ μάχης ἀκόρητον Ἀχαιοί . ” ἀκέονται οἷον ἡσυχίαν ἔχουσιν
6148513 σχετλιος
Ἑλλήνων οἱ περὶ ποίησιν καὶ ἱστορίαν σοφοὶ περὶ μὲν Ἡρακλέους σχέτλιος , οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ ' οὐδὲ τράπεζαν τὴν
νύ ποθ ' Ἡσίοδον καλὴν ἐδίδαξαν ἀοιδήν . καὶ οὕτω σχέτλιος ἦν καὶ ὑβριστὴς ὥστ ' οὐδὲ τοσοῦτον ἐνέμεινεν ἐκτελέσαι
6146076 γαρυν
ὦρτ ' ἀνέμων , ἅτις κ ' ἀπεκώλυε κιδναμένα μελιαδέα γᾶρυν ἀραρεῖν ἀκοαῖσι βροτῶν . ἄγγελε κλυτὰ ἔαρος ἁδυόδμου κυανέα
[ ] [ – ] ἀπὸ λευκῶν [ ] ισα γᾶρυν [ ˘˘θαρσέα ] θηροδαΐκταν [ ] [ ] ξίμβροτος
6136164 Σοι
, ἔφη , ἄλλῳ ἡμῶν δοκεῖ , ὦ Σώκρατες . Σοὶ δὲ δὴ τίς , ὦ Ἱππόθαλες ; τοῦτό μοι
, καὶ ἰκμαλέον ἤδη ἐμποιῆσαι τὸ δέρμα λεπτοῖς ἱδρῶσι . Σοὶ δὲ οὕτω λεπτῇ κεχρημένῳ διαίτῃ , ἱκανὸν ἂν δόξαι
6122293 αἰθ
εἴθε συντάσσεται εὐκτικοῖς , οἷς σύνεστι τὸ διακρῖναι πρόσωπον , αἴθ ' οὕτως , Εὔμαιε , φίλος Διὶ πατρὶ γένοιο
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον : “ αἴθ ' ὤφελλ ' ὁ ξεῖνος ἀλώμενος ἄλλοθ ' ὀλέσθαι
6118407 εο
[ ] κρω [ ] [ ] οναικ [ ] εο [ ] ! ι [ ] ! ! [
! τε ? ? ! [ ] [ ] ! εο ? [ ] [ ] ! αικ [ ]
6079686 νοησω
: ” ὃν δ ' ἂν ἐγὼν ἀπάνευθε νεῶν ἐθέλοντα νοήσω , αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι . “ οὐκοῦν τὴν
καὶ η εἰς ω μέγα , οὕτω καὶ παρὰ τὸ νοήσω , νώσω , καὶ ἐκ τούτου νῶσσα , καὶ
6028482 μνησομαι
θοὴν ἐπὶ νῆα κίοιτε : ὁμοίως , ὡς τό ‚ μνήσομαι , ὥς μ ' ἀσύφηλον ‚ : ὅπως ,
μυθήσασθαι . ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ , ὁππότε κείνων μνήσομαι , ὥς μ ' ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν .
6010594 ἐλθε
ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε , ἄγε . , ἐνταῦθα . .
σοὶ δ ' εἰσὶ δίκαι θνητῶν , πανυπέρτατε δαῖμον . ἐλθέ , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἐπιτάρροθος αἰεί
6003358 ξεινον
τούτων δὲ ὁ σίδηρος εὕρηταικαιρὸν ἂν ἔχοι καὶ τοῦτον πόντιον ξεῖνον καλεῖσθαι . θ ξεῖνος ] φίλος . συθεὶς ]
. ἶσον δ ' ὅς θ ' ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον κακὸν ἔρξῃ : ἶσον κακόν ἐστιν ὅστις τὸν αἰτοῦντα
5992300 ἀοιδαν
τῶν ἀκουόντων . καὶ κέρτομος ὁ παραλογιστής . τὰν γὰρ ἀοιδάν : παροιμία ἐπὶ τῶν γινωσκόντων καὶ μὴ μεταδιδόντων .
ἁβροβιών ἄναξ Ἰώνων , τί νέον ἔκλαγε χαλκοκώδων σάλπιγξ πολεμηΐαν ἀοιδάν ; Ἦ τις ἁμετέρας χθονὸς δυσμενὴς ὅρι ' ἀμφιβάλλει
5981551 στειχε
ἐπ ' Ἰνάχου ῥοάς , σὺ δ ' ἀμφὶ Θήβας στεῖχε τὰς Καδμηίδας εἰ μή σε Λητὼ καλλίπαις ἐγείνατο ἔα
ἐκλιπὼν θεοῦ δάπεδ ' ἀλητείαν τε σὴν ἐς τὰς Ἀθήνας στεῖχε κοινόφρων πατρί [ οὗ ς ' ὄλβιον μὲν σκῆπτρον
5968590 μευ
, τοὶ μὲν ἐγὼν ἐρέω , σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον . ἱστορία . ἡ Σαπφὼ μελῶν λυρικῶν ὑπῆρχε
. ὥς θην καὶ σὸν ἐγὼ λύσω μένος εἴ κέ μευ ἄντα στήῃς : ἀλλά ς ' ἔγωγ ' ἀναχωρήσαντα
5966718 χαιρε
Ὣς φάτ ' Ἀθηναίη , ὃ δ ' ἐπείθετο , χαῖρε δὲ θυμῷ , στῆ δ ' ἄρ ' ἐπὶ
συμπλέξαντα τὸν Ἰλιάδος καὶ Ὀδυσσείας στέφανον . Δήλι ' Ἄπολλον χαῖρε καὶ Ἄρτεμι , παῖδε κλεεινώ . Αἴσωπός ποτ '
5963830 ματρι
τυ , παῖδα δ ' ἐᾶν σὺν παισὶ φιλοστόργῳ παρὰ ματρί παίσδειν ἐς βαθὺν ὄρθρον , ἐπεὶ καὶ ἔνας καὶ
ἆρα φίλιά μοι τεμεῖ καὶ τέκνοις ταφὰς ληψόμεσθα ; ἄμυνε ματρί , πόλις , ἄμυνε , Παλλάδος , νόμους βροτῶν
5952310 ἰη
χρημάτων , ἃ διαρπάζων εἰς ἐκδικίαν τοῦ πατρὸς ἀνηιρέθη γράφεται ἰῆ ἰῆ τε γράφεται [ ἰῆ ] ἰῆ τε νέοι
, ἃ διαρπάζων εἰς ἐκδικίαν τοῦ πατρὸς ἀνηιρέθη γράφεται ἰῆ ἰῆ τε γράφεται [ ἰῆ ] ἰῆ τε νέοι ἐν
5947342 εϲτι
εραν [ ] ! ηνο [ ] αιτιπ [ ] εϲτι ! [ ] πολλο ! [ ] με ?
! [ ] ! ϲαν [ ] ! [ ] εϲτι ? ? [ οὑτωϲὶ ] τρυγ ? ? [
5935454 διογενες
, ὁ δέ μ ' αὐτίκ ' ἀμειβόμενος προσέειπε : διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὔτ ' ἐμέ
, αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , κεῖνος δὴ αὖτ
5935015 Ποσειδαον
' αὖτε προσέειπε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις : “ μή με , Ποσείδαον γαιήοχε , ταῦτα κέλευε : δειλαί τοι δειλῶν γε
τὸ ος ποιεῖ τὴν κλητικήν , πλὴν τοῦ Ἄπολλον καὶ Ποσείδαον . Τὼ Φόρκυνε , τοῖν Φορκύνοιν , ὦ Φόρκυνε
5919220 νυμφαν
: τὰν ποντίαν ὑμνέων , παῖδ ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν , Ῥόδον ] παῖδ ' Ἀφροδίτης εἶπε τὴν Ῥόδον
θαλάμω τωδες ? ? [ [ ] ις ? εὔποδα νύμφαν ἀβ ? [ [ ] ! νυνδ [ [
5914317 λοχευθεις
εὐτρέπτους καὶ ἀπρήκτους : δύνοντος δ ' ἄστροιο Σεληναίης ὁ λοχευθεὶς ἔσσεται ἐμπορίης ἐμπείραμος , ἔργα τε πλαγκτὰ ναυκλήρου βιοτήν
εὐτρέπτους καὶ ἀπρήκτους : δύνοντος δ ' ἄστροιο Σεληναίης ὁ λοχευθεὶς ἔσσεται ἐμπορίης ἐμπείραμος , ἔργα τε πλαγκτὰ ναυκλήρου βιοτήν
5912878 παι
ζῶν , πολλὰ δ ' εἰς Ἅιδου μολών , Φιλάμμονος παῖ , τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός : ὕβρις γάρ ,
ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν τινος λέγει . . ἢ Στίλβωνος παῖ . διασύρει δὲ τοῦτον , ὡς παῖδα ἔχοντα .
5901703 ὡτ
γὰρ ἐμὸς πόσις εἴη . λῦσαν δ ' ἄπρακτα νεάνιδες ὥτ ' ὄρνις ϝιέρακος ὑπερπταμένω . τῶι δὲ γυνὰ ταμία
μυχῷ Ἑλλάδος ἁπάσας . ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ ' ἀπὸ τόξου ἱείς : εὔθυν ' ἐπὶ τοῦτον
5901055 προσεειπε
προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . ” τὴν δ ' αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια : “ εἰ μὲν δὴ θεός ἐσσι
φρένας παρέπεισε κελαινάς , ἀλλά ἑ κερτομέουσα μέγ ' ἀχνύμενον προσέειπε : Τίπτε μοι εἰλήλουθας ἐναντίον , ἥν ῥα πάροιθε
5897234 νῳν
πονηρίαν οὔσας τοιαύτας ὀλίγον ὕστερον ἐροῦμεν , ἂν ἔτι δοκῇ νῷν : τὰς δὲ ψευδεῖς κατ ' ἄλλον τρόπον ἐν
κατ ' εἰρωνείαν χ ' ἅτεροι ] ἔκθλιψις καὶ κρᾶσις νῷν ] ἡμῖν ἄλφιτα ] ἄλευρα πονήρους ] ἐπιπόνους ,
5885582 τακ
] ή ! [ [ ] κα [ [ ] τακ ? [ [ ] τα ? [ . .
] [ [ ] ! ευξα ? [ [ ] τακ ? [ . . . . . . [
5885244 πεμψω
προσθεῖναι χωρὶς τῶν ἀπὸ τοῦ ἥσω μέλλοντος τοῦ σημαίνοντος τὸ πέμψω , ἐξ οὗ τὸ ἀφήσω : τοῦτο δὲ εἴρηται
Ἀθηναίων κόρους ἥξω : παρ ' ὅπλοις θ ' ἥμενος πέμψω λόγους Κρέοντι νεκρῶν σώματ ' ἐξαιτούμενος . ἀλλ '
5883171 εἰπ
' Ἀκέστορ ' αὐτὸ τὸν στιγματίαν παθόντα : σκῶμμα γὰρ εἶπ ' ἀσελγές , εἶτ ' αὐτὸν ὁ παῖς θύραζε
: ‚ Ἐπίχαρμοϲ ϲοφόϲ τιϲ ἐγένετο [ πόλλ ' ὃϲ εἶπ ] ? ' ἀϲτεῖα καὶ παντοῖα ? ? ?
5883049 Τηλεμαχος
οἱ μὲν ἔπειτα ἀσπάσιοι λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο : αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης παῦσαν ἄρ ' ὀρχηθμοῖο πόδας
ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο , δὴ τότε Τηλέμαχος καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς ἵππους τ ' ἐζεύγνυντ '
5878002 καλλινικε
οὐσῶν ἀντιστρόφων καθ ' ἑκάστην στροφὴν ἔφη ὅτι τρὶς ἐπεκελάδουν καλλίνικε λέγοντες . οὐ καθόλου δὲ τρὶς , ἀλλὰ καὶ
λέγειν τὸ ἐφύμνιον οἱ κωμασταί : λέγω δὲ τὸ τήνελλα καλλίνικε . ὁ λεγόμενος . ὁ ὑπὸ ὄχλου ᾀδόμενος .
5869490 πατρωιον
οὕτω τὸ παλιντράπελον πρὸς τὸ πότμον νόει , τὸ δὲ πατρώιον πρὸς τὸ πῆμα . ἔχει δὲ λόγον καὶ πρὸς
τ ' οὐλοχύτας τε παρέσχεθον . αὐτὰρ Ἰήσων εὔχετο κεκλόμενος πατρώιον Ἀπόλλωνα : “ Κλῦθι ἄναξ Παγασάς τε πόλιν τ
5868964 γερον
δὲ Πρίαμον φάτο μῦθον : υἱὸς μὲν δή τοι λέλυται γέρον ὡς ἐκέλευες , κεῖται δ ' ἐν λεχέεσς '
' ἐστέρησε Φοῖβος . ὦ κακὰ παθὼν ἰδών τε δυστυχὲς γέρον , τίν ' αἰῶν ' ἐς τὸ λοιπὸν ἕξεις
5862091 ἡκω
παράγραφος καὶ ἐπὶ τῶι τέλει κορωνὶς εἰσιόντος τοῦ χοροῦ . ἥκω ] ἦλθον . σεβίζων ] τιμῶν . Κλυταιμήστρα ]
: Ὅμηρος : ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς : παρὰ τὸ ἥκω γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα ἠκή , ὃ σημαίνει τὴν ὀξύτητα
5858765 προσηυδα
ὅτι ἰδίως ἀγγελέουσα προσηύδα : ἐχρῆν γὰρ ἀγγελέουσα ἧκε καὶ προσηύδα . . , . . . . . πότε
: Ἥρῃ δ ' οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον , ἀλλὰ προσηύδα : αἰνότατε Κρονίδη ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : πῶς
5852409 παιανα
κοινῇ μηδὲν ἀτυχούντων , συνῇδον μετὰ τῶν ἄλλων πρέσβεων τὸν παιᾶνα , ἡνίκα ὁ θεὸς μὲν ἐτιμᾶτο , Ἀθηναῖοι δὲ
ἀλλὰ γένος τι ὕμνου τὸν λίνον , ὥσπερ εἰ ἔλεγε παιᾶνα ᾖδεν ἤ τι τοιοῦτον . διὸ ἡ διπλῆ .
5849729 ξεινος
αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον , ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων , μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀηδήσειεν , ὑπερφιάλοισι μετελθών , ἠδ
σχεθέτω , ἵν ' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες , ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος , ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτω : εἵνεκα γὰρ ξείνοιο
5848219 ἠλυθες
' Ἀθήνῃ : “ κλῦθί μευ , ὃ χθιζὸς θεὸς ἤλυθες ἡμέτερον δῶ καί μ ' ἐν νηῒ κέλευσας ἐπ
. ἀντὶ τοῦ ὀρέξασα ἔπιεν . . . Ψ . ἤλυθες Οὔλυμπον δὲ θεὰ Θέτι : ὅτι ἄνω εἶπεν εἰς
5847973 προσεφη
, δέγμενος ὁππότε ναῦφιν ἀφορμηθεῖεν Ἀχαιοί : τῷ μιν ἐεισαμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις : ὦ γέρον αἰεί τοι μῦθοι
δέμας καὶ εἶδος ἐρίζειν . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ πότνα θεά , μή μοι
5831056 ημ
] σιμιαιαι ! [ ! ] ἐξαΐσσων [ ] μυχον ημ [ ! ! ! ! ! ] πείρασιν ἄντρου
! ! ! [ ! [ ] ! ! ! ημ ? ! [ ] αττειν [ ] ! τεμε
5819182 παιαν
πᾶσι βαρβάροις παρῆν γνώμης ἀποσφαλεῖσιν : οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾶν ' ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε , ἀλλ ' ἐς
τῶν Ἀργείων . θ χθονὶ ] τῇ πόλει . ἁλώσιμον παιᾶν ' ἐπεξιακχάσας : καὶ βοήσας καὶ ἀλαλάξας παιᾶνα καὶ
5815797 ἐλασσας
[ ] δ ' αὖ βωμοῖο τόσον χάλκειον [ ] ἐλάσσας [ ] ! ου μῆκός τε , τὸν οὐ
ἔνι κυδιανείρῃ ὀφθαλμοῖσιν ὄπωπα , καὶ εὖτ ' ἐπὶ νηυσὶν ἐλάσσας Ἀργείους κτείνεσκε δαΐζων ὀξέϊ χαλκῷ : ἡμεῖς δ '
5808769 μεδεων
περισπώμενον εἴη ῥῆμα τὸ μεδῶ , ἔνθεν καὶ τὸ Δωδώνης μεδέων , ἀφ ' οὗ τὸ μέδημι , ὡς οἴκημι
εὔχονται . Σούνιον δὲ ἀκρωτήριον τῆς Ἀττικῆς . ΓΘ δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε ] περιφραστικῶς , ὦ τῆς θαλάσσης βασιλεῦ .
5805618 σκυζομενη
Τρώεσσι μεδέσθην . ἤτοι Ἀθηναίη ἀκέων ἦν οὐδέ τι εἶπε σκυζομένη Διὶ πατρί , χόλος δέ μιν ἄγριος ᾕρει :
αρι τὸ ἐπιτατικὸν ἐπίρρημα καὶ τὸ σκύζεσθαι , ἡ ἄγαν σκυζομένη : σκύζεσθαί οἱ εἶπε θεούς . οὕτως Ἀρτεμίδωρος ,
5797210 εὐφρον
ἀπόχρη μοι , μανίας μελάθρων ἀλληλοφόνους ἀφελούσῃ . ὦ φέγγος εὖφρον ἡμέρας δικηφόρου . φαίην ἂν ἤδη νῦν βροτῶν τιμαόρους
δίμετρα ἀκατάληκτα , τὸ δὲ ιʹ ἑφθημιμερές . ὦ φέγγος εὖφρον ] εἴσθεσις διπλῆς μονοστροφικῆς καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ
5785326 μολων
κεκλημένος , Καδμεῖος οὐκ ὢν ἀλλ ' ἀπ ' Εὐβοίας μολών , κτείνει Κρέοντα καὶ κτανὼν ἄρχει χθονός , στάσει
ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ ' ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών , οὐδ ' αὖ τάλαιναν μητέρ ' , οἷν
5773622 Ὀδυσσευ
δειλὸς εἶναι μᾶλλον ἢ ' ν ἐμοὶ θρασύς . Ἄναξ Ὀδυσσεῦ , καιρὸν ἴσθ ' ἐληλυθώς , εἰ μὴ ξυνάψων
: μὴ δή μοι θάνατόν γε παραύδα , φαίδιμ ' Ὀδυσσεῦ . βουλοίμην κ ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ ,
5769377 ἠυκομοιο
οἰχνεύσειεν . εἰ δὲ Λέοντος ἔχῃσι μένος πολυωπέτις αἴγλη Μήνης ἠυκόμοιο , τότ ' οὐ μάλα θαρσαλέος τοι αὐδήσω παλίνορσον
φίλος [ ] ? ἀθανάτοισιν [ ] ς Ἀστρηΐδος ? ἠυκόμοιο : [ ] ! ας ἀργυρότοξος Ἀπόλλων [ ]
5767246 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει
5765851 Τελαμωνιε
τόδ ' ἐπεὶ Πριάμου μέγας ἀντίδικος Μενέλαος ἄναξ καὶ τὸ Τελαμώνιε παῖ τῆς ἀμφιρύτου Σαλαμῖνος ἐν Αἴαντι Σοφοκλέους καὶ ἐν
υἱόν ? [ : ] [ Αἶαν διογενές , ] Τελαμώνιε ? , κοίρανε λαῶν , [ ἅμα ] καὶ
5764535 ἀειδειν
ἀνήρ , μέγ ' ἄριστος , ὃν οὐδέ κεν αὐτὸς ἀείδειν Φοῖβος σὺν φόρμιγγι παρὰ τριπόδεσσι μεγαίροι , ὡς ἐκ
ἑκάστῳ . τούτῳ δ ' οὐ νέμεσις Δαναῶν κακὸν οἶτον ἀείδειν : τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείους ' ἄνθρωποι ,
5755579 Ἑκτορ
, λῦσον βλεφάρων γοργωπὸν ἕδραν , λεῖπε χαμεύνας φυλλοστρώτους , Ἕκτορ : καιρὸς γὰρ ἀκοῦσαι . τίς ὅδἦ ' φίλιος
. . δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς : Ἕκτορ , ἀεὶ μὲν πώς μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν . ἡ
5746015 Ἀγαμεμνον
ἀναβιβάζει τὸν τόνον , πλὴν τῶν παρὰ τὸ φρήν , Ἀγάμεμνον κακόδαιμον χαμαίλεον : δαΐφρον δὲ καὶ περίφρον παροξυτόνως :
: κρῖν ' ἄνδρας κατὰ φῦλα , κατὰ φρήτρας , Ἀγάμεμνον : ὣς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγει , φῦλα δὲ φύλοις
5743700 ἀγγελιην
τυδέα τυδῆ παρ ' ὁμήρῳ : ἔνθ ' αὖτ ' ἀγγελίην ἔπι τυδῆ στεῖλαν [ ἀχαιοί ] : Οὐ τετραορίας
περικαλλέα δῶρα . αὐτὰρ κήρυκα πρόεσαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος , ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ , οὕνεκα Τηλέμαχος μὲν ἐπ '
5742862 Διοτιμου
, χαριέστατος ἁπάντων τῶν λόγων καὶ γραφικώτατος . ἐπὶ δὲ Διοτίμου τοῦ μετὰ Καλλίστρατον ἐν Ἀθηναίοις πρώτην εἶπε δημηγορίαν ,
[ ἐπιφέροντος ] ἐπὶ δὲ Χαρίνου [ καὶ ἐπὶ ] Διοτίμου [ παραινεῖ ] τὴν καθ [ ' ἱερᾶς τραπέζης
5739771 Ζευ
ἄτιμος εἴργασται πόνων . τοιοῦτον ] κοινή . + ὦ Ζεῦ βασιλεῦ : ὁ παρὼν χορὸς συνέστηκεν ἐκ κώλων ρλϚʹ
τῶν γλυκειῶν ἀγγελιῶν μαθόντες . ἵππον : ἀλλ ' ὦ Ζεῦ ὃς τὴν Αἴτναν ἔχεις τὴν παγίδα τὴν ἀνεμόεσσαν ,
5739520 Πριαμος
ὁ τρόπος : οὐδὲ γὰρ αὐτὴ ἐγέννησεν , ὁ δὲ Πρίαμος ἐξ ἄλλων γυναικῶν : † ἡμεῖς δὲ πεντήκοντά γ
βαρβάροις καὶ Ἕλλησιν . ἡ δὲ ὑπόθεσίς ἐστι τοιαύτη : Πρίαμος ὁ Λευκίππης καὶ Λαομέδοντος ἐξ Ἑκάβης τῆς Δύμαντος ἢ
5738616 Νεστωρ
οἱ νέοι , ἀλλὰ καὶ οἱ γέροντες Φοῖνιξ τε καὶ Νέστωρ . μόνῳ Μενελάῳ οὐ συνέζευκται γυνὴ διὰ γυναῖκα γαμετὴν
αὖ καὶ τλημοσύνη : ὁ γὰρ Ὀδυσσεὺς αὐτῷ καὶ ὁ Νέστωρ ἐκ τούτων τῶν ἐπαίνων ὀνομαστοί . ὅταν δὲ ὡς
5730081 Αἰσχυλου
. [ τοῖς αὐτῶν πτεροῖς : Ὅλον τοῦτο ἐκ Μυρμιδόνων Αἰσχύλου . τὸ δὲ , οὐχ ὑπ ' ἄλλων ,
καὶ κεχηνότων . προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον : ἀντὶ τοῦ τὰς Αἰσχύλου τραγῳδίας . ὥσπερ καὶ ἡμεῖς ἔχοντες τὰ Αἰσχύλου Αἰσχύλον
5725881 φιλτατ
μεδέων Σουνιάρατε , ὦ Γεραίστιε παῖ Κρόνου , Φορμίωνί τε φίλτατ ' ἐκ τῶν ἄλλων τε θεῶν Ἀθηναίοις πρὸς τὸ
Ὦ σκῆπτρα φωτός . Δυσμόρου γε δύσμορα . Ἔχω τὰ φίλτατ ' , οὐδ ' ἔτ ' ἂν πανάθλιος θανὼν
5718078 Ἑρμειαν
αὐτῷ λέγειν ταῦτα καὶ σοὶ νῦν λέγουσιν οἱ θεοὶ ταῦτα Ἑρμείαν πέμψαντες διάκτορον ἀργειφόντην μὴ ἐκστρέφειν τὰ καλῶς ἔχοντα μηδὲ
τέκνα , Ἰδαίους τε θεοὺς ἠδ ' ἄγγελον Οὐρανιώνων , Ἑρμείαν κήρυκα , Θέμιν θ ' , ἱεροσκόπον ἀνδρῶν ,
5713780 νυμφα
ποιητὴς καλεῖ , οἷον : ” δεῦρ ' ἴθι , νύμφα φίλη ” , καὶ ὅτι παρώνυμος τῇ νύμφῃ ὁ
ἄλλου ἄλλοσε τὴν δειλαίαν καλοῦντος , δεῦρ ' ἴθι , νύμφα φίλη , ἵνα θέσκελα ἔργα ἴδηαι ; Καὶ δείκνυσι
5713362 αρα
! ! ! ] τ ? ! ! [ γλῶσσα αρα ! ? ἀνθρώπων ? ? [ ! ! !
] [ ! ! ! ! ! ! ! ] αρα [ ἄνθρωπον ] [ οὐκ ἔστιν οὐδε [ πανευ
5709157 Κρονιδη
τὸ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε καὶ ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων . τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν :
Ζεὺς πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε καὶ ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων . καὶ αὐτὸς μὲν ὁ Ζεύς
5708772 ἀπαμειβομενος
φιλότητα μετ ' ἀμφοτέροισι τίθησθα ; ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς : “ τέκνον ἐμόν , τί
οἱ τόσον ὠδύσαο , Ζεῦ ; ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς : “ τέκνον ἐμόν , ποῖόν
5705675 πι
ποθ ' ἡ λόφωσις ἡ τῶν ὀρνέων ; Ἦ ' πὶ τὸν δίαυλον ἦλθον ; Ὥσπερ οἱ Κᾶρες μὲν οὖν
πῶς φήις ; τί τοῦτ ' ἔλεξας ; ἦ ' πὶ τοῖς ἐμοῖς χαίρεις κακῶς πράσσουσι δεσπόταις , γύναι ;
5702658 ἀρχε
διὰ νυκτὸς ἀοιδή , ὀρχείσθω τις , ἑκὼν δ ' ἄρχε φιλοφροσύνης . ὅντινα δ ' εὐειδὴς μίμνει θήλεια πάρευνος
κτῶ : οὓς δ ' ἂν κτήσῃ μὴ ἀποδοκίμαζε . ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι . συμβούλευε μὴ τὰ ἥδιστα ,
5693362 μιαρε
ἐπὶ τῶν πονηρῶν : καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται
ὁ καρτερός . Ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε , ὃς τὸν κύν '
5692674 κορωνισιν
κεχολῶσθαι , ὅτι φρεσὶ μαινομένῃσιν Ἕκτορ ' ἔχεις παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν οὐδ ' ἀπέλυσας . ἀλλ ' ἄγε δὴ λῦσον
τῷ ἀδικοῦντι , ἵνα μὴ ἐνθάδε μένω καταγέλαστος παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν ἄχθος ἀρούρης . μὴ αὐτὸν οἴει φροντίσαι θανάτου καὶ
5688548 Τυδεος
ἐνέπω , ἀντίος ἐναντίος , οὐ σύ γ ' ἔπειτα Τυδέος ἔκγονός ἐσσι , ὅπου γε καὶ παραπληρωματικοὺς συνδέσμους φαμέν
, μάλα πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ : . . Τυδέος , ὃν Θήβῃσι χυτὴ κατὰ γαῖα κάλυψεν : ὅτι
5687328 τεον
' ἅμα καὶ πολύολβος . Μὴ δὲ παροιχομένοισι κακοῖς τρύχου τεὸν ἧπαρ : οὐκέτι γὰρ δύναται τὸ τετυγμένον εἶναι ἄτυκτον
ἐσσί , πατὴρ δέ τοί ἐστι Μενάλκας . δεῖξον ἐμοὶ τεὸν ἄλσος , ὅπῃ σέθεν ἵσταται αὖλις . δεῦρ '
5684144 Λαερτιαδη
ὁ δέ μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος
οὗτος , ὥσπερ ἐπὶ τῆς Καλυψοῦς πρὸς τὸν Ὀδυσσέα Διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς
5683009 ἀμειβετο
τι αἱρήσεσθε ; Ἀρισταγόρης μὲν ταῦτα ἔλεξε , Κλεομένης δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε , ἀναβάλλομαί τοι ἐς
γυναῖκας . Ὁ μὲν δὴ τοιαῦτα ἔλεγε , ἡ δὲ ἀμείβετο τοῖσδε : Ὦ παῖ , ἐπείτε με λιτῇσι μετέρχεαι
5677298 πολυμηχαν
δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : διογενὲς Λαερτιάδη πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ χρὴ μὲν δὴ τὸν μῦθον ἀπηλεγέως ἀποειπεῖν
μ ' οἰμώξας ἠμείβετο μύθῳ : [ διογενὲς Λαερτιάδη , πολυμήχαν ' Ὀδυσσεῦ , ] ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ
5676783 ἀμφικτιονων
ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν : πόντου τε γέφυρ ' ἀκάμαντος ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι Κρεοντίδαν τίμασε Ποσειδάνιον ἂν τέμενος : βοτάνα
τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται πρόξενοί τ ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ' ὀρφανοί ὕβˈριος : ὅσσα δ '
5668774 ἐβαλες
, ἦ μάλα τοι τόδε κέρδιον ἔπλετο θυμῷ : οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον : ἀλεύατο γὰρ βέλος αὐτός . ἦ
εἰς τὸν περὶ αὐτοῦ : εἴρηκε γὰρ ἔβαλε καὶ οὐχὶ ἔβαλες ὦ Πάτροκλε . . καί . αἰγανέηςταναοῖο : ἡ
5666561 Τυδεως
: Μίμνερμος δέ φησι τὴν μὲν Ἰσμήνην προσομιλοῦσαν Θεοκλυμένῳ ὑπὸ Τυδέως κατὰ Ἀθηνᾶς ἐγκέλευσιν τελευτῆσαι . [ τὸ δὲ δρᾶμα
τοῦ δευτέρου ἔπαινον . πανηγυρικὸν δὲ καὶ δριμὺ περὶ τοῦ Τυδέως λέγων οὐκ εἶπεν ὅτι γίγας ἐστὶν ἢ γίγασιν ὅμοιος
5651371 δεξαι
, τοιοῦτό τι : φιλοτησίαν δὲ τήνδε σοι προπίομαι : δέξαι , πιοῦσα δ ' ὁπόσον ἄν σοι θυμὸς ᾖ
ἄλλα τε παιδιᾶς καὶ γέλωτος ἐχόμενα καὶ εὐφημοῦντας ἐπιλέγειν : δέξαι τὰν ἀγαθὰν τύχαν , δέξαι τὰν ὑγίειαν , ἃν
5645725 ἐμιν
κά τοί γ ' ἔθ ' ωὑτὸς εἶμεν ; οὐκ ἐμίν γα κά . οὐδὲ μὰν οὐδ ' αἰ ποτὶ
. . ἀποθανεῖν μὴ εἴη , τεθνάκειν δ ' οὐκ ἐμίν γα διαφέρει . . . . . [ .
5639499 κελεαι
, ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἀπόπροθι δώματα ναίεις : καί με κέλεαι παύσασθαι ὀϊζύος ἠδ ' ὀδυνάων πολλέων , αἵ μ
θεόν : αὐτὰρ ἐγώ τοι νημερτέως τὸν μῦθον ἐνισπήσω : κέλεαι γάρ . Ζεὺς ἐμέ γ ' ἠνώγει δεῦρ '
5637943 μεγιστε
καὶ στάντες ἀείδομεν τεὸν ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος ,
ἰχθύσιν οἱ θηραταί . Ἐκ πάντων δή σοι , βασιλεῦ μέγιστε , λογιστέον ὡς οὐδὲν τοῖς ἀνθρώποις ἀπείρατον , ἤν
5635834 προσεειπεν
τῆς ἀρετῆς , καὶ ἀντὶ τῆς αὐτός : ὁ δὲ προσέειπεν ἄνακτα , ἡ δὲ χιτῶν ' ἐνδῦσα . ἔτι
τῶν ἀρκτικῶν τόπων ὀρθοτονοῦνται : ἐμὲ δ ' ἔγνω καὶ προσέειπεν . Ἐν δὲ τοῖς ἐπιῤῥήμασιν ἐγκλίνεται τὰ ὑποκείμενα :
5630717 θυγατερ
' ἄκροις ἕστακ ' Ἄρεος στεφάνοισιν . ἡγοῦ πάροιθε , θύγατερ : ὡς τυφλῶι ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ , ναυβάταισιν
ὦ θεοδˈμάτα , λιπαροπˈλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοί
5629066 πυξ
μεδέων , τίμα μὲν ὕμνου τεθˈμὸν Ὀλυμπιονίκαν , ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα . δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ
οὐ δύναμαι ἰδέειν κοσμήτορε λαῶν Κάστορά θ ' ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα αὐτοκασιγνήτω , τώ μοι μία γείνατο μήτηρ
5624729 οἱο
τοιαῦτα , ὃν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν κάλλεος εἵνεκα οἷο : ἔστι γὰρ ἕνεκα τοῦ αὐτοῦ κάλλους , καθὸ
πού τις ἀνώγοι . ὅς ῥ ' ἐλθὼν Ὀδυσῆα διώκετο οἷο δόμοιο , καί μιν νεικείων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα :
5624466 Ἀντιλοχ
ὅτε τὸ δεύτερον ἁλεκτρυὼν ἐφθέγγετ ' . οἴμοι δείλαιος . Ἀντίλοχ ' , ἀποίμωξόν με τοῦ τριωβόλου τὸν ζῶντα μᾶλλον
ἔγειρεν . Ἀντίλοχον δ ' ὄτρυνε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : Ἀντίλοχ ' οὔ τις σεῖο νεώτερος ἄλλος Ἀχαιῶν , οὔτε
5620118 πτεροεντα
ἀμφοτέρῃσι λαβὼν ἐλλίσσετο γούνων [ καί μ ' ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : ] μή μ ' ἄγε κεῖς '
καὶ ἄλλους . ” ἦ ῥα , καὶ Ἀντίνοον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Ἀντίνο ' , ἦ μευ καλὰ

Back