εἶπε καὶ νῦν , ἀλλ ' εἰωθυῖά τις , τουτέστι κωλυτική : εἰ δὲ λέγοις ὅτι καὶ αὕτη μὲν ἡ
ἡ σύμπασα τροφὴ ἔστω εὔχυμος καὶ εὐστόμαχος καὶ τῶν ἀτμῶν κωλυτική . Γίνεται ἡ κεφαλαλγία καὶ ἀπὸ πληγῆς ἢ πτώματος
7106902 σκομβρον
γράφεται θυμῷ . θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ
ὅτι φαῦλον ἔφυ καὶ ἀκιδνὸν ἔδεσμα . ἀλλὰ τριταῖον ἔχειν σκόμβρον , πρὶν ἐς ἁλμυρὸν ὕδωρ ἐλθεῖν , ἀμφορέως ἐντὸς
7009070 λεπισιν
ἐπὶ τῶν ἄλλων τίθεσθαι , καὶ προσείληπτο τῇ διώστρᾳ σεσιδηρωμένα λεπίσιν τὰ ἄκρα περόνῃ κεφαλωτῇ , ἥτις ἐν τῷ περονίῳ
ἐστιν , ἔνθα κἀκεῖσε μελαίναις φολίδεσι κατάστικτος , καὶ ὥσπερ λεπίσιν ὑπὸ τῆς ξηρασίας πεποικιλμένη . [ Καὶ γάρ ἐστι
6937360 ἐπιτεταμενως
. Τῆς μὲν οὖν Ἐρετριάδος γῆς ἡ μέν ἐστι λευκὴ ἐπιτεταμένως , ἡ δὲ σποδοειδής : ἀρίστη δ ' ἡ
” πρόθεσις ἐπίτασιν δηλοῦσα τὸ φαινόμενον σημαίνει ἀντὶ τοῦ “ ἐπιτεταμένως ὁρᾶν ” , ὡς τὸ “ ἐκ θυμοῦ φιλέων
6886610 πτερωτοι
χρυσοῦν καὶ ἵππους ὑποπτέρους ἀντὶ τοῦ ταχυτάτους : οὐ γὰρ πτερωτοὶ ἦσαν : ἀκαμάτους ἤγουν οὐ κοπιῶντας . ἕλεν δέ
ἀεὶ τὰ πτερὰ ἐγηγερμένα ἐστὶ καὶ εὔλυτα , διὸ καὶ πτερωτοὶ λέγον - ται , οὐχ ὑπόπτεροι : ἐπὶ δὲ
6760716 ἀνοητοτερους
κακοήθεις ἄνδρες εἰσί . δάκτυλοι μικροὶ πάνυ ὄντες καὶ λεπτοὶ ἀνοητοτέρους ἄνδρας σημαί - νουσι . δάκτυλοι παχεῖς κολοβοὶ τολμητήν
θηριώδη ἄνδρα δηλοῦσιν : οἱ πολὺ δὲ μακροὶ καὶ λεπτοὶ ἀνοητοτέρους καὶ ὑποχαυνοτέρους καὶ φλυαροτέρους ἄνδρας σημαίνουσιν . οἱ δὲ
6752179 ὀχευει
, ἀνατμηθεῖσα δὲ κυνὶ τὰ ἐντόσθια πάντα κέκτηται ὅμοια . ὀχεύει δὲ ἐπιβαίνουσα καθάπερ καὶ ὁ κύων : τίκτει δὲ
ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος καὶ πολὺν χρόνον πλησιάζει διὰ τὸ ἄναιμος
6745480 λιθιασις
, σταφυλώματα , ὑποχύματα , ῥεύματα χρόνια καὶ ὑπερβάλλοντα , λιθίασις περὶ τὰ βλέφαρα , σύμφυσις εἰς αὐτὸ τῶν περὶ
πωρίασις . περὶ δὲ τὰ ἐκτὸς τῶν βλεφάρων ὑδατίδες , λιθίασις , φθειρίασις , μελικηρὶς , γάγγραινα , φύματα ,
6729886 βλιττεις
λαμβάνεται , τρυγᾶν , ὡς Ἀριστοφάνης : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκίαν βλίττουσιν εὑρόντες τινά
καὶ θλίβειν : Ἀριστοφάνης † Ἱππώνακτι : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά
6727939 πονουϲ
τὰ πέρατα , ἥκιϲτα δὲ εἰϲ πλάτοϲ ἐκτεταμένουϲ ἔχει τοὺϲ πόνουϲ τὰ νεῦρα . τονώδειϲ δὲ καὶ ναρκώδειϲ ἐπιφέρει τοὺϲ
οὐλὰϲ καὶ λευκώματα καὶ ἀμβλυωπίαϲ αὐτῷ χρῶνται καὶ πρὸϲ ὀδόντων πόνουϲ ἐντιθεμένῳ τῷ βρώματι . φαϲὶ δέ τινεϲ ταύτην εἶναι
6718042 ἀθροιζουσι
δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἀνθήσεως τέμνοντες τὸν φλοιὸν ὀπὸν ἀθροίζουσι ῥυπτικόν τε ἅμα καὶ λεπτομερῆ . Καλαμίνθη λεπτομερὴς τὴν
: πάντες γὰρ οὗτοι παχὺν καὶ γεώδη καὶ πολέμιον χυμὸν ἀθροίζουσι . τῶν δὲ ποταμίων λαμβανέτωσαν μάλιστα τοὺς καλουμένους ἀναδρόμους
6689909 χρυσοειδη
εἰσλάμπουσαν : οἷον σκοτεινὸν νέφος ἡλίου βολαὶ φωτίσασαι λάμπειν ποιοῦσι χρυσοειδῆ ὄψιν διδοῦσαι , οὕτω τοι καὶ ψυχὴ ἐλθοῦσα εἰς
ἀδοξότερα . αἵ τε γὰρ ἀκρίδες καὶ οἱ ὄφεις , χρυσοειδῆ ἰνδάλματα καὶ ἐπ ' αὐτῶν κατέστικται : οἱ δὲ
6674098 δραστικα
δὲ ᾔδει καὶ ἔλεγε τὰ ἄυλα καὶ ἀίδια καὶ μόνα δραστικά , ὅπερ ἐστὶ τὰ ἀσώματα , ὁμωνύμως δὲ λοιπὸν
δὲ ᾔδει καὶ ἔλεγε τὰ ἄυλα καὶ ἀίδια καὶ μόνα δραστικά , ὅπερ ἐστὶ τὰ ἀσώματα , ὁμωνύμως δὲ λοιπὸν
6658484 ἀργητες
οἱ μὲν καταιβάται , οἱ δὲ ψολόεντες , οἱ δὲ ἀργῆτες καλοῦνται , ὡς Ὅμηρος ὠνόμασεν . ἀπεπυδάρισα : πυδαρίζειν
οἱ μὲν καταιβάται , οἱ δὲ ψολόεντες , οἱ δὲ ἀργῆτες καλοῦνται , ὡς Ὅμηρος ὠνόμασεν . ΓΘ ψολοκομπίαις ]
6654586 καρφαλεον
δ ' οἷσι σὺν ὄχλῳ : ἔστι δ ' οἷσι καρφαλέον καὶ περιτεταμένον τὸ δέρμα καὶ ἁλμυρῶδες . Αἱ ναρκώσιες
ὀφθαλμοὶ γὰρ κοῖλοι , κρόταφοι συμπεπτωκότες , ῥὶς ὀξεῖα , καρφαλέον μέτωπον , ἢν μὴ καλῶς ἀκούῃ ἢ ἐνορώῃ ,
6649392 ἐνυπαρχοντος
ὁ Εὐρυκλῆς ἐγγαστρίμυθος ἐλέγετο , ὡς Ἀθήνησι μαντευόμενος διὰ τοῦ ἐνυπάρχοντος αὐτῷ δαίμονος . τοιοῦτον οὖν , φησίν , καὶ
καὶ εἴδους . λέγεται δὲ ἀρχὴ καὶ ὅθεν πρώτου γίνεται ἐνυπάρχοντος , τουτέστι τὸ ὑλικὸν αἴτιον : τὸ γὰρ ὑλικὸν
6643485 ζωνιον
Ἡρακλέα καὶ τὴν Σελήνην καὶ τὴν Σεμέλην . ζώνη καὶ ζώνιον διαφέρει . ζώνη μὲν ἡ τοῦ ἀνδρός , ζώνιον
διαφέρει . ζώνη μὲν γάρ ἐστιν ἡ τοῦ ἀνδρός , ζώνιον δὲ τὸ τῆς γυναικός . ἠγέρθη καὶ ἀνέστη διαφέρει
6637038 ῥυσσον
καὶ διαστήσας ἀπόνιπτε ὕδατι ψυχρῷ . Τούτῳ συνεχῶς σμηχόμενον τὸ ῥυσσὸν σῶμα παρατείνεται , ὃ καὶ ἔχει οὕτως : ἰσχάδας
ῥικνῆεν δὲ τὸ διερρωγός , τὸ παλαιόν : ἢ τὸ ῥυσσὸν ἢ τὸ τρομερόν . * ῥικνῆεν : γηραιόν *
6632804 ῥυθμιζομενον
ῥυθμιζομένων ἐστὶ τὸ αὐτό , ἀλλὰ τῶν διατιθέντων πως τὸ ῥυθμιζόμενον καὶ ποιούντων κατὰ τοὺς χρόνους τοιόνδε ἢ τοιόνδε .
τὰ ὀργανικά . λόγῳ μὲν γὰρ τῷ τεχνικῷ τὸ ὄργανον ῥυθμιζόμενον οὐκ ἂν ἁμάρτοι τοῦ τέλους , παρεθὲν δὲ τῷ
6628877 χορηγειται
σωλῆνες τινές , καὶ δι ' αὐτῶν τῷ παντὶ σώματι χορηγεῖται ἡ θερμότης . Ἐάν τις ὁδοιπορῶν θερμανθῇ τὴν κεφαλὴν
γυμνασιαρχίαις καὶ τριηραρχίαις γιγνώσκουσιν ὅτι χορηγοῦσι μὲν οἱ πλούσιοι , χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος , καὶ γυμνασιαρχοῦσιν οἱ πλούσιοι καὶ
6619646 θωσω
καὶ θηλή . Θῶκος . παρὰ τὸ θέσω , καὶ θώσω : ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ θῶ . οὗ μέλλων
τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , τὸ τρέφω , ὁ μέλλων θώσω , ῥηματικὸν ὄνομα θώνη καὶ τροπῇ τοῦ ω εἰς
6616326 σπογγια
ὅλου τοῦ σώματος τρέφεσθαι : ἀναλαμβάνειν γὰρ αὐτό , ὥσπερ σπογγιά , τὰ ἀπὸ τῆς τροφῆς θρεπτικά . Οἱ Στωικοὶ
ὑαλοειδὲς ὑγρὸν χιτῶνι : νοτερὰ γὰρ αὕτη καὶ μαλθακὴ καθάπερ σπογγιά , τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ὑγροῦ ψαύουσα , τὴν τοῦ χιτῶνος
6615158 τριηραρχηματος
τὸ διδόμενόν τισιν εἰς τροφήν : Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τριηραρχήματος . Σῖτος : Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Ἀφόβου
εἰς τὴν τριηραρχίαν ἀνάλωμα : Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ τριηραρχήματος . ἐπιτριηράρχημα δὲ τὸ ἀναλισκόμενον μετὰ τὸν τῆς τριηραρχίας
6614138 ῥυπῳ
ῥικνοῖς : ῥυσοῖς . πίνῳ τέ οἱ : τῷ δὲ ῥύπῳ ὁ κατεσκληκὼς αὐτοῦ χρὼς ἐρρυπαίνετο . τὸ δέρμα ἐντὸς
λεῖον ἐν πεσσῷ προστεθὲν ἔμμηνα ἄγει . πινόμενον δὲ σὺν ῥύπῳ μοῦλας ἀπὸ τοῦ ὠτίου ἀτόκιόν ἐστιν . σὺν ἀνηθελαίῳ
6613432 ἐπιδεσμα
ᾗπερ οὖν περιλιχμώμενοι τὸ τρωθὲν μέρος ἐς ὑγίειαν ἐπανάγουσιν , ἐπίδεσμα καὶ σπληνία καὶ κράσεις φαρμάκων μακρὰν χαίρειν εἰπόντες κύνα
λουτήριον , σικύα , ὑπόθετον , λεκανίς , σπογγία , ἐπίδεσμα , σπληνίον , λαμπάδιον , ποδοστράβη , κλυστήρ :
6613061 σταθευειν
διηθεῖν , διαττᾶν , ἀποβράττειν , τρίβειν ἐν θυΐᾳ , σταθεύειν , ἡδύνειν , ἀρτύειν , σκευάζειν , ὀνθυλεύειν .
' ὀλίγον ὀπτᾶν . . : σταθευτὸς ] Φλογιζόμενος : σταθεύειν γὰρ τὸ κατ ' ὀλίγον ὀπτᾶν φασὶν Ἀττικοί .
6609754 γονορροιαν
λευκοῦ , παχέοϲ , γονοειδέοϲ πρόκληϲιϲ . τόδε τὸ εἶδοϲ γονόρροιαν γυναικείων ἐλέξαμεν . ἔϲτι δὲ τῆϲ ὑϲτέρηϲ ψῦξιϲ ,
σῶμα καὶ τὰ πεπονθότα μέλη εἰς ῥῶσιν παραχθήσονται . Πρὸς γονόρροιαν . Θρίδακος σπέρμα μύστρου πλῆθος μετὰ ψυχροῦ πότιζε .
6609554 ἐνηλυσια
. , . : ἐνηλύσιος : ἐμβρόντητος , κεραυνόβλητος . ἐνηλύσια : τὰ κατασκηφθέντα χωρία ἐνηλύσια - λέγονται , ἔνιοι
Δία τὸν ἐπ ' αὐτῷ καταιβάτην . περιειρχθέντα δὲ τὰ ἐνηλύσια ἄψαυστα ἀνεῖτο . πόλεως δ ' αὖ μέρη καὶ
6604729 καχεξιη
ἐϲ ἀϲθενείην κακοχυμίηϲ ἡ φύϲιϲ τραπῇ , τόδε ἐϲτὶν ἡ καχεξίη . ἡ νοῦϲοϲ ἥδε δυϲαλθήϲ , ἠδὲ μήκιϲτον κακόν
οἶδοϲ καὶ εἴ τι ἕτερον πρόϲκαιρον ἀνὰ τὸ ϲῶμα . καχεξίη δὲ ἑνὸϲ μεγάλου πάθεοϲ ἰδέη , καὶ τοῦδε τοὔνομα
6601478 ἀνθραξ
ἢ παρὰ τὸ θέρω θέραξ καὶ ἀναθέραξ , καὶ συγκοπῇ ἄνθραξ . ἄνθραξ δὲ εἴρηται * * * , ὡς
ἄνθραξ , τὸ δὲ φλόξ , τὸ δὲ αὐγή . ἄνθραξ μὲν οὖν ἐστι πῦρ ἐν οὐσίᾳ γεώδει , ὃ
6598173 ξυνεχομενοι
ἠμελημένων ἀνθρώπων καὶ ἔδρασαν ἐς φρέατα , τῇ δίψῃ ἀπαύστῳ ξυνεχόμενοι : καὶ ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον
οὐχ οἱ τοξόται , ἀλλ ' οἱ ὁπλῖται τῷ αὐτῷ ξυνεχόμενοι : ἀντὶ τοῦ διώκοντες καὶ ὑποχωροῦντες κατὰ πόδας :
6595277 λιθιασεις
: ποιεῖ δὲ διὰ τὸ κέντρον καὶ ἀμαυρώσεις πηρώσεις ἐπισκιασμοὺς λιθιάσεις στραγγουρίας περιοδικὰς νόσους πολυκοιλίας συριγγώματα . Τοξότης μηροὶ βου
. ποιεῖ δὲ διὰ τὸ κέντρον ἀμαυρώσεις , ἐπισκιασμούς , λιθιάσεις , στραγγουρίας , κήλας καὶ βρογχοκήλας , ἀρρητοποιίας ,
6582571 ἀτονοι
καὶ ῥοώδεις καὶ χολερικὰ πάθη καὶ κοιλίας ῥύσεις καὶ σφυγμοὶ ἄτονοι , ἁρμόσει οὖν τούτοις πάντα τὰ ψύχοντα καὶ στεγνοῦντα
φλέβεϲ φαίνωνται , ἐφ ' ᾧ ταχέωϲ ἀϲθενεῖϲ τε καὶ ἄτονοι γίνονται μὴ δυναμένηϲ τῆϲ φύϲεωϲ φέρειν τὸ βάροϲ ὥϲπερ
6578696 μυρτον
δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα . διὲξ τὸ μύρτον , ἀμισθὶ γάρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν . βοῦς
. ἀλλὰ σὺ τῷ μύστῃ ῥοιὴν ἢ μῆλον ἄπαρξαι ἢ μύρτον : καὶ γὰρ ζωὸς ἐὼν ἐφίλει . Οὕτω δὴ
6578436 ὀσμυλος
ὀδόντας ἰσχυρῶς ὑπολανθάνοντας . ἦν δὲ ἄρα δηκτικὸν καὶ ὁ ὀσμύλος καὶ ὁ πολύπους : καὶ δάκοι μὲν ἂν οὗτος
δ ' ἐστὶ πολυπόδων ἑλεδώνη , πολυποδίνη , βολβοτίνη , ὀσμύλος , φησὶν Ἀριστοτέλης καὶ Σπεύσιππος . Ἀριστοτέλης δ '
6573511 κειρειν
δὲ ἡ κεφαλή . καὶ τὸ κορσοῦσθαι δὲ ἐπὶ τοῦ κείρειν ἔλεγον οἱ Ἴωνες καὶ κορσωτῆρα τὸν κουρέα . .
μήτε τὰ ἀποπίπτοντα τῶν δραγμάτων ἀναιρεῖσθαι μήτε πάντα τὸν σπόρον κείρειν , ἀλλ ' ὑπολείπεσθαί τι τοῦ κλήρου μέρος ἄτμητον
6570249 ἀσυνηθη
πολυπλόκως , λέλεκται δ ' ἐκ τῆς κοινότητος εἰς τὴν ἀσυνήθη φράσιν ἐκβεβηκότα , φυλάττεται δὲ τὸ περιττὸν αὐτῶν ἐν
παρὰ τὸ καθῆκον ποιεῖν ἠνάγκαζε , βιαζομένη τὴν ἀπεγνωσμένην καὶ ἀσυνήθη τροφὴν προσφέρεσθαι . Ὅτι αἱ ἀνθρώπιναι ψυχαὶ μετέχουσι θείας
6564814 διταλαντον
δ ' ἄρ ' ἐν μέσσοισι δύο χρυσοῖο τάλαντα . διτάλαντον δ ' ἂν εἴποις κατὰ Δημοσθένην καὶ τριτάλαντον καὶ
τὰ δὲ ἐκπώματα οὐ κοῦφα ὡς τὰ Ἐχεκράτους , ἀλλὰ διτάλαντον ἕκαστον τὴν ὁλκήν . Εἶτα πῶς ὁ οἰνοχόος ὀρέξει
6548678 πεπτα
] πέμματος εἶδος . τινὲς δὲ ἄζυμα , Εὐριπίδης δὲ πεπτά . παίζει τὸ “ ἐλατῆρος ” εἰπὼν διὰ τὴν
δὲ πέμματος εἶδος . τινὲς μὲν ἄζυμα , τινὲς δὲ πεπτά , ὧν εἷς καὶ Εὐριπίδης . ἔπαιξε δὲ τοῖς
6548610 φυταριον
. οὐ συμβατά , οὐ συγκρίσεως ἄξια . κυνόσβατος : φυτάριον ὅμοιον ῥοιδίῳ ἔχον τὸν καρπόν . ἔστι δὲ μεταξὺ
' ὀλισθαίνει : δεῦσαι γὰρ τὸ βρέξαι . χελιδόνιον : φυτάριον πλατύφυλλον , μέλαν ὡς ἡ χελιδών , ἢ ὃ
6548404 φθειρες
ἐντὸς πληρωθείς , βολβίτῳ κατακεχρισμένος ἀπέθανεν . Δημόκριτον δὲ οἱ φθεῖρες , Σωκράτην δὲ ἄλλοι φθεῖρες ἀπέκτειναν . τί ταῦτα
κωβίος ἠυκάρηνος , τυφλῖνοι νάρκη τε καὶ ἡδείη ἀκαλήφη καὶ φθεῖρες σμαρίδες τε καὶ ἀνθήεις βασιλίσκος τρηχαλέη ῥίνη τε καὶ
6531635 σιτωδη
τὰ μὲν ἔχει περὶ αὐτὸν τὸν καρπόν , οἷον τὰ σιτώδη καὶ κεγχρώδη περὶ τὸν στάχυν : τὰ δὲ χεδροπὰ
μὴ δριμεῖ κλύσματι ὡς μὴ ἐπιτείνεσθαι τὴν διάτασιν καὶ τροφὴν σιτώδη διδόναι ὀλίγην καὶ ἐφ ' ὑδροποσίᾳ τηρεῖν . ἐπιμένοντος
6529170 ἐντεταμενα
καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου : εἰ δὲ καὶ εἶχέ τι
ὅ τε γὰρ ἰϲθμὸϲ ϲυνερείδεται καὶ τὰ παρίϲθμια ϲκληρὰ καὶ ἐντεταμένα ἐόντα οὐ ξυμπίπτει ἐϲ τὴν ἔνθλιψιν τοῦ καταπινομένου .
6525498 διαβαθρα
τοῦ ζυγοῦ ὁ κανὼν φάλαγξ καὶ ἐπὶ τῆς νεὼς ἡ διαβάθρα , καὶ ὁ ἀράχνης δέ , ὃν ἔνιοι καλοῦσι
ἱερά , ᾗ χωρὶς ἀνάγκης οὐ χρῶνται . ἀποβάθρα καὶ διαβάθρα , ἣν σκάλαν καλοῦσιν . οἱ δὲ στίχοι τῶν
6524309 ἱππομαραθον
: τὸ ἄγριον μάραθον , ὃ καλοῦσιν διὰ τὸ μέγεθος ἱππομάραθον . . * κεδρίσιν : τῷ καρπῷ τῆς κέδρου
, σιλφίου , σέσελι , ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον , ἱππομάραθον , ἐρύσιμον , ψευδοδίκταμνον , ἑλίχρυσον , ἀρτεμισία ,
6520563 ὀρθοπνοιαιϲ
ἐπιληψίαιϲ τε καὶ μανίαιϲ : καὶ θώρακι δὲ ἐπιτήδειοϲ ἐπὶ ὀρθοπνοίαιϲ ἄϲθμαϲι βηχὶ χρονίᾳ . ἐν κατάρρῳ δὲ καὶ τὴν
εἰϲ τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν ἐγένετο . τινὲϲ δὲ αὐτῶν αὐτίκα ὀρθοπνοίαιϲ ἢ κάρῳ ἢ ληθάργῳ ἢ φρενίτιδι ἢ παρωτίϲιν ἢ
6517126 σαρκοφαγοι
ἡμίονοι . λάβραξ . Ἀριστοτέλης φησὶν ὅτι μονήρεις εἰσὶ καὶ σαρκοφάγοι . γλῶσσαν δ ' ἔχουσιν ὀστώδη καὶ προσπεφυκυῖαν ,
ἃς οἱ ποδαγρικοὶ τοὺς πόδας ἐντιθέντες ὠφελοῦνται , καὶ σοροὶ σαρκοφάγοι γίνονται . ἰσχναίνει καὶ τὰ πολύσαρκα καὶ παχέα σώματα
6516847 χειρεϲ
τὰ διεϲτῶτα μοῦνον καὶ ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα , ὀφθαλμοί , χεῖρεϲ , ϲκέλοϲ , ἀλλὰ καὶ τὰ ξυμφυέα , ῥὶϲ
, ὅκωϲ ἀπὸ πυρόϲ , ψυχρὰ δὲ τὰ ἔξω : χεῖρεϲ καὶ πόδεϲ ἄκροι ψυχρότατοι . ἀναπνοὴ ἐϲ ὁλκὴν μακρή
6513470 πραϋνοντα
ἐκρέοιεν , καὶ φάρμακα τῷ τραύματι προσάγεσθαι τὰ τὴν ὀδύνην πραΰνοντα καὶ τὴν ἐκροὴν ἀναστομοῦντα . τὸ μὲν οὖν θερμὸν
, νεανίσκον ἐρῶντα , θυμούμενον ἕτερον , ἄλλον τῷ θυμουμένῳ πραΰνοντα τὴν ὀργήν . τί οὖν ἅπαντά μοι παραδραμὼν σχῆμα
6510162 αὐτοκινησιαν
ἐπιδηλοῖ , τῷ δὲ διτόνῳ τὴν σφοδρὰν αὐτῆς καὶ ἄθρουν αὐτοκινησίαν . ἔν γε μὴν τῷ παντὶ τὸ μὲν ἐναρμόνιον
ἐπὶ τῆς ψυχῆς τὴν ἀπὸ τοῦ κινοῦντος καὶ κινουμένου προσιέμεθα αὐτοκινησίαν , ἁπλῆν δέ τινα κίνησιν οὐσιώδη αὐτὴν ἑαυτῆς οὖσαν
6509061 κοιτωνες
αὐταῖς , ἐν αὐταῖς δῆλον ταῖς πέτραις . θάλαμοι : κοιτῶνες , φωλεοί . Θάλαμος , μέλαθρον , καὶ μέγαρον
αὐτῆς κατὰ μὲν μέσον τὸ κύτος τὰ συμπόσια καὶ οἱ κοιτῶνες καὶ τὰ λοιπὰ τὰ πρὸς τὴν διαγωγὴν χρηστήρια .
6508700 γευστικην
τῆς λέξεως ὁμοίως διατιθέναι τὴν ἀκοήν , ὥςπερ οὐδὲ τὴν γευστικὴν τὰ γευστὰ οὐδὲ τὰς ἄλλας αἰσθήσεις τὰ κινοῦντα ἑκάστην
, τὴν δ ' ἐν ὠσὶ τὴν ἀκουστικήν , καὶ γευστικὴν ἐν γλώσσῃ , ὄσφρησιν ἐν ῥισί , τὴν δὲ
6499944 κιττης
καὶ ἐπιθυμουσῶν τινων . εἴρηται δὲ ἐκ τοῦ ὀρνέου τῆς κίττης , ὅπερ ἐπιθυμητικῶς ἔχον τῶν ἀκροδρύων ταχέως δυσαρεστεῖται ,
, μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἄρχεται κατὰ βραχὺ τὰ τῆς κίττης σημεῖα , ἐπιθυμίαι ὀξέων καὶ ἁλικῶν βρωμάτων , σκοτώματα
6499265 ψολοεντες
τὸ ἄστραψαν ἢ ἀναπυρωθὲν βιαίως ἄχρι γῆς διεκθεῖ κεραυνός αἰθαλώδεις ψολοέντες ταχέως διάττοντες ἀργῆτες γραμμοειδῶς φερόμενοι ἑλικίαι κατασκήπτοντες εἴς τι
τὸ ἄστραψαν ἢ ἀναπυρωθὲν βιαίως ἄχρι γῆς διεκθεῖ κεραυνός αἰθαλώδεις ψολοέντες ταχέως διάττοντες ἀργῆτες γραμμοειδῶς φερόμενοι ἑλικίαι κατασκήπτοντες εἴς τι
6496994 ὀροβιον
Κριοῦ τὸ μόριον βαλὼν εἰς ὀρόβιον ὠμόν , καὶ ἄλλο ὀρόβιον ἐπικαλύψας πίλησον , ὥστε μὴ ἔχειν ἀνάπνοιαν μηδαμόθεν ,
, καὶ ἑνώσας δελέαζε . Κριοῦ τὸ μόριον βαλὼν εἰς ὀρόβιον ὠμόν , καὶ ἄλλο ὀρόβιον ἐπικαλύψας πίλησον , ὥστε
6496990 μυγμον
ὁποίους δή τινας ἀποτελεῖν πέφυκεν , ῥοῖζον ἢ σιγμὸν ἢ μυγμὸν ἢ τοιούτων τινῶν ἄλλων ἤχων δηλωτικά : ἃ δ
. Μ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον , ὑγρὸν ἐκφωνούμενον καὶ μυγμὸν ἐκπέμπον . Ξ σύμφωνον ἡμίφωνον , διπλοῦν , ἀρκτικόν
6495351 πελιωματα
ὕδατι ἑψηθέντα , ᾧ χρῆται λουτρῶ . Κωλύειν μὲν ϲυνίϲταϲθαι πελιώματα τοῖϲ γέρουϲι παχεῖαν ἐργαζομένουϲ τὴν δορὰν καὶ δυϲπαθῆ καὶ
παραλύονται τὸ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος τοῦ σώματος , καὶ πελιώματα περὶ τὴν πλευρὴν ἔξω γίνεται , τούτους δὲ ἐκάλεον
6494541 ζωικων
καὶ τούτων μέμνηται Ἀριστοτέλης ὡς μικρῶν ἰχθυδίων ἐν τῷ περὶ ζωικῶν . Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων τῶν ἐγκρασιχόλων
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων : ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ περὶ ζωικῶν τρι - χίδα . τῶν δὲ λεγομένων ἐσθ '
6493227 διεσπασμενως
ἰαμβικὸν ἀκατάληκτον . 〛 Εὐριπίδης ὁμοίως τὰ Αἰσχύλου χορικὰ μέλη διεσπασμένως λέγει ἐξ ἄλλων καὶ ἄλλων δραμάτων . 〚 τοῦτο
καὶ οἱ ἐτησίαι οὐ κάρτα ἔπνευσαν , καὶ οἱ πνεύσαντες διεσπασμένως . Τοῦ θέρεος καῦσοι ἐπεδήμησαν πολλοί : ἦσαν δὲ
6490487 ἑλεδωνη
ὀστέον . εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι
στυγῶ μεταλλακτῆρα πολύπουν χρόος . εἴδη δ ' ἐστὶ πολυπόδων ἑλεδώνη , πολυποδίνη , βολβοτίνη , ὀσμύλος , φησὶν Ἀριστοτέλης
6490199 σκαφοειδες
εἰσὶν καὶ ἄλλα τέσσαρα ὀστᾶ μεγάλα : τό τε καλούμενον σκαφοειδὲς καὶ ὁ ἀστράγαλος καὶ τὸ κυβοειδὲς καὶ ἡ πτέρνα
δὲ σκαφοειδὲς καθὰ μὲν συμβάλλει τῷ ἀστραγάλῳ κεκοίλωται , ὡς σκαφοειδὲς δοκεῖν εἶναι . ἐκ δὲ τοῦ ἀντικειμένου κυρτὸν ὂν
6488917 στροβιλοι
ἶρις , νέφη , ἀστραπαί , βρονταί , σκηπτοί , στρόβιλοι . ταῦτα γὰρ πάντα καὶ ὁ περὶ τούτων λόγος
. κάλλισται δὲ τούτοις εἰσὶ σταφίδες ἐσθιόμεναι καὶ ἀμύγδαλα καὶ στρόβιλοι μετὰ γλυκέος , εἰ μὴ λίθους ἔχουσιν : ἔθος
6480326 ἐτακη
λούεσθαι καὶ ἀλείφεσθαι μυρσίνῳ ἐλαίῳ ἢ ὀμφακίνῳ , ἐν ᾧ ἐτάκη στέαρ ἀρκεῖον ἢ συάγρων . ἐὰν δὲ νεοσσὸν μικρὸν
τὴν πτέρωσιν ἡρμοσμένος , ἐπειδὴ τάχιστα πρὸς τὸν ἥλιον ἐκεῖνος ἐτάκη , πτερορρυήσας εἰκότως κατέπεσεν : ἡμῖν δὲ ἀκήρωτα ἦν
6480293 γευστα
δὴ γὰρ λέγει , τουτέστι τὰ βραδέα , ἅπερ εἰσὶ γευστὰ καὶ ἁπτά . τῆς δὲ λευκότητος . καὶ γάρ
καὶ περὶ τὰ ὀσφραντὰ ἡ ὄσφρησις , καὶ περὶ τὰ γευστὰ ἡ γεῦσις , καὶ περὶ τὸ βαρὺ καὶ τὸ
6476352 κυνουχος
ὅτῳ ἔσονται αἱ ἄρκυς καὶ τὰ ἐνόδια καὶ τὰ δίκτυα κυνοῦχος μόσχειος , καὶ τὰ δρέπανα , ἵνα ᾖ τῆς
. καὶ κυνίζειν καὶ κυνισμὸς καὶ κυνικὸς καὶ κυνώδης καὶ κυνοῦχος , καὶ κυνήποδες ἵππων . χρῶμα δὲ κυνῶν οὔτε
6457867 λιγυρα
ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , χεῖρες μακραί , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . ταῦτα ὑπάρχουσι σημεῖα δειλοῦ . Τὸν εὐφυῆ
ἀνάταυρος , παραβλέπει ἑαυτὸν καὶ περιβλέπει , φωνὴ λεπτὴ κράζουσα λιγυρὰ σχολαία πάνυ καὶ ἐπίτρομος . Πικρὸν ἄνδρα σεσηρέναι .
6455617 χειται
κατὰ χῶρον ἀπροφάτως ἀΐδηλον ἀνασταλάει μέλαν ὕδωρ , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη
τοῦ πνεύματος ] . τὸ γὰρ πνεῦμα συνιστάμενον εἰς ὕδωρ χεῖται καὶ διὰ τῶν πόρων ἐλθὸν ἔξω περαιοῦται τὸν αὐτὸν
6454542 τριαινα
Νίσα τόπος ἐστὶν ἐν Ἐρυθρᾷ κείμενος ] . ἰχθυόκεντρον : τρίαινα , ᾗ ἐπὶ μεγάλων ἰχθύων χρῶνται . Καδμεία νίκη
οἰκήματα ἐπὶ τῆς γῆς [ καὶ αὐτοῦ δέοντος ] . τρίαινα δ ' αὐτοῦ φόρημά ἐστι πότερον ἐπεὶ χρῶνται αὐτῇ
6450572 ἀναπτυξαντες
λέγομεν χρηστὰ πράγματα ἔχοντες ἐν χερσίν , ἀλλ ' οὐκ ἀναπτύξαντες αὑτοὺς καὶ τὼ χεῖρε περιβάλλοντες ἀλλήλοις ἄπιμεν εἰς τὴν
στόματος τῆς ἀδελφῆς . οἱ δὲ εὑρόντες τὸν μόλιβον καὶ ἀναπτύξαντες ἀναγινώσκουσι νύκτωρ ἐπίθεσθε τοῖς πολεμίοις διὰ τὴν ἑορτὴν μεθύουσι
6449281 θορυβειτε
ὄγκον τοῦ πράγματος , τὰς δ ' ἄλλας καὶ διατρέχοντες θορυβεῖτε μὴ δυναμένας ἐνεγκεῖν τὸ φορτίον . ἡ μὲν γὰρ
, οὐδ ' εἰ μέλλω πολλάκις τεθνάναι . ” Μὴ θορυβεῖτε , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ἀλλ ' ἐμμείνατέ μοι
6447429 ἐπιποληϲ
. καὶ εἰ μὲν λεπτότερον τὸ περιεχόμενον ὑπολάβοιμεν αἷμα , ἐπιπολῆϲ ἐγχαράξομεν , εἰ δὲ παχύτερον , διὰ βάθουϲ ,
περιττόν , ἀλλὰ καὶ τοῦ κατὰ φύϲιν ἅψαϲθαι , τὸ ἐπιπολῆϲ τοῦ ἕλκουϲ παραπλήϲιον δέρματι καταϲκευάϲομεν καὶ εἰϲ οὐλὴν ἄξομεν
6446590 ἀλεαινεσθαι
τὸ πῦρ καθημένη „ . ἀλεαίνειν : θερμαίνεσθαι , οὐχὶ ἀλεαίνεσθαι . ” οὐκοῦν ἵν ' ἀλεαίνοιμι , τοῦτ '
καρπὸν καὶ ἐλελίσφακον , ὄξος σὺν τοίσδεσιν ἢ οἶνον : ἀλεαίνεσθαι δὲ χρὴ , ἢ ἄλειφα χηνὸς , κηρωτὴν ἐῤῥητινωμένην
6445164 ὀζωδεστερα
δὲ ἐν εὐηλίῳ . καὶ τὰ ἄρρενα δὲ τῶν θηλειῶν ὀζωδέστερα ἐν οἷς ἐστιν ἄμφω , οἷον κυπάριττος ἐλάτη ὀστρυῒς
καὶ ἐρινεὸς συκῆς καὶ ἀχρὰς ἀπίου . πάντα γὰρ ταῦτα ὀζωδέστερα : καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ πάντα τὰ πυκνὰ
6442159 Ὀσφυν
Ἀλλ ' ὦ θύγατερ , ἔλεξ ' Ἰασοῖ πρευμενής . Ὀσφὺν δ ' ἐξ ἄκρων διακίγκλισον ἠΰτε κίγκλος ἀνδρὸς πρεσβύτου
, καὶ , ἐπεὶ ἀνῆκεν , ᾤχετο ἐς ἀγρόν . Ὀσφὺν ἤλγησεν , ἐλούσατο , αἱ γένυες ξυνήγοντο ἐς νύκτα
6439751 ἡλοι
κολλύριον ἀντὶ κόμμεως ἀμμωνιακῷ ἀναληφθέν . ἀφαιροῦνται δ ' οἱ ἧλοι πλείονι χρόνῳ , κἂν τὸ ὑπερέχον τοῦ ἥλου συνεχῶς
' ἄρ ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος : ἐν δέ οἱ ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον , ἀτὰρ περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον χρυσέοισιν
6438302 εὐκολωτατα
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' :
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν
6436543 σαρκωδων
φύλλων ἴσα . Ἀπόστημά ἐστι φθορὰ καὶ μεταβολὴ σαρκῶν ἤτοι σαρκωδῶν , οἷον μυῶν , νεύρων , φλεβῶν , ἀρτηριῶν
συνδέσμων τε καὶ τενόντων , ἐπὶ μέντοι σπληνὸς ἢ τῶν σαρκωδῶν μορίων τοῦ μυὸς σκιρρουμένων ἀκίνδυνος ἡ χρῆσις . ὥσπερ
6431318 βοροι
γυμνοῦ τὸν βίον , ἄμφω ταῦτα μελετᾶτε , κακολόγοι καὶ βοροὶ πρός τε τούτοις ἄνοικοι καὶ ἀνέστιοι βιοῦντες . :
, ἀλλὰ ἀναχέηται ξὺν τῷ αἵματι ἐϲ τὸ πᾶν . βοροὶ μέν , ἰϲχνοὶ δέ : ὕπνοϲ γὰρ αὐτέοιϲι οὔτε
6428044 ὀχευονται
πέντε . ὅτι ὅσον ζῶσιν οἱ ἵπποι ὀχεύουσι , καὶ ὀχεύονται χωρὶς δύο ἐτῶν τῆς νεότητος καὶ δύο ἐτῶν τοῦ
τοῖς χειμῶσιν ὑπὸ τῶν πνευμάτων ταραττομένου τοῦ ὕδατος ἀποπνίγονται . ὀχεύονται δὲ συμπλεκόμεναι κᾆτ ' ἀφιᾶσι γλοιῶδες ἐξ αὑτῶν ,
6423121 λειχηνες
ῥίζα . Μιχθέντων ἰχώρων λεπτῶν καὶ δριμέων παχεῖ χυμῷ οἱ λειχῆνες συνίστανται , ῥᾳδίως εἰς ψώραν καὶ λέπραν μεταπίπτοντες :
, λέπρα , μεθ ' ἣν ἡ ψώρα , εἶτα λειχῆνες : ἀλλ ' ἡ μὲν λέπρα , διά τε
6421722 ἐσμος
πυλέων . Κρεμαμένης δὲ τῆς κεφαλῆς καὶ ἤδη ἐούσης κοίλης ἐσμὸς μελισσέων ἐσδὺς ἐς αὐτὴν κηρίων μιν ἐνέπλησε . Τούτου
ταῖς πλησίον μυρρίναις δασείαις οὔσαις καὶ πυκναῖς . καθεύδοντι δὲ ἐσμὸς μελιττῶν ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ καθίσασαι ὑπῇδον , τὴν
6414675 ὑγρηναι
μαραϲμοῦ μέντοι καὶ γάλα ἰητήριον καὶ θρέψαι καὶ ἀλεῆναι καὶ ὑγρῆναι γαϲτέρα καὶ κύϲτιν πρηῧναι . ἀτὰρ ἠδὲ κατόχοιϲι τωὐτὰ
ἀφόδοισιν , θάλψει , ψύξει , ὑγροῖσι , ξηροῖσιν , ὑγρῆναι , ξηρῆναι , χρίσμασιν , ἐγχρίσμασιν , ἐπιπλάστοισιν ,
6413401 διακριτικος
προφορικός . λόγος καὶ ὁ ἐνδιάθετος , ὅ ἐστιν ὁ διακριτικός : ὅθεν ἄρα κατὰ μετάληψιν γαρύειν τὸ διακρίνειν .
γὰρ τὸ λευκὸν διακριτικόν ἐστιν ὄψεως , καὶ ὁ ἄνθρωπος διακριτικός ἐστιν ὄψεως . πάλιν τὸν δεύτερον παραλογισμὸν προάγουσι τοῦτον
6408849 ἀχρουν
αἱ ψυχραὶ δὲ ἅμα καὶ ξηραὶ κράϲειϲ ἐγκεφάλου ψυχρὰν καὶ ἄχρουν ἀποτελοῦϲι τὴν κεφαλήν , εἰϲὶ δὲ καὶ ἄφλεβοι τοὺϲ
ψυχραὶ δ ' ἅμα καὶ ξηραὶ κράσεις ἐγκεφάλου ψυχρὰν καὶ ἄχρουν ἀποτελοῦσι τὴν κεφαλήν : εἰσὶ δ ' αἱ τοιαῦται
6404479 χρυσιζοντα
σκιάδειον ἐπ ' ἄκρου περιφερές : ἄνθη λευκά , εἶτα χρυσίζοντα . φύεται ἐν εὐγείοις τόποις . Τὸ λεγόμενον ἐλατήριον
καὶ ἁδρὸν καὶ στερεὸν καὶ λεῖον , τῷ δὲ χρώματι χρυσίζοντα , καὶ νοστιμώτατον : τοῦτο δὲ ἐκ τῆς ἀρτοποιΐας
6401815 πεπαλη
. . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , ,
ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος
6400942 ξηρασιαν
τὰ δ ' ἀντιτείνοντ ' [ οἱονεὶ δίψαν τινὰ ἢ ξηρασίαν ἔχοντ ' ] αὐτόπρεμν ' ἀπόλλυται . οὕτω τούτοις
: προσπλέκεται δὲ τῷ καταπλάσματι τούτῳ καὶ αἰγεία κόπρος πρὸς ξηρασίαν . καὶ μᾶλλον ὀνίνησιν , εἰ ἐντέτριπται καὶ γύψος
6400561 ϲπαϲμῳ
κίνδυνον τρώματοϲ μεγάλου γίγνεϲθαι , ἢ ἀποτομῆϲ , εἴ κοτε ϲπαϲμῷ ξυνερείϲουϲιν οἱ ὀδόντεϲ : ὀφθαλμοὶ ἐνδεδινημένοι : βλέφαρα τὰ
, ξηραί , ἄχυλοι . θάνατοϲ ἐπώδυνοϲ καὶ οἴκτιϲτοϲ , ϲπαϲμῷ καὶ πνιγὶ καὶ ἐμέτῳ κενῷ . φέρει μὲν τὸ
6400534 ἰνωδεις
καὶ ὥσπερ πεπλατυσμένοι . Προσήρηται δὲ ἡ μήτρα κατά τινας ἰνώδεις ἀποφύσεις τῇ τε κύστει καὶ τῷ ἀπευθυσμένῳ , μάλιστα
πυκνότεραι δὲ ἄλλαι ἄλλων καὶ ξυλωδέστεραι : καὶ αἱ μὲν ἰνώδεις , ὡς αἱ τῆς ἐλάτης , αἱ δὲ σαρκώδεις
6397423 χρυσιτις
εἰτε καλὸς εἴτε καὶ μή . ἔστι δὲ ἡ λεγομένη χρυσῖτις : Λυδία δὲ λέγεται ὡς τοῦ λίθου τούτου παρὰ
δὲ ψαθυράν τε καὶ λευκήν . Λιθάργυρος καλλίων ἐστὶν ἡ χρυσῖτις καλουμένη καὶ ἀποστίλβουσα . Λίθον Ἄσσιον παραληπτέον τὸν κισηροειδῆ
6390470 ὀψοθηκην
στρατιῶται ἐβάδιζον ἐπὶ πόλεμον . Γ τὴν κίστην ] τὴν ὀψοθήκην . Γ ἅλας θυμίτας : ἐκ θύμων κατεσκευασμένους .
δρᾶμα γνώσῃ . γυλιὸν ] ἀγγεῖον πλεκτόν , ἤγουν τὴν ὀψοθήκην . νίφει : βαβαιάξ : οἱ γὰρ ἐπὶ πόλεμον
6389316 σκεπον
τῶν ἐνύδρων , ῥυπαρομέλαινα τὴν χροιὰν καὶ ῥύγχος ὀξὺ ἔχει σκέπον τε τὰ ὄμματα , τὰ δὲ πολλὰ καταδύεται .
σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ σκέπον δὲ τὴν βάλανον ποσθὴ ἢ ἀκροποσθία καλεῖται . υιεʹ
6388773 στερφος
ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸ σῶμα . ὅθεν καὶ τὸ κεράμιον στέρφος λέγεται . ἀμφιλαφής : ἀντὶ τοῦ ποικίλος ἢ μέγας
σκέπειν τὸ σῶμα , ἔρεφος , καὶ στέρεφος , καὶ στέρφος . οἱ δὲ παρὰ τὸ στέφειν , ὅ ἐστι
6388133 φορβεια
καὶ στάσις ἵππων καὶ ἱππόστασις καὶ σταθμός , φάτνη , φορβειά , ἐπιφατνίδια , δεσμά , κεκρύφαλος , κορυφαία ,
ὀξυνόμενα ἐκτείνοντα τὸ α ἐπὶ οὐσιῶν λαμβάνονται , οἷον παρειά φορβειά , σημαίνει δὲ τὸ σχοινίον τοῦ ἀλόγου . εἰ
6386962 βληχω
γλαχώ : ἡ γληχώ , τῆς γληχῶ . Ἀττικοὶ δὲ βληχώ φασιν . Γ γλαχώ ] βληχώ φασιν Ἀττικοί .
αἰδοῖον αἰνιττομένη . Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ β λέγουσι τὴν βληχώ . χαΐα : Ἀντὶ τοῦ ἀγαθὴ μὲν , Κορινθία
6384827 σελαχια
γαλεοί τε κύνες . μαλάκια δὲ καλεῖται τὰ τευθιδώδη . σελάχια δὲ τὰ τῶν ἐρίων φῦλα . πάγουροι . Τιμοκλῆς
ἐς αὐτοὺς ἐξαπτόμενον ἐκβάλλειν πειρώμενοι τῇ συντροφίᾳ . Καλεῖται δὲ σελάχια ὅσα οὐκ ἔχει λεπίδας : εἴη δ ' ἂν
6384028 πτυσσω
πετύσω καὶ συγκοπῇ πτύσσω : ἄλλο γὰρ οὐ σημαίνει τὸ πτύσσω , εἰ μὴ τὸ ἐπιπίπτειν ἕτερον πρὸς ἕτερον .
πανταχοῦ καὶ παρὰ πᾶσι σπειρόμενοι . Πυκνός . παρὰ τὸ πτύσσω , πτυκνὸς καὶ πυκνός . Πτερόν . πέτω πετερὸν
6383272 Νωτον
ἄγουσιν , ἐλαύνουσιν , ἐλαυνέτωσαν , ἐλαύνουσιν , ἀντίκλισις . Νῶτον ἐπιφάνειαν ἀπὸ τοῦ νωμῶ τὸ κινῶ . νῶτον ἁλός
ἡ δὲ εἰς ὀξὺ ἀπηγμένη ἀκολασίαν καὶ δειλίαν κατηγορεῖ . Νῶτον πλατὺ στερεὸν ἄνδρα γενναῖον , θυμοειδῆ ποιεῖ , τὸ
6382826 σακτας
ἔνιοι δὲ ἔκπωμα . τῶν δὲ γυμνασίοις προσηκόντων σκευῶν καὶ σάκτας ἐστὶ καὶ μάρσιπος καὶ σάκκος , καὶ κυνοῦχος ὑποδέξασθαι
δὲ Σαπφὼ Δωρίχαν αὐτὴν καλεῖ . σάκος : ὅπλον . σάκτας : θύλακος , μάρσιππος . Σαμίων ὁ δῆμός ἐστιν
6382818 κατοπτρα
, τοὺς δὲ ἀμαθεῖς καὶ ἰδιώτας πλῆθος μαχαιρίδων προτιθέντας καὶ κάτοπτρα μεγάλα , οὐ μὴν λήσειν γε διὰ ταῦτα οὐδὲν
δέ γε ἦν μένειν τὰ ἀφ ' ὧν πληροῦται τὰ κάτοπτρα καὶ αὐτὰ μὴ ἑωρᾶτο , οὐκ ἂν μὴ εἶναι
6382777 ἐπιφλεβοι
ἐμέων αἷμα θάνατον οὐκ ὀρρωδέει ; ἢν ὦν πολύαιμοι καὶ ἐπίφλεβοι ἔωϲι , ἐπὶ πάϲῃ ἰδέῃ ἀναγωγῆϲ τάμνειν φλέβα :
. κγʹ . Οἱ θερμοκοίλιοι ψυχρόσαρκοι καὶ λεπτοί . οὗτοι ἐπίφλεβοι καὶ ὀξυθυμότεροι . Τοῦτο δὴ προσλαμβάνων , ὅτι ἐστί

Back