ἐξ οὗ ἡ ἀργυρᾶ λήκυθος ἐξήρτητο , Σπαρτιάτην γραπτὰν ἔφη κύρβιν ἢ Σπαρτιᾶτιν σκυτάλην . ὅτι δὲ λευκῷ ἱμάντι περιειλοῦντες
. : Ἀπολλόδωρος δέ φησι πᾶσαν δημοσίαν γραφὴν καὶ νόμους κύρβιν καλεῖσθαι : ὅτι οἱ ἀρχαῖοι λίθους ἱστάντες , τὸ
5987604 πεμματα
τὰ μὲν πρόβατα καὶ τὰς βοῦς ἔλαβεν , τὰ δὲ πέμματα καὶ τὰ τραγήματα πρῶτον μὲν οὐδ ' ἔγνω :
μὲν καὶ μόσχους καὶ χῆνας ἔλαβε , τραγήματα δὲ καὶ πέμματα καὶ μύρα διωθεῖτο , καὶ προσβιαζομένων λαβεῖν καὶ λιπαρούντων
5776452 κηρυκες
. σφαιρομαχεῖν : τὸ τὰς σφαῖρας περιδονούμενον διαμάχεσθαι . σπονδαγωγοὶ κήρυκες : οἱ σπονδὰς φέροντες . σελὶς βιβλίου : λέγεται
μείζων , χωρὶς εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ : ἐπειδή ἐστι κήρυκες κηρύκων κήρυξι κήρυκας κήρυκες καὶ Φοίνικες Φοινίκων Φοίνιξι Φοίνικας
5696680 ἀρωματα
εἴληφε τὴν σύστασιν : δυςμετάβλητα γὰρ τῇ συστάσει πάντα τὰ ἀρώματα ταῖς δυνάμεσι καὶ ταῖς οὐσίαις : διὸ περικρατεῖται τοῖς
καὶ ἐκέλευσεν ὁ θεὸς ἐλθεῖν τὸν Ἀδὰμ ἵνα λάβῃ εὐωδίας ἀρώματα ἐκ τοῦ παραδείσου εἰς διατροφὴν αὐτοῦ . καὶ ἀφέντες
5675672 ἀργυρα
ᾗ ταῦτα γέγραπται : βατιάκαι ἀργυραῖ κατάχρυσοι τρεῖς . κόνδυα ἀργυρᾶ ροϚʹ : τούτων ἐπίχρυσα λγʹ . τισιγίτης ἀργυροῦς εἷς
. εἰ δὲ Ἑρμῆς νοταρίους ἢ βιβλία καὶ γράμματα ἢ ἀργυρᾶ [ καὶ ] νομίσματα ἢ ποικίλματα καὶ ζωγραφίας .
5586546 Ἀττιν
παραλαβὼν κατέκλινε παρὰ τὸν Πᾶνα καὶ τοὺς Κορύβαντας καὶ τὸν Ἄττιν καὶ τὸν Σαβάζιον , τοὺς μετοίκους τούτους καὶ ἀμφιβόλους
ἡλικίας ἐλθοῦσαν ἀγαπῆσαι τῶν ἐγχωρίων τινὰ νεανίσκον τὸν προσαγορευόμενον μὲν Ἄττιν , ὕστερον δ ' ἐπικληθέντα Πάπαν : συνελθοῦσαν δ
5564527 κομιζουσιν
τῆς ἐλευθερίας . λέοντας τρέφουσιν ἡμέρους ἐγκλείσαντες καὶ σιτίζουσι καὶ κομίζουσιν ἔνιοι μεθ ' αὑτῶν . καὶ τίς ἐρεῖ τοῦτον
τῶν παρεστώτων τινὲς ὑπέλαβον αὐτόν : καὶ κελευσθέντες φοράδην οἴκαδε κομίζουσιν οὐδενὸς συναισθανόμενον ὑπὸ κάρου τῶν ἀθρόων κατασκηψάντων κακῶν .
5518576 νηριν
* ἄγνου : βοτάνης * νῆριν : εἶδος βοτάνης * νῆριν πηγάνιόν τε : καὶ ταῦτα γένη βοτανῶν περιβρυές :
θάψου σμώξας , ἐν δὲ σπέρμα χυτὸν λευκανθέος ἄγνου , νῆριν , πηγάνιόν τε περιβρυές , ἐν δέ τε θύμβρης
5496421 σησαμα
καὶ παρὰ Μενάνδρῳ : καθιζάνει μὲν ἐνίοτ ' εἰς τὰ σήσαμα , καὶ ἐν Ψοφοδεεῖ : ἐπίσημον αὖ τὴν ἀσπίδ
ᾠά , φακῆ , τέττιγες , ὀποί , κάρδαμα , σήσαμα , κήρυκες , ἅλες , πίνναι , λεπάδες ,
5479902 βοωσι
ποιηταὶ κατατρέχοντές που τῆς ἡδονῆς καὶ ἀκρασίας ἐπικούρους καὶ βοηθοὺς βοῶσι . Πλάτων μὲν δυσχεραίνοντά τινα ποιήσας πατέρα τῷ τοῦ
γρυλλιξεῖτε : χοίρων φωνὴν μιμήσεσθε . ΓΓ οὕτω γάρ πως βοῶσι τὰ δελφάκια κοΐ , καὶ ἔστι ποιὰ φωνή .
5464875 τραγον
ἐγέλα τὸν ἔρωτα αὐτοῦ , οὐδὲ ἐραστὴν ἔφη δέξασθαι μήτε τράγον ὄντα μήτε ἄνθρωπον ὁλόκληρον . Ὁρμᾷ διώκειν ὁ Πὰν
λόγον τοῦτον . οἳ δὲ εἰς ἐπιτόνιον ψαλτήριον δελφῖνα καὶ τράγον εἰργασμένον εἰρῆσθαι , καὶ εἶναι βουφόνον καὶ Διονύσου θεράποντα
5439968 πιτταν
πόλις ἐνταῦθα Μαμέρτιον καὶ ὁ δρυμὸς ὁ φέρων τὴν ἀρίστην πίτταν τὴν Βρεττίαν , ὃν Σίλαν καλοῦσιν , εὔδενδρός τε
μάγειρον . ἀπείρητο γὰρ ὑπ ' Ἀθηναίων ἐξάγειν ξύλα καὶ πίτταν . εἶχον γὰρ οἱ Λακεδαιμόνιοι τριήρεις . κενῇ τῇ
5436327 κρηνης
ποταμῶν τὸν ὀνομαζόμενον Σίλλαν , ῥέοντα δὲ ἔκ τινος ὁμωνύμου κρήνης : ἐπὶ γὰρ τούτου μόνου τῶν ἁπάντων ποταμῶν οὐδὲν
Ἰοκάστη , Ἀντιγόνη , Ἰσμήνη , ἣν ἀναιρεῖ Τυδεὺς ἐπὶ κρήνης , καὶ ἀπ ' αὐτῆς ἡ κρήνη Ἰσμήνη ἐκλήθη
5413633 Ἀπιος
, ἡ ἄγαν εἰλύουσα καὶ ἀποκρύπτουσα τὰ ὁρᾶσθαι μέλλοντα . Ἄπιος , ἡ ἥκιστα πίνουσα ὀπώρα . ἥδεται γὰρ ξηρᾷ
τινὸς Ῥωμαίου εὐτρυφήτου ἐπινοήσαντος , . , . * ? Ἄπιος : ἡ ὄγχνη καλουμένη γενικῶς , ὅτι πρῶτον ἐν
5403200 δραγματα
' ὁ Δήλιος ἐν τῷ περὶ Παιάνων φησί : τὰ δράγματα τῶν κριθῶν αὐτὰ καθ ' αὑτὰ προσηγόρευον ἀμάλας :
λέγων : ” ᾤμην ἃ μὴ ἐθέρισα καταδεῖν σὺν ἑτέροις δράγματα ” , καὶ οὐκ ἐλογίσατο παρ ' ἑαυτῷ ,
5371338 Αἰγυπτιαν
καὶ ἄξει εἰς τὴν γῆν τὴν Νειλῶτιν , ἤγουν τὴν Αἰγυπτίαν , τὴν τρίγωνον . διὰ τοῦτο δὲ λέγεται τρίγωνος
δὲ τὸν ἐγχώριον κροκόδειλον , ἀεροπόρων δὲ ἴκτινον καὶ τὴν Αἰγυπτίαν ἶβιν . καὶ ταῦτα ὁρῶντες γεννώμενα καὶ τροφῆς χρείαν
5367409 θυμα
μὲν ὡροσκόπος ἐστὶν ὁ εὐχόμενος , τὸ δὲ δῦνον τὸ θῦμα ὃ προσφέρει , τὸ δὲ μεσουράνημα ὁ θεός ,
καὶ ” τῇ Πανδώρᾳ θύειν ὄϊν , καὶ ἐκαλεῖτο τὸ θῦμα ἐπίβοιον . “ ὁμοίως καὶ Στάφυλος ἐν αʹ τῶν
5362120 ἐργαλεια
Λαγγαρίας ἤτοι ἐν τῇ Λαγγαρίᾳ πόλει , τὰ δ ' ἐργαλεῖα καθιερώσει τῷ ναῷ τῆς Μυνδίας ἤτοι τῆς Ἀθηνᾶςποῖα ἐργαλεῖα
Γ [ τὰ ] ἐν τῷ μαγειρείῳ ⌈ τυγχάνει Γ ἐργαλεῖα Γ , τοῦ γελοίου χάριν ἄξαι φησὶ ταῦτα εἰς
5354165 μηλα
προσθεὶς καὶ τὸ ἰδίωμα τῆς χώρας ” τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν . „ πάντα γὰρ τὰ τοιαῦτα
κάτω παρίεμεν , τὰς δὲ ὑποκειμένας πρώτην ἄγομεν ἐπὶ τὰ μῆλα καὶ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέ - γμα ,
5348691 ἐστεφανωμενοι
καὶ ὁπόσοι δὴ τῶν ἐπιχωρίων παῖδες ἐπὶ τὸν Μείλιχον ἀστάχυσιν ἐστεφανωμένοι τὰς κεφαλάς : ἐκόσμουν δὲ οὕτω καὶ τὸ ἀρχαῖον
μαζονόμων φέροντες ἑκατὸν εἴκοσι . μεθ ' οὓς Σάτυροι τεσσαράκοντα ἐστεφανωμένοι κισσίνοις χρυσοῖς στεφάνοις : τὰ δὲ σώματα οἳ μὲν
5337652 θρεμματα
, οἱ δὲ ἐκείνων ἐργάται τὰ τῶν πελαγῶν ἡμῖν σαγηνεύουσι θρέμματα , καὶ σωροὶ παρ ' ἡμέραν πάσης ἰδέας ἰχθύων
Τοιαῦτα μέν ἐστιν ὑμῖν , ὦ θεοί , ταῦτα τὰ θρέμματα . οἱ δὲ δὴ Ἐπικούρειοι αὐτῶν λεγόμενοι μάλα δὴ
5334526 κνεωρον
: ἢν δὲ μὴ ἐσακούῃ , κάρδαμον ἢ κνῆκον ἢ κνέωρον ἢ πουλυπόδιον ἢ ὀῤῥὸν , ἢ τὸ ἀπὸ ἁλῶν
μὲν Τυραννίων τὴν σκίλλαν , Ἀπολλώνιος δὲ ὁ Μεμφίτης τὸ κνέωρον , ὃ δή τινες κνῆστρον καλοῦσιν , ἄλλοι δὲ
5334340 ἰχνευμονες
τόν γε πόλεμον αὐτῶν ἀνωτέρω εἶπον . λέγονται δὲ οἱ ἰχνεύμονες ἱεροὶ εἶναι Λητοῦς καὶ Εἰλειθυιῶν : σέβουσι δὲ αὐτοὺς
ἀγαθά , ἐν τῇ Αἰγύπτῳ οἵ τε αἴλουροι καὶ οἱ ἰχνεύμονες καὶ οἱ κροκόδειλοι καὶ τὸ τῶν ἱεράκων ἔτι φῦλον
5327201 καλαμης
γῆς κεκινημένης , ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα , καὶ διὰ καλάμης διὰ τὴν ἀνταύγειαν : κατάδηλοι δὲ καὶ ἐν τοῖς
οὖν ἔτι ὢν πάνυ ὡραῖον , ὡς ἐνῆν ἀπὸ τῆς καλάμης τεκμαίρεσθαι καὶ ἀκούειν τῶν διηγουμένων , ἀνέδην ἐπόρνευε καὶ
5324042 στρωματα
δὲ καὶ Δημητρίῳ καὶ Κρίτωνι καὶ Σύρῳ κλίνην ἑκάστῳ καὶ στρώματα τῶν καταλειπομένων ἃ ἂν φαίνηται Λύκωνι καλῶς ἔχειν .
, ἔχων ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνάφορον , ὅπου ἦν τὰ στρώματα . τῶν εἰωθότων : Ἀντὶ τοῦ τῶν ἐθίμων ,
5303801 πινουσιν
κρατηθέντες μένουσι . Διὰ τί οἱ μέθυσοι φαῦλον οἶνον ἡδέως πίνουσιν ; Ὅτι οἱ πολυπόται ἁδροπόροι εἰσί . διὰ μεγάλων
Θρηΐκιαι , Λακεδαιμόνιαι δὲ γυναῖκες , ἄνδρες θ ' οἳ πίνουσιν ὕδωρ καλῆς Ἀρεθούσης . Καί μοι δοκεῖς οὐδὲν τῶν
5301582 ὀνοι
τε τὸν πόρον ἐγχυματιστέον ἔλαιον ᾧ ἐναφήψηται γῆς ἔντερα ἢ ὄνοι οἱ ὑπὸ τὰς ὑδρίας ἢ ἀράχναι . ἐγχυματιστέον δ
τῇ κυήσει νοσῆς βρέφος : κιλλαγκτὴρ ὁ ὀνελάτης : κίλλοι ὄνοι τὸ ἑρμὸς ἐκ τοῦ εἵρω γεγονὸς τοῦ τάσσω ἐν
5295436 Σατυροι
χρυσῶν μαζονόμων φέροντες , ἑκατὸν εἴκοσι . Μεθ ' οὓς Σάτυροι τεσσαράκοντα , ἐστεφανωμένοι κισσίνοις χρυσοῖς στεφάνοις : τὰ δὲ
ὄνου τὰ πολλὰ ὀχούμενος , Λυδὸς οὗτος , οἱ δὲ Σάτυροι ὀξεῖς τὰ ὦτα , καὶ αὐτοὶ φαλακροί , κεράσται
5294253 ἀκτης
εἶναι : τοῦ τε λίνου τὸν καρπὸν κόψας καὶ τῆς ἀκτῆς , ξυμμίξας δὲ ἐν μέλιτι καὶ ποιήσας φάρμακον ,
' ἀνέμῳ λίνα μεσσόθι , τῆλε δ ' ἀπ ' ἀκτῆς γηθόσυνοι φορέοντο παραὶ Ποσιδήιον ἄκρην . ἦμος δ '
5288203 πεμμα
κυρίως οἱ ἱεροὶ τῶν θεῶν τόποι ἄμυστις εἶδος ποτηρίου ὡς πέμμα ξηρανθὲν τὸ αἷμα τοῦ φόνου ἀνωμάλως διατιθέμενος , ἐκ
μὲν διέστησαν αὐτοῦ τὸ στόμα , ὁ δὲ ἐνέθηκε τὸ πέμμα καὶ πάλιν τὸ κρέας , εἶτα τὸ μελίκρατον κατήρασε
5286117 ποιμενες
τὸ ἀκόνιτον καὶ ὁρμήσωσιν ἐπὶ τὴν κόπρον , ἀνασπῶσιν οἱ ποιμένες , καὶ περιαλλόμεναι , τουτέστιν ἐπιπηδῶσαι , ἀποθνῄσκουσιν .
ἀτέχνων ἐπαινούμενος , κἂν εἰ περιστάντες αὐτὸν παῖδες συφορβοὶ καὶ ποιμένες θαυμάζοιεν καὶ κροτοῖεν , ἐπαίρεσθαι ἐπ ' αὐτῷ τούτῳ
5277734 καταθεντες
ψυχεῖα κατεσκευάσθαι θέρους ὀρυκτά , ἔνθα χλιεροῦ ὕδατος πλήρη κεράμια καταθέντες κομίζονται χιόνος οὐδὲν διάφορον . τὸ δὲ χλιαρὸν ὕδωρ
λατύπῃ ἑλκυσάντων , ἣν σκῦρον καλοῦσιν , ἐφ ' ἣν καταθέντες τὴν σφαῖραν , ἑτέρας δύο γραμμὰς κατόπιν ἑκατέρας τῆς
5275974 ψελια
Κυαξάρη , μᾶλλόν σε ἐκόσμουν , εἴπερ πορφυρίδα ἐνδὺς καὶ ψέλια λαβὼν καὶ στρεπτὸν περι - θέμενος σχολῇ κελεύοντι ὑπήκουόν
κάνδυες καὶ οἱ στρεπτοὶ οἱ περὶ τῇ δέρῃ καὶ τὰ ψέλια τὰ περὶ ταῖς χερσίν , ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς
5263420 σιμβλα
ἔνιοι θρήνιαν φασὶ καὶ πληθυντικῶς τὰ θρήνια , τὰ δὲ σίμβλα αὐτῶν ἐνθρήνια . τενθρηδὼν ζῷον ἐμφερὲς μελίττῃ . τερηδὼν
ὅτε γαυλίδα πλήθει καὶ βότρυς ἡμερίδων θλίβων ἐπιλήνια χαίρει , σίμβλα μελισσάων ὅτε λείρια κηρία βρίθει . χείματι δ '
5253376 ἀστακοι
ζῴων μορίων τῶν μαλακοστράκων ὀχεύονται , φησί , κάραβοι , ἀστακοί , καρῖδες καὶ τὰ τοιαῦτα , ὥσπερ καὶ τὰ
τὴν δριμύτητα , καθ ' ἣν ὑπάγει τὴν γαστέρα . ἀστακοί , καρκῖνοι , πάγουροι , καρίδες , κάραβοι ,
5241015 κτηνη
ἐν τῇ Γαδαρίδι ὕδωρ μοχθηρὸν λιμναῖον , οὗ τὰ γευσάμενα κτήνη τρίχας καὶ ὁπλὰς καὶ κέρατα ἀποβάλλει . ἐν δὲ
σύ , ποτήρια ἀργυρᾶ οὐχ ἕξω ὡς οὐδὲ σύ , κτήνη καλὰ ὡς οὐδὲ σύ . πρὸς ταῦτα ἴσως ἀρκεῖ
5240279 πιονα
σησάμοισιν ἢ ἡδύσμασι καὶ τοῖσιν ἄλλοισι τοῖσι τοιουτοτρόποισιν : καὶ πίονα ἔστω τὰ προσαγόμενα ὄψα , οὕτω γὰρ ἂν ἀπὸ
τοι ἐν Ἄργεΐ περ πολυπύρῳ ἢ βοὸς ἢ οἰὸς κατὰ πίονα μηρία καίων εὔχετο νοστῆσαι , σὺ δ ' ὑπέσχεο
5232313 χεασθαι
, χρώματα , φάρμακα , ἄνθη . κηρὸν τήξασθαι μίξασθαι χέασθαι , χρώματα κεράσαι κεράσασθαι μίξαι συμμίξασθαι συγχέαι συγχέασθαι ,
. χοὰς ] θυσίας . φθιτοῖς ] τοῖς νεκροῖς . χέασθαι ] ἤγουν ποιῆσαι . πρευμενῶς ] συμπαθῶς . αἰτοῦ
5227643 πλατανον
περὶ τὸ θεῖον ὀμνὺς ” νὴ τὸν ἀλεκτρυόνα καὶ τὴν πλάτανον “ καὶ ἄλλα τοιαῦτα , ὡς ἐν τοῖς Ἀπομνημονεύμασι
παραποτάμια ταῦθ ' ὁμοίως : ἐν μὲν γὰρ τῷ Ἀδρίᾳ πλάτανον οὔ φασιν εἶναι πλὴν περὶ τὸ Διομήδους ἱερόν :
5224986 στεφανοι
ὃν οἶσθα , θήγει μετὰ τῆς γλώττης τοὺς πόδας , στέφανοι δὲ αὐτῷ παρ ' ἐμοῦ μὲν ὁ τρίβων ,
δίσκος καὶ τράπεζα ἐφ ' ἧς προτίθενται τοῖς νικῶσιν οἱ στέφανοι . τὴν μὲν δὴ Ἱπποδαμείας λέγουσιν εἶναι παίγνιον :
5220963 χαλκα
μὲν καὶ ὁ ποιητικὸς ὑπὲρ αὐτῶν λόγος ὑμνεῖται , τὸ χαλκᾶ καὶ σιδηρᾶ δεῖν εἶναι τὰ τείχη μᾶλλον ἢ γήινα
κλήρων ὑπὸ τῶν κληρουμένων . ἔοικε δ ' εἶναι ταῦτα χαλκᾶ , ὡς ὑποσημαίνει Δημοσθένης ἐν τῷ περὶ τοῦ ὀνόματος
5220569 πυρον
. ὁ δ ' ὄνος γ ' ἔκαμνεν ἑσπέρης ἀλετρεύων πυρὸν φίλης Δήμητρος , ἡμέρης δ ' ὕλην κατῆγ '
καὶ σῖτος οὐ πολύς . Φέρει γὰρ καὶ ἡ χώρα πυρὸν μετρίως καὶ οἶνον πλείονα . Τῷ δὲ βασιλεῖ καὶ
5193142 Σιδονες
τῇ γενικῇ , οἷον ὡς παρὰ τῷ ποιητῇ Ψ ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις .
Αὐσόνος , Μυγδών Μυγδόνος , Σιδών Σιδόνος , Ψ ἐπεὶ Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν , εἰ δὲ βαρύνονται φυλάττουσι τὸ
5192504 σμιλακα
φησιν : ἑρπετὰ τῶν αἰεὶ τετρίφαται λοφιαί σμῖλον ] τὴν σμίλακα μάρψαις ] λάβῃς Οἰταίην δέ , τὴν οἴτου αἰτίαν
ἐκέλευεν ὁ ὄνειρος , ἔνθα ἂν τῆς Ἰθώμης εὕρῃ πεφυκυῖαν σμίλακα καὶ μυρσίνην , τὸ μέσον ὀρύξαντα αὐτῶν ἀνασῶσαι τὴν
5192174 ταριχη
οἶκόν τινα πάραλον , ἔνθα ἦν ἐμπόρων Ἰβηρικῶν φόρτος καὶ ταρίχη τὰ ἐκεῖθεν ἐν σκεύεσιν ἁδροῖς , εἶτα τὰς πλεκτάνας
τοὺϲ παχεῖϲ καὶ κολλώδειϲ χυμούϲ . τὰ δὲ παλαιὰ πάντα ταρίχη μοχθηρά . Περὶ γάρου . Γάροϲ δυνάμεώϲ ἐϲτιν ἱκανῶϲ
5189057 κανεον
ἰσοσυλλάβου γενικῆς κεκλιμένα , τῇ ὀρθῇ τῶν ἑνικῶν ὁμοτονεῖ , κάνεον κάνεα καὶ κανοῦν κανᾶ καὶ τείχεα χάλκεα : εἰ
ἐξημμένα τοῦ ἥπατος : τράπεζα , ὄνυξ , μάχαιρα , κάνεον . διὰ δὲ τοῦ νεύει δὲ χολῆς καὶ τῶν
5184789 ἐφορουν
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ὡς τιάρα , ὃν οἱ Μακεδονικοὶ βασιλεῖς ἐφόρουν λευκὸν αὐτῷ διάδημα περιειλοῦντες . κελέοντες : οἱ ἱστόποδες
ἤρευν , καὶ τὰ τοιαῦτα Αἰολικά εἰσιν , ἀπὸ τοῦ ἐφόρουν καὶ ἤρουν γινόμενα , τροπῇ τοῦ ό εἰς έ
5183577 Ποντικα
κώνου τὸ κάρυον , ὃ καλοῦσι στρόβιλον , ἢ τὰ Ποντικὰ ἢ τὰ Θάσια κάρυα , μάλιστα δ ' οἷς
' ἐνθένδε ἡμῖν ἀναχθείη ὁ Ἀρκάς , ἀνδράποδα μὲν γὰρ Ποντικὰ ἢ Λύδια ἢ ἐκ Φρυγῶν πρίαιτ ' ἂν κἀνταῦθά
5173065 χαλκια
κἂν ὁποῖα ᾖ , καλὸν δὲ στρώματα , καλὸν δὲ χαλκία , καλὸν δὲ τὰ ἀμφὶ τραπέζας , καλὸν δὲ
ἵνα μὲν τὸ ὕδωρ θερμαίνεται , θερμαντῆρες θερμαστρίς θέρμαυστρις , χαλκία θερμαντήρια , ἐσχαρίδες , λέβητες λεβητάρια ἰπνολεβήτια : ἐκπώματα
5172956 μεταλλα
] ὄντων . Αἰσχύλος δὲ ἐν Βασσάραις ἀργύρου φησὶν ἐκεῖ μέταλλα . ὁμοίως καὶ αὐτὸς ὁ Εὐριπίδης μικρὸν ὑποβὰς λέγει
πλεῖστον προσῆλθε , τριηκόσια . Εἶδον δὲ καὶ αὐτὸς τὰ μέταλλα ταῦτα , καὶ μακρῷ ἦν αὐτῶν θωμασιώτατα τὰ οἱ
5171943 κοτινον
ὀλυμπιάδι τῇ πρώτῃ μετὰ δέκα καὶ διακοσίας φαίνοιτο ἂν τὸν κότινον ὁ Ξενόδαμος εἰληφώς : αὕτη δὲ ἐν τοῖς Ἠλείων
Ὑπερβορέων : πείσας τὸν δῆμον τὸν τῶν Ὑπερβορέων δοῦναι τὸν κότινον : ὅστις δῆμος θεράπων ἦν τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ θρησκευτὴς
5171557 τραγοι
μὲν ὑπὲρ τῶν θηλειῶν ὡς ὑπὲρ ὡραίων γυναικῶν καὶ οἱ τράγοι πρὸς τράγους καὶ οἱ ταῦροι πρὸς ταύρους καὶ ὑπὲρ
, τοῦτο εἶπεν ὃ οἱ κριοὶ ποιοῦσι τὰς ὄϊς καὶ τράγοι τὰς αἶγας . Ὁρᾷς ὡς μετὰ τοῦτο τὸ ἔργον
5168736 χρυσοφρυν
ναῦς ἕως εἰς λιμένα : διὸ καὶ πομπίλον καλεῖσθαι , χρύσοφρυν ὄντα . καὶ Ἐρατοσθένης δ ' ἐν Ἑρμῇ φησιν
καλούμενος ἱερὸς ἰχθύς . Καλλίμαχος δ ' ἐν Γαλατείᾳ τὸν χρύσοφρυν : χρύσειον ἐν ὀφρύσιν ἱερὸν ἰχθύν , ἢ πέρκας
5151633 ἀργυρουν
' Ἀθηναίοις . εἰς τὸν καλαμίσκον : τὸν χαλκοῦν ἢ ἀργυροῦν , οἵους ἔχουσιν οἱ ἰατροί . Γ οὐδ '
. Ὅτι Βρέννος ὁ τῶν Γαλατῶν βασιλεὺς εἰς ναὸν ἐλθὼν ἀργυροῦν μὲν ἢ χρυσοῦν οὐδὲν εὗρεν ἀνάθημα , ἀγάλματα δὲ
5147383 χαλκεα
ἀγῶνι ἀντιβίην τινὰ θυμὸς ἐφορμήσει μενεαίνειν , οὐδ ' εἰ χάλκεα γυῖα καὶ ἄγναμπτον σθένος ἀνὴρ ἄντικρυ στεφάνοιο πόθῳ κομίσας
. . τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον μὲν ἔχε χρόα χάλκεα τεύχεα : οὕτως εἴωθε λέγειν ἄλλο τόσον , ἐπειδὰν
5147310 χοιρον
: ἀλλὰ τὸν Ὀδυσσέα ἀπὸ τῆς βλάβης ἤγουν τοῦ γενέσθαι χοῖρον σαώσει καὶ σώσει τὸ μῶλυ ἐφερμηνευτικῶς , ὅπερ ὑπάρχει
δὲ τετράμηνον , εἰς ἐκτροφὴν γεννηθέντων . καὶ ἑκάστην δὲ χοῖρον τίκτουσαν ἐν ἰδιάζοντι συφεῷ ἐμβλητέον , ὥστε μὴ μίγνυσθαι
5144183 κομιζουσι
ὤφειλεν , ἀποπέμπει . οἱ δὲ ἀφικόμενοι τά τε δῶρα κομίζουσι τῷ βασιλεῖ καὶ τὸν δασμὸν ἀπαγγέλλοντες αὐτῷ καὶ τὰ
τοῦ πνεύματος πέτονται , καὶ βραχεῖαν λίθον ἐν τοῖς ποσὶ κομίζουσι καὶ τοσαύτην ὅσην εὔφορον αὐταῖς πετομέναις εἶναι , καὶ
5137629 ναυμαχον
ἴκρι ' ἐπῴχετο μακρὰ βιβάσθων , νώμα δὲ ξυστὸν μέγα ναύμαχον ἐν παλάμῃσι κολλητὸν βλήτροισι δυωκαιεικοσίπηχυ . ὡς δ '
: παρέλαβον πόλιν , οὐ τὴν ἐπὶ τῶν προγόνων τὴν ναύμαχον , ἀλλὰ γραῦν σανδάλια ὑποδεδεμένην καὶ πτισάνην ῥοφῶσαν :
5130780 γλαυκην
πάθω ; ἄγ ' , ὦ γεραιαί , στείχετε , γλαυκὴν χλόην αὐτοῦ λιποῦσαι φυλλάδος καταστεφῆ , θεούς τε καὶ
, τοκεῦσι δὲ κῦδος ὀπάζει . καὶ τοῖς , οἳ γλαυκὴν δυσπέμφελον ἐργάζονται , εὔχονται δ ' Ἑκάτῃ καὶ ἐρικτύπῳ
5123126 ἀλφιτα
. ἀπὸ γὰρ τοῦδέ με τοῦ μισθαρίου τρίτον αὐτὸν ἔχειν ἄλφιτα δεῖ καὶ ξύλα κὤψον : σὺ δὲ σῦκά μ
Ὑπ . αἰϲχροκερδεῖν . . . ἀλφιτεῖϲ : οἱ τὰ ἄλφιτα ποιοῦντες . Ὑπ . . . , ; ;
5120413 περισκελιδας
ὡς πρὸς τὸ πᾶν σῶμα ἰσχνότητος . Μένανδρος δὲ καὶ περισκελίδας εἴρηκε φορεῖν τὰς κόρας . ἀσκωλιάζειν δὲ ἔλεγον τὸ
, πέζας περιπεζίδας περιπέζια , καὶ αἴγλην καὶ πέδην καὶ περισκελίδας : καὶ γὰρ τούτῳ τῷ ὀνόματι κέχρηται Μένανδρος καὶ
5116922 ληνου
' ἀναιρεῖσθαι , μηδ ' ἐκ πρασιᾶς μηδ ' ἐκ ληνοῦ μηδ ' ἐξ ἅλωνος : μὴ θημῶνος ὑφαιρεῖσθαι μέγα
δὲ τοῖς ψυχροτέροις πρὸς μεσημβρίαν : πόῤῥω δὲ ἔστω τῆς ληνοῦ , καὶ ἀπηλλάχθω πάσης δυσωδίας . τοὺς δὲ πίθους
5116386 ἀργυρια
ἀργυρολογεῖν , καὶ ἀργύριον τὸ νόμισμα : εἴρηται δὲ καὶ ἀργύρια ἐν Ἀριστοφάνους Νήσοις , ἀργυράγχη , ὡς Δημάδης σκώπτων
. ἐὰν δὲ τύχῃ Κρόνος καὶ Ζεὺς καὶ Σελήνη ὡροσκοποῦντες ἀργύρια λαβεῖν σημαίνει , καὶ εὑρεθήσεται : οἱ ἀγαθοποιοὶ ὡροσκοποῦντες
5112827 ὀπτησαντες
τῷ χυλῷ ἐγχρίομεν . ἄλλο . πυροὺς ἐπὶ διαπύρων σιδήρων ὀπτήσαντες σὺν οἴνῳ καταχρίομεν τὰ βλέφαρα . ἄλλο . χάλκανθον
ἔθυσαν , ἐκρέμασαν , ἀπέδειραν : καὶ τὰ μὲν κρέα ὀπτήσαντες καὶ ἑψήσαντες πλησίον ἔθηκαν ἐν τῷ λειμῶνι , ἐν
5111307 κομιζοντες
ἐπ ' ἔσχατα γῆς ἀφικνεῖσθαι . Ἧκόν τινες παρὰ σοῦ κομίζοντες ἐξωμίδα καινήν , ἣν ἔφασκον ποιῆσαί σε , ἵνα
οἱ πολιῆται , μετὰ δὲ νόμῳ χρεώμενοι ἱστᾶσι τοιῷδε : κομίζοντες ἐξ ὄρεος τῷ οὔνομά ἐστι Ὄρβηλος κατὰ γυναῖκα ἑκάστην
5107264 βαθρα
' ὧν ἀναβαίνουσιν ἐπὶ τὰ τείχη : βαθμούς : ἐνηλάτων βάθρα : περιφραστικῶς τὰ ἐνήλατα , ὅπου ἐπιβαίνομεν . ἢ
δὲ τῆσδε ποῖ περῶ ; Θεσπρωτὸν οὖδας . σεμνὰ Δωδώνης βάθρα ; ἔγνως . τί δὴ τόδ ' ἔρυμά μοι
5096930 ἐμποροι
σύμμετρα , παραπλήσια ταῖς ἰδέαις μεγάλοις σπόγγοις . ταῦτα συναγοράζοντες ἔμποροι καὶ μεταβαλλόμενοι κομίζουσιν εἴς τε Δικαιάρχειαν καὶ εἰς τἄλλα
ηὔξησε κατασκαφεῖσα ὑπὸ Ῥωμαίων Κόρινθος : ἐκεῖσε γὰρ μετεχώρησαν οἱ ἔμποροι , καὶ τῆς ἀτελείας τοῦ ἱεροῦ προκαλουμένης αὐτοὺς καὶ
5092848 πηγανιον
τοῦ καρποῦ , νῆριν τε πρὸς τούτοις τὴν βοτάνην καὶ πηγάνιον ἐπιβαλών , θύμβρης τε ὁμοίως κλῶνας , ἀλλ '
πλεῖστον , καὶ ὄξους ἐσκευασμένου . βλάπτεσθαι δέ φησι τὸ πηγάνιον ὑπὸ τῆς κάμπης . ἄλλως : ξύρησον , φησί
5079527 ἐλαιαι
ἐφ ' ᾧ ἦν ἄρτος , κρέας , τυρός , ἐλαῖαι , ἰσχάδες : καί φησιν ἔσθιε . καλῶς ληφθεὶς
ἐλαίου θερμοῦ ὄντος τοῦ ἡλίου . εἰ δὲ μὴ ὦσιν ἐλαῖαι , ἁπαλοὺς κλάδους τῆς ἐλαίας κόψας , τὸ αὐτὸ
5076730 σκαφειον
πρόσταγμα τοῦ βασιλέως , καὶ ἅμα ταῦτα λέγων ἀνέτεινε τὸ σκαφεῖον καὶ πατάξας τὴν κεφαλὴν ἀπέκτεινε τὸν Ῥέμον . [
. παρὰ τὴν ἄμην δὲ εἴρηται : ἄμη γάρ ἐστι σκαφεῖον πλατύ . βούλεται δὲ εἰπεῖν ὅτι διαστέλλοντες τὸν κάχληκα
5072794 Παφλαγονες
στιγματίας παρέχουσιν . τὰς δὲ Διὸς βαλάνους καὶ ἀμύγδαλα σιγαλόεντα Παφλαγόνες παρέχουσι : τὰ γάρ τ ' ἀναθήματα δαιτός .
φύσις . Τὴν δὲ Βιθυνίαν ἀπὸ μὲν τῆς ἀνατολῆς ὁρίζουσι Παφλαγόνες τε καὶ Μαριανδυνοὶ καὶ τῶν Ἐπικτήτων τινές , ἀπὸ
5069019 καρκινοι
θάλατταν : καὶ οἱ κάραβοι καὶ οἱ ἀστακοὶ καὶ οἱ καρκίνοι καὶ τἆλλα τὰ τοιαῦτα , ὥστε μὴ μεγάλης ἄγαν
τὴν παχυτάτην ὓλην . ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι , καὶ εἰ δριμύτερόν τι τύχῃ ,
5064307 Φρυγες
καὶ Κᾶρες , Πισίδαι δὲ καὶ Μυσοὶ καὶ Χάλυβες καὶ Φρύγες καὶ Μιλύαι ἐν τῇ μεσογαίᾳ , διαιτῶν ταῦτα ὁ
ἐστρατεύοντο Ἕλληνές τε καὶ Κᾶρες καὶ Λύκιοι καὶ Πάμφυλοι καὶ Φρύγες . ἡ γὰρ τοῦ αὐτοῦ συνδέσμου θέσις ἐμφαίνει τι
5063264 στεφονται
, τριακοσίους σταδίους ἀλλήλων ἀπέχουσαι . ἀναδοῦνται . ἀναπλέκονται , στέφονται . ὅτου . τοῦ Ἀδειμάντου δηλονότι . ἐξέκλινε δὲ
παρὰ Ῥωμαίοις ἐξ ἔθους ἐλινύουσιν ἔργων ἵπποι καὶ ὀρεῖς καὶ στέφονται τὰς κεφαλὰς ἄνθεσι . πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα τεμένη
5061643 Ἀμπελου
καὶ γλίσχρων χυμῶν τμητικώτερον ἐκφρακτικώτερόν τε τῶν ἐμπεφραγμένων ὀργάνων . Ἀμπέλου ἀγρίας οἱ βότρυες ῥυπτικῆς εἰσι δυνάμεως , ἔχουσι δέ
' ἑψηθείη , γίνεται δυνάμεως θερμῆς καὶ ξηρᾶς ἱκανῶς . Ἀμπέλου λευκῆς , ἣν δὴ καὶ βρυωνίαν καλοῦσιν , οἱ
5060602 δαφνην
τρίψας μετ ' ὄξους δίδου πίνειν νήστει . ἄλλο . δάφνην μασησάμενος νῆστις τὸν χυλὸν καταπινέτω . καὶ τὸ μάσημα
ἄκραν ὑψηλήν , δασεῖαν δὲ σφόδρα καὶ ἔχειν δρῦν καὶ δάφνην πολλὴν καὶ μυρρίνους . λέγειν δὲ τοὺς ἐγχωρίους ὡς
5060081 νηον
τεύχεα σύλησας οἴσω προτὶ Ἴλιον ἱρήν , καὶ κρεμόω προτὶ νηὸν Ἀπόλλωνος ἑκάτοιο , τὸν δὲ νέκυν ἐπὶ νῆας ἐϋσσέλμους
ὅσσον ἀγειρομένων διὰ κάλλεα παρθενικάων . Ἡ δὲ θεῆς ἀνὰ νηὸν ἐπῴχετο παρθένος Ἡρὼ μαρμαρυγὴν χαρίεσσαν ἀπαστράπτουσα προσώπου οἷά τε
5056518 ἐκοσμουν
μέρος ἡ Ταρκυνιητῶν δύναμις ἦν : ἡγεμόνες δ ' αὐτὴν ἐκόσμουν οἱ Ταρκυνίου τοῦ βασιλέως παῖδες . Μελλόντων δ '
ὡς θνητῷ μνῆμα κατεσκεύαζον καὶ ἀθανατίζειν τὴν φύσιν βουλόμενος ἐπιταφίοις ἐκόσμουν τιμαῖς . τί μ ' ἀνέμνασας κείνων κυλίκων ;
5051248 ὀρειοι
πεζομαχίαν ἁρμόττοιντο ἂν καὶ ὅπλισιν ἢ κουφοτέραν , ὡς οἱ ὄρειοι , ἢ βαρυτέραν , ὡς ἐν γεωλόφοις οἰκοῦντες πεδίοις
ἐν τῷ Παρνασσῷ δίαιτα καὶ ἡ ἐπίπονος εὐνὴ καὶ τροφαὶ ὄρειοι καὶ ἔργα οὐκ ἀπῳδὰ τοῦ ὀνόματος ὅσα ἢ λῃστὰς
5049201 πεμπουσι
Λακεδαιμόνιοι δέ , ὥς σφι αἰεὶ τὠυτὸ πρόφαντον ἐγίνετο , πέμπουσι Ἀγχιμόλιον τὸν Ἀστέρος , ἐόντα τῶν ἀστῶν ἄνδρα δόκιμον
γὰρ ὕπατοι ταχεῖαν αὐτοῦ τὴν παρουσίαν ἐπὶ τὴν πόλιν προορώμενοι πέμπουσι γράμματα καθ ' ἑτέρας ὁδοὺς πρὸς τοὺς ἐπὶ τοῦ
5046579 σανδαλια
ξηροὺς καὶ ἰσχάδων βῖκον ἐκ Καρίας καὶ ὕστερον ἐκ Πατάρων σανδάλια ἐπίχρυσα , ὦ ἀχάριστε : καὶ τυρόν ποτε μέμνημαι
λέγω δὲ σπυρίδα , πίνακα , μάππαν , φανόν , σανδάλια , καὶ εἴ τι ἕτερόν μοι λέληθεν εἰπεῖν σοι
5044830 Ἰσιδος
: ἢ γὰρ τὸν οὐρανὸν προσαράξειν ἢ τὰ κρυπτὰ τῆς Ἴσιδος ἐκφανεῖν ἢ τὸ ἐν Ἀβύδῳ ἀπόρρητον δείξειν ἢ στήσειν
ζῴοις ὅμοιον : εἶτ ' ἄλλο ὄρος ἱερὸν ἔχον τῆς Ἴσιδος , Σεσώστριος ἀφίδρυμα : εἶτα νῆσος ἐλαίᾳ κατάφυτος ἐπικλυζομένη
5039514 Μενδητα
. ὁδὲ Πὰν τραγοπρόσωπός ἐστι . σέβονται οὖν οὕτω τὸν Μένδητα τοῦτον , ἤτοι τὸν Πᾶνα , ὥστε μήδε γεύεσθαι
διὰ τὸ κατωφερῆ εἶναι τὸν τράγον , ὃν καλοῦσιν Αἰγύπτιοι Μένδητα . Ἡ δὲ περὶ τὸν Πρίαπόν ἐστιν αὕτη .
5026883 Κυρηναιοι
βασιλέως κυριεύσαντος πάσης Αἰγύπτου , πρὸς τοῦτον οἱ Λίβυες καὶ Κυρηναῖοι , συνεστρατευκότες τοῖς Αἰγυπτίοις , ἀπέστειλαν δῶρα , καὶ
, Φάντων Σικυώνιοι Πολιάδης , Δήμων , Στράτιος , Σωσθένης Κυρηναῖοι Πρῶρος , Μελάνιππος , Ἀριστάγγελος , Θεόδωρος Κυζικηνοὶ Πυθόδωρος
5024158 λινα
καί τις ἐκ τούτου κατ ' αὐτῶν ἐπινενόηται τρόπος : λίνα τις ποταμοῦ πλησίον ἢ λίμνης ἐπιτηδείῳ στήσας χωρίῳ καὶ
ἐπίστασθαί σε ὧδε ἔχει . Ὅσα πέπλεκται , οὐ μόνον λίνα καὶ δίκτυα καὶ νεφέλαι ἀλλὰ καὶ κανᾶ καὶ σπυρίδες
5022963 ταμον
ἔκοψαν , ὑπ ' εἰρεσίῃς δὲ θοῇσι πλεῖον ἐπειγόμενοι ποταμοῦ τάμον οὔτι κατευθύ πόντον ἐπ ' ἰχθυόεντα διὰ στόμα Φάσιδος
τιμῆς βασιληΐδος ἥμισυ πάσης : καὶ μέν οἱ Λύκιοι τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης , ὄφρα νέμοιτο
5022769 χλοην
τοῦ αἵματος . Χλοῦνιν λέγει τὴν ἀκμαίαν ἀποκοπὴν παρὰ τὴν χλόην : ἢ ἐπεὶ χλούνης ὁ σῦς , οἱ κάπροι
παμμεγέθη δύο , ἐν λοπάδι μεγάλῃ ταῦτα , λιτῶς προσάγω χλόην , κύμινον , ἅλας , ὕδωρ , ἔλαιον .
5020441 ποτηρια
ἡ μί ' ἐστὶ χιλίων ποτηρίων . ΚΥΜΒΙΑ τὰ κοῖλα ποτήρια καὶ μικρὰ Σιμάριστος . Δωρόθεος δέ : γένος ποτηρίων
ἐφεξῆς στρώματ ' , ἀργυρώματα , θηρίκλειοι καὶ τορευτὰ πολυτελῆ ποτήρια ἕτερα . Ἀριστοφῶν δ ' ἐν Φιλωνίδῃ : τοιγαροῦν
5016653 θυμιαματα
τὸ δεύτερον ἀνακομίσαντες τὴν κλίνην τιθέασιν , ἀρώματά τε καὶ θυμιάματα πάντα ὅσα γῆ φέρει , εἴ τέ τινες καρποὶ
θεῷ : Ἰαὴλ αἰώνιε βασιλεῦ , κέλευσον δοθῆναι τῷ Ἀδὰμ θυμιάματα εὐωδίας ἐκ τοῦ παραδείσου . καὶ ἐκέλευσεν ὁ θεὸς
5014326 ἱεροφαντην
τι λέγειν παράδοξον , ἔτι μυούμενος ἄνθρωπος αὐτὸν τελούμενον τὸν ἱεροφάντην διόρθωται , καὶ τὰ τοιαῦτα . Νόμος τὸν ἀλλοτρίῳ
ἰδοὺ καὶ ἐνθάδε . ἐκεῖ ἱεροφάντης : καὶ ἐγὼ ποιήσω ἱεροφάντην . ἐκεῖ κήρυξ : κἀγὼ κήρυκα καταστήσω . ἐκεῖ
5009468 στρωματ
γυναῖκές μοι . πολύς τις ἔρχεται ὄχλος ὡς ἔοικε . στρώματ ' ἀδιήγηθ ' ὅσα φέρεις . τί δ '
Παθυμίας ὁ Αἰγύπτιος . ὡς ἐγὼ σκιρτῶ πάλαι ὅπου ῥοδόπνοα στρώματ ' ἔστι , [ καὶ ] λούμενος μύροις ψακαστοῖς
5007275 βουν
τὰν παρεοῖσαν ἄμελγε : κατὰ τὴν παροιμίαν : τὸν θέλοντα βοῦν ἔλαυνε , ἤγουν τὴν ἀγαπῶσαν φίλει . κιχλίζοντι :
ἔφην ἐγώ . βοῦν δ ' εὐρυμέτωπον ; οὐ θύω βοῦν , ἄθλιε . μῆλα θυσιάζεις ἆρα ; μὰ Δί
5005912 ὀρειον
οὐδὲ γεωργοῦμεν εἴσω τείχους μείζονα χῶρον ἢ κατοικοῦμεν , οὐδὲ ὄρειον τὸ κάλλος τῆς πόλεως καὶ διεσπασμένον , ἀλλ '
: ἐπὶ τῶν τοὺς ὅρους καὶ τὸ μέτρον ὑπερβαινόντων : ὄρειον γὰρ ὄρος ἐστὶ , εἰς ὃ οἱ ὅροι τῶν
5005451 νομισματα
. Σελήνη ἐν ὁρίοις Ἑρμοῦ , γραμματεῖα , βίβλοι , νομίσματα , τόμοι ἢ χρήσιμόν τι τοῖς ὁδοιποροῦσιν ἐκλάπη .
θέρμους ͵αςϘϚʹ , κεράτια ͵βφϘβʹ , χαλκοῦς δὲ ͵ϚϠιβʹ , νομίσματα ρηʹ . Ἡ λίτρα ἔχει # ιβʹ , δραχμὰς
5005404 ἱμαντα
οὐκ εἴρηκά σοι πρὸς τὴν θύραν μὴ προσιέναι ; τὸν ἱμάντα δός , γραῦ . μηδαμῶς , ἀλλ ' ἄφες
“ μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει ” καὶ “ παρὰ κληῖδος ἱμάντα . ” καὶ κληῖδες αἱ θύραι , παρὰ τὸ
4999173 μυρα
ἐπὶ κυπρίνου καὶ ἀμαρακίνου . δύναμιν δὲ τὰ μὲν ἁπλᾶ μύρα τὴν τῶν ἐμβαλλομένων ἐν αὐτοῖϲ εἰδῶν , ἢ ἐξ
ὅσων χαρίτων πλῆρες . ᾠδαὶ σκώμματα πότος εἰς ἀλεκτρυόνων ᾠδὰς μύρα στέφανοι τραγήματα . ὑπόσκιός τισι δάφναις ἦν ἡ κατάκλισις
4998340 καρυα
οἴνῳ γλυκεῖ πότιζε . Ἄλλο . πηγάνου φύλλα κ , κάρυα βασιλικὰ β , ἁλὸς χόνδρον α , ἰσχάδας β
καρπὸς τῆς περσέας κάρυα ] πάντα τὰ κελύφη τῶν ἀκροδρύων κάρυα λέγεται βλάβος ] βλάβην ἐρύξει ] κωλύσει Περσεὺς ἥν
4996302 ἱδρυσαμενοι
οὐκ ἐνθένδε ἐποιήσαντο , πόλιν δὲ τῷ λόγῳ κτίσαντες καὶ ἱδρυσάμενοι πρότερον ἣν ἐνόμιζον οἰκειοτάτην καὶ πρεπωδεστάτην εἶναι τῇ κτισθείσῃ
θεῶν ὁρῶντες σαφῶς τιμῶμεν , τῶν δ ' εἰκόνας ἀγάλματα ἱδρυσάμενοι , οὓς ἡμῖν ἀγάλλουσι καίπερ ἀψύχους ὄντας , ἐκείνους
4991422 περιβολαια
. . . . . , : ὀθόναι : τὰ περιβόλαια , παρὰ τὸ ἕσασθαι , ἐσθόναι τινὲς οὖσαι .
αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα περιβόλαια καλοῦσι βαίτας , Ἀττικοὶ δὲ σισύρας . τὰν βαίταν
4990415 ἐκομιζον
καὶ εὐτελές : εἰς τὴν μεσόγειαν γὰρ ἀναβαίνοντες οἱ ἔμποροι ἐκόμιζον ἅλας , ἀνθ ' ὧν τοὺς οἰκέτας ἐλάμβανον :
ἀπῆγον μετὰ τιμῆς ὅτι πλείστης φιλοφρόνως ὑποδεξάμενοι : στολὰς δὲ ἐκόμιζον πρεπούσας ἀνδρὶ τοιούτῳ καὶ θεραπεύειν τὸ σῶμα τοῦ νέου
4989715 ἐπιτιθεασιν
. ἐπιθῶμεν αὐτῷ τὸν γούργαθον . “ καὶ πάντες περιστάντες ἐπιτιθέασιν αὐτῷ τὸν γούργαθον . ὁ δὲ ἐξήρχετο ὡς ἄτλαστον
βοτάνη παρόμοιος ὀριγάνῳ , ἧς τὰ ἄκρα δρεψάμενοι Θρᾷκες , ἐπιτιθέασιν πυρὶ μετὰ τὸν κόρον τῆς δημητριακῆς τροφῆς , καὶ

Back