, ἐξὸν τοσουτουὶ δύ ' ἀγάλματ ' ἀγοράσαι ; τὸ κυλικεῖον ὁ πρῶτος εὑρὼν πολυτελὲς τμητὸν μέγα γλαύκου πρόσωπον ,
Πτολεμαίῳ , ἐστεφάνωτο διαδήματι χρυσῷ . Παρέκειντο δὲ πᾶσι τούτοις κυλικεῖον μεστὸν χρυσωμάτων , κρατήρ τε χρυσοῦς , μετρητῶν πέντε
7858726 φρατριος
καθ ' ἕκαστον φράτορες . καὶ ὄις φρατήρ , καὶ φράτριος αἲξ ἡ θυομένη τοῖς φράτορσιν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ
τὸ κυλικεῖον ἐνεγράφην : Ζεὺς ἔστι μοι ἑρκεῖος , ἔστι φράτριος , τὰ τέλη τελῶ . Ἄνθρωπος εἶ δηλονότι καὶ
5802793 χρυσεια
αὐτίκ ' ἔπειθ ' ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα ἀμβρόσια χρύσεια , τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ ' ὑγρὴν ἠδ
οἱ ἐκπεσόντες τῆς οἰκείας Λυδῶν τὰ περὶ Θρᾴκην καὶ Στρύμονα χρύσεια κατέσχον μέταλλα σύν τισιν Ἰώνων καὶ ἐσπούδασαν περὶ τὸν
5697554 ἑρκειος
: Ζεὺς δ ' ἡμῖν πατρῷος μὲν οὐ καλεῖται , ἕρκειος δὲ καὶ φράτριος , καὶ Ἀθηναία φρατρία . Ἀλλ
καὶ βωμοὶ Διὸς ἑρκείου καὶ Ἀπόλλωνος πατρῴου εἰσίν . “ ἕρκειος Ζεὺς , ᾧ βωμὸς ἐντὸς ἕρκους ἐν τῇ αὐλῇ
5494384 ΛΞΓΜΝΟ
ΛΞΓΜΝΟ πρὸς τὰ ΠΕΦΡΣΤ , ΡΦΖΣΤΥ πρίσματα , οὕτως τὸ ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα . ὡς δὲ τὸ
ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα . ὡς δὲ τὸ ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα , οὕτως ἐδείχθη ἡ
5470979 δημοτικα
συμβουλὴν , τὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως , καὶ ἄλλα ὅσα δημοτικά . εἶτα τὴν πολιτείαν αὐτοῦ , καὶ τὸ μικρὸν
ὧν ἐδίδασκε τὰ δράματα αὐτοῦ , διὰ μὲν Φιλωνίδου τὰ δημοτικά , διὰ δὲ Καλλιστράτου τὰ ἰδιωτικά . ἡμᾶς ]
5462046 ἀρχοντικον
καὶ [ τῶ ] δυναμικῶ μέρεος τὸ μέν τι ἐστὶν ἀρχοντικόν , τὸ δὲ προμαχατικόν , τὸ δὲ λοιπὸν καὶ
βλαβήσονται οἱ τούτου ἀδελφοὶ καὶ γάμῳ συνελεύσεται πρός τι πρόσωπον ἀρχοντικόν . Εἶτα ἐπιμερίζει ὁ Ἥλιος ἐν τῇ φαρταρίᾳ τῆς
5408409 Ἀρεθουσιου
. Περίστοιχοι : Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Νικόστρατον περὶ τῶν Ἀρεθουσίου ἀνδραπόδων ” φυτευτήρια ἐλαῶν περιστοίχων κατέκλασεν . “ Δίδυμος
μὲν ταῦτα ἀπέγραψα . ἀπογράψας δὲ ἐὰν ἀποδείξω τὰ ἀνδράποδα Ἀρεθουσίου ὄντα , οὗπερ ἐπέγραπτο εἶναι , τὰ μὲν τρία
5406381 τριπους
περιῆν προσυβρίσθαι καὶ γεγονέναι καταγελάστους : τοῖς δὲ νικήσασιν ὁ τρίπους ὑπῆρχεν , οὐκ ἀνάθημα τῆς νίκης , ὡς Δημήτριός
, διηγησαμένας τὰ καθ ' ἑαυτάς . καὶ ἀπεστάλη ὁ τρίπους : καὶ ὁ Βίας ἰδὼν ἔφη τὸν Ἀπόλλω σοφὸν
5400649 νεωτατος
ἀντιγράφοις ἦν φέρεται καὶ κοινὴ ἀνάγνωσις ἦν : . † νεώτατος δ ' ἦν Πριαμιδῶν : ὅπερ , τὸ εἶναί
: ἦν ἀντὶ τοῦ ἤμην φησίν . ἔστιν Ἀττικόν : νεώτατος δ ' ἦν : ἀντὶ τοῦ ἤμην φησίν .
5374787 ἐνεγραφην
συγγενεῖς καὶ φράτερας καὶ δημότας εὑρὼν μόλις εἰς τὸ κυλικεῖον ἐνεγράφην : Ζεὺς ἔστι μοι ἑρκεῖος , ἔστι φρατέριος ,
λέγειν ; ἀλλ ' Εὐβουλίδης αὐτὸς οὑτοσί , ἡνίκ ' ἐνεγράφην ἐγὼ καὶ ὀμόσαντες οἱ δημόται δικαίως πάντες περὶ ἐμοῦ
5276830 Τριτος
τὸ λόγῳ τροφῆς φερόμενον , καὶ ποιεῖ τοὺς ἱδρῶτας . Τρίτος τρόπος ποιητικοῦ αἰτίου τῶν ἱδρώτων ἐστὶν ὁ ἀπὸ τῶν
ἦν γενόμενον μέρος τοῦ Β τὸ Γ ὥσπερ νῦν . Τρίτος τρόπος . τὸ Α οὐδενὶ τῷ Β ἐξ ἀνάγκης
5232750 ἀργυρα
ᾗ ταῦτα γέγραπται : βατιάκαι ἀργυραῖ κατάχρυσοι τρεῖς . κόνδυα ἀργυρᾶ ροϚʹ : τούτων ἐπίχρυσα λγʹ . τισιγίτης ἀργυροῦς εἷς
. εἰ δὲ Ἑρμῆς νοταρίους ἢ βιβλία καὶ γράμματα ἢ ἀργυρᾶ [ καὶ ] νομίσματα ἢ ποικίλματα καὶ ζωγραφίας .
5193662 ἐλεγεια
ἐπιγράμματα καὶ παιᾶνας καὶ ὕμνους καὶ σκολιὰ καὶ ἐγκώμια καὶ ἐλεγεῖα , καὶ καταλογάδην τὸν Πρεσβευτικὸν λεγόμενον , ὃν νόθον
Κορίνθῳ , στήλην ἐπὶ τοῖσδε ἑστάναι τὴν αὐτὴν σημαίνει τὰ ἐλεγεῖα , τοῖς μὲν ἐν Εὐβοίᾳ τε καὶ Χίῳ τελευτήσασι
5188932 ἠον
, καὶ ὡς Ἰακώτερον μὲν τὸ ἔον , τὸ δὲ ἦον κοινόν , ὅθεν τὸ ἦες καὶ ἦε . τὸ
τὸ δὲ ἐών ἤγουν ὑπάρχων κοινῶς μὲν δοκεῖ ἀπὸ τοῦ ἦον δευτέρου ἀορίστου γενέσθαι , διὸ καὶ ἀναλόγως ὀξυτονεῖσθαι ]
5173039 Ὀλυμπια
οὐδὲ δεῖ περιμεῖναι τετραετίαν ἄλλην , ἵν ' ἔλθῃ ἄλλα Ὀλύμπια , ἀλλ ' εὐθὺς ἀναλαβόντι καὶ ἀνακτησαμένῳ ἑαυτὸν καὶ
μὲν ἀθλητὴν ἀγούσῃ πρὸς τὴν πανήγυριν , ἀδελφοὺς δὲ νενικηκότας Ὀλύμπια κεκτημένῃ ; τοιοῦτον οὐδὲν εἶπεν ἐκείνη , πᾶν μὲν
5116522 παλατιον
ἁλάτιον : ἀκάτιον : γονάτιον : δωμάτιον : κεράτιον : παλάτιον . Τὰ διὰ τοῦ οντιον ὑποκοριστικὰ μονογενῆ διὰ τοῦ
οὐδὲ κεραυνός , ὅπου συκῆ . ἀλλὰ καὶ δάφνη τὸ παλάτιον ὠνομάσθη , ἀπὸ τῆς ἐπικλήσεως δάφνης τῆς ἐν Ῥώμῃ
5108533 ἀρχαιοτερα
αὐτῷ Γῆς , τέφρας καὶ οὗτος : τὰ δὲ ἔτι ἀρχαιότερα καὶ μαντεῖον τῆς Γῆς αὐτόθι εἶναι λέγουσιν . ἐπὶ
λοιπῶν προφητῶν , ὥστε τὰ καθ ' ἡμᾶς τοὺς θεοσεβεῖς ἀρχαιότερα γράμματα τυγχάνει , οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἀληθέστερα πάντων
5096447 θυμιατηρια
καρχήσια , σταθμὸν ἔχοντα τριάκοντα ταλάντων . ἦσαν δὲ καὶ θυμιατήρια τὸν μὲν ἀριθμὸν ἴσα , τὸν δὲ σταθμὸν ἑκάτερον
. πεπαρῴνηκεν Ἀττικοί , παροίνικεν Ἕλληνες . πομπεῖα Ἀττικοὶ τὰ θυμιατήρια καὶ τὰς χέρνιβας , ὡς Θουκυδίδης . ῥαΐσας Ἀττικοί
5082689 Θαρυβις
δὲ Σευάλκης ἄναξ , ἢ Λίλαιος εὐπάτωρ , Μέμφις , Θάρυβις , καὶ Μασίστρας , Ἀρτεμβάρης τ ' ἠδ '
ἱεροῦ Τμώλου πελάτης ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι , Μάρδων , Θάρυβις , λόγχης ἄκμονες , καὶ ἀκοντισταὶ Μυσοί : Βαβυλὼν
5059836 χρυσα
, καὶ ὅτι ἐκαλεῖτό ποτε καὶ Χρυσῆ νῆσος διὰ τὰ χρυσᾶ μέταλλα , ὧν καὶ Ἡρόδοτος μέμνηται . . .
καὶ τὰ ἐν Δελφοῖς δὲ ἀναθήματα τὰ ἀργυρᾶ καὶ τὰ χρυσᾶ ὑπὸ πρώτου Γύγου τοῦ Λυδῶν βασιλέως ἀνετέθη : καὶ
5050575 τραγελαφος
χρόνου , καθ ' ὃν ἦν ἢ ἔσται , οἷον τραγέλαφος ἦν χθὲς ἢ πέρυσιν ἢ ἔσται αὔριον ἢ εἰς
ἔστιν αὐτὸ χωρὶς εἰπεῖν . οὐ γὰρ ἐπειδὴ λέγωμεν ὁ τραγέλαφος δοξαστόν ἐστιν , ἤδη δυνάμεθα εἰπεῖν ὅτι τὸ μὴ
5022754 ἀναθηματα
καὶ ἀμύγδαλα σιγαλόεντα Παφλαγόνες παρέχουσι : τὰ γάρ τ ' ἀναθήματα δαιτός . Φοινίκη καρπὸν φοίνικος καὶ σεμίδαλιν : Καρχηδὼν
εἴη , ἀπέπεμψε ἀσινέα ἐς Κυρήνην . Ἀνέθηκε δὲ καὶ ἀναθήματα ὁ Ἄμασις ἐς τὴν Ἑλλάδα , τοῦτο μὲν ἐς
5020727 κοτταβος
ἐγὼ ' τετάγμην , ἆθλα κοττάβων διδούς . ἐκαλεῖτο δὲ κότταβος καὶ τὸ ἄγγος εἰς ὃ ἔβαλλον τὰς λατάγας .
ὑβρισμοὺς οὐκ ἐναισίους ἐμοί : ἦν μὲν γὰρ αὐτῷ † κότταβος ἀεὶ † τοὐμὸν κάρα , τοῦ δ ' ἀγκυλητοῦ
5012010 ἐκπωματα
δ ' Ἀττικὸς ἐκ μικρῶν ἐπιδέξια , ὁ δὲ Θετταλικὸς ἐκπώματα προπίνει ὅτῳ ἂν βούλωνται μεγάλα . Λακεδαιμόνιοι δὲ τὴν
, πολὺ μᾶλλόν με τῆς θυγατρὸς μνηστῆρα λήψεται ἢ ἐὰν ἐκπώματα πολλά μοι ἐπιδεικνύῃ . Ἦ μήν , ἔφη ὁ
5004445 ληξιαρχικον
ἐπικλήρου : ὥσπερ καὶ ἡμῶν ἕκαστος . . . . ληξιαρχικὸν γραμματεῖον : Αἰσχίνης ἐν τῷ Κατὰ Τιμάρχου , εἰς
. ἤγουν ἐπειδὰν γένηται ἐννόμου ἡλικίας . ὁ εἰς τὸ ληξιαρχικὸν γραμματεῖον ἐγγραφεὶς ἤδη τὰ πατρῷα παρελάμβανεν . ἡ δὲ
5003595 ΡΦΖΣΤΥ
ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα . ὡς δὲ τὸ ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα , οὕτως ἐδείχθη ἡ ΛΞΓ βάσις πρὸς τὴν
, ΡΦΖΣΤΥ πρίσματα , οὕτως τὸ ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ ΡΦΖΣΤΥ πρίσμα . ὡς δὲ τὸ ΛΞΓΜΝΟ πρίσμα πρὸς τὸ
4995933 γραμματεια
, κἂν μὴ ποιῇς , καὶ πρὸς ἅπαντας λέγειν καὶ γραμματεῖα ὑποδεικνύναι ὑπὸ γυναικῶν δῆθεν γραφέντα . καλὸς γὰρ εἶναι
ποικίλα , εὔμορφα δηλοῦται . Σελήνη ἐν ὁρίοις Ἑρμοῦ , γραμματεῖα , βίβλοι , νομίσματα , τόμοι ἢ χρήσιμόν τι
4979123 Ἀτρομητος
Ἐθνῶν ὀνομασίαις φησὶν ἔθνος τι καλεῖσθαι Σπαρτούς , καὶ ὁμοίως Ἀτρόμητος . Φερεκύδης δὲ ἐν τῇ εʹ οὕτω φησίν :
ἀλλοτρίων , ἀλλὰ παρὰ τοῦ πάντων οἰκειοτάτου ταῦτα ἐπυνθανόμην . Ἀτρόμητος γὰρ ὁ πατὴρ ὁ ἡμέτερος , ὃν σὺ λοιδορεῖς
4968196 Πασιων
οὖν ὑμῖν ἀναγνώσεται τὰς συνθήκας , καθ ' ἃς ἐμίσθωσε Πασίων τὴν τράπεζαν τούτῳ καὶ τὸ ἀσπιδοπηγεῖον . καί μοι
ὑμῶν , λαβέ μοι ταυτασὶ τὰς μαρτυρίας , ὡς ἐγένετο Πασίων Ἀρχεστράτου . Εἶτα τὸν σῴσαντα μὲν ἐξ ἀρχῆς τὰ
4932786 Ἀμισιος
πόλις διέχουσα Σινώπης σταδίους ἐννακοσίους . Ἀμισηνός : λέγεται καὶ Ἀμίσιος . . . ἀμήστρατος : πόλις Σικελίας . τὸ
. . [ τὸ ἐθνικὸν ] Ἀμισηνός : λέγεται καὶ Ἀμίσιος , ὣς Φίλων ἐν τῷ Περὶ πόλεων . Τίος
4926542 διδῳς
, φάρμακον διδόναι : ἢν γὰρ αὐτίκα ἀρχομένου τοῦ πυρετοῦ διδῷς , ἐπὴν καθαρθῇ , ἐπανέλαβε πυρετὸς , καὶ αὖθις
δύναμίν τε καὶ φύσιν τὴν ἑωυτέου : ἢν γάρ τινι διδῷς ἀνθρώπῳ φάρμακον ὅ τι φλέγμα ἄγει , ἐμέεταί σοι
4914842 ἐκλεξας
μὴ δὴ ταῦθ ' ὑμῖν τῶν ἐκ τοῦ νόμου ῥημάτων ἐκλέξας λεγέτω , ἃ φιλανθρωπότατ ' ἐστὶν ἀκοῦσαι : ἀλλ
, ὅμως δ ' ὡς ἄν τις ἔχοι τῶν γνωριμωτάτων ἐκλέξας εἰπεῖν ῥᾳθυμία παραλιπεῖν . κοινῇ μὲν οὖν πάντες ποιηταὶ
4914786 Ἀνδρι
διαχωρήματα λεπτά : ἐς ὀφθαλμὸν δεξιὸν , περὶ ὀγδόην . Ἀνδρὶ ταὐτὰ , πλὴν ἑβδόμῃ ἐκρίθη : ὑπόσπληνος , ἐς
ἐπιφανείας . ἐντεῦθεν ἡ παροιμία τὸ κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι . Ἀνδρὶ πεινῶντι κλέπτειν ἔστ ' ἀναγκαίως ἔχον : ἐπὶ τῶν
4912552 ἀριστεια
ἐν δὲ τοῖς δευτέροις καὶ πρὸς τὸν βασιλέα προκινδυνεύσασα τὰ ἀριστεῖα ἠνέγκατο : τὰ δ ' αὖ τελευταῖα αὐτῆς ἐστιν
, τῶν ἀδελφῶν τῆς Ἀλθαίας , καὶ ἀδοξούντων εἰ τὰ ἀριστεῖα γυνὴ λήψεται , τὸ δέρας ἐξ Ἀταλάντης ἀφείλοντο ,
4912353 Ἰουδαιος
ἂν ἦλθε φοβούμενος , μὴ τοξεύσας αὐτὸν ἀποκτείνηι Μοσόλλαμος ὁ Ἰουδαῖος . ἀλλὰ τῶν μὲν Ἑκαταίου μαρτυριῶν ἅλις : τοῖς
οὕτως εἰ δοκεῖ . κἀκεῖνος τοίνυν τὸ μὲν γένος ἦν Ἰουδαῖος ἐκ τῆς Κοίλης Συρίας , οὗτοι δ ' εἰσὶν
4909214 Δουλοπολις
δούλων ἀνδρῶν νεοπλουτοπονήρων ” . ἔστι καὶ χωρίον ἐν Αἰγύπτῳ Δουλόπολις , ὥς φησιν Ὀλυμπιανός . τὸ ἐθνικὸν Δουλοπολίτης .
εἶναι χιλίανδρον . . . ἔστι καὶ χωρίον ἐν Αἰγύπτωι Δουλόπολις , ὥς φησιν Ὀλυμπιανός . . Ἰαγξούατις : πόλις
4905435 αὐτογυον
εἰσὶν ἀρότρων , τὸ μὲν καλεῖται πηκτόν , τὸ δὲ αὐτόγυον : καὶ τὸ μὲν ἐκ συμβολῆς ξύλων ἔχον τὸ
ἐν αὐτῷ φλεγῆναι τοὺς Γίγαντας τῷ κεραυνῷ Διῒ ἀνθισταμένους . αὐτόγυον δὲ δύο εἴδη εἰσὶν ἀρότρων , τὸ μὲν καλεῖται
4902492 ὀβολου
, “ τὴν Ἀναξιμένους , ” ἔφη , “ διάλεξιν ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . ” Ὀνειδιζόμενός ποτε ὅτι ἐν ἀγορᾷ
μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν ; ὅπου τέτταρα λήψει κρέα μίκρ ' ὀβολοῦ . παρὰ δ ' ἡμετέροις προγόνοισιν ὅλους βοῦς ὤπτων
4897278 μελοποιου
σημαίνων τὴν ὀκτάδα , ἐπεὶ ὁ ἐν † Ἱέρᾳ τοῦ μελοποιοῦ τάφος ἐξ ὀκτὼ γωνιῶν συνέκειτο , Εὐριπίδης δὲ ὁ
Σαπφώ , ῥητόρων δὲ Ἰσοκράτην . ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῆς μελοποιοῦ . Ποικιλόθρον ' ἀθάνατ ' Ἀφροδίτα , παῖ Δίος
4893600 Ναυπλια
„ . οἱ οἰκοῦντες Ναυπλιεῖς , ὡς Στράβων , καὶ Ναυπλία . Νέαι , νῆσος πλησίον Λήμνου , ἐν ᾗ
λέγων ; τό τ ' Ἄργος αὐτοῦ μεστὸν ἥ τε Ναυπλία . οὐκ ἔστ ' ἐκεῖ σός , ὦ τάλαινα
4871006 Κυζικηνης
ἐν κεφαλαίῳ τὴν τῶν τόπων φύσιν . Ἀπὸ δὴ τῆς Κυζικηνῆς καὶ τῶν περὶ Αἴσηπον τόπων καὶ Γράνικον μέχρι Ἀβύδου
, κατέσπασται δὲ νῦν . ἐν δὲ τῇ μεθορίᾳ τῆς Κυζικηνῆς καὶ τῆς Πριαπηνῆς ἔστι τὰ Ἁρπάγια τόπος , ἐξ
4865704 Καναχου
Σικυωνίων πρῶτος πὺξ ἐκράτησεν ἐν παισίν , ἔστιν ἔργον Σικυωνίου Κανάχου παρὰ τῷ Ἀργείῳ Πολυκλείτῳ διδαχθέντος . παρὰ δὲ τὸν
ἐπύθετο , οὐ μεγάλη οἱ σοφία καὶ τὸ ἕτερον θεασαμένῳ Κανάχου ποίημα ὂν ἐπίστασθαι . διαφέρουσι δὲ τοσόνδε : ὁ
4854331 Οὑτοσι
ἐπιβαίνειν ἀναγκάζων . Εὖ λέγεις , καὶ οὕτω ποιήσωμεν . Οὑτοσὶ τίς ὁ πρῶτός ἐστιν ; Μένιππος ἔγωγε . ἀλλ
ἂν παύσασθαι παρασιτῶν , εἰ μὴ ὁ Ἀγαμέμνων ἀπέθανεν . Οὑτοσὶ μὲν γενναῖος ὁ παράσιτος . εἰ δὲ καὶ ἄλλους
4853295 πεποιημενα
τοῦ θρόνου παρερχόμεθα : ἐν Ὀλυμπίᾳ δὲ ἐρύματα τρόπον τοίχων πεποιημένα τὰ [ δὲ ] ἀπείργοντά ἐστι . τούτων τῶν
τοῖς τεθνεῶσι θρήνους , τὰ δὲ γέλωτος ἕνεκεν ἢ λοιδορίας πεποιημένα , ὥσπερ τὰ τῶν κωμῳδοδιδασκάλων καὶ τὰ τοῦ Παρίου
4846336 σταθμος
ἐπιπροΐαλλε μάλα σπεύδοντι ἐοικώς . Ἐν δὲ καὶ Αὐγείαο μέγας σταθμὸς ἀντιθέοιο τεχνήεις ἤσκητο κατ ' ἀκαμάτοιο βοείης : τῷ
σταθμὸς τάλαντα Βαβυλώνια ογʹ , μναῖ νβʹ . ποτηρίων λιθοκολλήτων σταθμὸς τάλαντα Βαβυλώνια νϚʹ , μναῖ λδʹ . ἔθος δ
4839517 Τυανα
ξυγχωρῶν τὰ ὧδε μεγάλα : ἀφίκετο μὲν γὰρ ἐς τὰ Τύανα μειράκιον θρασὺ περὶ τὰς ἔριδας καὶ μὴ ξυντιθέμενον ἀληθεῖ
Ἐπεὶ δὲ τεθνεῶτα τὸν πατέρα ἤκουσεν , ἔδραμεν ἐς τὰ Τύανα , κἀκεῖνον μὲν ταῖς ἑαυτοῦ χερσὶν ἔθαψε πρὸς τῷ
4836419 Ἀρδυς
καὶ φιλοδίκαιος . Συνηρίθμησε δὲ καὶ τὸν Λύδιον στρατὸν ὁ Ἄρδυς : ἦν δ ' ἱππότης ὁ πλεῖστος , καὶ
τέλος ἀνεῖπεν ἐξεῖναι τῷ χρῄζοντι κτείνειν αὐτοὺς εἰ ἀνεύροι . Ἄρδυς μὲν οὖν βασιλεύσας οʹ ἔτη θνήσκει . Ἐπὶ Μήλεω
4836295 Εὐβουλος
, φησὶν ὁ Εὐριπίδης ἐν Κρήσσαις . καὶ ὡς ὁ Εὔβουλος δ ' ἐν Ὀλβίᾳ ἔφη : ἐν τῷ γὰρ
, ἤγουν πλουτήσειν . ἐχλευάζοντο δὲ ὑπὸ τῶν κωμικῶν : Εὔβουλος γοῦν φησίν : Ἡμεῖς ποτ ' ἄνδρας Κεκροπίδας ἐπείσαμεν
4835653 Καρικα
ἀκούω ἐκεῖ πράττειν , εἰ γὰρ ἀφίκοιντο κατάγοντες ὑμῖν ἀνδράποδα Καρικὰ καὶ τὸ ἦθος αὐτῶν ἐφερμηνεύοιεν ὑμῖν , ἔπαινον ποιοῦνται
Ἑλληνικὰ ὀνόματα ἔχει καταμεμιγμένα , ὥς φησι Φίλιππος ὁ τὰ Καρικὰ γράψας . οἶμαι δὲ τὸ βάρβαρον κατ ' ἀρχὰς
4828358 ὑπεργηρως
: ἢ δι ' ἡλικίαν , εἰ παιδίον ἐστὶν ἢ ὑπέργηρως καὶ ἀσθενής : ἢ διὰ τύχην , εἰ δοῦλός
τέλους τὸ Ω διὰ τοῦ Ω μεγάλου γράφονται , οἷον ὑπέργηρως , κακόγηρως , καλόγηρως . Τὰ παρὰ τὸ γῆρας
4827716 ἡμιταλαντον
χρύσεος κεῖται ἐν τῷ Κλαζομενίων θησαυρῷ , ἕλκων σταθμὸν εἴνατον ἡμιτάλαντον καὶ ἔτι δυώδεκα μνέας , ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπὶ
' ἡ χρῆσις καὶ ἡ τοῦ πέμπτον ἡμιτάλαντον καὶ τρίτον ἡμιτάλαντον καὶ ἕβδομον ἡμιτάλαντον : τὸ δ ' ἦν τέτταρα
4826665 ταλαντα
φασὶν , ἦν , παρὰ Διονυσίου λαβὼν ὑπὲρ τὰ ὀγδοήκοντα τάλαντα , ὡς καὶ Ὀνήτωρ φησὶν ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ :
ὅσον ὡμολόγητο εἶχεν , ὦ ἄνδρες δικασταί , ἀλλὰ τρία τάλαντα ἀργυρίου καὶ τετρακοσίους κυζικηνοὺς καὶ ἑκατὸν δαρεικοὺς καὶ φιάλας
4823548 Ἰολαος
τε καὶ βαρβάρων ἐπὶ τὴν ἀποικίαν . ταύτης δὲ προεστηκὼς Ἰόλαος ὁ ἀδελφιδοῦς Ἡρακλέους καταλαβόμενος ᾤκισεν ἐν αὐτῇ πόλεις ἀξιολόγους
, ἄαται . . Πρὸς τὸν Ἡρακλέα δὲ ἀπελογήσατο ὁ Ἰόλαος : ὦ θεῖε , ὄντως ὁ Ζεὺς τιμᾷ σὲ
4823126 ταλαντον
σκοπεῖτε δὲ μὴ τοῦτο , εἰ μνᾶς ἑκατὸν καὶ πάλιν τάλαντον ἔδωκεν , ἀλλὰ τὴν προθυμίαν καὶ τὸ αὐτὸν ἐπαγγειλάμενον
λαμβανόμενα εἰς σύγκρισιν , οἷον ὅταν σκεπτώμεθα τίνα λόγον ἔχει τάλαντον πρὸς μνᾶν , ὁμογενεῖς ὅρους φαμὲν τὸ τάλαντον καὶ
4817824 Κινεας
δὲ πρότερον οἱ Κρανώνιοι Ἐφυραῖοι ἐκαλοῦντο . μαρτυρεῖ δὲ τούτῳ Κινέας . φησὶ γὰρ ἔρχεσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῷ Κρανῶνι ,
γράφουσι Βωδωναῖε : πόλιν γὰρ εἶναι Βωδώνην ὅπου τιμᾶται . Κινέας δέ φησι πόλιν ἐν Θεσσαλίᾳ εἶναι καὶ φηγὸν καὶ
4817435 πωλων
ἐμέθεν , δόμων ἃς κατεῖδον ἄτας : ποτανὸν μὲν δίωγμα πώλων , τεθριπποβάμονι στόλωι Πέλοψ ὅτ ' ἐπὶ πελάγεσι διεδίφρευσε
ελλ ? [ ἐπ ' ⌊ ἁρμάτων τε καὶ Θρεϊκίων πώλων λευκῶν ⌊ † ὀείους κατεγγὺς † Ἰλίου πύργων ἀπηναρίσθη
4815662 Λεωκοριον
κέρδει γαμεῖς : ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων . Λεωκόριον οἰκεῖς : ἐπὶ τῶν λιμωττόντων : ἔστι δὲ τόπος
λιμοῦ τὴν πόλιν : καὶ ἐκ τούτου ἐκλήθη ὁ τόπος Λεωκόριον . ὁ Λεὼς δὲ ἦν υἱὸς Ὀρφέως : οὗτος
4811005 Θηρων
καὶ ἀμφιλαφοῦς ἑστιάσεως ἐμπιπλάμενος . καὶ ὁ μὲν τοῦ Μενάνδρου Θήρων μέγα φρονεῖ , ὅτι ῥινῶν ἀνθρώπους φάτνην αὐτοὺς ἐκείνους
ἀλλ ' οὐ δημοτικῶς οὐδ ' ἴσως ἄρχειν . Ὅτι Θήρων ὁ Ἀκραγαντῖνος γένει καὶ πλούτῳ καὶ τῇ πρὸς τὸ
4810268 ταγος
τὸν πολυετῆ ἀθλεύσω ] μετ ' ἄθλου καὶ κακότητος διάξω ταγὸς ] ὁ ἡγεμὼν ἤγουν ὁ Ζεύς μακάρων ] τῶν
ἀεθλεύσω ] μετ ' ἄθλου καὶ κακότητος διάξω . . ταγὸς ] ἡγεμών . ἐξεῦρ ' ] ἐμηχανήσατο . .
4802733 Λυδῳ
δὲ πάντων ἡμᾶς εὐθύνας σοι διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν
ἐπὶ τῶν ταχέως καὶ ὀξέως ὀφειλόντων ἕκαστα πράττειν . Ἀνδρὶ Λυδῷ πράγματα οὐκ ἦν , ἀλλ ' αὐτὸς ἐξελθὼν ἐπρίατο
4800936 μνηματα
τρίπορνον αὐτήν . ἀπὸ πλειόνων δὲ ταλάντων ἢ διακοσίων δύο μνήματα κατεσκεύασεν αὐτῆς : ὃ καὶ πάντες ἐθαύμαζον , ὅτι
ἐᾷς ἀνέλεγκτον . Ἀλλ ' ἀκούεις οἷα τὰ περὶ τὰ μνήματα σκιοειδῆ φαντάσματα ; Ταῦτά ἐστι τὰ ἀερώδη τῶν ψυχῶν
4800089 Κυψελιδων
Ἀπελλᾶς δὲ Λακεδαιμονίους φησὶ σέμελον τὸν κοχλίαν λέγειν . : Κυψελιδῶν ἀνάθημα ἐν Ὀλυμπίᾳ . . . , : ,
ἐν ὀλυμπίᾳ . Πλάτων ἐν Φαίδρῳ : ” παρὰ τὸ Κυψελιδῶν ἀνάθημα σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐστάθη κολοσσός . „ ἀλλ
4797911 Αἰγινητου
εἰσιν εἰργασμέναι , Ῥηξιβίου μὲν συκῆς , ἡ δὲ τοῦ Αἰγινήτου κυπαρίσσου καὶ ἧσσον τῆς ἑτέρας πεπονηκυῖά ἐστιν . ἔστι
, ἄνθη τὰ ἠρινά . Μεταποντίνων δέ ἐστιν ἀνάθημα , Αἰγινήτου δὲ ἔργον Ἀριστόνου : τοῦ δὲ Ἀριστόνου τούτου διδάσκαλον
4795869 προετερησε
ἐπὶ τρισχιλίων στρατιωτῶν παρὰ τοῖς ἀποστάταις τεταγμένον , τοῖς ὅλοις προετέρησε . γινομένης γὰρ τῆς παρατάξεως καὶ τῆς νίκης ἀμφιδοξουμένης
τῆς ναυμαχίας παρὰ θάλατταν πεζῇ συμβαλὼν μέρει τῆς πεζῆς δυνάμεως προετέρησε καὶ πρὸς τὸ μέλλον εὐθαρσὴς καθειστήκει , τῇ δὲ
4792598 ταμιειον
φόρος ταχθείς : ἐτάχθη ὑπὸ Ἀριστείδου τοῦ δικαίου ὁ πρῶτος ταμιεῖόν τε Δῆλος ἦν αὐτοῖς : ἵνα μὴ δόξωσιν οἱ
σφόδρα ὁμόσε τοῖς φανεροῖς ἰὼν , ὅστις οὐκ ἂν συγχωρήσειε ταμιεῖόν τε κοινὸν τῆς Ἀσίας εἶναι τὴν πόλιν καὶ τῆς
4788389 μυσαρον
Ἀμμένωνα τὸν Χαλδαῖον , ἐφ ' οὗ φησι φανῆναι τὸν μυσαρὸν Ὠάννην , τὸν Ἀννήδωτον , ἐκ τῆς Ἐρυθρᾶς :
φόνῳ ἐμβαλὼν τοὺς παῖδας διὰ τῶν καταρῶν εἰς φιλονεικίαν : μυσαρὸν εἰς ἀγῶνα : εἰς μεμισημένην φιλονεικίαν . λέγει δὲ
4782346 ἐπινικια
: τὸ μὲν ἐν Καλλίου , ἡνίκα στεφανωθέντος Αὐτολύκου τὰ ἐπινίκια εἱστία , τὸ δὲ ἐν Ἀγάθωνος , ἃ καὶ
πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων , τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί . “ ”
4779711 πομπεια
τούτοις ποιούμενος , ὡς ἔστι τριῶν αἵρεσις , ἢ τὰ πομπεῖα κατακόπτειν ἢ πάλιν εἰσφέρειν ἢ τοὺς ὀφείλοντας εἰσπράττειν ,
καὶ ἄλση , καὶ γυμνάσια , καὶ τεμένη , καὶ πομπεῖα : τὸ δὲ σῶζον τὰς πόλεις ἡ ἁρμονία ,
4768751 Ἑρμαια
ἔχει λακκαῖον ἐν τῇ φάραγγι . Ἀπὸ Φοινικοῦντος ἐπὶ τὰ Ἑρμαῖα στάδιοι ζʹ : ἐκ δεξιῶν τὴν ἄκραν ἔχων ὁρμίζου
ὦ Σώκρατες , διαφερόντως ἐστίν , καὶ ἅμα , ὡς Ἑρμαῖα ἄγουσιν , ἀναμεμειγμένοι ἐν ταὐτῷ εἰσιν οἵ τε νεανίσκοι
4768267 Κανδαυλης
Ἀχιλλεὺς ποθῇ , πένθος αὑτῷ προξενεῖ : ἐὰν ἔχῃ γυναῖκα Κανδαύλης καλήν , φονεύει Κανδαύλην ἡ γυνή . τὸ μὲν
, μέχρι Κανδαύλεω τοῦ Μύρσου . Οὗτος δὴ ὦν ὁ Κανδαύλης ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ γυναικός , ἐρασθεὶς δὲ ἐνόμιζέ οἱ
4768191 ὀργιαζειν
. ὀργεῶνες : οἱ τοῖς ἰδίαι ἀφιδρυμένοις θεοῖς ὀργιάζοντες : ὀργιάζειν δέ ἐστι τὰ τῶν θεῶν ὄργια τελεῖν , τουτέστι
καὶ διαβόητον ἦν τὸ Ζήρινθον ἄντρον , ἔνθα τὴν Ἑκάτην ὀργιάζειν ἐλέγετο , καὶ τελετὰς ἦγον αὐτῇ τινας καὶ κύνας
4767912 Μυρτιλος
Λάχης , Εὐθύδημος , Προκλῆς , Πυθόδωρος , Ἅγνων , Μυρτίλος , Θρασυκλῆς , Θεαγένης , Ἀριστοκράτης , Ἰώλκιος ,
δέ οἱ ἔσκε παραιβάτις Ἱπποδάμεια . τὸν δὲ μεταδρομάδην ἐπὶ Μυρτίλος ἤλασεν ἵππους , σὺν τῷ δ ' Οἰνόμαος προτενὲς
4766139 τοσαδε
Τυρσηνῶν τέ τινες κατὰ διαφορὰν Συρακοσίων καὶ Ἰάπυγες μισθοφόροι . τοσάδε μὲν μετὰ Ἀθηναίων ἔθνη ἐστράτευον . Συρακοσίοις δὲ ἀντεβοήθησαν
δὲ καὶ τοὺς Πυθίους . Δικάζειν δὲ μούνους τοὺς βασιλέας τοσάδε μοῦνα : πατρούχου τε παρθένου πέρι , ἐς τὸν
4761014 Λυσιμαχιδης
ἀγῶνα , δέον εἰπεῖν θεάσασθαι . Διαστέλλει οὖν τοῦτο ἐπιμελῶς Λυσιμαχίδης ἐν τῷ πρὸς Καικίλιον περὶ τῶν παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς
καλεῖται : ἐν δὲ τούτῳ Ἀπόλλωνι Μεταγειτνίῳ θύουσιν , ὡς Λυσιμαχίδης ἐν τῷ Περὶ τῶν Ἀθήνησι μηνῶν . : Μαιμακτηριὼν
4754469 ἡρῳον
Δρόμου τῇ ἀρχῇ Διόσκουροί τέ εἰσιν Ἀφετήριοι καὶ ὀλίγον προελθόντι ἡρῷον Ἄλκωνος : τὸν δὲ Ἄλκωνα λέγουσιν Ἱπποκόωντας παῖδα εἶναι
ἐν ” λειμῶνι , „ δεικνύντες Καϋστρίου καὶ Ἀσίου τινὸς ἡρῷον καὶ τὸν Κάυστρον πλησίον ἀπορρέοντα . Ἱστοροῦσι δὲ τρεῖς
4753041 συμποσιον
ἐπιστρόφως , πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . Καὶ συναγώγιμον συμπόσιον ἐπιπληροῦσιν . Ἔπειτά γ ' εἰσιόντ ' , ἐὰν
πηνίκα τε εἰσακτέον τοὺς ὡραίους καὶ τὰς ὡραίας εἰς τὸ συμπόσιον καὶ πότε αὐτοὺς προσδεκτέον ὡραιζομένους καὶ πότε παραπεμπτέον ὡς
4746987 Χιλων
Ἀσίᾳ Κλεόβουλος Λίνδιος , καὶ Ἀθηναῖός τε Σόλων καὶ Σπαρτιάτης Χίλων : τὸν δὲ ἕβδομον Πλάτων ὁ Ἀρίστωνος ἀντὶ Περιάνδρου
ἄρχοντα χρὴ μηδὲν φρονεῖν θνητόν , ἀλλὰ πάντα ἀθάνατα . Χίλων καλούμενος οὐ πρότερον ὡμολόγησεν , ἢ πυθέσθαι τῶν κεκλημένων
4744855 πενταθλος
δὲ οἱ ἀθληταὶ πένταθλον καὶ ἑτέρους ἄθλους . ὁ δὲ πένταθλος ἦν πυγμή , δρόμος , * δίαλμα * ,
εἴπομεν , υἱὸς ἦν Ἀφροδίτης καὶ Ποσειδῶνος - παλαιστὴς καὶ πένταθλος . καὶ στρέψας φύλλον μάνθανε . Ἔρυκα δὲ ἐκάλεσαν
4743609 ἐκοσμηθη
πέφυκε . Καὶ τὰ μὲν ἓξ ἀνὰ μέσον ἐντὸς φύσις ἐκοσμήθη . Οἰσοφάγος δὲ ἀπὸ γλώσσης τὴν ἀρχὴν ποιεύμενος ἐς
Παλαιστίνης ἄρχοντα πεποιηκὼς πέμψας ἐκεῖσε Κλημάτιον , καὶ οἷς Ἀρισταίνετος ἐκοσμήθη , ταῦτα εἰς ἡμᾶς γεγενῆσθαι . πρόσθες δὴ ταῖς
4734360 Ἐρεσος
ἐκκομίζοντες . γέγραπται δὲ καὶ ἄλλος τεθνεώς : ὄνομά οἱ Ἔρεσος : τὰ δὲ ἐς Ἔρεσόν τε καὶ Λαομέδοντα ,
τῷ Ε παραληγόμενα σπάνια ἓν Σ ἔχοντα προπαροξύνεται : Ἔφεσος Ἔρεσος . τὸ μέντοι Θυεσσός δύο ΣΣ ἔχον ὀξύνεται .
4728789 ξοανα
καὶ ἔργα πολυτελέα καὶ ἀρχαῖα ἀναθήματα καὶ πολλὰ θωύματα καὶ ξόανα θεοπρεπέα . καὶ θεοὶ δὲ κάρτα αὐτοῖσιν ἐμφανέες :
τὸ πρὸς ταῖς Μυκήναις ἀμφοῖν , ἐν ᾧ τὰ Πολυκλείτου ξόανα τῇ μὲν τέχνῃ κάλλιστα τῶν πάντων πολυτελείᾳ δὲ καὶ
4726555 ἁδρος
ἔφευγεν . Μέγα τὸ πρᾶγμα , πολὺ τὸ νεῖκος , ἁδρὸς ὁ πόλεμος ἔρχεται . Χαλεπὸν οὖν ἔργον διαιρεῖν ,
εἰσὶ δὲ τρεῖς , ἁδρός , ταπεινός , μέσος : ἁδρὸς μὲν ὁ κομπηρὰς ἔχων λέξεις , νοῦν δὲ ταπεινόν
4726111 Στεφανηφορου
Γεωργικῷ . Στεφανηφόρος : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . Στεφανηφόρου ἡρῷον , ὡς ἔοικεν , ἦν ἐν ταῖς Ἀθήναις
ἐλασθείς ἔπλευσε τὴν θάλασσαν , εἰ μὴ μόνος ἐκεῖνος . Στεφανηφόρου μετ ' ἦρος μέλομαι ῥόδον τέρεινον † σὺνεταιρεῖ ἀύξει
4716067 κηπος
θεάματα , ἢ Σκύλλα , ἢ Χάρυβδις , ἢ Ἀλκινόου κῆπος , ἢ ἡ Εὐμαίου αὐλή : πάντα θνητά ,
. Τούτων , ἤγουν τῶν δένδρων , γυμνὸς ὢν ὁ κῆπος , τουτέστιν ὁ μετέωρος τόπος καὶ ὑπὸ τῶν ἀνέμων
4712488 βαθρα
' ὧν ἀναβαίνουσιν ἐπὶ τὰ τείχη : βαθμούς : ἐνηλάτων βάθρα : περιφραστικῶς τὰ ἐνήλατα , ὅπου ἐπιβαίνομεν . ἢ
δὲ τῆσδε ποῖ περῶ ; Θεσπρωτὸν οὖδας . σεμνὰ Δωδώνης βάθρα ; ἔγνως . τί δὴ τόδ ' ἔρυμά μοι
4709759 ἑξακοσια
μὲν ἐξ αὐτῶν ἐγχωρεῖ στύφειν , ἑξήκοντα δὲ δάκνειν , ἑξακόσια δ ' εἶναι τὰ γλυκέα , διακόσια δὲ πικρά
Λυδὸς , εἰς τὴν Ξέρξου διάβασιν ἀπὸ τοῦ Ζωροάστρου , ἑξακόσια φησί : καὶ μετ ' αὐτὸν γεγονέναι πολλούς τινας
4707788 διττα
τμηθέντος ὁ λόγος διὰ στόματος , οὗ πέρατα ἡ φύσις διττὰ εἰργάσατο χείλη , ῥέων διαστείλῃ τό τε ὠφέλιμον καὶ
πρώτην τὴν ὅρασιν τάξαιμεν , οὐ καινοτομοῦμεν . ἐπεὶ οὖν διττὰ τὰ καθ ' αὑτὰ αἰσθητά , τὰ ἴδια κυρίως
4701186 κυμβια
τῆς Εὐβοίας , χλανίδας δ ' ἐπ ' ὄχου καὶ κυμβία καὶ κάδους ἔχων , ὧν ἐπελαμβάνοντο οἱ πεντηκοστολόγοι .
καὶ ὀξύνεται . Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Μειδίου ῥυτὰ καὶ κυμβία , φησί , καὶ φιάλας . Δίφιλος δ '
4700371 Θηρικλειων
, ἐμυήθην θεοῖς ; τετρακότυλον δὲ κύλικα κεραμεᾶν τινα τῶν Θηρικλείων , πῶς δοκεῖς ; κεραννύει καλῶς , ἀφρῷ ζέουσαν
καὶ μείζονος ἔτι τιμῆς . δίδωμι δὲ τῷ Καλλίνου παιδίῳ Θηρικλείων ζεῦγος καὶ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ Ῥοδιακῶν ζεῦγος ψιλοτάπιδα ἀμφίταπον
4699422 ἑπτακαιδεκατον
τὴν Σύρων ἀρχήν , ὥς μοι λέλεκται , ὄντα μὲν ἑπτακαιδέκατον ἐκ Σελεύκου Σύρων βασιλέα , βασιλεύσαντα δ ' ἐν
δὲ καὶ τῶν σμγʹ τὰ ιεʹ μεῖζον μὲν μέρος ἢ ἑπτακαιδέκατον , ἔλαττον δὲ ἢ ἑκκαιδέκατον , ὥστε συντεθέντων αὐτῶν
4698979 ἀργυρεος
τοῦ χρύσειος : ἀργύρειος : χάλκειος Ἰωνικῶς ἐγένοντο χρύσεος καὶ ἀργύρεος , καὶ τὸ οὐδέτερον ἔχουσιν χρύσεον καὶ ἀργύρεον ,
σταθμὸν εἴνατον ἡμιτάλαντον καὶ ἔτι δυώδεκα μνέας , ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπὶ τοῦ προνηΐου τῆς γωνίης , χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους
4695889 γαμβρος
οἷον ἐπὶ ἰαμβικοῦ χαίροισα νύμφα , χαιρέτω δ ' ὁ γαμβρός : ἐνταῦθα γὰρ ἡ βρος τελευταία συλλαβὴ ἀντὶ ὅλου
, γάμος γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν
4695851 ἐπανορθωσας
δὲ γένη συγκαλέσας ἐν σκότῳ κρυπτόμενα , λείψανα δὲ ἀγαλμάτων ἐπανορθώσας , θύσας δὲ ἀγέλας , θύσας δὲ ποίμνια ,
Ὀρφεὺς ἔνθεος γενόμενος ἐποίησεν τοὺς ὕμνους , οὓς ὀλίγα Μουσαῖος ἐπανορθώσας κατέγραψεν . . , πρῶτοι δ ' οὖν βασιλεύουσιν
4689053 σκυφοι
, τρικότυλοι , δεῖνος μέγας χωρῶν μετρητήν , κυμβίον , σκύφοι , ῥυτά . ποτήρι ' ἡ γραῦς , ἄλλο
τινῶν ποτηρίων μέμνηται γράφων οὕτως : ἦσαν δὲ καὶ ὀνύχινοι σκύφοι καὶ συνδέσεις τούτων μέχρι δικοτύλων : καὶ Παναθηναικὰ μέγιστα
4688117 ἐπιπρασκετο
δὲ θυμίαμά τί φησιν αὐτὸ εἶναι . παμπόλλου δ ' ἐπιπράσκετο Ἀθήνησιν ἡ τοῦ μύρου κοτύλη . οὐ μόνον δὲ
⌈ τὰς Σάρδεις ⌈ γὰρ Γ ⌈ ἐπωλεῖτο Γ [ ἐπιπράσκετο ] τὰ περσικὰ ⌈ ταῦτα ἱμάτια . Σάρδεις δὲ
4679646 τρωγαλια
τραγήματα οὕτως ἔλεγον . . ἰσχάδια : Σῦκα . . τρωγάλια : Τραγήματα . οὕτω γὰρ τὰ τραγήματα ἐκάλουν οἱ
γὰρ πῦρ οἱ ἄνθρωποι ἐρρίπιζον , ἵνα ὀπτήσωσιν . τὰ τρωγάλια λέγει . εἶδος ἀθάρας ἀπὸ φασηλίων . Σμοιός :
4679573 ἑδη
– ˘ – × σκῆπτρα ] ? ; ποῦ δόμων ἕδη ; [ ] ντομον ? σκηπτουχίαι [ νῦν ]
καπνῶι ? [ ] ? [ [ παλαιῶν ] ? ἕδη [ [ ] ατ ? ' ε [ [
4679462 ἀπελευθερος
ὧδε ἀσπαζόμενοςἈλκιμέδοντος μὲν δὴ αὗται θυγατέρες , ὁ δὲ Ἀλκιμέδων ἀπελεύθερος τοῦ Ἡρώδουκαθευδούσας δὲ αὐτὰς ἐν ἑνὶ τῶν πύργων ,
ἐρρωμένως τῆς πρύμνης ὁ Κλάτιος ὄνομα . ὃς ἦν Νέρωνος ἀπελεύθερος , ἀπολειφθεὶς μελεδωνὸς τῶν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἔφορος ,
4673955 στρωματ
γυναῖκές μοι . πολύς τις ἔρχεται ὄχλος ὡς ἔοικε . στρώματ ' ἀδιήγηθ ' ὅσα φέρεις . τί δ '
Παθυμίας ὁ Αἰγύπτιος . ὡς ἐγὼ σκιρτῶ πάλαι ὅπου ῥοδόπνοα στρώματ ' ἔστι , [ καὶ ] λούμενος μύροις ψακαστοῖς
4672801 χωριδιον
ἕπεσθαι χρή , πρὸς τὴν κρείττονα ὁδὸν συνηπείγετο , καὶ χωρίδιόν τέ τι περιεσκόπει καὶ πρὸς αἰπολίου τινὸς βοτῆρος ἑαυτὸν
ἕπεσθαι χρή , πρὸς τὴν κρείττονα ὁδὸν συνηπείγετο , καὶ χωρίδιόν τέ τι περιεσκόπει καὶ πρὸς αἰπολίου τινὸς βοτῆρος ἑαυτὸν

Back