“ καὶ τῷ μουσικῷ , ” τήνδε μὲν τὴν ἁρμονίαν κροῦε , ταύτην δὲ μή , “ καὶ τῷ χαλκεύοντι
θεῶν . ὡς τάχος ἤχει : ἀντὶ τοῦ ψόφει , κροῦε , ἐπεὶ ὁ τοῦ χαλκοῦ ἦχος οἰκεῖος τοῖς κατοιχομένοις
6263881 ἀμπελωνι
ὅσα ἐν τῷ φυτωρίῳ γίνεται , ταῦτα καὶ ἐν τῷ ἀμπελῶνι χρὴ πράττειν . Δεῖ πρὸς τὴν τῶν τόπων ἁρμόζεσθαι
φησι , σταφυλὴν πίνακι ζωγρα - φήσαντα καθιεροῦν ἐν τῷ ἀμπελῶνι δυνούσης τῆς λύρας , καὶ ἀβλαβῆ διαμένειν τὸν καρπόν
5564524 καταπαττειν
ὑγρὸν ὡς περιρρεῖν , καὶ διὰ τοῦτο ἄμεινον ἔδοξέ μοι καταπάττειν χνοώδη σμύρναν ἢ ἀλόην ἢ λιβανωτόν , ἤ τινα
μία σκόνυζα καὶ θύμω δύο . μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην . τουτὶ τί ἐστιν ; ὡς ἀνεκὰς τὸ
5534462 λεοντι
κλέπτην . ὄχθον δ ' ὑπερβὰς τὸν καλὸν βλέπει ταῦρον λέοντι θοίνην : δυστυχὴς δ ' ἐπαρᾶται καὶ βοῦν προσάξειν
: τούτῳ γὰρ τῷ λόγῳ ἐχρῆν καὶ τοὺς τῷ ἐπιγείῳ λέοντι συναποτεχθέντας ἢ συνανατραφέντας ἀνδρείους ὑπάρχειν παρόσον λέων λέγεται τὸ
5492955 κολυμβῳ
δ ' ἀπὸ γραβίων ἔσταζεν τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ ! ! ! ! ! ! ] θαι .
ὑπάρχει : κόλυμβον δέ , διότι τὰ μὲν ἄλλα ζῷα κολύμβῳ χρώμενα ῥυπαρὰ φαίνεται , μόνον δὲ τοῦτο , εἰς
5361867 Θασιῳ
, ἂν αὐτοῖς τὰς αὐτὰς δῶτε δωρειὰς ὥσπερ Ἐκφάντῳ τῷ Θασίῳ καὶ Ἀρχεβίῳ τῷ Βυζαντίῳ , καί τινες τούτων ἀντιλέγοιεν
εἶναι Θεαγένην φασίν , ἀλλὰ ἱερᾶσθαι μὲν Ἡρακλεῖ τὸν Τιμοσθένην Θασίῳ , τοῦ Θεαγένους δὲ τῇ μητρὶ Ἡρακλέους συγγενέσθαι φάσμα
5325113 ἀνασπα
τὸ ὑγρὸν , καὶ στρέψον τοῦτο ἐν αὐτῷ , καὶ ἀνάσπα ἐκ δευτέρου : καὶ δέχου ἅπαν τὸ ὑγρὸν ,
πάλιν στρέψον αὐτὸ ἐν τῷ κλοκίῳ τῷ ὑελίνῳ , καὶ ἀνάσπα ὡς πρότερον : καὶ ὅταν ἀποσταχθῇ τὸ ἥμισυ τοῦ
5310628 ἱματιῳ
τρόπαιον γυμνὸς ἀληλιμμένος ἐχόρευσε μετὰ λύρας : οἳ δὲ ἐν ἱματίῳ φασί . καὶ τὸν Θάμυριν διδάσκων αὐτὸς ἐκιθάρισεν :
δὲ Τυρρηνοὶ δειπνοῦσι μετὰ τῶν γυναικῶν ἀνακείμενοι ὑπὸ τῷ αὐτῷ ἱματίῳ . Θεόπομπος : ἐπίνομεν μετὰ ταῦτα . . .
5291129 μαγιδα
ἄλικα , καὶ πάντων μίγμα , καὶ βαλεῖς αὐτὰ εἰς μαγίδα ἀρτοκοπικήν , ἐν ᾗ εἰώθασι φυρᾶν τὸ ἄλευρον ,
ἢ Προμηθεῖ καὶ κατὰ τὴν ἀνθρωπίνην χρῆσιν εἴρηται , κύλικα μαγίδα λύχνον . σκεύη δὲ τραπεζῶν τὰ πρὸς τροφῆς ὑπηρεσίαν
5283287 κρατηρι
, τοῖς δὲ παίδων γνησίων γένεσιν , ἵνα τῷ γαμηλίῳ κρατῆρι ποτὲ καὶ τὴν γενέθλιον σπονδὴν συνάψωμεν . Τὰς κοινότητας
τοῖς σώμασι . ποῖον φάρμακον Πολυδάμνας τῆς Αἰγυπτίας ἐγκερασθὲν οἴνου κρατῆρι ἢ ποῖος κεστὸς Ἀφροδίτης οὕτως ὀξὺ καὶ δραστήριον ὥστε
5266937 κωνειῳ
γοῦν πολὺ ἀσφαλέστερον σκυτοτομεῖν ἐπικεκυφότα ἢ πίνειν ἀπὸ χρυσῆς φιάλης κωνείῳ ἢ ἀκονίτῳ συνανακραθεῖσαν φιλοτησίαν : ὁ γοῦν κίνδυνος ἐμοὶ
κηκῖδι λείᾳ ϲὺν οἴνῳ καὶ τῷ λεπτῷ τοῦ ἀλφίτου ἢ κωνείῳ ἢ ψυλλίῳ ϲὺν ὕδατι ἢ ϲτρύχνῳ ἢ κοχλίοιϲ ϲὺν
5250863 ἐμμοτον
δύστον ' ἄφερτα κήδη : ἰὼ δυσκατάπαυστον ἄλγος . δώμασιν ἔμμοτον τῶνδ ' ἄκος , οὐδ ' ἀπ ' ἄλλων
| ? ῥάκη τὰ βαλλόμενα ἐπὶ τὰ ἕλκη , ὅθεν ἔμμοτον ἐλέγετο . . το [ ] . . Λέπαργε
5182566 μασαται
οὖν ἥδε ἀποσείεται τὸ θηρίον , προσδραμοῦσα δὲ βοτάνῃ , μασᾶται τῶν φύλλων τῆς βοτάνης καὶ διασῴζεται . Ἀλκίβιος δ
ὑπομνημάτων . κλέπτρια παροψὶς εἶναι φαίνομαι τῷ Κρωβύλῳ : τοῦτον μασᾶται , παρακατεσθίει δ ' ἐμέ . Καρῖδας ἔλαβον πρῶτον
5170601 λυε
. Λαβὼν τῶν ἀπομεινάντων ὠῶν τῶν ἀποσταξάντων μέρος αʹ , λύε ἅμα ἐν ᾧ τῷ ἀποσταλαχθέντι ὕδατι , καὶ βαλὼν
' ἀνθράκων καὶ ποσῶς ψύξας ἐπίχεε ἐν θυίᾳ , καὶ λύε τῷ δοίδυκι ἐπιβάλλων γάλα γυναικεῖον ἢ ὄνειον , εἰ
5164432 χρισματι
εἶτα κλύζε ὕδατι σεύτλου ἐναφηψημένου ἢ τήλεως ἢ θέρμων : χρίσματι δὲ χρῶ ἰρίνου μύρου ὑποστάθμῃ . τοῦτο τὸ φάρμακον
καὶ τοῦ ἐλαίου ἑκατέρου # α . ἔνιοι δὲ τῷ χρίσματι τούτῳ καὶ τῆς ἕδρας παράπτονται , πρὸ δὲ τῆς
5163957 περιττωματι
ἐπὶ τὴν γαστέρα συρρέουσαν : τὸ τηνικαῦτα γὰρ συνεκκρίνονται τῷ περιττώματι καὶ ἐξυγραίνουσιν αὐτό . ξηρὸν δὲ γίνεται τὸ διαχώρημα
σπέρμα πεσὸν εἰς τὰς ὑστέρας μίγνυται τῷ καθαρωτάτῳ τῆς θηλείας περιττώματι . οὐ γὰρ πᾶσα ἡ αἱματικὴ τῆς θη -
5147573 ἐκπιθι
Μένανδρος ἐν Ἥρωι ἔφη : χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον , ὁ Δημόκριτος ἔφη : Ἡσίοδος μέν ,
πιθανὰς τὰς ὑπερβολὰς ἔχει . χοῦς κεκραμένου οἴνου : λαβὼν ἔκπιθι τοῦτον . πεφαρμάκευσαι , γλυκύτατ ' , ἀναλυθεὶς μόλις
5133635 ἀποκειμενην
ἔσπευδε ξενίας διδόναι ἢ πάντως τινὰ χάριν εἰς αὐτὴν ἔχειν ἀποκειμένην . Καὶ οἱ μὲν ἦσαν ἐν τούτοις : ὁ
. . ΚΑΙ ΚΕΡΑΜΕΥΣ ΚΕΡΑΜΕΙ ΚΟΤΕΕΙ . Ἤγουν ἀγανάκτησιν ἔχει ἀποκειμένην , βλάβης καιρὸν παρατηροῦσαν , καὶ τέκτονι τέκτων κοτέει
5123578 σεσωκοτι
παιδίον . οὐκ ᾤμην ἐκ τῶν νόμων σε μαχεῖσθαι τῷ σεσωκότι τοὺς νόμους . τοιγαροῦν εἴ ποθεν οὗτοι λάβοιεν φωνήν
χορὸς ἐν τοῖς γάμοις ἡ πόλις συνηδομένη τῷ πρώην αὐτὴν σεσωκότι τυχόντι τῆς ἐρωμένης . ᾄσονται μὲν ἄνδρες εὔφημα μέλη
5122068 ῥοδομελιτι
κόκκους κʹ κόψας ἀναλάμβανε τῷ ῥοδομήλῳ ἢ χυλῷ κιτρίου ἢ ῥοδομέλιτι . ἡ δόσις γινέσθω γρ . βʹ , τὸ
φλεγματικοῦ χυμοῦ νοθευόμενος , ὀλίγον ἀγαρικὸν προσπλέκειν δεῖ τῷ προειρημένῳ ῥοδομέλιτι καὶ οὕτως ὑποκαθαίρειν καὶ τοῦτον . πρὸς δὲ τὸ
5119597 κερασον
αὐλὴ πρόσειλος γάλα ὀρνίθων γῆν σμηκτρίδα εὖ ἔχειν στόμα εὔζωρον κέρασον καὶ εὐζωρότερον εὐκτότατον γάμον μακρὸν χαλκίον περίζυξ καὶ ἄζυξ
ἤγουν ἑκάστη οἰκειουμένη αὐτοῖς τόθι ] ὅπου διὲκ ποσίν : κέρασον τῷ οἴνῳ τὰ ῥιζία ταῦτα , ἃ δὴ ὑποτρέφεται
5111281 ἁλμωδη
ἀλθαίαν : ἀλλὰ πλεονεκτεῖ τῶν ἀμφοτέρων ἐν τῷ σμήχειν : ἁλμώδη γάρ τινα ποιότητα κέκτηται , ἄλλως τε ὅτι τὰς
δὲ τοῦτο κάτω τιθέασι τὸ ὑγρόν : φιλεῖ δὲ χώραν ἁλμώδη : δι ' ὃ καὶ ὅπου μὴ τοιαύτη τυγχάνει
5101008 λοιδορουσα
δὲ μάλιστα δούλοις γυνὴ μὴ παρόντος ἀνδρὸς βοῶσά τε καὶ λοιδοροῦσα καὶ πᾶν ὅ τι προστάξειεν ὀξέως βουλομένη πληροῦσθαι ,
Ἀθηναίους , ὦ μόνοι ὦτοι τῶν Ἑλλήνων , ἔφη , λοιδοροῦσα ἐκείνους ὡς ῥᾷον ἀπατωμένους οἷς ἀκούουσιν . . .
5090489 μυιαν
κηλητῆι [ ] ? [ [ ] ς παῦνι , μυῖαν ! [ ὁ δ ' αὐτίκ ' ἐλθὼν ⌋
, εἰκάζων μητρὶ κηδομένῃ κοιμωμένου αὐτῇ τοῦ βρέφους , τὴν μυῖαν αὖθις ἐπεισάγει τῷ παραδείγματι . καὶ μὴν καὶ ἐπιθέτῳ
5090220 συνηπτε
] Τὸ πρότερον τὸ γένος τῶν Ῥωμαίων τῶν Λατίνων οὐχὶ συνῆπτε πόλεμον ἀκηρυκτεὶ πρὸς ἔθνος , ἀλλὰ τῇ χώρᾳ πρότερον
: Ὅτι διεχώριζε τὴν προσηγορίαν ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ ὀνόματος καὶ συνῆπτε τῷ ἄρθρῳ τὴν ἀντωνυμίαν : . . . Σ
5067895 καδμειαν
κατακορῆ : καυστέον δ ' ὡς χαλκῖτιν καὶ πλυτέον ὡς καδμείαν . δύναμιν δ ' ἔχει κατασταλτικὴν καὶ μετρίως στυπτικὴν
βλαβερὰ γὰρ ἡ ἀποφορά . δεῖ δὲ πλύνειν αὐτὸ ὡς καδμείαν καὶ ἀποθέσθαι . δύναμιν δ ' ἔχει ἣν καὶ
5066017 δοιδυκι
καὶ ποσῶς ψύξας ἐπίχεε ἐν θυίᾳ , καὶ λύε τῷ δοίδυκι ἐπιβάλλων γάλα γυναικεῖον ἢ ὄνειον , εἰ δὲ μὴ
, καὶ μολύβδου ἀπόπλυμα ξηρόν , ὅπερ λειουμένηϲ θυίαϲ μολυβδαίνηϲ δοίδυκι μολυβδίνῳ ϲυνάγεται . ποιεῖ δὲ καὶ ϲκωρία μολύβδου πεπλυμένη
5053006 τραυματι
αὐτοῦ σπογγίον ἢ ἔριον οἴνῳ βρέχων στρυφνῷ . τῷ δὲ τραύματι μηδὲν τῶν λιπαινόντων φαρμάκων προσφέρειν , οἷον τὸ τετραφάρμακόν
. ρπδʹ . Ἐπιγεγονότα δὲ τῶν ἐπιγεγονότων ὡς ὁ ἐπὶ τραύματι σπασμὸς , οὐκ ἔτι γὰρ ὁ τρωθεὶς ζῇ ὁ
5039949 ἀπορρυπτειν
καλάθῳ διυλίζειν καὶ διδόναι πιεῖν . δοκεῖ γὰρ ἡ κονία ἀπορρύπτειν ἀπὸ τῶν σωμάτων τὸ περιπλασσόμενον τοῦ ψιμυθίου . ἄλλως
ἐσθίωσιν . ἡ γοῦν τῶν κροκοδείλων κόπρος ὥσπερ τὴν ἔφηλιν ἀπορρύπτειν πέφυκεν , οὕτω καὶ ἀλφοὺς καὶ λειχῆνας . Κόστος
5031419 ἐμπασσε
λιβανωτοῦ ἴσα . τήξας καὶ ἐπάρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς τότε ἔμπασσε τὸν λιβανωτὸν καὶ χρῶ . Ἀντεμβροχή . Τῆς διὰ
εἶτα τὸν κηρὸν τήξας ἐπ ' ἀνθράκων ἅμα τῇ ῥητίνῃ ἔμπασσε εἰς αὐτὸν τὴν σανδαράκην καὶ τὴν σάνδυκα λεῖα καὶ
5003551 πυξιδι
⋖ δ , πρασίου σπέρματος ⋖ α . ἀποτίθεται ἐν πυξίδι χαλκῇ . χρῶ πρῶτον ξηρῷ , ἵνα ἐκπυήσῃ καὶ
τοῦ χυλοῦ μέλιτοϲ κοτύλαιϲ δ ϲκεύαζε καὶ ἀνελόμενοϲ ἐν χαλκῇ πυξίδι χρῶ : πρὸ δὲ τοῦ ἐγχρίειν ἀποπυριάτω τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ
4989438 γραυν
κυμβία αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν γραῦν , τὴν νέαν δ ' ἐπουρίσας πλήρωσον , εὐτρεπῆ
οὐκ ἐάσω . . τὴν μείρακα : Παίζει μείρακα τὴν γραῦν ὀνομάζων . Θ . τὴν γραῦν . . ὑπερφιλῶ
4987991 ψυξαϲ
καὶ καπυρὰ γένηται , ὥϲτε καὶ τοῖϲ δακτύλοιϲ ἀποκλᾶϲθαι καὶ ψύξαϲ ἀπόθου εἰϲ ἀγγεῖον ὀϲτράκινον . γίνεται δὲ οὕτωϲ λευκοτάτη
ἐλαίῳ κηροῦ τρακτοῦ # γ , μετὰ δὲ τὸ λυθῆναι ψύξαϲ ἐπίπαϲϲε θείου ἀπύρου # α καὶ κατάχριε ἐν ἡλίῳ
4986355 λαβρακα
χλόην , κύμινον , ἅλας , ὕδωρ , ἐλάδιον . λάβρακα μετὰ ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα , ἔσται δι
μέγα πεῖσμα λινόστροφον : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ λάβρακα ζώοντα παρήλασαν , εἴ σφι παρείη : εἰ δὲ
4982240 λειουν
αὐτῷ χρῆσθαι βουλόμενος ἁλῶν ἐπεμβαλεῖς . ἢ τῶν κυκλίσκων τινὰ λειοῦν ἀκριβῶς , οἷος ὁ Ἄνδρωνός ἐστι καὶ ὁ Μούσα
γένηται , ἀποψῦξαι τῇ πυξίδι τὸ φάρμακον χρὴ καὶ αὖθις λειοῦν , ἢ αὐτὸ ἀφ ' ἑαυτοῦ , ἢ πεπέρεως
4971744 σανδαραχην
τῶν κιτρίων , εἶτα ἀναξηράνας ἔχε : εἶτα λαβόμενος τὴν σανδαράχην τὴν σιδηρίζουσαν κόψον καὶ ταρίχευσον ἅλμῃ ἡμέρας καʹ :
χρυσοῦ , μίσγε . Η ΣΑΝΔΑΡΑΧΗ ΟΥΤΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΕΙΤΑΙ . Λαβὼν σανδαράχην τὴν μὴ σιδηροῦσαν μηδὲ τὴν λιθώδην , ἀλλὰ τὴν
4958618 ὑποθεις
καὶ λαβὼν ξίφος ὁλοσίδηρον καὶ θυμιῶν στύρακα καὶ μέλι , ὑποθεὶς κρατῆρι , ἀπότεμε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπάνω τοῦ κρατῆρος
κά - τωθεν κατὰ τὸ ἕτερον ὀστέον , ὄγκον μαλθακὸν ὑποθεὶς , ἢν μὲν ἄνω , καταστρέψας τὴν χεῖρα ,
4955150 ἀναλτον
τὸ τ ἐν τῷ ἄναλτος , Ὅμηρος ς τοῦτον τὸν ἄναλτον . Τινὲς δέ φασιν , ὅτι ἐκ τοῦ ἅλας
βούλεαι , ὄφρ ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ ' ἄναλτον . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς
4947672 ξηρανον
, καὶ εὑρήσεις αὐτὸ γινόμενον κιρρὸν ὡς αἷμα . Εἶτα ξήρανον ἐν ἡλίῳ : βάλε πάλιν ἐν τῇ φιάλῃ .
ἀλεύρου κέγχρου , καὶ τρίψας ἐπιμελῶς καὶ ποιήσας μάζας , ξήρανον ἡλίῳ καὶ ἀπόθου ἐν νοτερῷ τόπῳ , καὶ ἐξ
4945545 ὀρρῳ
καὶ ἰϲχυρὸν τὸν ὀρρὸν ἀποδεικνύουϲιν , εἶτα διηθήϲαντεϲ ἐπιμιγνύουϲι τῷ ὀρρῷ ἁλῶν ἢ θαλάϲϲηϲ καὶ πάλιν ἕψοντεϲ παρέχουϲι . καθαίρει
τί ἐϲτι τὸ λυποῦν . τῷ μὲν οὖν ἁπλουϲτέρῳ ἐϲκευαϲμένῳ ὀρρῷ κεχρῆϲθαι δεῖ ἐπὶ τῶν μαλακῶν ϲωμάτων καὶ ἐφ '
4944187 κερασφορον
γὰρ αὐτὴν προσειρήκασι , πλέον μετέχουσαν θηλύτητος , καὶ τὸν κερασφόρον αὐλὸν ἀνῆψαν αὐτῇ τῷ τε μηνοειδεῖ τοῦ σχήματος παραπλήσιον
. * δολόεντα : ἐπιβάλλοντα * κεράστην : διὰ τὸ κερασφόρον * μάθοις : ἔμαθες * ἠύτ ' : καθάπερ
4938826 ὀστε
ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν : μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ ' , Ἀχιλλεῦ , ἀλλ ' ἵνα περ σε
ἐφήσομαι αἴ κε πίθηαι : μὴ ἐμὰ σῶν ἀπάνευθε τιθήμεναι ὀστέ ' Ἀχιλλεῦ , ἀλλ ' ὁμοῦ ὡς ἐτράφημεν ἐν
4934202 μαζαν
προειδότος αὐτοῦ τὴν φθορὰν καὶ μεμαντευμένου . μύρμηκες δὲ τὴν μάζαν τὴν τῆς διακορηθείσης ἐς μικρὰ καταθρύψαντες , ὡς ἂν
ἀκάριος . μάκτρα , παρὰ τὸ μάττειν ἐν αὐτῆ τὴν μάζαν . μέλισσα παρὰ τὸ μέλειν : οἰκονομικὸν γὰρ καὶ
4928825 κατακοιμηθεις
μυθικὸν ἱστορεῖται , ὅτι Ἡρακλῆς ἔν τινι τόπωι τῆς χώρας κατακοιμηθεὶς καὶ ἐνοχλούμενος ὑπὸ τῶν τεττίγων ηὔξατο αὐτοὺς ἀφώνους γενέσθαι
κρήνας καὶ ἄρτον ἦν φέρειν . Στίλπων καταφαγὼν σκόροδα καὶ κατακοιμηθεὶς ἐν τῷ τῆς Ῥέας ἱερῷ : ἀπείρητο δὲ τῷ
4922895 ὀνῳ
καθόλου εἴδει ἐμίγη , οἷον ὁ καθόλου ἵππος τῷ καθόλου ὄνῳ πρὸς τὴν καθόλου γένεσιν τοῦ ἡμιόνου , εὑρεθήσεται ὅλον
ἢ ἄλλου του σεμνοτέρου δημιουργοῦ . νεμεσῶ γὰρ καὶ τῷ ὄνῳ Αἰσώπου , ἀκούων ὅτι ὄνος ὢν ὅμως ἠμπίσχετο λεοντῆν
4919038 πυριτην
καὶ σάμψυχον καὶ ὕσσωπον καὶ δαφνίτιδας καὶ λιβανωτίδα καὶ λίθον πυρίτην καὶ ἅλας καὶ τρύγα τὴν κεκαυμένην καὶ νίτρον καὶ
τὸν ἄργυρον , ἵνα καλῶς καταμιγῇ : καὶ πεταλίσας πάσον πυρίτην οἰκονομηθέντι , ὀξάλμῃ ἡμέρας ζʹ καὶ γλυκανθέντι , καὶ
4911439 πηλῳ
οὗτος , ὁ ἔξω φημί , κατεσκευάζετο μὲν τῷ αὐτῷ πηλῷ : ἦν δὲ ὅλος διόλου διεζωσμένος τε καὶ κατησφαλισμένος
κοτύλης δέκατον μέρος , ἐπιχέας τρία ἡμιχόεα , ἕψε , πηλῷ τριχώδεϊ καταλείψας , ἄζεστον , ἕως τρίτον μέρος λείπῃς
4909235 Γηρᾳ
ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ
ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ
4902890 δενδρῳ
στρουθίου συμπλέκεται . Οἱ δὲ σπίνοι καὶ αἱ τρυγόνες ὑπὸ δένδρῳ θηρῶνται , εἰ σύμφυλον ὄρνιν ἐπὶ τοῖς τοῦ δένδρου
μοι δοκεῖ . Ἀετὸν ἰδεῖν ἐπὶ πέτρᾳ καθεζόμενον ἢ ἐπὶ δένδρῳ ἢ ἐπὶ ὑψηλοτάτῳ τόπῳ ἀγαθὸν τοῖς ἐπὶ πρᾶξιν ὁρμῶσι
4891938 καθαρειως
φαγοῦσα πρώην σῦκα τῆς μεσημβρίας . Μὴ πολυτελῶς , ἀλλὰ καθαρείως ὅ τι ἂν ᾖ , ὁσίας ἕνεκα , σηπίδι
ἐστι . φράζε δή ποτε . μὴ πολυτελῶς , ἀλλὰ καθαρείως ὅ τι ἂν ᾖ , ὁσίας ἕνεκ ' ,
4882917 καλαμῳ
' ἐκείνων μὲν τοῖς πλείστοις πάμπολυ λεπτομερὲς ὑπάρχει , τῷ καλάμῳ δ ' οὐ πολύ . Καλάμου φραγμίτου ἡ ῥίζα
ἐνεργεστέραν τὴν Χρυσίππου ἢ τὴν Ἀντιπάτρου , οἳ δὴ ἐν καλάμῳ καὶ μέλανι τὸν ἅπαντα χρόνον τὴν ἀνδρείαν ἐπεδείξαντο καὶ
4879860 ἐριφον
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . .
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ
4877999 θηρευσας
καὶ ὁ μὲν ἐποίησε ταῦτα . ὁ δὲ Ἴφικλος κόρακας θηρεύσας καὶ ἀλείψας γύψῳ ἀφῆκεν . Φάλανθος δ ' ἰδὼν
τὰς Ἡρακλείους τοῖς θαύμασι . ὦ πάντας ἀνθρώπους ταῖς ἑαυτοῦ θηρεύσας ἴυγξι : τοὺς μὲν ἄλλους παῖδας οἱ πατέρες οἶμαι
4870443 φωλεῳ
. Κυψέλη αἱ δὲ μέλιτται ἐμπεφωλεύκεισαν ὥσπερ ἐν κυψέλῃ τῷ φωλεῷ : τὸ μέλι δὲ ἐλείβετο κατὰ τῶν κεφαλῶν .
τῷ πρότερον προκύψαντι ἢ ἕτερος , πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων . οὐ τοίνυν ἔχει τι ἰδίωμα ἡ καταληπτικὴ
4864896 φαγοντι
ὅτι θνητὸς ἔφυς σὸν θυμὸν ἀέξαι , τερπόμενος μύθοισι : φαγόντι τοι οὔτις ὄνησις . καὶ γὰρ ἐγὼ κακὸς εἰμὶ
ὅτι θνητὸς ἔφυς σὸν θυμὸν ἄεξε , τερπόμενος μύθοισι : φαγόντι σοι οὔτις ὄνησις . καὶ γὰρ ἐγὼ ῥάκος εἰμί
4863152 ἡδυνειν
εὐοσμότερα καθάπερ τὴν σμύρναν . Δοκεῖ δὲ καὶ τὸ μύρον ἡδύνειν τοὺς οἴνους , διὸ καὶ οἱ μὲν ἐν τῇ
μὴ ἁπαλὴ ᾖ λίην , ξυνεψεῖν χρὴ κράμβην , καὶ ἡδύνειν , καὶ προσηνὲς εἶναι , καὶ ἢν ἐν γαστρὶ
4859140 ᾀσματι
λαοῖς . ὁ γὰρ Στησίχορος οὕτως εἴρηκεν ἐν τῷ προκειμένῳ ᾄσματι τοῖς Ἄθλοις : θρῴσκων μὲν γὰρ Ἀμφιάραος , ἄκοντι
ταῦτα ὁπόσα τοῦ ὀνείρατος ἤκουσεν ᾄδοντος . ἐν τούτῳ τῷ ᾄσματι ἄλλαι τε ἐς τὸν Ἅιδην εἰσὶν ἐπικλήσεις καὶ ὁ
4851518 γαλεον
δ ' ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων καὶ κεντρίνην φησί τινα γαλεὸν εἶναι καὶ νωτιδανόν . Ἐπαίνετος δ ' ἐν ὀψαρτυτικῷ
μελανούρου : ἐσθιέτω δὲ νάρκην καὶ ῥίνην καὶ βατίδα καὶ γαλεὸν καὶ τρυγόνα καὶ βατράχους , τῶν δὲ ἄλλων μηδέν
4849006 ἑνωθῃ
διηθούμενα καταχεῖται ἐν τῇ θυΐᾳ καὶ ἐκλεαίνεται ἐπιμελῶς , ἄχρις ἑνωθῇ . ἐπὶ δὲ σκληροτέρων , εἰ κατ ' ἀκόπου
μάνναν ὁμοῦ λελειωμένα ἱκανῶς , καὶ μακρὸν χλιάνας , ἕως ἑνωθῇ , φυλασσόμενος μὴ προσκαῇ ὁ ὀποπάναξ καὶ ἡ μάννα
4847216 θερισαι
οἱ καρποὶ καθαροὶ καὶ εὐθαλεῖς ἔσονται . καὶ κύτισον δὲ θερίσαι χλωρόν . Τῷ Ἀπριλλίῳ μηνὶ δυνατὸν ἔτι ἐλαίας φυτεύειν
ὑπολοίπους ἐζώγρησαν , ὥστε καὶ τὸν μέγιστον αὐτῶν βασιλέα ἑαυτοῦ θερίσαι τὸν τράχηλον , τὸν δὲ δεύτερον αὐτοῦ ζῶντα ἁλῶναι
4846942 Φαλανθῳ
καὶ πῆμα Ἰαπύγεσσι γενέσθαι „ . ” ἧκον οὖν σὺν Φαλάνθῳ οἱ Παρθενίαι , καὶ ἐδέξαντο αὐτοὺς οἵ τε βάρβαροι
δὲ ἐγένετο Σπαρτιάτης Φάλανθος . στελλομένῳ δὲ ἐς ἀποικίαν τῷ Φαλάνθῳ λόγιον ἦλθεν ἐκ Δελφῶν : ὑετοῦ αὐτὸν αἰσθόμενον ὑπὸ
4844030 οἰν
φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν , φυλόπιδος λῆξαι , πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ . Καὶ πῶς , ὦ κατάρατε , λύκος
' ἀμφέθηκα μυρσίνας . πυρᾶς δ ' ἔπ ' αὐτῆς οἶν μελάγχιμον πόκωι σφάγιον ἐσεῖδον αἷμά τ ' οὐ πάλαι
4842794 κυλικειῳ
εἰμὶ τῶν μελαμπύγων ἔτι . ὡσπερεὶ σπονδὴν διδοὺς ἐν τῷ κυλικείῳ συντέτριφεν τὰ ποτήρια . πρὸς τούτοισιν δὲ παρέσται σοι
προπιὼν τῷ Θρασύλλῳ τὰ ἡμίση τῶν ποτηρίων τῶν ἐπὶ τῷ κυλικείῳ προκειμένων ἐκέλευσε τοὺς ἀκολούθους ἀποφέρειν πρὸς τὸν Θράσυλλον :
4833980 κλιβανῳ
ἢ μήτρης καλὰ πρόσωπα ἐκβολάδος , δέλφαξ δ ' ἐν κλιβάνῳ ἡδέα ὄζων . οὐδέ μοι Αἰγυπτίων βίος ἤρεσεν οἷον
ἂν καὶ κάρτα βούλωνται χρηστῇ τῇ βύβλῳ χρᾶσθαι , ἐν κλιβάνῳ διαφανέϊ πνίξαντες οὕτω τρώγουσι . Οἱ δέ τινες αὐτῶν
4833355 ὑποτυχων
αὐτὸς θεασάμενός τινα ὀργιζόμενον καὶ διὰ τῶν λόγων σφοδρῶς χαλεπαίνοντα ὑποτυχὼν ἔφη : ” μὴ τοὺς λόγους δι ' ὀργῆς
αὐτὸν ἄρτῳ τὸ αἷμα ἐκμάξαντα τῷ δακόντι κυνὶ βαλεῖν , ὑποτυχὼν ἔφη : „ ἀλλ ' ἐὰν τοῦτο πράξω ,
4830542 νεκταρι
: μία μὲν οὕτω : τῷ καὶ εὐκραδέης τριπετῆ ἐν νέκταρι μίξαις , σύκων αὐανθεῖσαν ἅλις πόσιν ὀμφαλόεσσαν καὶ τὰ
κορέσσαις . πολλάκι σήσαμα κόπτε , πόροις δ ' ἐν νέκταρι καὶ τά : ἠὲ σὺ κληματόεσσαν ἐν ὕδατι πλύνεο
4829839 ὑποθες
τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ κἀκεῖ βάλε αὐτόν , καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ
. Εἰς δὲ τὸν λύγγουρον λίθον γλύψον γῦπα , καὶ ὑπόθες ὀλίγον λίβανον καὶ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ φόρει .
4827166 λαχανοισι
καὶ τῶν λοιπῶν τοιούτων ὀρνίθων , ὀπτοῖσι καὶ ἑφθοῖσι : λαχάνοισι δὲ ὡς ἥκιστα : οἴνῳ δὲ μέλανι ἀκρητεστέρῳ αὐστηρῷ
τοῖσι δὲ χοιρείοισι μὴ πολλοῖσι καὶ σκυλάκων μηδὲ ἐρίφων : λαχάνοισι δὲ πράσοισί τε καὶ σκορόδοισιν ἑφθοῖσι καὶ ὠμοῖσι ,
4827043 ἐφυτευθη
τὼ γεννήτορε συνηλθέτην , τῇδε δ ' ἐσπάρη τε καὶ ἐφυτεύθη , πόλις δὲ αὐτὸν ἐμαιώσατο ἐκ τῶν ὠδίνων ,
τὸ μένος . τινὲς δὲ ἐπειδὴ ἐν Πράμνῳ πρῶτον ἄμπελος ἐφυτεύθη τῇ ἐν Ἰκάρῳ . Ἡρόδικον . τὸν Σιλυμβριανόν φησιν
4826009 ξυρῳ
κάρη , περὶ δ ' αἴνυσο λάχνην κέρσας εὐήκει νεόθεν ξυρῷ , ἐν δέ νυ θάλψαις ἤια κριθάων νεοθηλέα φυλλάδα
φάλλαινα ἡ δυσμίσητος ἤτοι τὸ κῆτος αὐτὸ ἐκνευρισθὲν ἐν τῷ ξυρῷ καὶ λογχοδρεπάνῳ τοῦ Περσέως αὐτοῦ τοῦ οἴξαντος καὶ ἀνοίξαντος
4825470 λιμωττουσα
μάλιστα καταλαζονεύονται , ὅταν τοὺς ἐλέγχοντας μὴ ἔχωσι . ἀλώπηξ λιμώττουσα ὡς ἐθεάσατο ἀπό τινος ἀναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους , ἠβουλήθη
στόματος φέρει , καὶ δένδρου λαβομένη ἀναπηδᾷ . ταύρῳ δὲ λιμώττουσα ἐὰν ἐντύχῃ , ἐξ εὐθείας οὐ μάχεται , προσπαλαίει
4821117 πονουντι
πυριάσεις ὀριγάνου ξηροῦ κλωνίον εἰς ζεστὸν ἔλαιον βάπτων , τῷ πονοῦντι ὀδόντι ἄνωθεν ἐπερείδων . Σταφὶς ἀγρία διαμασηθεῖσα ἰδίᾳ καὶ
συμβόλων τὴν μέλλουσαν εὐδαιμονίαν τεκμαίρονται . . . Ἔπρεπεν Ἡρακλεῖ πονοῦντι τοὺς ἄθλους συμπαρῶν τοῖς ἔργοις Ἰόλεως , καὶ τῷ
4813875 Ἀμασι
χρόνον ἐπισχόντες ἀπιστέατο πρὸς τοὺς ἑτέρους καὶ ἐδίδοσαν σφέας αὐτοὺς Ἀμάσι . Πυθόμενος δὲ καὶ ταῦτα ὁ Ἀπρίης ὥπλιζε τοὺς
, αἴτεε δὲ ἐκ βουλῆς ἀνδρὸς Αἰγυπτίου , ὃς μεμφόμενος Ἀμάσι ἔπρηξε ταῦτα ὅτι μιν ἐξ ἁπάντων τῶν ἐν Αἰγύπτῳ
4809314 ἐπιβαλῃς
καιροῦ , ἐὰν περιστερᾶς κόπρον καὶ πέπερι καὶ ἔλαιον μίξας ἐπιβάλῃς . Φλωρεντῖνος ἐν τοῖς γεωργικοῖς αὐτοῦ πρώϊμον καὶ θηριακὸν
στέγην . ἕως ἂν αὐτοῖς ἐμβάλῃς : ἀντὶ τοῦ ” ἐπιβάλῃς αὐτοῖς τὴν οἰκίαν “ . μαθητὴς Σωκράτους . εἷς
4807763 ἀγανακτουντα
οὖν Διομήδη πεισθέντα μετασχεῖν τῆς στρατείας , τὸν δὲ Ἀλκμέωνα ἀγανακτοῦντα μὴ φροντίσαι : διὰ δὲ τοῦτο μηδὲ κοινωνῆσαι τῆς
ὥς φασιν αἱ γυναῖκες . Ἐπικράτης δ ' ἐν Δυσπράτῳ ἀγανακτοῦντα ποιεῖ τινα τῶν οἰκετῶν καὶ λέγοντα : τί γὰρ
4806458 προσενεγκε
θαυμαστοί . ὅλους δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοι πρὸς τοὔψον
τοῖς φύλλοις τοῖς ἐκθλιβεῖσι κατάχριε τὸ δῆγμα . τῇ ἀσπίδι προσένεγκε ἁλικακάβου ῥίζαν , καὶ ὑπνώσει . τρίβολον βοτάνην λειώσας
4805842 προεψησας
Διὰ μόρων ἁπλοῦν : τῶν μόρων τοῦ χυλοῦ κοτύλας πέντε προεψήσας ἄχρι γλοιώδους συστάσεως , πρόσβαλλε μέλιτος λίτραν μίαν καὶ
πολλάκις ἐκρέμασα ἐκ ποδῶν . εἶτα πάλιν οἴνῳ διέβρεξα καὶ προεψήσας μετὰ πολλοῦ πιπέρεως τὰ προειρημένα χναυμάτια ἔβυσα διὰ τοῦ
4804535 ὑδαϲιν
Περὶ κεφάλου . Ὁ κέφαλοϲ ἁπάντων μάλιϲτα τῶν ἰχθύων τοῖϲ ὕδαϲιν ἀμφοτέροιϲ χρῆται ποταμίοιϲ τε καὶ θαλαττίοιϲ : ὁ μὲν
ἀναληφθέντα προϲτιθέϲθω . μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τοῖϲ αὐτοφυέϲι χρηϲτέον ὕδαϲιν ἐπιμόνωϲ καὶ τῷ ψαμμιϲμῷ , τῶν δὲ ἄλλων λουτρῶν
4801965 Ἀρχιγενηϲ
χεῖραϲ ἄκραϲ καὶ πόδαϲ . ἐφ ' οὗ ὁ μὲν Ἀρχιγένηϲ φηϲίν : ἄϲβεϲτον μετὰ ϲτέατοϲ χηνείου καὶ τερμινθίνηϲ ἐπιτίθει
τέϲϲαραϲ . τοῖϲ δὲ ὑπὸ τούτων πεπληγμένοιϲ , ὥϲ φηϲιν Ἀρχιγένηϲ ἐν τοῖϲ Κατὰ γένοϲ φαρμάκων , κοινῶϲ μὲν παρακολουθεῖ
4801156 Δικαιοπολιδι
] ἔπαιξε “ χλιαρὰ ” εἰπών . τῷδε ] τῷ Δικαιοπόλιδι . Γ οὐδέποτ ' ἐγὼ πόλεμον : ἐσωματοποίησε τὸν
συκοφάντας μέρος . Δικαιόπολι : ἔρχεται Λαμάχου ἄγγελος λέγων τῷ Δικαιοπόλιδι ὅτι ἔπεμψε Λάμαχος σὺν τρισὶ δραχμαῖς καὶ ἑτέρᾳ μιᾷ
4797456 σχινον
μαστίχην . Θ . τὰ ἄκρα τῆς σκύλας . . σχῖνον : Ἤγουν σκίλλαν . . σχῖνος τὸ δένδρον ,
στύφουσιν , ἢ ῥόδα ἐν ὕδατι ἀφεψῶντα ἢ ῥοῦν ἢ σχῖνον ἢ ὀξύκρατον . οὐ χεῖρον δὲ καὶ εἰς τὴν
4796646 ὁλμῳ
τὸν φλοιὸν λαβὼν ὅταν ἀκμάζῃ ἡ βοτάνη , κόπτε ἐν ὅλμῳ : ἔπειτα μετενεγκὼν εἰς ἀγγεῖον χαλκοῦν ἢ κεραμεοῦν ,
πρὸς ὀλίγον βρέξας ὕδατι καὶ ἀνασπάσας καὶ βαλών , πτίσσε ὅλμῳ ὡς πτισάνην : ὅταν δὲ τὸν φλοιὸν ἀποβάλῃ ,
4796245 ὀργισθεντα
βουληθῆναι Διὶ συνελθεῖν ὡς ὑπὸ Ἥρας τραφεῖσαν , Δία δὲ ὀργισθέντα θνητῷ θέλειν αὐτὴν συνοικίσαι . Χείρωνος οὖν ὑποθεμένου Πηλεῖ
λίπους καὶ τῷ Διὶ ἐπεμοίρασεν : ὅθεν διὰ τὸν παραλογισμὸν ὀργισθέντα αὐτὸν τὸ πῦρ ἀποκρύψαι , ἀλλ ' ὁ Προμηθεὺς
4791475 χασκειν
δεῖ δὲ ἑπόμενον τούτοισι ξυμβάλλειν τὰς γνάθους , καὶ μὴ χάσκειν . Ἐμβολὴ μὲν οὖν αὕτη , καὶ οὐκ ἂν
τῷ πάσχοντι συναγαγεῖν τὸ στόμα . πρότερον μὲν γὰρ αὐτὸν χάσκειν δεῖ χαλαρὰν παρέχοντα τὴν γένυν , ὅπερ ἐστὶ μηδένα
4785647 φυστην
πρυτανείῳ ἄριστον προτιθῶνται , ἐπὶ τῶν τραπεζῶν τιθέναι τυρὸν καὶ φυστὴν δρυπεπεῖς τ ' ἐλάας καὶ πράσα , ὑπόμνησιν ποιουμένους
τὸ τριώβολον ἐκκαλαμᾶται , καὶ τὸ γύναιόν μ ' ὑποθωπεῦσαν φυστὴν μᾶζαν προσενέγκῃ , κἄπειτα καθεζομένη παρ ' ἐμοὶ προσαναγκάζῃ
4779241 κυνι
: ἐγώ εἰμι ἡ ἐν τῷ ἄστρῳ τῷ ἐν τῷ κυνὶ ἐπιτέλλουσα : ἐμοὶ Βούβαστος ἡ πόλις ᾠκοδομήθη . χαῖρε
τῶν Διογένη καὶ Ἀντισθένη καὶ Κράτητα ἐπιγραφομένων καὶ ὑπὸ τῷ κυνὶ ταττομένων , οἳ τὸ μὲν χρήσιμον ὁπόσον ἔνεστι τῇ
4777225 τυρον
κατάγνυσθαι . πλέγμα τι σκευοφόρον στρατιωτικόν , ἐν ᾧ ἀποτίθενται τυρὸν καὶ ἐλαίας καὶ κρόμμυα . ἔστι δὲ καὶ ζῷον
οἱ δ ' ἐφόρουν τὰ χρήματα , καὶ τόν γε τυρὸν οὐκ ἐῶντος ἤσθιον τούς τ ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο :
4774606 πλακουντα
. εἶτα μὴ ἔλθῃ καὶ ἄρῃ αὐτά ; ἀλλὰ σὺ πλακοῦντα δεικνύων ἀνθρώποις λίχνοις καὶ μόνος αὐτὸν καταπίνων οὐ θέλεις
δὲ φιλοπλάκουντος ὢν οὐκ ἂν περιεῖδον τὸν θεῖον ἐκεῖνον ἐξυβριζόμενον πλακοῦντα . μνημονεύων οὖν ὁ κωμικὸς Πλάτων εἴρηκεν ἐν τῷ
4774351 ψωμον
μὰ τὸν Ἥφαιστον , προσόμοιος , καλλιτράπεζος καὶ βουλόμενος λιπαρὸν ψωμὸν καταπίνειν , φησὶν Ἀμειψίας . εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι
πρὸς τὰ μεγάλα . νῦν δὲ μὴ δυνάμενοί τινες τὸν ψωμὸν καταπίνειν σύνταξιν ἀγοράσαντες ἐπιβάλλονται ἐσθίειν . διὰ τοῦτο ἐμοῦσιν
4774118 σμιλακα
φησιν : ἑρπετὰ τῶν αἰεὶ τετρίφαται λοφιαί σμῖλον ] τὴν σμίλακα μάρψαις ] λάβῃς Οἰταίην δέ , τὴν οἴτου αἰτίαν
ἐκέλευεν ὁ ὄνειρος , ἔνθα ἂν τῆς Ἰθώμης εὕρῃ πεφυκυῖαν σμίλακα καὶ μυρσίνην , τὸ μέσον ὀρύξαντα αὐτῶν ἀνασῶσαι τὴν
4761730 μολυβδῳ
αʹ , σανδαράχης # αʹ . Λείωσον ῥαφανίνῳ ἐλαίῳ , μολύβδῳ ἡμέρας γʹ : ἔμβαλλε εἰς ἀκμάδιον , καὶ θὲς
καὶ ἰδιωτικός , ἀπὸ κηρύγματος ἐς τὴν ἀγορὰν συνήνεγκαν καὶ μολύβδῳ καὶ χαλκῷ συνεχώνευσαν , ὡς ἀχρεῖον Ἀννίβᾳ γενέσθαι ,
4757583 λυκῳ
ἄμφω : οὐ γὰρ δεῖται θατέρου ὁ ἕτερος ⋮ Τῷ λύκῳ ὁ τράχηλος εἰς βαθὺ συνῆπται : οὔκουν οἷός τε
καὶ ἄδικος οὕτω θήρα δικαίας τυγχάνει νομῆς . νοσοῦντι δὲ λύκῳ καὶ ἀπορουμένῳ τροφῆς τὸν χοῦν αὐτῷ λέγεται γίνεσθαι βρῶσιν
4754111 ὀψῳ
, ὥστε καὶ μετ ' ἄρτου δυνατὸν αὐτῇ χρῆσθαι καθάπερ ὄψῳ . Καρδάμωμον : ἔστι μὲν ἀμέλει καὶ τοῦτο θερμῆς
ἔμελλεν . σαπέρδῃ δ ' ἐνέπω κλαίειν μακρά , Ποντικῷ ὄψῳ , καὶ τοῖς κεῖνον ἐπαινοῦσιν : παῦροι γὰρ ἴσασιν
4752243 μανδραγοραν
μόνον τοῖς τὸ μηκώνειον πεπωκόσι παρέπεται , ἀλλὰ καὶ τοῖς μανδραγόραν ἢ κώνειον προςενεγκαμένοις : τό τε παραφρονεῖν οὐ μόνον
βοηθείας . ἕτεροι δὲ τῶν μετριωτέρων δοκούντων εἶναι συμποτῶν ὥσπερ μανδραγόραν τὸν ἄκρατον πιόντες ὑπερβεβλύκασι καὶ τὸν εὐώνυμον ἀγκῶνα προβαλόντες
4751829 καιε
ἀποτήκειν τάχιϲτα . βάλλεται δὲ καὶ εἰϲ φάρμακα ξηραντικά : καῖε δὲ αὐτὰ χύτραν καινὴν πληρῶν , εἶτα πωμάζων ὀπὰϲ
' Ἀχιλῆα : γέρων δ ' ἱππηλάτα Πηλεὺς πίονα μηρία καῖε βοὸς Διὶ τερπικεραύνῳ αὐλῆς ἐν χόρτῳ : ἔχε δὲ
4746542 Δωριων
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ . ΣΚΕΠΙΝΟΣ . τούτου μνημονεύων Δωρίων ἐν τῷ περὶ ἰχθύων καλεῖσθαί φησιν αὐτὸν ἀτταγεινόν .
ἑαυτοῦ : ” εἰπέ μοι , „ ἔφη „ ὦ Δωρίων , τί Πολέμων ἐνταῦθα ; ” καὶ ὁ Δωρίων
4744166 δηγματι
. ἐκ τῆς τροχῶν διαδρομῆς ἡ ψάμμος ἀρθεῖσα ἐπεπάσθη τῷ δήγματι , καὶ ἔσωσε παραχρῆμα . Ἀριστοφάνους . Ἡ γαλῆ
ἐσθιόμενον , ἄδηκτον ἀπὸ ἑρπετῶν διαφυλάττει καὶ θηριοδήκτους ὠφελεῖ τῷ δήγματι καταπλασσόμενον . ἕλκη τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ συμβαίνοντα ἐκριζοῖ
4742921 ἰχθυδια
οἱ θηραταί . Τοὺς δ ' ἐναλίους ὄρνιθας ἀγκίστροις αἱροῦσιν ἰχθύδια περιθέντες αὐτοῖς , ἀλλὰ καὶ σανίσιν εἰκόνας ἐπιγράψαντες ἰχθύων
καὶ ἡ πίννη διαστήσασα τὸ ὄστρακον ἡσυχάζει τηροῦσα τὰ ἐπεισιόντα ἰχθύδια , ὁ δὲ πιννοτήρης παρεστὼς ὅταν εἰσέλθῃ τι δάκνει
4739494 Δημῳ
ἐσθίων . αἶσαν : πῆμα . Κρυερός : φοβερός . Δημῷ : λίπει , κουνγρασσίσζε . Κρυόεντος : κρατεροῦ .
ἐσθίων . αἶσαν : πῆμα . Κρυερός : φοβερός . Δημῷ : λίπει , κουνγρασσίσζε . Κρυόεντος : κρατεροῦ .
4737031 σιδηριτην
τὴν δὲ διαίρεσιν περίστασις παροῦσα εἰ μὴ κωλύει κολληθήσεσθαι , σιδηρίτην βοτάνην λειώσας καὶ ἀποσπογγίσας οἴνῳ ἐπιδέσμει . Ἄλλο .
. Τῷ γὰρ Ἀπόλλων Φοῖβος ἔχειν λίθον αὐδήεντα δῶκε , σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον
4736347 λεπαστην
κήλησε δέμας λεπτὸν Ῥαδάμανθυν Λύσανδρον κώθωνι , πρὶν αὐτῷ δῶκε λεπαστήν . Ἀμερίας δέ φησι τὴν οἰνοχόην λεπαστὴν καλεῖσθαι .
ἀγέλην , χρυσοῦν τε σάκος * * * φιάλην τε λεπαστήν , χιόνος τε πρόχουν , κέρχνων τε χύτραν ,

Back