| Οὐκοῦν καὶ εἰ ἔτι μᾶλλον χαριεντίζοιτο ὁ ταῦτα λέγων , κομψευόμενος ὡς οἵ γε στρόβιλοι ὅλοι ἑστᾶσί τε ἅμα καὶ | ||
| τι ἀγωνιστικὸν ἔχουσα , ὅστις γε καὶ τοῖς τοιούτοις ἥδεται κομψευόμενος . κρεμάσαι χρὴ τὸν ἄνθρωπον τῶν ποδῶν πρὸς μεσόδμην |
| δέον εἰπεῖν ᾧτε κεράστης . * οὐλόμενον : ὀλέθριον * κακοεργόν : κακοποιόν * ἐνιχραύση : ἐπενέγκῃ ἐπιθήσῃ προσεγγίσῃ χραύσῃ | ||
| δέον εἰπεῖν ᾧτε κεράστης . * οὐλόμενον : ὀλέθριον * κακοεργόν : κακοποιόν * ἐνιχραύση : ἐπενέγκῃ ἐπιθήσῃ προσεγγίσῃ χραύσῃ |
| Ξυλόχοισιν : ὄρεσιν . ἔχει φάτις : κρατεῖ φήμη . ἀγρευτήρων : κυνηγῶν . Θῶας : λυκοπάνθηρας , λυκοπανθήρους . | ||
| ' ἀπετίσατο λώβην . ὧδε καὶ ἐν ξυλόχοισιν ἔχει φάτις ἀγρευτήρων θῶας ὑπερφιάλους ἔλαφον πέρι ποιπνύεσθαι ἀγρομένους : οἱ μὲν |
| Ὑβέλη : πόλις περὶ Καρχηδόνα . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . Γαῦλος : νῆσος πρὸς τῆι Καρχηδόνι . Ἑκαταῖος Περιηγήσει . | ||
| , ὑπὸ Καρχηδονίων οἰκούμεναι : Μελίτη πόλις καὶ λιμὴν , Γαῦλος πόλις , Λαμπάς : αὕτη πύργους ἔχει δύο ἢ |
| [ ] ν ἀρύστηρ ' ἐς κέραμον μέγαν [ ] μόχθεις τοῦτ ' ἔμεθεν σύνεις [ ] μητωξαυος ἀλλως [ | ||
| [ ] ν ἀρύστηρ ' ἐς κέραμον μέγαν [ ] μόχθεις τοῦτ ' ἔμεθεν σύνεις [ ] μητωξαυος ἀλλως [ |
| χυμοῦ . Σύμμετρα δὲ ταῦτα ἢ καὶ πλείω πρόεισι τοῦ προσή - κοντος , ὁτὲ μὲν διασκεδασμένον καὶ λεπτὸν παρυφιστάμενον | ||
| , διὰ τί πρὸς ἐμέ ; πανταχοῦ γὰρ ἔγωγε νομίζω προσή - κειν μέγα δύνασθαι τὸ δίκαιον . εἰ δὲ |
| τρυφῆς πέπλησμαι : καιρός ἐστί μοι θνῄσκειν . ” [ Τότ ' ἂν λίχνος γένοιο μῦς ἐν ἀνθρώποις , ἐὰν | ||
| κόρᾳ τ ' ὀβριμοδερκεῖ ἄζυγα παρθένῳ Ἀθάνᾳ ὑψικέραν βοῦν . Τότ ' ἄμαχος δαίμων Δαϊανείρᾳ πολύδακρυν ὕφανεν [ ] μῆτιν |
| , οὐδ ' ἐφεισάμην ἥβης , ἔχους ' ἐν οἷς ἐτερπόμην ἐγώ . καίτοι ς ' ὁ φύσας χἠ τεκοῦσα | ||
| πυρρὸν νευρῶδες ἔσω καὶ ἔξω ἐντρέχον ἐνέβαλέ μοι , κἀγὼ ἐτερπόμην . ἡ δὲ μήτηρ ἀκούσασα ἔφη ὦ τέκνον , |
| ' ἠέρα παῦρον ἀτύζει οἷα κατηβολέων , ψυχὴ δ ' Ἀϊδωνέα λεύσσει . ἐάν ἐστιν ἀτίζων , ἀφροντιστῶν , ἐὰν | ||
| Περσεφόνης ἔμεναι κυανώπιδος , ἐς δέ μιν αὐτὴν εὔξατο νοστήσειν Ἀϊδωνέα , τὴν δὲ μελάθρων ἐξελάσειν : τοίη οἱ ἐπὶ |
| πανοῦργος ὃν ἔλεγ ' ἡμῖν Κλεισθένης ; Οὗτος , τί κύπτεις ; Δῆσον αὐτὸν εἰσάγων , ὦ τοξότ ' , | ||
| νέον αὐταῖς ἀποδοῦναι . Τί μοι , ὦ βέλτιστε , κύπτεις εἰς γῆν καὶ τὴν χρόαν εἰς ἔλεγχον αἰδοῦς μεταβάλλεις |
| , ἄγχι δέ τοι νύξ αὖλιν ἄγει , κοίτου δὲ λιλαίεαι ἔργον ἀνύσσας , τῆμος δὴ ποταμοῖο πολυρραγέος κατὰ δίνας | ||
| καὶ κῆρ ' ἀίδηλον δώσω , ἐπεί νύ μοι ἄντα λιλαίεαι ἰσοφαρίζειν : καί κεν ἀναπνεύσουσιν ὅσοι σέθεν εἵνεκα λυγρῷ |
| σέ : πεποίηται δέ τις αὐτῷ δημηγορῶν παγγέλοιος ἄνθρωπος , διάστροφος τὸ σῶμα καὶ λελωβημένος . ἐκεῖνος τοίνυν ὁ Θερσίτης | ||
| υἱούς . περὶ Καλλιμέδοντος τοῦ Καράβου ὅτι φίλιχθυς ἦν καὶ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς φησι Τιμοκλῆς : εἶθ ' ὁ Καλλιμέδων |
| . ὀτοτύζεται ] δεῖ δὲ ὅμως τὸν ἀποθανόντα θρηνῆσαι . ματεύει ] ὅμως οὐκ ἠρεμεῖ ἡ ψυχή : ζητεῖ γὰρ | ||
| , πάντα θ ' ἅτ ' ἐκ γαίης μερόπων ἐπίνοια ματεύει . ἢν δ ' ἀκτὶς Κρονικὴ κορυφὴν ἐπ ' |
| χειρῶν ὡς τῇ δεξιᾷ βάλλων . περιβῆναι πεπτωκότος ὑπερασπίσαι . περιωπή τόπος ὑψηλός , ἀφ ' οὗ ἔστι περισκέψασθαι . | ||
| τὸ ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ οὕτω πολλὴν περιωπήν : σημείωσαι περιωπήν ʃ περιωπή , ἡ φροντίς . ʃ ἀντὶ τοῦ περίσκεψιν ἢ |
| [ ] ! ! ! ! ! [ [ ] ερος ? ἵνα ? [ [ ] ν σπιλα [ | ||
| εγο ? ? [ [ ] παν [ [ ] ερος : [ [ ] ! πο ? [ [ |
| ῥεῖα φέροι κλυτὰ τεύχεα Πανθοίδαο Ἀτρείδης , εἰ μή οἱ ἀγάσσατο Φοῖβος Ἀπόλλων . ἡ διπλῆ ὅτι τοὺς χρόνους ἐνήλλαχε | ||
| ' ἂν ῥᾳδίως ἔφερεν . . . . . τὸ ἀγάσσατο νῦν ἀντὶ τοῦ ἐφθόνησεν , οὐκ ἀντὶ τοῦ ἐθαύμασεν |
| ' : ἀτὰρ τί φευκτέον ; ἀποῦσα γάρ σε καὶ παροῦς ' ἀφιγμένον δεῦρ ' οἶδεν . ὦ δύστηνος , | ||
| γὰρ ἠισθόμην τοῦ σοῦ συνήθη γῆρυν : ἐν πόνοισι γὰρ παροῦς ' ἀμύνεις τοῖς ἐμοῖς ἀεί ποτε . τὸν ἄνδρα |
| συνεσχηματισμένος . τό τε γὰρ ἐπιφαινόμενον ἁπλοῦν καὶ ἀφελὲς ἀδιήγητον ἐπεκάθητο τοῖς λόγοις , ἥ τε ἐπὶ τούτοις ἀφροδίτη τῶν | ||
| σωτὴρ ] ἡ . ναῦν ] τήν . ἐφέζετο ] ἐπεκάθητο αὐτῆι . ὅρμωι ] ἐν λιμένι . ἐξοκεῖλαι ] |
| τὰ ὀψίγονα καὶ σμικρὰ μετάχοιρα . συφεός ὑφεός συφός , χοιροκομεῖον : χοιροτροφεῖον δὲ ὅ τε συφὸς καὶ πλέγμα τι | ||
| δέδεται . Γ ἔξεισιν ὁ ἕτερος τῶν οἰκετῶν ἀντὶ δρυφάκτου χοιροκομεῖον ἔχων . ἔστι δὲ τὸ καλούμενον ζωγρεῖον κανονωτόν , |
| δὲ παρὰ ἀμιχθόεις , τὸ θηλυκὸν ἀμιχθόεσσα , ὡς αἰθαλόεις αἰθαλόεσσα καὶ αὐδήεις αὐδήεσσα , καὶ παιπαλόεις παιπαλόεσσα καὶ πλεονασμῷ | ||
| μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή , πολλάκι δ ' αἰθαλόεσσα μελαινομένη ὑπὸ βώλῳ Αἰθιόπων , οἵην τε πολύστομος εἰς |
| Δία οὐκ ἔγωγε . Τί οὖν ἄρτι ἤρου ὅτι μοι νοοῖ τὸ ῥῆμα ; Τί ἄλλο γε , ἦν δ | ||
| . ὡς δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρος δι ' ἑρμηνέων ὅ τι νοοῖ αὐτοῖς τὸ ἔργον , τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὧδε : |
| : κακοῖς γὰρ οὐ σὺ πρόσκεισαι μόνη . βίᾳ νυν ἕλκετ ' ὦ κακοὶ τιμὰς βροτοί , καὶ κτᾶσθε πλοῦτον | ||
| ] : Ἡράκλειτος ἐγώ : τί μ ' ἄνω κάτω ἕλκετ ' ἄμουσοι ; οὐχ ὑμῖν ἐπόνουν , τοῖς δ |
| λάβροι ἄνεμοι τοῖς πᾶσιν ἐναντίοι , οὕτως οἱ εὐκραεῖς καὶ ἤπιοι πλεῖστον καὶ μάλιστα μὲν τοῖς πᾶσι φυτοῖς , ἐξαιρέτως | ||
| τῶν δαπανημάτων ἔνδειαν . Εἰσὶ δὲ τοῖς ἐπιξενουμένοις ἐν αὐτοῖς ἤπιοι καὶ φιλοφρονούμενοι : αὐτοὺς διασῴζουσιν κατὰ διαδοχὴν ἐκ τόπου |
| . βέλτιον δὲ ἐπὶ τοῦ κακοτεχνεῖν . τὸ δὲ ἔχων παρέλκει Ἀττικῷ ἔθει . ἐξ Ἑλένης Εὐριπίδου πολλὰ τούτων . | ||
| ἔχους ' εὐδαίμονα , αἲ αἴ ” . ὡς γὰρ παρέλκει τὸ „ αἲ αἲ „ καὶ τὸ ” φεῦ |
| , σαφὲς ὅτι ὡς τὸ ὀδυσσαμένοιο τεοῖο ἐπὶ πρᾶγμα φερόμενον ὠλιγώρηται : δέον γὰρ γενικὴν παραλαμβάνειν , ἥτις καὶ ἐπὶ | ||
| . Ἀλλ ' οὐκ εἴ τι ἐν διαλέκτοις παρὰ τάσιν ὠλιγώρηται , τοῦτο καὶ τῆς ποιότητος τῆς λέξεως ἐστέρηται : |
| [ ! ! ! ! ! ] ; ὠή , ἄνοιγ ' ἄνωθεν . γραμματτάλαν [ ! ! ! ! | ||
| ὅτι ἀρσενικῶς εἴρηκε τὸν τίγριν Ἄλεξις ἐν Πυραύνῳ οὕτως : ἄνοιγ ' , ἄνοιγε τὴν θύραν : ἐλάνθανον πάλαι περιπατῶν |
| περιθέει : δολεροὶ τὸ ἦθος : οἱ δὲ πάντη ἀνεστηκότες μαργοσύνην κατηγοροῦσι . προπετεῖς ὀφθαλμοὶ αἱματώδεις οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων . | ||
| συγκλείεσθαι ὑπορρέοιεν καὶ εἰς τὸ ἄνω χωροῖεν , μαχλοσύνην καὶ μαργοσύνην κατηγοροῦσιν . εἰ δὲ ὀρθοὶ ὄντες συγκλείοιντο , εἰ |
| ἐστι ξυλίνη . Ὅμηρος δὲ καὶ σιδηρᾶν οἶδεν : ἀλλὰ σιδηρείῃ κορύνῃ . τινὲς δὲ ἀποδεδώκασι σιδηρείῃ τῇ εὐτόνῳ , | ||
| : στήθεα δ ' ἐσφαίρωτο πελώρια καὶ πλατὺ νῶτον σαρκὶ σιδηρείῃ , σφυρήλατος οἷα κολοσσός : ἐν δὲ μύες στερεοῖσι |
| τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ | ||
| σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω |
| ὧν σοι καὶ ὄφελός τι προσγενήσεται : ἐμὲ γὰρ εἰ κατάσχῃς , οὐδὲν ἐξ ἐμοῦ τὸ παράπαν κερδανεῖς . ” | ||
| τῇ χολῇ κατατρώγοντα . ἐρύξεις δὲ ἀντὶ τοῦ ἀποδιώξεις , κατάσχῃς καὶ κωλύσεις . * ἄγρει : ἄγε ἑξάμορον : |
| , ἐν τῷ διαμασᾶσθαι ἐκκαίων τὴν γεῦσιν : ῥίζα εὐμεγέθης ὕπεστιν , ὄζουσα λιβάνου . Ἄλλη λιβανωτὶς πάντα ἐοικυῖα τῇ | ||
| τούτων ἕκαστον τμητέον , καὶ ὅπη τὰ αὐτὰ κεφάλαια πᾶσιν ὕπεστιν , καὶ ὅπη ἑκάστῳ ἁρμόττει χρήσασθαι , ἐφεξῆς [ |
| . στροφὴ κώλων ζʹ . ἦρ ' ] ἆρα . ἀίει ] ἀκούει . μακαρίτας ] η . † ὁ | ||
| ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην , Μανῆς δ ' οὐδὲν λατάγων ἀίει , τὴν δὲ τάλαιναν πλάστιγγ ' ἂν ἴδοις παρὰ |
| ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , | ||
| ⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα |
| . εἴ σοι δεινὸν εἶναι φαίνεται ἂν λάβω ξύλον , ποήσω τὰ δάκρυ ' ὑμῶν ταῦτ ' ἐγὼ ἐκκεκόφθαι . | ||
| ἡμμένην . κἀγώ τιν ' αὐτῶν τήμερον δοῦναι δίκην ἐμοὶ ποήσω , κεἰ σφόδρ ' εἴς ' ἀλαζόνες . ἰοὺ |
| διὰ τὴν τῶν ἐπιλύσεων θεωρίαν γλαφυρωτέραν καὶ ὠφέλιμον οὖσαν . ἀποροῦσιν οὖν οὕτως : τοῦ ὄντος τὸ μέν φασιν ἀναγκαῖον | ||
| ἄτομος οὐσία ἀτόμου οὐσίας , κἂν ἀνομοιοειδὴς εἴη . πάλιν ἀποροῦσιν , εἰ ὁμοίως οὐσίαι αἱ ἄτομοι , ἔσται ὅδε |
| εἵνεκα φῶς ἔλαχε καὶ τιμὴν ἡ νὺξ αὕτη , ἔστι ἱρὸς περὶ αὐτοῦ λόγος λεγόμενος . Ἐς δὲ Ἡλίου τε | ||
| ἐστι ἐν εἰρινέοισι εἵμασι θαφθῆναι . Ἔστι δὲ περὶ αὐτῶν ἱρὸς λόγος λεγόμενος . Καὶ τάδε ἄλλα Αἰγυπτίοισί ἐστι ἐξευρημένα |
| μένοντες ἕστασαν ὁππότε πύργος Ἀχαιῶν ἄλλος ἐπελθὼν Τρώων ὁρμήσειε καὶ ἄρξειαν πολέμοιο . τοὺς δὲ ἰδὼν νείκεσσεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων | ||
| , καὶ ἔτι ἂν ἧσσον δεινοὶ ἡμῖν γενέσθαι , εἰ ἄρξειαν αὐτῶν Συρακόσιοι : ὅπερ οἱ Ἐγεσταῖοι μάλιστα ἡμᾶς ἐκφοβοῦσιν |
| , ἀλλὰ καὶ ἱερέα σε ποιήσω τῆς θεοῦ . ” καταλέγω δὴ τοῦτο τῇ Λευκίππῃ τὸ ἐνύπνιον καὶ οὐκέτι ἐπεχείρουν | ||
| ταῦτα τοὺς εἰς μαθηματικὴν οὐσίαν ἐντιθέντας τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς καταλέγω διευκρινημένως . ἔστι δὴ γένος ἕν τι αὐτῆς τὸ |
| καὶ τοιαυτὶ καὶ δεῦρο σχηματίσαντες . Ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Ἐν τοῖς ὄρεσιν δ ' | ||
| , φησὶν Ἔφιππος . Ἀριστοφάνης : ὅστις ἐν ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . Σώφρων δὲ στρουθωτὰ ἑλίγματά φησιν |
| εἰσαγαγών . Τὸ δ ' ἐπὶ σκελέεσσι πέτηλον γούνατί οἱ σκαιῷ πελάει : κεφαλή γε μὲν ἄκρη ἀντιπέρην Ὄρνιθος ἑλίσσεται | ||
| σκαιὸν ὄμμα παραβαλὼν θύννου δίκην , ὡς τοῦ θύννου τῷ σκαιῷ ὀφθαλμῷ οὐ βλέποντος , ὡς Ἀριστοτέλης εἴρηκεν . Μένανδρος |
| μὲν ἁπλῆ καὶ ἀπερίττωτος τῶν δὲ ποικίλη καὶ περιττωματική . Συμβάλλεται δέ τι καὶ τοῦτο πρὸς εὐοσμίαν ὅταν ἡ φύσις | ||
| τύπον τῆς βαλάνου , πρὸς ὃν τὴν βαλανάγραν ἐποιήσαντο . Συμβάλλεται . . . . γενέσθαι Τημένῳ Ῥοδίῳ ἐν Ἰωνίᾳ |
| ' ἄνδρας ἐπικεκυφότας καὶ κατωχριωμένους : “ οἱ δὲ ἰδόντες γήθησαν ” καὶ ἐξ ἐναντίας παρεγένοντο : ἔφασκον γὰρ ὡς | ||
| δ ' ὥστε σφετέροισιν ἐπειγομένοις πολιήταις ἀγκλίνουσι θύρετρα καὶ οὐ γήθησαν ἑταίροις : ὣς ἄρα καὶ ξιφίην ἴκελον δέμας ἤπαφε |
| γάρ μοι συνῄει ὁ πατὴρ ὁ σός , τράγῳ ἑαυτὸν ἀπείκασεν , ὡς λάθοι , καὶ διὰ τοῦτο ὅμοιος ἀπέβης | ||
| δὲ αἱ μέν εἰσιν ἄρισται τῶν ἡμερῶν ἃς μητράσιν αὐτὸς ἀπείκασεν , αἱ δὲ φυλακτέαι αἷς τὰς μητρυιὰς ἐπεφήμισεν . |
| . οἴη δ ' ὀρκύνου κεφαλὴ θαλαμηιάδαο νόσφιν ἀφειστήκει , κεχολωμένη εἵνεκα τευχέων αἰρομένων : τὸ δὲ πῆμα θεοὶ θέσαν | ||
| . οἴη δ ' Αἴαντος ψυχὴ Τελαμωνιάδαο νόσφιν ἀφεστήκει , κεχολωμένη εἵνεκα νίκης , τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος παρὰ |
| Ἁλκμήνης ἐγὼ υἱὸς γενοίμην δοῦλος ἅμα καὶ θνητὸς ὤν ; Οἶδ ' οἶδ ' ὅτι θυμοῖ , καὶ δικαίως αὐτὸ | ||
| ἀμφίστομος , κεντεῖ κάτωθεν , τοῖς δὲ χείλεσιν δάκνει . Οἶδ ' ἐγὼ ὃς νέος ὢν ἐστὶν βαρύς , ἂν |
| ἐπὶ τὰς τῆς πόλεως χρείας πεμπόμεναι καὶ ταχυναυτοῦσαι . ἀναπτάμενος τρίορχος : Ἐπεὶ ἑταίρα ἦν , ἔπαιξε τὸ τρίορχος . | ||
| αὐτὴν ἁρπάσαντες ἔφυγον πτερὰ δὲ τῶν πλοίων τὰ λαίφη . τρίορχος καὶ τριόρχης καὶ μόρφνος καὶ μελανόστης καὶ μέλας καὶ |
| ' εὖ λέγειν . Τὸ πῦρ ὑποσκάλευε . Ἤκουσας ὡς μαγειρικῶς κομψῶς τε καὶ δειπνητικῶς αὑτῷ διακονεῖται ; Οἴμοι τάλας | ||
| φακῆν ὁ κωμικὸς Δημήτριος . ὅτι ἡ ῥοδουντία ἡ ῥοδωνία μαγειρικῶς καλουμένη λοπὰς τοιαύτη τις ἦν : ῥόδα τὰ εὐοσμότατα |
| μέχρι κλειδῶν μέρος τέρθρον , ἡ δὲ ὄπισθεν κατὰ τὸν στροφέα σφόνδυλον κοιλότης ἐπισφαγὶς προσείρηται : καὶ ταύτην περιέχουσι τένοντες | ||
| . οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο . πρὸς τὸν στροφέα τῆς αὐλείας σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . μὴ τἄρ ' |
| Λέγε τί . Πᾶσα ἡ τοιαύτη διάκρισις , ὡς ἐγὼ συννοῶ , λέγεται παρὰ πάντων καθαρμός τις . Λέγεται γὰρ | ||
| ποτ ' ἐστίν ; οὐδὲ γάρ τοι αὐτὸς πάνυ τι συννοῶ τί βούλεται εἶναι . Ἦ που ἄρ ' , |
| γενόμενοι φοβοῦνται καὶ ἀγωνιῶσι καὶ τοὺς ἀναξίως δοκοῦντας περιπίπτειν τούτοις ἐλεοῦσι καὶ τοῖς κατὰ προαίρεσιν περιβάλλουσιν ὀργίζονται καὶ θυμοῦνται καὶ | ||
| ἄνθρωποι τὰ μὲν φιλικά : δέονταί τε γὰρ ἀλλήλων καὶ ἐλεοῦσι καὶ συνεργοῦντες ὠφελοῦσι καὶ τοῦτο συνιέντες χάριν ἔχουσιν ἀλλήλοις |
| δὲ φίλημ ' ἁβροσύναν , καί μοι τὸ λαμπρὸν ἔρος ἀελίω καὶ τὸ καλὸν λέλογχε , φανερὸν ποιοῦσα πᾶσιν ὡς | ||
| ! ! ] ' Ἀχέροντα μεγ ? [ ζάβαις [ ἀελίω ] κόθαρον φάος [ ὄψεσθ ' , ἀλλ ' |
| γράμματα ; ἐπεὶ δὲ διεσιώπησεν ὁ Εὐθύδημος σκοπῶν ὅ τι ἀποκρίναιτο , πάλιν ὁ Σωκράτης , Ἆρα μὴ ἰατρός ; | ||
| ' ἔδρας , ἦν σοι καιρὸς πεπαῦσθαι ; τί ἂν ἀποκρίναιτο ἢ ὅτι τότε μὲν τὸν πιστεύσοντα οὐκ εἶχε , |
| ἀνάπαλιν τοῦ κ , ἔνθα κτλ . . . Ἥρη ἀπτοεπές , ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες : ἡ διπλῆ , | ||
| ἀπὸ τοῦ ὄπτω , τὸ βλέπω . . . . ἀπτοεπές : τινὲς δασύνουσιν , ἵν ' ᾖ ἡ ἁπτομένη |
| καὶ μόλις ποτὲ ἤλθομεν ἐπὶ σκηνάς τινας , καὶ στάντες ἐβοῶμεν . προελθὼν δὲ οὗτος εἰσάγει τε ἡμᾶς ἔνδον καὶ | ||
| , ἢ λαμβάνων τὴν σφαῖραν ἢ διδούς , ἅμα πάντες ἐβοῶμεν . . . . . . . ἡ δ |
| καὶ ἕνεκα τούτου τὰ τῆς συντάξεως ἀνεμερίσθη , καθὸ ἡ ἀπολελυμένη σύνταξις αἰτοῦσα ὑποτακτικὴν ἀντωνυμίαν μετατίθησιν καὶ τὴν τάσιν , | ||
| ἀλλ ' ἐϲ λευκόν , παχύ , γονοειδέϲ . κοιλίη ἀπολελυμένη : γαργαλιϲμοὶ αὐτόματοι πλευρέων καὶ μαϲχαλῶν : ϲπαϲμώδεεϲ , |
| γέλοιον : ἐπὶ μέντοι τοῦ πάντες κ ' ἀρησαίατ ' ἐλαφρότεροι πόδας εἶναι ἢ ἀφνειότεροι χρυσοῖό τε ἐσθῆτός τε ὅ | ||
| Θάρρει , ὦ Διόγενες : κοῦφοί εἰσι καὶ τῶν ἀφύων ἐλαφρότεροι . Νὴ Δί ' , ἀφυέστατοί γε : ἀνάσπα |
| λεγομένη εὐθεῖα . . τριστοιχεὶ . ἡ τῶν τριῶν στοιχείων σκότωσις , ἀέρος , γῆς καὶ ὕδατος , ἢ πολλαπλῶς | ||
| γεννᾶται δὲ καὶ ὁ Κέρβερος , ἤτοι ἡ τοῦ ἀέρος σκότωσις , τοῦ ἡλίου ἐπικρυπτομένου , παρὰ τὸ τοῦ ἀέρος |
| ὁ δὲ φοῖνιξ , ὅταν ἐξαιρεθῇ ὁ ἐγκέφαλος , ὅλος ἐξαυαίνεται . Νίκανδρος Γεωργικοῖς : σὺν καὶ φοίνικος παραφυάδας ἐκκόπτοντες | ||
| μόνον . ἐναυλιζόμενον : ἐμμένον . εὐπετίην : εὐχέρειαν . ἐξαυαίνεται : ξηραίνεται . ἐκπεπταμένα : ἐξεπτυγμένα καὶ ἐξηπλωμένα . |
| αὐτῷ τοῦτο γίνεται λαβεῖν . ὠμολίνου δὲ μέμνηται Κρατῖνος ἐν Ἀρχιλόχοις : ὠμολίνοις κόμη βρύους ' ἀτιμίας πλέως . Σαπφὼ | ||
| καὶ Ὅμηρος „ Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε „ . καὶ Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις ” Δωδωναίῳ κυνὶ βωλοκόπῳ τίτθη γεράνῳ προσεοικώς ” . |
| ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα | ||
| φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι |
| : σὺ δὲ ὅσον ἀπὸ τοῦ συμποσίου τὸν Πλάτωνά μοι ἔδοξας λέγειν . Ὀρθῶς ἀνέγνως . τὸ δὲ λεγόμενον ὡς | ||
| τότε . εἰ δὲ τοῖς αὐτοῖς ἐβούλου τιμᾶν , τιμᾶν ἔδοξας ἂν ἄνδρα ἑταῖρον , ἀλλ ' οὐ κολακεύειν τύχην |
| ' οὗτος ἁνὴρ τοῦτ ' ἐτόλμησεν λέγειν , εἰ μὴ ξυνωμότης τις ἦν . ἀλλ ' ἐκ τούτων ὥρα τινά | ||
| Γ λύκους ⌈ καλεῖ [ λέγει Γ ] . Γ ξυνωμότης : προδότης . ⌈ τοῦτο δὲ Γ ὡς ἐπὶ |
| ὄμματ ' ἔχων , κραδίην δ ' ἐλάφοιο , τί πτώσσεις ; τί δ ' ὀπιπτεύεις κατὰ ἅρμ ' ἐν | ||
| ὄμματ ' ἔχων , κραδίην δ ' ἐλάφοιο , τί πτώσσεις ; τί δ ' ὀπιπτεύεις κατὰ τέρμ ' ἐν |
| ἐνταῦθα τὸ πάντα ἤγουν κατὰ πάντα τὰ ποικίλα ἐσθήματα . εὐφρόνως ] φρονίμως . λόγοις ] ἐν . κλύων ] | ||
| ' αὐλῶν δονέονται : δάφνᾳ τε χˈρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως . νόσοι δ ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ |
| διοίδαινον τὰς ψυχάς , καὶ οὔτε ταῖς εὐφημίαις τοῦ δήμου ἠρέσκοντο , ἐβαροῦντό τε αὐτῶν αὐτὴν τὴν εὐγένειαν , καὶ | ||
| ἀκροάματα σπουδὴ φιλονείκως ἑκάστοτε ἐμερίζετο : καὶ οὐδενὶ ἀμφότεροι ὁμοίως ἠρέσκοντο , ἀλλὰ πᾶν τὸ τῷ ἑτέρῳ φίλον τῷ ἄλλῳ |
| ὑμήν , οὐκέτ ' ἄειδεν ἑὸν μέλος , ἀλλ ' ἔλεγ ' , αἰαῖ αἰαῖ , καὶ τὸν Ἄδωνιν ἔτι | ||
| τὴν οἰκίαν βαδιεῖσθε ; οὐχὶ συλλήψεσθε ; καὶ ταῦτ ' ἔλεγ ' ἡ μιαρὰ καὶ ἀναιδὴς αὕτη κεφαλή , ἐξεληλυθὼς |
| νόσον : καὶ γὰρ οἱ ὦμοι ἀδελφοί εἰσιν ἀλλήλων . Στῆθος ὑγιὲς καὶ ἀπαθὲς ἀγαθόν . τὸ δὲ λάσιον καὶ | ||
| ἐπισπᾶσθαι πρὸς ἐπικαμπίαν . Στέρνον . παρὰ τὸ στερεόν . Στῆθος . ὅτι ἕστηκεν ἀσάλευτον : ὡς δὲ ἄλλοι , |
| εἶδες , ὦ Νότε ; Τίνα ταύτην λέγεις , ὦ Ζέφυρε , τὴν πομπήν ; ἢ τίνες οἱ πέμποντες ἦσαν | ||
| ἐμπεσόντες ἄλλο ἄλλος τοῦ πελάγους μέρος διεκυμαίνομεν . Ὦ μακάριε Ζέφυρε τῆς θέας : ἐγὼ δὲ γρῦπας καὶ ἐλέφαντας καὶ |
| βληταί : ἤγουν βεβλημέναι ὑπὸ τῆς Ἀρτέμιδος . τρώει : τρύχει , φθείρει . θυωρόν : θυωρὸς ἡ φιλικὴ τράπεζα | ||
| ἢ φυλάσσομαι πύλης ἄναξ θυρωρέ Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά ἐγὼ |
| δὲ πιννῶν μνημονεύει Κρατῖνος ἐν Ἀρχιλόχοις : ἣ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . Φιλύλλιος δ ' ἢ Εὔνικος | ||
| Διὸς μεγάλου θᾶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . ἡ μὲν δὴ πίννῃσι καὶ ὀστρείοισιν ὁμοίη . ὠμολίνοις κόμη βρύους ' , |
| τὴν ἀρτηρίαν , ἐκ τοῦ μόνον ἀναχρεμπτομένοις αὐτοῖς καὶ μὴ βήσσουσι πάνυ ἀναπτύεσθαι , ὥσπερ πάλιν τὸ ἀπὸ τοῦ στόματος | ||
| ἧπαρ φλεγμαίνει , καὶ διατείνονται τὸ πλευρὸν καὶ ὀδυνῶνται καὶ βήσσουσι κατὰ συμπάθειαν , ἀλλὰ τὸ νυγματῶδες οὐκ ἔχουσιν οὕτως |
| φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ , εἰσόκε μιν χηλῇσιν ἐπαΐξας δολιχῇσιν κάραβος αὐχενίοιο λάβῃ μέσσοιο τένοντος : ἴσχει δ ' | ||
| ἀγρευτήρων σὺν κυσὶν εὐτόλμοισι ποτὶ χθόνα θῆρα βάλωνται , αἰχμῇσιν δολιχῇσιν ἐπασσύτερον δαμάσαντες , δὴ τότ ' ἀπ ' αὐχένος |
| . ἀπόθεστος : ποθέσω πεπόθεκα πεπόθεμαι πεπόθεσαι πεπόθεσται ποθεστός καὶ ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ | ||
| ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς : δὴ τότε κεῖτ ' ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος ἐν πολλῇ κόπρῳ , ἥ οἱ προπάροιθε |
| καταγέλα . οὐδὲν γὰρ διαφέρει ἢ διψῆν πυρέσσοντα ἢ ὡς λυσσώδη ὑδροφόβον εἶναι . ἢ πῶς ἔτι δυνήσῃ εἰπεῖν τὸ | ||
| : ἢ ὅτι τὸν Ἄργον κύνα ἀναιρεῖ , τουτέστι τὰ λυσσώδη καὶ ἄτακτα ἐνθυμήματα . . ΚΥΝΕΟΝ ΤΕ ΝΟΟΝ . |
| εἴη ὁ κατοικίσας , τά τε ἄλλα αὐτοῦ ἐγκωμιαστέον ἐν βραχυτάτοις , καὶ ὅτι τὴν πόλιν ᾤκισεν ἣν ἂν ἐπαινῶμεν | ||
| μὲν γὰρ καὶ Ἐ . ἐξηγοῦνται , Πλάτων δὲ ἐν βραχυτάτοις ἀναμιμνήισκει . . . . , , , , |
| ἀθλίαν , δυστυχῆ . βοάν ] η . δυσαιανῆ ] δυσθρήνητον : αἰάζω γὰρ τὸ θρηνῶ . δαΐοις ] πολεμικοῖς | ||
| κράζε , φώνει . φώνει . δυστυχῆ . δυστυχέστατον . δυσθρήνητον . θρηνητικὴν . πολεμικοῖς . πολεμίοις . διακεκομμένοις ἢ |
| δῶρα δ ' ἄρ ' οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος . Ἀντινόῳ μὲν ἔνεικε μέγαν περικαλλέα πέπλον , ποικίλον : ἐν | ||
| μοι εὖχος Ἀπόλλων . ” ἦ , καὶ ἐπ ' Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν . ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον |
| ἀεσίφρων ὃς φίλα μὲν σαίνῃσιν ἐνωπαδόν , ἄλλα δὲ θυμῷ πορφύρῃ καὶ κρύβδα τὸν οὐ παρεόντα χαλέπτῃ . Τῶ ῥα | ||
| περὶ πόρτακι μήτηρ . ” λέγονται δὲ καὶ πόριες . πορφύρῃ πορφυρίζηται , ταράσσηται : “ ὡς δ ' ὅτε |
| ἑκοῦσά γ ' , ἐν δὲ σοὶ λελείψομαι . τί δρᾶις ; βιάζηι , χειρὸς ἐξαρτωμένη ; καὶ σῶν γε | ||
| μέν νυν ἥδ ' ἔχει , σὺ δ ' οὐχὶ δρᾶις . Φοῖβος δέ , Φοῖβοςἀλλ ' ἄναξ γάρ ἐστ |
| ὑποχόνδρια , ἀλγέει δὲ καὶ πᾶσαν τὴν γαστέρα , καὶ πεφύσηται , καὶ λύζει , καὶ πυρετοὶ ἐπιλαμβάνουσιν . Γίνεται | ||
| , ἀπὸ τοῦ οἰδαίνω ἐξογκῶ : ἀνεγείρεται γὰρ καὶ οἷον πεφύσηται ἐν τοῖς ὕδασιν . Νεφέλην : νέφος . ἰοειδέα |
| ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν : εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ὅ οἱ | ||
| ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν Ἵππουριν : δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν : Εἵλετο δ ' ἄλκιμον ἔγχος , ὅ οἱ |
| ἢ μηκάδος οὐθατοέσσης : τόν ῥα παλαιγενέες μὲν ἀνακτίτην ἀδάμαντα κλεῖον , ὅτι γνάμπτει μακάρων νόον , ὄφρα θυηλὰς ἁζόμενοι | ||
| πως ἐπὶ τὸ Λακίνιον ἀνταῖρον ἀπὸ τῆς ἑσπέρας αὐτῷ καὶ κλεῖον τὸ στόμα τοῦ Ταραντίνου κόλπου πρὸς αὐτόν . καὶ |
| ὅτι , εἰ μὴ πάνυ θαρσεῖ ὁ ῥήτωρ ὡς οὐκ ἀποκρινεῖταί τις εἰ μὴ ὃ βούλεται , οὐ χρῆται τῷ | ||
| παρ ' ὑμῖν πεποιήκαμεν τὰς συνθήκας ” ; καὶ ὃς ἀποκρινεῖταί σοι , ὡς ὡμολόγησας τὴν θάλατταν ἐκπιεῖν . στραφεὶς |
| καμπή τ ' αἰθομένης Ὕδρης : ἐνί οἱ καὶ ἐλαφρὸς Κρητήρ , ἐν δὲ Κόραξ , ἐνὶ δ ' ἀστέρες | ||
| καμπή τ ' αἰθομένης Ὕδρης , ἔνι οἱ καὶ ἐλαφρὸς Κρητήρ , ἐν δὲ Κόραξ . ἡ μὲν οὖν τοῦ |
| ὕαινα οὐκ αἴρει . Λύκου δέρμα πρόβατον οὐχ ὑπερβαίνει . Πτερὰ ἴβεως πάντες ὄφεις δεδοίκασι . Λέων οὐ γεύσεται , | ||
| λέγει δέξασθαι , ἤγουν πολλοὺς καὶ ἄλλους ἀγῶνας νικῆσαι . Πτερὰ δὲ νίκης περιφραστικῶς ἡ νίκη , ἐπεὶ οἷον ἐπτερωμένους |
| ἔφερεν ἄλλοτ ' ἀλλοῖον , τὸ πνεῦμα σῴζων ἐπ ' ἀχύροισι δυστήνοις , σάγην δὲ νώτοις ἔφερεν οὐκέθ ' ἱππείην | ||
| γεγένηται ; Ῥάβδον δ ' ὄψει τὴν κοτταβικήν ἐν τοῖς ἀχύροισι κυλινδομένην . Χία δὲ κύλιξ ὑψοῦ κρέμαται περὶ πασσαλόφιν |
| . Πληθ . Οἱ Ξενοφῶντες , οἱ Ποσειδῶνες , οἱ ταῶνες . τῶν Ξενοφώντων , τῶν Ποσειδώνων , τῶν ταώνων | ||
| ὥραις οὐρὴν ἀντέλλει σκέπας αὐτορόφοιο μελάθρου : οἷον δή νυ ταῶνες ἑὸν δέμας ἀγλαόμορφον γραπτὸν ἐπισκιάουσιν ἀριπρεπὲς αἰολόνωτον : τῶν |
| ἐρεύξιεϲ , ὀξυρεγμίη . ἐπὶ δὲ τοῖϲι καρδιώϲϲουϲι καὶ αἴϲθηϲιϲ ὀξυτέρη , ὡϲ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦϲαι μᾶλλον ἢ πρόϲθεν , | ||
| ἀποτυχὼν ἀπώλεσε καὶ θυγατέρα . Δου . γυνὴ πολλὰ ἀνδρὸς ὀξυτέρη πρὸς κακοφραδμοσύνην . , Δου . κόσμος ὀλιγομυθίη γυναικί |
| Δημοφόωντι μενεπτολέμῳ τ ' Ἀκάμαντι Θησῆος μεγάλοιο δι ' ἄστεος ἤντετο μήτηρ Αἴθρη ἐελδομένη : μακάρων δέ τις ἡγεμόνευεν ὅς | ||
| ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος „ ὡς ἁπτόμενος καὶ ” ἤντετο γάρ τοι Φοῖβος ” ὡς ἥπτετο ὁμολογεῖ τὴν βαρεῖαν |
| Τῷ δ ' ἐπικαγχαλόων υἱὸς κρατεροῖο Μόλοιο ἄλλον ἀφῆκεν ὀιστὸν ἐελδόμενος μέγα θυμῷ υἷα βαλεῖν Πριάμοιο πολυτλήτοιο Πολίτην : ἀλλ | ||
| πεσόντος , ἐπηΰτησε δὲ λαός . Ἀλλὰ καὶ ὧς ἀνόρουσεν ἐελδόμενος πονέεσθαι τὸ τρίτον ἀμφ ' Αἴαντα πελώριον : ἀλλ |
| ἱππούροις καὶ οἱ πομπίλοι , σκιᾶς ἐρῶντες ὥσπερ ἐκεῖνοι . Ξύλον δέ τι προσφερὲς ἀτράκτῳ συνεχέσιν ὡπλισμέ - νον ἀγκίστροις | ||
| τοῦ μέτρου . Ξύριον : διὰ τὸ ξέειν ῥᾷον . Ξύλον : διὰ τὸ ξέεσθαι καὶ λεαίνεσθαι . ἢ διὰ |
| “ τίς ἀψήφιστος ; ἀνιστάσθω . ” κἀπισταίην ἐπὶ τοῖς κημοῖς ψηφιζομένων ὁ τελευταῖος . “ σπεῦδ ' , ὦ | ||
| ἔθει χαλινῷ ἄρχειν αὐτῶν καὶ ῥυθμίζειν αὐτοὺς καὶ ἰθύνειν , κημοῖς δὲ ἄρα κεντρωτοῖς : ἀκόλαστόν τε ἔχουσι τὴν γλῶτταν |
| παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ | ||
| : αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς |
| τὸ πεπνύω ὄνομα πνυτὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , πινυτός , ὁ διεγηγερμένος . καὶ γὰρ τὸ ἦτορ παρὰ | ||
| , ἀνάπνευσις . ἀπὸ δὲ τοῦ πνύω γίνεται πινύω , πινυτός , ὡς ἀφύω ἀφύσσω , πινύω πινύσσω . ἔνθεν |
| μεῖζον ; ναί . γένοιτο δ ' ἄν τι ἐκ τριπήχεος τετράπηχυ κατὰ τὸ μῆκος : τὸ δὲ μεῖζον ἐλάττονος | ||
| ἑτέραν . ὥσπερ οὖν εἰ , λόγου χάριν , ξύλου τριπήχεος ὄντος δεκάπηχυ ἕτερον ἀγαγών τις ηὐξηκέναι τὸ τρίπηχυ λέγοι |
| ἐντεταμένον δέ : οὗτοι καὶ ἐξέρυθροι γίνονται , μᾶλλόν τι ἐξέρυθρος ἐοῦσα : κοιλίη ἐν ἀρχῇσι τεταραγμένη . Προσεδεχόμην ἐς | ||
| ἐοῦσιν , ἢ ἀρχομένοισιν : κακὸν δὲ καὶ κοιλίης περίπλυσις ἐξέρυθρος . Οἱ [ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες , |
| ; εὐτυχοῦντες οὐκ ἐπίστανται φέρειν . ξύμβουλον οὖν μ ' ἐπῆλθες ; ἢ τίνος χάριν ; κομίσαι σε , Θησεῦ | ||
| Πέρσαις , ἤγουν ὦ χαλεπὴ τύχη , ὡς ἄγαν βαρεῖα ἐπῆλθες τοῖς Πέρσαις . οἲ ἐγὼ τάλαινα : φεῦ ἐγὼ |
| βωμὸν μόνον , ἐκ δὲ τῶν ἀριστερῶν οὐδαμῶς . ἰσόρροπος πέλοιτό μοι : οὐδὲ ἐκεῖνος ἴσος ἐμοὶ γένοιτο , ὃν | ||
| βωμὸν μόνον , ἐκ δὲ τῶν ἀριστερῶν οὐδαμῶς . ἰσόρροπος πέλοιτό μοι : οὐδὲ ἐκεῖνος ἴσος ἐμοὶ γένοιτο , ὃν |
| καὶ μίαν , ἢ ἀπὸ τοῦ τρεῖς ἴα , τετρὰς ἐδράς τις οὖσα , πεντὰς ἀπὸ τοῦ πᾶν καὶ τοῦ | ||
| καὶ μίαν , ἢ ἀπὸ τοῦ τρεῖς ἴα , τετρὰς ἐδράς τις οὖσα , πεντὰς ἀπὸ τοῦ πᾶν καὶ τοῦ |
| : ὡς τέλος τέλειον , ἕλος ἕλειον , οὕτως ὄνειδος ὀνείδειον : διὰ τῆς ει διφθόγγου ἡ παραγωγή , καὶ | ||
| . Φ : . . . χάλκεον ἔγχος ἔχων καὶ ὀνείδειον φάτο μῦθον . . Φ : Καὶ ὀνείδειον φάτο |
| ' : ἤδη σπένδομεν . πρὸς τῶν θεῶν , ἐνύπνιον ἑστιώμεθα ; αὑλητρὶς ἐνεφύσησεν : οἱ δὲ συμπόται εἰσὶν Θέωρος | ||
| δειπνῆσαι “ ἀπονίψασθαι δός , ὦ παῖ ” . ἐνύπνιον ἑστιώμεθα : ὅτι εἴρηται μὲν τὰ ἐν συμποσίῳ , οὐ |