τῆς κνίσσης ἥντινα τὴν τζιγκνίδα : κνῆστις τὰ νῦν ἡ κνησμονὴ , κνῆστις δ ' ἰδίως ἡ τυροτόμη μάχαιρα ,
τούτοις δεῖ τοὺς μὲν ἁπαλοσάρκους , οἷσι καὶ μάλιστα ἡ κνησμονὴ γίνεται , τάχιον λύειν , τοὺς δὲ ἄλλους διὰ
6138362 παραγωγη
Τρύφων φησίν , ὡς ἔστι λεῖον λείου , ἐξ οὗ παραγωγὴ διὰ τοῦ διον λείδιον διὰ διφθόγγου , ὡς γραφείδιον
τοῦ ὀρθοῦ καὶ προσήκοντος τίθησιν . ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραγωγὴ ἔξω φρενῶν : * * παρασύρει . οἱ Ῥόδιοι
5789129 πλεονασμου
ἀντωνυμιῶν παραλαμβανομένων , συνήθους τε ὄντος τοῦ κατὰ τὸ ε πλεονασμοῦ . Οὐκ ἔστι παρὰ Δωριεῦσιν ἐν τρίτῳ ἡ διὰ
τὸ νοσοῦν . ἔσται δὲ ἀπὸ ἐμέτων πυκνοτέρων καὶ χολῆς πλεονασμοῦ . δυσπνοοῦσιν οὖν καὶ τὰ πλευρὰ ἐπαισθάνονται ῥυπτιζόμενοι πάνυ
5786790 ὑστερικη
λειώσας , δίδου προστίθεσθαι καὶ ἔσται ὡς παρθένος . Ἡ ὑστερικὴ πνὶξ κάτωθεν μὲν ἀπὸ τῆς ὑστέρας λαμβάνει τὴν ἀρχὴν
ἀνατρέχειν καὶ ποιεῖν μελαγχολικὰ συμπτώματα . τοιοῦτον μέν ἐστιν ἡ ὑστερικὴ ἄπνοια : ἡ δὲ πνὶξ γίνεται ἐπὶ σπασμῷ ,
5714978 ὁμοιοτατη
τὸν φίλον . ἐπήγαγεν ἢ παραπλησίως , τουτέστι παραπλήσιος καὶ ὁμοιοτάτη ἐστὶν ἡ τοῦ φίλου ζωὴ τῇ ἑαυτοῦ βιοτῇ .
. τί τοῦτο ; φαντασία μοι ἐγένετο ἐλαίου ἀδιάκριτος , ὁμοιοτάτη , νὴ τὴν σὴν τύχην . δὸς ὧδε τὴν
5702261 εὐτονος
καὶ κατὰ τὸ κοινὸν ἀπαρεμπόδιστος ταῖς αἰσθήσεσιν , ἀρτιμελής , εὔτονος , ὡς δ ' ἔνιοι λέγουσιν καὶ μακροὺς καὶ
καλεῖται Ἰωτάλινος . ἡδὺς δ ' ἐστί , κοῦφος , εὔτονος . ὅτι παρ ' Ἰνδοῖς τιμᾶται δαίμων , ὥς
5687884 κροκη
πόλις Περσῶν . κρόκης ] τοὺς μαλλοὺς λέγει . Γ κρόκη δὲ ῥοδάνη . . . κρόκης ὑφαίνεται . χολάς
ὦσι συνεχεῖς , δερματῶδες τὸ ὕφασμα ποιοῦσιν : ἡ δὲ κρόκη πλεῖον ἐγκαταμιγνυμένη διὰ τὸ εἶναι χαυνοτέρα τοῦ στήμονος ἀναδίδωσι
5687299 κνιζω
καὶ τὸ κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ δὴ κνίζω καὶ κνίδα
, καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ δὴ κνίζω καὶ κνίδα ποιεῖ κατὰ πλεονασμὸν , ὡς οὗτος ὁ
5656095 ἀνειμενη
: ἡ δὲ κόμη αὐγοειδής , τῶν μὲν ὥσπερ ἄφετος ἀνειμένη , τῶν δὲ ἐπ ' εὐθὺ ἰοῦσα καὶ |
γὰρ δριμύτητος ἀφαιρουμένης ἡ κατάλοιπος ὀσμὴ μαλακή τις οὖσα καὶ ἀνειμένη προσεμφερὴς τῇ μίνθῃ γίνεται , δι ' ὃ μεταφυτεύειν
5631234 ἀναλυσις
ἀποδείξει ἐμπεριέχεται , ὡς μεμαθήκαμεν : ἀπόδειξις γάρ ἐστιν ἀντεστραμμένη ἀνάλυσις . Πῶς ἀνωτέρω μὲν εἶπεν ἀναγκαίαν τὴν γνῶσιν τῶν
τε ἐπαγωγὴ μαρτυρεῖ τὸ φθειρόμενον σύνθετον δεικνῦσα : καὶ ἡ ἀνάλυσις δέ : οἷον εἰ ἡ φιάλη εἰς τὸν χρυσόν
5627658 μετωνυμια
ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος τρόπος ἡ μετωνυμία , λέξις ἐπ ' ἄλλου μὲν κυρίως κειμένη ,
μεταφορά , κατάχρησις , ἀλληγορία , αἴνιγμα , μετάληψις , μετωνυμία , συνεκδοχή , ὀνοματοποιΐα , περίφρασις , ἀναστροφή ,
5565596 ἀνοδος
, πῶς καὶ τρίτην καὶ μέσην εἶπεν . ιαʹ γὰρ ἄνοδος , εἶτα ιβʹ νηστεία , εἶτα τρισκαιδεκάτη καλλιγένεια ,
μὲν γὰρ κάθοδος τὸ ἓν πολλὰ ποιεῖ , ἡ δὲ ἄνοδος τὰ πολλὰ ἓν ποιεῖ . καὶ ἄμεινον τὰ πολλὰ
5551992 ἀναληψις
πολύτροποι , βεβαιότης ἐπιστημῶν , τῶν ἀρετῆς ἁπάσης θεωρημάτων ἄληστος ἀνάληψις . τούτων οὐδὲν οὐδεὶς θνητὸς ἱκανὸς φυτουργῆσαι , πάντων
τοῦ θνητοειδοῦς σώματος , τελειότης δέ , τῆς οἰκείας εὐζωΐας ἀνάληψις , πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν ἐπανάγουσα . ταῦτα δὲ
5533653 σαρκασμος
. . . 〚 Ἄλλως . σαρκασμοπιτυοκάμπτης συνετέθη παρὰ τὸ σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ
σαρκασμὸς καὶ τὸ πίτυς καὶ τὸ κάμπτω . ἔστι δὲ σαρκασμὸς εἰρωνεία δακνηρὰ καὶ βαρύτης , ὅθεν καὶ τὴν κλῆσιν
5528213 βοτρυδια
' ἀλλήλων διεστώσας : ἄνθη κορύμβοις ἐοικότα κιττοῦ , ὡς βοτρύδια προσκείμενα ἀλλήλοις , πλὴν μικρότερα καὶ μαλακά , μετὰ
ἐκαλεῖτο δὲ παρὰ τοῖς κωμῳδοῖς καὶ ἐγκλαστρίδια καὶ στροβίλια καὶ βοτρύδια καὶ πλάστρα καὶ καρυάτιδες καὶ ἱπποκάμπια καὶ κενταυρίδες καὶ
5496775 κωμητης
Μεγαρίδος . λέγεται καὶ Τριποδίσκη . Ἡρωδιανὸς δωδεκάτῃ . ὁ κωμήτης Τριποδίσκιος . Καλλίμαχος δ ' ἐν Αἰτίων . .
τὸν πλανήτην : δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι ὥσπερ τὸ κωμήτης καὶ πεδήτης καὶ πλανήτης , καὶ κώμη κωμήτης ,
5475476 Λουνης
εὐθύς . [ πρὸς δὲ τοῖς ὄρεσι τοῖς ὑπερκειμένοις τῆς Λούνης ἐστὶ πόλις Λοῦκα . ] μεταξὺ δὲ Λούνης καὶ
ὑπερκειμένοις τῆς Λούνης ἐστὶ πόλις Λοῦκα . ] μεταξὺ δὲ Λούνης καὶ Πίσης ὁ Μάκρας ἐστὶ * χωρίον , ᾧ
5472537 ὁμογενης
' ἄθεος μέν εἰμ ' , ἀνοσίων δὲ παῖς , ὁμογενὴς δ ' ἀφ ' ὧν αὐτὸς ἔφυν τάλας .
. ὁ δ ' ἐστί γ ' Ἀτρέως θυγατρός , ὁμογενὴς ἐμός ; ἀνέψιός γε , μόνος ἐμοὶ σαφὴς φίλος
5464122 ἡπατιτις
, ὥσπερ ἡ ἡπατίτις , καὶ αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη , καὶ προσέτι ὁ διαβήτης , ὃς καὶ
τι ἕτερον περί τὴν χοληδόχον κύστιν γινόμενον , ὥσπερ ἡ ἡπατίτις , καὶ αὐτὴ τοῖς πολλοῖς δυσεντερία ἡπατίτις καλουμένη ,
5462593 ἐκτροπη
τὸ Σαβαλάεσσα στόμα . . . . ριγ κα γʹ ἐκτροπὴ ἀπὸ τοῦ Χαρίφου ποταμοῦ εἰς τὸ Λωνίβαρε στόμα .
ἐν κοπρῶνι λέγῃ τὰς σχολάς . μὴ γένοιτο . πᾶσα ἐκτροπὴ ἀπό τινος ἀνθρωπικοῦ γίνεται , αὕτη ἐγγύς ἐστι τῷ
5459769 μαλθακωτερα
οὐκ ἐκφορά . ἄπνους , ἄνευρος , ἀσθενής , ἀνέντατος μαλθακωτέρα πέπονος σικυοῦ μοι γέγονε . αἱμασιολογεῖν ἄριστ ' ἠπίστατο
: ἡ δὲ νέα , ᾗ καὶ Θεόκριτος χρῆται , μαλθακωτέρα καὶ εὐκολωτέρα . Δωρίδι δὲ διαλέκτῳ κέχρηται ὁ Θεόκριτος
5452016 ἐλλυχνιου
τὰϲ ἐκ τῶν μυκτήρων αἱμορραγίαϲ ϲτέλλει κνίδηϲ φύλλων χυλὸϲ διὰ ἐλλυχνίου ἐντιθέμενοϲ καὶ αὐτὰ τὰ φύλλα λεῖα κατὰ τοῦ μετώπου
καὶ ἀτμός : καὶ βδόλος μέν ἐστιν ὁ ἀπὸ τοῦ ἐλλυχνίου καπνὸς καὶ ἡ δυσωδία , καὶ γίνεται , ὡς
5446004 δηλουμενου
δὴ τρόπον ἐδείχθη καὶ τὰ προκείμενα μόρια ὁτὲ μὲν ἕνεκα δηλουμένου παραλαμβανόμενα , ἅπερ ἦν καὶ σπανιώτατα , ὁτὲ δὲ
τρόπον ἐπὶ τῶν ἁπλῶν σχημάτων τὸ λειπόμενον πάντως τοῦ ὅλου δηλουμένου ἐστὶ παραστατικόν , τὸν αὐτὸν τρόπον τὸ λειπόμενον ἁπλοῦν
5441026 δυσκινησιας
δὲ καὶ τοπικὸν ἕλκος ὑπερσαρκῶσαν οὕτως ὠνομάσθη ἀπὸ τῆς παρεπομένης δυσκινησίας καὶ τοῦ βάρους : παρακολουθεῖ δὲ αὐταῖς ὄγκος περὶ
. ἐπιτήδειόν φασιν τὸ τῆς ἀμφισβαίνης δέρμα εἰς ἴασιν τῆς δυσκινησίας . ξανάᾳ οὖν ἀντὶ τοῦ ἐπιτείνεται . * ξανάᾳ
5440976 παρηκουσαν
δὲ πλευρῶν τὴν μὲν ἐλαχίστην εἶναι σταδίων ἑπτακισχιλίων πεντακοσίων , παρήκουσαν παρὰ τὴν Εὐρώπην , τὴν δὲ δευτέραν τὴν ἀπὸ
δὲ πλευρῶν τὴν μὲν ἐλαχίστην εἶναι σταδίων ἑπτακισχιλίων πεντακοσίων , παρήκουσαν παρὰ τὴν Εὐρώπην , τὴν δευτέραν τὴν ἀπὸ τοῦ
5435551 πλεκομενος
ἣ μὲν τῷ ῥόδῳ ἐοικυῖα : ἐκ τούτου δὲ ὁ πλεκόμενος στέφανος κυρίως Ἀντινόειος καλεῖται : ὁ δὲ ἕτερος λώτινος
ὦ παῖ , καὶ στέφανος εὐπρεπὴς ἐξ ἴων καὶ ῥόδων πλεκόμενος καὶ τάχα παιδίῳ μήπω χρημάτων αἴσθησιν ἔχοντι δόξειεν ἂν
5428479 συναλοιφη
καὶ ἀπὸ τοῦ πείθω πιστός , καὶ ἀπὸ τοῦ λείφω συναλοιφή . Ξέστης : διὰ τὸ ἀπεξεσμένον τοῦ εἴδους .
ξύμβολον λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύμβολον . Τούτων ἐστὶ καὶ ἡ συναλοιφή : θοἰμάτιον λέγοντες ἀντὶ τοῦ τὸ ἱμάτιον . Τούτων
5425660 συστολη
, ἔκπληξις , φρίκη , τρόμος , πτοία πτόησις , συστολή , θόρυβος , ταραχή . καὶ τὰ ῥήματα φοβοῦμαι
ἐπιθυμία , ἡδονή . αʹ Λύπη μὲν οὖν ἐστιν ἄλογος συστολή : ἢ δόξα πρόσφατος κακοῦ παρουσίας , ἐφ '
5420970 παιωνικη
ἄρα πυρός : διπλῆ καὶ ἐν εἰσθέσει περίοδος τοῦ χοροῦ παιωνικὴ ἑπτάκωλος , ἔχουσα τρίρρυθμα πρῶτον , δεύτερον , τρίτον
καὶ μέτριος , καὶ ὁποῖος συγκεκραμένος . ἡ μὲν δὴ παιωνικὴ ἐν τοῖς μεγαλοπρεπέσι σύνθεσις ὧδ ' ἄν πως λαμβάνοιτο
5406173 ἐπεκτασις
ἔστιν αὕτη ἡ τοῦ κάλως κάλωος κλίσις , ἀλλ ' ἐπέκτασις : ἔστι γὰρ ὁ κάλως τοῦ κάλω ἀττικῶς ,
ἀλλὰ τηλικουτοισί καὶ τοιουτοισί : κατὰ πτῶσιν γὰρ γίνεται ἡ ἐπέκτασις , οἷον τοιοῦτοι καὶ τηλικοῦτοι , τοιουτοιΐ καὶ τηλικουτοιΐ
5378115 σμιλιον
διαφορᾶς ὀνόματος , ὡς ἐπὶ τοῦ ἰατρικὸν βιβλίον , ἰατρικὸν σμιλίον , καὶ ὑγιεινὸν οὖρον καὶ ὑγι - εινὸν σιτίον
ἕν : ἀφ ' ἑνὸς μὲν ὅτι ὥσπερ τὸ ἰατρικὸν σμιλίον καὶ τὸ ἰατρικὸν βιβλίον μίαν ποιητικὴν ἔχει τὴν ἰατρικήν
5378001 κνηστις
φρενῶν : διακναιομένων : τῶν ἀγαθῶν φθειρομένων δεῖ πενθεῖν . κνῆστις γὰρ ἡ μάχαιρα : ἀλλ ' οὐδὲ ναυκληρίαν :
: εἰ γάρ οἱ τις ἐπιψαύσειε πελάσσας , αὐτίκα οἱ κνῆστις μὲν ἐπὶ χροῒ θερμὸν ἔρευθος φοινίσσει , σμώδιξ δὲ
5374493 καλαθισκος
καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον , ἡμιλάσταυρον , ἡμιφυές ἡμιώριον Ἰκόνιον κάθου καλαθίσκος κατάστικτον κατεγνυπωμένως κνύειν κοιτών κολλυβιστής κουρίδα κύμινον Κυραννή λεβήτιον
τὰ φύλλα θρία ὠνόμασεν . παλάθη κυρίως ὁ τῶν σύκων καλαθίσκος παῦρα ] ὀλίγα νῦν δὲ τὰ τῆς χαμαιπίτυος φησίν
5373036 συμπληρουμενης
εἶναι τῶν ξηραινόντων , ἐκ δὲ τῆς δευτέρας τῶν θερμαινόντων συμπληρουμένης . Πολύκνημον θερμαίνει καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν
πρὸς εὐεργεσίαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων . ἐξ ἁπάντων δὲ συμπληρουμένης τῆς εὐδαιμονίας , ἀποδοτέον τῶν ἐπαίνων τὸ πρωτεῖον τῇ
5347680 ἀμφημερινου
ἀναπαύεται οὐδένα χρόνον . Ὁ δὲ τριταῖος μακρότερός ἐστι τοῦ ἀμφημερινοῦ , καὶ ἀπὸ χολῆς ἐλάσσονος γίνεται : ὁκόσῳ δὲ
μὲν τοιαῦτ ' ἂν εἴη οὖρα . Τοῦ δέ γε ἀμφημερινοῦ κρατοῦντος λεπτά τε καὶ λευκὰ καὶ οἷον ὑδατώδη καὶ
5337810 ἀλημι
Ὁμήρῳ τὸ τιθήμιον . ἀλάω ἀλῶ , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἄλημι ἀλήσω ἤλακα ἤλαμαι , καὶ ἀττικῶς ἀλήλαμαι , καὶ
τὴν πλάνην , γίνεται ἀλῶ παράγωγον ῥῆμα , ἐξ οὗ ἄλημι κατὰ μεταβολὴν συζυγίας Αἰολικῶς πρώτης , καὶ διπλασιασμῷ ἀλάλημι
5337227 Κυπαρισσιας
καταβαίνει γὰρ μέχρι θαλάσσης ἐς Μοθώνην καὶ Πύλον καὶ ἐπὶ Κυπαρισσιάς . τὰ δὲ πρὸς Λεχαίου Κορινθίοις Σικυώνιοι προσοικοῦσιν ἔσχατοι
καταβαίνει γὰρ μέχρι θαλάσσης ἐς Μοθώνην καὶ Πύλον καὶ ἐπὶ Κυπαρισσιάς . τὰ δὲ πρὸς Λεχαίου Κορινθίοις Σικυώνιοι προσοικοῦσιν ἔσχατοι
5336327 ἡλος
καὶ κύριον . δεσμός βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἧλος . δεύεσθαι : καὶ τὸ βρέχεσθαι . δεῦρο γʹ
Ζεύς : δῆλος ὁ φανερός : Σφῆλος ὄνομα κύριον : ἧλος τὸ δασυνόμενον : Ἦλος τὸ κύριον , ὃ καὶ
5334600 κνω
μὴ τὰ πράγματα ἡμῶν διακναίσῃ ” . παρὰ δὲ τὸ κνῶ μονοσύλλαβον γέγονεν καὶ κνημῶ : „ ἀλλ ' ἔστιν
, ὡς στῶ στίζω , πρῶ πρίζω : τὸ δὲ κνῶ σημαίνει τὸ ξύω καὶ λεπτύνω , λεπτὸς γὰρ ὁ
5334580 ῥωξ
καὶ ἐπὶ τῆς σταφυλῆς διὰ τοῦ ω λεγόμενον , οἷον ῥώξ ῥωγός παρὰ Ἀρχιλόχῳ . . Τῷ βωκί , τὸν
κ κλίνεται , βωκός πτωκός , πλὴν τοῦ ῥωγός : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς
5331857 διατονου
μὲν ἡμιτόνιον καὶ τόνον καὶ τόνον , λέγεται δὲ συντόνου διατόνου . ἵνα δὲ δῆλον ᾖ τὸ λεγόμενον , ἐπ
ἀπὸ παρυπάτης μέσων ἐπὶ μέσων διάτονον τόνος , ἀπὸ μέσων διατόνου ἐπὶ μέσην τόνος , ἀπὸ μέ - σης ἐπὶ
5321029 συγγενικη
ῥητέον δὴ περὶ τῆς συγγενικῆς . ἔστι δὴ πολυειδὴς ἡ συγγενικὴ φιλία καὶ τῆς πατρικῆς πᾶσα ἐξήρτηται : διὰ γὰρ
τῶν ἑταίρων πρὸς ἀλλήλους . Τριττὴ γὰρ ἡ φιλία : συγγενικὴ , ἑταιρικὴ , ξενική . . ΠΑΙΔΕΣΣΙΝ ΟΜΟΙΙΟΣ .
5310036 μηκωνειον
ἢ ὀδαξεῖσθαι τὸ ὅλον σῶμα , οὐ μόνον τοῖς τὸ μηκώνειον πεπωκόσι παρέπεται , ἀλλὰ καὶ τοῖς μανδραγόραν ἢ κώνειον
ἀρχή . ἢν δὲ μεζόνων δέωνται , καὶ αὐτὸ τὸ μηκώνειον ἐϲ τὰ μέτωπα ξὺν ὕδατι χρίειν ἠδὲ ὑπαλείφειν τὰϲ
5309164 συναλοιφης
ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ
λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ
5295808 σμω
χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω ,
σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον
5294221 διμετρου
τὴν βάσιν : οἷον εἰ ἐκκειμένου μὲν ἑνὸς δακτύλου , διμέτρου δὲ ἀναπαιστικοῦ κατὰ μέσον πέσοι σπονδεῖος , ἄδηλον πότερα
δέ ἐστι παρὰ Ἀρχιλόχῳ ἀσυνάρτητον ἐκ δακτυλικοῦ πενθημιμεροῦς καὶ ἰαμβικοῦ διμέτρου ἀκαταλήκτου ἀλλά μ ' ὁ λυσιμελής , ὠταῖρε ,
5288707 ὀπισθιαν
ἐντεῦθεν : τοῦ ἐγκεφάλου τρεῖς κοιλίας ἔχοντος , ἐμπροσθίαν , ὀπισθίαν καὶ μέσην , ἑπτὰ νεύρων συζυγίαι προέρχονται ἐξ αὐτῶν
: τὰς πλευρὰς οἷόν περ βατίς , τὰν δ ' ὀπισθίαν ἔχησθ ' ἀτενὲς οἷόν περ βάτος , τὰν δὲ
5279972 παρενθεσις
δὲ καὶ τοῦτο παρένταξις , δι ' ὅτι ἀνομοίων ἐστὶ παρένθεσις , οἷον ψιλῶν παρ ' ὁπλίτας : τὴν γοῦν
εἰσὶν ὀκτώ , ὄνομα ἀντωνυμία ῥῆμα μετοχὴ ἐπίρρημα πρόθεσις σύνδεσμος παρένθεσις : τισὶν δὲ δοκεῖ καὶ προσηγορία . , .
5278764 διτονου
οὔτε δίτονον πρὸς διτόνῳ τεθήσεται οὔτε τόνος ἐπὶ τὸ βαρὺ διτόνου , ὥστε λείπεται τὸ πυκνόν . φανερὸν δὴ ὅτι
πρὸς αὐτῷ κατ ' οὐδέτερον τῶν τόπων οὔτε τόνος . διτόνου γὰρ οὕτω τιθεμένου ἤτοι βαρύτατος πυκνοῦ ἢ ὀξύτατος πεσεῖται
5273628 κυησω
κύσω : κύω τὸ κατὰ γαστρὸς ἔχω , ὁ μέλλων κυήσω , ἐξ οὗ καὶ κύησις ἡ μετὰ τὴν σύλληψιν
τὸ παρὰ τὴν κοινὴν εἶναι συνήθειαν : τοίνυν οὐδὲ τὸ κυήσω οὐδὲ τὸ φερήσω καὶ τὰ ἄλλα πάντα , ἅπερ
5271413 φωνω
πω λῴονι θνητῶν : Αἴαντος , ὅτ ' ἦν τόδε φωνῶ . Ἦ πολλὰ βροτοῖς ἔστιν ἰδοῦσιν γνῶναι : πρὶν
. , : κλύω : παρὰ τὸ κλῶ , τὸ φωνῶ , πλεονασμῷ τοῦ υ κλύω . οὕτως Φιλόξενος .
5259968 πενθημιμερους
τε διμέτρου ἀκαταλήκτου καὶ τοῦ ἐξ ἰαμβικῆς βάσεως καὶ τροχαϊκοῦ πενθημιμεροῦς . καὶ ἐν ἐκθέσει τὸ σύνηθες διστίχιον . φροντίζειν
τῷ γʹ τῆς ἐπῳδοῦ . τὸ ηʹ μικτὸν ἐκ τροχαίου πενθημιμεροῦς καὶ δακτυλικοῦ πενθημιμεροῦς . τὸ θʹ ἰαμβέλεγος , ὑπερτιθεμένου
5257166 ἀντωνυμικην
ὀνόματος παρελήφθη : καὶ ἐντεῦθεν ἡ σύνταξις αὐτοῦ προσεχώρει εἰς ἀντωνυμικὴν μετάληψιν . ἔστω γάρ τι τοιοῦτον , Χρύσης γὰρ
τῇ ποῖος [ ᾧ λόγῳ καὶ τὸ ἡμεδαπός ἔχον τὴν ἀντωνυμικὴν θέσιν , καὶ ἔτι τὸ ὑμεδαπός τό τε παρὰ
5253167 τροχαϊκου
εἰκοσίκωλον , ὧν τὰ μὲν βʹ ἐξ ἰαμβικῆς βάσεως καὶ τροχαϊκοῦ ἑφθημιμεροῦς : τὰ δὲ ἑξῆς δύο ἐν ἐκθέσει ἰαμβεῖα
. Ἄλλο ἀσυνάρτητον ὁμοίως κατὰ τὴν πρώτην ἀντιπάθειαν , ἐκ τροχαϊκοῦ διμέτρου ἀκαταλήκτου καὶ ἰαμβικοῦ ἑφθημιμεροῦς , ὅπερ ἐὰν παραλλάξῃ
5248250 παραγεται
τοῦ τοὺς ἀνθρώπους λαοὺς ὀνομάζεσθαι τὸ λαλεῖν αὐτούς ἐστι : παράγεται γὰρ ἀπὸ τοῦ λαλῶ λάλος καὶ λαός . καὶ
ζωῆς , οὗ ἕνεκα ὁ ἄνθρωπος ἐν τῷ παρόντι κόσμῳ παράγεται . ἔστι δὲ τοῦτο ἐξ ἀρχῆς μὲν μετριοπάθεια ,
5235656 νεατος
: ἡ μὲν γλῶσσα , φησί , τραχύνεται ὁ δὲ νέατος ἰσθμός , τουτέστιν ὁ ἔσχατος , ἤγουν τὰ παρίσθμια
ἀφρὸς ἐπιστύφων ἐμπλάσσεται , ἀμφὶ καὶ ὁλκός τέτρηχε γλώσσης , νέατος δ ' ὑποκάρφεται ἰσθμός , ξηρὰ δ ' ἐπιλλύζων
5227835 ἀκροχορδων
ἥλιον . Διὰ μὲν τῶν ἑλκόντων σφοδρῶς φαρμάκων καὶ ἡ ἀκροχορδὼν ἀποσπασθήσεται , διὰ δὲ τῶν σηπόντων νεκρωθήσεται . ἰτέας
τὰϲ ἀποϲφίγξειϲ ὁμοίαν αἴϲθηϲιν ἐμποιεῖ δήγμαϲι μυρμήκων , ἡ δὲ ἀκροχορδὼν ϲτενὴν ἔχει τὴν βάϲιν , ὡϲ δοκεῖν ἐκκεκρεμάϲθαι ἄκρῳ
5223206 προηγουμενη
, ὡς ἐν οὐδεμιᾷ τῶν κατηγοριῶν ἀναχθήσεται : οὐ γὰρ προηγουμένη αὐτῶν ἐστιν ἡ σημασία , ἀλλὰ συσσημαίνουσιν , ὥσπερ
ἑαυτὸν εἰς τὴν τοῦ φονέως ἐναρμόσῃ τάξιν . καὶ γίνεται προηγουμένη μὲν ἡ κατὰ τοῦ φονέως αὐτῷ ψῆφος , κατὰ
5222949 ἑλμινς
καὶ κλητικήν , οἷον ὁ Τίρυνς ὦ Τίρυνς , ἡ ἕλμινς ὦ ἕλμινς , ὁ μάκαρς ὦ μάκαρς , ἡ
ἑλμίνθων γένεσις . Περὶ πλατείας ἕλμινθος . Καὶ ἡ πλατεῖα ἕλμινς πλεονάζει μὲν ἐπὶ πυρετῶν , γίνεται δὲ καὶ ἐν
5219436 τμησις
ἄλλα κινήσεις αἱ αὐταὶ ταῖς ἐξ ἄλλων : ἡ γὰρ τμῆσις , ἥ τε παρὰ τοῦ τέμνοντος ἥ τε ἐν
. διαίρεσις δέ ἐστιν ἡ ἀπὸ γένους εἰς τὰ ἑπόμενα τμῆσις : ἑπόμενα εἴπομεν , ἵνα κατ ' αὐτὸν μὴ
5211360 ἀτροφια
καὶ κατάψυξις καὶ παραποδισμὸς καὶ νάρκη , ποτὲ δὲ καὶ ἀτροφία τοῦ μέρους καὶ παρεμποδισμὸς τοῦ ἵστασθαι ἢ καὶ περιπατεῖν
ἀχλύς , ἀμβλυωπία , πλατυκορία , σύγχυσις , ἀτονία , ἀτροφία , φθίσις , γλαύκωσις , μυδρίασις , δικορία ,
5208148 Κωνου
αὐτῇ ἐλλείψει τοῦ δοθέντος κυλίνδρου : ὅπερ ἔδει ποιῆσαι . Κώνου δοθέντος εὑρεῖν κύλινδρον καὶ τεμεῖν ἀμφοτέρους ἑνὶ ἐπιπέδῳ διὰ
ἡ ΔΖ τῇ ΖΕ ἐστιν ἴση : ὅπερ ἀδύνατον . Κώνου τομὴ κώνου τομὴν ἢ κύκλου περιφέρειαν οὐ τέμνει κατὰ
5203983 κατηγορηματος
, σώματι δὲ τῷ ξύλῳ , ἀσωμάτου δὲ τοῦ καίεσθαι κατηγορήματος . οἱ δὲ ἀσώματον ὑποθέμενοι τὸν κόσμον , οἷον
καὶ ἀγαθός , καὶ σκυτεὺς ἀγαθός . ἔπειτα οὐ πᾶν κατηγορήματος σύνθημα κατά τινος ἀληθῶς λεγόμενον ὡς ὁρισμὸς κατ '
5203354 μυλη
ὧν ἤδη διείληπται , φυλάττει τὸ η : οἷον , μύλη , μυλήφατος : κοτύλη , κοτυλήρυτος : βοὴ ,
: ἐὰν δὲ τοιαύτη ᾖ οἷον ὅταν παιδίον ἔχῃ , μύλη θερμή τε καὶ ξηρά ἐστι διὰ τὸ εἴσω τετράφθαι
5200899 ὀξυτερου
περιεχόμενον ὑπὸ δύο φθόγγων ἀνομοίων τῇ τάσει , τοῦ μὲν ὀξυτέρου , τοῦ δὲ βαρυτέρου . σύστημα δέ ἐστι σύνταξις
οἱ τοῦ διὰ τεσσάρων ὅροι σύμφωνοι : ἀπὸ δὲ τοῦ ὀξυτέρου αὐτῶν λαμβάνεται φθόγγος σύμφωνος ἐπὶ τὸ ὀξὺ διὰ τεσσάρων
5188679 κατακορη
ἡ παράθεσις . ταύτηι καὶ τὰ τῆς συμπαθίας ἐστὶν ἀμφοῖν κατακορῆ . θάτερον γὰρ τῶι ἑτέρωι συμπαθὲς καὶ οὔτε τῶν
τῇ νήστει καὶ αὐτὴ πιμελώδης ἐστί : τὰ δὲ χολώδη κατακορῆ συνεκκρινόμενα ἐπὶ τούτων καὶ τὸ ἐνοχλοῦν δίψος , ὡς
5188216 τριβραχεος
ὧν τὸ πρῶτον τροχαϊκὸς τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ
δίμετρον ἀκατάληκτον . τὸ τρίτον ὅμοιον , τοῦ τρίτου ποδὸς τριβράχεος ἢ χορείου . τὸ τέταρτον ὅμοιον καθαρόν : τὸ
5187663 ἐκφυομενα
ἔξω βλαστανόντων : ὡσαύτως δὲ καὶ τὰ ἐκ τῶν ξύλων ἐκφυόμενα καὶ μάλιστα ἐκ τῶν ἐλατίνων ἃ καλοῦσιν οἱ μάντεις
, καὶ ὅτι αἵματόϲ τε καὶ πνεύματόϲ εἰϲι περιεκτικά , ἐκφυόμενα μὲν ἀπὸ καρδίαϲ , διανεμόμενα δὲ κατὰ πάντα τοῦ
5182928 ἀλληγορια
αὐτῷ παραστάσης . Τὸ δ ' ἐστὶν οἴνου συγκομιδῆς γεωργοῖς ἀλληγορία , δι ' ὧν φησίν : Ὅς ποτε μαινομένοιο
: τῇ παριαύων τερπέσθω . Τούτοις παραπλησίως ἔχει καὶ ἡ ἀλληγορία , ἥπερ ἕτερον δι ' ἑτέρου παρίστησιν , οἷόν
5179840 διχοτομου
τοῖς ἐαρινοῖς . ἡ δὲ δευτέρα ἑβδομὰς ἄρχεται μὲν ἀπὸ διχοτόμου , πρόεισι δὲ μέχρι πανσελήνου : θέρει δὲ παραπλήσιος
ἀποκαθίσταται . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἀπὸ τῆς αʹ διχοτόμου συμβαίνει μέχρι πανσελήνου : τοσοῦτος γὰρ ἀριθμὸς συνάγεται ἡμερῶν
5178735 ἀρξαμενη
, οὕτως ἡ Τύχη τῶν ὁμιλητῶν τοὺς ἀρίστους ἥρπασεν , ἀρξαμένη μὲν ἀπὸ τῶν ἐν Βιθυνίᾳ διατριβῶν , προελθοῦσα δὲ
γραμμὰς , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας Δραγγιανῇ κατὰ γραμμὴν , ἥτις ἀρξαμένη ἀπὸ τοῦ εἰρημένου πρὸς τῇ Καρμανίᾳ πέρατος καὶ κυρτωθεῖσα
5169553 μυουρος
πλησίον , ἀπολεπτύνεται δὲ εἰς τὴν οὐράν , καί ἐστιν μύουρος . Ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ μὲν χρῶμα οὐκ ἀεὶ
ἀνασπάσθω , καὶ ἐπεζεύχθω κανόνιον , καὶ κρεμάσθω κάμαξ μακρὸς μύουρος ἐκκεκολαμμένος κοιλάσματι ἡμικυκλίῳ , χολέδρᾳ τὸ σχῆμα ὅμοιος ,
5169403 σκωψ
αὐτῶν Ὅμηρος . γένος τε ὀρχήσεως ἀπ ' αὐτῶν καλεῖται σκὼψ λαβὸν τοὔνομα ἀπὸ τῆς περὶ τὸ ζῷον ἐν τῇ
τῶν ἰδίων ἐλεγχόμενος ἔργων συλλαμβάνεται . Γλαὺξ ἐλεὸς βύας αἰγωλιὸς σκὼψ νυκτικόραξ καὶ προσέτι νυκτερὶς καὶ εἴ τι ἄλλο νυκτερινὸν
5165595 διαστολη
ὄφελος ἡ τῶν νοημάτων βεβαία κατάληψις , εἰ μὴ προσγένοιτο διαστολὴ τούτων καὶ διαίρεσις εἴς τε αἵρεσιν ὧν χρὴ καὶ
ἔλαιον . μὴ κλέψῃς , μὴ καταγνωσθῇς . Προεπίζευξις δὲ διαστολὴ δύο προσώπων ἐν παραβολῇ μέσου τοῦ περὶ αὐτῶν λόγου
5158306 Ἀχερουσιας
Τυνδαρίδαις , τουτέστι τοῖς Διοσκούροις , ἱερὸν ἱδρύσομεν ἐπὶ τῆς Ἀχερουσίας ἄκρας . πίονας εὐαρότοιο : ἀντὶ τοῦ : τέμενος
ἐμπρόσθια τοῦ Κενταύρου καὶ τὰ μέσα τοῦ Σκάφους καὶ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ Κρήνη καὶ Ἀγορὰ καὶ τὰ μέσα τοῦ
5157441 διηκων
τῆς Ἀσίας σχεδόν στενότατος αὐχήν ἐστιν εἰς τὸν Ἰσσικόν κόλπον διήκων τήν τ ' Ἀλεξανδρούπολιν , τῷ Μακεδόνι κτισθεῖσαν :
γῆν καὶ τὴν ἀνατολὴν , ἐκδέχεται κόλπος Θηριώδης καλούμενος , διήκων μέχρι τοῦ ἀκρωτηρίου τοῦ καλουμένου Σατύρων ἄκρου . Οἱ
5153947 παραδεδομενος
παραγραφή . Ἡ μετάληψις : οὐκ ἦν ὅτε ἀνῃρεῖτο οὔπω παραδεδομένος : τὸ γὰρ κατὰ τὸν χρόνον μεταλαμβάνει δηλαδὴ καὶ
τῶν ἐπὶ Λαομέδοντος ἐξαναστάντων Τρώων ἄνδρες ἀγαθοί , ὡς ὁ παραδεδομένος μῦθος δηλοῖ . τὰ δὲ παρ ' ἐμοῦ ὑπομνήματα
5152214 ὑπεζωκοτος
. Ἔτι περὶ τοῦ πτυέλου διαλεγόμενος ὁ Ἱπποκράτης φλεγμονὴν τοῦ ὑπεζωκότος ὑποτίθεται , καὶ ὡς ἐπὶ πλευρίτιδι γυμνάζει τὸν λόγον
νῦν εἰρήσεται . πλευρῖτις τοίνυν ἐστὶν φλεγμονὴ τοῦ τὰς πλευρὰς ὑπεζωκότος ὑμένος ἀπὸ χολωδεστέρου αἵματος γινομένη . περιπνευμονία δέ ἐστι
5147487 ἀρχομενη
. . Βιθυνία : πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς βι συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ ι γράφεται , χωρὶς εἰ μή ἐστι
ὑπόδικος : ὑπέρτατος . Πᾶσα λέξις ἐκ τῆς πρυ συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφεται : πρυμνήσιον , τὸ
5144225 βαρυτονου
τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὠνομάσθαι καὶ τὸ θῆλυ βαρυτονεῖν σταφύλην . Τινὲς δὲ
ἤτοι ἀπὸ περισπωμένου ἢ ἀπὸ ὀξυτόνου ἐγκεκλίσθαι : ἀπὸ γὰρ βαρυτόνου ἀδύνατον : πῶς , ἦλθέ πως , Ἀρίσταρχός ποτε
5142682 τροχαϊκην
, ἀπὸ μὲν τριμέτρου καταληκτικόν . ἀτακτότερον δὲ ἔχει τὴν τροχαϊκὴν βάσιν ἑπτάσημον . τὸ δὲ δεύτερον πενθημιμερὲς κοινὸν δακτυλικὸν
ἀναπαιστικὸν μονόμετρον ὑπερκατάληκτον . τὸ βʹ ἰωνικὸν δίμετρον καταληκτικὸν εἰς τροχαϊκὴν συζυγίαν . τὸ γʹ Φαλαίκειον ἀντισπαστικόν . τὸ δʹ
5141590 Δρυμος
δὲ τὸ κύριον , ἢ ἡ βοτάνη . τὸ δὲ Δρυμός καὶ ἐπὶ τοῦ κυρίου καὶ προσηγορικοῦ ὀξύνεται . Τὰ
Φιλιππικοῖς . Δρομοκήρυκες : Αἰσχίνης . οἱ λεγόμενοι ἡμεροδρόμοι . Δρυμός : πόλις μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς : Δημοσθένης
5139525 ζωτικη
ὡρίσθη κατὰ τὴν ὑπόστασιν : συνῆπτε δὲ αὐτὸν καὶ ἡ ζωτική , ἀλλὰ κατὰ τὴν δευτέραν διάκρισιν , καθ '
ἡ τῶν ῥάβδων φύσις καὶ ὅλως οἷον ἀρχή τις αὕτη ζωτική . διὸ καὶ ἐξαιρουμένου καὶ πονήσαντος θνήσκει : ἐπεὶ
5135738 παθητικη
καὶ ἡ ἀπό τινος συμπτώματος ἔκστασις ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον παθητικὴ ποιότης λέγεται . Διαιρεῖ τὸ τέταρτον εἶδος τῆς ποιότητος
ῥήμασιν ἡ τοῦ πλουτῶ ἢ ὑπάρχω ἤ τινος τῶν τοιούτων παθητικὴ ἐκφορά , καὶ ἐπὶ τοῦ μάχομαι ἡ ἐνεργητική :
5128919 κανθου
. Ὁ μὲν αἰγίλωψ ὄγκοϲ ἐϲτὶν ἀποϲτηματώδηϲ μεταξὺ τοῦ μεγάλου κανθοῦ καὶ τῆϲ ῥινόϲ : δυϲίατον δὲ τὸ πάθοϲ διά
νευρώδηϲ ἐϲτὶν τοῦ ἐπιπεφυκότοϲ ὑμένοϲ ὑπεροχὴ ἐκφυομένη μὲν ἀπὸ τοῦ κανθοῦ , προϊοῦϲα δὲ μέχρι τῆϲ ϲτεφάνηϲ : ὅταν δὲ
5128347 μεταπιπτοντων
ὁ δ ' ὑπὸ συλλογισμῶν , ὁ δ ' ὑπὸ μεταπιπτόντων , ὁ δ ' ὑπ ' ἄλλου τινὸς τοιούτου
κρικωταὶ σφαῖραι κατασκευάζονται καὶ αἱ στερεαί , τῶν ἀρκτικῶν μόνων μεταπιπτόντων ἔν τισιν οἰκήσεσι κατὰ τὰς διαστάσεις . Αἱ μέντοι
5125580 παραγωγης
ἄλλος ἀλλοδαπός , πάλιν τὴν ἀναίρεσιν τῶν προσώπων τῆν ἐθνικῆς παραγωγῆς ἐπαγγελλομένης . ὥστε ἀνθυπάγεσθαι μὲν τῷ ποῖος , προλελημματισμένον
οὐκ ἀπολιμπάνει λέξιν σημαίνουσάν τι , χωρὶς εἰ μὴ ἐκ παραγωγῆς μὲν μὴ εἴη , ἐκ δὲ συντάξεως τοῦ δέ
5119338 ἠριγερων
δίκταμνον δρακόντιον ἐλάτηϲ ἀφέψημα ἐρυθροδάνου ἀφέψημα ἕρπυλλοϲ ἠρυγγίου ῥίζα ἡλιοτρόπιον ἠριγέρων ἡδύοϲμον : ταῦτα οὐκ ἐᾷ λίθων γένεϲιν ἐν κύϲτει
ἐκβληθήσονται νεκραὶ ἐμούμεναι ἢ διαχωρούμεναι : ὠφέλιμος ἐσθιόμενος καὶ ὁ ἠριγέρων χλωρὸς καὶ τραγοποτῶν : κατάγει γὰρ αὐτὰς ἀλύπως :
5119168 γνωριζεται
, ἢ ὅλως τι μέγα δρᾶσαι ἢ παθεῖν ἄνευ πεζικῆς γνωρίζεται δυνάμεως , χωρὶς μέντοι ? τῶν κατὰ τύχην καὶ
πέφυκεν , οὐχ ἧττον δὲ καὶ ὅσα τῇ κοινωνίᾳ τούτου γνωρίζεται . ὥσπερ γὰρ αἱ τῶν ἀρτηριῶν κινήσεις τὰς τῆς
5109797 ἀποϲτηματων
φθορὰν ἢ ὑπὸ φαρμάκων δριμέων ἢ ὑπὸ ῥεύματοϲ ἢ ἐξ ἀποϲτημάτων ϲυρραγέντων . εἰ μὲν οὖν πρόχειροϲ εἴη ἡ ἕλκωϲιϲ
τῷ περὶ παρωτίδων λεχθεῖϲι καὶ τοῖϲ λεχθηϲομένοιϲ ἐν τῷ περὶ ἀποϲτημάτων χρηϲτέον . Οἴνου Ἀδριανοῦ καλοῦ # κ , ῥοὸϲ
5105377 παχειη
εὐκρυπτότερον γίνεται , πλὴν εἰ τὸ ἐγγὺς τοῦ καρποῦ : παχείη γὰρ ἡ τῆς σαρκὸς ἐπίφυσις ἡ ἐπὶ τὸ ἄνω
. ῥῖνεϲ ξὺν ὄγκοιϲι μέλαϲι , ὀκριοειδέεϲ : χειλέων προβολὴ παχείη , τὸ δὲ κάτω πελιδνόν : ἔκρινεϲ : ὀδόντεϲ
5104306 ἐγκοπη
μὴ τῇ τῆς ἐκκοπῆς βίᾳ διαστῇ ἡ ῥαφή . Ἡ ἐγκοπὴ διαίρεσίς ἐστι τοῦ κρανίου μετ ' ἀνακλασμοῦ τοῦ πεπονθότος
ἢ βαθεῖα μηδαμῶϲ ἕωϲ ἔξω μετακινηθέντοϲ τοῦ πεπονθότοϲ ὀϲτοῦ . ἐγκοπὴ δέ ἐϲτι διαίρεϲιϲ τοῦ κρανίου μετὰ ἀνακλαϲμοῦ τοῦ πεπονθότοϲ
5103366 ἐπιτοπλειστον
ἢ τὸ Υ διὰ τοῦ Ι ἔχουσι τὴν πρώτην ὡς ἐπιτοπλεῖστον , οἷον Ἶρις , δριμύς , πίτυς , βριθύς
τὰ δὲ λοιπὰ πάντα δίμετρα ἀκατάληκτα τῶν δύο προσώπων ὡς ἐπιτοπλεῖστον δίμετρον κῶλον ἀποτελούντων , ὧν τὸ τελευταῖον κλαύσει :
5103136 θεριζω
τοὺς ἀθέρας , τουτέστι τὰ ἄχυρα . ἐκ τοῦ θέρος θερίζω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀθερίζω : Ὅμηρος :
ἀμέρδω τὸ ἀφανίζω : τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἀμῶ τὸ θερίζω . . ΕΝΘΑ ΚΕ . Τὸ Ἔνθα , ποτὲ
5101362 κισσαν
ναυτιᾶν διὰ τὰς τῶν ἐμβρύων ναυτίας , οὑτωσὶ δὲ οὐδὲ κισσᾶν διὰ τὰς τῶν ἐμβρύων ἐπιθυμίας , τὸ δὲ πᾶν
εἶδος ὀρνέου ἀμούσου , ἐπιθυμητικοῦ , ποικίλου . ὅθεν τὸ κισσᾶν ἐπὶ τῶν γυναικῶν παραλαμβάνουσι , παρόσον αἱ γεννῶσαι ἀηδίζονται
5100608 προαιρετικης
φυσικῆς ἐστιν ἀπώλεια . τὸ γὰρ ἐκρεῖν ἀκουσίως τὰ οὖρα προαιρετικῆς ἐνεργείας βλάβη : ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῶν διαχωρημάτων ἡ
μελλόντων συμβαίνειν . Αἱ δὲ ἐπὶ τούτοις γνῶμαι ἀπὸ τῆς προαιρετικῆς ἐν ἡμῖν ζωῆς ποιοῦνται τὴν παράκλησιν , οἷον γνώσῃ
5097510 ἐμφασις
. Ἀλλά , φήσει τις , πῶς τοῦ ἑνὸς ἐγκειμένου ἔμφασις δευτέρου πληθυντικοῦ γίνεται ; πρόσκειται ὅτι τάξεως ὀνόματά ἐστινἄλλως
οὐκ ἀδίκημα μόνον τούτῳ πεπρᾶχθαι δοκεῖ . Κατὰ δὲ σχῆμα ἔμφασις γίνεται , ὅταν τις δεικτικοῖς χρῆται , οἷον οὗτος
5092592 νεφρου
ἡ χρεία τῆς ἐνεργείας αὐτῶν . ζητεῖται δὲ οὐ μόνον νεφροῦ , ἀλλ ' ἑκάστου μορίου ἐνέργεια : ὁπηνίκα γὰρ
καθαίρεται διὰ τῶν ἀδήλων πόρων : τὸ δὲ οὖρον διὰ νεφροῦ καὶ οὐρητήρων . ἔντερα δὲ λέγεται ἀπὸ τοῦ εἱλεῖσθαι
5091625 οὐρητηρων
: ἢν φύῃ μὲν ἐν νεφροῖϲι μέζων τῆϲ εὐρύτητοϲ τῶν οὐρητήρων , ἐνίζῃ δὲ μὴ διεξιών , ἀτὰρ καὶ τὰ
μὴν τρόπος ὁ τῆς ἐμφύσεως εἰς μὲν τὴν κύστιν τῶν οὐρητήρων , εἰς δὲ τὸ ἔντερον τοῦ χοληδόχου πόρου ,
5090280 εἰσεχει
ἔχει , καὶ τῶν μορίων τὰ μὲν ὑπερέχει τὰ δὲ εἰσέχει , καὶ ποιεῖ τὴν τραχύτητα . διττὸν δὲ τὸ
. . . . . . . . τὴν ἑσπέραν εἰσέχει ἀπὸ τοῦ καλουμένου Ἀτλαντικοῦ πελάγους τὴν εἰσροὴν ἔχουσα ,
5086747 ἁρπαγη
ἔρρωται : τὸ ἅρπαξ σημειῶδες , ἴσως δὲ συνεξέδραμε τῷ ἁρπαγή : τὸ δὲ κέκραγες μεταπέπλασται ἀπὸ τοῦ κέκραγοι ὡς
δὲ τῶν παίδων ἄλλα τε καὶ ἡ τῶν Λευκίππου θυγατέρων ἁρπαγή : καὶ Ἥφαιστος τὴν μητέρα ἐστὶν ἀπολύων τῶν δεσμῶν

Back