ἡμιτελῆ παρέθηκα , σοφίης ὄρχαμ ' ὦσχε , Ὀππιανὲ θρυλούμενε κλυτῆς εἵνεκ ' ἀοιδῆς , ἀλλ ' ἀνύσας θηησάμην σέο
καὶ περισπάσαι τὸ κλυτᾶς , ἵν ' ᾖ : τῆς κλυτῆς ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας τὰς στήλας ἔθηκεν . αἱ δὲ
6903127 Βιθυνῳ
ἀπέθανον , οὗτος δὲ ἐν φυγῇ ὢν παρὰ Προυσίᾳ τῷ Βιθυνῷ , καθάπερ ἄξιον ἦν πανουργότατον καὶ ὠμότατον ὄντα :
τάφους χύτρας εὗρον καὶ ὀστᾶ . πειστέον δὲ μᾶλλον τῷ Βιθυνῷ Δημοσθένει ἐν τῷ δʹ βιβλίῳ ἔστι δέ [ τις
6614479 ἀκρη
βάλ ' ὑπὸ κληῗδα μέσην : διὰ δ ' ἀμπερὲς ἄκρη αἰχμὴ χαλκείη παρὰ νείατον ὦμον ἀνέσχε : δούπησεν δὲ
τραπεζίῳ εἶδος ὁμοίη , ἀρξαμένη πρώτιστα Γαδειρόθεν , ἧχί περ ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα τιταίνεται Ὠκεανοῖο : οὖρον δ '
6486770 λαϊνεον
νῆσον ἐρημαίην : τῇ μέν τ ' ἐνὶ νηὸν Ἄρηος λαΐνεον ποίησαν Ἀμαζονίδων βασίλειαι Ὀτρηρή τε καὶ Ἀντιόπη , ὁπότε
! ! ! ! ! ! ! ] ἀμφὶ κολώνας λαΐνεον πυ ? [ ! ! ! ! ! !
6222366 οἰῳ
τε λιπαρὸν θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν : νῦν δέ τοι οἴῳ πάμπαν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ . οὕτω που καὶ κείνῳ
τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι τῷ καὶ τεθνειῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια οἴῳ πέπνυσθαι : τοὶ δὲ σκιαὶ ἀΐσσουσιν . ΕΙΣ ΤΟΝ
6191795 Ἀθηναιης
ἀπειλήσω τό γε θυμῷ : αἴ κεν ἄνευ ἐμέθεν καὶ Ἀθηναίης ἀγελείης Ἥρης Ἑρμείω τε καὶ Ἡφαίστοιο ἄνακτος Ἰλίου αἰπεινῆς
εἴκων , ξὺν ἐμῇ γενεᾷ θαλλοὺς στέψας , ἐπ ' Ἀθηναίης βωμοῦ ἱκέτης ἵδρυμαι , τίς ἐὼν χρὴ λέγειν τοῖς
6122580 δολιχη
ὄγκῳ : οἰδήματι * ἄρσενι : ἀντὶ τοῦ ἄρσενος * δολιχή : μακρά * πυγόνος : πήχεως πήχυος * πύξου
δὲ θηλυτέρης μὲν ἐπιστρογγύλλεται ὄγκῳ , ἄρσενι δ ' αὖ δολιχή τε καὶ ἂμ πυγόνος βάθος ἴσχει , πύξου δὲ
6110214 ἀρκευθοισι
εἶδος δένδρου , ὅπερ ἐστὶν ἀκανθῶδες , ἢ φυτόν . ἀρκεύθοισι κομᾶσαι : ἄρκευθος εἶδος φυτοῦ ἀκανθώδους . τὸ δὲ
δ ' ἄκανθαι , ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ ' ἀρκεύθοισι κομάσαι , πάντα δ ' ἄναλλα γένοιτο , καὶ
6037872 νησιδες
ἐποίκους ἔχον Ῥωμαίους , καὶ τὰ Σύβοτα . εἰσὶ δὲ νησῖδες τὰ Σύβοτα τῆς μὲν Ἠπείρου μικρὸν ἀπέχουσαι , κατὰ
ἀκριβὲς τῆς ὄψεως κλέπτοντα τῷ βάθει , τὰ δὲ ἀνίσχει νησῖδες ἂν τοῖς ἀπειροθαλάττοις δόξαντα . ἀτρεμοῦντι προσετύχομεν τῷ κήτει
6035189 ʹγ
. . . . . . . . ξγ ∠ ʹγ λϚ ∠ ʹδ ἀπὸ δὲ μεσημβρίας αὐτῷ τῷ Παμφυλίῳ
. . . . . . . μγ λ ∠ ʹγ Ἴσκινα . . . . . . . .
6000410 ἑνδεκαπηχυ
φίλος , ἐν δ ' ἄρα χειρὶ ἔγχος ἔχ ' ἑνδεκάπηχυ : πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη , περὶ
ἀγόρευε διίφιλος ἐν δ ' ἄρα χειρί ἔγχος ἔχ ' ἑνδεκάπηχυ : πάροιθε δὲ λάμπετο δουρός αἰχμὴ χαλκείη , περὶ
5962462 ʹδ
Ἕρμου ποταμοῦ ἐκβολαί . . νζ ∠ ʹ λη ∠ ʹδ ἡ συναφὴ αὐτοῦ καὶ τοῦ Πακτωλοῦ . . .
. . . . . . ξϚ γοʹ κζ ∠ ʹδ Ἵππος ὄρος . . . . . . .
5952770 ἐνδοθι
δίνῃ πορφύροντα διήνυσαν Ἑλλήσποντον : ἔστι δέ τις αἰπεῖα Προποντίδος ἔνδοθι νῆσος τυτθὸν ἀπὸ Φρυγίης πολυληίου ἠπείροιο εἰς ἅλα κεκλιμένη
καὶ πρόσθεν ἐμῆς ἐπάκουσεν ἐφετμῆς Ἕκτωρ , ὁππότε μιν κατερήτυον ἔνδοθι πάτρης . Ὣς φάτο Πουλυδάμαντος ἐὺ σθένος : ἀμφὶ
5939733 προπαροιθε
δηριόωντο Κήτειοι Τρῶές τε καὶ Ἀργεῖοι μενεχάρμαι , ἄλλοτε μὲν προπάροιθε νεῶν , ὁτὲ δ ' ἀμφὶ μακεδνὸν τεῖχος ,
περὶ πάντων ἔστ ' ἀνθρώπων . εἰ δέ κέ οἱ προπάροιθε πόλεος κατεναντίον ἔλθω : καὶ γάρ θην τούτῳ τρωτὸς
5939366 ἀριδηλος
τὸ λοιπὸν βασιλεὺς τῶν Γότθων ἀναδειχθείη , μὴ ἔχειν ὅτῳ ἀρίδηλος εἴη καὶ ἐπίσημος , ἀλλ ' ἀμφιέννυσθαι μόνην στρατιωτικὴν
τὰν δ ' ἀρετὰν οἶδεν μέγα Πήλιον ἅ τ ' ἀρίδηλος Ὄσσα Κιθαιρῶνός τ ' οἰονόμοι σκοπιαί . καὶ γὰρ
5912682 πετρη
τῆς λείας , ὅπερ καὶ θηλυκῶς λέγεται , οἷον : πέτρη γὰρ λίς ἐστι περιξεστῇ εἰκυῖα . Λίσπη : ἐκτετριμμένη
πᾶσα μὲν ὕλη , πᾶσα δ ' ἄρ ' ὀκριόεσσα πέτρη ποταμῶν τε ῥέεθρα πνοιαί τε λιγέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀέντων
5901642 Λητοϊδης
Καὶ τότε δὴ Τρώεσσιν ἀρηγέμεναι μενεαίνων ἔκθορεν Οὐλύμποιο καλυψάμενος νεφέεσσι Λητοΐδης : τὸν δ ' αἶψα θοαὶ φορέεσκον ἄελλαι τεύχεσι
νοῦσον ἀναψύχεις πυρόεσσαν καί μοι σκορπιόθεν βεβολημένῳ ἦρα κομίζεις . Λητοΐδης ἕο μὲν χρησμοῦ , Ποιάντιος ἥρως ἐσσυμένος τάδε πάντα
5893490 δουρος
κέλευθον μακρὴν ἠδ ' εὐρεῖαν , ὅσον τ ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται , ὁππότ ' ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσι
ἔπειτα ὑπὲρ σάκεος μεγάλοιο αἰὲν ἐπ ' αὐχένι κῦρε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκῇ . καὶ τότε δή ῥ ' Αἴαντι περιδείσαντες
5888653 ἀγχι
χόλον διέχευεν Ἀθήνη ἀνέρας εἰσορόωντος ὁμήθεας . Οἳ δέ οἱ ἄγχι ἤλυθον ἀχνυμένοισιν ἐοικότε , καί ῥά μιν ἄμφω ἄντρου
Ἕκτορος αἰπὰ μέλαθρα νηόν τε ζάθεον Τριτωνίδος , ἔνθά οἱ ἄγχι δώματ ' ἔσαν καὶ βωμὸς ἀκήρατος Ἑρκείοιο . Καί
5859308 τανυφυλλος
“ χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσσεὺς δέκα πάντα τάλαντα . ” τανύφυλλος τεταμένα φύλλα ἔχουσα , οἷον μακρόφυλλος . τανύπεπλος τεταμένον
. ” ἐπί κυρίως μὲν “ αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη , ” ἀντὶ δὲ τῆς παρά “ ἡ
5859029 θωρηκταων
καυστείρης ἀντιβολῆσαι , ὄφρά τις ὧδ ' εἴπῃ Λυκίων πύκα θωρηκτάων : οὐ μὰν ἀκλεέες Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν ἡμέτεροι βασιλῆες
ψεύδεσσιν ἔθελγεν : ἥ μ ' ἔφατο Τρώων ὑπὸ τείχεϊ θωρηκτάων λαιψηροῖς ὀλέεσθαι Ἀπόλλωνος βελέεσσιν . ὥς μ ' ὄφελ
5845545 ʹδʹ
. . . . . . . . ογ ∠ ʹδʹ ι γοʹ μετὰ τὰ στενὰ ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ
. . . . . . . . μθ ∠ ʹδʹ λα Ϛʹ Ζύμηθος . . . . . .
5828299 ἀκτη
τῷ πάντα περιφραδέως ἐμέμικτο , Δήμητρος μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή , αἷμα δ ' ἐπὶ ταύροιο , θαλάσσης θ
δ ' αἶψα ταμόντες , ὅθ ' ἀκροτάτη πρόεχ ' ἀκτή , θάπτομεν ἀχνύμενοι , θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες .
5816732 ποντῳ
καὶ Ἰώνων , πρὶν τρίποδα χρύσειον , ὃν Ἥφαιστος βάλε πόντῳ , ἐκ πόλιος πέμψητε καὶ ἐς δόμον ἀνδρὸς ἵκηται
βόας ἔκταν ἑταῖροι . οἱ μὲν πάντες ὄλοντο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ : τὸν δ ' ἄρ ' ἐπὶ τρόπιος νηὸς
5805302 ἠπειροιο
: ὡς ἔχει ταυτί ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο . αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . αἰγιαλῷ
δέ τις αἰπεῖα Προποντίδος ἔνδοθι νῆσος τυτθὸν ἀπὸ Φρυγίης πολυληίου ἠπείροιο εἰς ἅλα κεκλιμένη , ὅσσον τ ' ἐπιμύρεται ἰσθμός
5804290 λαμπετο
' ἄρα χειρὶ ἔγχος ἔχ ' ἑνδεκάπηχυ : πάροιθε δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη , περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης
ὕψι κέλευε . Τῶν δ ' ἅπαν ἐπλήσθη πεδίον καὶ λάμπετο χαλκῷ ἀνδρῶν ἠδ ' ἵππων : κάρκαιρε δὲ γαῖα
5797732 γοʹ
. . . . . . . . οε λθ γοʹ . Ποταμοὶ δὲ διαῤῥέουσι τὴν χώραν ὅ τε Ἀράξης
. . . . . . . . ξζ νδ γοʹ Ὑπὸ δὲ τοὺς Σουαρδηνοὺς Χαινίδες , καὶ ἀπ '
5784753 ληιτιδες
παριαῦον . ἀνεκοιμῶντο σὺν ταῖς αἰχμαλώτοις . λέγονται δὲ καὶ ληίτιδες αἱ αὐταὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ποιητῇ , οἷον :
ἔν τε δόμοισιν ἔν τε χοροῖς καὶ εἰλαπίνῃσι μέλοντο . ληίτιδες σημαίνει δὲ λαφυραγωγοὶ πολεμικαί . Ληιβοτείρης : ὄνομα ἐπίθετον
5775806 κορυφῃσι
Κεβριόναο λέονθ ' ὣς δηρινθήτην , ὥ τ ' ὄρεος κορυφῇσι περὶ κταμένης ἐλάφοιο ἄμφω πεινάοντε μέγα φρονέοντε μάχεσθον :
τότε δή ῥα πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε Ἴδης ἐν κορυφῇσι καθέζετο πιδηέσσης : ἡ διπλῆ ὅτι διὰ τούτων συνίστησι
5766577 κατεναντιον
, οἱ καὶ Ἰνδοσκύθαι καλούμενοι , κατοικοῦσιν , ὅστις Ἰνδὸς κατεναντίον τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατέρχεται , ταχὺν ῥοῦν ὀρθὸν ἐπὶ
μιν ὑπὲρ δαΐδων καταθεῖναι : αὐτὰρ ὅ γ ' ἠελίου κατεναντίον αὐγάζοντος αὐτίχ ' ὑπὲρ δαΐδων ὀλίγην ἀκτῖνα τανύσσει :
5762876 χαριεσσα
: ὀξέος ὀξεῖα , τάλανος τάλαινα , χα - ρίεντος χαρίεσσα . Ῥόδιος δὲ Ῥοδία καὶ Σάμιος Σαμία . διὸ
ἦρ ' ἔτι παρθενίας ἐπιβάλλομαι ; ὦ κάλα , ὦ χαρίεσσα δώσομεν , ἦσι πάτηρ θυρώρωι πόδες ἐπτορόγυιοι , τὰ
5754168 κραναην
τῶν μνηστήρων πλεονεξίας , περὶ ὧν φησιν ἠδ ' ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι . τὴν δὲ ὀχλοκρατίαν ἐν τῇ
: αὐτὰρ ἅμ ' ἠελίοιο βολαῖς ἀνέμοιο λιπόντος , εἰρεσίῃ κραναὴν Σιντηίδα νῆσον ἵκοντο . Ἔνθ ' ἄμυδις πᾶς δῆμος
5745423 Ἑλικης
Δύμη : εἶτα προσελάμβανόν τινας τῶν δώδεκα πλὴν Ὠλένου καὶ Ἑλίκης , τῆς μὲν οὐ συνελθούσης τῆς δ ' ἀφανισθείσης
Βούρας , θυγατέρα δ ' αὐτὴν Ἴωνος τοῦ Ξούθου καὶ Ἑλίκης εἶναι . ὅτε δὲ Ἑλίκην ἐποίησεν ἄδηλον ἐξ ἀνθρώπων
5743574 ἐγγυθι
. ἀλλ ' ἴομεν : μάλα γὰρ νὺξ ἄνεται , ἐγγύθι δ ' ἠώς , ἄστρα δὲ δὴ προβέβηκε ,
ἀπήμονα φορβήν : ὀψὲ δέ μιν νόος ὦρσε καὶ ἤγαγεν ἐγγύθι πότμου : αὐτίκα δὲ τρέσσας ἀνεχάσσατο : πολλάκι δ
5743378 σφετερης
[ ! ! ! ] ? [ παιδὸς ] ὕπερ σφετέρης πνεῦμαπε ? [ ] ? ? ! [ ὤλεσεν
ἔαρ χειμῶνος , ὅσον μῆλον βραβίλοιο ἥδιον , ὅσσον ὄις σφετέρης λασιωτέρη ἀρνός , ὅσσον παρθενικὴ προφέρει τριγάμοιο γυναικός ,
5739487 ἀγλαϊην
νῦν γε μετὰ δμωῇσι κέκασται . ” καὶ ἑνικῶς “ ἀγλαΐην γὰρ ἔμοιγε θεοὶ οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν ὤλεσαν . ”
ἢ τὸ τοῦ φωτὸς ἄκρον , ὃ καὶ ἄμεινον . ἀγλαΐην : κόσμια . εἴδεα καὶ μορφάς : τὸ μὲν
5737119 μεσσηγυς
Ἀτρεΐδης δουρικλειτὸς Μενέλαος πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μετάφρενον οὔτασε δουρὶ ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν , ἤριπε δὲ πρηνής
ἐννοουμένῃ . ἀλύει : ἀδημονεῖ . Οἱ : αὐτῷ : μεσσηγύς : διὰ μέσης . κύκλα : διαδρομαί . Λισσομένη
5735527 χρυς
γυναικός ] ? ? ? , χαλκ ? ? [ χρυς ? [ . . . , . ; .
! ! ! ! ! ! ] εις ? ? χρυς ? [ ! [ ! ! ! ! !
5729104 τηλου
. καὶ γὰρ ἐγὼν ἐπίκουρος ἐὼν μάλα τηλόθεν ἥκω : τηλοῦ γὰρ Λυκίη Ξάνθῳ ἔπι δινήεντι , ἔνθ ' ἄλοχόν
Σοφοκλῆς τὸ αὐτὸ περὶ Φιλοκτήτου λέγει . : Εἰς τὸ τηλοῦ τὸν ὅρον ἔχον , ὅ ἐστι πόρρω : τουτέστι
5729076 Δημητερος
: ὅλας τὰς πέμπτας . * μέσσῃ δ ' ἑβδομάτῃ Δημήτερος , ἕως τοῦ θαλαμήια δοῦρα | νήιά τε :
παυσαμένων περὶ τὴν Ἀττικὴν ἔκτισαν πόλιν καὶ ἱδρύσαντο ἱερὸν Ἀχαιᾶς Δημήτερος , . , . , + , . Ἀχαιϊνέα
5720431 περην
ἀναγκασθῇ στομῶσαι , τάχιστα μὲν ὑγιὲς γίνεται , ἤν τις πέρην διακαύσῃ : εἰδέναι μέντοι χρὴ σαφῶς , ὅτι κυλλὸν
ἐκπίπτει : ἔπειτα οὕτως ἀφελκυσάμενον τὸ δέρμα διακαῦσαι ἐς τὸ πέρην . Σιδηρίοισι δὲ χρὴ ταῦτα καίειν , μὴ παχέσι
5718221 πυλεων
. * , Δου . οὐκ ἔστιν οὕτως ἀσφαλὴς πλούτου πυλεών , ὃν οὐκ ἀνοίγει τύχης καιρός . , Δου
Τὰ εἰς ων τῷ ε παραληγόμενα διὰ τοῦ ω , πυλεών πυλεῶνος , Τυφέων Τυφέωνος , Ποσειδέων Ποσειδέωνος , Ἀλκμέων
5710446 κολωνη
* . Ἄθως : † Ἥρη δὲ νισομένοισιν Ἄθω ἀνέτειλε κολώνη : ἀκρωτήριον Θρᾴκης . Σοφοκλῆς : † Ἄθω †
παλαιαὶ ὁμολογοῦνται ἐπώνυμοι αὐτῶν : ἐν δὲ τῷ Ἰλιακῷ πεδίῳ κολώνη τις ἔστιν ” ἣν ἤτοι ἄνδρες „ Βατίειαν κικλήσκουσιν
5707883 οἱη
ἀγκλίνασα μένει δέμας ἐν ψαμάθοισι : κεῖται δ ' ἀστεμφὴς οἵη νέκυς : ὃς δέ κεν ἰχθὺς ἐγχρίμψῃ λαγόνεσσιν ,
τὸ κάτοπτρον , ἐπεὶ τοίη μὲν ὁρᾶσθαι οὐκ ἐθέλω , οἵη δ ' ἦν πάρος , οὐ δύναμαι . Τὸν
5699800 ποληες
θαλάσσης . τῇς δ ' ἐπὶ Κομμαγεηνὸν ἕδος Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ γὰρ ὁλκὸς ἐς
. τοῖς δ ' ἐπὶ Πισιδέων λιπαρὸν πέδον , ἧχι πόληες Τελμησσὸς Λύρβη τε καὶ ἣν ἐπολίσσατο λαὸς πρίν ποτ
5698919 ὀνομαστα
καὶ διὰ τοῦτο ὀλίγα μὲν πράττει , μεγάλα δὲ καὶ ὀνομαστά . οὓς δὲ ἢ φίλους ἡγεῖται ἢ ἐχθρούς ,
Ῥόδου ἐννέα νῆας ἄγεν Ῥοδίων ἀγερώχων . ” ἀγακλυτά ἄγαν ὀνομαστά , ὡς καὶ Ἡλιόδωρος . ἀγροτέρας οὐ συγκριτικῶς εἴρηκεν
5692060 ἀμ
οὔ πῃ δύναμαι ἰδέειν : πάντῃ δέ μοι ὄσσε Τρωϊκὸν ἂμ πεδίον παπταίνετον εἰσορόωντι : ἦε τὸν ἡνίοχον φύγον ἡνία
τεθαλότας : αἱ δ ' ἀνάριθμοι μήλων χιλιάδες βοτάνᾳ διαπιανθεῖσαι ἂμ πεδίον βληχῷντο , βόες δ ' ἀγεληδὸν ἐς αὖλιν
5690873 ρκδ
. . . . . . . . . . ρκδ ∠ ʹδ ιε γʹ : Βατῶν μεσόγειοι πόλεις Καλίνδοια
. . ρκγ ιε Σωλῆνος ποταμοῦ ἐκβολαί . . . ρκδ ιδ γο : Πανδίονος χώρας , ἐν κόλπῳ Ὀργαλικῷ
5690814 σπεος
τὰ Ναυπακτικὰ ποιήσας καὶ Φερεκύδης ἐν Ϛʹ φασὶν εἰς τὸ σπέος αὐτὰς φυγεῖν τῆς Κρήτης τὸ ὑπὸ τῷ λόφῳ τῷ
δ ' ἀλίτησεν ἀταρποῦ ὕλῃ ἔνι πλαγχθεὶς , ἐν δὲ σπέος ἥλυθε Νυμφῶν Λιμνακίδων : αἱ δέ σφιν ἐσαθρήσασαι ἰόντα
5683325 εἰληλουθως
? [ ] [ ] σκεν ? ἄνακτος [ ] εἰληλουθώς [ ] ηονα ? ? λυγρῇ [ ] ια
, ὅς κεν ἐμῆς γε χοίνικος ἅπτηται , καὶ τηλόθεν εἰληλουθώς . ” ὣς ἄρ ' ἐφώνησεν , τῇ δ
5678129 μεγαλητορος
ὄνομα κύριον , διὰ τοῦ ι : θυγατέρ ' Ἀρσινόου μεγαλήτορος , . * . . Ἄρσαντες 〚 τουτέστιν 〛
, δέμας δ ' ἤϊκτο γυναικί , Ἰφθίμῃ , κούρῃ μεγαλήτορος Ἰκαρίοιο , τὴν Εὔμηλος ὄπυιε , Φερῇς ' ἔνι
5664711 κιων
, ἤτοι φέρει μόχθον καὶ πόνον ἐν ἄλλοις : τουτέστι κίων τῆς οἰκίας οὖσα πονεῖ καὶ αὐτὴ σὺν τοῖς ἄλλοις
οὔσης . ἀγυιεῦ ] ἐν ταῖς ὁδοῖς ἱστάμενος . ἀγυιεὺς κίων εἰς . . . ἀμφοῖν . ἔστι δὲ ἴδιον
5657686 μυχῳ
ὑπ ' αἰθούσῃ ἐριδούπῳ : Ἀλκίνοος δ ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου ὑψηλοῖο , πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε
οὖν Ἑλλάδος , ἐν ταῖς Ἑλλαδικαῖς πόλεσιν , ἐν ἑκάστῳ μυχῷ τῆς Ἑλλάδος . ἔλπομαι μέγα εἰπὼν ἄντα σκοποῦ τυχεῖν
5654887 ἐδυσατο
Ζηνοδότῳ δὲ οὐδὲ ἦσαν . . ἐν δ ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν . κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν
ἀπηλεγέως ἐχόλωσας . ” Ἦ , καὶ ἔπειτ ' ἀίδηλος ἐδύσατο βένθεα πόντου : τὸν δ ' ἄχος αἰνὸν ἔτυψεν
5654113 Ἀραδος
. . . . . . . Ϙ κδ γοʹ Ἄραδος . . . . . . . . .
' , ἐπήρατος αἶα Διωναίης Ἀφροδίτης : ἄγχι δὲ Φοινίκης Ἄραδος μεγάλῳ ἐνὶ κόλπῳ . πρόσθε δὲ Σουνιάδος κορυφῆς ,
5651233 ἰδοιο
, ἱππόβοτος λιπαρή τε : πρὸς ἑσπερίην δ ' ἂν ἴδοιο τὴν ἑτέρην , ἣ κεῖται ὑπὸ ζαθέης πόδας Ἴδης
, δύνει δὲ κατὰ ῥάχιν Ἰχθῦς : ἥμισυ μέν κεν ἴδοιο μετήορον , ἥμισυ δ ' ἤδη ἐσχατιαὶ βάλλουσι κατερχομένου
5650163 μογεοντι
γὰρ ἄμεινον , οὐδὲ φέροι κεν ὄνειαρ ἐπ ' ἀλλοτρίῳ μογέοντι . εἰ δὲ Θεραπναίοισιν ἐν ἄστρασι δινεύηται κούρων εὐεάνου
: μήτηρ δέ μιν οὔποτε λείπει , ἀλλ ' αἰεὶ μογέοντι συνέσπεται , ἔκ τ ' ἀνιόντι βυσσόθεν , ἀχνυμένῃ
5647450 Ἀργεϊ
ἀγαγεῖν αὐτὴν ἐς Αἴγυπτον , ἀλλ ' ὡς ἐν τῷ Ἄργεϊ ἐμίσγετο τῷ ναυκλήρῳ τῆς νεός : ἐπεὶ δὲ ἔμαθε
μὲν Ἐριχθονίου ποτιμάστιον ἔσχεθε κοῦρον Αὐτόλυκον , πολέων κτεάνων σίνιν Ἄργεϊ κοίλῳ κάνναβις ῥηγνὺς χρυσόδετον κέρας , ῥηγνὺς ἁρμονίαν χορδοτόνου
5646846 πτολιεθρα
ἑῇ ἐπέδωκε θυγατρί : ἑπτὰ δέ τοι δώσει εὖ ναιόμενα πτολίεθρα Καρδαμύλην Ἐνόπην τε καὶ Ἱρὴν ποιήεσσαν Φηράς τε ζαθέας
δ ' ἱππήλατος Ἦλις Ἀρκαδίη τ ' εὔμηλος Ἀχαιῶν τε πτολίεθρα Μεσσήνη τε καὶ Ἄργος ἅπασά τε Σισυφὶς ἀκτή :
5644109 ἠϋκομοιο
ταμεσίχροα βαλλομένοισιν : οὐ μὰν οὐδ ' Ἀχιλεὺς Θέτιδος πάϊς ἠϋκόμοιο μάρναται , ἀλλ ' ἐπὶ νηυσὶ χόλον θυμαλγέα πέσσει
εὗρε μάχης ἐπ ' ἀριστερὰ δακρυοέσσης δῖον Ἀλέξανδρον Ἑλένης πόσιν ἠϋκόμοιο θαρσύνονθ ' ἑτάρους καὶ ἐποτρύνοντα μάχεσθαι , ἀγχοῦ δ
5643658 πασσυδιῃ
ἑορτή , τὴν ἀνὰ Σηστὸν ἄγουσιν Ἀδώνιδι καὶ Κυθερείῃ . πασσυδίῃ δ ' ἔσπευδον ἐς ἱερὸν ἦμαρ ἱκέσθαι , ὅσσοι
συναίρεμα γνώσεων ἁπασῶν , καὶ μίαν γνῶσιν ἡνωμένην ἀπεργασάμενος , πασσυδίῃ , φαίη τις ἄν , ἐστέλλετο πρὸς τὸ ἀδιάκριτον
5642832 αὐτως
ὀλέθριον οὔτε λίνοιο ἀμφιβολὰς ἐφέηκαν ἁλίστονοι ἀγρευτῆρες , ἀλλ ' αὔτως ἐρύουσιν ἀναψάμενοι μίαν οἴην ἐν ῥοθίοις : αἱ δ
μούνην σεῖο λίπῃς ἀπάνευθεν , ἐποιχόμενος βασιλῆας , ἀλλ ' αὔτως εἴρυσο : δίκη δέ τοι ἔμπεδος ἔστω καὶ θέμις
5640686 Ἀραβιης
πρῶτόν ἐστιν : πολλὰ γὰρ αὐτοῖσιν ἀπικνέεται χρήματα ἔκ τε Ἀραβίης καὶ Φοινίκων καὶ Βαβυλωνίων καὶ ἄλλα ἐκ Καππαδοκίης ,
ἄκρη ἐς μυχὸν ὀξυνθεῖσα τιταίνεται Ὠκεανοῖο : οὖρον δ ' Ἀραβίης τεκμαίρεται ἄγχι θαλάσσης εὐρύτερον , τόθι γαῖα κελαινῶν Αἰθιοπήων
5632747 τυχησας
λᾶι : πέτρῳ τὸ δὲ λοχήσας γράφεται καὶ δοκήσας καὶ τυχήσας . καὶ εἰ μὲν δοκήσας , ἐπιτηρήσας : εἰ
τὸν μὲν ὑπὸ κραδίην , τὸν δ ' ἐς κληῖδα τυχήσας . Δάμνατο δ ' ἄλλοθεν ἄλλον : ἐπέστενε δ
5631047 Ἀγκαιῳ
δὲ δρώμενα καὶ δεινὰ ἤδη : ἐμπεπτωκὼς γὰρ ὁ σῦς Ἀγκαίῳ τούτῳ κατὰ τὸν μηρὸν κεῖται ὁ νεανίας ἀθρόον ἐκρέων
ἀπὸ πείσματ ' ἔκοψεν : ἄγχι δὲ παρθενικῆς κεκορυθμένος ἰθυντῆρι Ἀγκαίῳ παρέβασκεν : ἐπείγετο δ ' εἰρεσίῃ νηῦς σπερχομένων ἄμοτον
5629951 δεξιτερης
φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ θοῆι μάστιγι φιλήμερος Ὄρθος
ἠερέθονται μέσσοι νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι : ἐγγύθι δέ σφεων , δεξιτερῆς ἀπὸ χειρὸς ἀγαυοῦ Ὑδροχόοιο , οἵη τις τ '
5620217 Μυρμιδονεσσιν
ἑλίκωπας Ἀχαιούς : βλῆτο γὰρ οὔ τι κάκιστος ἀνὴρ μετὰ Μυρμιδόνεσσιν υἱὸς Ἀγακλῆος μεγαθύμου δῖος Ἐπειγεύς , ὅς ῥ '
τι πέπυσσαι , ἢ ἔτ ' ἔχει τιμὴν πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσιν , ἦ μιν ἀτιμάζουσιν ἀν ' Ἑλλάδα τε Φθίην
5619820 τοφρα
χερσὶ πίεζε νωλεμέως κρατερῆισι , σάωσε δὲ πάντας Ἀχαιούς , τόφρα δ ' ἔχ ' ὄφρα σε νόσφιν ἀπήγαγε Παλλὰς
ἄγον , οἷσι μάλιστα πεποίθεα πᾶσαν ἐπ ' ἰθύν . τόφρα δ ' ἄρ ' ἥ γ ' ὑποδῦσα θαλάσσης
5613479 ἱερη
[ αὐλῶπις ] : ἐν δ ' ἑτέρωθι ἥδ ' ἱερὴ Σικίμων καταφαίνεται , ἱερὸν ἄστυ , νέρθεν ὑπὸ ῥίζῃ
ἄγει . αἰϲθήϲιοϲ δὲ καὶ κεφαλῆϲ καὶ νεύρων καθαρτήριον ἡ ἱερὴ τὸ φάρμακον . ἀμφὶ μὲν ὦν κενώϲιοϲ παντοίηϲ τῆϲ
5612328 χαλκεον
ἀκόντισεν Ἰδομενῆος : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος , αἰχμὴ δ ' Αἰνείαο κραδαινομένη κατὰ γαίης
ἀποκτείνῃ . Δείσας δὲ ὁ Ἀκρίσιος , ὑπὸ γῆν θάλαμον χάλκεον κατασκευάσας , Δανάην τὴν αὑτοῦ θυγατέρα ἐφρούρει . Ταύτης
5610816 αἰπεια
ῥοθίοις μελαινόμενον καὶ σφοδρὰ κύματα ἔχοντα . ἔστι δέ τις αἰπεῖα : Προποντίς ἐστι τὸ μετὰ τὸν Ἑλλήσποντον πέλαγος ,
„ . τοπικῶς δὲ ” ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα Κολωνή ” . . . . . . Χ
5610564 Καπρος
αὐτὴ τῶν Χαλκιδικῶν , Ἀριστοτέλους πατρίς , καὶ λιμὴν αὐτῆς Κάπρος καὶ νησίον ὁμώνυμον τούτῳ : εἶθ ' ὁ Στρυμὼν
χάρμα μέγ ' ἀγρευτῆρσι , πρὸς ἄρκυας ἰθὺς ἱκάνει . Κάπρος ἐνυαλίοις δὲ μέγ ' ἔξοχος ἐν θήρεσσιν εὐνὰς μὲν
5608991 ἠεροειδες
λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη , ἀγχόθι δ ' αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές , ἱρὸν Νυμφάων , αἳ Νηϊάδες καλέονται . ἐν
περιξέστῃ ἐϊκυῖα . μέσσῳ δ ' ἐν σκοπέλῳ ἐστὶ σπέος ἠεροειδές , πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον , ᾗ περ
5607086 Γιγαντος
. γηγενοῦς γίγαντος . Ἑρμοῦ καὶ Ἱερείας υἱὸς Γίγας , Γίγαντος δὲ υἱὸς Ἴσχενος . λιμοῦ δὲ γεγονότος ἐδόθη χρησμὸς
Ἀπολλοδώρου παῖδα καὶ πάτραν σάω . Τόξον μέν , ᾧ Γίγαντος ὤλεσας σθένος , ἴσχε βίης , ἑκάεργ ' ἀνάσσων
5604295 ἀμμορος
ἐναγώνιος , ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας , ἴχˈνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα
' ὀλέθρῳ καὶ πηῶν : οὐ γάρ τις ὀιζυρῆς κακότητος ἄμμορος , ἐλπωρὴ δὲ πέλει καὶ δούλιον ἦμαρ εἰσιδέειν .
5601933 Ἡφαιστοιο
ὅς ῥά τε Κωρυκίην ὑπὸ δειράδα ναιετάεσκε πέτρην θ ' Ἡφαίστοιο περίφρονος ἥ τε βροτοῖσι θαῦμα πέλει : δὴ γάρ
Διονύσοιο δὲ δῶρον φάσκ ' ἔμεν , ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἡ δὲ ἱστορία τοιαύτη : Διόνυσος ὁ Διὸς
5600087 ἑτερη
ταχέως , καὶ ἀπέφθειρεν . Ἑτέρη λευκοῖς θυγατέρα ἔτεκεν : ἑτέρη ἐρυθροῖς , ὡς ἔδει . Φρικώδεες , ἀσώδεες ,
πλούτῳ καὶ γενεῇ κατ ' ἐμέ : ἡ δ ' ἑτέρη προβέβηκε . τί λώϊον ; εἰ δ ' ἄγε
5588959 βιη
ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν . [ ἄπλαστοι : μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι
εἰς ἄστυ λιπόντε καταυτόθι πίονας ἀγρούς ἐστιχέτην , Φυλεύς τε βίη θ ' Ἡρακληείη . λαοφόρου δ ' ἐπέβησαν ὅθι
5586648 πτολιεθρον
, ὁππόσον Ἕκτορα δῖον , ὅτ ' Ἀργείους ἐδάιζε ῥυόμενος πτολίεθρον ἑὸν καὶ κτῆσιν ἅπασαν . Ἀλλ ' ὅτε δὴ
πετέσθην . αἶψα δ ' ἔπειθ ' ἵκοντο Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον : καὶ τότε Τηλέμαχος προσεφώνεε Νέστορος υἱόν : “
5586423 ῥοος
ἐς Λιβύην ὁρόωσα . τὸν δὲ μετ ' ἐκδέχεται Γαλάτης ῥόος , ἔνθα τε γαῖα Μασσαλίη τετάνυσται , ἐπίστροφον ὅρμον
καὶ χωλαὶ ἐκ ταύτης τῆς νούσου γίνονται . Ὁκόταν δὲ ῥόος λευκὸς ἐγγένηται , οἷον ὄνου οὖρον φαίνεται , καὶ
5584980 νασου
: Τύριον οἶδμα λιποῦς ' ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσας ἀπὸ νάσου : ἄλλως : τὴν Τύρον : νησιάζεται γάρ .
[ Πυθόϊ , ] οἱ δ ' ἐν Πέλοπος ζαθέας νάσου πιτυώδεϊ [ ] δείρᾳ , οἱ δὲ φοινικοστερόπα τεμένει
5584815 κειθεν
. . . . ἐκμαθεῖν δέ σου ποθῶ μακρὰν ἀποικῶν κεῖθεν , Ἀτθίδα χθόνα τίνες τύχαι † καλοῦσιν ἢ πράττουσι
ἀνέμοιο πόλλ ' ἀεκαζομένους , οὐδ ' ἤθελον ἐξαπατῆσαι . κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε νυκτός . σπουδῇ δ '
5580270 διεκ
[ , ] εἰ μὴ Ἀθήνη λάβρον [ ἐπεβρόντησε ] διὲκ νεφέων καταβᾶσα [ ] : πληξαμένη θέναρι [ ]
μνηστῆρες ἀγαυοὶ χεῖρας ἀνασχόμενοι γέλῳ ἔκθανον . αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἕλκε διὲκ προθύροιο λαβὼν ποδός , ὄφρ ' ἵκετ ' αὐλὴν
5567682 εἰθαρ
καὶ βάλε Φαυσιάδην Ἀπισάονα ποιμένα λαῶν ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων , εἶθαρ δ ' ὑπὸ γούνατ ' ἔλυσεν : Εὐρύπυλος δ
αἶψα δ ' ἀναρρήξας μεγάλης χθονὸς εὐρὺ βέρεθρον αὐτὴν Ἴλιον εἶθαρ ἑοῖς ἅμα τείχεσι πᾶσαν θήσω ὑπὸ ζόφον εὐρύν :
5561199 Ὀδησσος
Ὀγχοαῖος , ὡς τῆς Οἰνόης Οἰνοαῖος , ἢ Ὀγχοεύς . Ὀδησσός , πόλις ἐν τῷ Πόντῳ πρὸς τῷ Σαλμυδησσῷ .
Διονυσόπολις νδʹ γʹʹ μεʹ δʹʹ Τιριστὶς ἄκρα νεʹ μεʹ Ϛʹ Ὀδησσός νδʹ ∠ ʹʹγʹʹ μεʹ Πανύσου ποταμοῦ ἐκβολαί νδʹ ∠
5546073 χελυν
˘ – εἴτ ' οὖν σοφιστὴς † καλὰ † παραπαίων χέλυν τῷ πονοῦντι δ ' ἐκ θεῶν ὀφείλεται τέκνωμα τοῦ
ἵζει , ἀρίστην γυναῖκα πορθμεύσας εἰς τὴν Ἀχερουσίαν λίμνην : χέλυν : τὴν λύραν . ἀπὸ γὰρ χελώνης ὀρεινῆς ἡ
5545393 εἰν
τῷ βίῳ . Οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς λαμβάνεις . Φιλόμουσον εἶν ' αὐτὸν πάνυ , ἀκούσματ ' εἰς τρυφήν τε
πρότερον ἁμαρτίας . Εἶτ ' ἄτιμόν φημι χρῆναι μηδέν ' εἶν ' ἐν τῇ πόλει . Καὶ γὰρ αἰσχρόν ἐστι
5545372 ἀγχ
ἑαυτοῦ Πέρσῃ διὰ τὸν αὐτῶν πατέρα : νάσσατο δ ' ἄγχ ' Ἑλικῶνος , οἰζυρῇ ἐνὶ κώμῃ , Ἄσκρῃ ,
λύκοι ὑσοριμαχεῖν ἄνδρες οὐρανοῦ καττύματα . παῖ ' ἐκεῖνον , ἄγχ ' ἐκεῖνον . ἐν Κέῳ τίς ἡμέρα ; ἵππῳ
5542360 κρανιῳ
μόνῳ τοῦ φακοειδοῦϲ ὁμιλοῦϲα , καὶ ἢν προϲέχηταί τι τῷ κρανίῳ , καὶ ταύτηϲ τὴν προϲάρτηϲιν ἀλύπωϲ ἀποϲπᾷ τὸ περιφερὲϲ
. ἡ δὲ ἑτέρα ἐπὶ ταύτης οὖσα προσήρτηται μᾶλλον τῷ κρανίῳ κατά τινα μέρη . καὶ ἔστι νευρωδεστέρα . ἐκ
5540300 λοετρα
ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν , ὄφρα πέλοιτο Ἕκτορι θερμὰ λοετρὰ μάχης ἐκ νοστήσαντι νηπίη , οὐδ ' ἐνόησεν ὅ
δησάμενοι : ταὶ δ ' εὖ κομέουσιν ἐδωδῇ ἀνέρας ἠδὲ λοετρὰ λεχώια τοῖσι πένονται . Ἱερὸν αὖτ ' ἐπὶ τοῖσιν
5539422 κειτο
ζυγόν , ἡνία δέ σφι σύγχυτ ' , ἐπεὶ δὴ κεῖτο παρήορος ἐν κονίῃσι . τοῖο μὲν Αὐτομέδων δουρικλυτὸς εὕρετο
γ ' ἔτι βόσκοι : τόσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος . τὸν δ ' ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι
5536516 ἀγλαϊης
ἦ αὔτως οἷοί τε τραπεζῆες κύνες ἀνδρῶν γίνοντ ' , ἀγλαΐης δ ' ἕνεκεν κομέουσιν ἄνακτες . ” τὸν δ
πάσης συνοπηδὸν ἀοιδῆς . ἐν μὲν γὰρ θαλίης ἐρατὸν μέρος ἀγλαΐης τε , ἐν δὲ χοροιτυπίης , ἐν δ '
5533490 ἀντελλοντος
σοφίῃσιν , ἰδὲ δρηστῆρας ἐν ἔργοις . Ἑρμοῦ δ ' ἀντέλλοντος ἐπὴν Ἄρης πάλι δύνῃ , δεινὸν σχῆμα τέτυκται ,
πηγάων κυαναυγέσιν ἐν δίνῃσι : στήσας δ ' ἠελίου κατεναντίον ἀντέλλοντος , ἁγνίζειν μὲν πρῶτον ἐποιχόμενος περὶ πάσας , ἅλμην
5530482 σοη
βάλλων , ” ἐπὶ δὲ τῶν κτημάτων “ ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες ὀπίσω , καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος
δηλαδή , μεθέντες αὐτὴν ἀποπρὸ καὶ μακρὰν τῆς νεώς . σόη : ἀβλαβής . δίηται : διωχθείη καὶ πετασθείη ἡ
5526327 ὑψοθι
πέλαγος πεφόρητο ἐντενές , ἠύτε τίς τε δι ' ἠέρος ὑψόθι κίρκος ταρσὸν ἐφεὶς πνοιῇ φέρεται ταχύς , οὐδὲ τινάσσει
, ὅσον τέ περ ἥμισυ κύκλου ἀρχομένης ἀπὸ νυκτὸς ἀείρεται ὑψόθι γαίης . Ἀπορεῖται δή , πῶς καὶ ἐν ταῖς
5524633 θοος
Περγασίδην , ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσι τῖον , ἐπεὶ θοὸς ἔσκε μετὰ πρώτοισι μάχεσθαι . τόν ῥα κατ '
, ἣ μετὰ σῶμα μαρανθέν , ἅτ ' ἐκ δεσμῶν θοὸς ἵππος , ῥηιδίως προθοροῦσα κεράννυται ἠέρι κούφῳ δεινὴν καὶ
5523825 Ἀλκινοοιο
νήσους κώμασον εἰς μακάρων , εὖ μὲν γῆρας ἰδὼν εὐέστιον Ἀλκινόοιο Φαίηκος , ζώειν ἀνδρὸς ἐπισταμένου : Ἀλκινόου τις ?
Ἠώς , ὤρνυτ ' ἄρ ' ἐξ εὐνῆς ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο , ἂν δ ' ἄρα διογενὴς ὦρτο πτολίπορθος Ὀδυσσεύς
5521365 ὑψι
' Ἀβαντιάδης , ὁ δ ' ἄρ ' ἔκποθεν ἀφράστοιο ὕψι μάλ ' ἐκ δονάκων ἀνεπάλμενος , ἤλασε μηρόν ἀίγδην
εἰς ψει διὰ διφθόγγου γράφονται , οἷον αὐτοψεί πλὴν τοῦ ὕψι , ἀντὶ τοῦ ἐφ ' ὕψους . Τὰ εἰς
5521353 ἐντε
βαιὸν ἔτ ' ἐμπνείοντα καὶ ἀργαλέον στενάχοντα : οὐδὲ μὲν ἔντε ' ἄνακτος ἑκὰς λίπον , ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἐκ
δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην , πάντας δ ' ἔντε ' ἄνωγεν ἀρήϊα χερσὶν ἑλέσθαι . οἱ δέ οἱ
5521334 καδ
: τί τὰ λύχν ' ὀμμένομεν ; δάκτυλος ἁμέρα . κὰδ δ ' ἄειρε κυλίχναις μεγάλαις , αιταποικιλλις . οἶνον
Ἀθήνη θρέψε Διὸς θυγάτηρ , τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα , κὰδ δ ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν ἑῷ ἐν πίονι νηῷ
5520632 χρυσοιο
δύο , οἷον : δοιοὺς δὲ τρίποδας , δέκα δὲ χρυσοῖο τάλαντα . καὶ δοιὼ θεράποντε . σημαίνει δὲ καὶ
δὲ αὐτὴ ἡ φλόξ λιγνύς ] ὁ καπνός ἄλλοτε δὲ χρυσοῖο : καὶ χρυσοῦ δέ φησιν ἀπόβαμμα ἢ ἀργύρου πινόμενον

Back