| καὶ μακρόθεν φρίττουσιν αὐτοῦ τὰ φυσήματα , ἐπιθυμῶν δὲ τροφῆς κλονεῖ καὶ ταράσσει τὰ πλήθη τῶν ἰχθύων , ἅπερ φεύγοντα | ||
| θάλπος θεοῦ , οὐδ ' ὄμβρος , οὐδὲ πνευμάτων οὐδὲν κλονεῖ , ἀλλ ' ἡδοναῖς ἄμοχθον ἐξαίρει βίον ἐς τοῦθ |
| αἱ κακῶς πενθοῦσαι . ἀλεγεινήν : φευκτὴν , ἀλγεινὴν , ἐλεεινὴν , χαλεπὴν , καὶ πένθος κακὸν καὶ ἐλεεινόν . | ||
| νεανίου μὲν πρῶτον , εἶτα τοῦ φύσαντος , τὴν μὲν ἐλεεινὴν οὐ διέφυγε θέαν , ἀλλοτρίᾳ δὲ χειρὶ περιπίπτων ὁμοίαν |
| ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο , πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο . μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη | ||
| πόνοι , ὁ δὲ πυρετὸς ἐπέτεινεν : ὑπεδυσφόρει : οὐκ ἐκοιμᾶτο : ἄκρεα ψυχρά : οὔρων πλῆθος διῄει οὐ χρηστῶν |
| . Τρίτῃ , δυσφόρως : διψώδης : ἀσώδης : πουλὺς βληστρισμός : ἀπορίη : παρέκρουσεν : ἄκρεα πελιδνὰ , καὶ | ||
| Ἑβδόμῃ , ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : δίψα πουλλή : βληστρισμός : περὶ δείλην , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ |
| οἰκίας τῶν Μαυρουσίων οἱ λέοντες φοιτῶσιν , ὅταν αὐτοῖς ἀπαντήσῃ ἀθηρία καὶ λιμὸς αὐτοὺς ἰσχυρῶς περιλάβῃ . καὶ ἐὰν μὲν | ||
| τοὺς τιθασούς , οἵπερ οὖν ἐοίκασι ταῖς παλευτρίαις πελειάσιν , ἀθηρία τε αὐτοῖς ἐστι καὶ ἐκεχειρία . οὐδ ' ἂν |
| ῥύωνται ἑλκομένην , ἀπάτην δὲ περιπροθέουσιν ἁπάντῃ , οἴστρῳ θηλυμανεῖ βεβιημένοι : οἱ δ ' ἐλάτῃσι νῆα κατασπέρχουσιν ὅσον σθένος | ||
| ; ἔμπεδον ἀθανάτων ἔσαν αἵματος , οἷον ὑπέσταν ἔργον ἀναγκαίῃ βεβιημένοι . αὐτὰρ ἐπιπρό τῆλε μάλ ' ἀσπασίως Τριτωνίδος ὕδασι |
| οἱ κυνήποδες εἴτ ' ἐν βώλοις εἴτ ' ἐν λίθοις ἐλαύνοιτο ὁ ἵππος . τῶν γε μὴν κνημῶν τὰ ὀστᾶ | ||
| γὰρ ὠφέλειαν τὸ ἔργον παρέχεται , εἰ μὲν γὰρ ἠρέμα ἐλαύνοιτο ὁ ἵπποϲ , οὐδὲν ἄλλο ἐργάζεται πλὴν κόπου καὶ |
| εἰς ἀθρόον ἐμπέπτωκε βάραθρον : ἐκεῖ δὲ κρημνισθεὶς πειρᾶται μὲν ὑπεκδῦναι καὶ διαφυγεῖν , οὐκ ἔχει δὲ τοῦ κακοῦ διέξοδον | ||
| καὶ ποτὶ κύρτον ἔλλοπας αὐτομόλους εἰσήγαγεν , οὐδὲ δύνανται αὖτις ὑπεκδῦναι , δεινοῦ δ ' ἤντησαν ὀλέθρου : ὣς κείνη |
| , ἐπειδὴ αὐτὰς ἀγρεύουσι πάντες καὶ ἐσθίουσιν ὡς ἀσθενεῖς . περιπληθής : πληρουμένη , στενοχωρουμένη , γεγεμισμένη , πεπληρωμένη , | ||
| παντοίοισι περιπληθὴς καμάτοισι : πάντων ἢ παντοίων γεγεμισμένος κόπων . περιπληθής : γέμων . Ἐπαιγίζει : κλονίζει , ταράσσει δίκην |
| χρόνον ἑορτάζει , συνειδήσει τῶν ἀδικημάτων ἀγχόμενος καὶ τῇ ψυχῇ κατηφῶν , εἰ καὶ τῷ προσώπῳ μειδιᾶν καθυποκρίνεται . ποῦ | ||
| ὁ κηδεμὼν καὶ παραιτητὴς τὸν ἡγεμόνα ἐπανῄει χαίρων ἅμα καὶ κατηφῶν : ἐγεγήθει μὲν γὰρ τὴν ἱκεσίαν τοῦ θεοῦ προσιεμένου |
| ἱπποδέτην ῥυτῆρα λαβὼν παίει λιγυρᾷ μάστιγι διπλῇ , κακὰ δεννάζων ῥήμαθ ' ἃ δαίμων κοὐδεὶς ἀνδρῶν ἐδίδαξεν . Ὥρα τιν | ||
| τάφρους ἢ ' π ' ἀσπίδων ἐπόντας γρυπαιέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ ' ἱππόκρημνα , ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδι ' ἦν |
| οὔατα ἀμφότερα ἐπήρθη ξὺν ὀδύνῃ : ὕπνοι οὐκ ἐνῆσαν : παρελήρει : σκέλεα ἐπωδύνως εἶχεν . Εἰκοστῇ , ἄπυρος , | ||
| ἤμεσε μέλανα , ὀλίγα , χολώδεα . Ἐνάτῃ ψύξις : παρελήρει πουλλά : οὐχ ὕπνωσεν . Δεκάτῃ , σκέλεα ἐπωδύνως |
| κήρυκι τὸν πόδα παρῶ . Κλεῶνος κιθαρῳδοῦ , ὃς ἐκαλεῖτο Βοῦς , ἀκούσας εἶπεν : ὄνος λύρας ἐλέγετο , νῦν | ||
| ὃ ἐκλαμβάνεται ἐπὶ τῶν ἐν ἀπορίᾳ τι πράττειν προσποιουμένων . Βοῦς ἐν πόλει : ἐπὶ τῶν θαυμαζομένων . Λυσίας γὰρ |
| , ἐργάσασθαι δὲ ὕδερον . εἰ οὖν ἐγένετο ὕδερος , περίτασίς ἐστιν εἰς τὴν κοιλίαν οὐκ ἀπὸ χρηστῆς ὑγρότητος , | ||
| , ἐργάσασθαι δὲ ὕδερον . εἰ οὖν ἐγένετο ὕδερος , περίτασίς ἐστιν εἰς τὴν κοιλίαν οὐκ ἀπὸ χρηστῆς ὑγρότητος , |
| προσήκει αὐτὴν σφόδρα σιμοτομεῖν ἐν τῇ κλαδείᾳ , ἵνα μὴ πολυφόρος οὖσα ταχέως ἀποκάμνῃ . καὶ ἡ ἄμπελος αὐτὴ σφόδρα | ||
| . ἔστι δὲ πᾶσα ἡ χώρα αὕτη πάμφορός τε καὶ πολυφόρος , ἵπποις δὲ καὶ προβάτοις ἀρίστη : ἡ δ |
| τριηκοστὴν , πυρετὸς ὀξύς : διαχωρήματα πουλλὰ , λεπτά : παράληρος : ἄκρεα ψυχρά : ἄφωνος . Τριηκοστῇ τετάρτῃ , | ||
| ἀλλήλαις πεπολεμῶσθαι . ὧν ὑπαρχόντων τίς οὕτως ἔκφρων ἐστὶ καὶ παράληρος , ὡς φάναι παγίως , ὅτι τὸ τοιόνδε ἐστὶ |
| δὲ τὴν ἀπόλυσιν . Ἠντίασαν : ἐπέτυχον , ἔλαβον . φιλοτήσιον : ἐπιθυμητήν . ἄτην : εἰς . Πολιούχων : | ||
| γάμων , ὀλοῆς τ ' Ἀφροδίτης ἠντίασαν , σπεύδοντες ἑὴν φιλοτήσιον ἄτην . ἀλλὰ σύ μοι , κάρτιστε πολισσούχων βασιλήων |
| Ἀρκάδες , ἐνόμισεν ἑλεῖν ἂν τοῦτον , καὶ εἰ τούτου κρατήσειεν , οὐκ ἂν δύνασθαι μένειν τοὺς ὑπὸ τούτῳ πολιορκοῦντας | ||
| ἐν τῷ μέρει καὶ πληττομένων , ἄχρις ἂν ἕτερος θατέρου κρατήσειεν . Ὁ μέντοι τὴν ἧτταν ὑποστὰς αἰδοῖ ληφθεὶς ἐπὶ |
| ὑποκειμένη θερμότης . Ὁ δὲ μαρασμός ἐστι πυρετὸς ἀδιάλειπτος , βληχρός , ἐκδαπανῶν καὶ καταμαραίνων τὰ στερεὰ τοῦ σώματος μόρια | ||
| τὴν λέξιν ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς ἀπὸ τοῦ βέβληται : βληχρός , ὁ καταβεβλημένος καὶ πεπτωκώς , ἀπὸ τῶν παλαιόντων |
| καὶ φάσματα φανῆναι λέγουσι . σέλα μὲν οὖν οὐράνια καὶ κτύπους νύκτωρ πολλαχοῦ διαφερομένους καὶ καταίροντας εἰς ἀγορὰν ἐρήμους ὄρνιθας | ||
| | × – ˘˘ – × – ους ] βροντῆς κτύπους [ . . . [ ] ! ! ! |
| . χειῇ τῇ καταδύσει : “ ὡς δὲ δράκων ἐπὶ χειῇ ὀρέστερος . ” τὸ γὰρ ζῷον ὁμοίως ὕδατι χεῖται | ||
| οὐδ ' ἔτι πω μενέει σχεδόν , οὐδ ' ἐνὶ χειῇ . Φεύγει καὶ κνίσσῃσι γαγάτην ὀρνυμένῃσι τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέϊ |
| Οἱ γὰρ ἐν ταύτῃ κατοικοῦντες τῇ πόλει τοιοῦτοι . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων , ὑποκρινομένων δὲ νηστεύειν : | ||
| οὐκ ἔχουσα , ἐπὶ τῶν νοῦν μὴ ἐχόντων . Κεστρεὺς νηστεύει : παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ λαιμάργων . Τοιοῦτον γάρ |
| γίγνεται τὸ σῶμα , καὶ ὅλον ἀσθενές , καὶ κομιδῇ τρέμει , οἵ τε πόδες φέρειν σφαλλόμενοι τοῦτο ἥκιστα δύνανται | ||
| καὶ ὁ ἄριστος . Ἀνάσσειν : βασιλεύειν . Πεφρίκει : τρέμει , φοβεῖτε . Πόσιν : ἄνδρα . Μυκήσαιντ ' |
| ἵνα ἀποθάνῃ : λελέπτυνται : ἆρά γε ἰσχύουσα φαγεῖν οὐ τρώγει διὰ τὸ θέλειν ἀποθανεῖν , ἢ κἂν βούληται , | ||
| ' ἄκρης ἐς θάλασσαν σπεύδοντες κοὐκ ὡς κύων λαίθαργος ὕστερον τρώγει . ὀλίγα φρονέουσιν οἱ χάλιν πεπωκότες . δύ ' |
| ὁμολογεῖν , ὅ τι εἴη , ἐπικειμένου δὲ καὶ μὴ ἀνιέντος ἔμπουσά τε εἶναι ἔφη καὶ πιαίνειν ἡδοναῖς τὸν Μένιππον | ||
| βαρεῖς ἀτμοὶ καὶ δυσώδεις , οὔτε ποταμοῦ τινος ψυχρὰς ἕωθεν ἀνιέντος αὔρας , ὑδάτων τε οὐ σπανίων ὄντων οὐδ ' |
| δυσπαραβούλοισι φρεσίν , καὶ διάνοιαν μαινόλιν κέντρον ἔχων ἄφυκτον , ἄτᾳ δ ' ἀπάταν μεταγνούς . τοιαῦτα πάθεα μέλεα θρεομένα | ||
| τίς ἂν γονὰν ἀραῖον ἐκβάλοι δόμων ; κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ . ἐς τόνδ ' ἐνέβη σὺν ἀληθείᾳ χρησμός . |
| . Φυλάττω ἐνεργητικῶς τὸ διατηρῶ . φυλάττομαι δὲ παθητικῶς τὸ ἐκφεύγω , οἷον , φυλάττομαι τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους . Σκοπῶ | ||
| ἁμαρτάνω . Τὸ δὲ ἀλείτω γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀλεύω τὸ ἐκφεύγω , ἵν ' ᾖ ἀλεύτω καὶ ἀλείτω . Ἡ |
| πρὸς τηγάνοισι κρατός , ὧν καταιβάτης σκηπτὸς κατ ' ὄρφνην γεύσεται δῃουμένων , ὅταν καρηβαρεῦντας ἐκ μέθης ἄγων λαμπτῆρα φαίνῃ | ||
| ὅτι Ἀγκαίῳ φυτεύσαντι ἄμπελον τῶν οἰκείων τις εἶπεν ὡς οὐ γεύσεται τοῦ ἐκ ταύτης οἴνου . λῆρός ἐστι καὶ τόδε |
| ἐπαινεῖσθαι καὶ τοῦ ψέγεσθαι αἴτιος . Καὶ Ἡρακλῆς παρὰ τῶν ἀναισθήτων ἰσχὺν ἐλάμβανεν : ὅτι καὶ ἀπ ' ἐλαχίστων ἐστὶν | ||
| γὰρ διὰ στερεῶν σωμάτων διίξεται ἢ διὰ νοητῶν τινῶν καὶ ἀναισθήτων πόρων . ἀλλὰ διὰ μὲν στερεῶν σωμάτων οὐκ ἂν |
| ] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται . | ||
| ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ ' |
| ἐκχωρήσας δαίμονι , ὅστις τὴν ὀξύτητα τοῦ πυρὸς προσβάλλων † θρώσκει αὐτὸν † αἰσθητικῶς καὶ μᾶλλον ἐπὶ τὰς ἀνομίας αὐτὸν | ||
| ἀγκοίνῃσι λίνοιο κυκλωθεὶς ξιφίης μέγα νήπιος ἀφροσύνῃσιν ὄλλυται , ὃς θρώσκει μὲν ὑπεκδῦναι μενεαίνων , ἐγγύθι δὲ τρομέων πλεκτὸν δόλον |
| . κέντρον : βέλος , ἄλγος , τὸν οἶστρον . λαγόνεσσι : σπλάγχνοις . ἀραιαῖς : λεπταῖς , μικραῖς , | ||
| ἀπαμβλύνει φάος ὄσσων . ἔνθα δ ' ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι πεσοῦσαι αὔτως δηθύνουσιν , ἀεξόμεναι δὲ μένουσι λαρὸν ἔαρ |
| μελλόντων δ ' ἀριστο - ποιεῖσθαι , τὸ μὲν πρῶτον πάταγος ἐξηχεῖτο πολύς , ἅτε τοσούτων ἀνθρώπων ὁμοῦ καὶ ὑποζυγίων | ||
| ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον . πάταγος ] θόρυβος . πάταγος ] |
| πεζικάς , ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ ἡμιόνων ἀχθοφόρων καὶ καμήλων πολύ τι χρῆμα καὶ πᾶσαν ἄλλην τοῦ | ||
| , ἐν ἴσῳ τῷ ἀργυρότοξος . Φέρτερος . ἀπὸ τῶν ἀχθοφόρων . καὶ ἀφαυρότερος , ὁ τοῦ φέρτερος : οἷον |
| περὶ τίνος σκοπῶνται , τότε σὺ ἀνιστάμενος ὡς συμβουλεύσων ὀρθῶς ἀναστήσῃ ; Ὅταν περὶ τῶν ἑαυτῶν πραγμάτων , ὦ Σώκρατες | ||
| προστρίψεται ἐκ τῆς τῶν δεσποτῶν ἀνάγκης , εἰ μὴ γνωσιμαχήσασα ἀναστήσῃ ἀπὸ τοῦ βωμοῦ καὶ ἐπὶ τὸ κολακεύειν τραπήσῃ : |
| οὐκ ἔχει . τὸ σῶμα ; οὐκ ἔχει . ἀλλὰ πολύχρυσος εἶ καὶ πολύχαλκος : τί οὖν σοι κακόν ἐστιν | ||
| καὶ μάλιστα τοῦ Δόλωνος : ἦν γὰρ κήρυκος υἱός , πολύχρυσος πολυχαλκός . . . Υ . τοῦ δ ' |
| λιμοῦ βλάβην , καὶ τοὺς παῖδας ἥδουσα καὶ θάλλουσα . κουφίζουσαν δὲ ἄρουραν ἀντὶ τοῦ κεκουφισμένην , ἁπαλήν , . | ||
| Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις : νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν : νειὸς ἀλεξιάρη παίδων εὐκηλήτειρα . εὔχεσθαι Διὶ |
| εἰπεῖν , ποίησον οὕτω : καὶ ἡ λαμπὰς ἤρθη . Ἕκτῃ ἐδόκουν ἅμα Ἀλεξάνδρῳ τῷ διδασκάλῳ προσιέναι τῷ αὐτοκράτορι , | ||
| πιτυρώδεα : καὶ ἀπέφθειραν πολλαὶ παντοίως , καὶ ἐδυστόκεον . Ἕκτῃ τῇ παρθένῳ κριθέντα , ἕκτῃ ὑπετροπίασεν , ἐκρίθη δὲ |
| τοῦ ἐπαίνου , ταῦτα δὴ ἅπαντα ξυνιόντα ἆρα ἂν καρτερεῖν ἀνασχοίμην ; Ἀλλὰ Ζήνων μὲν ὁ τῆς Στοᾶς ἀρχηγέτης , | ||
| οὐδὲν ὧν ἐβούλου . ἐγὼ δὲ ἄλλου μὲν ταῦτα λέγοντος ἀνασχοίμην ἄν , ὅτι βουληθεὶς οὐκ ἠδυνήθη , Κλέαρχος δὲ |
| : πυρετὸς περικαής : ἄγρυπνος : κοιλίη κυρτή : οὗτος παρέκρουσεν , οἶμαι , ὀγδόῃ , τρόπον τὸν ἀκόλαστον , | ||
| ἐς νύκτα ἐλούσατο : οὐδὲν ἧσσον ἀγρυπνίη καὶ δυσφορίη , παρέκρουσεν . Ἐόντι δὲ τριταίῳ , κατάψυξις ἀκρέων : ἐκθερμανθεὶς |
| εἴπομεν . Ἀσπασίως : περιχαρῶς . ἤλυξε : ἔφυγεν . ἕρκιον ὄλεθρον : τοῦ λίνου τὸ περίφραγμα : γράφεται ἄρκυν | ||
| εἴπομεν . Ἀσπασίως : περιχαρῶς . ἤλυξε : ἔφυγεν . ἕρκιον ὄλεθρον : τοῦ λίνου τὸ περίφραγμα : γράφεται ἄρκυν |
| ὁρμᾷ . κονίει ] κόνιν ἐγείρει ἀπὸ τῆς σπουδῆς . κονίει ] κόνιν ἐγείρει . θΞ κονίει ] κόνιν ἐπεγείρει | ||
| ] κόνιν ἐπεγείρει σπουδαίως πορευόμενος . κονίει ] σπεύδει . κονίει ] κονιορτὸν ἐγείρει . Ξ πεδία ] γῆν . |
| μιν καμάτῳ τε καὶ ἄλγεσι μοχθίζοντα πυκναῖς τ ' εἰρεσίῃσι βιώμενος ἔσπασεν ἀνήρ : εἰ δ ' ἄρα οἱ καὶ | ||
| ἀσχαλόων ὀδύνης ὕπο μάρναται ἰχθύς , ἕλκων αὖ ἐρύοντα , βιώμενος εἰς ἅλα δῦναι , ἄσχετα μαιμώων : ὁ δὲ |
| , ἄνεμος : λέγεται δὲ καὶ οὖρος ὁ φύλαξ καὶ ἰθυντήρ . οὖρος δὲ ὁ ἄνεμος , παρὰ τὸ οὐρόειν | ||
| : σκοτεινῆς . ἢ διωλυγίης ἀντὶ τοῦ ἐπιπολὺ διηκούσης . ἰθυντήρ : κυβερνήτης . τεναγώδεα : πηλώδη . τέναγος δέ |
| δένδρου τὰ φύλλα ἢ ὁ φλοῦς θυμιώμενος , πᾶν κακὸν ἀποδιώκει . Πτίλον δὲ περιστερᾶς ἔχον αἷμα θερμὸν καὶ ἐνσταζόμενον | ||
| ὑπομένει . ἀποστέγει ] ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ὑπομένει ἢ ἀποδιώκει . ἀποστέγει ] ἀποτρέπει . ἀποστέγει ] ἤγουν ἀπὸ |
| μὴ εὐθεῖαν . * ἴλλων : συστρεφόμενος περιβλέπων περιστρεφόμενος στρέφων δοχμός : ἀνακρούων ἤτοι ἀνακόπτων ἢ ἐναντιούμενος τῇ τοῦ ἑρπετοῦ | ||
| ταναηκέϊ : μακρῷ , μακρᾷ . δοχμόν : πλαγίως . δοχμός : πλάγιος . δόχμιος : πλάγιος . Ἡ δέ |
| . Ἀσπασίην : εὐάρεστον . ἀσπάσιοι : μετὰ χαρᾶς . θρώσκουσιν : πηδῶσιν , ἐπέρχονται . ἐπειγόμενοι : σπεύδοντες . | ||
| τράγημα δέ ἐστιν πιθήκου τοῦτο δήπου δυστυχοῦς . Ὅμηρος : θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν |
| : ἄπυρος : ἡ κώφωσις ἐξέλιπεν : ἡ τῶν ποδῶν ὑπέμενεν ὀδύνη : τὰ δ ' ἄλλα τελέως ἐκρίθη . | ||
| δόξης ἡδίστου πράγματος , ὑπὲρ οὗ καὶ ἡμῶν ἕκαστος κινδυνεύειν ὑπέμενεν , ἐπεὶ καὶ ἐκράτησέ σου καὶ ταῦτα ἐπὶ Τρωσὶ |
| ' ἱππῆες , πολλοὶ δέ μιν ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι ἀμφαγέρονται . Ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας : τόσσον | ||
| πεφρικὼς αὐτοῖσιν ἐνὶ γναθμοῖσιν ὀδόντας . ὀψὲ δὲ θαρσήσαντες ἀολλέες ἀμφαγέρονται , θάμβεϊ παπταίνοντες ἐρείπιον ὠμηστῆρος . ἔνθ ' οἱ |
| δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ οἱ ἐγγὺς | ||
| ἐξ αὐτοῦ λάχνη : οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός . διαψαίρουσι : διαξαίνουσι , διακινοῦσι , κινοῦσι , σκαλεύουσιν : |
| τῇ Ἀρτέμιδι , ἢ ὅλως ἐπὶ νοῦν οὐκ ἦλθεν . λαιψηρά ταχέως κινούμενα , ἀντὶ τοῦ λαιψηρῶς , ὡς ταχεῖα | ||
| τοῖς ἔχουσι ξύλον ὄρεσι , τούτοις τοῖς ξύλα ἔχουσιν . λαιψηρά : ταχεῖα , ταχέως . Ἔλαφον : ἔλαφος ἢ |
| ἱερὰν φύσιν οὕτως ἐδημιούργησεν . Ἀνίσταται δ ' εὐθὺς ὁ φρικώδης καὶ χαλεπὸς ἐφ ' Ὁμήρῳ τῶν συκοφαντούντων φθόνος ὑπὲρ | ||
| καὶ ὀφθαλμῶν , στομάχου δῆξις , περίψυξις , λειποθυμία , φρικώδης πυρετός , ἐνίαις δὲ καὶ σπασμοὶ ἐπιγίνονται ὀπισθοτονικοὶ ἢ |
| διὰ γλωσσαλγίαν μυρίαις κεχρημένοι συμφοραῖς . Πολλάκις ἐπὶ τὰς τυραννικὰς ἐφθείρετο θύρας , ἐν ἐλευθέρῳ δὲ σώματι δουλικὴν τύχην ἠνέσχετο | ||
| χάριν ; ὅτι εἰ μὲν ἕκαστον ἐν μέρει τῶν στοιχείων ἐφθείρετο , μεταβολὴν ἐδύνατο τὴν εἰς ἕτερον δέχεσθαι , πάντων |
| , καταβολή , ἐκβολή . βίαιος ὄμβρος , πολύς , ῥόθιος , ἐλαυνόμενος , ἐπειγόμενος , πυκνός , συνεχής , | ||
| τοῖς ὀδοῦσιν , ἀνοίγων , ἀναρρηγνύς , ῥύμῃ ἐπιών , ῥόθιος συμπροσχωρῶν , βίαιος τὴν ὁρμήν , δυσνίκητος , δυσκαταγώνιστος |
| ἐκραγέντος , λύεται ὁ πόνος . Ὁκόσοισιν ἂν ὁ ἐγκέφαλος σεισθῇ ὑπό τινος προφάσιος , ἀνάγκη ἀφώνους γίνεσθαι παραχρῆμα . | ||
| τῶν ἐναντίων τῆς τομῆς ἐπιγίνεται . Ὅσοισιν ἂν ὁ ἐγκέφαλος σεισθῇ , καὶ πονέσῃ πληγεῖσιν ἢ ἄλλως , πίπτουσι παραχρῆμα |
| μετέωρον ὁτὲ μὲν , ὁτὲ δ ' οὔ : νύκτα ἐπιπόνως : πυρετὸς ἄλλοτε ἀλλοίως παροξυνόμενος , τὰ πλεῖστα ἀτάκτως | ||
| , ἐπεῤῥίγωσεν : πάντα παρωξύνθη : ἄγρυπνος . Πέμπτῃ , ἐπιπόνως . Ἕκτῃ , διὰ τῶν αὐτῶν : ἀπὸ κοιλίης |
| τοῦ πένης ὢν ἀναξίως ἐκ τῶν κοινῶν πεπλούτηκεν . Γ ἐκθεῖ πλέᾳ : ἔξεισιν , ἐκπορεύεται μεστῇ καὶ γεμούσῃ , | ||
| ] ὅτι ἀναξίως ἔτυχε τῆς ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως . Γ ἐκθεῖ ] ἐκτρέχει . Γ πρυτανεῖον ] ἐν ᾧ εἰσὶν |
| τῆς δυσδαίμονος . φεύγει δ ' ἀναστᾶς ' ἐκ θρόνων πυρουμένη , σείουσα χαίτην κρᾶτά τ ' ἄλλοτ ' ἄλλοσε | ||
| ἑδράνων ἔρημος , οὐδ ' ἀὴρ ἔτι πτερωτὰ φῦλα βαστάσει πυρουμένη , . : + Καὶ γὰρ καθ ' ᾅδην |
| ἡσύχασεν . 〛 Ἄλλως . ἀντὶ τοῦ ἡσύχασεν ἡ θάλασσα κυμαίνουσα κατακηρουμένη . . ἀντὶ τοῦ ἐκτύπησεν . . ἄνακτας | ||
| , ἀναπνεύσῃ δὲ θάλασσα χείματος εὐδιόωσα γαληναίη τε γένηται ἤπια κυμαίνουσα , τότ ' ἰχθύες ἄλλοθεν ἄλλοι πανσυδίῃ φοιτῶσι γεγηθότες |
| συγγενῶν ἐνόντων τῷ πυρί , ὁ δὲ λίθος οὐκ ἔχει κατάξηρος ὤν , διὸ καὶ τὸ ἐκπηδῶν εὐθὺ πεπυρωμένον , | ||
| τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα καὶ κατάξηρος λίαν ἐνδύνει τὸν ἐχῖνον , περὶ αὐτὸν οὖσα καὶ |
| ὀλίγα , ἑσπέρας δὲ ἢ νυκτὸς οὐδ ' ὅλως . μύωπας δὲ λέγουσι τοὺς τὰ μὲν σύνεγγυς βλέποντας , τὰ | ||
| μυίας ἀναιρεῖ , ὁ δὲ ἀγρώστης μέλιττας , ψῆνας καὶ μύωπας , καὶ ὅσα τούτων ἀδελφὰ διόλλυσιν γένη . Δρᾷ |
| γενεᾶς ἰσόθεος φώς . κυάνεον δ ' ὄμμασι λεύσσων φονίου δέργμα δράκοντος , πολύχειρ καὶ πολυναύτης , Σύριόν θ ' | ||
| . . . κυάνεον ] σκοτεινὸν , φοβερόν . . δέργμα ] βλέμμα . . Σύριον ] Περσικόν . διώκων |
| Ἀτρείδης δ ' ἐκέλευσεν ὑποδρηστῆρας Ἀχαιοὺς λῦσαι λάινον ἕρκος ἐυγνάμπτοισι μακέλλαις , ἵππος ὅπερ κεκάλυπτο : θέλεν δέ ἑ γυμνὸν | ||
| τοίνυν ἀρόται καὶ πᾶν τὸ περὶ τοὺς ἀγροὺς ἐργατικὸν ταῖς μακέλλαις ἀνασπῶσιν αὐτάς , καὶ ἐξαίρουσιν ὥσπερ οὖν ἐκ τῶν |
| , καὶ πάλιν ξυνισταμένη . Ἕκτῃ , ἐς νύκτα πουλλὰ παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμήθη . Περὶ δὲ ἑνδεκάτην ἐοῦσα , | ||
| ὑπεδυσφόρει : οὔρησεν ἐλαιῶδες : νυκτὸς , ταραχὴ πουλλή : παρέλεγεν : οὐδὲν ἐκοιμᾶτο . Ὀγδόῃ , πρωῒ μὲν ἐκοιμήθη |
| . εἵπετο δ ' αἰόλος ἵππος ἀρηιφίλους ἐπὶ βωμοὺς κυδιόων ὑπέροπλα , βίην δ ' ἐπέρεισεν Ἀθήνη χεῖρας ἐπιβρίσασα νεογλυφέων | ||
| ἐν τενάγεσσι θαλάσσης φέρβονται , βατίδες τε βοῶν θ ' ὑπέροπλα γένεθλα τρυγών τ ' ἀργαλέη καὶ ἐτήτυμον οὔνομα νάρκη |
| καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ πελιδνὰ , καὶ ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος : ἐνίοτε καὶ τὴν χροιὴν μεταβάλλει , καὶ ἐκ | ||
| αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ |
| γένοντο . μνηστῆρας δ ' οὐ πάμπαν ἀγήνορας εἴα Ἀθήνη λώβης ἴσχεσθαι θυμαλγέος , ὄφρ ' ἔτι μᾶλλον δύη ἄχος | ||
| τυγχάνειν ; ἔσθ ' ὅπως ἂν ἀπόσχοιτο τῆς τῶν ἀρρένων λώβης καὶ φθορᾶς τό γε ἀκόλαστον γένος , τοῦτον ἱκανὸν |
| , κωματώδης : ἀσώδης , ὅτε διεγείροιτο : οὐ λίην διψώδης : περὶ δὲ ἡλίου δυσμὰς ἐδυσφόρει , παρέλεγεν : | ||
| ἰσχύν : καρδιαλγὴς δὲ καὶ δύσοσμος καὶ ἀτερπὴς καὶ ἄγαν διψώδης : ὅθεν οὐ πονηρῶς ἔνιοι ἀλόῃ μίσγοντες προσφέρουσιν : |
| καὶ ὁ Αἴσωπος : ” οὐδεμιᾷ μηχανῇ : αὐτῶν γὰρ κοπτόντων τὴν θύραν , κἀμοῦ ἔνδοθεν ἐρωτῶντος „ τί ποτε | ||
| ταῖς ἅλωσι . καὶ τὸ τύπτειν ἀλοᾶν λέγουσιν ἀπὸ τῶν κοπτόντων τοὺς στάχυας . οἷόν τε : δυνατὸν , ἐρωτηματικῶς |
| παῖς ἐρικτύπου Διὸς καρδίην ὤρινεν ? ? † αὐτῆς τῆς πολυκλαύτου ? λεώ ? ? ! [ ! ! ] | ||
| τε νάῃ καὶ δένδρεα μακρὰ τεθήλῃ , αὐτοῦ τῇδε μένουσα πολυκλαύτου ἐπὶ τύμβου , ἀγγελέω παριοῦσι Μίδας ὅτι τῇδε τέθαπται |
| , εἰς ὃ πᾶν συρρεῖ τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυσαλθές . κἂν μή τις θᾶττον ὡς χρέος ἀποδιδῷ τὸ | ||
| : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων οὔτε δυσαλθές : οὔτε δυσίατον οἴδημα ἐπιφλεγμαίνεται . γ * οἶδος |
| : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλότης ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πολλοί σε μισήσουσιν , ἂν σαυτὸν φιλῇς . | ||
| ἐπέλασσε βερέθρου . Πορδάλιας καὶ δῶρα Διωνύσοιο δάμασσαν , θηροφόνων δολερῶν δολερὴν πόσιν οἰνοχοεύντων , οὐδὲν ἀλευομένων ζαθέοιο κότον Διονύσου |
| καὶ ? συνουσίαν [ ] ἔχον : καὶ τῶν ἐχόντων ηὑγένεια κρίνεται : ἀνὴρ δ ' ἀχρήμων εἰ θάνοι πράσσει | ||
| ἢ βρόχον δέρηι , ὡς δεῖ λιπεῖν σε φέγγος : ηὑγένεια δὲ οὐδέν ς ' ἐπωφέλησεν , οὐδ ' ὁ |
| γὰρ εὐχαὶ τὰς κείνης εὔξατ ' ἐπ ' ἠιόνος . Δάκρυα καὶ κῶμοι , τί μ ' ἐγείρετε , πρὶν | ||
| μὴ ἐῶσα τραφῆναι , ποιεῖ τοὺς γαλιάγκωνας . ιζʹ . Δάκρυα ἐν τοῖσιν ὀξέσι τῶν φλαύρως ἐχόντων , ἑκόντων μὲν |
| τὸ δὲ δεύτερον ἡ ἔχουσα πολλὴν πόαν , ὅ ἐστιν δάση . βαθύσχοινον λεχεποίην . Λεώς : ἐὰν μὲν ὀξύνηται | ||
| . οἱ δὲ ὡς ἀπὸ συνθήματος τρέπονται εἰς ἕλη καὶ δάση καὶ ἄγκη καὶ τῶν ἑλῶν τὰ κοιλότερα καὶ ὅσα |
| αἷμα προὔτυψε ] προῆλθε προὔτυψε ] προπεσοῦσα ἐνέκυψε τῷ χείλει βρώμης ] τροφῆς λαπάρῃ ] τῷ κενεῶνι , λαγόνι ἱμείρουσα | ||
| ' ἐν νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε , μνησόμεθα βρώμης μηδὲ τρυχώμεθα λιμῷ . ὣς ἐφάμην , οἱ δ |
| οὐκ ἄλλο τῶν εἰς κοινωνίαν οὐδὲν διασῴζεται , ἀλλ ' ἀνίδρυτος ὢν σπείρεται , πάντῃ φορούμενος καὶ μετανιστάμενος ἀεὶ καὶ | ||
| Μωυσέα ὁ μὲν φαῦλος , ὥσπερ ἄοικος καὶ ἄπολις καὶ ἀνίδρυτος καὶ φυγάς , οὕτως καὶ αὐτόμολος , ὁ δὲ |
| τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους ἀναστέλλων γέλωτος δὲ ἔμπλεως , ὃ δὴ καὶ παντὸς ἦν ἐπέκεινα θαύματος , | ||
| ἢ ὡς γέγραπται , γέγραπται δὲ ἰσχυρὸς οἷος καὶ τέχνης ἔμπλεως δι ' εὐαρ - μοστίαν τοῦ σώματος , εἴη |
| ἱέμην : ὁ δ ' ἄρ ' ἔνδον ἐλασίβροντ ' ἀναρρηγνὺς ἔπη τερατευόμενος ἤρειδε κατὰ τῶν ἱππέων , κρημνοὺς ἐρείδων | ||
| ἄρ ' ἔνδον ] ὁ Κλέων καταλαβὼν τὸ βουλευτήριον . ἀναρρηγνὺς ἔπη ] ἀνασπῶν καὶ μετὰ σφοδρότητος λέγων . τερατευόμενος |
| περίφοιτον ἀειφανὲς οὐρανιώνων οὔτε πολυρραφέος μεθέπει σπείρημα χιτῶνος οὔτε χαμαιγενέων ἐπιδεύεται : ἡμετέρη δὲ ἔστιν ὀλισθηρὴ μερόπων φύσις , ἔνθεν | ||
| εἰ δὲ κόπος ἐστὶν εὑρεῖν τὰς βοτάνας ταύτας . * ἐπιδεύεται : δέεται χρήζει * καμάτου : πόνου * αὖλιν |
| ἤτοι κατὰ συγκοπὴν τὰς ἐρεβεννάς , τουτέστι [ καταπληκτικὰς ] σκοτεινὰς κυρίως , ἐξ οὗ μελαίνας . ὁ δὲ λόγος | ||
| . Ἐκείνου : τοῦ θοροῦ . Ὀρφναίας : διὰ , σκοτεινὰς , μέλαινας : ὀρφνὴ ἡ νὺξ παρὰ τὸ τὴν |
| μέλανα , μέλαιναν τὴν ὑπόστασιν ἔχοντα : διψώδης : γλῶσσα ἐπίξηρος : νυκτὸς οὐδὲν ἐκοιμήθη . Δευτέρῃ , πυρετὸς ὀξύς | ||
| τῶν περὶ Παντιμίδην , τῇ πρώτῃ πῦρ ἔλαβεν : γλῶσσα ἐπίξηρος : διψώδης : ἀσώδης : ἄγρυπνος : κοιλίη ταραχώδης |
| τερπωλὴν ἀκόρεστον : ὁ δ ' οὐ φρονέων περ ἕκαστα παπταίνει , μέγαρόν τε καὶ ἤθεα πάντα τοκήων : ὣς | ||
| δ ' ἄϊσος : τὰ μακˈρὰ δ ' εἴ τις παπταίνει , βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν : ὅ τοι |
| λίνον κερδογαμεῖς : ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων . Λοκρικὸς βοῦς : ἐπὶ τῶν εὐτελῶν . Λοκροὶ γὰρ ἀποροῦντες | ||
| τὰ συναλλάγματα , ἐπὶ τῶν ψευδομένων ἡ παροιμία ἐκράτησεν . Λοκρικὸς βοῦς : ἐπὶ τῶν εὐτελῶν ἡ παροιμία τέτακται . |
| τοῦ θηρητῆρος , ὅς θ ' ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν : τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν , ἐπὶ στήθεσσι δὲ | ||
| ὀξύτητα . ὤκιστος ] ταχύτατος . ὤκιστος ] ταχέως . ὤκιστος ] ταχύς . ὤκιστος ] ταχύπτερος . ὤκιστος ] |
| αἰετόν , ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς φήνην . Ἄνθος , Ἐρωδιός , Σχοινεύς , Ἄκανθος , Ἀκανθυλὶς εἰς ὄρνεα ὁμώνυμα | ||
| ἐκ φαρμακίας μαγγανείας δεδεμένους ἰᾶται καὶ εὐεξίαν παρέχει θαυμαστήν . Ἐρωδιός ἐστιν ὄρνεον ἐν βωμοῖς ἢ κτίσμασιν τοῖς ἐν πόλεσι |
| μεταξὺ Μύλου καὶ Ἁλικαρνασσοῦ . τῶν δὲ ἀπὸ τούτου ληϊζομένων δυσαλώτων [ τυγχανὄντων ] λεχθῆναι τοῦτο . τετράδι γέγονας : | ||
| ἐῤῥέψομεν πρὸς ἀετόν . Ἀετὸς ἐν νεφέλαις : ἐπὶ τῶν δυσαλώτων . οὐ γὰρ ἁλίσκεται ἐν νεφέλαις ⋮ Ὁ ἀετὸς |
| ' ὧν ἐδόξαζον φρενί , μή μοι νεῶρες προσπεσὸν μᾶλλον δάκοι . ὅστις δ ' ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν βροτῶν , σοφὸς | ||
| τῶν εὖ παθόντων εἶναι . καὶ τοῦτο δ ' ἂν δάκοι καρδίαν : φίλοι τε ἡμῖν ἀδελφῶν τεθνᾶσι κρείττονες τῶν |
| καὶ πρόσωπον ῥομφαίας πυρίνης καὶ πρόσωπον ξιφηφόρον καὶ πρόσωπον ἀστραπῆς φοβερῶς ἐξαστράπτον καὶ ἦχος βροντῆς φοβερᾶς : ἔδειξεν δὲ καὶ | ||
| , ἤγουν ἐνδύματα , ἐχούσῃ σπειρώδει ] κυκλοέσσῃ ἔκπαγλα ] φοβερῶς νέην φοινίξατο σάρκα : ἤγουν τὴν ἁπαλὴν σάρκα ἐπυράκτωσεν |
| γὰρ ἦσαν ῥιπαῖς ] ὁρμαῖς ὑποσυρίζει ] ὑπηχεῖ φοβερὸν τὸ προσέρπον ] ἤγουν φοβοῦμαι πᾶν τὸ ἐπερχόμενον . στροφὴ κώλων | ||
| , τὰν ὁ μέγας μῦθος ἀέξει . Ὤιμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρπον : περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται , παραπλήκτῳ χερὶ συγκατακτὰς κελαινοῖς |
| . εὐθέως οὖν ἀπὸ τῆς λεκάνης ἀνασπάσας ἰξὸν ἐπαλείφω τῶν ἀχράδων τοὺς κλάδους , καὶ ὅσον οὔπω τὸ νέφος ἐπέστη | ||
| τῶν κυδωνίων ὁ χυλὸς , ἐν ἀπορίᾳ δὲ τούτων καὶ ἀχράδων καὶ μεσπίλων καὶ βραβύλων καὶ κρανιῶν καὶ προύμνων . |
| μέλανα ὑποπέλια : καὶ τῶν ἐσθιομένων ἑλκέων , ὅπη ἂν φαγέδαινα ἐνέῃ , ἰσχυρότατά τε νέμηται καὶ ἐσθίῃ , ταύτῃ | ||
| : ἐκεῖθεν γὰρ κενοῦται πᾶς χυμός : ἀλλὰ μὴν οὐδὲ φαγέδαινα . καί τινες ἐνόμισαν φαγέδαιναν λέγειν τὸν βούλιμον , |
| , θολερὰ , οἷα γίγνεται ἐκ τῶν καθισταμένων , ὅταν ἀναταραχθῇ κείμενα χρόνον πουλύν : οὐ καθίστατο : νύκτα οὐκ | ||
| οὖρον θολερὸν , οἷον ἐκ τῶν καθεστηκότων γίγνεται , ὅταν ἀναταραχθῇ : πυρετὸς ὀξύς : πάντα παρέκρουσεν : οὐκ ἐκοιμήθη |
| εἰς λειτουργίαν τινὰ καὶ προεφασίζετο μὴ δύνασθαι ταύτην ὑποφέρειν . ἀνίστατό τις ἀντιδιδοὺς αὐτῷ τὴν ἑαυτοῦ οὐσίαν καὶ φάσκων ὅτι | ||
| εἰς λειτουργίαν τινὰ καὶ προεφασίζετο μὴ δύνασθαι ταύτην ὑποφέρειν . ἀνίστατό τις ἀντιδιδοὺς αὐτῷ τὴν ἑαυτοῦ οὐσίαν καὶ φάσκων ὅτι |
| τοῖς ἀδικοῦσι τοὺς ἀδικουμένους διὰ τὸ τοὺς μὲν εἶναι τῶν λαμπροτέρων , τοὺς δὲ τῶν καταδεεστέρων οὔτε νῦν τοῦτ ' | ||
| τὴν γῆν ἐκ τοιούτων εἶναι , καὶ πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων καὶ καθαρωτέρων ἢ τούτων : τὴν μὲν γὰρ ἁλουργῆ |
| ὁππότ ' ἴδῃσι πήματα πάσχοντας κεραὴ πόδας ὠκέα Μήνη . θηλυτέρη δ ' εἴ κεν πολυφάρμακον ἀμφιβεβῶσα καπνὸν ὑπὸ σπλάγχνοισιν | ||
| ἐτελέσσατο θεσμούς . ἀλλ ' ὅτε δὴ μετόπισθε περιπλομένῃσι σελήναις θηλυτέρη τίκτει , τρίβον ἀνθρώπων ἀλεείνει , οὕνεκεν ἀτραπιτοὶ μερόπων |
| Εὐφορώτατα δὲ ἐς τὸ πάθος ἐκφερόμενος τὸ σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐγύμνου καὶ τὴν ἐσθῆτα ἐπὶ κοντοῦ φερομένην ἀνέσειε , λελακισμένην | ||
| . Καὶ γὰρ ὅτε ἤμην ἐν τῷ οἴκῳ αὐτῆς , ἐγύμνου τοὺς βραχίονας αὐτῆς καὶ τὰ στέρνα καὶ τὰς κνήμας |
| Ἀλέξανδρον καὶ αὐτὸς ἀπαξιώσας τι παθεῖν πρὸς αὐτοῦ ἄχαρι . Τετάρτῃ δὲ ἡμέρᾳ ἐς Ἔφεσον ἀφικόμενος τούς τε φυγάδας , | ||
| λευκή : διαχωρήματα μέτρια , ὑγρά : οὖρα χολώδεα . Τετάρτῃ ἐς νύκτα , τὰ γυναικεῖα ἦλθε πουλλά : ἔληξεν |
| διαφέρουσι τῶν ἄλλων , ὅσον ἄγριον ἡμέρου . Ὅτι ὁ ῥινόκερως ἐλέφαντος μὲν οὐ λείπεται , τῷ δὲ ὕψει καταδεέστερος | ||
| . Φέρεται δὲ ἀπὸ τῶν τόπων ἐλέφας καὶ χελώνη καὶ ῥινόκερως . Τὰ δὲ πλεῖστα ἐκ τῆς Αἰγύπτου φέρεται εἰς |
| ἐγὼ νέους οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους , ὅταν ταράξηι Κύπρις ἡβῶσαν φρένα : τὸ δ ' ἄρσεν αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον | ||
| , οἷον πρυλέες , οἱ πορείᾳ χρώμενοι . πρωθήβην ἄρτι ἡβῶσαν , ἀκμάζουσαν . πρώτῃσι θύρῃσι ἐπ ' ἄκραις ταῖς |
| λεπτὰ , οὐκ ἄχροα . Περὶ δὲ τεσσαρακοστὴν ἐὼν , οὔρησεν ὑπέρυθρα , ὑπόστασιν πολλὴν ἐρυθρὴν ἔχοντα : ἐκουφίσθη : | ||
| . Ἑβδόμῃ , ἄφωνος : ἄκρεα οὐκ ἔτι ἀνεθερμαίνετο : οὔρησεν οὐδέν . Ὀγδόῃ , ἵδρωσε δι ' ὅλου ψυχρῷ |