αὐτῶν εἰς τὸν σύμπαντα οὐρανὸν ἐλλάμψειὥσπερ χορδαὶ ἐν λύρᾳ συμπαθῶς κινηθεῖσαι μέλος ἂν ᾄσειαν ἐν φυσικῇ τινι ἁρμονίᾳεἰ οὕτω κινοῖτο
: δόρυ κατ ' ἀλλήλων πάλλουσαι . ἢ ἐπὶ πόλεμον κινηθεῖσαι : πέσεα πέσεα : θέλει εἰπεῖν ὅτι πεσόντες αἱμάξουσι
6388727 ξανθοις
ἀγρῷ χωρίον . ἐν τοῖς βαλανείοις οὐ τίθεται λουτήρια . ξανθοῖς τε μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων
ὁμοδιαίτοις αὐτῶν ἔθνεσιν ; Γʹ . Πῶς δεῖ ἁρμόζεσθαι τοῖς ξανθοῖς ἔθνεσιν , οἷον Φράγγοις , Λαγγοβάρδοις καὶ λοιποῖς ὁμοδιαίτοις
6114985 τριβει
* κρηστῆρι : κρείῳ * κνηστῆρι : τῇ θυίᾳ τριβόλῳ τριβεῖ κνῆστις ἡ σιδερᾶ ξυστὴρ ᾗ ξύομεν τὸν τυρόν .
* κρηστῆρι : κρείῳ * κνηστῆρι : τῇ θυίᾳ τριβόλῳ τριβεῖ κνῆστις ἡ σιδερᾶ ξυστὴρ ᾗ ξύομεν τὸν τυρόν .
6039020 διαλιθος
τάλαντα ἐν φορήμασι διακοσίοις εἴκοσι , φιάλη δέκα ταλάντων χρυσοῦ διάλιθος , χρυσωμάτων παντοῖαι κατασκευαὶ ταλάντων δέκα , ἐλεφάντων ὀδόντες
τὴν στεφάνην κυκλόθεν τὰ πρὸς τὴν ἄνω πρόσοψιν ᾠοθεσία κατεσκεύαστο διάλιθος , ἐκτύπωσιν ἔχουσα προοχῆς συνεχέσιν ἀναγλυφαῖς ῥαβδωταῖς , πυκνὴν
6004863 διξα
οὔνομα . Τὸ δισσὸν σ εἰς ξ τρέπουσι , δισσά διξά . Τῶν λέξεων ἐξαιροῦσι πολλάκις τὸ ι ἐκ τῆς
οὔνομα . Τὸ δισσὸν σ εἰς ξ τρέπουσι , δισσά διξά . Τῶν λέξεων ἐξαιροῦσι πολλάκις τὸ ι ἐκ τῆς
5983450 ἁπαλῃ
εἶδεν ἀλώπηξ , κερτομοῦσα δ ' εἰρήκει : Πῶς οὕτως ἁπαλῇ καὶ ἀνειμένῃ γλώσσῃ σκληρὸν μαλάσσεις προσφάγημα καὶ τρώγεις ;
ᾗ δοκιμάζουσι τὸ χρυσίον . ἁβροδιαίτῃ . τρυφερᾷ ζωῇ καὶ ἁπαλῇ . ἄπαγε . παῦσαι , μὴ γένοιτο . ἀκρότομος
5976305 ἐγκυκλον
ἐκ θρόνων χωρίζεται . ἐγὼ δ ' ἐσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον καὶ ἔνερθε γαίας καὶ ἐξύπερθεν οὐρανοῦ , καί μοί
τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς
5967868 ἀκροκωλι
νήστιδες γιγνώσκετε . τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον . ἀκροκώλι ' , ἀρτοί , κάραβοι , βολβοί , φακῆ
' ἀπόλλυται : ὁ γόγγρος ἑφθός , τὰ δ ' ἀκροκώλι ' οὐδέπω . Εἶτα τετρακότυλον ἐπεσόβει κώθωνά μοι ,
5935394 λεκανῃ
ὀψὲ βραδείᾳ , ὅτε ἔνιπτον τοὺς πόδας αὐτοῦ ἐν τῇ λεκάνῃ τοῦ νιπτῆρος εἶπον ἐν τῇ καρδίᾳ μου : Οὗτοι
καταντλεῖν τῷ θερμῷ ἵνα τὸ συντεθραμμένον δέρμα διαλυθῇ δροίτῃ ] λεκάνῃ ἐμβάπτεο ] ἔμβαπτε , ἔμβαλλε . γράφεται ἐμβάλλεο ἐμβάλλεο
5900604 ῥοδοισι
τυράννοις : ἐμοὶ μέλει μύροισι καταβρέχειν ὑπήνην : ἐμοὶ μέλει ῥόδοισι καταστέφειν κάρηνα . τὸ σήμερον μέλει μοι : τὸ
, μέγαθος κατὰ μῆλον . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα κρίνεα ῥόδοισι ἐμφερέα , ἐν τῷ ποταμῷ γινόμενα καὶ ταῦτα ,
5892516 τρυφερα
, ὁ ἀλαζών καὶ εἶδος βόλου . Ἁβροχίτων , ὁ τρυφερὰ φορῶν : ἁβροείμων ὁ λαμπροφόρος . Ἀγὼν σημαίνει πέντε
τῇ ὀσφύι νυκτός , καὶ τριβακοῖς χρωμέναις περιβλήμασι καὶ μὴ τρυφερὰ ἔστω τὰ ὑποστρώματα . ἐμέτοις δὲ χρηστέον καὶ τοῖς
5885388 κνημιδες
ἐστιν ἐπίχαλκος γραφῇ τὰ ἐντὸς πεποικιλμένη καὶ κράνος τε καὶ κνημῖδες ὁμοῦ τῇ ἀσπίδι : ἐπίγραμμα δὲ ἐπὶ τοῖς ὅπλοις
κρείττονα τῶν βαρβαρικῶν ἡμῖν μεμηχάνηται , θώρακες καὶ κράνη καὶ κνημῖδες καὶ κραταιοὶ θυρεοί , ὑφ ' ὧν ὅλα τὰ
5870841 αὐλια
ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλε , τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ ' αὔλια ποσσὶ χορεῦσαι , οἷον δὴ τόκα πῶμα διεκρανάσατε ,
καὶ ἐνεργάζεται κάρον μόνον προσθιγοῦσα . πάρεισι γοῦν ἐς τὰ αὔλια πολλάκις , καὶ ὅταν ἐντύχῃ τινὶ καθεύδοντι , προσελθοῦσα
5867225 ἐφορμησας
πόδεσσι . ” τῶν δ ' ἅπαξ εἰρημένων . ἐπορεξάμενος ἐφορμήσας , ἐπεκτείνας . ἔπορον ἔδωκαν . ἕπουσαν ἀπὸ τοῦ
ἀτάκτως καταγελῶντες τῶν Ἑλλήνων ὡς φευγόντων . Ἰφικράτης ἐξ ἀφανοῦς ἐφορμήσας πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἀπέκτεινεν , πολλοὺς δὲ καὶ αἰχμαλώτους
5860902 ἐλαιᾳ
ὀχέων τοῦ Ψαύμιδος : τίς ; ὁ ὕμνος : ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς παραγίνεται τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι Καμαρίνῃ στέφανον καὶ δόξαν
ὥσπερ τῆς εὐδαιμονίας αὐτῷ κατ - ορωρυγμένης ἐκεῖ σὺν τῇ ἐλαίᾳ τῇ παλαιᾷ , κἂν ἐκπέσῃ , μὴ ἀνεχόμενον καθ
5858558 γομφοι
; πῶς δὲ κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς , ἢ τίνι γόμφοι τμηθέντες πελέκει τοῦτ ' ἔκαμον τὸ κύτος , ἢ
πιττάνια καὶ πίττα , στυππεῖον , κάλοι , κηρός , γόμφοι , κῶπαι . ἐρεῖς δὲ γομφοῦν καὶ πηγνύειν καὶ
5847136 ἀνοιγουσα
' ἡ προαιρετική . τίς ἡ τὰ ὦτα ἐπικλείουσα καὶ ἀνοίγουσα ; τίς , καθ ' ἣν περίεργοι καὶ πευθῆνες
καὶ ἀπορρήγνυσι τοὺς περικειμένους ὑμένας , καὶ οὕτως ἀρρήτῳ λόγῳ ἀνοίγουσα ἑαυτῆς τὸ στόμα ἡ μήτρα ἐκκρίνει τὸ ἔμβρυον .
5814276 ἐρεουν
τῶν ἀποδέσμων , οἷς ἐνῆν τιτθίδια . φάριον δὲ τὸν ἐρεοῦν κεκρύφαλον ὠνόμαζον . σύρμα δὲ τραγικόν ἐστι φόρημα ἐπισυρόμενον
” ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα ψευδῆ φιλοτιμίαν κτᾶται ” . ἐρεοῦν καὶ λινοῦν περισπᾶται , τὰ πληθυντικὰ τούτων συστέλλουσι ,
5803018 ξυλινος
ἔπεστιν οὖρος , ὅ ἐστι φύλαξ , ὡς μεταφορικῶς ὁ ξύλινος ἐπίουρος . ἐπιρρήσεσκον ἐπεσπῶντο , ἐπέβαλλον . ἐπισκύνιον τὸ
ἐκαλοῦντο παρὰ τὸ ξυλίνους οἴκους ἔχειν . μόσσυνος γὰρ ὁ ξύλινος οἶκος ἐπιχωρία φωνή . . περὶ τῶν Μοσσυνοίκων φησὶν
5799190 ἐδρα
ἔχοντα . Ἐνέδραι . παρὰ τὸ ἕζω ῥῆμα , ὄνομα ἔδρα καὶ ἐνέδρα . Ἑδώλια . ἕζω ἢ ἕδω ,
οὐδεὶς ἦν ὃς οὐκ ἐπήδα τε καὶ ἐβόα καὶ πάντα ἔδρα τὰ τῶν ἐκπεπληγμένων . ἥσθην οὖν , ὅτι τοῦ
5782245 Λαγωου
μεταξὺ τοῦ Κήτους καὶ τοῦ „ Πηδαλίου τεταγμένοι ὑποκάτω τοῦ Λαγωοῦ ἐν οὐδενὶ ” ἄστρῳ καταριθμοῦνται , ἀλλ ' εἰσὶν
καὶ πάντα κατέρχεται Ὠρίωνος , πάντα γε μὴν ἀτέλεστα διωκομένοιο Λαγωοῦ . Ἀλλ ' οὐχ Ἡνιόχῳ Ἔριφοι οὐδ ' Ὠλενίη
5774017 ἀγροτερης
δὲ κύμινα χέαις βλαστόν τε κονύζης , ἄμμιγα δ ' ἀγροτέρης σταφίδος λέπος : ἶσα δὲ δάφνης σπερμεῖα κύτισόν τε
Οἴτην καὶ βαθὺν εὐδένδρου πρῶνα πατεῖς Φολόης , τοῦτό σοι ἀγροτέρης Διονύσιος αὐτὸς ἐλαίης χλωρὸν ἀπὸ ⌋ δρεπάνῳ θῆκε ταμὼν
5764420 περιφερει
διωθέετο ἀντυποκρινόμενος τοιάδε : Οὔτε μέμνημαι τὸ πρῆγμα οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων τῶν ὑμεῖς λέγετε : βούλομαι δὲ
, καὶ τὸ ἔτι θαῦμα σατύρων μορφὰς κήτη ἔστιν ἃ περιφέρει καὶ γυναικῶν ὄψιν , αἷσπερ ἀντὶ πλοκάμων ἄκανθαι προσήρτηνται
5761104 βρεξον
πρὸϲ τὰϲ ῥεούϲαϲ τρίχαϲ χρῶ τούτῳ : γῆν κιμωλίαν ἁδροτάτην βρέξον οἴνῳ αὐϲτηρῷ καὶ μόρων χυλῷ τοϲοῦτον ὅϲον ϲυμπιεῖν μόνον
ἀπόνιπτε . Θέρμους ὠμοὺς ἐν ὕδατι κατάχριε , κυπέρου φύλλα βρέξον χυλῷ στρουθίου καὶ χρῶ τῷ ἀποβρέγματι . Λιθαργύρου .
5756107 ἀπεδυσε
καὶ διώκων , Περίανδρός σφεα ἀπετέλεε . Μιῇ δὲ ἡμέρῃ ἀπέδυσε πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας διὰ τὴν ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν
ἐκτραπέλους μυρμηκιάς . κἂν ἐντύχῃ πού μοι βαδιζούσῃ μόνῃ , ἀπέδυσε κἀνέδυσε χορδὰς δώδεκα . καὶ Ἀριστοφάνης ὁ κωμικὸς μνημονεύει
5752157 Αἰνῳ
: ἕκαστον γὰρ τῶν λουομένων ὡς σωθέντα ἀνατιθέναι . ἐν Αἴνῳ ἔφη τοὺς ὀκτὼ μῆνας εἶναι ψῦχος , τοὺς δὲ
λδʹ μζʹ γʹʹ ἡ δ ' ἀνατολικὴ πλευρὰ αὐτῷ τῷ Αἴνῳ ποταμῷ , ἧς τὸ νοτιώτατον πέρας ἐπέχει μοίρας λδʹ
5751153 ἱμασι
ὅτε Τυδεΐδεω κλισίην εὔτυκτον ἵκοντο , ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ ' ἱππείῃ , ὅθι περ Διομήδεος ἵπποι
. . . , : τρητοῖσιν : Ἀπίων κυρίως : ἱμᾶσι γὰρ ἐνετείνοντο αἱ κλῖναι . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος εἰς
5740284 διακρατουμενα
μελικράτῳ μιγεὶς καλῶς ποιεῖ καὶ δαμασκηνοῦ καὶ μυσκλίου τὰ ὀστέα διακρατούμενα καὶ θριδακίνης καυλίον . Ἡνίκα μὲν ἄρχεται ἐνερευθὴς ὁ
, πάντως ὑπὸ φύσεως : καὶ γὰρ τὰ ὑπὸ ψυχῆς διακρατούμενα πολὺ πρότερον ὑπὸ φύσεως συνείχετο . ἀνάγκη ἄρα ὑπὸ
5738873 Δελφις
, καὶ ἐκεῖ κατοικήσας ὁ Καστάλιος , οὗ ὁ υἱὸς Δέλφις ἐπεκράτησε τῶν τόπων , καὶ ἀπ ' αὐτοῦ Δελφοὺς
κἠξαπίνας ἅφθη κοὐδὲ σποδὸν εἴδομες αὐτᾶς , οὕτω τοι καὶ Δέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκ ' ἀμαθύνοι . ἶυγξ , ἕλκε
5723827 λιθοκολλητοι
πολλῷ χρόνῳ κατασκευάζονται , τινὲς δὲ ὁλοάργυροι καὶ ὁλόχρυσοι καὶ λιθοκόλλητοι στρωμναί , ἀνθηροποικίλοις καὶ χρυσοπάστοις ὡς πρὸς ἐπίδειξιν καὶ
περὶ αὐτὸ τὸ σῶμα ἀλογήσαντες , οὔθ ' ὅτι κλίναι λιθοκόλλητοι καὶ ὁλόχρυσοι θαυμάσαντες , οὔθ ' ὅτι ἀραχνοϋφεῖς ἢ
5723817 διεχωρησεν
τροφῆς ἀποσχόμενος μίλτον ὕδατι ἁλμυρῷ μίξας ἔπιεν . ἐπεὶ δὲ διεχώρησεν , οἱ λῃσταὶ νομίσαντες αἵματος ῥύσιν αὐτῷ γεγονέναι τῶν
ἡ γαστήρ . Τούτῳ ἐδόθη τῇ ὑστεραίῃ κατωτερικὸν , καὶ διεχώρησεν ὀλίγον ὕφαιμον , καὶ ἔθανεν . Ἐδόκεε τούτου τὰ
5719212 περιστειλας
δὲ ὡς πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρακιὴν , καὶ περικαθίσας αὐτὴν καὶ περιστείλας θυμία , φυλασσόμενος μὴ κατακαύσῃς . Ἢν δὲ γυνὴ
ἐν τῇ φυγῇ νοσήσας ἀπηλλάγη τοῦ σώματος , εὖ τε περιστείλας καὶ τὰ νομιζόμενα θεραπεύσας ἔθαψεν . , . .
5702712 ἀργυρεα
μὲν χρύσεα ποτήρια ὑστέρῳ χρόνῳ ἐκβρασσόμενα ἀνείλετο , πολλὰ δὲ ἀργύρεα , θησαυρούς τε τῶν Περσέων εὗρε , ἄλλα τε
μέγα τε καὶ ὑψηλόν , ἐν τῷ χρύσεά τε καὶ ἀργύρεα ἔνι μέταλλα , τὰ νέμονται Πίερές τε καὶ Ὀδόμαντοι
5699093 Χειμων
ὁπότε καὶ οἱ ἐχθροὶ σώζειν αὐτὸν ἐθέλοντες οὐ δύναιντο . Χειμὼν δ ' ἔτυχε τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐξ ἠοῦς ,
τοιαῦτα , μέχρι πληϊάδος δύσιος , καὶ ὑπὸ πληϊάδα . Χειμὼν δὲ βόρειος : ὕδατα πουλλὰ , λαῦρα , μεγάλα
5698934 βουτυπος
ἐν τῷ θέρει , καθὼς τοὺς βόας ἐκκεντᾷ ὁ λεγόμενος βουτύπος , ἰδίως δ ' οἰστροκεντίον . θοήν : ὀξεῖαν
τῶν ποδῶν , φησί , σταθεὶς καὶ ἐκτείνας ἑαυτὸν ὡς βουτύπος τὴν χεῖρα ἑαυτοῦ κατέφερεν : ἐπιόντος δὲ αὐτοῦ ὁ
5697255 λεμβος
ποτε ὁ Ὀρφεὺς λέγεται . λείβηθρον : ὀχετὸς ὑδραγωγός . λέμβος καὶ ἐφόλκιον : σκάφος ἢ πλοῖον . λέμφοι :
κυμινοκίμβιξ κύνειρα κυνέπασαν κυνοφθαλμίζεται κυρτονεφέλη κυσολέσχης λακατάρατοι λακιδαίμονος λάληθρον λελημάτωμαι λέμβος λευκηπατίας λιμοκίμβιξ , λιμός λιμοκόλακες λισπόπυγοι μεγαρίζοντες μεθυσοχάρυβδις μεσοπέρδην
5695266 ὀρυσσοντες
δὲ καὶ ἕτερος λόγος , ὡς τοῦ τείχους τὰ θεμέλια ὀρύσσοντες ἐπιτύχοιεν κορώνῃ χαλκῇ . θεῶν δέ ἐστιν ἐνταῦθα Ἀρτέμιδός
τῇ πέτρᾳ . τινὲς δέ φασιν , ὅτι οἱ στενωποὺς ὀρύσσοντες τὸ μὲν γόνυ ἐρείδουσι τῇ γῇ , τῷ δὲ
5694588 ζωννυται
: διὰ τὸ ἐλαφρὸν ἐποίουν ἀπὸ ἰτέας τὰς ἀσπίδας . ζώννυται : ὁπλίζεται : συνεκδοχικὸν ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν ὡς
συρραφῇ ἀντικείμενον εἰς δύο ῥήγνυται σκέλη . τῇ ζώνῃ περιχάσκων ζώννυται ὁ πάσχων , καὶ τότε ὁ εὐθὺς τελαμὼν ἀπὸ
5694227 ἐμπυος
βήττειν , λύττειν , ἐφ ' ὧν τὸ ἀνακογχυλιάσαι . ἔμπυος , ὑπόπυος . ὕφαιμος ἄναιμος , ἄνικμος , ὑπέρπλεως
ἀσχολεῖσθαι ἀττικουργές βαθύς βοίδης βουκόρυζαν βρυχᾶται δεδείπνηκας διήρτησεν δύσριγος Ἐλευθέριος ἔμπυος ἐξανέψιοι , ἐξανέψιαι ἐπισημαίνειν ἔσχεν ἠγρηγόρειν καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον
5694070 νηχεται
ὅμως καὶ αὐτῶν ὑπ ' ἐκείνων ὠφελουμένων ⋮ Ὁ κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν : ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι
συμφυοῦς κακίας ἐς τὴν χρείαν παραλυθέντα . ὁ γοῦν κροκόδειλος νήχεταί τε ἅμα καὶ κέχηνεν . ἐμπίπτουσιν οὖν αἱ βδέλλαι
5682400 ὑπερθυμου
κρατὸς ] τῆς . κράτος ] ἐξουσίας . λίαν . ὑπερθύμου ] διὰ . ὑπὸ εὐφραινομένης διανοίας . ὑπερηφάνου .
χαλκὸν ὀδοῦσιν . Εὐρύπυλος δ ' Εὐαιμονίδης Ὑψήνορα δῖον υἱὸν ὑπερθύμου Δολοπίονος , ὅς ῥα Σκαμάνδρου ἀρητὴρ ἐτέτυκτο , θεὸς
5679507 ἀμφιλαφει
Σελήνης Παρθένῳ : ὁ φυγὼν πολλὰς ἡμέρας κρυβήσεται λανθάνων ἐν ἀμφιλαφεῖ καὶ δασεῖ τόπῳ . Σελήνης Ζυγῷ : ὁ φυγὼν
Δημοκρίτου καταγώγια , καὶ αὐτὸς ὁ Δημόκριτος καθῆστο ὑπό τινι ἀμφιλαφεῖ καὶ χθαμαλωτάτῃ πλατανίστῳ , ἐν ἐξωμίδι παχείῃ , μοῦνος
5671640 ἰξυν
λοιπῷ τὸν Γλαῦκον δηλοῖ τὰ οὐραῖα ἐξηρμένα καὶ πρὸς τὴν ἰξὺν ἐπιστρέφοντα , τὸ δὲ μηνοειδὲς αὐτῶν ἁλιπορφύρου τι ἄνθος
ἔπειτα νηδύα , τῇ δ ' ἐφύπερθε συνήρμοσε νῶτα καὶ ἰξὺν ἐξόπιθεν , δειρὴν δὲ πάρος , καθύπερθε δὲ χαίτην
5670245 σωληνι
μὲν ἕτερον ἄκρον τοῦ τύλου μένειν ἐν τῷ τοῦ κοχλίου σωλῆνι , τὸ δὲ ἕτερον ἐν τῷ εἰρημένῳ ἐτέρῳ σωλῆνι
κοχλίου σωλῆνι , τὸ δὲ ἕτερον ἐν τῷ εἰρημένῳ ἐτέρῳ σωλῆνι τῷ ἐν τῷ κανόνι . ὅταν οὖν βούλωνται φορτίον
5669988 ψαρες
συνδεῖν ἤθελον . Ἐνταῦθα οἱ κωμῆται ταραχθέντες ἐπιπηδῶσιν αὐτοῖς ὡσεὶ ψᾶρες ἢ κολοιοί : καὶ ταχὺ μὲν ἀφαιροῦνται τὸν Δάφνιν
δ ' ἠκολούθει σφενδόνην ἔχων κοίλην παιδίσκος . οἱ δὲ ψᾶρες ἐκ συνηθείης ἤκουον εἰ τὴν σφενδόνην ποτ ' ᾐτήκει
5669908 ἀματι
: ἐπὶ κράναν δέ τιν ' ἄμφω ἑσδόμενοι θέρεος μέσῳ ἄματι τοιάδ ' ἄειδον . πρᾶτος δ ' ἄρξατο Δάφνις
. τὰν γὰρ οὐ φίλαν ἀλλὰ φιλτάταν γυναῖκα κατθανοῦσαν ἐν ἄματι τῶιδ ' ἐπόψηι . ἰδοὺ ἰδού : ἥδ '
5663509 ἐπιχρυσος
φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ κεραυνὸς ἐπίχρυσος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ ναὸς ἐπίχρυσος , οὗ ἡ περίμετρος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ θηρία ὑπεράγοντα
βιῶναι δὲ ἔτη πέντε φασὶν ἐπὶ τοῖς ἑκατόν . , ἐπίχρυσος δὲ εἰκὼν ἀνάθημα Γοργίου τοῦ ἐκ Λεοντίνων αὐτὸς Γ
5660850 τμηθεντες
πῶς δὲ κατὰ δρυόχων ἐπάγη σανίς , ἢ τίνι γόμφοι τμηθέντες πελέκει τοῦτ ' ἔκαμον τὸ κύτος , ἢ κορυφαῖς
, ἐπειδὴ μετὰ τὴν τομὴν εὐθέως ᾔσθοντο ναρκώδους διαθέσεως οἱ τμηθέντες ἐν τῷ μήκει τῆς χειρός , ἔν τε τῷ
5652607 χλανιδες
ἐξωμιδοποιία ἐξωμίς χλαμυδουργία χλαμυδοποιία χλαμυδουργός . χλανιδοποιία χλανιδουργία χλανιδουργός , χλανίδες χλανίσκια , χλανιδοποιός κλινοποιική κλινοποιός κλινοποιικός , κλινοπήγιον ,
ὡς αὐτόν ; οὐ πολλαὶ μὲν καὶ πολυτελεῖς στρωμναὶ καὶ χλανίδες , πολλαὶ δὲ σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις
5650832 πτερυγι
ἠρέμα τῷ τῆς Ἀφροδίτης , ὁ δὲ ἐν τῇ βορείᾳ πτέρυγι λαμπρός , καλούμενος δὲ Προτρυγητήρ , τῷ τοῦ Κρόνου
ὁμοίως δὲ καὶ ὁ προηγούμενος λαμπρὸς τῶν ἐν τῇ εὐωνύμῳ πτέρυγι , ὁ δ ' ἐπὶ τοῦ μεταφρένου λαμπρὸς καὶ
5650740 ἁλουργεσι
περιττῶς ἐξειργασμένα ταῖς τέχναις : ἦσαν δὲ καὶ οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι . καὶ δώδεκα τρίκλινα διαστρώσασα
. χρῶνταί γε μὴν οἱ ἁλιεῖς καὶ φοινικοῖς ἐρίοις καὶ ἁλουργέσι καὶ φελλοῖς καὶ ξύλοις : καὶ σιδήρου καὶ ἄλλων
5638840 καθημενα
μειράκια ταυτὶ λέγω τἀν τῷ μύρῳ , ἃ στωμυλεῖται τοιαδὶ καθήμενα : Σοφός γ ' ὁ Φαίαξ δεξιῶς τ '
πλευρὰ δελφάκει ' ἐπεξανθισμένα χναυρότατα παρέκειτ ' ἐπ ' ἀμύλοις καθήμενα . παρῆν δὲ χόνδρος γάλατι κατανενιμμένος ἐν καταχύτλοις λεκάναισι
5637078 ἀρνειον
ἐτέχθη . τούτου δὲ ὑπονοθεύσας τὴν γυναῖκα Θυέστης ἔκλεψε τὸν ἀρνειόν . μὴ δυνηθεὶς οὖν κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν δεῖξαι ὁ
ἐν Ἀττικαῖς λέξεσιν : ἄρνα , εἶτα ἀμνόν , εἶτα ἀρνειόν , εἶτα λιπογνώμονα , μοσχίαν δὲ τὸν πρῶτον .
5636639 ἐνυξεν
σάκος εὐρὺ καὶ ἱππόκομον τρυφάλειαν Κάστωρ , πολλὰ δ ' ἔνυξεν ἀκριβὴς ὄμμασι Λυγκεύς τοῖο σάκος , φοίνικα δ '
δὲ λόγος οὗτος , τῆς θωρακοζώνης εἰς τὸ κάτω μέρος ἔνυξεν . , ὁ δὲ λόγος οὗτος , , .
5636374 γνυξ
βοτρυδόν , ἀγεληδόν ] ? ? [ , πύξ , γνύξ , λάξ , ὀδάξ . ] ταῦτα [ δὲ
, καὶ τὰ τοιαῦτα : μηκυνόμενα διὰ τοῦ διπλοῦ , γνύξ , πύξ . πιστοῦται δὲ καὶ ἐντεῦθεν μὴ ἐντελῆ
5635049 ἰχθυβοληες
καὶ βρύα λεπτὰ πολυστίοιο θαλάσσης . τοὺς ἁλὸς ἐξερύουσι δελαστρέες ἰχθυβολῆες , αὐτίκα δ ' ἀγρευθέντες ἐνὶ γρώνῃσιν ἔδυσαν μυοδόκοις
Αἰγαίου κῦμα περὶ Σκίαθον , δύσμορον ὀρθρινοί μιν ἐπεὶ νέκυν ἰχθυβολῆες , ξεῖνε , Τορωναίων εἵλκυσαν ἐς λιμένα . Καλλίστρατός
5630892 προβολῃσι
: οἱ δ ' αὔτως μίμνουσιν ἀρηρότες ἀλλήλοισιν ἀστεμφεῖς , προβολῇσι πεποιθότες ὀξείῃσιν : ἔνθα δύω παλάμῃσιν ἀνὴρ ἑκάτερθεν ἀείρας
ἐπικαθήμενος . Ἀείδων : τραγῳδῶν . Ταιναρίῃ : Κορίνθῳ . προβολῇσι : αἰγιαλοῖσιν . Σὺν δ ' ἤθυρε : συνέπαιζεν
5620304 σχαδονες
. . ὦτα , λαγώς , σκόμβροι , σησαμίδες , σχάδονες . αὔριον αὐτὰ καλῶς λογιούμεθα . νῦν δὲ πρὸς
τό τε σκύφος : ὅπερ ὑπέσχου ποτήριον . σχαδόνων : σχάδονες τὰ τῶν κηφήνων κηρία . . . . ὥς
5619070 κατεφαγεν
: πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους
ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα
5611395 ῥιπτεται
εἰς ὕψος φέρεται τὰ προσδοκώμενα ὡς τελευτηθησόμενα , ὁτὲ δὲ ῥίπτεται καὶ ταπεινοῦται . πόλλ ' ἄνω , τὰ δ
οἱ πένητες χωρίοις λιτοῖς καὶ ἀσήμοις , εἰς ἃ κόπρια ῥίπτεται ἢ ἄλλο τι τῶν φαύλων : οἱ δὲ πλούσιοι
5611237 τοιχος
ἀναφαίνεσθαι : εἰ γὰρ ταὐτὸν ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἄνθρωπος καὶ τοῖχος καὶ οὐ τοῖχος , πάντα ἂν εἴη ἅμα :
καὶ ἀνακολούθως παραλαμβανομένης , ὡς ἐπὶ τοῦ ἐγὼ περιπατῶν ὁ τοῖχος ἔπεσεν ἀντὶ τοῦ ἐμοῦ περιπατοῦντος ὁ τοῖχος ἔπεσεν :
5609337 ὑδροποσιη
καὶ πρὸς καρδίην ὀδύνη , ἣν φλεβοτομίη ἔλυσεν : ταύτῃ ὑδροποσίη ἢ μελίκρητον ξυνήνεγκεν . Ἐλλέβορον ἔπιε μέλανα , οὐδὲ
καὶ βάρος ἐς βραχίονα , νάρκη , ἔμετοι συχνοὶ , ὑδροποσίη . Τῷ Εὐφράνορος παιδὶ , τὰ ἐξανθήματα οἷα τὰ
5604341 χριουσι
, ἀποδιώκουσι τὰ θηρία . τινὲς ὀπὸν καὶ ἔλαιον ἑψήσαντες χρίουσι τὰ πρέμνα τῶν ἀμπέλων , ἀπὸ τοῦ πυθμένος ὀλίγον
ἀφροδίτην μᾶλλον . ἕτεροι δὲ πεπέριδι καὶ μέλιτι τὰ αὐτὰ χρίουσι , νίτρῳ δὲ ἄλλοι καὶ κνίδης καρπῷ : σμυρνίῳ
5595894 καδοι
ἐξεγλυμμένῳ διαμπερὲς ἄλλος τοιοῦτος ἐλάττων ἐγκέοιτο ἁρμόττων , καθάπερ οἱ κάδοι οἱ εἰς ἀλλήλους ἁρμόττοντες , καὶ οὕτω δὴ τρίτον
λαβὰς ποεῖν Γ : ὠτάρια τοῖς κράνεσιν , ἵνα γένωνται κάδοι . δείκνυσι δὲ τὰ ὦτα αὐτοῦ , καὶ ἔστι
5590089 μηκωνι
δέ τι καὶ ῥυπτικόν . Δορύκνιον ὅμοιόν ἐϲτι τῇ κράϲει μήκωνι καὶ μανδραγόρᾳ ψῦχον ἀμέτρωϲ : ναρκοῖ μὲν γὰρ ὀλίγον
μέλανα καθάπερ σηπία ἀλλ ' ὑπέρυθρον , ἐν τῷ λεγομένῳ μήκωνι . ὁ δὲ μήκων κεῖται ἐπάνω τῆς κοιλίας οἱονεὶ
5586463 παιοντας
ἀμύνουσι τὴν τῶν ῥινῶν ὕβριν . τιτρώσκουσι γὰρ αὐτοῦ τοὺς παίοντας δακτύλους , καὶ ἃ πεποίηκεν ἔπαθεν ἡ χείρ .
' ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλε . σκυτάλαις τε παίοντας τὰ μέτωπα τῶν ἱερείων καὶ τὰ πεσόντα θύοντας ,
5579365 μιτρα
, καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον
μοι ; πέπλοι ποδήρεις : ἐπὶ κάραι δ ' ἔσται μίτρα . ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ ' ἄλλο προσθήσεις
5569066 ἐγκειμενοι
περὶ τὸ κέρας , οἱ μὲν περὶ τὸν Ἐπαμεινώνδαν βαρεῖς ἐγκείμενοι τοῖς Λακεδαιμονίοις τὸ μὲν πρῶτον τῇ βίᾳ βραχὺ προέωσαν
ἐν τῷ παρόντι προβλήματι , εἰ καὶ νόμοι εἰσὶν οἱ ἐγκείμενοι , οὐ παρὰ τοῦτο νομικὴν ἀποφαινόμεθα ζήτησιν . οὐδὲ
5568777 μελεαγριδες
. εἶτ ' ἐφέροντο ἐν ἀγγείοις ψιττακοί , ταοί , μελεαγρίδες , φασιανοί . εἵποντο δὲ καὶ πρόβατα Αἰθιοπικά ,
ὡς καὶ οἱ ἀλεκτρυόνες ἐν τῇ Περσίδι καὶ αἱ καλούμεναι μελεαγρίδες ἐν τῇ Αἰτωλίᾳ . διὸ καὶ Ἀντιφάνης ἐν τοῖς
5565743 ἐϋξοον
ἐλάϊνον , εὖ ἐναρηρός : δῶκε δ ' ἔπειτα σκέπαρνον ἐΰξοον : ἦρχε δ ' ὁδοῖο νήσου ἐπ ' ἐσχατιήν
ἁπάντων . ἥ σφωϊν πρῶτον μὲν ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐΰξοον , αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῆς χάλκειον κάνεον , ἐπὶ
5562180 ξηρῃ
. Τὴν ἕδρην ἐμβάλλει : ἀσταφίδι λείῃ , τετριμμένῃ , ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ :
πῦρ καὶ τὸ ὕδωρ ὡσαύτως . Εἰ μὲν οὖν ἐν ξηρῇ τῇ χώρῃ περικινέεται , κρατέει τοῦ ξυνεμπεσόντος ὕδατος ,
5562155 πληξε
οὐχ οὕτω συντεταγμένα ποιήματα οὐδὲν ἧττον ἢ ταῦτα καλά : πλῆξε δ ' ἀνασχόμενος σχίζῃ δρυός , ἣν λίπε κείων
[ . ] : ἔνθα μιν ἀντίθεος Τελαμὼν τροχοειδέι δισκῷ πλῆξε κάρη , Πηλεὺς δὲ θοῶς ἐνὶ χειρὶ τινάξας ἀξίνην
5560965 ὑαινα
δίαιτα τὸ πάθοϲ εἰργάϲατο . τὸ αὐτὸ δὲ ποιεῖ καὶ ὕαινα ὅλη τῷ ἐλαίῳ ὥϲπερ ἡ ἀλώπηξ ἑψομένη . Ἀράχνηϲ
τῆς θαλάττης ταράξει καὶ τῷ κλύδωνι ὃν ἐργάζεται . καὶ ὕαινα , οὐκ αἴσιον ὅραμα τοῖς ναυτιλλομένοις αὕτη γε .
5555503 χιλῳ
ἢ ἴσους τοῦ χείλους τῶν κρατήρων ἢ ὁμοίως θάλλουσαι τῷ χιλῷ , ὅ ἐστι τῷ σίτῳ . . ἀμύζειν ]
καὶ σταφύλης * καὶ στέμφυλα βρύξουσι καὶ φάγωσι συμμεμιγμένα τῷ χιλῷ καὶ τῇ τροφῇ . στέμφυλα δὲ τὰ ἔξω τῶν
5554822 ἐπομπευσε
τῷ θριάμβῳ παρῆν τῶν φιλτάτων , ἐν τιμῇ ἀγόμενος . ἐπόμπευσε δὲ καὶ Λίβης τῶν Χάττων ἱερεύς , καὶ ἄλλα
: ἐν τῇ πομπῇ , φησίν , ἄλλα τε θηρία ἐπόμπευσε καὶ λέαινα . θηρία πομπεύεσκε : ἐπεὶ κυνηγέτις ἡ
5553777 Καριωνος
τῶν δούλων πρόσωπα εἰσάγεται εἰς τὴν κωμῳδίαν , Ξανθίου καὶ Καρίωνος καὶ ἄλλων τινῶν . . . . ἐγὼ ]
: λείπει ἡ ὑπέρ : πολλὰ δ ' ὑπὲρ τοῦ Καρίωνος κινώπετα ἤγουν ἑρπετά , παρὰ τὸ ἐν τῷ πέδῳ
5553407 φαεινη
κέδρου νηλέϊ καπνῷ ὀξυπετεῖ φαιδρῷ Ἡράκλεια φολὶς δ ' ἀπέλαμπε φαεινή : ἄλλοτε μὲν κυάνου , τότε δ ' ἄνθεσιν
καταστέγασε [ Στυγὸς ] ὕδωρ . φολὶς δ ' ἀπέλαμπε φαεινή , ἄλλοτε μὲν κυανοῦ , τοτὲ δ ' ἄνθεσιν
5552459 βιαιοτατα
τοῦ νώτου ἐπιστραφέντα , αὐτοῦ δὴ τοῦ θυρεοῦ στοχαζόμενον ὡς βιαιότατα ἐναράξαι τὸ δόρυ . καὶ τὸ ἀκριβὲς τοῦδε τοῦ
, ἀλλὰ προσερείσας τῇ καταδρομῇ τοῦ δακέτου τοὺς ἑαυτοῦ μυκτῆρας βιαιότατα ἐσπνεῖ , καὶ ἕλκει ὡς ἴυγγι τῷ πνεύματι ,
5552421 ἐντομα
ἐγὼ δ ' ἱκόμην ἐπὶ Ταίναρον ἠνεμόεντα , ὄφρα κεν ἔντομα ῥέξω ἀγακλειτοῖς βασιλεῦσιν οἵ τ ' ἄρα νερτερίων βερέθρων
ὑπὸ πέπλους ἐπονεύμην ἂν δὲ πυρὴν ἐπέβαλλον , ἰδ ' ἔντομα θύματ ' ἔρεζον , σκύμνους παμμέλανας σκυλάκων τρισσοὺς ἱερεύσας
5551692 ἰσχαδι
. παρὰ τῃδεδὶ σὺ τῇ σοβάδι κατηγάγου ; κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι βολβῷ τε . τῶν περὶ τάγηνον καὶ μετ '
παιδαγωγὸς τοῦ παιδός , ὃν ἦγε διὰ τῆς ὁδοῦ , ἰσχάδι περιτυχόντος καὶ ἀνελομένου , ἐπέπληξεν αὐτῷ ἰσχυρότατα : γελοιότατα
5551396 φελλοι
] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην
θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ
5551341 ἀκρεμονεσσιν
δὲ καὶ εἰσέτι νῦν κεν ἴδοισθε πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν : τὸν μὲν ἔπειτ ' ἔρρεξεν ἑῇς ὑποθημοσύνῃσιν Φυξίῳ
τιταινόμενος δ ' ἀπὸ ῥίζης ἑρπύζει , πάντῃ δὲ περιρρέει ἀκρεμόνεσσιν : ὣς ὅ γε γηθόσυνος λιπαροὺς περιβάλλετ ' ἐλαίης
5545610 ἐπιχρυσοι
παρεπεπήγεσαν δᾷδες χρυσαῖ δεκαπήχεις τέσσαρες . ἐπόμπευσαν δὲ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι βʹ , ὧν ἣ μὲν δωδεκάπηχυς τῇ περιμέτρῳ ,
μεγέθεσι , καὶ ἀετοὶ πηχῶν εἴκοσι . Στέφανοί τ ' ἐπίχρυσοι ἐπόμπευσαν τρισχίλιοι διακόσιοι , ἕτερός τε μυστικὸς χρυσοῦς ,
5545587 ὀροβοις
τοῦτο τοῖς κύρτοις οἱ ἁλιεῖς χρίουσι , σμίγοντες τοῖς φρυκτοῖς ὀρόβοις . δάκρυόν φησι τῆς Θειάντιδος κόρης τῆς Μυῤῥίνης ,
κάλαμον πολύν , φέροντα καρπὸν δαψιλῆ , παρεμφερῆ τοῖς λευκοῖς ὀρόβοις . τοῦτον οὖν συναγαγόντες βρέχουσιν ἐν ὕδατι θερμῷ ,
5535021 κιχλη
ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα
φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι
5530199 χρυσαι
ἡδὺ καὶ μετέωρον ὑπὸ τοῦ τιάρᾳ ἐπισοβεῖν , ἧς οἷα χρυσαῖ λιβάδες ἡ κόμη τοῦ μειρακίου ἀποστάζουσα μετώπῳ ὁμολογεῖ καὶ
. καὶ στέφανοι εἰσηνέχθησαν πολλοὶ παντοδαπῶν ἀνθέων ἐπὶ πᾶσί τε χρυσαῖ στλεγγίδες , ὁλκὴν ἴσαι τῷ πρώτῳ στεφάνῳ . ἐπὶ
5528561 ἀγλαοι
ἀπέριττος ἦν , ἅτε ἐν ὄρει διαιτώμενος . Τὸ δὲ ἀγλαοὶ λέγει , ἐπειδὴ εἰς καλλωπισμὸν αὑτῶν τοῦτο ἐποίουν ἄνθρωποι
πανσελήνῳ ἐκφανεῖς εἶναι , λέγων οὕτως : οἱ κεφαλῇ ὑποκείμενοι ἀγλαοὶ ὦμοι εἴδονται : κεῖνοί γε καὶ ἂν διχόμηνι σελήνῃ
5527988 συλλεανας
εἰς πύον ἢ σηπεδόνα . Ἄλλο . Θεῖον καὶ ἡδύοσμον συλλεάνας ὄξει ἐπίχριε ἢ τῷ Ἀνδρωνείῳ , ἢ φακῷ τῷ
. Περιστερᾶς κόπρον μετὰ πάλης ἀλφίτου ἐν γλυκεῖ ἑψήσας καὶ συλλεάνας θερμῷ ἐπιτίθει . Πρὸς παρωνυχίας . Κατάχριε δι '
5527426 μελιλωτος
ῥόδον , τὰ δὲ ξηρανθέντα καθάπερ ὁ κρόκος καὶ ὁ μελίλωτος : χλωρὰ γὰρ ὑγρότερα . Τὰς μὲν οὖν φύσεις
ἐέρσα κάλα κέχυται τεθάλαισι δὲ βρόδα κἄπαλ ' ἄνθρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης : πόλλα δὲ ζαφοίταις ' ἀγάνας ἐπιμνάσθεις '
5526828 τριπηχεις
ἀνίησι πολλούς , ἀπὸ μιᾶς ῥίζης τρεῖς ἢ τέσσαρας , τριπήχεις ἢ τετραπήχεις , λιπαρούς , ἐμφαίνοντάς τι τῆς δασύτητος
μὲν δεκαπήχεις ὑπὸ τῶν λιθοβόλων οὐθὲν πείσονται , οἱ δὲ τριπήχεις τὸ πάχος ὄντες ἐάν τι πάσχωσιν ὑπὸ τῶν πληγῶν
5526822 ξυσας
, καὶ μελάνθιον ἐν οἴνῳ λευκῷ διδόναι . Ἢ νάρθηκα ξύσας , ὅσον ὀξύβαφον , καὶ πράσου χυλὸν , ἐν
τὴν μὲν μάχαιραν εὗρε , τῷ δὲ Ἰφίκλῳ τὸν ἰὸν ξύσας ἐπὶ ἡμέρας δέκα δέδωκε πιεῖν , καὶ παῖς αὐτῷ
5525448 ἀναδευσας
χοίρου τὴν ἡμίσειαν , ὡς ὁρᾶτε , ἀλφίτοις πολλοῖς κριθῆς ἀναδεύσας αὐτὰ οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ . ἔπειτ ' ἐνέθηκα κριβάνῳ
χοίρου τὴν ἡμίσειαν , ὡς ὁρᾶτε , ἀλφίτοις πολλοῖς κριθῶν ἀναδεύσας αὐτὰ οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ . ἔπειτα ἐνέθηκα κριβάνῳ ὑποθεὶς
5524071 συρων
κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις γόνυ γουνὸς ἀμείβων ,
μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων
5519963 καταπιουσα
- πορνος μεθ ' ὑποκορισμῶν ἐκθεραπεύεται ὅλον σε αὐτοῖς ἀγροῖς καταπιοῦσα . γελῶσι δὲ οἱ νέοι , καὶ σὺ τοῦ
ἀθροίζονται μὲν ἐς τὸν Ἕβρον , λίθον δ ' ἑκάστη καταπιοῦσα , ὡς ἔχειν καὶ δεῖπνον καὶ πρὸς τὰς ἐμβολὰς
5518119 σχοινῳ
ἐκτὸς τῆς θαλάσσης . ἐνέχονται : δεσμοῦνται . Μηρίνθῳ : σχοίνῳ . πολυδινέϊ : πολυκινήτῳ . πεπτηυῖαι : κείμεναι :
τῷ περιφερεῖ στρογγύλῳ σκάφει δὲ ἤτοι λιμένι τῶν Λαιστρυγόνων , σχοίνῳ : σχοῖνος δὲ εἶδος φυτοῦ μεθ ' οὗ πλέκουσι
5517509 κοκκυξ
ὑποθυμίς , περιστερά , νέρτος , ἱέραξ , φάττα , κόκκυξ , ἐρυθρόπους , κεβλήπυρις , πορφυρίς , κερχνῄς ,
ὀστοῦν , οἱ δ ' ὑποσπόνδυλον . τούτου τὸ ἄκρον κόκκυξ καλεῖται . τῆς δ ' ὀσφύος τὰ παρ '
5516450 ψιττακος
ἐμπίδες , τὰ δὲ ἄλλα ἔχουσιν , οἷον κύων , ψιττακός , μύρμηξ , χελιδὼν καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα .
: προνοοῦνται γὰρ τοῦ ἑαυτῶν βίου . Οἷον κύων , ψιττακός , ἵππος , ὄνος καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα .
5514541 ῥιγει
. τάχιστα δ ' ἔθνησκον , ὅτ ' ἐπιῤῥιγώσειαν πυρετώδει ῥίγει . τούτους οὐδὲ ἀναστάσει πιεζομένους οὐδὲν ἄξιον λόγου ὠφελεῖ
παρὰ τὸν ἄῤῥωστον εὐθὺς κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν εὗρον αὐτὸν ῥίγει συνεχόμενον . ἐγένετό μοι τοῦτο γνώρισμα , τοῦτον τοιοῦτον
5513058 ἀηθεα
γέννηι τε κρήσει τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι , πάντηι συγγίνεσθαι ἀήθεα καὶ μάλα λυγρά Νείκεος ἐννεσίηισιν , ὅτι σφίσι γένναν
μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον ἐλαύνων ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα ; τί δὲ χρέος
5511588 ἐπιπασθεν
ἀφροδίσια παρορμῶσιν . τὸ δὲ ἦπαρ αὐτοῦ ξηρόν , λεῖον ἐπιπασθὲν σὺν ὀξυμέλιτι καὶ ποθέν , σπληνικοὺς ἄκρως ἰᾶται .
παύει . τὸ δὲ στέαρ μετὰ ἰξοῦ καὶ σανδαράχης λεῖον ἐπιπασθὲν ὄνυξι ψωριῶσιν ἐκριζοῖ . καὶ μόνον τὸ στέαρ τούτου
5508913 σχιστῃ
: εἶτα πῆξον , καὶ συλλείου σὺν ὄξει καὶ στυπτηρίᾳ σχιστῇ , καὶ ἁλὶ ἐπὶ ἡμέρας ζʹ : καὶ γλυκάνας
Μαγνησίαν λευκήν : λευκάνῃς δὲ αὐτὴν , ἅλμῃ καὶ στυπτηρίᾳ σχιστῇ ἐν ὕδατι θαλασσίῳ , ἢ χυλῷ , κίτρῳ λέγω

Back