οἱ οἰκέται ποθοῦσιν , ὅταν ἑτέρων πεῖραν λάβωσιν . ὄνος κηπουρῷ δουλεύων ἐπειδὴ μὲν ὀλίγα ἤσθιε , πολλὰ δὲ ἐκακοπάθει | ||
τι κερδαίνειν προσδοκῶντες . ἔχων τις δύο θυγατέρας τὴν μὲν κηπουρῷ ἐξέδωκε πρὸς γάμον , τὴν δὲ ἑτέραν κεραμεῖ . |
[ ! ! ! ! ] ! α ⌋ κλαῶν ἀντιβολῶν ὄνος λύρας : [ συμπεριπατήσω ] ⌊ ⌋ καὐτὸς | ||
Τίς ; Ὅστις ; Ἀριφράδης , ἄγειν παρ ' αὐτὸν ἀντιβολῶν . Ἀλλ ' , ὦ μέλε , τὸν ζωμὸν |
ἐπὶ τὸ αὔλιον . καὶ ἡ λέαινα εἶδε καὶ αὐτὴ προσελθοῦσα ὑπέσαινε καὶ ἑώρα οἰκτρὸν καὶ ἀνέβλεπεν εἰς τὴν ἄρκτον | ||
θύρας , εἶδεν ὄνον θήλειαν ὑπὸ ἀνθρώπου βιαζομένην . καὶ προσελθοῦσα τῷ ἀνθρώπῳ εἶπε τί ποιεῖς ; ὁ δέ φησι |
τῷ Αἰσώπῳ . ὁ Ξάνθος ἀνοίξας τὸ γλωσσόκομον ἐδίδου τὸ κέρμα τῶν λαχάνων . ὁ κηπουρὸς λέγει ” πρὸς τί | ||
. ὡς δὲ ἥκομεν ἔς τινα πόλιν , ἵνα ἠδυνάμεθα κέρμα γενέσθαι αὐτοῖς , προήγαγον ἡμᾶς ἐς ἀγοράν , εἶτα |
τοῦ κανθάρου , ὁ δὲ τὰ ᾠὰ τοῦ ἀετοῦ ἐκκυλίων συνέτριβεν . ὁρῶν οὖν εἰς φθορὰν αὐτοῦ τὸ γένος ἐρχόμενον | ||
Ἀσκληπιῷ ἀνέθηκε πλήκτην , ὃς τοὺς ἐπὶ στόμα πίπτοντας ἐπιτρέχων συνέτριβεν . Εἰώθει δὲ λέγειν τὰς τραγικὰς ἀρὰς αὐτῷ συνηντηκέναι |
μὲν ὁμιλητής , ἐκείνῳ δὲ φίλτατος , τεθυκότι τε καὶ παρεστηκότι τῷ βωμῷ τὸν ἔπαινον διῆλθε . καὶ ἱδρὼς ἀφ | ||
πηγὴν καὶ βουλόμενος πιεῖν ἀπεπνίγετο . περιστερὰ δὲ ἐν τῷ παρεστηκότι δένδρῳ καθεζομένη ἐθεάσατο αὐτὸν καὶ κόψασα κλάδον ἔρριψεν εἰς |
πρὸς τὸν μονογενῆν αὐτοῦ υἱόν : κάτελθε , υἱέ μου ἀγαπητέ , μετὰ στρατιὰν ἀγγέλων πολλὴν λαβὼν τὴν ψυχὴν τοῦ | ||
ἦλθεν φωνὴ πρός με : δεῦρο τελεύτα , Ἐσδράμ , ἀγαπητέ μου : δὸς τὴν παρακαταθήκην . καὶ εἶπεν ὁ |
δὲ ἔδωκε Ναυπλίῳ τῷ Ποσειδῶνος ὑπερόριον ἀπεμπολῆσαι . ὁ δὲ Τεύθραντι τῷ Τευθρανίας ἔδωκεν αὐτὴν δυνάστῃ , κἀκεῖνος γυναῖκα ἐποιήσατο | ||
ἐπέστειλεν , ἄγων αὐτὴν ἀπέδοτο καὶ τὸ παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν |
τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ λεπαστή : ὅτι δὲ | ||
σειρὴν ἀργυρᾶ , καρχήσια βʹ ἀργυρᾶ , κύλιξ ἀργυρᾶ , οἰνοχόη χρυσῆ , κέρατα δύο . ἐν δὲ τῷ ναῷ |
, τὸ δ ' ἄστυ σῦκα . . . περιφέρειν ματτύην καὶ ποδάριον , καὶ γαστρίον τακερόν τι καὶ μήτρας | ||
οὗτος οἰμώζειν λέγει . Πιεῖν τις ἡμῖν ἐγχεάτω , καὶ ματτύην ποιεῖτε θᾶττον . Νῦν δ ' οἶδ ' ἀκριβῶς |
ἐσθίων . αἶσαν : πῆμα . Κρυερός : φοβερός . Δημῷ : λίπει , κουνγρασσίσζε . Κρυόεντος : κρατεροῦ . | ||
ἐσθίων . αἶσαν : πῆμα . Κρυερός : φοβερός . Δημῷ : λίπει , κουνγρασσίσζε . Κρυόεντος : κρατεροῦ . |
τελείου τέθεικε τοὔνομα εἰπών : τοὺς μὲν ὀρεινόμους ὑμῶν ποιήσει δέλφακας ὑλιβάτους , τοὺς δὲ πάνθηρας , ἄλλους ἀγρώστας λύκους | ||
παχεῖαν καὶ μεγάλην οὐράν : τοὺς γὰρ μείζονας λοιπὸν χοίρους δέλφακας ἐκάλουν . ἅμα δὲ καὶ ὡς ἐπὶ κόρης παίζει |
ἐπιθέμενος κατὰ τοῦ ὤμου τὸ ὠμόλινον ἠκολούθησεν . ὁ Ξάνθος παραγενάμενος σὺν τῷ Αἰσώπῳ εἰς τὸν κῆπον καὶ περιτυχὼν τῷ | ||
“ ὁ Αἴσωπος : ” ὅ τι πολλάκις εἰς οἰνοπώλιον παραγενάμενος ὠνήσασθαι οἶνον : θεωροῦμεν κεράμια ἀειδῆ , τῷ δὲ |
λαβὼν ἄγει πρὸς τὴν Ἀνθίαν , ἡσθήσεσθαι νομίζων ἀνδρὶ ὀφθέντι Ἐφεσίῳ . Ἡ δὲ ἐφιλοφρονεῖτό τε τὸν Εὔδοξον καὶ ἀνεπυνθάνετο | ||
μάντις τῆς πόλεως . ἀρέσκει δὲ ταῦτα καὶ Νικοστράτῳ τῷ Ἐφεσίῳ καὶ Πανυάσιδι τῷ Ἁλικαρνασσεῖ γνωριμωτάτοις ἀνδράσι καὶ ἐλλογίμοις . |
τλητὸν ἔμοιγε . Σιώπα . Σοί γ ' , ὦ κατάρατε , σιωπῶ ' γώ , καὶ ταῦτα κάλυμμα φορούσῃ | ||
ἀπένεγκον παρ ' ἐμοῦ τοὺς λόγους . Ἀπόδος , ὦ κατάρατε , τὰ πορθμεῖα . Βόα , εἰ τοῦτό σοι |
τοὺς ὑπ ' αὐτοῦ συντεθειμένους λογισμοὺς κομίζων εἰς Σικελίαν , ἐπώλει . Εἴρηται οὖν διὰ τοῦτο ἡ παροιμία . Μασχάλην | ||
ἀπὸ ἑκάστης φυλῆς , πάντα τὰ δημόσια τέλη πωλοῦσα : ἐπώλει δὲ καὶ τὰ κτήματα τὰ δημευόμενα . Ἐγγυᾶται . |
Ξάνθος εἶπεν “ κυρά , σὺ ὑποκρίνου . ἄγε , Αἴσωπε , κληματίδας εἰσένεγκε εἰς τὸ μέσον καὶ ποίησον πυράν | ||
τοῦ Ξάνθου λέγει “ πάντα σῶά ἐστιν καὶ ὑγιῆ , Αἴσωπε . ταῦτα ἐμοὶ ὁ δεσπότης ἔπεμψεν ; ” Αἴσωπος |
Λείπει σκόπει . ὁρᾷς θέαμα : Λίαν ἀσφαλῶς ὁ Ἥφαιστος πεδῶν τὸν Προμηθέα , φησίν : ὁρᾷς θέαμα ὀδυνηρὸν καὶ | ||
προδοσίαν : ὅπου καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ παιδεύων ξύλου καὶ πεδῶν ἠνείχετο : καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ Ἔμπουσα ἐκαλεῖτο καὶ |
, οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ | ||
: Οὐκοῦν , πραγματευτά , μέλαινα οἶνόν μοι κέρνα . Μέθυσος ὀνειδιζόμενος ὑπό τινος , ὅτι πολλὰ πίνων οὐ φρονεῖ |
δόντων αὐτῷ τῶν νόμων : ὁ δ ' ἐν διαθήκαις σημηνάμενος ἀδήλους ἐποίησε , δι ' ὃ πολλοὶ πεπλάσθαι φάσκοντες | ||
τὰ σημεῖα ἐποιήσατο τῷ πνεύματι , ἕν τι σχῆμα ἑκατέρῳ σημηνάμενος [ τοῦτο δὴ τὸ ἓν ὥσπερ αὐλῷ ἐοικὸς ] |
' . Ἀγοράκριτος : ἐν τἀγορᾷ γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί . | ||
] ἐκδίδωμι . Γ παραδίδωμι ] ἤγουν σοί , τῷ Ἀγορακρίτῳ . Γ τὸν Παφλαγόνα ] τὸν Κλέωνα . παραδίδωμι |
Μή τι οὗτος γράμματα οὐκ οἶδεν καὶ ἀναιρεῖ με ; Δειλὸς πύκτης συνεχῶς παιόμενος ὑπὸ τοῦ ἀντιδίκου ἀνεβόησε : Δέομαι | ||
ὑπὸ ἀντιδίκου κοσκινιζόμενος ἀνεβόησε : Δέομαι ὑμῖν ἅμα πᾶσιν . Δειλὸς πύκτης χωρίον ἀγοράζων κατηρώτα τοὺς ἐντοπίους , μὴ ἔχει |
εἰς νύκτα πονούμενος : ἀλλ ' | αὖθις ἀφικόμενος ὁ πενθερὸς καὶ συνιδὼν ὅσῳ βάρει πιέζεται πραγμάτων , ἐπισυρρεόντων ἀεὶ | ||
γάμον ὑπέγγυον , ὥσπερ τὸν ἐναντίον ἀνέγγυον . ὁ δὲ πενθερὸς ἐγγυᾷ , ἁρμόζει , ὅθεν τινὲς τῶν παλαιῶν καὶ |
Πολύζηλος , ὁ μαινόμενος ἐκεινοσὶ Διονύσιος χρυσοῦν ἔχων χλίδωνα καὶ τρυφήματα ἐν τῷ μύρῳ παρ ' Ἀθηναίων μακαρίζεται . . | ||
γυνή . Ὁ μαινόμενος ἐκεινοσὶ Διονύσιος χρυσοῦν ἔχων χλίδωνα καὶ τρυφήματα ἐν τῷ μύρῳ παρ ' Ἀθηναίων μακαρίζεται . Ἀλλ |
νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ ὁ ποταμὸς | ||
Τοῦτο , εἶπε , ποιῶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Σχολαστικῷ υἱὸς ἐγεννήθη . πυνθανομένων δέ τινων αὐτοῦ , ποῖον |
τε εἴη καὶ δι ' ὅ τι κατάγεσθαι βούλοιτο , συνεσκευασμένος τε παρεῖναι ἔφη πάντα τὰ ἐπιτήδεια ὥστε δειπνεῖν τἀλλότρια | ||
ὑπακούσαντι εἰσαγγεῖλαι ὅστις τε εἴη καὶ διότι κατάγεσθαι βούλεται : συνεσκευασμένος δὲ ἔφη παρεῖναι πάντα τἀπιτήδεια ὥστε δειπνεῖν τἀλλότρια . |
ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν : ὥστε μοι δοκῶ , ἔφη ὁ Φεραύλας , νῦν διὰ τὸ πολλὰ ἔχειν πλείω λυπεῖσθαι ἢ | ||
δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν ἵππον ἐξένιζε , καὶ |
βλαύταις δὲ αἷσπερ οὖν ἐχρῆτο Σωκράτης ἔστιν ὅτε . Ὁ Ζεῦξις ὁ Ἡρακλεώτης ὅτε τὴν Ἑλένην ἔγραψε , πολλὰ ἐχρηματίσατο | ||
τῶν ἔργων ἡ τῆς ὑποθέσεως καινοτομία . Ὁ μὲν οὖν Ζεῦξις οὕτως , ὀργιλώτερον ἴσως . Ἀντίοχος δὲ ὁ σωτὴρ |
ὥς φησιν ὁ Ἱεραπολίτης Θεόδωρος ἐν τοῖς περὶ ἀγώνων , ἤσθιε μνᾶς κρεῶν εἴκοσι καὶ τοσαύτας ἄρτων οἴνου τε τρεῖς | ||
εἶτα ἡμεῖς μὲν ἑστῶτες ἐδακρύομεν , ὃ δὲ ἄρτου ἐπιλαβόμενος ἤσθιε καὶ ἡμῖν προσώρεγεν . ἀπονευόντων δὲ ἡμῶν προσδέξασθαι ἔφη |
τὸ λείωμα καὶ προσβαλὼν ἐν τῷ οἴνῳ καὶ ᾧ κηρωτὴν προστιθέντι . ἄλλο . ποίει κηρωτὴν ἐκ κύπου καὶ τοῦ | ||
ἢ διαλεκτικὴν συνουσίαν ἀποπληροῦν οὕτω καὶ τὸ οὐκ ἄνθρωπός σοι προστιθέντι καιρὸς ἀκούειν ὅτι περιεργοτέρα γέγονεν ἡ ἀπόκρισις ἢ διαλεκτικωτέρα |
τηρήσῃς αὐτὰς κατὰ τὴν ἐμὴν ἐντολήν . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ὃ ἐάν μοι ἐντείλῃ , φυλάξω αὐτό : | ||
γενομένην διὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ σωθῆναι . λέγω αὐτῷ : Κύριε , ἐλπίζω ὅτι πάντες ἀκούσαντες αὐτὰ μετανοήσουσιν . πείθομαι |
σοι „ , ἐπειδὴ τῷ ὄντι ὁ λόγος τοῖς ἐνθυμήμασιν ὑπαντῶν , ῥήματα καὶ ὀνόματα προστιθεὶς χαράττει τὰ ἄσημα , | ||
τι ποππυλιάσδει . κἠμὲ γὰρ ὁ Κρατίδας τὸν ποιμένα λεῖος ὑπαντῶν ἐκμαίνει : λιπαρὰ δὲ παρ ' αὐχένα σείετ ' |
, ἀλλ ' ἁπλῶν τρόπων × – ˘ – × στρέψον ἀνταυγεῖς κόρας ἐχθρῶν παρ ' ἀνδρῶν δυσμενῆ × – | ||
δ ' ἠνυσμένων . πόνος τί ἐστιν ; μορμολύκειον . στρέψον αὐτὸ καὶ κατάμαθε . τραχέως κινεῖται τὸ σαρκίδιον , |
Ἀγχιάλην καὶ Ταρσὸν ἔδειμεν ἡμέρῃ μιῇ . ἔσθιε πῖνε „ παῖζε , ὡς τἆλλα τούτου οὐκ ἄξια , „ τοῦ | ||
καὶ ἄλλος δὲ τὰ ὅμοια ληρεῖ τις . πῖνε καὶ παῖζε : θνητὸς ὁ βίος , ὀλίγος οὑπὶ γῇ χρόνος |
τὰς δισσὰς πέτρας , ὅπου ὁ θαλάσσιος κύων ἐξῆλθε * χρήζων * φαγεῖν Ἀνδρομέδαν , ἀντὶ δὲ Ἀνδρομέδας ὑπεχώρησε λαβὼν | ||
: θεῖος : Κεῖος : ῥεῖος : χρεῖος , ὁ χρήζων : πλεῖος : λεῖος : τὸ νειὸς ὀξύτονον καὶ |
: Ξενοφῶν δὲ καὶ νεανισκεύεσθαι ἔφη . τὸ δὲ τολμᾶν νεανιεύεσθαι Ἀριστοφάνης ἔφη , ἀφ ' οὗ Λυσίας τὸ νεανιευόμενοι | ||
μειρακίων ἡλικίαν ἐξαλλάττειν , ἀκμάζειν , σφριγᾶν , νεάζειν , νεανιεύεσθαι : Ξενοφῶν δὲ καὶ νεανισκεύεσθαι ἔφη . τὸ δὲ |
ἐστὶν Ἑλένης βρώματα , ἅ φησιν οὗτος , μαινίδας καὶ τριγλίδας . Κογχίον τε μικρὸν ἀλλᾶντός τε προστετμημένον . Πατάνια | ||
μὲν δεῖ ἐγκρασιχόλους ἢ ἴωπας ἢ ἀθερίνας ἢ κωβιοὺς ἢ τριγλίδας μικρὰς σηπίδιά τε καὶ τευθίδια καὶ καρκίνια . ΕΨΗΤΟΣ |
οὐκ ἐλάττους δισμυρίων . παραγενόμενος δ ' ἐγγὺς τῶν πολεμίων διεπρεσβεύσατο πρὸς Ἄγυριν τὸν δυναστεύοντα τῶν Ἀγυριναίων . οὗτος δὲ | ||
τῷ Εὐμενεῖ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχων Μακεδονικὴν δύναμιν ἀξιόλογον λάθρᾳ διεπρεσβεύσατο πρὸς τοὺς περὶ τὸν Ἀντίπατρον καὶ συνθέμενος κοινοπραγίαν ἐπεβούλευσε |
Αἰξί : τοῦδε νῦν γεῦσαι λαβών . καὶ ὁ Οὐλπιανὸς Ἔφιππος , ἔφη , ἐν Πελταστῇ ἔνθ ' ὄνων ἵππων | ||
Ἀσκάλωνι λίμνῃ διὰ τὴν ὕβριν καὶ ὑπὸ ἰχθύων ἐβρώθη . Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς παίζων φησίν : ὁπότε τῷ Γηρυόνῃ ναέται |
καὶ ταῖς ἄλλαις χειρουργίαις ὑπερβολὴν οὐκ ἀπέλιπον τοῖς ἐπιγινομένοις . εἰσελθόντι μὲν γὰρ τὸν περίβολον οἶκος ἦν περίστυλος , ἑκάστης | ||
δέ : δηλαδὴ μόσχειος . Μενάνδρῳ δὲ τῷ ποιητῇ δυσημερήσαντι εἰσελθόντι εἰς τὴν οἰκίαν Γλυκέρα προσενέγκασα γάλα παρεκάλει ῥοφῆσαι . |
τοσούτου ἐδέησεν αὐτῷ μεταμελῆσαι τῶν ὑβρισμένων , ὥστε ἐξευρὼν οὗ ἐδειπνοῦμεν ἀτοπώτατον πρᾶγμα καὶ ἀπιστότατον ἐποίησεν , εἰ μή τις | ||
εἱστιώμεθ ' ] εὐωχούμεθα , ἐτρώγομεν . , ἐσιτούμεθα , ἐδειπνοῦμεν , ἐγευόμεθα . λύραν ] μουσικήν , κιθάραν . |
ἐπὶ τοὺς ὀχετούς , ὥστε ἐπάρδειν τὰ φυόμενα : καὶ ὤρεξεν ἄν τί σοι τῶν ὡραίων καὶ περιαγαγὼν τοὺς ὀρχά | ||
τὸ αἰτηθὲν παρὰ τοῦ πρεσβύτου ποιῶν ὁ νεανίσκος τὴν δεξιὰν ὤρεξεν αὐτῷ : καὶ δῆλον , ὅτι παρεπιγραφὴ τὸ εἶδος |
τὰ παράδοξα ἐκεῖνα τὰ ἐν ἐμοὶ παίγνια ἐν τῷ δείπνῳ παρετίθει . ὁ δὲ ἐμὸς ἐπιστάτης πρόσοδον εὗρεν ἐξ ἐμοῦ | ||
βρῶμα διδοὺς ἆθλα τοῦ πορισθέντος οὐχ ἑτέραις ἡδύνων ταῦτα τιμαῖς παρετίθει , πολὺ δὲ μᾶλλον αὐτὸς ἀπολαύων αὐτῶν , νοῦν |
αὐτοῦ ὁ Ἑρμῆς , “ παῦε παῦε ” φησὶν ὁ Τρυγαῖος . Γ παῦε παῦ ' , ὦ δέσποθ ' | ||
Διὶ φράσαι σπεύδων τὰ κατ ' ἀνθρώπους [ κακὰ ] Τρυγαῖος ἐθέλων ἀναπετέσθ ' ὡς τοὺς θεοὺς ἐξέτρεφεν ὄρνιθ ' |
, τοὺς ἄλλους λαθών : “ οὐ σώσεις , ὦ ἀγαθέ , τὴν πατρίδα ; ” ὃ δὲ καὶ τοῦτ | ||
ἀδελφιδοῦς ἐπιμελεῖσθαι τούτου τοῦ παιδίου ; Ἀλλ ' , ὦ ἀγαθέ , τοῦτο μὲν καὶ λαθεῖν φήσαιτ ' ἂν ὑμᾶς |
' αὐτοῦ παθών , ἀντῃσχύνετό με βλέπειν : καὶ ἡ Λευκίππη δὲ τὰ πολλὰ εἰς γῆν ἔβλεπε : καὶ ἦν | ||
χλωρίς , ἀκαλανθίς , νῆσσα , πιπώ , δρακοντίς . Λευκίππη , Ἀρσίππη , Ἀλκαθόη , Μινύου θυγατέρες , εἰς |
Τὸν Ἐρεχθέα μοι καὶ τὸν Αἰγέα κάλει . Ἀπόλωλα : τίλλων τὸν λάγων ὀφθήσομαι . Οὐδ ' ἐστὶν αὐτῷ στλεγγὶς | ||
νοῦν ἔχων ἐκτείνας ἑαυτὸν ἐπὶ γῆς καὶ καταχεάμενος τέφραν καὶ τίλλων νέος μὲν ἴουλον , γέρων δὲ πολιὰς αὑτόν τε |
, εἶπεν ὁ Νάναρος . Τί οὖν , ἔφη ὁ ἄγγαρος , ἐμοῦ πυνθάνῃ ; Μικρὸν δὲ διαλιπὼν , Οὗτός | ||
ἡ πρώτη ὀξεῖα , καὶ τοῦτο τραγικώτερον τὸ ὄνομα . ἄγγαρος : ὁ νωθρός : λέγεται δὲ παρὰ τοῖς βαρβάροις |
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο | ||
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει |
πιεῖν ἀκρατέστερον , ἐπισκύθισον λέγουσιν . Ἀχαιὸς δ ' ἐν Αἴθωνι σατυρικῷ τοὺς σατύρους ποιεῖ δυσχεραίνοντας ἐπὶ τῷ ὑδαρῆ πίνειν | ||
μέν μοι τῶν κακῶν παροψίδες . Ἀχαιὸς δ ' ἐν Αἴθωνι σατυρικῷ : κεκερματίσθω δ ' ἄλλα μοι παροψίδων κάθεφθα |
. Μέθυσος καπηλεῖον ἀνοίξας εἰς τὸ πρόθυρον ἄρκτον ἔδησεν . Ὀζόστομος θέλων ἰδίῳ θανάτῳ ἀποθανεῖν περικαλυψάμενος ἐχασμᾶτο . Ὀζόστομος συνεχῶς | ||
ἔδησεν . Ὀζόστομος θέλων ἰδίῳ θανάτῳ ἀποθανεῖν περικαλυψάμενος ἐχασμᾶτο . Ὀζόστομος συνεχῶς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καταφιλῶν ἔλεγεν : Ἡ κυρία |
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν , | ||
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν |
τὴν μητέρα ἐκαθέζετο , τὸ δὲ μειράκιον ἀντ ' ἐκείνης διηκονεῖτο . κἀγὼ τὸν ξένον ἠρώτησα , Αὕτη , ἔφην | ||
, ἀνεσώσατο , Ἰουστίνῳ δὲ τῷ βασιλεῖ τὴν τῶν στρατηγῶν διηκονεῖτο ἀνάρρυσιν . Ὁ μέντοι Κάϊσος , πρὸς ὃν ἐστέλλετο |
τοῖς ἄρχουσιν , εἶτα ἀπάγεσθαι , ἤρα τις κόρης , προσῆλθε τῷ πατρὶ αὐτῆς , ὁ δὲ οὐκ ἔδωκε , | ||
πόδα . ἐπεὶ δ ' ἀλέκτωρ ἡμέραν ἐσάλπισεν , οὗτος προσῆλθε χεῖρα θεὶς ἐμοὶ πικρὰν θρηνῶν πυρέσσων εἶπέ μοι βάσιν |
: Λακεδαιμόνιοι δ ' αὐτὸ παρέλαβον . μετὰ δὲ τοῦτο Τελευτίας ἐπὶ τὰς Ἡριππίδου ναῦς ἦλθε , καὶ οὗτος αὖ | ||
τὰς πύλας τῶν Ὀλυνθίων ἤλασεν . ἐπῄει δὲ καὶ ὁ Τελευτίας σὺν τοῖς περὶ ἑαυτὸν ἐν τάξει . ὡς δὲ |
σὺ γένωμαι , ἂν μὴ κἀγὼ ποιήσω αὐτὸ ἄλλῳ . Λιμόξηρος ὕπαρχος τὸ βῆμα αὐτοῦ ἐκέλευσε πρὸς ἀρτοκοπεῖον γενέσθαι . | ||
ἑστὼς φαγεῖν , τοὺς δὲ ἐν τῇ προβολῇ καθήμενος . Λιμόξηρος κωμῳδίας ὑποκριτὴς τὸν ἀγωνοθέτην πρὸ τοῦ εἰσελθεῖν ἄριστον ᾔτει |
, ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
ἤδη τήνδε καὶ Φιλαινέτην . οὔκουν ἐπείξεσθ ' ; ὡς Γλύκη κατώμοσεν τὴν ὑστάτην ἥκουσαν οἴνου τρεῖς χοᾶς ἡμῶν ἀποτείσειν | ||
, τάδε τέρα θεάσασθε . Τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα φρούδη Γλύκη . Νύμφαι ὀρεσσίγονοι , ὦ Μανία , ξύλλαβε . |
. ἢ ἀπὸ τοῦ φαίνειν , ὅ ἐστι συκοφαντεῖν . κακοπράγμων γὰρ ἦν καὶ φιλόδικος . ἐν τἀγορᾷ ] ἐτυμολογεῖ | ||
οὐ μέντοι ἔπειθέ γε τὸ μὴ οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι . καὶ ἐκεῖνος μὲν κατεψηφίσθη καὶ ἀποθνῄσκει : |
: ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ ' ἐνίοις αἴτιος . προπίνων Θηρικλείαν τρικότυλον πρὸς τὸ πρᾶγμ ' ἔχω κακῶς . ἐπαριστέρως γὰρ | ||
ἰδόντα αὐτὸν πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα . Ἄλεξις : τρικότυλον ψυγέα . ἐν ἄλλοις δὲ καὶ ψυκτήριον αὐτὸ καλεῖ |
οἴναρον ἕλκων τῆς τρυγός . Ἐκεῖνος αὐτὸς ἐκμεμαγμένος . Μῶν βδελυγμία ς ' ἔχει ; πτερὸν ταχέως τις καὶ λεκάνην | ||
πανταχόθεν ἕλκειν καὶ ἁρπάζειν βουλόμενος . ἀπὸ τούτου καὶ ἡ βδελυγμία , † ἀπὸ τοῦ μίσους , καὶ ἡ βδελυρία |
δ ' ἀναγορευέτω . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε , συκοφαντεῖς ; τί λόγους πλάττεις ; τί σαυτὸν οὐκ ἐλλεβορίζεις | ||
φαγεῖν . ὑπευθύνους δὲ λέγει τοὺς καταδίκους . ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖς . Γ ἀποσυκάζεις ] συκοφαντεῖν , ἀφ ' οὗ |
καὶ ἅμα ἐγιγνόμην τε ἐν τῷ θερμῷ καὶ ἀπεδυόμην , ἐλουσάμην καὶ μάλα ἡδέως . ὀγδόῃ ἔμετος εἰς ἑσπέραν κατὰ | ||
ὁ πεμφθεὶς ἀγγέλλων ἀμφότερα , τὸ μὲν ὡς ἀηδέστατά τε ἐλουσάμην δειπνῆσαί τε οὐκ ἐδυνήθην ἔν τε ὀνεί - ρασι |
τῷ βουλευτηρίῳ ὥρας τετάρτης . ταῦτα φθεγγόμενος καὶ τούτων ἀκούων ἀφυπνιζόμην , ὥστε διεσκόπουν εἴτ ' ὄναρ εἴη εἴθ ' | ||
αὐτὸν καὶ γανύμενος ὡς ῥᾳδίως τε καὶ τὰ προσήκοντα εἰρηκὼς ἀφυπνιζόμην . ἔδοξα δὲ καὶ περὶ τῶν ἐν Σμύρνῃ θεῶν |
ταγηνιστὰ ἥπατα περιειλημένα τῷ καλουμένῳ ΕΠΙΠΛΩΙ , ὃν Φιλέταιρος ἐν Τηρεῖ ἐπίπλοιον εἴρηκεν . εἰς ἃ ἀποβλέψας ὁ Κύνουλκος λέγε | ||
τὸν Ἄρεος , καὶ τὸν πόλεμον σὺν αὐτῷ κατορθώσας ἔδωκε Τηρεῖ πρὸς γάμον τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Πρόκνην . ὁ δὲ |
ἄρα ἐστίν , ἀλλ ' ἆθλα τῶν νικᾶν ἐπισταμένων . Χρυσὸν δ ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε δαΐφρων . καὶ οὐδὲν θαυμαστὸν | ||
, εἰς δὲ τὸ εὐδαιμονῆσαι λογισμοῦ δεῖ καὶ τύχης . Χρυσὸν κηλιδοῦν καὶ φιλοσοφίαν ψέγειν ταὐτόν ἐστιν . Ἐπὶ μὲν |
ἄγραν συνελάμβανέ τι , ἐκ τούτου μέρος καὶ τῷ ἑτέρῳ παρέβαλλεν . ἀγανακτοῦντος δὲ τοῦ θηρευτικοῦ καὶ τὸν ἕτερον ὀνειδίζοντος | ||
ἔξω δειπνοίη , ἐκόμιζέ τι αὐτῷ καὶ προσιόντι καὶ σαίνοντι παρέβαλλεν . ὁ δὲ ὄνος φθονήσας προσέδραμε καὶ σκιρτῶν ἐλάκτισε |
δὲ νῦν ς ' ἄγω , πορνεῖόν ἐστι , πολυτελῶς Ἀδώνια ἄγους ' ἑταίρα μεθ ' ἑτέρων πορνῶν χύδην . | ||
δὲ νῦν ς ' ἄγω , πορνεῖόν ἐστι , πολυτελῶς Ἀδώνια ἄγους ' ἑταίρα μεθ ' ἑτέρων πορνῶν χύδην . |
τὸ γὰρ λευκόν , εἰ τύχοι , χρῶμα τῷ μὲν ἰκτεριῶντι καὶ τῷ ὑφαίμους ἔχοντι τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τῷ κατὰ | ||
ἑκάστῳ , τοῦτο καὶ ἔστιν ἀληθές , καὶ τῷ μὲν ἰκτεριῶντι πικρὸν δοκεῖ , τῷ δὲ ὑγιαίνοντι γλυκύ , καὶ |
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ | ||
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ |
ὅτι , εἰ μὴ πάνυ θαρσεῖ ὁ ῥήτωρ ὡς οὐκ ἀποκρινεῖταί τις εἰ μὴ ὃ βούλεται , οὐ χρῆται τῷ | ||
παρ ' ὑμῖν πεποιήκαμεν τὰς συνθήκας ” ; καὶ ὃς ἀποκρινεῖταί σοι , ὡς ὡμολόγησας τὴν θάλατταν ἐκπιεῖν . στραφεὶς |
, καὶ μεθύστρια παρὰ Θεοπόμπῳ τῷ κωμικῷ : ὁ γὰρ μέθυσος ἐπὶ ἀνδρῶν Μενάνδρῳ δεδόσθω . ἐπὶ δὲ τῶν μεθυόντων | ||
πόλιν Σανάπην , ἔπειτα κατὰ φθορὰν Σινώπην . ἡ δὲ μέθυσος Ἀμαζὼν ἐκ ταύτης τῆς πόλεως παρεγένετο πρὸς Λυτίδαν , |
ὥσπερ οἱ θεοί . πάλιν : Ἀριστόνικος τίθησι νόμον , ἰχθυοπώλης ὅστις ἂν πωλῶν ἰχθῦν ὑποτιμήσας ἀποδῶτ ' ἐλάττονος ἧς | ||
Ὥσπερ καὶ ὁ Σωφρονίσκου Σωκράτης ὁ λιθοξόος , καὶ ὁ ἰχθυοπώλης Δημάδης , καὶ ὁ τῆς τυμπανιστρίας Αἰσχίνης , Σίμων |
γὰρ ὁ ἐρυθριῶν διὰ τὸ αἰσχυνθῆναι ἐρυθρίας λέγεται οὔτε ὁ ὠχριῶν διὰ τὸ φοβηθῆναι ὠχρίας , ἀλλὰ μᾶλλον τὸ πεπονθέναι | ||
πᾶς γὰρ καταβαίνων εἰς τὸ μαντεῖον ἐκεῖνο ἀγέλαστος ἀνῄει καὶ ὠχριῶν διηνεκῶς . ἔλεγχος δὲ ἦν οὗτος αὐτῶν τούτων ὅτι |
. Ἡ Εἰδοθέα οὖν θυγάτηρ αὐτοῦ ἦν , καὶ οὖτε γελᾶ διὰ τὰ τέκνα , οὔτε κλαίει , ὡς δαίμων | ||
. Ἡ Εἰδοθέα οὖν θυγάτηρ αὐτοῦ ἦν , καὶ οὖτε γελᾶ διὰ τὰ τέκνα , οὔτε κλαίει , ὡς δαίμων |
, εἴρηκα πρὸς ὑμᾶς : ὡς δ ' ἐστὶν ξένη Νέαιρα αὑτηὶ καὶ συνοικεῖ Στεφάνῳ τουτῳὶ καὶ πολλὰ παρανενόμηκεν εἰς | ||
πονηρίαν , ἵνα καὶ ἐκ ταύτης εἰδῆτε ὅτι οὐκ ἔστιν Νέαιρα αὑτηὶ ἀστή . Ἐπαίνετον γὰρ τὸν Ἄνδριον , ἐραστὴν |
ἐγὼ ὑμῖν ἐρῶ , διότι οὗτοι ταῦτα νῦν γιγνώσκουσιν . Ἀγύρριος γὰρ οὑτοσί , ὁ καλὸς κἀγαθός , ἀρχώνης ἐγένετο | ||
; Ὁ βελονοπώλης δ ' οὐχὶ μετὰ τοῦ Παμφίλου ; Ἀγύρριος δ ' οὐχὶ διὰ τοῦτον πέρδεται ; Φιλέψιος δ |
ζῳογονία . Τούτοις ἑξῆς ὁ αὐτὸς συγγραφεὺς ἐπιφέρει λέγων : Ταῦθ ' ηὑρέθη ἐν τῇ κοσμογονίᾳ γεγραμμένα Τααύτου καὶ τοῖς | ||
ὁλοκλήροις καὶ μὴ τετρημένοις ἀγγείοις ὑδροφόρουν . , . . Ταῦθ ' ὑμῶν οἱ θεοὶ τὰ εἴδωλα , αἱ σκιαὶ |
οἱ συνήθως ὑπ ' αὐτῶν πωλούμενοι . Γ πωλούμενος ] ἀπατώμενος . Γ ἄνευ γιγάρτων : τῆς σταφυλῆς . Γ | ||
Τί δέ ; οὐκ ἄλλως τοῦτο εἴρηκε διὰ τὸν ἔρωτα ἀπατώμενος ; Ἰδεῖν ἄξιον : καίτοι χαλεπώτατον πείθειν τοὺς ἐρῶντας |
μήτε ἐμοὶ πιστεύεις μήτε Δεινομάχῳ ἢ Κλεοδήμῳ τουτωῒ μήτε αὐτῷ Εὐκράτει , φέρε εἰπὲ τίνα περὶ τῶν τοιούτων ἀξιοπιστότερον ἡγῇ | ||
ἄν , ” ἦν δ ' ἐγώ , “ ἀπιστήσαιμι Εὐκράτει τῷ Δείνωνος , σοφῷ ἀνδρὶ καὶ μάλιστα ἐλευθερίῳ , |
, ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . καὶ τὰ ἀπαρέμφατα μετανοῆσαι , μεταμελῆσαι , μεταγνῶναι , γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι , | ||
καὶ τείχη ἡμῖν καὶ χώραν καὶ δύναμιν πειράσομαι ποιεῖν μὴ μεταμελῆσαι τῆς πρὸς ἐμὲ ὁδοῦ . καὶ τὸ μέγιστον δή |
τι ἔργον , καὶ ὅμως οὐ διαστήσας αὐτοὺς οὐδὲ προδοσίαις ὠνούμενος τὰς νίκας ἐκράτουν αὐτῶν : οὐδ ' ἐπιώρκησα πώποτε | ||
καὶ σῦκον συκῆς ἰσαρίθμους πληγὰς τούτοις μαστιγούσθω . μέτοικος δὲ ὠνούμενος τὴν γενναίαν ὀπώραν ὀπωριζέτω , ἐὰν βούληται , ἐὰν |
οὗ ἕκαστος ὥρμησεν . Ἐπεὶ δὲ προῄει ὁ πότος ” προπίνω σοι , ” ὁ Ἰάρ - χας εἶπεν „ | ||
, ῥῖγος , σιωπήν , στυγνότητ ' , ἀλουσίαν . προπίνω σοι φιλοτησίαν λαβὼν ὕδατος ἀπέφθου κύαθον : ἂν δ |
δὲ τὴν Παρθυαίαν , Ἀρίαν δὲ καὶ Δραγγηνὴν Στασάνδρῳ τῷ Κυπρίῳ , τὴν δὲ Βακτριανὴν καὶ Σογδιανὴν Στασάνορι τῷ Σολίῳ | ||
ἡ καρύα μεταφυτευομένη πολλάκις , μάλιστα δέ , ἐάν τις Κυπρίῳ ἥλῳ ἢ πασσάλῳ καθηλώσειε τὸ δένδρον , ἕως διέλθῃ |
, ὡς φοβερὸς εἰσιδεῖν ἀστερωπὸς ἐν γραφαῖσι , γίγαντι γηγενέτᾳ προσόμοιος , οὐχὶ πρόσφορος ἁμερίῳ γέννᾳ : ἀστερωπός : ἀστεροειδεῖς | ||
, ὃν κελεύεις εἰς Θρᾴκην ἐλθεῖν , ἐλθὼν μὲν ἐκεῖσε προσόμοιος ἔσται γεωργῷ πλέοντι καὶ ἐν νηὶ ζῶντι συνεχῶς . |
μισθωσάμενος αὐτὴν ὅσον ᾔτησεν † ἀνισταμένης πολλάκις καὶ παιζούσης ὡς δασύποδ ' ἐπικροῦσαι βουλόμενος : τί , ἔφη , μειράκια | ||
εἶδε πώποτε λέοντας ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον θηρίον ; οὐδὲ δασύποδ ' εὑρεῖν ἔστιν οὐχὶ ῥᾴδιον . Ἀλκαῖος δὲ ὡς |
' Ἄλεξις μνημονεύει ἐν Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις : ἔσῃ περιπατῶν σιτόκουρος . Μένανδρος δὲ τὸν ἄχρηστον καὶ μάτην τρεφόμενον σιτόκουρον | ||
ἐπεσόβει κώθωνά μοι , παλαιὸν οἴκων κτῆμα . Ἔσει περιπατῶν σιτόκουρος . Καλοῦσι δ ' αὐτὸν πάντες οἱ νεώτεροι παράσιτον |
ἐχαλκούργησεν μηδὲν εἰποῦσαν διὰ τῶν ποιημάτων χρήσιμον , Λεαρχίδα δὲ Μενέστρατος , Σιλανίων δὲ Σαπφὼ τὴν ἑταίραν , Ἤρινναν τὴν | ||
, ἀλλ ' ἔλεγχος . καὶ ἃ κατὰ ἀπόντων ἐβλασφήμησε Μενέστρατος , ἀνεγινώσκετο καὶ ἐπιστεύετο καὶ ἐκαλεῖτο πάλιν ὁ μόλυβδος |
ἀληθῆ μαντεῖα , πολὺ μᾶλλον ἐτίμησεν . Ὅθεν καὶ Θεοκλύμενος φιλοφρονούμενος ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Ὀδυσσέα δεῦρο τὸν βίον καταστρέφει | ||
ἄλλῳ ἔθνει γένωνται . ὁ δὲ ταῦτα ὑπισχνεῖτο , καὶ φιλοφρονούμενος οἶνον ἔφρασεν ἔνθα ἦν κατορωρυγμένος . ταύτην μὲν τὴν |
τὴν τρυφὴν καὶ τὰς τέχνας . Νῦν γὰρ ἐθάδες ὄντες εἱμάτων καὶ στρωμάτων , καὶ τρυφῶν , εἰ σκληροτροφήσομεν , | ||
δι ' ἀργύρου ὠνουμένην . παγκαίνιστον ] διόλου νεάζουσαν . εἱμάτων ] ἱματίων . βαφάς ] λέγω . οἶκος ] |
Ἴδας Βρασίδας . τὸ μέντοι Θευδᾶς περισπᾶται , ὡς Μητρᾶς Ζηνᾶς Πυθᾶς : τὸ δὲ Κερκιδᾶς ἀπὸ συναλοιφῆς . Τὰ | ||
” ἐλθὲ πρὸς τὰ παρακείμενα κτήματα . “ ὁ δὲ Ζηνᾶς ἤνεγκεν αὐτὸν εἰς τὸν ἀγρὸν καί φησιν ” ἀπελθέτω |
' ἡμιωβολιαῖα . ἐν δὲ τῷ Ἀναγύρῳ τὰ τρία ἡμιωβόλια τριημιωβόλιον εἴρηκεν : ἐν τῷ στόματι τριημιωβόλιον ἔχων . ὁ | ||
. οἴμου παρόντος τὴν ἀτραπὸν κατερρύην . ἐν τῷ στόματι τριημιωβόλιον ἔχων χἠμῖν σκάφη ' σθ ' ὡς ἕν τι |
. φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ | ||
μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ |
. Εὔβουλος δέ φησι Κνίδια κεράμια , Σικελικὰ βατάνια , Μεγαρικὰ πιθάκνια . Ἀντιφάνης δέ : καὶ νᾶπυ Κύπριον καὶ | ||
. σημαίνει δὲ καὶ τὸ κακέμφατον . οἱ δὲ τὰ Μεγαρικὰ τείχη . ὦ μαινόμενε . ἀπαλλαγεὶς τοῦ πολέμου γυμνὸς |
' οὗ Ἰαμίδαι . ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα : ἥτις μιχθεῖσα τῷ Ποσειδῶνι Πιτάνη λέγεται τὴν ἰοπλόκαμον Εὐάδνην τεκεῖν , | ||
τι τῶν ἐπιχωρίων καὶ εἰπόντος , Ἡ δὲ τῷ Ἡρακλεῖ μιχθεῖσα , Οὐκ ἄρα , ἔφη , ὁ Ἡρακλῆς ἐμίχθη |
: καὶ ἡμῖν δὲ πᾶσι κατεφέρετο δάκρυα . τῷ δὲ Κλεινίᾳ ἐδόκει μή με καταλιπεῖν , ἀλλὰ μέχρις Ἐφέσου συμπλεύσαντα | ||
Διὸς τοῦ Δικταίου τῷ ἄντρῳ Μεγίλλῳ τῷ Λακεδαιμονίῳ , καὶ Κλεινίᾳ τῷ Κνωσίῳ , πόλει Δωρικῇ οἰκιζομένῃ τιθέντος νόμους , |
βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς | ||
τῶν μετριωτέρων . ἐφ ' ὧν δὲ ἤδη σφήνωσις ἐγένετο δύσλυτος ἐν τῷ ἄρθρῳ ὑπὸ τῶν ἀμέτρως χρησαμένων ἰατρῶν φαρμάκοις |
ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες : ὃ δ ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρῴσκων ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον ἀμείβεται , οἳ δὲ | ||
δ ' ἐμοί κἄγωγε τὰς σὰς βακκάρεις τε καὶ μύρα θρῴσκων κνώδαλα καὶ παλτὰ κἀγκυλητὰ καὶ χλῆδον βελῶν Καπανεύς † |
τὸ νεανισκεύειν ἐν Δήμοις γυναῖκ ' ἔχοντα μάλα καλήν τε κἀγαθήν . αὕτη νεανισκοῦντος ἐπεθύμησέ μου . . , . | ||
ἵνα σπλάγχνοισι συγγενώμεθα . γυναῖκ ' ἔχοντα μάλα καλήν τε κἀγαθήν : αὕτη νεανικοῦντος ἐπεθύμησέ μου . τοιαῦτα μέντοι νιγλαρεύων |
Πραξιφάνης ἐν τῷ περὶ ἱστορίας , Πλάτωνι τῷ κωμικῷ , Ἀγάθωνι τραγικῷ , Νικηράτῳ ἐποποιῷ καὶ Χοιρίλῳ καὶ Μελανιππίδῃ . | ||
λόγον , πειράσομαι ὑμῖν διελθεῖν ἐκ τῶν ὡμολογημένων ἐμοὶ καὶ Ἀγάθωνι , αὐτὸς ἐπ ' ἐμαυτοῦ , ὅπως ἂν δύνωμαι |
, ὧν ἡ ἀντίδοσις οὐχ ἕξει αἰτίαν . Τῷ μὲν Λυκίῳ Γλαύκῳ χρυσὸν δόντι καὶ λαβόντι χαλκόν , καὶ ἑκατόμβοι | ||
, ἐν Πειραιεῖ , ἐν ὁδῷ ὑπὸ πλατάνῳ , ἐν Λυκίῳ . Καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἅπαντα ἀποποιεῖται εἰδέναι , |