Κῦρος διαφυλάττειν τὸν Ἀράσπαν , ἕως ἂν αὐτὸς λάβῃ . κελευόμενος δὲ ὁ Ἀράσπας ἐπήρετο : Ἑώρακας δ ' ,
ἦν , ἠνείχετο , τὴν δὲ τοῦ σώματος ὥραν χαρίσασθαι κελευόμενος ἠγανάκτει καὶ μέχρι παντὸς ἀπεμάχετο . πολλὰς δὲ διὰ
6438954 θυμωθεις
αὐτῶν . κέρατα δὲ τὰ ἑαυτοῦ ὁ κάραβος ἀνεγείρας καὶ θυμωθεὶς ἐς αὐτά , προκαλεῖται μύραιναν . οὐκοῦν ἣ μὲν
ἐκ τῶν ἴσων ἐκλέξασθαι τούτους προὐτρέπετο . καὶ ὁ λέων θυμωθεὶς τὸν ὄνον κατέφαγεν . εἶτα τῇ ἀλώπεκι μερίζειν ἐκέλευσεν
6424974 ἀνεκπληκτος
πολλάκις ἐκκρούει ἔκπληξις , φαντασίαν δὲ οὐδέν , χωρεῖ γὰρ ἀνέκπληκτος πρὸς ὃ αὐτὴ ὑπέθετο . δεῖ δέ που Διὸς
δὲ ἧττον : ἀλλ ' ὅμως ὁ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος , ἀνέκπληκτος δ ' ὡς ἄνθρωπος . φοβηθήσεται μὲν γὰρ ἐπὶ
6251820 εἰργομενος
μὴ ἀποκήρυκτός τις ᾖ , ὅτ ' ἂν μὴ νόμῳ εἰργόμενος . Σωπάτρου . Ἀλλ ' οὐχ ὅτ ' ἂν
ἄνδρα , ὃς ἐτύγχανε πρὸς Δαρείου ξυνειλημμένος καὶ ἐν Σούσοις εἰργόμενος : τοῦτο αὐτῷ ἐς πίστιν ἦν πρὸς Ἀλέξανδρον :
6213080 ἠλεγχετο
' ὃν χρόνον ἡ φθορὰ τῆς Ἰλίας καὶ ὁ τόκος ἠλέγχετο , καὶ μετὰ ταῦτα κομιζομένων ἐπὶ τὸν ποταμὸν τῶν
, οὐκ ἂν ἔκαυσα τὴν οἰκίαν , εἰ πεφονεύκειν . ἠλέγχετο γὰρ ἐκ τοῦ κεκαυκέναι τὸ πρόσωπον . οὐκοῦν μετὰ
6195158 Κατωνος
. Ἦ πολιτικὸν ὄντωςὦ ? ? Μηνόδωρετὸ ? ? ? Κάτωνος παράγγελμα ? καὶ λόγου ἄξιον . Τούτοις φημίὦ Θωμάσιεκαὶ
τε ἦσαν αὐτῷ παρὰ τὴν ἐκκλησίαν καὶ εὐφημίαι ποικίλαι . Κάτωνος δ ' αὐτὸν καὶ πατέρα τῆς πατρίδος προσαγορεύσαντος ἐπεβόησεν
6170779 διαβληθεις
καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί , καὶ Διόγνητος διαβληθεὶς μὲν ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν φεύγων ᾤχετο , μετ '
χρόνῳ κριτέον τὴν εὔνοιαν . Ὁ βίος καθάπερ νόμισμα , διαβληθεὶς ἐν ἀρχαῖς ἀδόκιμος εἰς ἅπαντα γίνεται τὸν χρόνον .
6148887 διαιτωμενος
, ἐλύθη ὑπ ' αὐτοῦ ἐν Περσίδι : ἐκεῖ δὲ διαιτώμενος ἐπεθύμει ἰδεῖν τὴν οἰκείαν πατρίδα : μὴ ἀπολυόμενος δὲ
ἁλιαιέτους : Εἶδος ἀετοῦ [ ὁ ἁλιαίετος ] ἐν θαλάσσῃ διαιτώμενος . ἄπελθ ' ἀφ ' ἡμῶν καὶ σὺ καὶ
6140862 ἀποστραφεις
ῥυποῦντος καὶ κομῶντος καὶ ὠχρῶντος διὰ τὴν πολυχρόνιον συνοχήν , ἀποστραφεὶς ὁ βασιλεὺς ἔκλαυσεν . καὶ ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς
, καὶ χεὶρ πρὸς ὑποχόνδρια ὡς ὀδυνωμένῳ : ὁτὲ δὲ ἀποστραφεὶς , ἔκειτο ἡσυχίην ἄγων . Ἀπύρετος δὲ διατελέως ,
6125851 πηρωσας
τοῦ ὄντος καταλέλοιπεν , τὸ ᾧ μόνῳ βλέπειν ἠδύνατο ἑκουσίως πηρώσας . Ἄξιον δὲ σκέψασθαι καὶ τὴν χώραν , εἰς
ἐπὶ τοῦ ἤθους , καὶ οὗτος , τουτέστιν ὁ ἑκὼν πηρώσας ἑαυτόν , τοῦ ἄκοντος . Ἐντεῦθεν λέγει ἡμῖν περὶ
6114220 αὐθαδιᾳ
κόπον , ψόφῳ ψόφον , τριωβόλῳ δὲ πόρνην , αὐθαδίαν αὐθαδίᾳ , Καλλίστρατον μαγείρῳ , στάσιν στάσει , μάχῃ μάχην
. ὁ Ζεύς χλιδῇ ] ἀκκισμῷ , θρύψει , τρυφῇ αὐθαδίᾳ ] ὑπεροψίᾳ . Ἰωνικόν συννοίᾳ ] κατὰ νοῦν φροντίδι
6090417 ἐτυπτησε
ἑνὶ προσώπῳ καὶ ὅλῃ τῇ πόλει : ἑνὶ μὲν , ἐτύπτησέ τις τὸν πατέρα ὑπὸ τοῦ τυράννου κελευόμενος : κινδυνεύει
τυχόν , φόνῳ ὑποκεῖσθαι τὸν τὸν ἴδιον πατέρα τυπτήσαντα , ἐτύπτησέ τις τὸν πατέρα συναντήσας νυκτός , κλέπτην εἶναι δοκῶν
6081968 ἀνεβιω
τρία καὶ εἴκοσι καὶ ἑκατόν , καὶ ὅτι τρὶς ἀποθανὼν ἀνεβίω τρίς : ἐμοὶ δὲ οὐ πιστὰ δοκοῦσιν . ὅτι
; σπεύδετε , ὦ τᾶν . ὁ γὰρ Τιθύμαλλος οὕτως ἀνεβίω κομιδῇ τεθνηκώς , τῶν ἀν ' ὀκτὼ τοὐβολοῦ θέρμους
6070838 ἀπατων
ἐξ οὐκ ἀνθρώπου ἄνθρωπος . αἱ οὖν γενέσεις ἐκ τῶν ἀπατῶν εἰσίν , ἐν δὲ ταῖς ἀπάταις θεωροῦνται . “
καὶ γένους , προικῶν τε καὶ ἕδνων καὶ ὑποσχέσεων καὶ ἀπατῶν , ὁμολογιῶν τε καὶ συγγραφῶν , καὶ τελευταῖον πολλάκις
6064206 Κληματιος
τὴν μὲν ἐμὴν εἰς αὐτὸν ὀργὴν οὐκ ἦν ἀγνοῆσαι , Κλημάτιος γὰρ οὐκ οἶδε σιγᾶν : ἀπολογεῖ - σθαι δὲ
, ἐν οἷς ἀπὸ τῆς παρ ' ὑμῖν ἀρχῆς ἥκων Κλημάτιος ἐκεῖνος , ὃς ἐπὶ δικαίῳ βίῳ τελευτὴν οὐ δικαίαν
6059682 καταδικος
ἀκούειν ] πάρεστιν . γινώσκετε . τροπαιουχήσας . ἔσεται . κατάδικος . τιμωρητέος , δίκας ὀφείλων . μεμπτός : διὰ
πράγματα αἵρεσις , καταδίκη , κατάγνωσις , καὶ ὁ ἀνὴρ κατάδικος : ἀπὸ μὲν τούτου μόνου ὄνομα , τὰ δ
6025457 Στιλπωνι
τὸ ἐντελὲς ἔχειν . Ἐνεβρίμει : ἀντὶ τοῦ ὠργίζετο : Στίλπωνι Μητροκλῆς Ἐνεβρίμει τῷ Στίλπωνι Μητροκλῆς . Ἐκδείας : τὰς
Ἐνεβρίμει : ἀντὶ τοῦ ὠργίζετο : Στίλπωνι Μητροκλῆς Ἐνεβρίμει τῷ Στίλπωνι Μητροκλῆς . Ἐκδείας : τὰς τῶν φόρων ἐκλείψεις ἦν
6022522 ἐπεζητει
. ” Ἀνὴρ γεωργὸς ἀμπελῶνα ταφρεύων καὶ τὴν δίκελλαν ἀπολέσας ἐπεζήτει , μή τις παρόντων τήνδ ' ἔκλεψεν ἀγροίκων .
Ἐν δὲ τῇ Καρχηδόνι Βορμίλκας πάλαι διανενοημένος ἐπιθέσθαι τυραννίδι καιρὸν ἐπεζήτει ταῖς ἰδίαις ἐπιβολαῖς οἰκεῖον . πολλάκις δὲ διδόντος τοῦ
6017167 γεγαμηκεν
καὶ σὺ μὲν εἶ ὁ Ἡρακλῆς , τὸ δὲ εἴδωλον γεγάμηκεν τὴν Ἥβην παρὰ τοῖς θεοῖς . Θρασὺς εἶ καὶ
, τὸ παραπλήσιον ἄν τις ἀποφαίνοιτο μὴ θαυμάζειν εἴ τις γεγάμηκεν , ἀλλ ' εἰ δὶς γεγάμηκε : κρεῖττον γὰρ
6016391 κατεγνωσθη
σαφῶς τοὺς ἑτέρους συκοφαντήσομεν . εἰ μὲν γὰρ ὀρθῶς ἐκεῖνα κατεγνώσθη , ἠδίκουν μὲν , ὡς ἔοικεν , ἐκεῖνοι ,
μεθα : κατὰ πρόσωπον δὲ πένης καὶ πλούσιος ἐχθροί , κατεγνώσθη θανάτου παρὰ τοῦ δήμου ὁ πένης , παρεδόθη τῷ
5990820 Βαρρων
καὶ Εὔδοξός τε ὁ πολύς , Δημόκριτος πρῶτος αὐτῶν , Βάρρων τε ὁ Ῥωμαῖος κτλ . . . . .
ἄνδρες ἄριστοι , Λούκιος Ἀφράνιος καὶ Μάρκος Πετρήιος καὶ Μάρκος Βάρρων . Εἶτ ' ἐκεῖθεν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα διαβὰς συνέμιξε
5982898 ἐξανισταμενος
Ὑπερβόρεον : τούτου δὲ τεκμήρια ἔχεσθαι ὅτι ἐν τῷ ἀγῶνι ἐξανιστάμενος τὸν μηρὸν παρέφηνε χρυσοῦν καὶ ὅτι Ἄβαριν τὸν Ὑπερβόρεον
, . , . * . Ἀκτάζων : ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω καὶ ἀκτάζω τροπῇ τοῦ
5974961 προστυγχανων
κωλυέτω , ἐν ἐργασίμοις δὲ καὶ ἱεροῖς ἀγρίοις ἐξειργέτω ὁ προστυγχάνων , ἐνυγροθηρευτὴν δέ , πλὴν ἐν λιμέσιν καὶ ἱεροῖς
ἐλεύθερον : ὡς δ ' αὖ δοῦλον , πᾶς ὁ προστυγχάνων τῶν ἐλευθέρων ἀνδρῶν κολαζέτω τόν τε παῖδα αὐτὸν καὶ
5969299 ἀτιμωρητος
: φόνον θανάτῳ πρὸς τέκνων ἀπηύρα : ἀλλ ' οὐκ ἀτιμώρητος , φησὶν , ἔμεινεν ἡ Κλυταιμνήστρα , ὑπὸ τῶν
ὅτι δικαιότατος ὢν καὶ ὁσιώτατος ἔζη τε ζῶν καὶ τελευτήσας ἀτιμώρητος ἂν κακῶν ἁμαρτημάτων ἐγίγνετο τὸν μετὰ τὸν ἐνθάδε βίον
5951842 αἰτουντων
Ἀρκαδίην μ ' αἰτεῖς : ἐπὶ τῶν μεγάλα ἢ ἀσύμφορα αἰτούντων . Ἄρκτου παρούσης τὰ ἴχνη ζητεῖς : ἐπὶ τῶν
πως κατὰ πρόνοιαν τοῦ θεοῦ τηνικαῦτα πρεσβεία παρῆν Ἠλείων ἐπανόρθωμα αἰτούντων νόσου λοιμώ - δους : ἀνεῖπεν οὖν σφισιν ἡ
5933143 Μονος
Εὐβούλου πολιτευμάτων , ἐν ἅπασι δὲ τούτοις ἐγὼ τέταγμαι . Μόνος δ ' ἐν τῷ λόγῳ φαίνεται κηδεμὼν τῆς πόλεως
' ἰσχὺν δὲ τὴν ἑκάστοις προσοῦσαν τοῦ πράγματος βραβευομένου . Μόνος δὲ Καῖσαρ , ᾧ τὸ σύμπαν κράτος κατελέλειπτο νομίμως
5932452 Θεομνηστου
Δείναρχος κατὰ Κηφισοκλέους . Ἀπίλλειν : Λυσίας ἐν τῇ κατὰ Θεομνήστου , εἰ γνήσιος , ” ἀποκλείειν “ νομίζεται .
ἅπερ ἀπείρηται λέγειν εἰς ἀλλήλους δεδήλωκε Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Θεομνήστου , εἰ γνήσιος ὁ λόγος . Ἀπορώτατος : ἀντὶ
5922558 Τυλλῳ
ἐμὴν γνώμην , ὦ παῖδες ἀγαθοί , καὶ πορευθέντες ἀποκρίνασθε Τύλλῳ τήν τ ' εὐσεβῆ καὶ καλὴν ἀπόκρισιν . οἱ
παρῆν ὁ Ἀλβανὸς ὡς ἐπὶ νικήματι κοινῷ γεγηθὼς καὶ τῷ Τύλλῳ συνηδόμενος . ὁ δὲ Τύλλος ἀπόρρητον τὴν γνώμην ἔτι
5911941 Ἀγορατος
ψηφισμάτων καὶ ἐκ τῶν ἀπογραφῶν καὶ ἐκ τῶν ἄλλων ἁπάντων Ἀγόρατος ὢν αὐτοῖς αἴτιος τοῦ θανάτου . ἔτι δὲ καὶ
καὶ τὸ τοῦ δήμου καταμαρτυρεῖ , διαρρήδην ἀγορεύοντα περὶ ὧν Ἀγόρατος κατείρηκεν . ἔπειτα ἡ κρίσις , ἣν ἐκρίθη ἐπὶ
5903070 ἀνοητῳ
τίμιον : καὶ εἰ τῷ νοερῷ τὸ τίμιον , τῷ ἀνοήτῳ τὸ ἐναντίον . Καίτοι πῶς ἀνόητον ἢ ἄλογον ἐκείνου
ἀφορμὴν παρεσχηκότα αὐτῷ τοῦ συνιέναι , τὸ δὲ πάντα ὡς ἀνοήτῳ λέγειν καταγινώσκοντι ἔοικεν τοῦ ἀκροατοῦ . Ἐπεὶ δὲ καὶ
5889872 ὑπαντησας
, ἀξίνην οὐκ ἔχω . Ὀκνηρὸς ὀκνηρῷ δηνάριον ἐχρεώστει . ὑπαντήσας δὲ αὐτῷ ᾔτει τὸ δηνάριον . τοῦ δὲ εἰπόντος
ὅρου δὲ τοῦτο : ἐπεδίωκέ τις τὸν τύραννον , ἕτερος ὑπαντήσας ἀνεῖλε καὶ ἀμφισβητοῦσι τῆς δωρεᾶς : πλείστη οὖν ἡ
5888200 κατηγορησων
, ὅν φασι δεινὰ καὶ σχέτλια εἰργάσθαι , οὐκ ἦλθε κατηγορήσων εἰς τὰς εὐθύνας . Καίτοι τί ἂν ὑμῖν τούτου
κωμῳδεῖται ὡς συκοφάντης . “ φανῶν ” δὲ ἀντὶ τοῦ κατηγορήσων . Γ τῶδ ' ἐμά : δεικτικῶς τὸ τοῦδε
5886339 ῥυπαρῳ
παρὰ δουλικῷ προσώπῳ ἢ ἐν σκοτεινῷ τόπῳ ἢ ὑγρῷ ἢ ῥυπαρῷ ἢ ὑψηλῷ . ἐὰν δὲ ὁ Ζεὺς ᾖ ὑπὸ
ἐστι τῶν κεφάλων καὶ βλεννώδης ἱκανῶς τῶν ἐν ἰλυώδει καὶ ῥυπαρῷ διαιτωμένων ὕδατι , καλλίστη δὲ τῶν ἐν καθαρᾷ θαλάττῃ
5882994 ἐζησε
, ὅσα ἤκουσεν : ὅτι μέλλων ἀποθνῄσκειν διὰ τὰς Νύμφας ἔζησε . Καὶ τὴν μὲν ἀποπέμπει κομίσουσαν τοὺς ἀμφὶ τὸν
ἐνάρθρως . καὶ προσεδόκων μέν τινες τὸ παιδίον ἀποθανεῖσθαι , ἔζησε δέ , καὶ πολλὰ ἄλλα παιδία ἐπὶ τούτῳ τῷ
5882675 παρεκαλεσεν
τοῖς βωμοῖς . τότε πρῶτον καὶ Ἔρωτι ἔθυσε καὶ πολλὰ παρεκάλεσεν Ἀφροδίτην , ἵνα αὐτῷ βοηθῇ πρὸς τὸν υἱόν .
Ὃν καὶ ὁμώνυμον ἑαυτῷ τὸ ἑξῆς ἐν τῇ διαθήκῃ γενέσθαι παρεκάλεσεν : ἐπεκλήθη τε ὕστερον Αὔγουστος , καὶ ἐμονάρχησε πρῶτος
5880192 Παρυσατιδι
σατραπείαν , καὶ μελετᾶι ἐπανάστασιν . διαβάλλει Σατιβαρζάνης Ὀρόνδην ὡς Παρυσάτιδι μίγνυται , καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται
καὶ ἀναίρεσις . καὶ ἔτι σύλληψις Γίγγης , ἡ ὠικείωτο Παρυσάτιδι : καὶ κρίσις ἐπ ' αὐτῆι , καὶ ἀθώωσις
5870078 ἐκρυβη
πολεμῆσαι ἠθέλησε † καὶ ἐκ τῆς τῶν Περσικῶν βελῶν ἐπαφέσεως ἐκρύβη ὁ ἥλιος . τότε τοῦτο μαθών τις τῶν Ἑλληνικῶν
ὑπὸ θεοῦ κολάζονται . ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ὑπ ' ἀμπέλῳ ἐκρύβη . παρελθόντων δ ' ὀλίγον ἐκείνων ἡ ἔλαφος τελέως
5869099 ἐπιωρκησεν
παράσιτος . . Ε : ἔτεμε τὴν γλῶσσαν Πανδάρου ὅτι ἐπιώρκησεν . . . : ἱστορεῖ δὲ καὶ Σοφοκλῆς ἐν
ἑταίραν , καὶ προὔδωκε τὸν ἀγῶνα , καὶ τὸν ὅρκον ἐπιώρκησεν . Ὅτι δ ' ἀληθῆ λέγω , κάλει μοι
5868136 Δουλος
ἡ χώρα τοῦ τοιούτου ζῴου καθαρὰ γίγνηται τὸ παράπαν . Δοῦλος δ ' ἂν ἢ δούλη βλάψῃ τῶν ἀλλοτρίων καὶ
πανταχοῦ † λαληθήσῃ . Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος . Δοῦλος † γεγονὼς ἑτέρῳ δουλεύειν φοβοῦ . Δίκαιος ἴσθι καὶ
5867636 ἐπλουτησε
βασιλεῖ παιδόθεν συνών , καὶ ἄριστος ὢν τὴν ἱππικήν , ἐπλούτησε , καὶ ἤρξατο ἀποστὰς τοῦ ἱέρωνος καθ ' ἑαυτὸν
καὶ πρὸς ἕτερα δωρέεται οὐκ ἐλάσσω ἐκείνων . Οὕτω μὲν ἐπλούτησε ἡ οἰκίη αὕτη μεγάλως , καὶ ὁ Ἀλκμέων οὗτος
5858739 Χαιρεᾳ
, τοῦτο καὶ οἴεται . τάχ ' οὖν ἔδοξεν ἀποδίδοσθαι Χαιρέᾳ καὶ ἔσπευδε τοῦτο ἀκοῦσαι , καὶ τῶν εὐαγγελίων ἀμείψασθαι
εἰς τὴν τῶν Κυζικηνῶν χώραν , καὶ τῷ στρατηγοῦντι τούτων Χαιρέᾳ προσέταξαν ἄγειν τὸ στρατόπεδον ἐπὶ τὴν πόλιν , αὐτοὶ
5852694 Ἐλεαζαρος
Θεόφιλος Ἄβραμος Ἄρσαμος Ἰάσων Ἐνδεμίας Δανίηλος . Δεκάτης : Ἰερεμίας Ἐλεάζαρος Ζαχαρίας Βανέας Ἐλισσαῖος Δαθαῖος . Ἑνδεκάτης : Σαμούηλος Ἰώσηφος
Φιλόκρατες , δι ' ἣν ἔχεις φιλομάθειαν . Ὁ δὲ Ἐλεάζαρος ποιησάμενος θυσίαν καὶ τοὺς ἄνδρας ἐπιλέξας καὶ πολλὰ δῶρα
5852573 Πολυκρατει
ἄρα καὶ τότε τοῖς βασιλεῦσι ποιηταὶ καὶ πρότερον ἔτι καὶ Πολυκράτει Σάμου τυραννοῦντι Ἀνακρέων παρῆν καὶ ἐς Συρακούσας πρὸς Ἱέρωνα
τὸν ἰατρόν . ὃς τὸ μὲν γένος ἦν Κροτωνιάτης , Πολυκράτει δὲ τῶι Σαμίων τυράννωι συνὼν καὶ μετὰ τὸν ἐκείνου
5847559 Μενεξενου
ἰδὼν οὖν αὐτὸν ὁ Λύσις εἵπετο καὶ συμπαρεκαθέζετο μετὰ τοῦ Μενεξένου . προσῆλθον δὴ καὶ οἱ ἄλλοι , καὶ δὴ
δικασταί , θυγάτηρ μὲν ἦν Πολυαράτου Χολαργέως , ἀδελφὴ δὲ Μενεξένου καὶ Βαθύλλου καὶ Περιάνδρου . ἐκδόντος δὲ αὐτὴν τοῦ
5845560 προσεδεχετο
ταῖς τῶν πολεμίων , ἀλλὰ ταῖς ἑαυτῶν ᾗπερ ὁ Δημοσθένης προσεδέχετο : κατὰ τὸ μέρος τὸ νεῦον ἐπὶ τὸ πετρῶδες
τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἀποστάταις τὴν διάθεσιν ἐποιεῖτο . οὐ γὰρ προσεδέχετο πάντας τοὺς ἀφισταμένους , ἀλλὰ τοὺς ἀρίστους ποιούμενος στρατιώτας
5833231 ἐθαπτε
Δέκμῳ παρεδίδου , Ἵρτιον δὲ καὶ Πάνσαν ὁ Καῖσαρ ἐπιφανῶς ἔθαπτε καὶ ἐς Ῥώμην ἔπεμπε μετὰ τιμῆς . Τῷ δ
τήνδε τῷ τρόπῳ πόθεν λαβών ; Αὕτη τὸν ἄνδρ ' ἔθαπτε : πάντ ' ἐπίστασαι . Ἦ καὶ ξυνίης καὶ
5831625 ἀφαιρησεσθαι
οὐκ ἐμός . ἐγὼ δ ' εἰ μὲν ἐμέλλετ ' ἀφαιρήσεσθαι τούτους μόνον , ἄλλο δὲ μηδὲν ὠφελήσειν τὴν πόλιν
Χαλδαῖοι λέγουσι τὸν γενόμενον ἐκ τῆς ἐκείνου θυγατρὸς τὴν βασιλείαν ἀφαιρήσεσθαι τὸν πάππον . τοῦτο ἐκεῖνος πέφρικε , καὶ ἵνα
5830593 συμπαροντων
, Ὑδροχόῳ , Ἰχθύσιν , Καρκίνῳ , Ἀφροδίτης καὶ Ἑρμοῦ συμπαρόντων ἢ μεσουρανούντων ἢ ἐπιθεωρούντων , ἀπόντων τῶν κακοποιῶν ,
, Ὑδροχόῳ , Ἰχθύσι , Καρκίνῳ , Ἀφροδίτης καὶ Ἑρμοῦ συμπαρόντων ἢ μεσουρανούντων ἢ ἐπιθεωρούντων , ἀπόντων τῶν κακοποιῶν ,
5827176 δουλικην
ζωὴν ὑπ ' ἄλλων ἁλοὺς καὶ κρατηθείς . τουτέστι μὴ δουλικὴν κατίδοιμι ζωὴν κρατηθεὶς ὑφ ' ἑτέρων . πτολιπόρθης ]
. δορὸς ] πολέμου . ἄγραν ] αἰχμάλωτον . δουλείαν δουλικὴν ὥσπερ καὶ δεσποτεία χεὶρ ὁ δεσπότης παρὰ Λυκόφρονι .
5821282 ἀπαλλαξῃ
ἔφη στρατεύσειν , ἐὰν πρότερον ἐκεῖνος τὴν Καδμείαν τῆς ἀλώπεκος ἀπαλλάξῃ : ἔφθειρε γὰρ τὴν Καδμείαν ἀλώπηξ θηρίον . ὑποστάντος
, ὅτι ὁ νομοθέτης τοῦτο μόνον ἐσκόπησεν , ὅπως τυραννίδος ἀπαλλάξῃ τὴν πόλιν : καὶ τοῦ πείσαντα παῦσαι τὴν τυραννίδα
5814845 ἐξηπατημενος
πιστεύσαντας γενόμενος , ἀδίκων δὲ πειραθεὶς οἷς διεγένετο συμπονῶν , ἐξηπατημένος δὴ παρ ' ἀνδρῶν πολλὰ μὲν ὑποσχομένων , πάντα
δὲ ἦν καὶ ὅσον αὐτῷ συνύβριζε πρότερον , ὅ τε ἐξηπατημένος αὑτὸν ἀπῄτει δίκας διὰ τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν
5813221 ἠρωτηθη
δὲ Μένιππος ἐν τῇ Διογένους Πράσει ὡς ἁλοὺς καὶ πωλούμενος ἠρωτήθη τί οἶδε ποιεῖν . ἀπεκρίνατο , ” ἀνδρῶν ἄρχειν
ἔμαθε μὴ τρώγειν , τότε ἀπέθανεν . Σχολαστικὸς ἵππον πιπράσκων ἠρωτήθη , μὴ δειλὸς εἴη . ὁ δὲ εἶπεν :
5808803 βιαζομενῳ
τις ὑπ ' ἄλλου φονεύσειέν τινα οὐ δυνάμενος ἀντιλέγειν ἐκείνῳ βιαζομένῳ , οἷον δήμιος ἢ δορυφόρος , ὁ μὲν δικαστῇ
τὴν γῆν κεραυνὸν βαλὼν , ὥστε καταποθῆναι αὐτὸν τῷ πάντα βιαζομένῳ κεραυνῷ . τοῦτο οὖν λέγει ὡς τοῦ Ἀμφιαράου συνισταμένου
5804022 ἐξοινος
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν
τὰ δύο ὁ - ρῶν οἴεται τέσσαρα , ὥσπερ ἂν ἔξοινός τις ὢν οὗτος καὶ κραιπαλῶν τύχη , οἷα μὲν
5795873 πεπιστευκοτα
δὴ καὶ ἔλαθεν τὸν Κόμωνα , πρεσβύτερόν τε ὄντα καὶ πεπιστευκότα αὐτῷ , ὑφαιρούμενος τὸ ἀργύριον οὗτος ὁ οἰκέτης ὁ
αὐτὸς ἔφησε , τοὐναντίον ἐξαπατήσας ἐπεβάλετο τοῖς ὅλοις σφῆλαι τὸν πεπιστευκότα . Ὅτι ὁ Περσεὺς πυθόμενος ἐπιλέκτους Γαλάτας πεπερακέναι τὸν
5792840 ἀκροασαμενος
τὰς ὁρμὰς τῶν νοημάτων ἐκλύων τοῖς τῆς ἑρμηνείας ῥυθμοῖς . ἀκροασάμενος δὲ καὶ Ζήνωνος τοῦ Ἀθηναίου τὸ περὶ τὴν τέχνην
ἡμᾶς Νικίας ὁ καὶ τυραννήσας Κῴων , καὶ Ἀρίστων ὁ ἀκροασάμενος τοῦ περιπατητικοῦ καὶ κληρονομήσας ἐκεῖνον : ἦν δὲ καὶ
5792746 Μελιταιον
ἡ διὰ λόγων βοήθεια οὐδὲν λυσιτελεῖ . ἔχων τις κύνα Μελιταῖον καὶ ὄνον διετέλει τῷ κυνὶ προσπαίζων : καὶ δὴ
δὲ ἡμῶν διαλεγομένων κατάρατόν τι κυνίδιον ὑπὸ τῇ κλίνῃ ὂν Μελιταῖον ὑλάκτησεν , ἡ δὲ ἠφανίσθη πρὸς τὴν ὑλακήν .
5785021 σπαργαν
γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ οὕφις ἐπ ' ἀμὰ σπάργαν ' † ἠπλείζετο , καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ ' ἐμὸν
λέγεις ἐτήτυμα . παρθένια δ ' † ἐμᾶς ματέρος † σπάργαν ' ἀμφίβολά σοι τάδ ' ἀνῆψα κερκίδος ἐμᾶς πλάνους
5784098 ἐμπιμπλας
εἰδέναι τί σφίσιν ἔσται , ἐὰν κρατήσωσιν . ὁ δὲ ἐμπιμπλὰς ἁπάντων τὴν γνώμην ἀπέπεμπε . παρεκελεύοντο δὲ αὐτῷ πάντες
ἐπεὶ ἐδεδειπνήκεσαν , τὰ ἐκπώματα αὐτῷ ἃ ἔλαβε παρὰ Κύρου ἐμπιμπλὰς προύπινε καὶ ἐδωρεῖτο . καὶ ὁ Σάκας ὁρῶν πολλὴν
5775480 λυττων
λεγομένου καὶ γραφομένου τοῦ πλούτου τυφλότερος ἐραστής , περὶ πάντα λυττῶν κτήματα καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον ἡγούμενος , οὐχ ὥσπερ τὴν
ὁ δακὼν κύων , ζήϲεται τὸ ὀρνίθιον , εἰ δὲ λυττῶν , τῇ ἐπιούϲῃ τεθνήξεται : καὶ τότε πρὸϲ ἀναϲτόμωϲιν
5773252 ἐφονευθησαν
δὲ τοὺς Δημοστράτου προὐβάλλοντο . Συμβληθείσης δὲ τῆς μάχης , ἐφονεύθησαν τῶν Ῥηξιμάχου δύο : ὁ δὲ τρίτος , τοὔνομα
ἅπερ ἐρεῖς . φράσον ] εἰπέ . οὕτως ] οὕτως ἐφονεύθησαν ὑπ ' ἀλλήλων οἱ ἀδελφοί . οὕτως ] ὠμῶς
5770154 Ἀντιφιλος
τὸ πρότερον δημαρχῶν ὁ Εὐβουλίδου πατήρ , ὥσπερ εἶπον , Ἀντίφιλος , τεχνάζει βουλόμενος παρά τινων λαβεῖν ἀργύριον , καὶ
καὶ τριάκοντα . τῇ δ ' ὑστεραίᾳ Μένων μὲν καὶ Ἀντίφιλος οἱ τῶν Ἑλλήνων ἡγεμόνες συνεδρεύσαντες ἐβουλεύσαντο πότερον ἀναμείναντες τοὺς
5766742 Ἀτταλῳ
τῷ Περγάμου βασιλεῖ . ὃ δέ ἠρνήσατο καὶ τοῖς ἀδελφοῖς Ἀττάλῳ τε καὶ Φιλεταίρῳ θαυμάζουσιν , ὅτι κῆδος βασιλέως τοσοῦδε
καὶ διὰ πάσης γέγονε τῆς οἰκουμένης , ἀθάνατον ἀπονέμοντα δόξαν Ἀττάλῳ τῆς πραγματείας ἐπιγραφὴν εἰληφότι . Ἐγὼ δ ' ἀκούων
5763267 Ληθαργος
γὰρ Λυδοὶ κωμῳδοῦνται ταῖς χερσὶν αὑτῶν πληροῦντες τὰ ἀφροδίσια . Λήθαργος κύων : ὁ προσσαίνων μὲν , δάκνων δὲ λάθρα
Ἱππαίμων ὄνομ ' ἦν , ἵππῳ δὲ Πόδαργος καὶ κυνὶ Λήθαργος καὶ θεράποντι Βάβης : Θεσσαλός , ἐκ Κρήτης ,
5759761 Δομετιανου
ὅρον ἔτη οαʹ : ἃ καὶ ἐβίωσεν . Ἄλλη . Δομετιανοῦ ἔτος εʹ Ἀθὺρ κδʹ ὥρα εʹ ἥμισυ . Ἥλιος
ἐπέστελλε τοῖς ἀνδράσι προσποιῶν αὐτοὺς τοῖς βασιλεῦσιν ὡς χρηστοῖς , Δομετιανοῦ δέ , ἐπεὶ χαλεπὸς ἦν , ἀφίστη τοὺς ἄνδρας
5753717 ἐγχειριζειν
καὶ ἡ ἀετῶν σεμνότης . μέλλοντος δὲ ἤδη τοῦ Διὸς ἐγχειρίζειν αὐτῷ τὸ σκῆπτρον ἡ γλαῦξ ἰδοῦσα τὸ ἑαυτῆς ἐν
μὲν οἰομένων δεῖν τὴν στρατηγίαν καὶ τὴν τῶν ὅλων ἐξουσίαν ἐγχειρίζειν Ἡρακλείδῃ διὰ τὸ τοῦτον δοκεῖν μηδέποτ ' ἂν ἐπιθέσθαι
5751253 Τρυγαιος
αὐτοῦ ὁ Ἑρμῆς , “ παῦε παῦε ” φησὶν ὁ Τρυγαῖος . Γ παῦε παῦ ' , ὦ δέσποθ '
Διὶ φράσαι σπεύδων τὰ κατ ' ἀνθρώπους [ κακὰ ] Τρυγαῖος ἐθέλων ἀναπετέσθ ' ὡς τοὺς θεοὺς ἐξέτρεφεν ὄρνιθ '
5742304 Ἀρτοξερξου
. καὶ παραγίνεται Δαρειαῖος ἀγόμενος ὑπὸ Ἀρταπάνου εἰς τὴν οἰκίαν Ἀρτοξέρξου , πολλὰ βοῶν καὶ ἀπαρνούμενος ὡς οὐκ εἴη φονεὺς
καὶ Μιθριδάτης ὁ Δαρείου γαμβρὸς καὶ Ἀρβουπάλης ὁ Δαρείου τοῦ Ἀρτοξέρξου παῖς καὶ Φαρνάκης , ἀδελφὸς οὗτος τῆς Δαρείου γυναικός
5741672 Ἰακωβος
αὐτήν : ἐπάνεισι δὲ Ἡσύχιος ἐν Βυζαντίῳ : ὅπερ γνοὺς Ἰάκωβος ἦλθε πρὸς αὐτόν : καὶ τότε παιδείας ἤρξατο καὶ
ὑπόχρεων τὴν οὐσίαν καταλιπεῖν ταῖς θυγατράσι . , . . Ἰάκωβος Ἰάκωβος , Ἡσυχίου υἱὸς ἰατροῦ , ὁ ἐπικληθεὶς Ψύχριστος
5736301 ἀπειλημμενα
γέγραπται ὁ ΜΚΞΝ , ὁ ΜΚΞΝ ἄρα δίχα τεμεῖ τὰ ἀπειλημμένα τμήματα : ἴση ἄρα ἐστὶν ἡ μὲν ΑΕΚ περιφέρεια
αὐτῶν μέγιστος κύκλος γέγραπται ὁ ΛΕΜ , δίχα τεμεῖ τὰ ἀπειλημμένα τμήματα αὐτῶν : ἴση ἄρα ἐστὶν ἡ ΖΜ περιφέρεια
5735885 ὑβρισθεντος
ἦν φροντίσαι αὐτόν . μὴ τοίνυν τοῦ Θασίου μὲν ἡγεῖσθε ὑβρισθέντος οὕτως ἀγανακτῆσαι τὸ δαιμόνιον , τῶν δὲ παρ '
, ὡς ἔοικε , γυναικὸς ἐπιβουλὴν μοιχευομένης διαφυγεῖν : πάντως ὑβρισθέντος , γάμου σώφρονος καὶ γάμος ἕπεται : ἀρχὴ μὲν
5731622 Βλατιος
πολλοῦ διαφόρω . τούτοιν Δάσιος μὲν τὰ Λιβύων ᾑρεῖτο , Βλάτιος δὲ τὰ Ῥωμαίων . ἕως μὲν οὖν ἤκμαζεν τὰ
οὖν ἤκμαζεν τὰ Ἀννίβου , ἐφ ' ἡσυχίας ἦν ὁ Βλάτιος : ἐπεὶ δὲ ἠγείρετο τὰ Ῥωμαίων καὶ τὰ πολλὰ
5729859 παρευνον
, ἐπῆλθε τοῖς παισίν . πῆμα ] βλάβος . πατρὶ πάρευνον ] παρὰ τὴν εὐνὴν τοῦ πατρός . ἐπειδὴ γὰρ
ἰώ , ὅπου τιμιώτατον . ἰὼ ἰώ , πῆμα πατρὶ πάρευνον . [ δοκοῦντα καὶ δόξαντ ' ἀπαγγέλλειν με χρὴ
5727749 ἀπαιτουντα
οὓς δεῖ καὶ κολάζειν οὓς χρή , καὶ τοῦτο πρῶτον ἀπαιτοῦντα τοὺς φίλους τὸ μὴ ἀπειθεῖν τοῖς νόμοις . ὡς
ἑνὸς ἔργου γράμματα , τὰ μὲν ἀξιοῦντα , τὰ δὲ ἀπαιτοῦντα : δεῖται μὲν γὰρ Ἀκάκιος , εἰσπράττω δὲ ἐγὼ
5723120 Πενης
θέλῃς ποτέ , μυστήριόν σου ψευδὲς αὐτῷ προσανάθου . } Πένης ὑπάρχων ἂν γένῃ ποτὲ πλούσιος , μέμνης ' ἐκείνης
ἀδελφόν : ᾐδέσθη τὴν φύσιν , καὶ τὰ τοιαῦτα . Πένης μετὰ δύο υἱῶν ἔλιπε τὴν τάξιν . ἐμονομάχησε καὶ
5721210 Μακρινος
καὶ αὐτομολοῦντας φοιτᾶν πρὸς τὸν νέον Ἀντωνῖνον . ὁ δὲ Μακρῖνος καταφρονῶν τοῦ πράγματος ὡς παιδαριώδους , χρώμενός τε τῇ
ἐπιέναι ἕκαστοι ἐπανῆλθον ἐς τὰ ἑαυτῶν στρατόπεδα . ὁ δὲ Μακρῖνος συνεὶς ὅτι οὐκ ἄλλως Ἀρτάβανος ἐκθύμως τε μάχεται καὶ
5718242 σεβομενος
δὲ οὐχ ὑπέμεινε , καὶ ταῦτα Πρόκλον ἴσα καὶ θεῷ σεβόμενος . , ; , . . σπουδή προβεβηκόσι Ἰσίδωρος
ἀπὸ Λιλαίου ποιμένος . Οὗτος γὰρ δεισιδαίμων ὑπάρχων καὶ μόνην σεβόμενος τὴν Σελήνην , νυκτὸς βαθείας ἐξετέλει τὰ μυστήρια τῆς
5716719 δημιου
ἐν τῷ αὐτῷ γράφει : φιλοσκώπτης τις μέλλων ὑπὸ τοῦ δημίου σφάττεσθαι ἔτι ἕν τι ἔφη θέλειν ὥσπερ τὸ κύκνειον
ἐπὶ τοῖς μεγίστοις τῶν ἀδικημάτων ἑαλωκότας ῥίπτουσιν αὐτοῖς , καὶ δημίου δέονται ἥκιστα . Δέλεαρ δὲ καθιᾶσιν οἱ σοφοὶ τὰ
5714589 ἐπωλησεν
“ σκευάρια δὴ κλέψας ἀπεκήρυξ ' ” ἐκφέρων , “ ἐπώλησεν . Ἀπόκρισις : ἡ ἀπολογία : Λυσίας . καὶ
. Μένανδρος : ἀπεκήρυξεν αὐτὴν Ἀγαμέμνων , οἷον ὑπὸ κήρυκι ἐπώλησεν . ἐπικηρύξαι δὲ τὸ ὑποσχέσθαι χρήματα . ἀρνειοὶ καὶ
5712272 ρξαʹ
γενέσθαι , κατ ' ἰδίαν τι ποιεῖν οὐ δυνάμενον . ρξαʹ . Πρόδηλά ἐστιν αἴτια ὅσα ἐξ ἑαυτῶν καταλαμβάνεται δι
ἔσβαινε κἀνέγειρε τὴν ἀηδόνα . ἐν εἰσθέσει δὲ μετὰ τὸν ρξαʹ στίχον κῶλον ἰαμβικὸν μονόμετρον βραχυκατάληκτον , καὶ μετὰ τὸν
5712072 κηπωρου
τρέφονται : οἱ ὑπὸ μητρυιᾶς τρεφόμενοι τοῖς μητέρας ἔχουσιν . κηπωροῦ κύων εἰς φρέαρ ἔπεσεν . ὁ δὲ ἀνιμήσασθαι αὐτὸν
ἐπὶ βουβῶσι πυρετοῖς ἐπιβήσσουσιν . Ἐν Ἤλιδι , ἡ τοῦ κηπωροῦ γυνὴ , πυρετὸς εἶχεν αὐτὴν ξυνεχής : καὶ φάρμακα
5712055 δανειζεται
τόκους . ὁτιὴ τί δή ; ὁτιὴ κατὰ μῆνα τἀργύριον δανείζεται . εὖ γ ' . ἀλλ ' ἕτερον αὖ
ὥσπερ ἐγώ , ἀλλὰ πράγματα παρέξειν . πρὸς δὲ τούτῳ δανείζεται παρ ' αὐτοῦ τριάκοντα μνᾶς , ὥστε μὴ ἀναγκάσαι
5708567 φρουρουντι
ὡδοιπόρει , καὶ περιτυγχάνει νεκρῷ πεφονευμένῳ καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ φρουροῦντι τὸν δεσπότην , ἵνα μὴ πρὸς τῷ φόνῳ καὶ
, εἶτα μέντοι περιτυγχάνει νεκρῷ πεφονευμένῳ καὶ κυνὶ παρεστῶτι καὶ φρουροῦντι τὸν δεσπότην , ἵνα μὴ πρὸς τῷ φόνῳ καὶ
5708315 Σοφακα
πόλεις Ἰβηρικὰς Ῥωμαίοις φίλας καὶ συμμάχους ἑκούσας ἐποίησεν . Σκιπίων Σόφακα τὸν Μασαισυλίων βασιλέα σύμμαχον ποιησάμενος διέβαλεν εἰς Σικελίαν .
αἴτιον . Ὅτι ὁ Σκιπίων παραγενηθέντων πρὸς αὐτὸν τῶν περὶ Σόφακα τὸ μὲν πρῶτον ἰδὼν τὸν ἄνδρα δεδεμένον ἐδάκρυσε ,
5707188 παρακρουσθεις
, οὐδ ' ὑμεῖς . διὰ τί ; ὅτι οὐ παρακρουσθεὶς οὐδ ' ἐξαπατηθείς , ἀλλὰ μισθώσας αὑτὸν καὶ λαβὼν
δὲ τοῦτο τῷ σκεπτικῷ , μή πως ὑπὸ τοῦ δογματικοῦ παρακρουσθεὶς ἀπείπῃ τὴν περὶ αὐτοῦ ζήτησιν , καὶ τῆς φαινομένης
5703455 Εἰρηκε
ὀρθῶς , τὸ δ ' ἐναντίον τοῦ εὖ διεστραμμένως . Εἴρηκε μὲν καὶ προλαβὼν ἤδη διαφορὰς τῶν δύο τῆς διανοίας
εἰς τὸ οὕτως αὐτὰς μετέρχεσθαι , ὡς προϊὼν ἐρεῖ . Εἴρηκε μὲν γὰρ ἐν τοῖς Προτέροις ἀναλυτικοῖς , εἴρηκε δὲ
5700863 θυρωρος
, εἰ μὴ φυλάττοι τὰς θύρας καὶ πάνυ ἐγρηγοροίη ὁ θυρωρὸς εἴργων μὲν τῆς εἰσόδου τοὺς μηδὲν προσήκοντας , τοῖς
μικρῷ προελθὼν , δοκεῖ οὖν μοι , φησὶν , ὁ θυρωρὸς , εὐνοῦχός τις κατήκουεν ἡμῶν , κινδυνεύει δὲ διὰ
5700418 Εὐηρους
μὲν τῶν Ἠλεκτρύωνος παίδων Λικυμνίου , ἐκ δὲ τῶν Πτερελάου Εὐήρους . οἱ δὲ Τάφιοι τὰς βοῦς ἐλάσαντες Πολυξένῳ τῷ
τῆς ἐκφύσεως τῶν τριχῶν . μελανίζων . ὦ Εὐηρείδα : Εὐήρους υἱὸς ὁ Τειρεσίας . ἄλαστε : ἤτοι ἀνεπίληστα ὑπομείνας
5699881 Διιπολεια
ἀτάκτως γελᾶν διιπολιώδη : τὰ λεγόμενα Διάσια , ταῦτα καὶ Διιπόλεια . οὕτως δὲ ἐλέγετο ἃ τῷ πολιεῖ Διὶ ἐθύετο
ἦρξα Λυσίας ἐν τῇ πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφὴν ἀπολογίᾳ . Διιπόλεια : ἑορτή τις Ἀθήνησι τὰ Διιπόλεια : Ἀντιφῶν ἐν
5699842 Συμμαχου
αὐτῶν τὸ κρατεῖν . ἴσθι δὲ ὅτι τὰ αὑτοῦ μὲν Συμμάχου κομιζομένου σφόδρα ἂν ἡσθείην : εἰ δ ' ἑτέρως
τὴν δὲ χεῖρα ἔμπυον εἶχε μέχρι τοῦ ἀγκῶνος . Ὁ Συμμάχου παῖς ὑπὸ χολῆς ἀπεπνίγη νύκτωρ καταδαρθὼν , καὶ πυρετοῦ
5699404 λελωβημενον
πόδε , τὸν ἐπηρτημένον κίνδυνον ἐκφεύξεσθαι μηδενὸς ἀνελομένου ἂν βρέφος λελωβημένον . οἱ δὲ ἀπὸ τῶν σπαργάνων φασὶν αὐτὸν ἐξῳδηκέναι
τὰ μὲν ἄλλα πράττοντα καλῶς , μικρὸν δέ τι αὐτοῦ λελωβημένον , ἰάσιμον δὲ φαρμάκῳ , ἐνταῦθα συγχωρεῖ παθεῖν τι
5695750 πειθηται
, τὰ δὲ μὴ ποίει . καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται : εἰ δὲ μή , ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ
συμφήσει : ἢ πῶς ; Ἐάν μοι , ἔφη , πείθηται . Ἔστιν οὖν , εἶπον , ὅτῳ λυσιτελεῖ ἐκ
5688142 ἀπεσφαξεν
' ὑπερηφανίαν , τοὺς τῶν συγκλητικῶν υἱοὺς καὶ συγγενεῖς ἐκλέξας ἀπέσφαξεν , ταύτην παρὰ τοῦ συνεδρίου λαμβάνων τιμωρίαν . Ὅτι
πεντακοσίους ὄντας : οἷς περιστήσας τῶν μισθοφόρων τοὺς εὐθέτους ἅπαντας ἀπέσφαξεν . σφόδρα γὰρ εὐλαβεῖτο μὴ χωρισθέντος αὐτοῦ εἰς Λιβύην
5687919 κλαων
χρόνῳ οὐδὲν ἐπαύετο δακρύων , καὶ δὴ καὶ τότε ἀναβρυχησάμενος κλάων καὶ ἀγανακτῶν οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε τῶν παρόντων πλήν
τῷ πατρί . Τὴν χεῖρα μὴ ' πίβαλλε , μὴ κλάων κάθῃ . Εἰ πρῶτος ἔλθοις κἂν καθίζεσθαι λάβοις .
5685487 Υἱῳ
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε
5682353 θρηνουσαν
πατὴρ ἑαυτὸν ἀποσφάττων . δημιουργείτω καὶ μίαν ὁ ζωγράφος γυναῖκα θρηνοῦσαν , τοῦ δυνάστου τὴν σύνοικον , καὶ καταλόγους δορυφόρων
ἐξήρπασε τὴν γυναῖκα , καὶ πρὸς βίαν ᾔσχυνε ποτνιωμένην καὶ θρηνοῦσαν . οὐδαμῆ φορητὸν εἶναι τὸν βίον ἑαυτῇ μετὰ τὴν
5681717 Μουσωνιος
ἠκριβωμένος . [ . . . . , . ] Μουσώνιος ἐπὶ Ἰοβιανοῦ ἦν βασιλέως . πάντα ὅσα ἦν ἄριστα
Θρασύβουλος ἢ ἄρχειν ὡς Κριτίας , καὶ φεύγειν | ὡς Μουσώνιος [ ] ἢ βασιλεύειν ὡς Νέρων | ; πολλῷ
5681242 πυρεσσων
βουλεύεται . Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς . Οὐδεὶς πυρέσσων χρῆμα δοὺς ἐπαύσατο . Οὐκ ἔστιν , ὅστις τὴν
φέρειν . Παρὰ τὴν σύνθεσιν καὶ τόδε : πᾶς ὁ πυρέσσων πὼς πυρέσσει : παντὶ τῷ πὼς πυρέσσοντι οἶνον δοτέον
5680274 ἐνεδωκεν
, ὅτι τοὺς ὑμετέρους πρέσβεις ἀπήλασε , Κλειτάρχῳ δ ' ἐνέδωκεν αὑτόν : δουλεύουσί γε μαστιγούμενοι καὶ σφαττόμενοι . καλῶς
σωτηρίαν , δείσας καὶ ἅμα ἐπελπίζων ὡς καὶ μεταβαλεῖται , ἐνέδωκεν . καὶ ἐψηφίσαντο πλεύσαντα τὸν Πείσανδρον καὶ δέκα ἄνδρας
5680192 Λογχατης
, ὁπλῖται δὲ καὶ πεζοὶ συναμφότεροι δισμύριοι . ὁ δὲ Λογχάτης ἀγνοούμενος παρελθὼν ἐς τὸν Βόσπορον προσέρχεται τῷ βασιλεῖ διοικουμένῳ
χαίροντες . ” “ Οὐ μόνον , ” ἐπεῖπεν ὁ Λογχάτης , “ ἀλλὰ ἕκαστος ἡμῶν ὅλος ὕβρισται , ὁπότε
5674625 θαπτεσθαι
ἐπὶ τούτου , τὸν μὴ θάψαντα τὸν ἑαυτοῦ πατέρα μὴ θάπτεσθαι : μὴ θάψας τις τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐτελεύτησε παῖδα
, καὶ κατὰ ἀντινομίαν , οἷον νόμος τὸν τύραννον μὴ θάπτεσθαι ἐν ᾗ ἐτυράννησε πόλει καὶ νόμος τὸν κεραυνῷ βληθέντα

Back