ταλαύρινον , γίνεται ἆτος κατὰ ἀντίφρασιν , τουτέστιν ὁ μὴ κεκορεσμένος : καί νύ κεν ἔνθ ' ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος
τὰ ἔργα τοῖς λόγοις οὐκ ἔχουσιν ὅμοια . λύκος τροφῆς κεκορεσμένος ἐπειδὴ ἐθεάσατο πρόβατον ἐπὶ γῆς βεβλημένον , αἰσθόμενος ,
6227900 προποματος
τροχίσκους ἄγοντας ἀνὰ δραχ . αʹ καὶ δίδου στομαχικοῖς μετὰ προπόματος κυ . γʹ , χολερικοῖς καὶ τοῖς ἐμοῦσι τροφὴν
καὶ διουρητικόν . λαμβάνειν δὲ δεῖ τούτου διὰ θερμοῦ τινος προπόματος ἢ ἀψινθάτου ἢ κονδίτου : οὕτω γὰρ ἀβλαβὴς ἔσται
5752783 ἡκοις
' ἡμεῖς , οὐχ ὅπως σὲ παύσομεν . Πολλῶν ἂν ἥκοις , ὦ ξέν ' , ἄξιος τυχεῖν , εἰ
μᾶλλον . εἰ δὲ δι ' αἱμορροΐδος ἐπίσχεσιν ἐπὶ φλεβοτομίαν ἥκοις , εἰ μὲν ἐπέχειν αὐτὴν βούλοιο , τὰς ἐν
5709957 θυγατριδης
, Βουσέλου δ ' ὑϊδοῦς : καὶ ἐκ τῆς Ἅβρωνος θυγατριδῆς καὶ ἐκ Καλλιστράτου τοῦ ἀδελφιδοῦ τοῦ Ἅβρωνος ἐγένετο ἡ
νομὴν καιρός ἐστιν ἐξάγειν ; καὶ Γναθαινίου δέ γε τῆς θυγατριδῆς αὐτῆς τάδε ἀναγράφει : εἰς τὰς Ἀθήνας παρεπιδημήσας ξένος
5708251 καννας
εἰσιν ἐν Ἀριστοφάνους Σφηξίν οὐ μή ποτέ σου περὶ τὰς κάννας οὐρήσω . καὶ τὸ κανοῦν δὲ πλέγμα τι ,
κνέφαλλα δέκα , θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν , κάννας ἑκατόν , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . ἔχω
5685338 ἀποκρυπτομενος
. οὕτως ὁ μὲν φαῦλος ἀρετήν γε φεύγων καὶ θεὸν ἀποκρυπτόμενος ἐπ ' ἀσθενῆ βοηθὸν καταφεύγει τὸν ἴδιον νοῦν ,
ἔκπληξιν αὐτοῖς παρέσχον . Ξέρξης ἐν Θερμοπύλαις πολλῶν βαρβάρων πεσόντων ἀποκρυπτόμενος τὸ πλῆθος τῶν νεκρῶν προσέταξε τοῖς οἰκείοις αὐτῶν διὰ
5677314 ἀντομενος
ἀποδεχόμενος , ἄθρησον καὶ ἐπίσκεψαι , εἰ ἄριστόν ἐστιν , ἀντόμενος καὶ συναντώμενος , ἤγουν ἐντείνων τὰς τῆς μουσικῆς χορδάς
ἀποδεχόμενος , ἄθρησον καὶ ἐπίσκεψαι , εἰ ἄριστόν ἐστιν , ἀντόμενος καὶ συναντώμενος , ἤτοι ἐντείνων τὰς τῆς μουσικῆς χορδάς
5660565 ἀστενακτι
ἐν εἰρήνῃ εὐνομίαν ἐκείνην , τὰς ἐν μάχαις ἀνδραγαθίας , ἀστενακτὶ μέν , ὦ ἱεραὶ βασιλίδες , ἀστενακτὶ φειδοῖ τῆς
καὶ φθονεῖν ἐπίσταται διαβρέχεις τἀρτύματα σφύρας δέχεσθαι κἀπιχαλκεύειν μύδρους ὡς ἀστενακτὶ θύννος ὣς ἠνείχετο ἄναυδος τὸ σκαιὸν ὄμμα παραβαλὼν θύννου
5657657 Νησω
τῆς Θρᾳκίας ἐλθὼν τὰς τοῦ Τεύκρου βασιλέως θυγατέρας ἔγημε , Νησὼ καὶ Βατείαν . καὶ ἐκ μὲν τῆς Νησοῦς ἦν
καὶ τὴν κεφαλὴν ἤγουν τὸν νοῦν ἐν δεινοῖς λόγοις . Νησὼ δὲ μήτηρ σιβύλλης . * τὴν σίβυλλαν λέγει θυγατέρα
5615222 ἐγκριδας
ἀνόδοντος ; ταῦτ ' ἔχων ἐν ταῖς ὁδοῖς ἁρπαζέτω τὰς ἐγκρίδας . τακεροὺς ποιῆσαι τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . τίς τῶν
. μνημονεύει αὐτῶν Στησίχορος διὰ τούτων : χόνδρον τε καὶ ἐγκρίδας ἄλλα τε πέμματα καὶ μέλι χλωρόν . μνημονεύει αὐτῶν
5613766 ὑπουργιας
εὐθύνας ἕλκονται . ἐν οἷς δὲ μὴ γίνεται διομολογία τῆς ὑπουργίας οἱ μὲν δι ' ἑαυτοὺς προϊέμενοι , τουτέστι οἱ
τὰς μέν , ὅπως ἀνεμπόδιστοι καὶ ἑτοιμότεροι πρὸς τὰς ἱερὰς ὑπουργίας ὦσι , σφιγγομένων τοὺς ἀνειμένους κόλπους τῶν χιτώνων ,
5595184 νουθεσιας
πολιορκίαν ὑπέστημεν παραστῆσαι τῷ λόγῳ , ὡς εἶναι τοῖς μετέπειτα νουθεσίας ὑπόθεσιν καὶ ἐναργοῦς διδασκαλίας παραίνεσιν . ἐν τούτοις γὰρ
' ἐφ ' ὅσον οὖν ἀνασχόμενον μηδ ' ἁπλῶς ὑπομεῖναν νουθεσίας ἐπιβολὴν παρ ' αὐτοῦ , πρὸς δὲ καὶ ἐμπλήκτως
5591803 θυννιδας
φησὶ Σώφρων . οὓς ἔνιοι θύννους καλοῦσιν , Ἀθηναῖοι δὲ θυννίδας . θυννίς . τοῦ ἄρρενος ταύτῃ φησὶ διαφέρειν Ἀριστοτέλης
θυννοθήρας ἐστίν . οὓς ἔνιοι θύννους καλοῦσιν , Ἀθηναῖοι δὲ θυννίδας . ΘΥΝΝΙΣ . τοῦ ἄρρενος ταύτην φησὶ διαφέρειν ὁ
5575825 Θηβαιας
ἄδικος ἄδικά τ ' ἐκπορίζων ἀνήρ ; ἐπεὶ θεράπνας τῆσδε Θηβαίας χθονὸς λιπόντες ἐξέβημεν Ἀσωποῦ ῥοάς , λέπας Κιθαιρώνειον εἰσεβάλλομεν
' ἀντάμειψαί μ ' , ὅστις ὢν ἐλήλυθας ἑπτάστομον πύργωμα Θηβαίας χθονός . πατὴρ μὲν ἡμῖν Οἰδίπους ὁ Λαΐου ,
5539113 ὁρμιας
μικρὰ παντελῶς ἐστι μήτε ὑπερμεγέθη : ἰσχυρὸν δὲ ἐξῆρται τῆς ὁρμιᾶς ἄγκιστρον πυκνὰς πάντοθεν ἔχον γλωχῖνας , οἷον ἰσχυρῶς ἀντιλαβέσθαι
, εἰ δοκεῖ , σιδηρώσας γε πρότερον ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς , ὡς μὴ ἀποπρίσῃ τοῖς ὀδοῦσι καταπιὼν τὸ χρυσίον
5509044 μεταπιπισκειν
πιπίσκειν ὄνου γάλα ἐπὶ ἡμέρας πέντε : μετὰ δὲ ταῦτα μεταπιπίσκειν βοὸς μελαίνης , ἀσιτέουσαν ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα , ἐς
κάκοδμον . Τοῦτον πιπίσκειν τὸ ἀπὸ τοῦ κρίμνου , καὶ μεταπιπίσκειν οἶνον λευκὸν οἰνώδεα , καὶ ῥοφάνειν τὸν χυλὸν τῆς
5486470 λανθανεις
πόλεσι δεῖν : πρῶτον μὲν σαυτὸν , εὖ ἴσθι , λανθάνεις αὐτὰς δή που τὰς λειτουργίας περικόπτων τῇ πόλει καὶ
ἰσχυρὸν ἔχειν νομίζεις , ὅτι μὴ τοῖς νόμοις ἐγγέγραπται , λανθάνεις οὐδὲν ἧττον καὶ τά γε σὰ παιδικὰ ταύταις ὑποβάλλων
5474633 μνησικακων
πηρώσας τὴν ὄψιν . Μνησικακία καμήλου : ἐπὶ τῶν ἄγαν μνησικάκων . φασὶ γὰρ αὐτὴν πάνυ τοι μέχρι πολλοῦ διαμνημονεύειν
πηρώσας τὴν ὄψιν . Μνησικακία καμήλου : ἐπὶ τῶν ἄγαν μνησικάκων . φασὶ γὰρ αὐτὴν πάνυ τοι μέχρι πολλοῦ διαμνημονεύειν
5466580 πρημναδας
πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς . . . πρημνάδας δὲ τὰς θυννίδας ἔλεγον . Πλάτων Εὐρώπῃ : ἁλιευόμενός
τριχίαν ὀνομάζει . Νικοχάρης Λημνίαις : τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς . . .
5463642 δυσπραξιας
ἔπι : ὅθεν λαβόντες οἱ κακῶς πεπραγότες σωτηρίαν ἀπῆλθον ἐκ δυσπραξίας νῦν οὐκέτι μοι δίχα θυμός , ἀλλὰ † σαφὴς
αὐτὴν πᾶσαν ἑλκύσει κάτω . } Πράττων καλῶς μέμνησο τῆς δυσπραξίας : ὡς γὰρ τὸ πράττειν καὶ τὸ δυσπράττειν σκόπει
5425164 ἀργυραμοιβος
ἀλλ ' ὀργῆς ἄξια . καὶ ὁ δικάζειν εἰσιὼν καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς διαιρείτω καὶ διακρινέτω τὰς φύσεις τῶν πραγμάτων ,
ἠξίωσε προσρήσεως : οὓς μὲν γὰρ ἂν οὗτος ἀποδοκιμάσῃ καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς ἐκ τοῦ τῆς ἀρετῆς νομίσματος , κεκιβδηλευμένοι νεωτεροποιοὶ
5401028 ξυνουσιας
τῆς μνημοσύνης εἶναι . οὐ μὴν ἄχαρις τά γε ἐς ξυνουσίας ἦν παρ ' ὃν ἐσιώπα χρόνον , ἀλλὰ πρὸς
τοὺς ἑταίρους , ὁπόσα ἠρώτων , καὶ ἱκανῶς τῆς τοιαύτης ξυνουσίας ἔχων ἐπὶ τὴν διάλεξιν ἀνίστατο λοιπὸν τὴν ἐς πάντας
5364245 ὠγυγιους
καὶ . Μέμφιδος ] πόλεως Αἰγύπτου . τάς τ ' ὠγυγίους ] * τὰς παλαιάς : λέγει δὲ τὰς ἑκατονταπύλους
. πᾶσαι δὲ αἱ τῆς Αἰγύπτου πόλεις ἱεραί . . ὠγυγίους δὲ Θήβας τὰς Αἰγυπτίας φησὶ τὰς ἀρχαίας , αἳ
5362360 Ἀντικλειας
τῶνδε βούλευτις πόνων ἀναγκόδακρυς δέσποινα πεντήκοντα Νηρῄδων κορᾶν ἀλλ ' Ἀντικλείας ἆσσον ἦλθε Σίσυφος , τῆς σῆς λέγω τοι μητρός
ὁδὸν ἡμέρωσε . πρῶτον μὲν γὰρ Περιφήτην τὸν Ἡφαίστου καὶ Ἀντικλείας , ὃς ἀπὸ τῆς κορύνης ἣν ἐφόρει κορυνήτης ἐπεκαλεῖτο
5354961 βιασεται
τῷ Πλαταϊκῷ ὁ Ἰσοκράτης πρώτῃ κέχρηται τῇ ἀντιπαραστάσει . Καὶ βιάσεται ὁ διώκων : Κα - λῶς εἶπεν ἐπὶ τῆς
οὐδὲ ἐπὶ τούτοις , οἷον μειράκιον καλλωπιζόμενον φεύγει πορνείας : βιάσεται ὁ διώκων μὴ ἐξεῖναι καλλωπίζεσθαι ἀνδράσιν , εἶτα ὅτι
5348860 ἀθυμω
! ] ? . μηθαμῶς . οὐκ οἶδ ' : ἀθυμῶ καὶ δέδοιχ ' ὑπερβολῆι . εἰκός τι πάσχειν .
τοι πρὸς ς ' ἀποσκοποῦς ' , ἄναξ . Δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ . Δείξεις δὲ μᾶλλον
5346925 κωρυκους
ὁπόταν αὐτῷ καρπὸς ᾖ πολύς , καὶ τοὺς τῆς πτελέας κωρύκους : ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ' ἄττα
Πᾶς δ ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῦχος ἢ κόϊκ ' ἢ κωρύκους . Πάντως γάρ εἰσι τῶν φίλων ἑνός γέ του
5342999 ἐκλυες
. πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ ' , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῦ ἔκλυες αὐτῆς , ὡς τὸν ξεῖνον ἔμελλον ἐνὶ μεγάροισιν ἐμοῖσιν
' , αἴ ποκα κἀτέρωτα τᾶς ἔμας αὔδως ἀίοισα πήλυ ἔκλυες , πάτρος δὲ δόμον λίποισα , χρύσιον ἦλθες ἄρμ
5337191 βελτιωσεως
καθάπερ ἀπὸ χειμάρρου βίας κατασυρεῖεν . ἡμᾶς δέ , εἰ βελτιώσεως ζῆλός τις ἦν , ἰχνηλατεῖν ἔδει τὰς τούτων καταδύσεις
. Καλὸν ἀεὶ τῷ κρείττονι τὸ χεῖρον ἀκολουθεῖν , διὰ βελτιώσεως ἐλπίδα . Πένης ὢν ἡσύχαζε , μὴ μέγα φρόνει
5336050 Ἰδιας
' ἔχῃ . Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ
ἔχων ἀπέρχεται † πολλὰ καταλείψας δάκρυα καὶ στενάγματα . } Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς : φίλος με λυπῶν
5332560 καταπτηξας
ἐξαναστὰς τοῦ θάκου ἐδίωκεν αὐτόν , τὸ μὲν θηρίον μὴ καταπτήξας , περιεχόμενος δὲ τῆς δέλτου ἰσχυρῶς . ἐπεὶ δὲ
παραχωρήσῃ λοιδορούμενος . ΓΘ ἄλλως : 〚 ἀπάτῃ 〛 ἀπατηθῇ καταπτήξας τὰς λοιδορίας Κλέωνος . ΓΘ θαλφθῇ : καταθελχθῇ ,
5313853 διασκανδικισῃς
λέγειν ; Μή μοί γε , μή μοι , μὴ διασκανδικίσῃς : ἀλλ ' εὑρέ τιν ' ἀπόκινον ἀπὸ τοῦ
λαχανοπώλιδος υἱόν : σκάνδιξ γὰρ εἶδος λαχάνου . Γ μὴ διασκανδικίσῃς : μὴ εὐριπιδίσῃς : σκώπτει τὸν Εὐριπίδην ὡς λαχανοπώλιδος
5308574 ὁμοσπονδος
οἴνου σπονδή , σπεῖσαι ἀποσπεῖσαι ἐπισπεῖσαι , ἀπόσπονδος ἄσπονδος ἔνσπονδος ὁμόσπονδος ἡμίσπονδος ἐνσπονδότατος ἀσπονδότατος , σπονδῶν καὶ κρατήρων μετασχών ,
τὸν φόνον εἰς Ἀθήνας ἀφικόμενος , ὡς μὴ γένοιτο σφίσιν ὁμόσπονδος ἀπεκτονὼς τὴν μητέρα , ἐμηχανήσατο τοιόνδε τι Πανδίων :
5304317 θρηνει
[ Ε ] : δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος . θρηνεῖ δὲ τὸν Δάρδανον καὶ αὐτὸν ἀπολόμενον ἐν τῷ πολέμῳ
= . , . : ἀηδόνειος θρῆνος : Αἰσχύλος : θρηνεῖ δὲ γόον ˈ τὸν ἀηδόνειον . . . Α
5297812 παρηγορημασιν
συμφορᾶς ἐκ τοῦ τελευταῖα τὰ ἄκρα παραθεῖναι . Ἄτεκτος ἄνθρωπος παρηγορήμασιν : ὁ μὴ βρεχόμενος μηδὲ ἱέμενος παραμυθίαν , ἀλλὰ
δειπνεῖ . ἀπελαμπρύνθη : λαμπρὸν καὶ δόκιμον ἐγένετο . ἄτεγκτος παρηγορήμασιν : Αἰσχύλος δοτικῇ ἀντὶ γενικῆς Ἀττικῷ ἐχρήσατο ἔθει .
5292794 ἀνωδυνιας
γίνεται διασπωμένων τινῶν ἰνῶν , καὶ παρηγορίας δεῖται μόνης ἄχρις ἀνωδυνίας : κολληθῆναι γὰρ αὐτὰς οὐ δυνατόν . ἀριστολοχία στρογγύλη
γίνεται διασπωμένων τινῶν ἰνῶν , καὶ παρηγορίας δεῖται μόνης ἄχρις ἀνωδυνίας : κολληθῆναι γὰρ αὐτὰς οὐ δυνατόν . ἀριστολοχία στρογγύλη
5288996 μαγιδας
μάγειρον , ὃς οὕτω , φησί , λέγεται παρὰ τὸ μαγίδας αἴρειν ἤγουν προςφέρειν . Ἔτι λέγει καὶ δοκόν τὴν
πρὸς θυσίαν φερούσης , ὡς παρὰ Σοφοκλεῖ εἴρηται τὰς Ἑκαταίας μαγίδας δόρπων . Κρατῖνος δ ' ἐν Βουσίριδι εἴρηκεν ὁ
5285607 ἀπατας
ποιῆσαι τὸ ἔργον καὶ ὁπόσον ἐγχωρεῖ πρὸς τὰς τῆς ὄψεως ἀπάτας ἀλεξήματα ἀνευρίσκειν οὐ τῆς κατ ' ἀλήθειαν ἰσότητος ἢ
κακοεργός δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί , οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον , ἀλλάλοις ὁμαλοί , κακὰ παίχνια
5284318 ἐκμανως
τούτοις ἀναβολὴν θανάτου τῷ Φαλάριδι ἐχαρίσατο . ὅτι φιλόπαις ἦν ἐκμανῶς Ἀλέξανδρος . Βαγώου γοῦν τοῦ εὐνούχου οὕτως ἥττητο ὡς
Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς . Δικαίαρχος γοῦν ἐν τῷ
5276959 κρεοντι
τε τοῦ σοῦ στόματος , ἃς σὺ σῶι πατρὶ πόντου κρέοντι παιδὸς ἠράσω πέρι . ὦ θεοί , Πόσειδόν θ
ἤγουν τοῦ διός , ἄρχε δοκίμου καὶ καλοῦ ὕμνου . κρέοντι δὲ εἶπεν , ἐπεὶ τὰ προότι διπλῶς ἐντάσσεται .
5275988 Λεοντιῳ
οὐκ ἄτιμον . Εἰ μέν του καὶ ἄλλου μισθὸν ὀφείλεις Λεοντίῳ , σαυτὸν ἀναμνήσεις : οὗ δέ σε ἐγὼ οἶδα
μὴ πείθων ἀνάγκαζε . γένοιτο δ ' ἂν ἀπαλλαγὴ τῷ Λεοντίῳ βεβαίως , εἰ λέγοντος ἀκούσας γνοίης αὐτὸν μηδαμόθεν τοῖς
5269757 κατεγελασε
ἐς τοῦ Ἡφαίστου τὸ ἱρὸν ἦλθε καὶ πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε . Ἔστι γὰρ τοῦ Ἡφαίστου τὤγαλμα τοῖσι Φοινικηίοισι Παταΐκοισι
φυλάττει τὰ ἔνδον καὶ εἰσελθεῖν ἡμῖν οὐκ ἐπιτρέπει . ” κατεγέλασε Θήρων , δειλὸν εἰπὼν καὶ νεκρότερον τῆς τεθνεώσης .
5268511 Λερναιας
τῶν ἐμῶν σφαγῶν ἐνέγκῃ χερσὶν ᾗ μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας , ἔσται φρενός σοι τοῦτο κηλητήριον τῆς Ἡρακλείας
χαλεπωτάτῳ γὰρ ὑπὸ Εὐρυσθέως ἐπιταγεὶς ἄθλῳ , περισχεθεὶς τῷ τῆς Λερναίας ὕδρας ἰῷ , τοῖς τῶν δηγμάτων ἐπονεῖτο ἕλκεσιν .
5265829 Ὁπλων
γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη . , : Αἰσχύλος ἐν Ὅπλων κρίσει : τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον ὃς λύπας
αὐτήν . πρέσβειρα : ὁ στίχος ἀπὸ δράματος Αἰσχύλου , Ὅπλων κρίσεως οὕτως ἐπιγεγραμμένου , ἐν ᾧ ἐπικαλεῖται τὰς Νηρεΐδας
5263940 ἀγγελιας
ἕνεκα τῆς , ἢ τῆς ἀγγελίας , ἰωνικῶς : τὸ ἀγγελίας διπλῶς νοεῖται , ἢ ἕνεκα τῆς ἀγγελίας , καὶ
ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ πρὸς θάλατταν φέρεσθαι . πρὸς τοίνυν τὰς ἀγγελίας ποτὲ μὲν πλήττομαι , ποτὲ δὲ τοῖς παθοῦσιν ἐγκαλῶ
5258220 σκωπτε
τί δαί σε Τλημπόλεμός ποτ ' εἴργασται κακόν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τᾶν , ἀλλά μοι τὰ
' ἀνδρός ; Ἀπαπαῖ . Ξυνεγένου τῷ Κλεισθένει ; Μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦδέλφ ' : οὐ γὰρ ἀλλ
5256421 ἁμαρτιας
πάντα πράξας , οὐ χαλεπῶς διαφεύξεται τὴν τῆς λεγομένης γεγονέναι ἁμαρτίας αἰτίαν . ἃ γὰρ ὁρῶμεν , ἔχει φύσιν οὐχ
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀλείτας , τὰς ἁμαρτίας ἐκλαμβάνων . κρεῖττον δὲ αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρον λέγεσθαι ἀλείτην
5254796 κραμβας
διὸ καὶ Συβαρῖται , φησὶ Τίμαιος , πρὸ τοῦ πίνειν κράμβας ἤσθιον . Ἄλεξις : ἐχθὲς ὑπέπινες , εἶτα νυνὶ
ἐπεσθίοντα . εὐχροεῖν , ὀρνιθοθηρᾶν , σωφρονεῖν ναὶ μὰ τὰς κράμβας δι ' ἡμέρας ῥαγδαίους ὡς οὖσα θῆλυς εἰκότως οὖθαρ
5252052 σειρηνας
ἄπαιδες ἐγένοντο : ἐτελεύτων γάρ . ἄλλως . ἀηδόνας τὰς σειρῆνας λέγει διὰ τὸ θελκτικόν , στείρας δὲ ἢ ὅτι
ἀποτελείωσιν . καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας γενήσονται . κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος ,
5251180 δοκιμαστης
φέρειν τὴν προῖχ ' , ἵνα εἰ τἀργύριον καλόν ἐστι δοκιμαστὴς ἴδῃ , ὃ πέντε μῆνας ἔνδον οὐ γενήσεται ,
φέρειν τὴν προῖχ ' , ἵνα εἰ τἀργύριον καλόν ἐστι δοκιμαστὴς ἴδῃ , ὃ πέντε μῆνας ἔνδον οὐ γενήσεται ,
5250676 Προιτιδας
, ἑκηβόλοις τόξοισιν Ἀταλάντην κάπρον χειρουμένην Αἰτωλόν . ἐς δὲ Προιτίδας πύλας ἐχώρει σφάγι ' ἔχων ἐφ ' ἅρματι ὁ
, ἃς οὐδ ' ὁ Μελάμπους , ὃς μόνος τὰς Προιτίδας ἔπαυσε μαινομένας , καταστήσειεν ἄν . καὶ Καλλιμέδων μετ
5250628 κηλιδας
καλὸν ἔξω : τοὐναντίον δὲ ἐὰν ἄφρων ᾖ , τὰς κηλῖδας ἔξω ἐᾷ . καὶ τὸν βίον οὖν τῶν ἀνθρώπων
καὶ πάσης ἀρετῆς δόγμασιν ἀπερρυψάμεθα τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας , οὐκ ἂν ἴσως ἀπηξίωσεν ὁ θεὸς ἄκρως κεκαθαρμέναις
5248111 Λευκοθεας
αὐτῷ τὸν ἀγῶνα ἄγουσι . τὴν μὲν δὴ Μολουρίδα πέτραν Λευκοθέας καὶ Παλαίμονος ἱερὰν ἥγηντο : τὰς δὲ μετὰ ταύτην
σχεδίας , νηχόμενος , ὑποβαλλούσης αὐτῷ κρή - δεμνον τῆς Λευκοθέας , ἐκπεσὼν εἰς τὴν Φαιάκων γῆν , ἱκετεύσας βασιλικὴν
5245066 σισυρνης
σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντείου δορᾶς , Σοφοκλέους δ ' ἐν Μούσαις
σίσυρναν , Αἰσχύλου μὲν ἐν Κήρυξι σατύροις λέγοντος καὶ τῆς σισύρνης τῆς λεοντέας , Σοφοκλέους δ ' ἐν Μούσαις ψαλίδας
5235584 Ταρσοις
βίου τῇ τε Ἀντιοχείᾳ ἐνεσπούδαζε καὶ τῇ Ῥώμῃ καὶ τοῖς Ταρσοῖς καὶ νὴ Δία Αἰγύπτῳ πάσῃ , ἀφίκετο γὰρ καὶ
ὁ Ἀπόλλωνος φίλος ὑπὸ τῶν Ἀπόλλωνος τροφίμων καί φησιν ἐν Ταρσοῖς τῆς Κιλικίας χειμάσειν . ἡμεῖς δὲ εἰ τοῦτο γένοιτο
5234693 καταδικας
. . , ἐκ δίκας δὲ καταδίκα , ἐκ δὲ καταδίκας πέδαι τε καὶ σφαλὸς καὶ ζαμία . Πανύασις δ
τὸ ἐνθένδε ἀπελαθὲν ἦν , δηλονότι καὶ διὰ χρέα καὶ καταδίκας καὶ τὰς ὁμοιοτρόπους ταύταις συμφορὰς ἀγαπητῶς ὅποι ἂν τύχῃ
5234088 ἀναπλησθῃ
ὅταν εἰσκομισθέντος εἰς τὸ δωμάτιον λύχνου πᾶς ἀθρόως ὁ οἶκος ἀναπλησθῇ τοῦ φωτὸς ἄνευ χρόνου . Ἀλέξανδρος μὲν οὖν οἴεται
ὅταν εἰσκομισθέντος εἰς τὸ δωμάτιον λύχνου πᾶς ἀθρόως ὁ οἶκος ἀναπλησθῇ τῆς αὐγῆς καὶ τοῦ φωτὸς ἄνευ χρόνου . Ὡς
5232581 ἐκβεβλημενη
ΑΒΓΔ περὶ κέντρον τὸ Ε καὶ διάμετρος αὐτοῦ ἡ ΑΕΓ ἐκβεβλημένη ἐπὶ τὸ Ζ κέντρον τοῦ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων
περινοστεῖ τὸ δωμάτιον εὐχομένη , στένουσα καὶ τῶν φρενῶν πως ἐκβεβλημένη , μέχρις ἄν τις αὐτῇ λελῦσθαι τὰς ὠδῖνας ἔνδοθεν
5226245 προσδοκιας
ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων ἐπιδεικνυμένη τὸ εὐχάριστον , ἀλλ ' ἐκ προσδοκίας τῶν μελλόντων : ἀρτηθεῖσα γὰρ καὶ ἐκκρεμασθεῖσα ἐλπίδος χρηστῆς
καὶ ἀπὸ τῆς ὑμετέρας Ἀσίας τῶν ἔργων λόγος βεβαιῶν τὰς προσδοκίας . οὐδὲν γὰρ οὕτω μέγα τῶν ἀγγελλομένων ὄντων ἁπάντων
5222338 τοκαδων
λίαν κατολι - γωρηθῇ . δεῖ δὲ ἐκλέγειν ἀπὸ τῶν τοκάδων τὰς εὐπαγεῖς , μεγάλας τε καὶ μεμυωμένας , καὶ
λέπας οἵ τ ' ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ πουλυμιγὴς τοκάδων , αὐτὸς ἐπεὶ σύριγγι μελίζεται εὐκελάδωι Πάν ὑγρὸν ἱεὶς
5219731 ἡρπαξεν
δὲ ἐκλήθη , ὅτι θύοντος τοῦ ἱερέως ἱερείου κωλῆν ἱέραξ ἥρπαξεν καὶ ἐπ ' ἐκείνῳ τῷ τόπῳ ἐπεκαθέσθη : ὅθεν
ὄρεξεν ὑπεὶρ ἁλός : αὐτὰρ ὅ γ ' ἄτην καρπαλίμως ἥρπαξεν , ὁ δ ' ἔσπασεν ἀμφοτέρῃσι θερμὸς ἀνήρ ,
5219583 ἀνορεαν
πᾶξεν ἰοστεφάνῳ ἕλκος , ἄγαλμα πόθοιο πυρισμαράγου , ὃς σβέσεν ἀνορέαν ἰσαυδέα παπποφόνου Τυρίας τ ' ἐξήλασεν . ᾧ τόδε
πᾶξεν ἰοστεφάνῳ ἕλκος , ἄγαλμα πόθοιο πυρισμαράγου , ὃς σβέσεν ἀνορέαν ἰσαυδέα παπποφόνου Τυρίας τ ' ἐξήλασεν , ᾧ τόδε
5216966 καταγιγνωσκειν
λυσιτελεῖν αὑτοῖς ὑπελάμβανον , καὶ τὸ μέγιστον , σφῶν αὐτῶν καταγιγνώσκειν μᾶλλον ἠξίουν ἢ ' κείνου . ὥστ ' εἰ
ἄν τις αὐτῶν σχῇ τινα φαύλην αἰτίαν , μὴ πρότερον καταγιγνώσκειν , μηδ ' ἂν ἐλέγχηται , πρὶν ἂν παρ
5216270 καταφαγῃ
οὖν φησι : τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις ἵνα τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστι . εὖ γε δρῶντες . ἆρά
. Τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις , ἵνα καὶ τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστιν . εὖ γε δρῶντες : ἆρά
5215092 ἐλεγξεις
ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη ἡ αἰσχύνη
οὖν αὐτὸν ὁ Ἀπολλώνιος , οὐδὲ γὰρ πικρὸς πρὸς τὰς ἐλέγξεις ἦν , „ ἀλλὰ μὴ τοῦτο „ ἔφη ”
5213365 κατακαιων
καὶ ἀλουτεέτω . Ἢν δὲ ἡ κεφαλὴ ἥλκωται , τρύγα κατακαίων οἰνηρὴν , σμῆγμα ποιέων , σύμμισγε τῆς βαλάνου τὸ
ἐγένετο ἀνὴρ ἱκανὸς ἐν φιλοσοφίᾳ . Οὗτος τὰ ἑαυτοῦ συγγράμματα κατακαίων , ὥς φησιν Ἑκάτων ἐν πρώτῳ Χρειῶν , ἐπέλεγε
5212273 λελυμενας
γενομένους παραβῇ , ἀλλ ' ἐννοείσθω διότι τὰς ὑπὸ Ῥωμαίων λελυμένας εἰς τὸ ἐξ ἀρχῆς ἀποκαταστήσει καὶ οὐ τάς γε
ἱμάτια ἐνδεδυμένων , τοὺς ὤμους ἔξω ἐχουσῶν καὶ τὰς τρίχας λελυμένας καὶ εὐμόρφων . ταύτας ἰδόντες ἐπεθύμησαν αὐτῶν καὶ ἐνεδύσαντο
5211798 ἐρυγγανειν
ἢ καθήμενον ἐπὶ ταῖς τῆς Ἀττικῆς ἐσχατιαῖς λιμῶδες καὶ αὐχμηρὸν ἐρυγγάνειν . Μέγα , ὦ γενναῖε , κακόν εἰσιν οἱ
δ ' ἐρεύγετο οἰνοβαρείων „ , ἀλλ ' ὁ πολιτικὸς ἐρυγγάνειν λεγέτω . Ὁ φάρυγξ ἀρρενικῶς Ἐπίχαρμος λέγει , Ἀττικοὶ
5209137 Νεφελοκοκκυγιας
τῆς καμήλου Χαιρεφῶν ἡ νυκτερίς . Τὸ μὲν πόλισμα τῆς Νεφελοκοκκυγίας ὁρᾶν τοδὶ πάρεστιν , οἷ πρεσβεύομεν . Οὗτος ,
φέρε : ὡς ἔστι Βάκιδος χρησμὸς ἄντικρυς λέγων εἰς τὰς Νεφελοκοκκυγίας . Κἄπειτα πῶς ταῦτ ' οὐκ ἐχρησμολόγεις σὺ πρὶν
5206286 ἐλεουμενος
καὶ λόγον ὑπὲρ μεγάλων γενέσθαι μὴ μικρόν , ὅπως μὴ ἐλεούμενος εὖ πάσχῃς μόνον , ἀλλὰ καὶ θαυμαζόμενος . Τῇ
ἐκένωσε τὸν οἶκον , ὥστε ὁ πατὴρ οὑμὸς ἀδελφὰς ἐπιγάμους ἐλεούμενος ἔτρεφε . τῷ δ ' αὖ πρὸς μητρὸς πάππῳ
5206067 φιλοξενιας
εἶπεν , ἢ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῶν εἰσιν οἱ δόμοι τῆς φιλοξενίας , ὅπερ ἄμεινον . τὸ δὲ ἐντί ἀντὶ τοῦ
αὐτοῖς ἀναδιδόμενον ἄνθος , φυσικήν τινα σχέσιν ἔχον ἐποχῆς , φιλοξενίας νενόμισται κτῆμα . Μαρτυρεῖ δὲ τούτοις καὶ ὁ Ποιητὴς
5198786 ἀφυας
τάγηνον παρὰ τοῖς ἀρχαίοις , ἀπὸ τηγάνου τ ' ἔφασκεν ἀφύας φαγεῖν , φησὶ Φερεκράτης . Εὔβουλος : ῥιπὶς δ
δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ ἐν μεμβράσι καὶ καμμάροις τὰς ἀφύας καταριθμεῖται διαστέλλων τὸν λεγόμενον γόνον . Ἱκέσιος δέ φησι
5196569 δραστικωτερας
ἀνάβασιν . κολάζονται γὰρ πρῶτον τὰς ἐλαφροτέρας , εἶτα τὰς δραστικωτέρας , εἶτα ἔτι μᾶλλον τὰς δραστικωτέρας . καὶ εἶθ
ἄνθρωπος ἀνόητος καὶ ἀδύνατος γένοιτο , νεκρὸς δὲ γενόμενος λοιπὸν δραστικωτέρας πιστεύοιτο μεταλαμβάνειν δυνάμεως ; ἀλλ ' οὔτε τοῦθ '
5194726 κἀνταυθ
ἐμβαλῶ . ἦ μὲν τύραννος κἀς τύρανν ' ἐγημάμην , κἀνταῦθ ' ἀριστεύοντ ' ἐγεινάμην τέκνα , οὐκ ἀριθμὸν ἄλλως
πρότερον . οὐ μὴν ἀλλ ' ἔγωγε βουλοίμην ἂν ὥσπερ κἀνταῦθ ' ὑμῖν ἔχειν ἡγοῦμαι χαρίσασθαι τῷ τι καὶ πλεῖον
5190031 Φαινιππος
τρόπον ἐγὼ νῦν ἐπιδεικνύω ; ἀλλ ' ὅμως ἐμὲ ἀντεγράψατο Φαίνιππος μὴ δικαίως ἀποφαίνειν τὴν οὐσίαν : οὕτω τὸ πρὸς
ὁμολογίαν , μισήσαιτ ' ἂν αὐτὸν ὡς ὑπερβάλλοντα συκοφαντίᾳ . Φαίνιππος τοίνυν , ὥσπερ τοῦ νόμου προστάττοντος μηδὲν ποιεῖν ὧν
5189459 λαϊδος
διὰ τὸ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . . λαΐδος ] ληΐδος , λαοῦ . μιξοθρόου ] τῶν μεμιγμένων
] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας . Ξ λαΐδος ] λαοῦ λαφυραγωγίας . θ ὀλλυμένας ] πορθουμένας .
5189441 προφητειας
ἐπ ' αὐτῶν τῶν βιβλίων γενομένοις ἀκριβέστερον τὰς ἐκείνων ἐξετάσαι προφητείας , ὅπως μετὰ τοῦ προσήκοντος λογισμοῦ τὴν καθ '
τοῦ Πολυΐστορος . . : Ἐπὶ τούτοις καὶ τῆς Ἱερεμίου προφητείας τοῦ Πολυΐστορος μνήμην πεποιημένου , ἡμᾶς ἀποσιωπῆσαι ταύτην πάντως
5176739 αἱμασσοντας
πληροῦντας . αἱμάσσοντας ] ἡμᾶς . αἱμάσσοντας ] αἱματοῦντας . αἱμάσσοντας ] ἤτοι αἱματηρὰς ποιοῦντας . Ξ ἑστίας θεῶν ]
Ἰσμηνοῦ λέγω , εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης , μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν , ταυροκτονοῦντας θ ' οἷσιν ὧδ '
5175403 στεγης
δι ' ἁρμῶν ἐξαμείβεται πύλης καπνοῦ μέλαιν ' ἄησις ἔνδοθεν στέγης . προσθεὶς πρόσωπον φλόγα μὲν οὐχ ὁρῶ πυρός ,
κλύουσαν ἐς πόλιν γόους οὐκ ἀξιώσειν , ἀλλ ' ὑπὸ στέγης ἔσω δμωαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν . Γνώμης γὰρ
5171541 ἐσε
ἡμέρας ἀφικνέονται . Ἐπισκέπτεσθαι δὲ χρὴ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐμπυήματος ἔσε - σθαι λογιζόμενον ἀπὸ τῆς ἡμέρης ἧς τὸ πρῶτον
παλαιὰς ἀντὶ καινῶν παραδώσειν , καὶ τοὺς μὲν κινδύνους ὑμετέρους ἔσε - σθαι , τὰς δ ' ὠφελείας τῶν αὑτοῦ
5167505 ποῤῥωθεν
δι ' ἧς τὰ μὲν πλησία ὁρῶμεν , τὰ δὲ πόῤῥωθεν ἢ ἐπὶ βραχὺ ἢ οὐδ ' ὅλως . τμηʹ
γνώμην καὶ ἐπεξελθὼν τῷ περὶ τῆς ὕβρεως λόγῳ , ὁδὸν πόῤῥωθεν τῷ πηλίκῳ παρεσκεύασε , τουτέστι ταῖς αὐξήσεσι , λέγων
5166134 ἀποπτωσεις
, ἄλλως ἐστὶ αὕτη θεωρητή . δεῖ δὲ μὴ τὰς ἀποπτώσεις τῶν ὑποδυομένων αὐτοὺς πρὸς διαβολὴν τῆς ὅλης φιλοσοφίας παραλαμβάνειν
δ ' ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι Ἐπειδὴ καὶ τότε τὰς ἀποπτώσεις τοῦ ἔρωτος εἶπε . Τὸ δὲ κεράσαντες τὸν ἀληθῆ
5166119 κληρονομησας
ἀτυχὴς ἀμπελῶνα κτησάμενος τῷ τρυγητῷ ἀπέθανεν . Ἀτυχὴς μέθυσος ἀμπελῶνα κληρονομήσας ἐν καιρῷ τοῦ τρυγητοῦ ἀπέθανεν . Μέθυσος καπηλεῖον ἀνοίξας
πρεσβύτην γενόμενον τὸν δεσπότην μετὰ τῆς μητρὸς ἐχειραγώγει καὶ ἀποθανόντα κληρονομήσας παρέγγραφος Ἀθηναίων πολίτης ἐγένετο . γήμας τε παιδισκάριον εὔμορφον
5165837 ἀθωιος
τυράννων δώμασιν δώσει δίκην . πέποιθ ' ἀποκτείνασα κοιράνους χθονὸς ἀθῶιος αὐτὴ τῶνδε φεύξεσθαι δόμων ; ἀλλ ' οὐ γὰρ
. [ ἀλλ ' ἐξικνοῦμαι ] πρός σε δεξιᾶς χερός ἀθῶιος ὢν ! ! ! ! ! ! π [
5165653 εἰλαπινας
δὴ τότε μυρία δῶρα μετὰ πρώτῃσι θεάων λοιβάς τ ' εἰλαπίνας τε παρέξομεν εὐμενέοντες . ” Ὧς φάτο λισσόμενος ἀδινῇ
ἀπὸ τοῦ τραχήλου ἀποβαλέσθαι : λόφος γὰρ ὁ τράχηλος . εἰλαπίνας : νῦν θυσίας . ἀδινῇ : ἀσθενεῖ , διὰ
5162815 τραχεως
δ ' ἐστὶν ἴαμα ἡ πόα , τά τε ἐξηρασμένα τραχέως ἀπὸ τῆς τῶν ὀξέων χυμῶν ὁμιλίας λεαίνουσά τε καὶ
ἢ τὴν φωνὴν σκώπτει τοῦ Κλέωνος ὅτι ταχέως ἐφθέγγετο ἢ τραχέως , ἢ πρὸς τὴν ἀπειλὴν ἣν ἠπείλησεν εἰπὼν συνταράξειν
5161863 μαινομενας
οὐδ ' ὁ Μελάμπους , ὃς μόνος τὰς Προιτίδας ἔπαυσε μαινομένας , καταστήσειεν ἄν . καὶ ἀλλαχοῦ δὲ περὶ τοῦ
πρημαινούσας τε θυέλλας ] ⌈ πεφυσσημένας [ πεφυσημένας ] καὶ μαινομένας πνοάς : πρῆσαι γὰρ τὸ ⌈ φυσσῆσαί φυσῆσαί [
5150167 ἀντεστρεφε
ἀλλ ' ἐνδέχεται τὴν ὄρεξιν ἐκκρουόμενον διαμένειν ἀτάραχον : καὶ ἀντέστρεφε δ ' ἂν πρὸς τὸν θυμὸν ἡ τῆς ἀντιλυπήσεως
: τὴν γὰρ ἀντιστρέφουσαν ἐλαμβάνομεν ἀντὶ τῆς , πρὸς ἣν ἀντέστρεφε , πρὸς τὸ δεῖξαι τὸ συμπέρασμα , ἀλλ '
5144452 ἱκεσιας
σὴ γυνὴ [ ἡ ] συνοικουροῦσα μετ ' ἐμοῦ τὰς ἱκεσίας αὐτῶν οὐκ ἀπεστράφημεν , ἀλλ ' ὑπεμείναμεν , ὡς
] τῶν θεῶν . λιτὰς ] παρακλήσεις . λιτὰς ] ἱκεσίας . λιτὰς ] δεήσεις . θ ὑπερέχοιεν : ἵνα
5144427 Καιγε
ὅτι διπρόσωπόν ἐστι : τὸ δὲ πᾶν κακὴ πρᾶξις . Καίγε ἀγάπη οὖσα , πονηρία ἐστί , συγκρύπτουσα τὸ κακόν
αὐτόν : καὶ Ἰεβλάε τὸν οἰκογενῆ αὐτοῦ σφόδρα αἰκίσαντο . Καίγε οὕτως ἐποίουν πάντας τοὺς ξένους , ἐν δυναστείᾳ ἁρπάζοντες
5129568 Ἠχθωσαν
: ὅτι ὅμοιον τὸ ΑΒΓ τρίγωνον τῷ ΔΕΖ τριγώνῳ . Ἤχθωσαν ταῖς ΑΗ ΔΘ ὀρθαὶ αἱ ΑΚ ΔΛ : ἴσον
τῆς ΔΕ , οὕτως τὸ ΑΒΓ πρὸς τὸ ΔΕΖΗ . Ἤχθωσαν κάθετοι αἱ ΑΘ ΔΚ . ἐπεὶ δὲ ἴση ἐστὶν
5128398 νεμομενης
πρώτου πάσχοντος , ὥσπερ τινὸς φλογὸς ἀεὶ μὲν τὰ σύνεγγυς νεμομένης , ἀεὶ δὲ τῶν προανημμένων καὶ προαπεσβεννυμένων , τῆς
, ὥσπερ καὶ φορβὴ ἡ τροφὴ , ἀλλὰ μειουμένης καὶ νεμομένης καὶ ἀπολλυμένης . ἀλλ ' ἓν μόνον ἀπορήσειε τις
5124594 ἐγκεντριδας
σύστημα τῶν γερόντων . σμῆνος ] τὸ σύστημα . τὰς ἐγκεντρίδας ] ⌈ ἀντὶ τοῦ [ τὰ ] κέντρα .
παντοδαπῶν κατάγωμεν . κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία . ἐγκεντρίδας θησέω ῥαβδίζειν κἂν μὲν σιωπῶ , τείρεται καὶ πνίγεται
5122111 Λαμων
ψάμμου μαλθακῆς . Ἐν τῷδε τῷ ἀγρῷ νέμων αἰπόλος , Λάμων τοὔνομα , παιδίον εὗρεν ὑπὸ μιᾶς τῶν αἰγῶν τρεφόμενον
αἵδε ὑμῖν τρισχίλιαι . Μόνον ἴστω τοῦτο μηδείς , μὴ Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν
5121853 ἀκυλος
τὴν ἀηδίαν συναλείφοντες τρισυλλάβως γράφουσιν , διὸ καὶ ἐξετάθη . ἄκυλος : ὁ τῆς πρίνου καρπός . ὑῶν δ '
. οὐδ ' ἀκύλοις : ταῖς τῆς πρίνου βαλάνοις : ἄκυλος γὰρ ὁ τῆς πρίνου καρπός . αἱ μὲν γὰρ
5121723 Βουτουν
φασι εἶναι ἱρούς . Ἔστι δὲ χῶρος τῆς Ἀραβίης κατὰ Βουτοῦν πόλιν μάλιστά κῃ κείμενος , καὶ ἐς τοῦτο τὸ
, ἐπενόεε τείσασθαι τοὺς διώξαντας . Πέμψαντι δέ οἱ ἐς Βουτοῦν πόλιν ἐς τὸ χρηστήριον τῆς Λητοῦς , ἔνθα δὴ
5121297 δακνοντι
τὸ εἶδος τοῦ Κυνικοῦ λόγου σαίνοντι ἅμα ἔοικέ τῳ καὶ δάκνοντι . Χρήσονται δ ' αὐτῷ καὶ οἱ ῥήτορές ποτε
. . οὐκ εἰκῆι δέ , ἀλλὰ συνπαρατιθεὶς ἐντέχνως τῶι δάκνοντι τὸ γλυκύ , οἷον μίσγων ἔπαινον ἁδρότερον ἐλάττονι ψόγωι
5117285 Πονηρος
. Πενία δ ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ . Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος . Παθητός ἐστι πᾶς τις
μὴ βούλου κακά . Ποθητός ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος . Πονηρός ἐστ ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος . Πενίαν
5115150 ἐπαπειλησας
ὥστε ἀνελεῖν νύκτωρ τοὺς ἑαυτῶν ἄνδρας πρὸ τῆς μίξεως θάνατον ἐπαπειλήσας ταῖς μὴ τοῦτο ποιούσαις : καὶ λῆμνον . !
Ἀλέξανδρος δὲ Ἀβισάρην διὰ τάχους ἰέναι παρ ' αὑτὸν κελεύει ἐπαπειλήσας , εἰ μὴ ἔλθοι , ὅτι αὑτὸν ὄψεται ἥκοντα
5114276 πυρεταινῃ
ὑποκλύσαι . Πρὸ δὲ τοῦ φαρμάκου τῆς πόσιος , ἢν πυρεταίνῃ , ἕωθεν μὲν διδόναι μελίκρητον ὑδαρές : τὴν δὲ
φλέγματος , ἀλλ ' ἢ ἀπὸ κόπου , ἢ ἄλλως πυρεταίνῃ , ὕδωρ θερμῆναι πολλὸν , ἔπειτα ὑπερχέων τὴν κεφαλὴν
5112122 σκληρως
τύχαις οἷοί τ ' : ἔθη γὰρ οὐκ ἐθισθέντες καλὰ σκληρῶς μεταλλάσσουσιν εἰς τἀμήχανον . λαμπροὶ δ ' ἐν ἥβῃ
ἡμῖν μεγάλως ἐγγλωττοτυπεῖν παρέδωκας , ἐπὶ ταῖσι πέτραις οὐ φροντίζει σκληρῶς σε καθήμενον οὕτως , οὐχ ὥσπερ ἐγὼ ῥαψάμενός σοι

Back