νούσημα ὑποστραφὲν μᾶλλον πιέζει ἢ καταρχάς . Ἢν δὲ μὴ καυθῇ , τοῖσιν αὐτοῖσιν αὐτὸν ἰῆσθαι οἷσι καὶ τὸν ἔμπυον
οὖν , ἵνα ὁ φίλος αὐτῷ κείμενος ἐπὶ τῆς πυρᾶς καυθῇ καὶ εὐχῆς ἐδεῖτο καὶ ἡ Ἶρις παρεκάλει τοὺς ἀνέμους
5995775 συμβας
ἀπῄεσαν ἐπ ' οἴκου . τοῦτο τὸ τέλος ἔλαβεν ὁ συμβὰς Ῥωμαίοις πρὸς Σαβίνους πόλεμος ἐπὶ τῆς Τύλλου ἀρχῆς .
ὁ δὲ ἐλθὼν οὐκ ἐμάχετο τῷ ἀδελφῷ ἀλλ ' ἢ συμβὰς ἐβασίλευσεν ἅμα αὐτῷ ἢ μὴ βουλομένῳ ἀνεχώρησε , πεισθεὶς
5633054 ἀναχωρησῃ
ἀκρατέες οἱ πόδες ἐς ὁδοιπορίην γίνονται , ἔστ ' ἂν ἀναχωρήσῃ τὸ αἷμα ἐς ἑωυτό : ἀναχωρέει δὲ τάχιστα ,
στρατοπεδευσαμένου ἐπὶ τὸν λόφον τοῦ Ταύρου δεδοικὼς , μὴ λαθὼν ἀναχωρήσῃ , ἔπεμψε Λυσίαν μετὰ πολλῶν Μακεδόνων πρὸς τὰ ὄρη
5599527 ἀρκου
ὁ ἐπιγαμῶν τέκνοις μὴ εὐδοκιμείτω . ὅταν ἀρκῇ τέκνοις , ἀρκοῦ καὶ ἀφροδισίοις . ὠμότατος τεκνοκτόνος ὁ τὰ μηδὲν ἠδικηκότα
φύσει καὶ τῇ πρὸς τὸν ἥλιον διατάσει καὶ συμπαθείᾳ μὴ ἀρκοῦ μηδὲ ἐπίμενε μόνῳ τούτῳ , ἀλλὰ τὴν διάνοιαν μεταβίβαζε
5590587 λοχαγος
στρατηγός , ὅστις χιλίαρχος πρότερον ἐγένετο , καὶ χιλίαρχος ὅστις λοχαγός , καὶ λοχαγὸς ὅστις στρατιώτης , οὕτω καὶ πόλις
: τῷ τοῦ πρώτου λόχου λοχαγῷ ὁ τοῦ δευτέρου λόχου λοχαγός , καὶ ὁμοίως τῷ τοῦ πρώτου λοχαγοῦ ἐπιστάτῃ ὁ
5509844 συγκροτειται
λέγεις . ἀλλ ' ἐκεῖνό μοι φράσον , εἰ πάλαι συγκροτεῖται αὐτοῖς ἡ ἔρις . Οὐ πάνυ , ἀλλ '
δυσχερὲς οὐδὲν ἐμοῦ στρατηγοῦντος παρὰ τῶν ἀντιπάλων γεγένηται , κρίσις συγκροτεῖται καὶ δικαστήρια : σχολῇ γὰρ ἂν Λακεδαιμονίων δῃωσάντων τὴν
5468818 ὑπερεχηται
γ ἀπὸ τοῦ μεγίστου τῷ αὐτῷ μέρει τῶν ἄκρων αὐτῶν ὑπερέχηται , ἁρμονικὴ γίνεται , καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ μέσου
ὁ μέσος τῷ ἴσῳ ἑνὸς μὲν τῶν ἄκρων ὑπερέχῃ , ὑπερέχηται δὲ ὑπὸ τοῦ λοιποῦ , ἢ ὅταν ᾖ ὡς
5400547 ἐμεῃ
ἀφιεμένου , γάλακτος ὀκτὼ κοτύλας δοῦναι πιεῖν : ἢν δὲ ἐμέῃ , καὶ μὴ πίνῃ , μυττωτὸν δριμύν . Ὥστε
ϲώματοϲ ϲτάγδην ῥέῃ καὶ γαϲτὴρ μὴ ἐπίϲχηται καὶ ὁ ϲτόμαχοϲ ἐμέῃ ἔτι ξὺν τάϲει καὶ λειποψυχίῃ , καὶ οἴνου βραχὺ
5390069 ἐθελησῃ
μᾶλλον ἢ χάριν εἰδέναι , κἂν εὐεργεσίας παρ ' ἡμῶν ἐθελήσῃ λαμβάνειν . ἐφ ' ᾧ οὐδ ' ὀφείλεσθαι χάριν
ὑποβολιμαῖος νομισθῇ : πάντα δ ' ἐξευμαρίζει θεὸς ἃ ἂν ἐθελήσῃ καὶ τὰ δυσκατόρθωτα . τροφῆς οὖν ἤδη βασιλικῆς καὶ
5361813 τρικλινα
οἱ τοῖχοι ἁλουργέσι καὶ διαχρύσοις ἐμπεπετασμένοι ὕφεσι . Καὶ δώδεκα τρίκλινα διαστρώσασα , ἐκάλεσε τὸν Ἀντώνιον , μεθ ' ὧν
ἐμβάψαιτο πᾶς ἐλεύθερος : ἐλᾳδίου κοτύλη τε παραναλωμένη σέσωκέ μοι τρίκλινα πεντήκοντ ' ἴσως . δραχμῶν τριῶν γλαυκίσκον . .
5350905 καθαρῃ
τὰ βρώματα καὶ πόματα , ἑτέρα καὶ δευτέρα , ἵνα καθάρῃ τὸ αἷμα , ὅπως καθαρὸν γινόμενον τρέφῃ ὅλα τὰ
ῥεῦμα χειμάρρου τὴν φορὰν τῆς κακίας ἀποχετεῦσαι γλιχόμενος , ἵνα καθάρῃ τὸ γένος ἡμῶν , ἰσχὺν καὶ κράτος δίδωσι τοῖς
5329233 λοπασι
ὧν αἱ ποιότητες . ἀφύα βραχύτατόν ἐστι , συναγελαστικόν , λοπάσι σκευαζόμενον . ἀλώπεκες , ἵππουροι , θρίσσαι , λέρος
, πολύτροφος , βρωμώδης , διὸ μετὰ σινάπεως ἐσθίεται καὶ λοπάσι : κρεῖττον δὲ τὸ ὑπογάστριον . θύννος καὶ θυννίς
5328094 ἠκολουθει
γὰρ παρὰ προσδοκίαν μόνον ἐπηνέχθη , ἀλλ ' οὐδ ' ἠκολούθει τοῖς προτέροις : ἡ δὲ τοιαύτη ἀνακολουθία καλεῖται γρῖφος
: ἄλλως τε , εἰ ἔφασκεν ἄρχειν ὡς πρεσβύτερος , ἠκολούθει τῷ λόγῳ τὸ τῶν κτημάτων μέρος δεῖν ἀπονέμειν :
5272960 βλεπῃ
εἰσιν . οὐθὲν γὰρ τούτων ἀντιμαρτυρεῖται ταῖς αἰσθήσεσιν , ἂν βλέπῃ τις τίνα τρόπον τὰς ἐναργείας , τίνα καὶ τὰς
ἐστι νῆστις . εἰς τοὺς καλοὺς δ ' ἄν τις βλέπῃ , καινὸς θεατροποιός : ὑφείλετ ' ἄρνα ποιμένος παίζων
5254096 ἐγκρυψον
ῥίζαν ἢ κράμβηϲ ἢ ϲεύτλου ἢ λαπάθου φύλλα ἐνδήϲαϲ θερμοϲποδίᾳ ἔγκρυψον , ὅταν δὲ μαλακυνθῇ , ϲὺν ἁλὶ τρίψαϲ ἐπίθεϲ
πλέον ἀνασπᾶν κέλευε . ἢ θύμον στέατι φυράσας εἰς τέφραν ἔγκρυψον , καὶ ὅταν ὀπτηθῇ , συντρίψας κέλευε τὴν ὀσμὴν
5241331 χαραδρα
Ἀλέξανδρος ἐν τῷ περὶ Εὐξείνου πόντου μυθολογεῖ . Ἰαπίς , χαράδρα Ἀττικὴ εἰς Μέγαρα ἀπάγουσα , ὡς Καλλίμαχος Ἑκάλῃ .
παρέτρεψαν εἰς τὴν ἑαυτῶν χώραν . Πολλὴ δὲ γενομένη ἡ χαράδρα ἐλυμήνατο αὐτῶν τὰ γεώργια , καὶ τὰς οἰκίας κατέβαλεν
5236002 ἐπιστατῃ
τε καὶ νεώτατον αἰεὶ λέγεσθαι : καὶ γάρ , ὅταν ἐπιστατῇ τῆς ποίμνης μετὰ τῶν νόθων ἀδελφῶν , νέος προσαγορεύεται
προσήκει γίγνεσθαι πόλει τούτου μηδαμῇ μηδὲν ἐλλείπουσα ἄρχῃ τε καὶ ἐπιστατῇ . Κάλλιστα αὖ τὸν βασιλικὸν ἀπετέλεσας ἄνδρα ἡμῖν ,
5219504 ξυλευεται
ἐν τρισκαιδεκάτῃ τῶν Φιλιππικῶν φησί . Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται : παρόσον ἀνὴρ μέγας ὅταν σφαλῇ , πάντες κατ
τοῖς μὴ διὰ πειθοῦς εἴκουσιν . Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται : ἐπὶ τῶν ῥᾳδίως λαμβανόντων ἃ πρότερον μόλις ἠδύναντο
5206615 σημηνῃ
' ἀναστρέψωσιν οἱ πολέμιοι καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν , ἀναστρέψαντας ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσθαι μὲν τοὺς
ἱππέας ἐκέλευσεν ὀπίσω τῶν ἐλεφάντων ἀτρεμεῖν , ἕως αὐτός τι σημήνῃ . γενομένων δ ' ἐν χερσὶ πάντων οἱ μὲν
5195324 συμπαρην
στέφανον εἶχεν ἐλαίας χρυσοῦν . καὶ Πρίαπος δ ' αὐτοῖς συμπαρῆν ἔχων στέφανον κίσσινον ἐκ χρυσοῦ . Κόρινθος δ '
πρὸς ταῖς ὀγδοήκοντα , βοηθήσων τοῖς μετὰ τοῦ Δωριέως : συμπαρῆν δὲ καὶ τὸ πεζὸν στράτευμα τοῦ Φαρναβάζου , βοηθοῦν
5191104 διετεταχατο
τὸ πρῶτον φυλακτήριον : δραμόντες ἐπέθεντο τοῖς πρώτοις φυλάσσουσιν . διετετάχατο : διατεταγμένοι καὶ μεμερισμένοι ἦσαν οἱ ἐν τῇ νήσῳ
καὶ Κύπρον καὶ Φοινίκην Μέτελλος Νέπως . ὧδε μὲν αὐτῷ διετετάχατο οἱ στρατηγοὶ ἐπιχειρεῖν τε καὶ ἀμύνεσθαι καὶ φυλάσσειν τὰ
5187015 προτασσηται
ὁ δὲ ὀπίσω αὐτοῦ τεταγμένος ἐκ δόρατος τοῦ οὐραγοῦ παραπορευόμενος προτάσσηται τοῦ οὐραγοῦ , καὶ οἱ λοι - ποὶ ὁμοίως
διάστημα : ἀλλ ' ἐν ταῖς συμβολαῖς , ὅταν μὲν προτάσσηται ἡ πρώτη τάξις , δεῖ ὡς πρὸ ἑνὸς μιλίου
5184770 μολιβδους
ἐπιτίθει σὺν τῷ ἄνθει : ἐπὴν δὲ ἀλθαίνηται , τοὺς μολίβδους χρίων τῷ μέλιτι ἐστίθει , ἄχρις ἂν ὑγιὴς γένηται
προστιθέναι : ἔπειτα λοῦσαι θερμῷ ὕδατι , καὶ ἐντιθέναι τοὺς μολίβδους : μετέπειτα δὲ ἁλὸς χόνδρους καὶ σμύρναν ἐς τρυχίον
5178323 Φιλομητωρ
, τὸν δὲ τῆς γυναικὸς ἐνθουσιασμὸν προσεκύνει καὶ ἐσεβάζετο . Φιλομήτωρ γοῦν τις αὐτῆς ἀνεψιὸς ὤν , τοῦ τε κάλλους
. ταυτὶ δὲ οὐκ ἔστι μὲν ὅτε οὐκ ἐπιστεύετο , Φιλομήτωρ δὲ ἥκων καὶ τοιαῦτα ἐπέθηκεν , ὥστε μικρά με
5177542 συμφεροι
εἰ καλῶς σφίσιν ἔχοι : ἤγουν σὺν τούτῳ , εἰ συμφέροι αὐτοῖς ἡ ἐκεχειρία . ἀνοκωχῆς : ἤγουν διακοπῆς .
γέγονεν αὐτόματον , καὶ ταῦθ ' ὡς ἂν ὑμῖν μάλιστα συμφέροι . εἰ μὲν γὰρ ὑφ ' ὑμῶν πεισθέντες ἀνείλοντο
5155496 στυφων
ἐστι κομιζόμενος ἐκ τῆς βαρβάρου , ὑπόξανθος , παχύς , στύφων ἱκανῶς κατὰ τὴν γεῦσιν . Μαλαβάθρου φύλλον ἐστὶ καλὸν
ἀμπέλου , ἢ βάτου , ἢ κυνοσβάτου , ἢ μήλων στύφων , ἢ οὔων ἀώρων , ἢ ῥοῦ , τοῦ
5150174 πολτῳ
θ ἢ ι , καθάρωμεν αὐτοὺϲ τῷ διὰ τῆϲ κολοκυνθίδοϲ πόλτῳ , μὴ πρὸϲ ἅπαξ ἀλλὰ πλεονάκιϲ , ἐκ τοῦ
τὰ καθαρτικὰ χωρητέον , πρώτῳ τε χρηστέον τῷ διὰ κολοκυνθίδος πόλτῳ , ἐξ οὗ καταπότια Ποντικοῖς καρύοις ἴσα ὀκτωκαίδεκα διδόναι
5146487 ἐπιμαρτυρῃ
. Κρόνου ἀπὸ κέντρου ἀπορρέοντος , ἐὰν Ἄρης ἐπιφέρηται καὶ ἐπιμαρτυρῇ τις αὐτῶν τῷ Διὶ ἢ τῷ Ἡλίῳ , ἐπὶ
κύριος τοῦ ζῳδίου καὶ τῶν ὁρίων ἐπιβλέπῃ τοὺς φωστῆρας ἢ ἐπιμαρτυρῇ ποθεν τούτοις . Ἡ Σελήνη ὡροσκοποῦσα ἢ μεσουρανοῦσα ἐπὶ
5143779 ἀποιδεῃ
διὰ τῶν πλευρέων ἰῆ - σθαι : ἢν δὲ μὴ ἀποιδέῃ , λούσαντα πολλῷ θερμῷ , καθίσαι ὥσπερ τοὺς ἐμπύους
μὴ ψοφέῃ , ποιέει γὰρ τοῦτο ἐνίοτε , ὁκότερον ἂν ἀποιδέῃ καὶ ὀδυνᾶται μᾶλλον , τοῦτο τάμνειν ὡς κατωτάτω ὄπισθεν
5143199 προπεμποντας
μὲν καταλελοιπότας , Καίσαρα δ ' ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἀθρόως προπέμποντας . Ἐδόκει δέ τισι μηδ ' ἂν ἀποσχέσθαι αὐτοῦ
ἦγεν τὴν γυναῖκα , ἔπειτα [ ] δὲ παῖδας τοὺς προπέμποντας αὐτὴν ἀκολουθεῖν καὶ Διώξιππον : καὶ γὰρ οὗτος ἠκολούθει
5140362 ἐπιτυχῃ
ὡς τὰ μὲν αὐτῶν εὑρίσκειν ἵνα αἱρήσηται καὶ πῶς αὐτῶν ἐπιτύχῃ βουλεύσηται , τὰ δὲ εὑρίσκειν ἵνα ἐκφεύξηται , καὶ
τὰ νοσσία αὑτοῦ . ἐὰν οὖν τις τὴν βοτάνην ταύτην ἐπιτύχῃ , πρὸς πολλὰ ποιήσει ἃ οὐκ ἔξεστι λαλεῖν .
5133644 παρατιθῃς
. καὶ παρατίθει γ ' αὐτά , παῖ , ὅταν παρατιθῇς , μανθάνεις ; ἐψυγμένα . ἀτμὸς γὰρ οὕτως οὐχὶ
σιλουρισμός . ἂν Βυζαντίους , ἀψινθίῳ σπόδησον ἅττ ' ἂν παρατιθῇς , κάθαλα ποιήσας πάντα κἀσκοροδισμένα . διὰ γὰρ τὸ
5132927 ἐπιπεμφθεις
καὶ αὐτῶν Ποσηνούς , ἀποχωρήσαντος τοῦ Καίσαρος , ἀποστάντας , ἐπιπεμφθεὶς αὐτοῖς Μᾶρκος Ἕλβιος εἷλεν καὶ τοὺς μὲν αἰτίους ἔκτεινε
δεσπόταις ἐκρέμασε . Τῷ δ ' αὐτῷ χρόνῳ καὶ Λέντλος ἐπιπεμφθεὶς Ἀνδριάκῃ Μυρέων ἐπινείῳ τήν τε ἅλυσιν ἔρρηξε τοῦ λιμένος
5115741 ἀνεβιω
τρία καὶ εἴκοσι καὶ ἑκατόν , καὶ ὅτι τρὶς ἀποθανὼν ἀνεβίω τρίς : ἐμοὶ δὲ οὐ πιστὰ δοκοῦσιν . ὅτι
; σπεύδετε , ὦ τᾶν . ὁ γὰρ Τιθύμαλλος οὕτως ἀνεβίω κομιδῇ τεθνηκώς , τῶν ἀν ' ὀκτὼ τοὐβολοῦ θέρμους
5113826 ἱπποτης
, καταλείψας τὸν τόπον ἔνθα ἔκειτο . ὧδε πολὺς λαὸς ἱππότης πρόδρομος , ἤτοι δρομαῖος ἢ προτρέχων τῶν ἄλλων ,
βοῇ τὴν ἀσπίδα , πεζός , στρατηγός , ταξιάρχης , ἱππότης . τῆς ἡμέρας δὲ τῆς ῥοδόχρου λαμπάδας ἐκ τῶν
5111481 θαλλοντας
καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός , οὐδ ' ἐργάτης σίδηρος εὐιώτιδος θάλλοντας οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει , ἀλλ ' ἦν ἀκύμων †
τὸ θεῖον ἀεὶ κλάδους ἐπεφέροντο νεωστὶ δρεφθέντας ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας καὶ εἰρίοις πολυχρόοις ἀναδεδεμένους , οὓς
5109901 αὐλητρις
ἄλλα μακρῷ ἀναγκαιότερα ἑκὼν ἐγὼ νῦν παρίημι . ὡς καὶ αὐλητρὶς ἧκεν ἐκ τῆς πλησίον κώμης αὐτοῖς καὶ ὡς δῶρα
ὡς ἐν θαύματι ἀργύριον ἐλάμβανεν . ἐπεὶ δὲ αὐτοῖς ἡ αὐλητρὶς μὲν ηὔλησεν , ὁ δὲ παῖς ἐκιθάρισε , καὶ
5103285 βλαψῃ
ῥίζαν ἀφεψοῦσι καὶ λούουσι τῷ ἀφεψήματι . Ἐὰν ἥλιος ἐγκαύσας βλάψῃ τὰ πρόβατα , καὶ πίπτῃ συνεχῶς καὶ μὴ ἐσθίῃ
βόας , ἵνα μὴ τὸ πῦρ ἀντικειμένης τῆς πνοῆς [ βλάψῃ τοῦτον , ἀλλ ' ] ὄπισθεν φερομένης ὥσπερ συντρεχούσης
5102451 προσιῃ
ἐπὶ γῆς βεβηκότες πολὺ μὲν ἰσχυρότερον παίσομεν , ἤν τις προσίῃ , πολὺ δὲ μᾶλλον ὅτου ἂν βουλώμεθα τευξόμεθα .
εἰς θεραπείαν σομβάλλεται . ἐὰν γάρ τις μὴ διαγνοὺς ἀκριβῶς προσίῃ , κίνδυνος πρόπτωσιν ἐπακολουθῆσαι ἀνακαθαιρομένων τῶν ἑλκῶν καὶ μάλιστα
5098098 κελευετω
ζωμὸς διὰ τῶν ὁδῶν κυλινδείτω κρέα , πλακοῦς ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω . καὶ Μεταγένης ἐν Θουριοπέρσαις ἀδιδάκτῳ καὶ αὐτῷ :
ζωμὸς διὰ τῶν ὁδῶν κυλινδείτω κρέα , πλακοῦς ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω . ἀλλᾶς μαχέσθω περὶ ἕδρας παροψίδι . ἐγὼ μὲν
5095032 αἱρῃ
οἶδεν , οἷόν τε μὴ εἰδέναι . καὶ τούτων πότερα αἱρῇ ; Ἄπορον αἵρεσιν προτίθης , ὦ Σώκρατες . Ἀλλὰ
μάλα δὴ οὕτως ἔχει , ὦ Σώκρατες . Πότερον οὖν αἱρῇ , ὦ Σιμμία ; ἐπισταμένους ἡμᾶς γεγονέναι , ἢ
5087160 παροξυνομενοϲ
ἀπυρεξίαν παύεϲθαι διενήνοχεν , ὅ τε καθ ' ἑκάϲτην ἡμέραν παροξυνόμενοϲ ὁμοίωϲ πάντα ἔχει τὰ γνωρίϲματα τοῖϲ ἀκριβέϲιν ἀμφημερινοῖϲ ,
ἀκριβεῖ καῦϲοϲ , ἀμφημερινῷ δὲ ὁ καθ ' ἑκάϲτην ἡμέραν παροξυνόμενοϲ , εἰϲ ἀπυρεξίαν δὲ μὴ παυόμενοϲ , οὕτω δὲ
5086451 κᾀν
τιτάνῳ , τουτέστι ζώσῃ ἀσβέστῳ , ἐπιβάλλουσι τοῦ οἴνου : κᾂν μὲν ὕδωρ ἔχῃ ὁ οἶνος , διαχύσει τὴν ἄσβεστον
κεφαλὴν κατάγματα ποσαχῶς τε γίνεται καὶ ὅπως θεραπεύεται εἴρηται . κᾂν ἐν προσώπῳ κάταγμα γένηται , ὡς τὰ ἐν τῇ
5085089 δυσδιαφορητος
μόριον ἀλθαίας ῥίζης ἐνεψηθείσης . ὅταν δὲ δυσεκπύητος ᾖ καὶ δυσδιαφόρητος ὁ ὄγκος , τῷ διὰ τῶν ἰσχάδων καταπλάσματι χρήσῃ
, καταπλάττειν . ἐφ ' ὧν μέντοι δυσεκπύητός τε καὶ δυσδιαφόρητος ὁ ὄγκος ἐστί , τοὺς ἐσφηνωμένους χυμοὺς ἡγητέον εἶναι
5078524 καθαιρηται
μέλι ἐπιχέων πουλύ : καὶ ἕως μὲν ἂν τὸ αἷμα καθαίρηται , καὶ ὀδύναι ὀξέαι ἔχωσι , καὶ ὀλίγον διαλείπωσι
τὸ φάρμακον ἐφ ' ἑκάστῃ προσθέσει , μέχρις ὅτου ὕφαιμα καθαίρηται : ὅταν δὲ τοιαῦτα καθαρθῇ , πεπαύσθω . Διαιτῇν
5076350 ὡπλισμενων
ἄλλων . τοὺς μὲν οὖν πολλοὺς τῶν τε ἀόπλων καὶ ὡπλισμένων ἐπὶ τὰ τετειχισμένα μάλιστα καὶ ἐχυρὰ τοῦ χωρίου πρὸς
μὲν τῶν ἀνόπλων πρὸς τοὺς ὡπλισμένους , ἀπὸ δὲ τῶν ὡπλισμένων πρὸς τοὺς ἀνόπλους : ἀπὸ μέν γε τοῦ πλήθους
5073209 μοσχεια
Ἀπόλλωνός ἐστι , καὶ ὁ τοῦδε τοῦ θεοῦ ἱερεὺς κρέα μόσχεια διασπείρει τῶν τῷ θεῷ τεθυμένων , ὀρφῴ τε οἱ
τὴν αὐτὴν τράπεζαν κρέα ἄρνεια , ἐρίφεια , χοίρεια , μόσχεια , ὀρνίθεια , σὺν πολλοῖς ἄρτοις τοῖς μὲν πυρίνοις
5071329 προσβλεπων
, ἐν τοῖς πολίταις ὑπεροπτικός εἰμι καὶ ὑπέρογκος , οὐ προσβλέπων τοὺς πολίτας ὄμματι λαμπρῷ καὶ ὑπερηφάνῳ , ἀλλὰ προσμειδιῶντι
' ὦ Χάρων , ἦ που σφόδρα θυμοῖ ; καρυκκοποιοὺς προσβλέπων βδελύσσομαι . τοὺς Δελφούς * * τίς ὑποκεκρυμμένος μένει
5058990 δημοκοινος
εὑρόντες τινά ἐγὼ δὲ χερσὶν ἄγραν βρίακχον οἷος γὰρ ἡμῶν δημόκοινος οἴχεται × – τὸ δ ' ἔγχος ἐν ποσὶν
αἵρεσις , διασκώπτων τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνά φησι : καὶ δημόκοινος ἐπεχόρευσε δαψιλὴς θέρμος , πενήτων καὶ τρικλίνου συμπότης .
5055933 ἐμπλησθῃ
πιέζειν ἡσυχῇ , ὅπως μήτε πονῇ αὐτὸ ἕλκον μήτε ἀθρόως ἐμπλησθῇ , καὶ δὶς τῆς ἡμέρας ἢ τρὶς τὸ πλεῖστον
καὶ ἐγχέοι ἡσυχῇ ἐς ἓν τῶν χαλκείων ὕδωρ μέχρις οὗ ἐμπλησθῇ ἀπὸ τοῦ ὕδατος πάντα : ἀπὸ γὰρ τοῦ ἑνὸς
5043288 νεαρα
οἱ κλάδοι τὰ φύλλα τὰ ξηρά , καὶ ἀναφύουσι πτίλα νεαρὰ καὶ ὡραῖα οἱ ἱέρακες ὡς τὴν ἄνθην τὰ δένδρα
ἀμφικαθίζεσθαι : ἢ φηγὸν τρίβουσα προστιθέσθω : σκόροδά τε τρώγειν νεαρὰ , καὶ μελίκρητον ἐπιπίνουσα ἐμεέτω . Ὅσῃσι δὲ ἐμμένει
5041250 προειρητο
αἱρέεσθαι : παρέχειν γὰρ ἂν Ἀβδηρίτῃσι , εἰ καὶ ἄριστον προείρητο ὅμοια τῷ δείπνῳ παρασκευάζειν , ἢ μὴ ὑπομένειν Ξέρξην
ξυμμαχίαν πρῶτον , ἔπειτα ἐκεῖθεν ἐς Ἄργος ἐλθόντες , καθάπερ προείρητο , Ἀργείων ξύμμαχοι ἐγένοντο . διαφερόμενοι γὰρ ἐτύγχανον τοῖς
5039750 παρετιθει
τὰ παράδοξα ἐκεῖνα τὰ ἐν ἐμοὶ παίγνια ἐν τῷ δείπνῳ παρετίθει . ὁ δὲ ἐμὸς ἐπιστάτης πρόσοδον εὗρεν ἐξ ἐμοῦ
βρῶμα διδοὺς ἆθλα τοῦ πορισθέντος οὐχ ἑτέραις ἡδύνων ταῦτα τιμαῖς παρετίθει , πολὺ δὲ μᾶλλον αὐτὸς ἀπολαύων αὐτῶν , νοῦν
5036444 ἐξανισταμενος
Ὑπερβόρεον : τούτου δὲ τεκμήρια ἔχεσθαι ὅτι ἐν τῷ ἀγῶνι ἐξανιστάμενος τὸν μηρὸν παρέφηνε χρυσοῦν καὶ ὅτι Ἄβαριν τὸν Ὑπερβόρεον
, . , . * . Ἀκτάζων : ἀντὶ τοῦ ἐξανιστάμενος : ἀπὸ τοῦ ἄττω ἀττάζω καὶ ἀκτάζω τροπῇ τοῦ
5035588 σπιθαμιαιος
, μικρότερα δὲ καὶ λιπαρώτερα καὶ ἐρυθρά : θάμνος δὲ σπιθαμιαῖος , εὔστομος , δριμύς , εὐώδης . Κότινος ,
ῥίζαν δὲ πολυσχιδῆ καὶ βαθεῖαν . Ὀρεοσέλινον : καυλός ἐστι σπιθαμιαῖος εἷς ἐκ ῥίζης λεπτῆς , περὶ δ ' αὐτὸν
5031400 διαπνειν
καλαμίνου , ἄνωθέν τε αὐτῆς ἐπίρριψον σκεπάσματα πρὸς τὸ μὴ διαπνεῖν τὸ ὄξος , ὡς ἂν διαλυθεῖσα καὶ διαρρεύσασα καταπέσῃ
' αὐτοῦ πνεῖν , ἀναπνεῖν , ἀποπνεῖν , ἐκπνεῖν , διαπνεῖν , πνέων , ἀποπνέων , ἐκπνέων , διαπνέων ,
5030522 χορηγουντος
αὐτῇ σύνοικον ἔχειν ἐρῶντα : ποία γὰρ ἀνδρὸς εὔνοια μὴ χορηγοῦντος ἐσθήματα καὶ χρυσόν ; ἐκ τοιούτων ἐπανερχομένη σοι λόγων
προσφυῶς ἂν ἀποτελοῖντο , μὴ τοῦ λόγου παρ ' ἑαυτοῦ χορηγοῦντος τὰ δέοντα . Τὴν διαφορὰν τίθησιν ἣν ἔχουσί πως
5021460 πελειαδος
' ὅλου ἔτους ὀχεύεται καὶ τεκνοποιεῖ ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος . κυνὸς δὲ τῆς ἀναιδοῦς κατὰ τὸν Ὅμηρον εἵνεκ
εἴλει ῥόος : ἄκρα δ ' ἔκοψαν οὐραῖα πτερὰ ταίγε πελειάδος , ἡ δ ' ἀπόρουσεν ἀσκηθής , ἐρέται δὲ
5018006 ξυλλαβῃ
ἢ αἰσθανομένη ἢ πειραθεῖσα , οὐ πρότερον ἀνίπταται , πρὶν ξυλλάβῃ λίθον τῷ στόματι ἕρμα εἶναι αὐτῇ πρὸς τὴν πτῆσιν
, μηδὲ κάταντες : καθέζεσθαι δὲ ἐπὶ μαλθακὰ , ἢν ξυλλάβῃ : τὴν δ ' ἄλλην δίαιταν τὴν αὐτὴν ποιέεσθαι
5016994 ἐδεξιωσατο
στάχυσι . ” καὶ ὁ βασιλεὺς θαυμάσας αὐτὸν καὶ δώροις ἐδεξιώσατο . τῇ δὲ μετ ' ἐκείνην ἡμέρᾳ πάλιν ὁ
τὰ καὶ Ἑκατόμβαια λεγόμενα : ἔγνω αὐτόν , ἀντὶ τοῦ ἐδεξιώσατο αὐτὸν νενικηκότα . καὶ τὰ ἔργα τὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ
5015598 ὀρνιθοθηρας
καὶ πόλεις ἐρημοῦνται , ὅταν οἱ προεστῶτες χαλεπαίνωσιν . ] ὀρνιθοθήρας ὄρνισιν ἵστη παγίδας . κορυδαλὸς δὲ τοῦτον πόρρωθεν ἰδὼν
ματρυλείῳ τὸν βίον ; . . . ὀρνιθευτής . ὁ ὀρνιθοθήρας : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Προξένου , Πλάτων ἢ
5012273 ὑποκαιε
καὶ ἕψε μαλακωτάτῳ πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ ἡ διὰ
ἐπὶ ἡμέρας ζʹ . Εἶτα μετάβαλλε ἐν λοπάδι , καὶ ὑπόκαιε ὥρας γʹ . Εἶτα ἀπόξυσον τὴν ἄχλην , καὶ
5010673 καταστοχαστεον
οὖν , φησίν , καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀπλανῶν ἀστέρων καταστοχαστέον . Πάλιν δὲ λέγει ὅτι οἱ ἔχοντες τὴν Σελήνην
κατὰ τὴν γένεσιν . καὶ εἰ ἐπιταθῇ αὐτὴ τοῖς νοσοῦσι καταστοχαστέον τούτου . ὅταν δέ τις δοκῶν εὐημερεῖν καὶ ἐν
5009467 Ιωβαβ
Ιωβαβ πρὶν ἢ ὀνομάσαι με ὁ Κύριος Ιωβ . ὅτε Ιωβαβ ἐκαλούμην , ᾤκουν τὸ πρὶν ἔγγιστα εἰδωλίου θρησκευομένου :
κοιμωμένου μου ἦλθέν μοι μεγάλη φωνὴ ἐν μείζονι φωτὶ λέγουσα Ιωβαβ Ιωβαβ . καὶ εἶπον Ἰδοὺ ἐγώ . καὶ εἶπεν
5003725 διεσχεν
ἤδη προσκειμένων σφίσι τῶν Μακεδόνων . καὶ ἐν τούτῳ ἵνα διέσχεν ἡ ἵππος ἡ Ἀλεξάνδρου ἐς φυγὴν πάντες ἐπεστράφησαν .
αὐταῖς πολλούς . ὡς δὲ ἐς πλάτος ἤδη ὁ ποταμὸς διέσχεν , ἐνταῦθα δὴ ὅ τε ῥοῦς οὐκέτι ὡσαύτως χαλεπὸς
5003397 συμποτης
πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε
ὑπηρέτης κατ ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ , ἀλλ ' οὐ συμπότης ὤν . ἐπεὶ δὲ τοῖς χείλεσι τὴν κύλικα προσῆγεν
4999154 λοιδορησαμενος
τοῖς χρόνοις κατὰ Φίλιππον . οὗτός ἐστιν ὁ καὶ Ἀθηναίοις λοιδορησάμενος , καὶ σῴζεται αὐτοῦ τῶν παρῳδῶν βιβλία τέσσαρα .
πενήτων . καὶ δή ποτε ἐν ἐκκλησίᾳ πολλὰ τῷ Μεγακλεῖ λοιδορησάμενος καὶ ἀπειλήσας ἀπηλλάγη κατατρώσας δὲ ἑαυτὸν οὐ καιρίοις τραύμασι
4998715 ἱππασια
χῶμα ἀρθῇ τῶν ἀρωμάτων πᾶς τε ὁ τόπος πληρωθῇ , ἱππασία περὶ τὸ κατασκεύασμα ἐκεῖνο γίνεται , πᾶν τε τὸ
ψύχειν : ἀτὰρ οὖν καὶ ἐξήρκεσεν αὐτῷ πόνων μὲν ἡ ἱππασία , φαρμάκων δ ' ὄρχις κάστορος πινόμενος : δίαιτα
4997681 δεδεσθω
αὐτὸν ἢ ἀποτεῖσαι . ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Ὅμοιός γ ' , οὐ
μὲν τὰ ὀθόνιά νυν ἐπ ' ἀριστερὰ ἢ ἐπὶ δεξιὰ δεδέσθω Ὀθόνας τοὺς ἐπιδέσμους καλεῖ . “ ἐπ ' ἀριστερὰ
4994973 σφαττουσι
χρυσόκερων ] ὅταν ὑπέρ τινων καλῶν εὐχαριστήρια θεοῖς θύωσι , σφάττουσι βοῦν χρυσόκερων : ἐμὲ οὖν , φησίν , ὡς
ἅπαξ τῶν τειχῶν γένωνται , πυρπολοῦσι πάντα καὶ παίουσι καὶ σφάττουσι καὶ ἐξελαύνουσιν , οἷα εἰκὸς ἁλισκομένης ψυχῆς καὶ ἐξηνδραποδισμένης
4988667 σβεσον
ἀνῆψε κατ ' ἐμοῦ : τοῦτο πρῶτον , Μενέλαε , σβέσον τὸ πῦρ . καλὸν τὸ οἰώνισμα πρὸ πολέμου συμβολῆς
ἴθι οὖν , ὦ γενναῖε , κώλυσον καὶ κάτασχε καὶ σβέσον πείσας τὸν κατήγορον ὡς , εἰ καὶ ῥᾷστον ἑλεῖν
4987829 ἀποθηται
καὶ ἐξευμενίσασθαι τόνδε , ἵν ' οὕτως ἰάσεως τύχῃ καὶ ἀποθῆται τὰ δυσχερῆ καὶ παύσηται ποινηλατούμενος . Προφητεύουσι δὲ οἱ
εἰς τὰ ἴδια , ἵνα τὸν ἀγερθέντα χρυσὸν τῷ θεῷ ἀποθῆται εἰς τὸ ἐν Ὑπερβορέοις ἱερόν . γενόμενος δὲ ἐν
4987374 καυσαι
. τομή , τεμεῖν ἐκτεμεῖν . ἐμπρῆσαι , καῦσις , καῦσαι . φαρμακεία , φαρμακοποσία : τὸ δὲ φαρμάξαι ἀμφίβολον
Ἢν δὲ τοῖσι δακτύλοισι τοῖσι μεγάλοισιν ἡ ὀδύνη ἐγκαταλείπηται , καῦσαι τὰς φλέβας τοῦ δακτύλου ὑπὲρ τοῦ κονδύλου ὀλίγον ,
4985888 ἐπανηκε
ὅ σε προυτρεψάμην , μέμφομαι . ἔτι οὖν καὶ νῦν ἐπάνηκε , εἴ σοι ὄντως μέλει καὶ οὐ καλλωπίζῃ ἐπὶ
οὐ γὰρ οὕτως οἴομαί σε Φάλαριν αἰδεῖσθαι ὡς Τελεσίππην . ἐπάνηκε οὖν καὶ τοῖς ποθοῦσιν ἀποδίδου σαυτόν , εἴθ '
4985778 παλαιστης
δὲ οἱ λέγοντες σὺν τῷ ι καὶ σὺν τῷ σ παλαιστής , ὁμωνύμως τῷ ἀθλητῇ . ὁ μέντοι ἀθλητὴς παλαιστὴς
εἰσι δυναστεῖαι καὶ ὠνηταί , μεταξὺ τούτων εἰσίν . ὥσπερ παλαιστής . ἔθος γὰρ τούτοις , ὅταν πέσωσιν ὁμοῦ ,
4978183 μολυνῃ
παλαιῷ ἀρκοῦντι , ἵνα μὴ διαρρέῃ εἰϲ τὸ ϲτόμα καὶ μολύνῃ : διαφορεῖ γὰρ γενναίωϲ καὶ τὰϲ ὀδύναϲ παραμυθεῖται .
βάλλε τὸν κηρὸν καὶ τὴν πιτυΐνην καὶ , ἐπὰν μηκέτι μολύνῃ , βαστάσας κατακένωσον εἰς θυΐαν καὶ τῇ σπάθῃ μαλάξας
4977923 ἀρνον
ἐξανίσχει τῆς τάφρου πεποιημένος ἀπὸ δρυὸς , φέρων ἀπαιωρούμενον οὐκ ἀρνὸν ἢ χίμαρον , ἀλλὰ κύνα λεπτοῖς ἱμᾶσι τοὺς διδύμους
ἐβόησε μετανοῶν : Οἴησις ἡμῖν πημάτων παραιτία . Λύκος δὲ ἀρνὸν εὑρὼν πεπλανημένον οὐκ ἀφήρπασε χειρὶ δυνατωτάτῃ , ἀλλ '
4975657 καταβεβηκεν
τῶν αὐχένων ὅρμοι καθεῖνται , καὶ ἄχρι τῶν ποδῶν ἐσχάτων καταβέβηκεν ὁ ἄθλιος χρυσὸς ἅπαν , εἴ τι τοῦ σφυροῦ
τὸ δὲ ὄνομα τῶν Θηβῶν ἐς ἀκρόπολιν μόνην καὶ οἰκήτορας καταβέβηκεν οὐ πολλούς . τὰ δὲ ὑπερηρκότα πλούτῳ τὸ ἀρχαῖον
4974604 ταινιαις
δὲ ἀκεσαμένου τὸ τραῦμα τοῦ Διονίκου ἀπήγετο ἐς τὴν οἰκίαν ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν , ἐπὶ τὸ ζεῦγος ἀνατεθεὶς ἐφ
αὐτοῖς χορεύων παραγίνεται ἐπὶ τὴν ἠιόνα , οἱ δὲ ἐπιχώριοι ταινίαις αὐτὸν καταστέψαντες ἀποπέμπουσιν , εὐχόμενοι καὶ εἰς τὸ ἐπιὸν
4972735 ἐρημοτερος
οὐκ ἀμέριμνος ἔσσεαι . οὐ γαμέεις ; ζῇς ἔτ ' ἐρημότερος . τέκνα πόνοι , πήρωσις ἄπαις βίος . αἱ
νυμφίους : αὐτὸς δὲ ἀδοξότερος μὲν εἴη τῶν πτωχῶν , ἐρημότερος δὲ τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐρριμμένων , μηδενὸς δὲ
4972505 συνελαβεν
οἷσπερ οὓς ἠγγυήσαντο . Ἡ δὲ βουλὴ ἐξελθοῦσα ἐν ἀπορρήτῳ συνέλαβεν ἡμᾶς καὶ ἔδησεν ἐν τοῖς ξύλοις . Ἀνακαλέσαντες δὲ
γάμων καὶ τοῦ δείπνου τελεσθέντος εἰσῆλθεν Ἰωσὴφ πρὸς Ἀσενὲθ καὶ συνέλαβεν Ἀσενὲθ ἐκ τοῦ Ἰωσήφ . Καὶ ἔτεκε τὸν Μανασσῆ
4967693 χρομιος
αὐτὸν ᾠδὴ ᾀσθήσεσθαι : Ἅρμα δ ' ὀτρύνει χρομίου . χρόμιος ἱέρωνος ἡνίοχος παιδόθεν γεγονώς , ἅτε δὴ βασιλεῖ παιδόθεν
καὶ χροιῇσιν ἐρυθρὸν σκορπίον . ἀνθίας Ἀνάνιος : ἔαρι δὲ χρόμιος ἀρίστος , ἀνθίας δὲ χειμῶνι : οἷς ἐπάγει :
4957062 συναντησει
υἱοῖς αὐτοῦ , κατὰ πάντα ἃ ποιήσουσι , καὶ ὅσα συναντήσει αὐτοῖς ἕως ἡμέρας κρίσεως : Ὑγιαίνων ἦν ὅτε ἐκάλεσεν
ἥμερος , ἡσυχὴς , ἥσυχος , ἀβλαβής . ἀντήσειεν : συναντήσει , ἀπαντήσειε , ὁ ὄφις δῆλον . ἀντήσηται :
4956576 τομιας
παρὰ τῷ αὐτῷ Ἀλκαίῳ ἐν ἑβδόμῳ : σὺ δὲ σαύτῳ τομίας ἔσῃ . ἀλλὰ σαύτω μετέχων ἄβας πρὸς πόσιν .
οὐρανία , κριὸς τομίας , κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . .
4953163 Ἰωαννης
πρὸς φυγὴν παρεσκεύασαν , ἕως ὁ τούτων καθηγεμὼν ὁ Βρυέννιος Ἰωάννης τὸν ἀκινάκην σπασάμενος σὺν ὀλίγοις τὸν πρώτως ἐπιόντα τῶν
αἱ ἅγιαι γραφαὶ καὶ πάντες οἱ πνευματοφόροι , ἐξ ὧν Ἰωάννης λέγει : ” Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος ,
4952682 ταξιαρχος
. δῶρα λαμβάνει . . ἢ προδίδωσι φρούριον : οὗτος ταξίαρχος ἦν ἐν τοῖς Πελοποννησιακοῖς τῶν Ἀθηναίων , ὃς πίσσαν
, οἱ δὲ ἔτι τούτων διπλάσιοι τάξις καὶ ὁ ἡγεμὼν ταξίαρχος μὲν πάλαι , νῦν δὲ καὶ ἑκατοντάρχης , οἱ
4952376 νεμομενης
πρώτου πάσχοντος , ὥσπερ τινὸς φλογὸς ἀεὶ μὲν τὰ σύνεγγυς νεμομένης , ἀεὶ δὲ τῶν προανημμένων καὶ προαπεσβεννυμένων , τῆς
, ὥσπερ καὶ φορβὴ ἡ τροφὴ , ἀλλὰ μειουμένης καὶ νεμομένης καὶ ἀπολλυμένης . ἀλλ ' ἓν μόνον ἀπορήσειε τις
4950576 ὀχευεται
ἐπειδὰν δὲ κρατηθῇ τις ὑπὸ τοῦ δευτέρου , οὗτος λάθρᾳ ὀχεύεται ὑπὸ τοῦ κρατιστεύσαντος . γίνεται δὲ τοῦτο κατά τινα
ἐπειδὰν δὲ κρατηθῇ τις ὑπὸ τοῦ δευτέρου , οὗτος λάθρᾳ ὀχεύεται ὑπὸ τοῦ κρατιστεύσαντος . γίνεται δὲ τοῦτο κατά τινα
4948856 δειπνοποιεισθαι
ἐνθάδε εἰώθειμεν , οὕτω διήγομεν καὶ ἔξω . καὶ ἣν δειπνοποιεῖσθαι τοῖς ἄλλοις ὥραν συμβαίνοι , ταύτην ἂν οὗτοι ἐπαρῴνουν
ἥκοντα κήρυκα περὶ τῆς τῶν νεκρῶν ἀναιρέσεως παρήγγειλε τῆς ὥρας δειπνοποιεῖσθαι . τῆς δ ' ἡμέρας διελθούσης τὸν μὲν κήρυκα
4947436 Δαυιδ
παρελθέτω ὁ κόσμος οὗτος . Ἀμήν . ὡσαννὰ τῷ οἴκῳ Δαυίδ . Εἴ τις ἅγιός ἐστιν , ἐρχέσθω : εἴ
εἰρήνην μετὰ τῶν πλησίον αὐτῶν , ὅι φησιν ὁ θεῖος Δαυίδ , κακὰ δὲ ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν . Ὑπεισελθόντες
4941863 ὑπηντησεν
αὐτοῦ φύλαξ , περὶ τοῦ ἀλκμᾶνος πάλιν φησὶ καὶ ὅτι ὑπήντησεν αὐτῷ ἐρχομένῳ εἰς τὴν πυθῶνα , τῷ πινδάρῳ ,
. μηχανὰς ] παιδεύσεις , γνώμας . πρὸς τὰς μηχανὰς ὑπήντησεν . ὀφείληταί ] χρεωστῆται . οὐδέτερον ἐπεκράτησεν . ἔχεις
4941307 καυστεον
ὑπάρχει , ὁ δὲ τῶν χρυσοχόων ἀναλογεῖ τῷ ξυστῷ . καυστέον δ ' ὃν ἂν θέλῃς ἰὸν οὕτως : θλάσας
γένει , σχιστόν τε καὶ εὐθείας τὰς διαφύσεις ἔχον . καυστέον δ ' αὐτοὺς εἰς ὀστράκινον ἀγγεῖον ἐμβαλόντας καὶ ἐπιμελῶς
4936752 ἐργαζηται
περὶ πᾶσαν ἐργασίαν ; Ναί . Ὅταν ἄρα τὰ αἰσχρὰ ἐργάζηται , ἑκοῦσα ἐργάζεται διὰ δύναμιν καὶ τέχνην : ταῦτα
κατὰ τῶν πτερυγωμάτων , ἵνα κατ ' αὐτῶν ἡ διόπτρα ἐργάζηται . δεῖ δὲ καθιέναι τὸν λωτὸν τῆς διόπτρας εἰς
4931831 λουεσθω
ἐγκονιόμενος δὲ χριέσθω : ὁκόταν δὲ λούεσθαι θέλῃ , θερμῷ λουέσθω : ἀνάριστος δὲ διατελεέτω τοῦτον τὸν χρόνον . Καὶ
γάλα βοὸς καὶ μέλι καὶ ὕδωρ πινέτω , καὶ θερμῷ λουέσθω . Ἢν ἐς τὴν κεφαλὴν τραπῶσιν αἱ ὑστέραι ,
4928401 ἁμαξα
, ὅντινα ὁ θεὸς αὐτοῖς ἔφραζεν , ὅτι ἄξει ἡ ἅμαξα : καὶ καταστῆσαι μὲν αὐτοὺς βασιλέα τὸν Μίδαν ,
οὐδὲ σύ : ἀλλ ' ἀγαπῷμεν ἂν ἐρωτηθέντες ὅτι ἐστὶν ἅμαξα , εἰ ἔχοιμεν εἰπεῖν τροχοί , ἄξων , ὑπερτερία
4927684 ἀγελαιος
καὶ ἡδονῆς , ἃ περίβλεπτα καὶ περιμάχητα ὁ πολὺς καὶ ἀγελαῖος ἀνθρώπων ὄχλος κρίνει δεδεκασμέναις μὲν ἀκοαῖς , δεδεκασμένῳ δὲ
: τῶν χερσαίων δ ' ὑμῖν ἥξει ταυτί : βοῦς ἀγελαῖος , ταῦρος ὑληβάτας , αἲξ οὐρανία , κριὸς τομίας
4923655 προσενεγκε
θαυμαστοί . ὅλους δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοι πρὸς τοὔψον
τοῖς φύλλοις τοῖς ἐκθλιβεῖσι κατάχριε τὸ δῆγμα . τῇ ἀσπίδι προσένεγκε ἁλικακάβου ῥίζαν , καὶ ὑπνώσει . τρίβολον βοτάνην λειώσας
4917999 πατησῃ
ἰδίοις ; χωρίον ἦν κυάμων : ἵνα μὴ τούτους δὲ πατήσῃ , ἐξ Ἀκραγαντίνων κάτθαν ' ἐνὶ τριόδῳ . Καὶ
ἰδίοις . χωρίον ἦν κυάμων : ἵνα μὴ τούτους δὲ πατήσῃ , ἐξ Ἀκραγαντίνων κάτθαν ' ἐνὶ τριόδῳ . Ἤκμαζε
4917691 χηνισκων
' οὐ βαδίζεις ; τοῖς δὲ γενναίως πάλαι διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη , διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα , κατηλόηται γαστρὸς
' οὐ βαδίζεις ; τοῖς δὲ γενναίως πάλιν διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη , διεῤῥάχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα , κατηλόηται γαστρὸς
4917483 κειρειν
δὲ ἡ κεφαλή . καὶ τὸ κορσοῦσθαι δὲ ἐπὶ τοῦ κείρειν ἔλεγον οἱ Ἴωνες καὶ κορσωτῆρα τὸν κουρέα . .
μήτε τὰ ἀποπίπτοντα τῶν δραγμάτων ἀναιρεῖσθαι μήτε πάντα τὸν σπόρον κείρειν , ἀλλ ' ὑπολείπεσθαί τι τοῦ κλήρου μέρος ἄτμητον
4917446 σεσιδηρωμενον
' αὐτοὺς φερομένων βελῶν , ὠσάμενοι τὸ μὲν πρῶτον τὸν σεσιδηρωμένον χάρακα διέσπασαν , τοῖς δὲ πλοίοις πολλὰς ἐμβολὰς δόντες
ἀγωνίσασθαι . προέταξαν δὲ τῆς στάσεως ταύτης τοὺς κομίζοντας χάρακα σεσιδηρωμένον καὶ δεδεμένον ἀλύσεσιν , ὃν παρεσκευάσαντο πρὸς τὴν τῶν

Back