κενὴ μὲν οὖσα θερμή ἐστιν , ἡ δὲ πλήρωσις αὐτῆς καταψύχει , οὕτω καὶ αἱ φλέβες καὶ οἱ ἐν τῇ | ||
εἰς ἓν καὶ ἰσχυρότατον γινόμενον διὰ τὴν εἰς ἓν ἄθροισιν καταψύχει καὶ τὸ κατὰ φύσιν ἐκεῖσε ἀναχθὲν ὑγρὸν καὶ θερμὸν |
μηδέπω τοῖς κατὰ δόξαν δουλεῦον ἅμα τῷ ῥαπισθῆναι ἀσυνήθει ἀέρος ψύξει ἔκλαυσέ τε καὶ ἐκώκυσεν . εἰ δὲ φυσικῶς ὁρμᾷ | ||
ἔφεσις γένοιτο , τὰ ἐναντία φαίνεται μᾶλλον συμβαίνοντα τοῖς ἐπὶ ψύξει : οὐδὲ γὰρ ἄδιψοι γίνονται οὔτ ' ἐμοῦσι τὸν |
; βρασμώδης στενοχωρία τοῖς ἔνδοθεν ἐπιγίνεται σπλάγχνοις , ἐξ ἧς ἀναθυμίασις πλείστη ὑγρῶν πρὸς τὸν ἐγκέφαλον γίνεται . ὁ δὲ | ||
τριχοῦσθαι τὸ γένειον πέφυκε γίνεσθαι , πλείων καὶ ἡ λιγνυώδης ἀναθυμίασις γίνεται . τό τε οὖν πρᾶγμα ὡς ἐπὶ τὸ |
ἡ γῆ ξηροτάτη εἴη : τότε γὰρ ἐν τοῖς ἐνύδροις ἀτμὸς ἀναδίδοται , καὶ ὡς νέφος μικρὸν ὁρᾶται . χειμῶνος | ||
ἔβλαψεν λιγνύς ] φλόξ λιγνύς ] ἡ κνίσσα , ὁ ἀτμὸς πυρός . λιγνύς , ἤγουν αὐτὸ τὸ πῦρ αἶψα |
τοῦ δήγματος ὄντος , σικύαν προσβάλλειν τῷ δήγματι σὺν πολλῇ φλογί , καὶ κατασχάζειν τοὺς πέριξ τόπους . συνεπισπασθήσεται γὰρ | ||
θερμόν , ἢ φλόξ τιϲ ἢ φύϲιϲ οὖϲα παραπλήϲιοϲ τῇ φλογί , καὶ ἐνδείᾳ καὶ περιουϲίᾳ καὶ κακίᾳ τροφῆϲ διαφθείρεται |
ὁμοίως καὶ ἡ θερμότης τῷ πυρὶ καὶ ἡ ψυχρότης τῇ χιόνι . ἐπεισοδιώδη δὲ λέγεται ὅσα τοὐναντίον μήτε παρόντα σώζει | ||
ὑπάρχειν τοῖς ὑποκειμένοις ἂν εἴποις , οἷον τὸ λευκὸν τῇ χιόνι : ἀλλ ' ὅτι γε φύσιν ἔχει τισὶν ἑτέροις |
οὕτως : ἀνὴρ ἐπ ' αὐτῷ αἴθων καὶ πρόθυμος καὶ διάπυρος τέτακται ἐν βίᾳ ἤτοι ἐν δυνάμει Πολυφόντου , περιφραστικῶς | ||
ὑπὸ ψύχους μὲν ὠσθεῖς ' ἀνέμους ἐμποιεῖ , ἐμπίπτουσα δὲ διάπυρος γενομένη κεραυνούς , ἀθρόα δὲ φερομένη ἡμίπυρος οὖσα πρηστῆρας |
σύσπειρον κριθὰς ἀραιάς , καὶ πολλάκις αὐτῷ τῷ ἐνιαυτῷ ἀνδρόμηκες αὔξει ἡ κυπάρισσος : τοσοῦτον γὰρ αὔξει , ὅσον αἱ | ||
φησιν . ῥεῖα : εὐκόλως . βριάει : ἰσχυροποιεῖ : αὔξει . χαλέπτει : εἰς χαλεπώτατα ἄγει . ἀρίζηλον μινύθει |
εἰς ξένους τόπους , ὅπου τροπή , κίνδυνος ἐστομωμένος , πνέει καθ ' ἡμῶν φλεγμονὰς πυρεκβόλους ; μικρόν τι καρτέρησον | ||
τῷ καί μιν δελέασσιν ἀποπνείουσιν ἀϋτμὴν ῥηϊδίως ἕλκουσιν , ὅσα πνέει ἐχθρὸν ἄημα . εἴκελα δὲ τρίγλῃσιν ὕεσσί τε , |
εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται , | ||
ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία : |
ψυχῆς : καὶ τὸ εὐδαιμονεῖν σε ἐντεῦθεν εἴη , ἐν γαλήνῃ τε καὶ καταστάσει τοῦ πνεύματος : καὶ πάλαι δ | ||
καὶ ἡ θάλαττα ἱκανὴ προκαλέσασθαι καὶ εἰς ἐπιθυμίαν ἐπισπάσασθαι ἐν γαλήνῃ φανεῖσα , ἴστε , κἂν μὴ εἴπω : ὅτε |
τῇ ὑστεραίῃ ἐσενεγκὼν ἐς ἀλέην , ὅκου χαλάσει μάλιστα ὁ παγετὸς , ὁκόταν δὲ λυθῇ , ἀναμετρέειν τὸ ὕδωρ , | ||
γνῶσις καταλύει τὴν ὠφέλειαν : καὶ οὔτε φθεῖρες , οὔτε παγετὸς ἀδικήσει τὴν ἄμπελον : ἢ χρίε τὰ δρέπανα σκορόδῳ |
πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας καὶ δυνάμεως . Οὐχ ὅτι τὸ | ||
που λύσις καὶ λύπη ; Ναί . Ἐδωδὴ δέ , πλήρωσις γιγνομένη πάλιν , ἡδονή ; Ναί . Δίψος δ |
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη | ||
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ . |
τὸ θερμὸν ἀπὸ τοῦ ψυχροῦ , ἐπεί τοι , εἰ ψυχρὸς ἦν ὁ ἐν τοῖς ὄμμασιν ἀτμός , διειστήκει ἂν | ||
' εἰ κατὰ κρᾶσιν , ποιός τις ἂν γίγνοιτο , ψυχρὸς ἢ θερμός : εἰ δὲ ὡς εἶδος , κἂν |
ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται | ||
ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν |
ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : ἐξήπλωται , διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . | ||
προσμίξαντες . ἔστι δὲ τοῦδε καὶ ἄλλος μεταχειρισμός : ὄξει διαχεῖται ἡ ζύμη , ὡς εἶναι χυλοῦ τὸ πάχος : |
ἀμήχανοι , οὐδέ τις ἀλκή πήματος , ἀλλ ' αὔτως φλέγει ἔμπεδον . ὡς ὄφελόν γε Ἀρτέμιδος κραιπνοῖσι πάρος βελέεσσι | ||
ἔνθα μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν : ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει , τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ ' ἀγˈλαῶν δενδρέων , |
' ἡσυχίης : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης πάντα παρωξύνθη : ψύξις : ἄναυδος , ἄφωνος : ἐπὶ τὸ χεῖρον : | ||
τίς ἡ πλύσις , καὶ τίς ἡ ξήρανσις , ἤτοι ψύξις : ὡς καί που Δημόκριτός φησι στυπτηρίαν ἐξυποθεῖσαν , |
δὲ φερομένη ἡμίπυρος οὖσα πρηστῆρας , μὴ πεπυρωμένη δέ πως τυφῶνας , ἀνειμένη δὲ ἡ αὐτὴ ἐκνεφίας ποιεῖ . κεραυνὸς | ||
μετρίως ἔχειν : κατασκήπτειν δὲ καὶ πρηστῆρας ἐν αὐτῷ καὶ τυφῶνας ἐγγίγνεσθαι καὶ πολλάκις σείεσθαι κάτωθεν ὅλον . ταῦτα δὲ |
: ἀντὶ τοῦ οὐδέν . . . . πᾶσα μουσικὴ ἀναπέμπει καὶ διαποικίλλει τὴν χάριν . τὶν δ ' ἁδυεπής | ||
τὸ πεπληθυσμένον , εἰς δὲ τὸ ἡνωμένον καὶ τὸν νοῦν ἀναπέμπει καὶ εἰς αὐτὸ τὸ ἓν τῶν θεῶν . Πάλιν |
ζῶσμα , ζεῦγμα , ἄσκημα , βλέμμα , ὄμμα , ἆσθμα , πνεῦμα , νεωτέρισμα , νεανίευμα , στηλίτευμα , | ||
τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων |
ὥρα τοιαύτη καὶ ὅϲοι τὴν φύϲιν ὑγροὶ καὶ μάλιϲτα ϲὺν θερμότητι καὶ οἱ ἀραιοὶ τὴν ἕξιν , ἔτι δὲ καὶ | ||
διδούς , οἷον τὴν ψυχρότητα καὶ ὑγρότητα τῇ ξηρότητι καὶ θερμότητι , οὐ μὴν αὐτό γε τὸ πῦρ ὅλον τῷ |
ἔστι λοιπὸν ἀγαθόν , εἰ καὶ τοῦτ ' ἄρα . ἀκύμων : Εὐριπίδης ἐπὶ τοῦ μὴ γεννᾶν τέθεικεν , ὡσανεὶ | ||
ὡραῖον . θάλπος ] καῦμα . εὖτε ] ὁπηνίκα . ἀκύμων ] ἀτάραχος . νηνέμοις ] νηνεμίαν ἐχούσαις . εὕδοι |
τὴν ῥάβδον ἐκτείνει , κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ | ||
ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι , ῥᾳδίως ἐγένετο , καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν . βοηθήσαντες δὲ ἅμ ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ |
δὲ λοιπὰ ἢ προαιρετικά ἐστιν ἢ ἀπροαίρετα , νεκρὰ καὶ καπνός . Πρὸς θανάτου καταφρόνησιν ἐγερτικώτατον ὅτι καὶ οἱ τὴν | ||
ἀπὸ κρεῶν . θ λιγνὺς κυρίως ὁ ἐκ τοῦ λίπους καπνός . καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων , ἀτμὸς ὁ ἀπὸ |
τρόπον σωμάτων ὁ νοῦς ὑπὸ παθῶν καταψυχθῇ , ἀλλ ' ἔνθερμος ὢν καὶ χλιαινόμενος ὑπεκκαύμασιν ἀρετῆς ζωπυρῆται μέχρι τοῦ τὴν | ||
. Ζεὺς δὲ ὁ αἰθήρ , τουτέστιν ἡ πυρώδης καὶ ἔνθερμος οὐσία , Ζεὺς δ ' ἔλαχ ' οὐρανὸν εὐρὺν |
τῇσι τρώγλῃσι ταύτῃσι τὸ ὑγρὸν , ὥσπερ καὶ ἐν τῇσι φλεψὶ τῇσι μεγάλῃσιν . Τὸ δὲ θερμὸν ἐν παντὶ τῷ | ||
ὥσπερ τινὰ ζέσιν αὐτοῦ κατασκευάζει , ὡς μηκέτι ἐν ταῖς φλεψὶ στέγεσθαι τὸ τέως σύμμετρον , ἀλλ ' ἤτοι ῥηγνύειν |
φιλεῖ καὶ γνωρίζει τὸ τέκνον , καὶ ὑπὸ τοῖς μηροῖς θάλπει , καὶ λεαίνει τῇ γλώττῃ , καὶ ἐκτυποῖ ἐς | ||
δὲ ἐπέκεινα πρὸς αὐτὸν τὸν βόρειον πόλον ἔτι λύει καὶ θάλπει καὶ ἀνορθοῖ πρὸς ἀναθυμίασιν , εἰκότως τὴν μὲν λιγνὺν |
τόπων ὡρμημένοις ἠπίστατο κρύος μὲν καὶ χιόνα φέρειν δυναμένους , καῦμα δὲ καὶ ἥλιον οὐδαμῶς . ἦν μὲν δὴ μὴν | ||
μέσοι εἰσίν , ὦτα δὲ ἔχουσι μικρά , καὶ πρὸς καῦμα ἀπαγορεύουσι δυσπνοίᾳ . Σαυρομάται δὲ ἵπποι μείζους τῶν Ἰβήρων |
παρὰ φύϲιν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ θερμαϲίαϲ ἐπὶ τὸ δριμύτερον παραχρῆμα μεταβάλλεται . καὶ περὶ μὲν τῆϲ θερμῆϲ ὀφθαλμίαϲ καὶ ἀτραυματίϲτου | ||
τὰς ῥανίδας ἁλουργὲς δοκεῖ . ἔτι δὲ μᾶλλον τὸ δροσίζον μεταβάλλεται . ἔστι γὰρ τοῦτο δοκιμάσαι δι ' ἔργων : |
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα | ||
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ |
καὶ ἐκεῖνο τὸ ἀπορούμενον , διὰ τί ὁ μὲν ἥλιος μελαίνει τὴν σάρκα , τὸ δὲ πῦρ οὔ . συμβαίνει | ||
: θεῖον ἐπὶ τέλει : ἡ δ ' ἕψησις αὐτοῦ μελαίνει τὰς ἐμπλάστρους . Γῆ πᾶσα καὶ λίθοι ἐμβάλλονται ἐπὶ |
. κοιμώμενος . ποταπόν ; εὔχυτον , * * ἢ ὑγρότητά τινα ἐμφαῖνον ἔχειν . χαλᾷ , * * ἢ | ||
οἴδημα τὸ χρονιώτερον οὐ λύει , ἐπειδὴ τῷ χρόνῳ προσλαμβάνει ὑγρότητά τινα . ἀλλὰ δεῖ αὐτό , ὡς εἴρηται , |
, οἷον ἐλάσσονα κατὰ δύναμιν . ὑπεράει ὑπεράγοντι κατὰ τὴν πνοήν . ὑπεροπλίσαιτο . ἡ λέξις ἐν τῇ Ρ τῆς | ||
μυκτῆρας εἰσέλθοι τις , ἐξελθεῖν πάλιν εἰκῆ : τοσαύτην ἐξακοντίζει πνοήν . λέγεις μάγειρον ζῶντα ; πλησίον δέ γε ταύτης |
ὁ μέλλων ἔσω , ὁ παρακείμενος ἦκα , ὁ παθητικὸς ἦσμαι . τὸ βʹ ἦσαι , [ τὸ γʹ ἦσται | ||
παρὰ τὸ ἄω , τὸ πνέω , ὁ παθητικὸς παρακείμενος ἦσμαι ἀσμός καὶ τροπῇ τοῦ σ εἰς τ ἀτμός ' |
κατὰ μέρος δὲ αἰτίων διάγνωσις παρίστησι τὴν ἐνοχλοῦσαν δυσκρασίαν . ὑγρότης δὲ ἢ ξηρότης κατ ' αὐτὰς , βραχύ τι | ||
ἐξαιρεθῇ , συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης , ἐν δὲ τῇ ἐλάτῃ καὶ τῇ πίτυϊ ὅταν |
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα | ||
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος |
τὰ γὰρ ἔντερα μὴ προσφυῆ ὡς ἐπίπαν κενὰ μὲν ὄντα κατολισθαίνει , πλήρη δὲ γενόμενα πνεύματος ἄνω μένει διὰ τὸ | ||
ἐπ ' ἄκρας τὰς οὐρὰς ἑστᾶσι , καὶ ἡ τροφὴ κατολισθαίνει αὐτοῖς εἰς τὸν ὄγκον τοῦ σώματος : ἄποδες δὲ |
διπλῶν τρία , οὓς καλοῦμεν συνεζευ - γμένους , ὁ ἐμπίπτων , ὁ προκατασκευαζόμενος καὶ ὁ συγκατασκευαζόμενος . Ϛʹ . | ||
στοχασμῶν διπλῶν τρία , οὓς καλοῦμεν συνεζευγμένους : ὅ τε ἐμπίπτων καὶ ὁ προκατασκευαζόμενος , καὶ ὁ κατασκευαζόμενος . Σωπάτρου |
προθύροις , φίλα ; πότερα δώματος εἰσόδους σαίρεις , ἢ δρόσον ἐπὶ πέδωι βάλλεις οἷά τε δούλα ; ἦ τὰν | ||
ἀρύεται διὰ τῶν ἀκτίνων αὑτοῦ τὴν ἐπικειμένην αὐτῇ πρὸς τροφὴν δρόσον . Καὶ εὑρίσκεται , ὥσπερ χῆρα καὶ ἄνανδρος , |
γὰρ ἔνον τὸ παλαιόν φασίν : νέον δὲ τὸ νῦν ἐπιλαβὸν τοῦ εἰσεληλυθότος , ὃ διὰ τοῦ νέα δηλοῦσι . | ||
ὁμοίως πάντα . σὺν δέ σφισι καὶ αὐτὸν τὸν βωμὸν ἐπιλαβὸν τὸ πῦρ ἐξανήλωσε : μεγίστην δὲ ταύτην φλόγα καὶ |
ἄκρῳ ἐκαρποφόρησεν , ὁ δὲ καρπὸς ἦν σῦκα καὶ σταφυλὴ μέλαινα , οὔπω πέπειρος . ταῦτα ἰδόντες ὡς εἰκὸς ἐταράχθημεν | ||
ϲτίλβουϲα , εὔτονοϲ τῇ ὀϲμῇ καὶ βαρεῖα : ἡ δὲ μέλαινα φαύλη : δολοῦται γὰρ πίττηϲ μιγνυμένηϲ . Ἀψίνθιον βέλτιόν |
φησιν τὰ παχέα : ] λέγεσθαι γάρ : παχεῖα ? γαστὴρ [ λεπτὸν ] οὐ [ τίκτει ] νόον ? | ||
οἶνον ὑδαρέα , λευκὸν , ὀλίγον : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύσαι , ἢ βάλανον προσθεῖναι : |
λαμπηδόνος τὸ φῶς πρὸς αὔξησιν δὲ τὴν θέρμην πάσῃ τῇ γαίᾳ πέμπει , βλαστάνει λίαν θέων παντοῖα θερμαίνων δὲ δένδρα | ||
τὴν κόμην αὐτῶν τὴν φαιδίμην συμφυρήσεσθαι τῇ γῇ συμβήσεται . γαίᾳ πεφυρήσεσθαι κόμαν : διὰ τοὺς ἀγῶνας τοὺς πρὸς τοὺς |
δέ . ψολόεις , ὁ ἐν τῇ ψαύσει ὀλλύων . ἑλικίας ὁ συστροφὰς καὶ ἕλικας ποιῶν , διὰ μέσην παχύτητα | ||
μελαίνει : ὁ ψολόεις ὁ ἐν τῇ καύσει ὀλλύων : ἑλικίας δὲ ὁ ἕλικας καὶ συστροφὰς ποιῶν διὰ παχύτητα καὶ |
ὑπὸ φλέγματος καταστηρίξαντος . Μακρὰ δὲ τάδε ἀνάγκη εἶναι , φθίσιν , δυσεντερίην , ποδάγρην , κέδματα , φλέγμα λευκὸν | ||
καὶ μέσον , διαστήματα δὲ δύο , οἷον αὔξησιν καὶ φθίσιν , ὥστε τὴν μὲν δυάδος φύσιν καὶ τὸ ἑκάτερον |
ἐξ αἱματικοῦ χυμοῦ , πάντως ἐνερευθὴς ὁ ὄγκος ἐστὶ καὶ ἁπτομένῳ θερμὸς καὶ σφυγματώδης αἵ τε φλέβες οὐ μόνον αὐτῶν | ||
ἐν πολέμῳ πῦρ ἐπιτεθὲν τῷ Ἀχιλλεῖ παρέβαλε τῷ ἐν πολεμουμένῃ ἁπτομένῳ . Σ . Ω : Ἀπολλόδωρος καὶ Ἀρητάδης καὶ |
] ] ] ς ἄκαιρα μωμένους ] νικον ? ? πνέων [ ] ! δε [ ! ! ] ] | ||
κατέσχε πρῶτος , ἀπῆλθεν ἀψάλακτος , ἀλλ ' ὅμως Λακωνικὸν πνέων ᾤχετο θὤπλα παραδοὺς ἐμοί , σμικρὸν ἔχων πάνυ τριβώνιον |
αἵματος : καὶ ἢν μὲν χολώδης ᾖ , ἐπὶ τῇ ψάμμῳ ξηραινόμενον τὸ αἷμα χλωρὸν γίνεται : ἢν δὲ φλεγματώδης | ||
ξηρανθῆναι : καὶ ἢν μὲν χολώδης ᾖ , ἐπὶ τῇ ψάμμῳ ξηραινόμενον τὸ αἷμα χλωρὸν γίνεται : ἢν δὲ φλεγματώδης |
δὲ ἕπεται . πρότερον γὰρ ὀρέγεταί τις ἀντιλυπῆσαι , εἶτα ζέει αὐτοῦ τὸ περικάρδιον αἷμα ἐνδιδόντος τῇ ὀρέξει καὶ ἤδη | ||
Σκορπίζεται Ἰώνων , σκεδάννυται Ἀττικῶν . Ῥέει , πλέει , ζέει Ἰακά : ῥεῖ δὲ καὶ ζεῖ καὶ πλεῖ Ἀττικά |
τῆς λογικῆς πηγῆς [ εἰς καθαρὸν ] ἐπὶ ψυχὴν φέρεσθαι νᾶμα λείως , ἐπειδήπερ αἱ συνεχεῖς καὶ ἐπάλληλοι τροφαὶ κατακλύζουσαι | ||
τοξεύμασιν νεκρῶν ἅπαντ ' Ἰσμηνὸν ἐμπλήσω φόνου , Δίρκης τε νᾶμα λευκὸν αἱμαχθήσεται . τῶι γάρ μ ' ἀμύνειν μᾶλλον |
: καὶ τοῦ βορέου τὸ χρῆμα ἀμύθητον ἦν καὶ ὁ κρυμὸς ἐπηύξητο , οὐχ οὕτως πυκνὴν εὗρες ἂν ἐσθῆτα ὥστε | ||
εἰς τὰς νύμφας . μετὰ δὲ χρόνον ὀλίγον ἐξαίφνης ἐγένετο κρυμὸς καὶ ἐπάγησαν αἱ χαράδραι καὶ πολλὴ κατέπεσε χιών , |
δεξιὰν ἤπειρον θερμὰ πλείοσιν αὐλοῖς ἐκ πέτρας ὑψηλῆς εἰς θάλατταν διηθεῖται , στενοὺς ἔχοντα πόρους , οὐ γλυκέος ὕδατος , | ||
? [ καὶ ] καρδίαν , ἔτι δὲ θώρακα : διηθεῖται [ ] δὲ καὶ εἰς κοιλίαν ὀλίγον διὰ τοῦ |
ἀειθαλῶν πρὸς τὴν ὄψεως ἀδιάστατον ἡδονήν , τῶν δὲ ταῖς ἐαριναῖς ὥραις ἡβώντων καὶ βλαστανόντων , καὶ τῶν μὲν ἥμερον | ||
ἔστι τι γένος οὕτω μάχλον ἱέρακος , ὡς ἐν ταῖς ἐαριναῖς ὥραις πᾶσαν ἀποτίθεσθαι τὴν ἰσχὺν καὶ παρὰ τῶν βραχυτάτων |
ὁ δ ' ἀσκητὴς δάκνεται μόνον ὑφ ' ἡδονῆς καὶ σκορπίζεται , οὐ θανατοῦται : κἀκεῖνος μὲν σωφροσύνῃ , χαλκῷ | ||
παρ ' Ἑκαταίωι . Φιλητᾶς . . . . : σκορπίζεται : Ἑκαταῖος μὲν τοῦτο λέγει Ἴων ὤν , ὁ |
, ἡ δεικνύουσα τὸ πῦρ . ἢ παρὰ τὸ λίαν ἱκνεῖσθαι . Λίθος : παρὰ τὸ λίαν θέειν . Λικμᾶν | ||
, ὁ δέ μ ' οὐκ ἐλεήσει . ” ἱκάνειν ἱκνεῖσθαι , παραγενέσθαι . καὶ ἵκανε παρεγένετο . ἰλαδόν ἐν |
τοῦ ῥοῦ τὸ τάχος , ἐκ πλαγίου δ ' ἡ στενότης . καὶ τὰ μὲν καθόλου , βουλομένοις μὴ μακρὰν | ||
ἐς τὸ πέλαγος οὔτε ὅσον ἀλλήλων διαστῆναι : ἡ γὰρ στενότης ἡ τοῦ χωρίου καὶ τὸ φύσει δυσέξοδον αὐτοῦ καὶ |
ἄλλων , καὶ μάλα εἰκότως : ἃ γὰρ πρῶτα γῆς ἀναδίδοται , μετὰ τοῦ τῆς φύσεως προέρχεται κάλλους : πολλαὶ | ||
εὑρόντα τὴν κοιλίαν ἐπέχει μᾶλλον αὐτήν : τὰ δὲ γλυκέα ἀναδίδοται μᾶλλον . τὰ δ ' ἄποια , μήτε ἡδέα |
. ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ | ||
εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς |
ἦν παραδέξασθαι . νῦν δ ' ὅτι μὲν οὐκ ὀλίγον θέρμῃ προφέρει τἀκεῖ τῶν παρ ' ἡμῖν τοῦ χειμῶνος οὐδεὶς | ||
γνῶναι δεῖ , ὅτι τοῦτο ἢ τέγξει ἢ ψύξει ἢ θέρμῃ , ἄλλῳ δὲ οὐδενὶ ὠφελέει ἢ βλάπτει ποτόν . |
Β , τὴν τοῦ πυρὸς ἀπόσβεσιν , τοῦ Γ τοῦ νέφους , ὡς ἐν αὐτῷ τοῦ πυρὸς ἀποσβεννυμένου . τούτου | ||
. Σοφοκλῆς Πολυξένῃ : ἀπ ' αἰθέρος δὲ κἀπὸ λυγαίου νέφους . Ἄργος δὲ παροίτατος : εἷς τῶν Φρίξου παίδων |
πυρόεις Ὑπερίων ἐς νέφος ὑγρὸν ἔβαψεν ἐρευθομένης σέλας αἴγλης καὶ νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ κύκλωι ἀνδρομέη τροχάουσα δι ' | ||
, οὐ πολλάκις ὑμῖν προὔλεγον ἐγὼ τὴν ἀπὸ τῶν ὀρῶν νεφέλην , ὅτι χειμάσει ποτὲ ἐφ ' ἡμᾶς ; Χεῖρας |
λέγει δὲ καὶ τοῦ φυσέλου , οὗ τὴν ὑπερβολὴν εἴκασε βροντῇ , φαντασίαις τε βροντῶν ἢ ἤχων θαλασσίων , ἢ | ||
αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ , βροχῇ . ὑπηρετεῖ δὲ αὐτῷ θάλασσα καὶ πέτραι |
ἄκρον κεδρίᾳ χρισάτω , καὶ ἔστω ψιλὸν , ὅταν δὲ αἷμα φανῇ , ἀφελέσθω . Ἐκβόλιον : ἢν ἔμβρυον τεθνεὸς | ||
λιμαγχονίαις καὶ ἐν ταῖς περιστάσεσιν , αὐτὸ τὸ φλέγμα ἡμίπεπτον αἷμα φύσει τυγχάνον τὴν χρείαν ποιεῖται τῆς τροφῆς . ἔγνωμεν |
πλεονάζῃ τὸ θερμόν . ὑποκείσθω δὴ πάλιν ἐπικρατεῖν μὲν ἡ θερμὴ δυσκρασία , μεμῖχθαι δ ' αὐτῇ τὴν ὑγρότητα : | ||
ἢ ἐρυσιπελατώδης φλεγμονὴ ἢ κατὰ δυσκρασίαν ἄνευ χυμῶν γεγονυῖα ἄκρως θερμὴ διάθεσις , † ὀνίνασθαι , καθάπερ γε καὶ ἀπόστημα |
[ ὅθεν δὴ βούλεται αὐτὸν οὕτως εἰπεῖν , ὅτι ἐστὶν ἀήρ ] . τὸν δὲ αἰθέρα τῇδέ πῃ ὑπολαμβάνω , | ||
τῆς ἀρτηρίας ἀέρι τὸ αἷμα , καὶ τῷ αἵματι ὁ ἀήρ , καὶ οὕτω πυρούμενα πάσχουσι καὶ ποιοῦσι πρὸς ἄλληλα |
τὴν καρδίαν ἐκπυρώσει τὸ ἐν αὐτῇ ἐνεὸν ἔμφυτον θερμὸν καὶ ἐξάψει πυρετόν . Διὰ δὲ κίνησιν διχῶς : ἢ γὰρ | ||
, ἐκπυρώσει τὸ ἐν αὐτῇ ἐνεὸν ἔμφυτον θερμὸν , καὶ ἐξάψει πυρετόν ; Τί ἐστι κίνησις ; ἐξάλλαξις τοῦ προϋπάρχοντος |
τὴν κόμην ἄνετον , τὴν δὲ χρόαν εἶχεν ἀνθηρὰν τῇ λαμπηδόνι τοῦ σώματος τὰ ἄνθη δηλῶν . ἦν δὲ Διονύσῳ | ||
ἔστιλβεν ὑπὲρ τὸν ἥλιον , ὥστε με θαυμάζειν ἐπὶ τῇ λαμπηδόνι τῆς πύλης . κύκλῳ δὲ τῆς πύλης εἱστήκεισαν παρθένοι |
, ἐκ μὲν τῶν ἔνδον τεταγμένος μερῶν , ἵναπερ ὁ στόμαχος : ὅσον δ ' ἀποδεῖ τῷ μεγάλῳ πρὸς τὸ | ||
τῆς οὐσίας τῆς γαστρὸς , ἢ καὶ εὐαίσθητος ὢν ὁ στόμαχος , λόγῳ σπαραγμοῦ κινδυνεύσει λειποθυμῆσαι , παρέχομεν τροφὴν τὴν |
συμπίπτει ἐς κλίνην , καὶ ἡ νοῦσος καὶ ἡ ἀλγηδὼν πιέζει μᾶλλον , καὶ ἀνίστασθαι οὐ δύναται , καὶ οἱ | ||
τοὺς δυνηθέντας ἐς τὴν γῆν διαφυγεῖν τῶν Ἀργείων ῥῖγός τε πιέζει καὶ λιμός . εὐξαμένοις δὲ θεῶν τινα ἐν τοῖς |
τὰς δὲ δι ' ἔμφραξιν τῆς κοιλίας ὀδύνας ἢ διὰ παχύτητα γινομένας αἵματος ἢ διὰ ψῦξιν οἶνος πινόμενος ἀκρατέστερος μετὰ | ||
ὀλλύων : ἑλικίας δὲ ὁ ἕλικας καὶ συστροφὰς ποιῶν διὰ παχύτητα καὶ ὑγρότητα τῇ πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] |
δεόμενον τὸ βαρὺ καὶ μείζονος εἰ δι ' ὅλου τὸ πνεῦμα πέμποιτο , ὥστε ὅσον μήκους προστίθεται τοσόνδε καὶ πνεύματος | ||
ἁπλῶς περίπατος δύναται ὁ ἀποθεραπευτικὸς ἀνεῖναι μὲν ψυχὴν καὶ μεταστεῖλαι πνεῦμα καὶ εἰς τάξιν ἀγαγεῖν λῦσαί τε τὰ συντεταμένα καθᾶραί |
, ἀντὶ τοῦ πολύ , δαψιλές , ἀφύσιμον καὶ ἀρύσιμον ἀφυσγετόν ] δαψιλές , ἀρυόμενον δαψιλῶς δεπάεσσιν ] ποτηρίοις χεύοις | ||
, καὶ ἐν συνθέσει ἀφυλίσαι ' . . . . ἀφυσγετόν : τὸ ἰλυῶδες ἀφυσγετός ' . . . . |
σιδήριον καθιέναι , καὶ πυκνὰ ἐξαιρέειν , ἵνα μᾶλλον ἀνέχηται θερμαινόμενος : καὶ οὔτε ἕλκος ἕξει ὑπὸ τῆς θερμασίης , | ||
ἐπ ' ἄρτῳ ὀπτωμένῳ , λεπτὸν ἐξίσταται ἐπιπολῆς ὑμενοειδές : θερμαινόμενος γὰρ καὶ φυσώμενος ὁ ἄρτος αἴρεται : ᾗ δ |
ἢ ἠροτριωμένην ναιομένην ] ἀρουμένην τὸ θαλερὴν δὲ γράφεται καὶ θολερήν . διότι ὠφέλιμός ἐστιν θαλερήν ] τὴν ἀκμαῖαν , | ||
νηδυίων ] τῶν ἐντέρων θολερὴν μυξώδεα ] μυξώδη καὶ θολεράν θολερήν ] τὸ σκῶρ χεύει ] ἀφοδεύει , χέζει τηνεσμῷ |
διεπεράσαμεν , [ καὶ ] ἡμῶν δὲ πᾶσα δύναμις ὑδάτων ἄρδεται . Καὶ γὰρ πάλαι πέττει τὰ νικητήρια . * | ||
ἰδοῦσα καὶ ἐποχετευσαμένη ἀντὶ τοῦ : ἐπελθόντος δὲ τοῦ ἐποχετεύοντος ἄρδεται ὡς ἐπὶ τῶν φυτῶν , ὅταν κατίδῃ τὸ ἐφετόν |
ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρέα δ ' ἔσται τ ' | ||
χρυσοῦται : ἐὰν δ ' ἐφθαρμένον ὑπάρχῃ , τὴν ἠλλαγμένην ὑγρασίαν ἀποπτύει , καὶ διατηρεῖ τῆς ὕλης τὴν οὐσίαν , |
θαλάσσης δὲ τὸ μὲν ἥμισυ γῆ , τὸ δὲ ἥμισυ πρηστήρ . δυνάμει γὰρ λέγει ὅτι τὸ πῦρ ὑπὸ τοῦ | ||
ὕλης , ἣν ἑκάτερος αὐτῶν ἐφέλκεται , θερμοτέραν μὲν ὁ πρηστήρ , παχυτέραν δὲ ὁ τυφών . . , : |
κατὰ τὰ χείλη . καὶ τὰ μὲν αὐτοῦ που στηριχθέντα μελαίνεται καὶ νεκροῦται . τὰ δ ' αὖ ἐπινέμεται καὶ | ||
ὄντες : θαλπομένοις δὲ τῷ ἱδρῶτι τὸ κατάξηρον αὐτῶν σῶμα μελαίνεται . Ματαίως δὲ οὕτως καθάπερ θῆρες πλανώμενοι ἄλγη ἔχουσιν |
ἀλήτην . γίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ ἀλέα ὃ δηλοῖ τὴν θέρμην . ἡμέτερον : + τοιαῦτά τινα Τυδεὺς ἐδόκει πρὸς | ||
πνοιὴ Βορέαο ζώγρει ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν , ψύξεως δὲ θέρμην , ὡς ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως κεχειμασμένου , ὃς ἐν |
ἅλμη τὰ αἰδοῖα καὶ τὰ πέριξ , καὶ ὅκου ἂν ἐπιστάξῃ ἑλκοῖ , καὶ ἡ χροιὴ ἰκτερώδης : τὰ δὲ | ||
ἀφιέναι ἐξ αὑτῶν οὖρον , ὅπερ οὖν ἐὰν κατά τινος ἐπιστάξῃ σώματος , σῆψιν ἐργάζεται παραχρῆμα . καὶ τὰ μὲν |
τοῖς χείλεσιν αἱ λίμναι τελματοῦνται διὰ τὴν ἐκ τῶν ἡλίων ἀναθυμίασιν : βορβορώδους οὖν ἀναφερομένης τοσαύτης ἰκμάδος , νοσώδης ὁ | ||
τροφήν : ὅσοις γὰρ συνέστηκεν ἡ φύσις , ὥστε πολλὴν ἀναθυμίασιν πρὸς τὸν ἄνω τόπον ἀναφέρεσθαι , ἣ καταφερομένη ποιεῖ |
ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι , | ||
καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι |
αὔξει τροπάς , ὅτε ὁ ἥλιος ἀνύων πορείαν τὴν βόρειον ἀναψύχει τὸ τῆς θερμότητος λάβρον Αἰθίοψι . καὶ θαυμάσειεν ἄν | ||
ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς δ ' ὄπιθεν πτερύγεσσιν ἀναψύχει τὸν Ἄδωνιν . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες |
ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου , καὶ ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε : σύνδικος δ ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος | ||
εἶπε : καὶ ἑτέρωθι : ψυχρᾶν ὁπότ ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνα παρέχει . ὁ δὲ ἀγὼν Διός : καλεῖται |
διατρίβοντες νοσοῦσι τὸν πλεῖστον χρόνον , οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ πεσοῦσα ἐν τῇ ὕλῃ τὸν πλεῖστον χρόνον τὴν ἀπάτην νοσεῖ | ||
τύχην : συνεζεύχθην : τὸ ἑξῆς : εἰς δούλειον ἦμαρ πεσοῦσα ἀναξίως : χρὴ δ ' οὔποτ ' εἰπεῖν : |
, κελεύεις με φωνεῖν , ὡς ψιθυρίζει τῇ τοῦ ἀνέμου πνοῇ κάλαμος : ἐγὼ δὲ καὶ ἐλάττονα τούτου φέρω βοὴν | ||
κυκλόσε περιίσταται περὶ τὸν ὑμένα ἔξω . Ἅμα δὲ τῇ πνοῇ ἑλκομένου εἴσω τοῦ αἵματος διὰ τοῦ ὑμένος , κατὰ |
τῶν ἄλλων καὶ πολυειδέστερος : ὅσα γὰρ ἔξωθεν ἢ ποιᾷ κράσει ἢ σχέσει ἢ τέχνῃ χρωμάτων εἴδη γίνεται , ταῦτα | ||
ὁ σώζων ῥυθμὸν τὸν ἴδιον τῇ ἡλικίᾳ καὶ φύσει καὶ κράσει καὶ τῇ ἑκάστῃ ὥρᾳ καὶ ταῖς ἄλλαις περιστάσεσι . |
ψαμάθοισι δ ' ἐπὶ πλατὺ σῶμα βαλόντες ἀθρόοι ἐμβαρύθουσι , μόγον θ ' ἁλιεῦσιν ἔθηκαν . πολλάκι δ ' ἐξώλισθον | ||
ὀκτάπους αὖ τοὺς πλοκάμους ἐσθίων , χείματος ἐξέφυγε καὶ γαστρὸς μόγον , ἔσθων πλοκάμους , οὐ λιχμάζων ὀκτάπους : ὁ |
χρονίσωσιν αἱ μῆτραι πρὸς τῷ ἥπατι καὶ τοῖσιν ὑποχονδρίοισιν , ἀποπνίγεται ἡ γυνή . Ἔστι δ ' ὅτε , ἐπὴν | ||
, κᾆτα οὔρησεν αὐτοῦ ἐς τὸ στόμα : ὃ δὲ ἀποπνίγεται , τοῦ πνεύματος ἔνδον ἐκ τῆς συνειλήσεως κατεσχημένου καὶ |
, παρὰ τὸ ἄνω ὁρᾶσθαι : ὑπέρροον δὲ τὸ ἄνωθεν ῥέον ὕδωρ . ὕπαρ ὀνείρατος διαφέρει . ὕπαρ μέν ἐστιν | ||
. λαμπρῶν : † ἐσθλῶν . δένδρων . τὸ ἐκεῖ ῥέον . ῥόδα , κρίνα , ἴα . τρέφει . |
] ἀγαθά . τις δοκῶν ] ἤγουν τινὸς δοκοῦντος . παραλλάξασα ] διελθοῦσα ἡ ὄψις . διὰ χερῶν ] ἤγουν | ||
ἐκλήθη ἀπὸ τοῦ ἐξιέναι τοῦ Ἡλίου τὴν Σελήνην , ἐπεὶ παραλλάξασα αὐτὸν μοῖραν μίαν ἄρχεται φαίνεσθαι τῷ κόσμῳ , οὐχ |
, . . Ἐγὼ γὰρ καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἐν σαρκὶ αὐτὸν οἶδα καὶ πιστεύω ὄντα . καὶ ὅτε πρὸς | ||
σύκωσις δέ ἐστιν , ὅταν τὸ ἐντὸς τῶν βλεφάρων σαρκωθείη σαρκὶ παραπλήσιον μετὰ ὑπεροχῆς καὶ ὁ ὀφθαλμὸς ἅπας δυσκίνητος ᾖ |
μηχανώμεθα , τὸ καλὸν δὲ χρῶμα δευσοποιῷ χρώζομεν . καὶ χιόνα μὲν πίνειν παρασκευάζομεν , τὸ δ ' ὄψον ἂν | ||
μέλλον προεγνωκέναι . ἴσασι γοῦν καὶ χειμῶνα μέλλοντα , καὶ χιόνα ἐσομένην προμηθέστατα ἐφυλάξαντο . καὶ τοῦ καταληφθῆναι δέει ἀποδιδράσκουσιν |
τὸ τέκνον , καὶ ὑπὸ τοῖς μηροῖς θάλπει , καὶ λεαίνει τῇ γλώττῃ , καὶ ἐκτυποῖ ἐς ἄρθρα , καὶ | ||
τῆς ψυχῆς ἔφερον ἀγάλμασι . . . Προσκλύζων κόλπος Ἰόνιος λεαίνει τὴν θῖνα τῷ κύματι . κατὰ δὴ ταύτης τῆς |
τῶν μελῶν : Ἔρως με δαὖτε Κύπριδος ἕκατι γλυκὺς κατείβων καρδίαν ἰαίνει . λέγει δὲ καὶ ὡς τῆς Μεγαλοστράτης οὐ | ||
ῥεόντων , ὡϲ κίνδυνον εἶναι καὶ πρὸϲ τὸν πνεύμονα καὶ καρδίαν ἀφικέϲθαι καί ποτε καὶ εἰϲ τὸν ἐγκέφαλον ἀναδραμεῖν . |
: δηλοῦται ὡς μὲν Ἀπίων ψῦχος , ὡς δὲ Ἡλιόδωρος πάχνη : Ἀπολλόδωρος τὸ ἐξ αἰθρίας ψῦχος . συμφερτή Ν | ||
σπόρου ὥρα . . , . β Δωι ψύχη ἢ πάχνη . . , . ιζ Δωι χειμὼν καὶ κατὰ |
. Πευκεδάνου ὀπὸς καλλίων ἐστὶν ὁ βαρύοσμος , ἔγκιρρος , θερμαίνων τὴν γεῦσιν . Πολίου τὸ ὀρεινὸν χρήσιμον . Ῥητίνη | ||
καρποῦ ἀποφέρει , τὴν δὲ παχείην πέσσων ὁ ἥλιος καὶ θερμαίνων γλυκαίνει : τὰ δὲ οὐ καρποφορέοντα τῶν δενδρέων οὐκ |
, μελαίνει δέ . ψολόεις , ὁ ἐν τῇ ψαύσει ὀλλύων . ἑλικίας ὁ συστροφὰς καὶ ἕλικας ποιῶν , διὰ | ||
τὰ πρὶν βρύοντα γῆς ὕπερθεν αὔεται , ὁ δ ' ὀλλύων φλογμοῖσιν αὐδᾶται Λέων . Ἐγγὺς δὲ τούτου Παρθένου κεῖται |
φασιν . Ἀλλ ' ὑποθώμεθα ἐξαιρεθέντος τοῦ ὕδατος μηδὲν ἕτερον εἰσρυῆναι σῶμα . μένει τοίνυν μεταξὺ τῆς ἐπιφανείας διάστημα κεχωρισμένον | ||
τοῦ καπνοῦ πᾶσαν τὴν τῆς κεδρέας καὶ τοῦ θείου ὀσμὴν εἰσρυῆναι , καὶ ἀποπνίξαι τὸν ἀσπάλακα : καὶ οὕτως ἑκάστου |