* οὐδὲν γὰρ κωλύει εἰς τοσοῦτον πλῆθος ἐτῶν τὸν μὲν καταφάσκειν τὸν δὲ ἀποφάσκειν . εἰ δὲ τοῦτο , ἄτοπον
ὑπάρχειν ἄνευ τοῦ καθόλου ἢ κατὰ μέρος ἀντὶ τοῦ τὸ καταφάσκειν τι κατά τινος ἢ ἀποφάσκειν τι ἀπό τινος ἄνευ
6249090 Ὑποδειγμα
τὴν ἀποκύησιν τεταγμένῃ , ἥτις ἐστὶ τῶν ὅλων δηλωτική . Ὑπόδειγμα : Τὸν κλῆρον τῆς Τύχης ἀριθμεῖν δεήσει , καθὼς
δ ἄλλο ἐμπέσῃ : ἡ γὰρ αὐτὴ ἔφοδός ἐστιν . Ὑπόδειγμα Ἔστω ὁ α πρὸς τὸν β λόγον ἔχων ,
5939624 διαπλυναι
Ἀριστοφάνης δὲ τὸν σαπέρδην ἀποτῖλαι χρή κἆτ ' ἐκπλῦναι καὶ διαπλῦναι . ἔξεστι δ ' εἰπεῖν ἥπατα σεσυκασμένα , ἥπατα
ἐπὶ τῶν μαλακῶν ϲωμάτων καὶ ἐφ ' ὧν κενῶϲαι καὶ διαπλῦναι μόνα τὰ κατὰ γαϲτέρα καὶ ἔντερα βουλόμεθα καὶ ἐφ
5906549 Δωριων
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ . ΣΚΕΠΙΝΟΣ . τούτου μνημονεύων Δωρίων ἐν τῷ περὶ ἰχθύων καλεῖσθαί φησιν αὐτὸν ἀτταγεινόν .
ἑαυτοῦ : ” εἰπέ μοι , „ ἔφη „ ὦ Δωρίων , τί Πολέμων ἐνταῦθα ; ” καὶ ὁ Δωρίων
5875164 κυρα
Κῦρι , κῦρι , τὸν ὀρχηστὴν ἐβίνησα , καὶ ἡ κυρὰ ἦν ἔσωθεν . Ἀτυχὴς εὐνοῦχος κήλην ἐποίησεν . Σχολαστικὸς
Κῦρι , κῦρι , τὸν ὀρχηστὴν ἐβίνησα , καὶ ἡ κυρὰ ἦν ἔσωθεν . Ἀτυχὴς εὐνοῦχος κήλην ἐποίησεν . Σχολαστικὸς
5857736 ἀθροῳ
αὐξήσαντες τὴν ἐπιθυμίαν , ἐπειδὴ εἰς ὕπνον ᾔεσαν , ἐν ἀθρόῳ γίνονται τῷ δεινῷ , καὶ ὁ ἔρως ἐν ἑκατέροις
εἰπόντες τὸ πρᾶγμα ἐκεῖ καὶ πλάσαντές τινα πλαστὰ καὶ ἐπὶ ἀθρόῳ τῷ πράγματι ἐπειπόντες τὰς καθ ' ἕκαστον ὑποδιαιρέσεις τοῖς
5841487 λουμενος
μέντοι γενικώτερόν ἐστιν ἀπληστία , ὃ καὶ νῦν ἐμφαίνεται . λούμενος : Ἀντὶ τοῦ λουόμενος . . καταπτάμενος ἴκτινος κ
; Ὅταν διαριθμῶν ἀργυρίδιον τύχῃ ἅνθρωπος οὗτος , ἢ καθῆται λούμενος , καταπτόμενος ἰκτῖνος ἁρπάσας λάθρᾳ προβάτοιν δυοῖν τιμὴν ἀνοίσει
5827287 ἀνασκολοπισθηναι
ἔνθα γλύφονται καὶ κατασκευάζονται οἱ Ἑρμαῖ . Ἀνασκινδαλευθῆναι : τὸ ἀνασκολοπισθῆναι , σκινδαλμοὶ γὰρ οἱ σκόλοπες [ χειρ . σκώλοπες
' ἕκαστον γοῦν ἑπτάκις δίκαιός ἐστιν ἀπολωλέναι . Ἐμοὶ μὲν ἀνασκολοπισθῆναι δοκεῖ αὐτόν . Νὴ Δία , μαστιγωθέντα γε πρότερον
5812393 πεσσου
λόγῳ . δεῖ δὲ γλοιῶδες καὶ ὀλίγῳ παχύτερον ποιεῖν τοῦ πεσσοῦ τὸ πάχος , κἄπειτα ἔριον μοτῷ στενῷ παραπλήσιον διπλοῦν
. σὺν δὲ σατυρίῳ προστιθεμένη καὶ ἐν κροκύδι τιθεμένη , πεσσοῦ γινομένου καὶ τιθεμένου τῷ στόματι τῆς μήτρας , σύλληψιν
5805103 ΒΚΗ
γωνία τῇ ὑπὸ ΟΛΘ ἴση : ὅλη ἄρα ἡ ὑπὸ ΒΚΗ ὅλῃ τῇ ὑπὸ ΕΛΘ ἐστὶν ἴση . καὶ τὰ
καὶ ἡ ΒΓ τῆς ΒΚ . ὥστε καὶ ἡ ὑπὸ ΒΚΗ γωνία μείζων ἐστὶν τῆς ΒΓΚ . ὀξεῖα δὲ ἡ
5782350 Ἀπικιου
τὴν Ῥωμαικὴν ἱστορίαν ἐκδεδωκότι τῇ Ἑλλήνων φωνῇ . περὶ δὲ Ἀπικίου τοῦ καὶ αὐτοῦ ἐπὶ ἀσωτίᾳ διαβοήτου ἐν τοῖς πρώτοις
, . . . Ἀπίκια : εἴδη πλακούντων : ἀπὸ Ἀπικίου τινὸς Ῥωμαίου εὐτρυφήτου ἐπινοήσαντος , . , . *
5769821 δυσδιαφορητος
μόριον ἀλθαίας ῥίζης ἐνεψηθείσης . ὅταν δὲ δυσεκπύητος ᾖ καὶ δυσδιαφόρητος ὁ ὄγκος , τῷ διὰ τῶν ἰσχάδων καταπλάσματι χρήσῃ
, καταπλάττειν . ἐφ ' ὧν μέντοι δυσεκπύητός τε καὶ δυσδιαφόρητος ὁ ὄγκος ἐστί , τοὺς ἐσφηνωμένους χυμοὺς ἡγητέον εἶναι
5764593 τρεμοντα
καλὸς δὲ καὶ φίλευνος : τὸ χεῖλος ὦζεν οἴνου : τρέμοντα δ ' αὐτὸν ἤδη Ἔρως ἐχειραγώγει . ὃ δ
οὐκ ἔχουσι τῇ τοῦ μέλλοντος ἀγνοίᾳ : πρὸς γὰρ τὸν τρέμοντα τὸ μηδὲν ἔσεσθαι λυπηρὸν οὐκ ἂν ἐγγυήσασθαι δύναιντο .
5740281 ϲπερματι
μελικράτῳ ἢ τῷ τῆϲ τήλεωϲ ἀφεψήματι ϲὺν μέλιτι ἢ ϲικύου ϲπέρματι ϲὺν γλυκεῖ . τοῖϲ δὲ πῦον οὐροῦϲιν τὴν Ἀρμενίαν
δυνάμενον . καὶ ἡ πόα δὲ παραπληϲίαϲ ἐϲτὶ δυνάμεωϲ τῷ ϲπέρματι , ἀϲθενεϲτέρα δέ : ὅθεν ἐϲθιομένη θερμαίνει ϲφοδρῶϲ :
5731779 Πυκνος
καὶ πυροὺς , ὅτι πανταχοῦ καὶ παρὰ πᾶσι σπειρόμενοι . Πυκνός . παρὰ τὸ πτύσσω , πτυκνὸς καὶ πυκνός .
ὦτοι τῶν Ἑλλήνων Ἀνδροκλέα τὸν ἀπ ' αἰγείρων ἀστράψῃ διὰ Πυκνός παρὰ κωφὸν ἀποπαρδεῖν . ἐν δὲ διχοστασίῃσι καὶ Ἀνδροκλέης
5730500 ὀδελον
διώκεται χαδών ] βαλών , ἀποκόπτων χαδών ] χωρῶν ἢ ὀδελόν . ἢ ὀβελὸν σιλφίου τῷ χαρακτηρικῷ κνηστῆρι [ χαρακτῷ
ὀδελόν : Βοιωτοὶ τὸν ὀβελὸν ὀδελὸν λέγουσιν . Γ τὸν ὀδελόν ] λέγει δὲ τὸ τοῦ ἀνδρὸς μόριον παίζων .
5722846 Κρητικῳ
εἴς τε στεφάνους πλεκομένης κόκκους κε . λειοτριβήσας ἅπαντα γλυκεῖ Κρητικῷ πλάσσε τροχίσκους : πότιζε δ ' ἀπυρετοῦσι μὲν ἐν
δὲ τῆς Λακωνικῆς . Ἐν τῷ πόρῳ δὲ κειμένη τῷ Κρητικῷ ἄποικός ἐστιν Ἀστυπάλαια Μεγαρέων , νῆσος πελαγία : πρὸς
5720621 Πυλαιας
. πρὸ τῆς ἐπιούσης Πυλαίας ] οἷον πρὸ μηνὸς τῆς Πυλαίας τῆς ἑξῆς . ἔγνωμεν γὰρ ἐν τοῖς Δημοσθενικοῖς ὅτι
μεγάλα τῇ πόλει ἥκειν φέροντάς φασι τοὺς Πυλαγόρας ἀπὸ τῆς Πυλαίας καὶ τὸν ἱερομνήμονα . τὴν πτέρυγα παραλύσασα τοῦ χιτωνίου
5719523 Μητροκλης
ἐντελὲς ἔχειν . Ἐνεβρίμει : ἀντὶ τοῦ ὠργίζετο : Στίλπωνι Μητροκλῆς Ἐνεβρίμει τῷ Στίλπωνι Μητροκλῆς . Ἐκδείας : τὰς τῶν
δοὺς τριάκονθ ' ἡμέρας . Μαθηταὶ δ ' αὐτοῦ : Μητροκλῆς , ἀδελφὸς Ἱππαρχίας , ὃς πρότερον ἀκούων Θεοφράστου τοῦ
5706112 δηγμου
ποθέντα , τὰ αὐτὰ ἀλγήματα κοιλίας καὶ ἐντέρων ἐπιφέρει μετὰ δηγμοῦ σφοδροῦ : ὅθεν προςφέρειν δεῖ ἅπαντα , ὅσα μετὰ
διεφθορότων ὁ λυγμὸς γίνεται , ὃ καὶ διὰ καύσεως καὶ δηγμοῦ τοῦ στομάχου αἰσθάνοιτο , ὕδωρ χλιαρὸν πίνοντας κέλευε πολυεμεῖν
5661355 Γινεσθαι
αὐτὰς γόγγας : ἰσοδυναμεῖν δὲ τὰς ῥίζας ταύτας κριθαῖς . Γίνεσθαι δὲ φοίνικας καὶ μῆλα καὶ τὰ λοιπὰ ἀκρόδρυα καὶ
καὶ ὁ κόσμος δέ : ἐξαυχμοῦται γὰρ καὶ ἐξυδατοῦται . Γίνεσθαι δὲ τὸν κόσμον ὅταν ἐκ πυρὸς ἡ οὐσία τραπῇ
5651476 Εὐστοχιῳ
οἷός τε ἦν καὶ τῆς ὁδοῦ καὶ τῆς ἄλλης σπουδῆς Εὐστοχίῳ κοινωνῆσαι , πάντως ἄν με εἶχες ἀντὶ τῶν ἐμῶν
. σαυτὸν οὖν παρασχὼν εὔνουν ποίησόν με μὴ πάντα ὀφείλειν Εὐστοχίῳ τῷ καλῷ . Ἔγγραφε τῷ καταλόγῳ τῶν ἡμετέρων φίλων
5648794 Φαβρικιος
φορᾶς . Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐπὶ τὴν Σικελίαν ἀπεχώρησεν . Φαβρίκιός τε , Λουκανούς τε καὶ Σαμνίτας ἑλὼν , ὑπὲρ
φορᾶς . Καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐπὶ τὴν Σικελίαν ἀπεχώρησεν . Φαβρίκιός τε , Λουκανούς τε καὶ Σαμνίτας ἑλὼν , ὑπὲρ
5641300 Ἀλυπον
: δι ' ὃ πρὸϲ τὰϲ ζεούϲαϲ ἁρμόζει φλεγμονάϲ . Ἄλυπον . καθαίρει τὸ ϲπέρμα αὐτοῦ κάτω μέλαιναν χολὴν πλῆθοϲ
αὐτὸ ποϲὸν ὡϲαύτωϲ κενοῖ γλήχωνι : ἄμφω δὲ ξηραί . Ἄλυπον . εἴρηται καθαίρειν κάτω τὸ ϲπέρμα αὐτοῦ μέλαιναν χολὴν
5632242 ἐφορμησασα
στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασεἡ διπλῆ ὅτι ἐπιεισαμένη ἐστὶν ἐπελθοῦσα , ἐφορμήσασα , ἀπὸ τοῦ εἶμι , ὡς τὸ ἢ τάχα
] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα : ἐφορμήσασα τῶι Ὀρέστηι . τὸ δὲ ἀτμῶι κατισχαίνουσα ἀντὶ τοῦ
5627107 σιραιου
ἀρτύματα ταῦτα καταλέγει που Ἀντιφάνης : ἀστάφιδος , ἁλῶν , σιραίου , σιλφίου , τυροῦ , θύμου , σησάμου ,
ὕδατος ἑψηθῶσιν αἱ κωδύαι . καὶ διὰ τοῦ γλυκέος δὲ σιραίου τε Κρητικοῦ κάλλιον ἢ διὰ μέλιτος ἑψεῖν , ὅταν
5625601 δικελλης
? γὰρ αὑτὸν ἔνδον , καὶ σχολὴν εὑρὼν ] ἀπαλλαγεὶς δικέλλης καὶ κακῶν οὕτω ] τίς ἐστι σκληρὸς ὁ γέρων
τῷ τε ὄγκῳ διαλλάττει καὶ μήκει τοσοῦτον ἐκείνης , ὁπόσον δικέλλης στελειᾶς πάχος πλέον ἢ σμινύης ἔχει , ἢ καὶ
5622778 προστησομενον
νεμόντων μετοίκων : ᾑρεῖτο γὰρ ἕκαστος ἑαυτῷ τῶν πολιτῶν τινὰ προστησόμενον περὶ πάντων τῶν ἰδίων καὶ τῶν κοινῶν . Ὑπερείδης
τὴν ἡλικίαν ὄντος ἀντίπαιδος , οὐκ εἶχεν ἡ βασιλεία τὸν προστησόμενον ἀξιόχρεων . διὸ καὶ τὸ μειράκιον ταῖς τῶν κολάκων
5614232 κεστρεα
προσφερέσθω , μηδὲ σκόροδα , μηδὲ κρέας χοίρειον , μηδὲ κεστρέα μηδὲ ταρίχηρον μηδὲ νεαρὸν , μήτε ἔγχελυν , μήτε
λάμβανε δ ' ἐκ Γαίσωνος , ὅταν Μίλητον ἵκηαι , κεστρέα τὸν κέφαλον καὶ τὸν θεόπαιδα λάβρακα . εἰσὶ γὰρ
5599305 παρημειψαμεν
χώρας ἐλθεῖν φημίζεται καὶ ἐνταῦθα νόσῳ ἀποθανεῖν . ποταμοὺς δὲ παρημείψαμεν ἐν τῷ παράπλῳ τῷ ἀπὸ Τραπεζοῦντος τόν τε Ὕσσον
Σεβαστόπολις πάλαι Διοσκουριὰς ἐκαλεῖτο , ἄποικος Μιλησίων . ἔθνη δὲ παρημείψαμεν τάδε . Τραπεζουντίοις μέν , καθάπερ καὶ Ξενοφῶν λέγει
5599157 Μηδενα
' ἱεροῖσιν , ὄφρα μὴ ἀμπλακίης αἰσχρὸν ὄνειδος ἔχω . Μηδένα πω κακότητι βιάζεο : τῶι δὲ δικαίωι τῆς εὐεργεσίης
σε νικάτω κέρδος , ὅ τ ' αἰσχρὸν ἔηι . Μηδένα τῶνδ ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε παρ ' ἡμῖν ,
5595953 βεβουλευμενην
αὐτὸς κεῖται Κόνων : Πρόκνην δὲ τὰ ἐς τὸν παῖδα βεβουλευμένην αὐτήν τε καὶ τὸν Ἴτυν ἀνέθηκεν Ἀλκαμένης . κεποίηται
καὶ ἀνύδρου προάγειν ἐπίπονον μὲν ἔκρινεν , εἰς δὲ τὴν βεβουλευμένην ἐπιβολὴν χρησιμώτατον : οὐ μόνον γὰρ διὰ ταύτης συντόμως
5595698 ὀπιαν
τῶν μικρῶν καταφρονεῖν . σέρφῳ ] ζῷόν τι μικρόν . ὀπίαν δ ' οὐκ ἔστι : δι ' ὀπῆς ἐξελθόντα
ὃν κατήγαγον . . . Εὐριπίδης δ ' ἐν Κύκλωπι ὀπίαν καλεῖ τυρὸν τὸν δριμύν , τὸν πηγνύμενον τῷ τῆς
5594546 δικορωνον
τοῦ πυλῶνος εἰ οἰωνός τίς ἐστι δύσκολος . ἐὰν ἴδῃς δικόρωνον ἑστὸς πρὸ τοῦ πυλῶνος κάλει με : εὐφροσύνην γὰρ
ἰδὼν ἔφη “ οὐκ εἶπάς μοι , κατάρατε , ὅτι δικόρωνον εἱστήκει πρὸ τοῦ πυλῶνος ; ” Αἴσωπος ἔφη “
5588720 ἐξαρκων
ἑωράκειν μεταδιδούς , καὶ παντὶ τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου ἐξαρκῶν . Τὸ θέρος ἡλίευον , καὶ ἐν χειμῶνι ἐποίμαινον
ἀπὸ τοῦ πλούτου καὶ εὖ παθεῖν καὶ εὖ ἀκοῦσαι θέλω ἐξαρκῶν τοῖς φίλοις . τὸ δὲ ὅλον : δωρητικὸς γίνου
5577671 Κρινιν
. . λόγος δέ ἐστι , ὡς οἱ περὶ τὸν Κρίνιν φασί , τὸ συνεστηκὸς ἐκ λήμματος καὶ προσλήψεως καὶ
. . λόγος δέ ἐστι , ὡς οἱ περὶ τὸν Κρίνιν φασί , τὸ συνεστηκὸς ἐκ λήμματος καὶ προσλήψεως καὶ
5573572 αἰτηθεντα
ὀρύζῃ καὶ ἀλφίτοις τρεφομένους , ἃ παρέχειν αὐτοῖς πάντα τὸν αἰτηθέντα καὶ ὑποδεξάμενον ξενίᾳ : δύνασθαι δὲ καὶ πολυγόνους ποιεῖν
, ὧν οὔτε αἰτῆσαι οὐδὲν ὅσιον οὐδενί , οὔτ ' αἰτηθέντα ἑτέρῳ δοῦναι . Κελεύσατε οὖν αὐτούς , ἐάσαντας τὴν
5569348 ἐμουντα
ὠοῦ λέκυθον ὀπτὴν μετὰ ἀλφίτου πότιζε . [ Πρὸς στόμαχον ἐμοῦντα χολὴν μέλαιναν . ] Ἐπὶ δὲ τῶν χολὴν μέλαιναν
καὶ ἐπανέρχεται τὰ σιτία εὐκόλως . ἐπὶ δὲ τοῖς ὕπνοις ἐμοῦντα συμφέρει συνεχέστερον τοῦ ὕδατος ἐπιρροφεῖν , μὴ ὀξύνοντα καὶ
5561522 ἀρδειας
δ ' ὑετῶν ἡμῖν φοράν , ὡς τοῖς λαχάνοις ἐξ ἀρδείας αὔξησις ἡ κατὰ λόγον προσγένοιτο . ἐκεῖθεν δ '
πόσαις μεταφοραῖς κέχρηται : καὶ νῦν γὰρ τῇ ἀπὸ τῆς ἀρδείας τῶν φυτῶν κέχρηται . Θέρμην δὲ λέγει τὴν ζωτικὴν
5559351 κλαδειας
πάλιν τῷ ἔαρι κλαδεύειν ἀναγκαῖον . Ἄρχεσθαι δὲ δεῖ τῆς κλαδείας οὐ πρωΐ , ἀλλ ' ὅταν ὑπὸ τοῦ ἡλίου
ἀμπέλῳ , καὶ ποταποῖς χάραξι προσδεσμεῖν . κγʹ . περὶ κλαδείας . κδʹ . πρὸς εὐφορίαν ἀμπέλων καὶ καλλιοινίαν .
5559084 ΕΗΖ
: καὶ ἔστω τὰ ὑπὲρ γῆν τμήματα τὰ ΑΗΒ , ΕΗΖ : κατὰ διάμετρον ἄρα ἐστὶ τὸ μὲν Α σημεῖον
τὰ ΕΑΔ μέρη , καὶ διὰ τοῦτο ὁμοία ἐστὶν ἡ ΕΗΖ περιφέρεια τῇ ΔΚ περιφερείᾳ : πάλιν ἐπεὶ ἀσύμπτωτόν ἐστι
5558217 λαβρακα
χλόην , κύμινον , ἅλας , ὕδωρ , ἐλάδιον . λάβρακα μετὰ ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα , ἔσται δι
μέγα πεῖσμα λινόστροφον : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ λάβρακα ζώοντα παρήλασαν , εἴ σφι παρείη : εἰ δὲ
5557790 πυρνα
, παρὰ τὸν πυρόν . ὁ δὲ Ἀπίων τὰ μὲν πύρνα σιτία , τὸν δὲ πύρνον ψωμόν . ῥήτρην ξ
Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη Λαερτιάδην Ὀδυσῆα ὤτρυν ' , ὡς ἂν πύρνα κατὰ μνηστῆρας ἀγείροι γνοίη θ ' οἵ τινές εἰσιν
5553389 Νεστοριδος
ἰδέας τῶν ποτηρίων Ἀσκληπιάδης ὁ Μυρλεανὸς ἐν τῷ περὶ τῆς Νεστορίδος φη - σὶν ὅτι δύο πυθμένας ἔχει , ἕνα
. Ἀσκληπιάδης δ ' ὁ Μυρλεανὸς ἐν τῷ περὶ τῆς Νεστορίδος φησὶν ὅτι τῷ σκύφει καὶ τῷ κισσυβίῳ τῶν μὲν
5549408 κοιμηθηναι
διότι ἔλεγεν : οὐ προσήκει ἀνδρὶ θεοσεβεῖ πρὸ τῶν γάμων κοιμηθῆναι μετὰ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ . Καὶ ἀνέστη Ἰωσὴφ τῷ
ὁ ἑλών με ἀπὸ τῶν δεμνίων καὶ μὴ ἐῶν με κοιμηθῆναι ὑπὸ τοῦ κτύπου τῶν ποδῶν τῶν ἵππων καὶ τῶν
5547516 ἐπιτιμιας
ἐξορισμοῦ ἐξέβαλλεν αὐτὸν ἐκ τοῦ παραδείσου , ὅπως διὰ τῆς ἐπιτιμίας τακτῷ ἀποτίσας χρόνῳ τὴν ἁμαρτίαν καὶ παιδευθεὶς ἐξ ὑστέρου
παρὰ τῶν παίδων οὐκ ἔτι δορυφορούμενον , ἀλλὰ καὶ τῆς ἐπιτιμίας τὸ λοιπὸν κινδυνεύοντα . Ἡ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ . Ἀλλὰ γὰρ
5545442 Ὑδρον
σαφές , εἰκονίσας ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκεν εἶναι τόν τε Ὕδρον καὶ τὸν Κρατῆρα καὶ τὸν Κόρακα μὴ δυνάμενον πιεῖν
τοῦ Ὑδροχόου συναναφέρεται . ὁ δὲ Ἄρατος ἀγνοεῖ , τὸν Ὕδρον ὅλον τῷ Ὑδροχόῳ ὑπολαμβάνων ἀντικαταδύνειν . ὁ γὰρ ἐν
5540420 ἀναβαινε
φησὶν “ διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ἀνάβαινε ” . “ ἀνάβαινε διὰ τοῦ ἑτέρου μέρους ” . καὶ ταῖσι φυλλάσι
μακάριε ἀλλαντοπῶλα , δεῦρο δεῦρ ' , ὦ φίλτατε , ἀνάβαινε σωτὴρ τῇ πόλει καὶ νῷν φανείς . Τί ἐστι
5529027 Γανυμηδει
ἔστενε καὶ ὑπεδάκρυε , καὶ εἴ ποτε πιοῦσα παραδοίην τῷ Γανυμήδει τὸ ἔκπωμα , ὁ δὲ ᾔτει ἐν αὐτῷ ἐκείνῳ
. Γανυμήδεα : εὔχεται , φησίν , ὁ κριτὴς τῷ Γανυμήδει , ἵν ' ἐπιτήδειον ἔχῃ τὸ στόμα πρὸς τὸ
5528420 Ἀριστιου
ἐν τῷ ξυστῷ περιπατοίην . εἴρηται δὲ καὶ ἐν τῷ Ἀριστίου Ὀρφεῖ ἦν μοι παλαίστρα καὶ δρόμος ξυστὸς πέλας .
τιμῶσι καὶ χρυσῷ τὸ ἄγαλμα ἐπικοσμοῦντες . ἐνταῦθά ἐστι καὶ Ἀριστίου μνῆμα τοῦ Πρατίνου : τούτῳ τῷ Ἀριστίᾳ σάτυροι καὶ
5521282 πεπρακας
σοῦ πριάμενοι μηδέπω ἐκτετίκαμεν διάφορον . καίτοι ἃ μὲν ἡμῖν πέπρακας , ἔχεις ἔτι καὶ αὐτὸς καὶ οὐδὲν ἔλαττον γέγονέ
σε μή , μαστιγία [ ! ! ! ! ! πέπρακας ] πλεὸν ἔχοντι χρυσίον ? ? ? [ [
5514852 ἐπαναχωρειν
θεῶν τὸ κώλυμα τῆς ὁδοῦ λέγων εἶναι , πείθει αὐτοὺς ἐπαναχωρεῖν , ἐάν τι φαῦλον συμβῇ τῇ ὄρνιθι . τοῦτο
εἰ γὰρ ἐθελήσαι ἕκαστος ὄκνῳ τοῦ πωλεῖν ἀφέμενος τοῦ παράγειν ἐπαναχωρεῖν ἐκ τῆς κοινωνίας πρὸς τὴν αὑτοῦ σχολήν , τί
5511340 σαπερδην
ἤθελέ τις παρ ' αὐτῷ φιλοσοφεῖν : ὁ δέ οἱ σαπέρδην δοὺς ἐκέλευσεν ἀκολουθεῖν . ὡς δ ' ὑπ '
, ἀπαναστὰς περὶ δείλην ὀψίαν λουσάμενος , ἢν δοκῇ , σαπέρδην τινὰ ἢ μαινίδας ἢ κρομμύων κεφαλίδας ὀλίγας πριάμενος εὐφραίνεις
5502176 χειραγωγων
ἅπαντα ἑξῆς ἀπέσταλτο ἄν : ” καὶ ἅμα λέγων εἰσῄει χειραγωγῶν τὸν Θεσμόπολιν ἐπερειδόμενον καὶ τοῖς οἰκέταις . ἐγὼ μὲν
εἰ καὶ τυφλοί τινες ἦτε περὶ τοὺς λόγους , ἀντὶ χειραγωγῶν ἐκείνοις χρωμένους κοινωνεῖν τῆς βακχείας . ἀλλ ' οὐκ
5498286 Ὀλυμπιακης
ἐν εἰρήνῃ καταστήσασθαι τὴν πολιτείαν . ἔοικε δὲ καὶ τῆς Ὀλυμπιακῆς ἐκεχειρίας ἡ ἐπίνοια πρᾴου καὶ πρὸς εἰρήνην οἰκείως ἔχοντος
τοῦ Κρόνου παῖδα Δία ὑμνεῖν . πιθανώτερον γὰρ τῆς νίκης Ὀλυμπιακῆς οὔσης τὸν Ὀλύμπιον Δία παρὰ τῷ Ὀλυμπιονίκῃ ὑμνεῖσθαι .
5498215 ἐλλυχνιων
ὄξει τετριμμένων , πίϲϲηϲ ὑγρᾶϲ καὶ τῶν κεκαυμένων καὶ ἐϲβεϲμένων ἐλλυχνίων . δυϲανακλήτωϲ δὲ αὐτῶν ἐχόντων καὶ πταρμικὰ προϲάγειν καὶ
ἐμοὶ δοκεῖν ἐπέσκωπτεν ἐς αὐτόν , ἐπιλέγων αὐτοῦ τὰ ἐνθυμήματα ἐλλυχνίων ὄζειν . Ὅτε Ἡφαιστίων ἀπέθανεν , Ἀλέξανδρος ὅπλα αὐτῷ
5493706 γυμνασιαρχον
εἶναι : ἀλλὰ τοὐναντίον λῃτουργεῖν οὗτοι προὐβάλλοντο , πρῶτον μὲν γυμνασίαρχον Ἡφαιστίοις , ἔπειτα ἀρχεθέωρον εἰς Ἰσθμὸν καὶ Ὀλυμπίαζε ,
αὐτοῦ ἀκούειν . Ἦν δὲ καὶ μεγαλοφωνότατος , ὥστε τὸν γυμνασίαρχον προσπέμψαι αὐτῷ μὴ οὕτω βοᾶν : τὸν δὲ εἰπεῖν
5493372 πυραμουντα
μέχρι τῆς ἕω νικήσας ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα , ἤγουν τὸν πυραμοῦντα . ὁ δὲ νοῦς ὅτι ἐὰν ἡττηθῇς ὑπ '
Κάλλιππος ἐν Παννυχίδι διὰ τούτων : ὁ διαγρυπνήσας [ τὸν πυραμοῦντα ] λήψεται τὰ κοττάβια καὶ τῶν παρουσῶν ἣν θέλει
5485178 Τιθυμαλλον
μὲν τὸ πεινῆν ἐσθίειν τε μηδὲ ἓν νόμιζ ' ὁρᾶν Τιθύμαλλον ἢ Φιλιππίδην . ὕδωρ δὲ πίνειν βάτραχος , ἀπολαῦσαι
ἀλλ ' ἐκαρτέρης ' , ὦ φίλτατε , πεινῶν . Τιθύμαλλον αὐτὸν καὶ παράσιτον ἀποκαλῶν πατάξω τ ' ἴσον ἴσῳ
5473049 δακρυοντα
σαφῶς ὅτι μηδὲν αὐτῶν ἐστιν ἰσχυρόν . Ἠλέκτρα τὸν Ὀρέστην δακρύοντα ὁρῶσα καὶ προσαγόμενον αὐτήν , τότε μὲν ᾤετο ἄνεσίν
ἦν ἐμαυτόν : εἴθε δυνατὸν ἦν ἐμαυτὸν ἄλλον γενόμενον προσβλέψαι δακρύοντα καὶ κατιδεῖν ἐν ὁποίοις κακοῖς εἰμι . τοῦτο δὲ
5472474 σπαραττομενος
γαστρὸς ἢ δι ' ἐμέτων , ἀλλὰ ναυτιῶν τε καὶ σπαραττόμενος , σπουδάζειν δεῖ τηνικαῦτα παρασχεῖν αὐτοῖς , ὅσα μᾶλλον
ἐντρεχὴς ἔσται τόπον ἐκ τόπου ἀμείβων , ἐπὶ ἀλλοτρίᾳ λύμῃ σπαραττόμενος διὰ τὴν τοῦ αἰλούρου κεφαλήν . ἐὰν δὲ τὸ
5471859 Ἰαμον
ἀντὶ τοῦ διὰ τὸ τοῖς ἴοις δροσίζεσθαι αὐτὸν ἀστείως καὶ Ἴαμον καλεῖσθαι . τοῦτ ' ὄνυμα : ἀντὶ τοῦ ὄνομα
Ὀλυμπιακῶν ἄθλων ἐπὶ τῷ τοῦ Διὸς ὑψηλοτάτῳ βωμῷ , τότε Ἴαμον ἐκέλευσεν ὁ Ἀπόλλων χρηστήριον θέσθαι καὶ μαντεῖον τὸ διὰ
5468494 φιλουντι
φιλητόν ἐστι , πότερον τὸ ἁπλῶς ἀγαθὸν ἢ τὸ τῷ φιλοῦντι ἀγαθόν : ἐνίοτε γὰρ διαφέρει ταῦτα ἀλλήλων καὶ ἄλλο
ὁ Ἀρχέλαος τί βουλόμενος οὕτω πυκνὰ ἀπεχθάνεται τῷ πάντων μάλιστα φιλοῦντι αὐτόν ; ὃ δὲ ἐγώ σοι ἔφη φράσω ,
5464867 λιτῳ
μεταπλασμὸς δέ ἐστιν ἀπὸ τοῦ τὸ λιτὸν τοῦ λιτοῦ τῷ λιτῷ καὶ κατὰ μεταπλασμὸν λιτί , ὡς ἀπὸ τοῦ ὁ
κοίτης τὸν ἐπὶ τῶν ὀμμάτων ἔτι λοιπὸν ὕπνον ἀπονιψάμενος ὕδατι λιτῷ καὶ χιτωνίσκον καὶ χλαμύδα ταῖς ἐπωμίοις περόναις συρράψας ἀπὸ
5459495 κραββατον
[ ἑαυτὸν ] ἐνταῦθα εἰς τὸν ⌈ ἐξ ἀρνακίδων ἐστρωμένον κράββατον . / [ μεστὸν κόρεων κράββατον . ] ⌈
οὐ κατὰ τὸ ἀρρενικόν . Σκίμπους λέγε , ἀλλὰ μὴ κράββατον . Ἐρεύγεσθαι ὁ ποιητής : „ ὁ δ '
5459223 περδεσθαι
. παρέπεται δὲ καὶ τοῖς τρυφῶσι καὶ πολλὰ ἐσθίουσι τὸ πέρδεσθαι . ἢ ὡς εὐρύπρωκτον αὐτὸν , ἢ ὡς τοῦτο
οὐρὰν ἐστραμμένον , καὶ τὸν ὄνον ἀλγεῖν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ πέρδεσθαι . Δημόκριτος δέ φησι , τὸν πληγέντα ὑπὸ σκορπίου
5458421 πλευσαντι
ἐπὶ τὰ πρὸς ἕω μέρη ναύσταθμον : εἶτα λιμὴν Σχοινοῦς πλεύσαντι τετταράκοντα καὶ πέντε σταδίους : ἀπὸ δὲ Μαλεῶν τοὺς
. Μετὰ δὲ Δαφνοῦντα Κνημῖδες χωρίον ἐρυμνὸν ὅσον σταδίους εἴκοσι πλεύσαντι : καθ ' ὃ τὸ Κήναιον ἐκ τῆς Εὐβοίας
5456632 ὀνειροπολεις
ὀνειροπολεῖς περὶ σαυτοῦ : παρακρούῃ καὶ παραλογίζῃ καὶ παραπλανᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς ὀνείρους ὁρῶν . ΓΘ ἃ ] ὧν , πραγμάτων
ψῆφον ἰχνεύων . Ἃ σὺ γιγνώσκων τόνδ ' ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς περὶ αὐτοῦ . Οὔκουν δεινὸν ταυτί σε λέγειν δῆτ
5453883 Σαρπηδονιας
ἀνατείνοντα βράχεα ὡς σταδίους κʹ . Ἀπὸ τῆς ἄκρας τῆς Σαρπηδονίας , ἔγγιστα [ κειμένης ] πρὸς τὴν Κύπρον ,
ἣ προσονομάζεται Ζεφύριον , στάδιοι μʹ : ἀπὸ δὲ τῆς Σαρπηδονίας ἄκρας εἰς Ἀφροδισιάδα ὁ πλοῦς σταδίων ρκʹ . Ἡ
5446024 ἐπιτρεψῃ
τὴν πικρότητα καὶ τὸν τόνον ἐπ ' ἐνίων , ὅταν ἐπιτρέψῃ τοῖς πάθεσι , μάλιστα δ ' ὅταν ὀνειδίζῃ πόλεσιν
κύριον ἔχειν , ἐὰν δὲ μὴ ᾖ , ὅτῳ ἂν ἐπιτρέψῃ , τοῦτον κύριον εἶναι . Οὗτος μὲν τοίνυν ὁ
5443645 δειπνησεις
συμβαλὼν χαίρω : σὺ μᾶλλον ἢ γὺψ ἢ κόραξ με δειπνήσεις . χάριν δέ μοι δὸς ἀβλαβῆ τὲ καὶ κούφην
ἄρχειν ; Οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν . Οὔποτε δειπνήσεις ἔτι τοῦ λοιποῦ ' ν πρυτανείῳ , οὐδ '
5439838 νεης
] [ δρόσον ] [ ] [ εὐεπιάων ] ἄμμι νέης ? μέλπουσα [ ] δίδου [ ] τινὰ ?
τηλοῦ χθονὸς εἴσατο Λυγκεύς τὼς ἰδέειν , ὥς τίς τε νέης ἐνὶ ἤματι μήνην ἢ ἴδεν ἢ ἐδόκησεν ἐπαχλύουσαν ἰδέσθαι
5439219 Φαλης
ἀπαλλαγείς . Πολλῷ γάρ ἐσθ ' ἥδιον , ὦ Φαλῆς Φαλῆς , κλέπτουσαν εὑρόνθ ' ὡρικὴν ὑληφόρον , τὴν Στρυμοδώρου
, μέσην λαβόντ ' , ἄραντα , καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι . Φαλῆς Φαλῆς , ἐὰν μεθ ' ἡμῶν ξυμπίῃς , ἐκ
5439103 κομιζετ
μὲν οὖν κύνας τε καὶ θηρῶν βρόχους , δμῶες , κομίζετ ' ἐς δόμους τυραννικούς . ἐγὼ δ ' ἐμαυτὸν
ἀσφαλεστάτην : ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ὠφελεῖ δὲ κατθανών , κομίζετ ' αὐτόν , δμῶες , εἶτα χρὴ κυσὶν δοῦναι
5437072 διαλεξομενοι
' ἡμῶν ἐν Δάφνῃ τιμώμενον . ἥκουσι μὲν γὰρ οἱ διαλεξόμενοι τοῖς παρ ' ὑμῖν ἀθληταῖς καὶ πείσοντες , ὡς
τε βλάβας † . . . θούμενοι καὶ περὶ διαλλαγῶν διαλεξόμενοι , ὑπάρξει τε ἡμῖν ὃ πάντες ἂν εὔξαιντο οἱ
5435591 ἁρμοζου
, μὴ ἐμποδίσωσι σφυγμολογῆσαι . πάλιν δὲ πρὸς τὴν χρείαν ἁρμόζου . εἰ γὰρ συνεχέσιν ἐνέμασι μέλλεις κεχρῆσθαι , καὶ
νοσεύματος ἀκριβὴς εἶναι δοκέῃ , [ καὶ ] τῷ ἕλκει ἁρμόζου τὸ ἐπιτιθέμενον ὀθόνιον , τῷ δὲ καταπλάσματι πρὸς τὸν
5434647 παρακολουθησις
ἐκεῖνα ; οὐδαμῶς . ἄλλο γάρ ἐστι χρῆσις καὶ ἄλλο παρακολούθησις . ἐκείνων χρείαν εἶχεν ὁ θεὸς χρωμένων ταῖς φαντασίαις
ἐστὶ πρὸ τῆς παρακολουθήσεως τἀγαθόν : εἰ δ ' ἡ παρακολούθησις ποιεῖ , οὐκ ἂν εἴη πρὸ ταύτης τὸ ἀγαθόν
5429911 ἀφωτιστος
, κἂν ἐκεῖνος πόρρωθεν ᾖ . Πρὸς δὲ τὸν πυρώδη ἀφώτιστος οὖσα πρὸς ἡμᾶς ἔδοξεν εἶναι ἀγαθή : ἀνταρκεῖ γὰρ
μηνύει . Σελήνη ὑπὸ τὰς τοῦ Ἡλίου αὐγὰς οὖσα καὶ ἀφώτιστος παντελῶς ἀφανίζει τὸ κλέμμα . Ἥλιος καὶ Σελήνη ἅμα
5427071 ἐλεγχθειη
τὸν τοσοῦτον πρότερον Πλάτωνος , ἢ πῶς ἂν Πλάτων μᾶλλον ἐλεγχθείη τἀναντία αὐτὸς ἑαυτῷ λέγων ἢ εἰ φαίνοιτο ἅμα τ
ἔχοντα , αὐτὸν ἀποκτιννύναι . πῶς οὖν ἄν τις μᾶλλον ἐλεγχθείη παράνομ ' εἰρηκὼς ἢ πῶς δεινότερ ' ἂν γράφων
5427026 εὐοδειν
ἡ δὲ συκῆ καὶ τὰ τοιαῦτα σκολιοῦται διὰ τὸ μὴ εὐοδεῖν . Ἅπασαι δ ' ἔμμητροι καθάπερ καὶ τὰ στελέχη
ὁμοφροσύνης ἀλογεῖν . Ἐπειδὴ τοίνυν ἡ κατὰ τῶν νόμων πεῖρα εὐοδεῖν ἔδοξεν αὐτῷ τὰς προσευχὰς ἁρπάσαντι καὶ μηδὲ τοὔνομα ὑπολιπομένῳ
5423299 ἀποθηται
καὶ ἐξευμενίσασθαι τόνδε , ἵν ' οὕτως ἰάσεως τύχῃ καὶ ἀποθῆται τὰ δυσχερῆ καὶ παύσηται ποινηλατούμενος . Προφητεύουσι δὲ οἱ
εἰς τὰ ἴδια , ἵνα τὸν ἀγερθέντα χρυσὸν τῷ θεῷ ἀποθῆται εἰς τὸ ἐν Ὑπερβορέοις ἱερόν . γενόμενος δὲ ἐν
5422963 τρυπαν
τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ ποιήσῃς τρῦπαν ὅσον σακκοράφης , ἢ καὶ μικροτέραν , ὅσον βελόνης
βάλε πῦρ ὀλίγον ἐν ἰσότητι : ἐπίθες δὲ εἰς τὴν τρῦπαν τοῦ ἐπάνω καυκίου μάχαιραν , ὅπου νὰ ἔναι ἡ
5421150 δακνοντι
τὸ εἶδος τοῦ Κυνικοῦ λόγου σαίνοντι ἅμα ἔοικέ τῳ καὶ δάκνοντι . Χρήσονται δ ' αὐτῷ καὶ οἱ ῥήτορές ποτε
. . οὐκ εἰκῆι δέ , ἀλλὰ συνπαρατιθεὶς ἐντέχνως τῶι δάκνοντι τὸ γλυκύ , οἷον μίσγων ἔπαινον ἁδρότερον ἐλάττονι ψόγωι
5420136 ἰασομενον
μᾶλλον αἱροῦνται . δηχθείς τις ὑπὸ κυνὸς περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον . εἰπόντος δέ τινος [ οὕτως ] ὡς ἄρα
τὸν ἔλεγχον εὕρατο . λύκῳ περιπείρεται ὀστέον καὶ ἐζήτει τὸν ἰασόμενον . ἑκάστου δὲ τὴν πρὸς αὐτὸν ἴασιν φεύγοντος μόνη
5417655 τεθμος
παθεῖν ἔοικεν . τὰ μακˈρὰ δ ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμός ὧραί τ ' ἐπειγόμεναι : ἴϋγγι δ ' ἕλκομαι
ἐρύκει με καὶ κωλύει με ὁ τεθμός : ποῖος δὲ τεθμός ; ὁ νόμος τοῦ ἐγκωμίου . ὁ νόμος οὖν
5413908 ὠστε
. . Ἀλκαῖος Ἡφαίστου . . . . . . ὤστε θέων μηδ ' ἔν ' Ὀλυμπίων λῦς ' ἄτερ
λέγει γὰρ μὴ παντὶ ἀνθρώπῳ ὑπάρχειν τὸ οὐ δίκαιον , ὤστε ἔσται ᾧ ὑπάρχει τὸ δίκαιον . Φανερὸν δὲ καὶ
5409712 χαλκιῳ
πλὴν εἰ σημεῖον , ὥσπερ ἂν ἄλλῳ τινί , τῷ χαλκίῳ προσέσται : καὶ οὐδὲ τοῦθ ' ὁποτέρου ἐστὶν οἱ
χωρῶμεν : ὡς πάλαι δεῖ ἡμᾶς ἐκεῖ ' ν τῷ χαλκίῳ λελουμένους σχολάζειν . συκᾶς φυτεύω κάρτα πλὴν Λακωνικῆς :
5409698 χαρισιον
χαρᾶς . Εὔβουλος : εἶτ ' εὐθὺς ἐξεπήδησα πέττουσα τὸν χαρίσιον . ἐκ τῶν ἀποθετῶν τοῖς Ὁμηρίδαις ἀνασπάσας , φησίν
. . . . . ἐξεπήδης ' ἀρτίως πέττουσα τὸν χαρίσιον . . . . . . . . .
5407327 Ἀγησιδαμον
εἰς μνήμην ἀγάγετέ μοι τὸν υἱὸν τοῦ Ἀρχεστράτου , τὸν Ἀγησίδαμον τὸν Ὀλυμπιονίκην , ἐν ποίῳ μέρει τῆς ἐμῆς μνήμης
: σύνθημα . ὁμολόγημα . δύναταί τις ὀμόσαι νενικηκέναι τὸν Ἀγησίδαμον ἀκούων τοῦ ὕμνου . ἄλλως : οἱ ὕμνοι πιστὸν
5404730 ἐνδηϲαϲ
ϲυγκαυθέντι ὀθονίῳ ἐμφύϲα διὰ καλάμου , ἢ κηκῖδα λεάναϲ καὶ ἐνδήϲαϲ ὀθονίῳ καῖε καὶ χρῶ ὁμοίωϲ , ἢ ϲτυπτηρίαν ὀπτήϲαϲ
Ϙ καὶ μελάνθιον ὀλίγον καὶ προπόλεωϲ ὀλίγον : ταῦτα μίξαϲ ἐνδήϲαϲ τε εἰϲ ῥάκοϲ ἐρεοῦν περίαπτε . ἐὰν δὲ θέλῃϲ
5404700 ἐστεφανωμενου
εἶδεν ὄψιν ὀνείρατος ὡς ἔχοιτο τοῦ παιδὸς ἐν τοῖς κόλποις ἐστεφανωμένου , καὶ τοῦδε ἕνεκα ἐς τὸν ἀγῶνα ὁ Δεινόλοχος
' οὔ ; ἢ ῥαψῳδοῦ μὲν δοκεῖ σοι χρυσῷ στεφάνῳ ἐστεφανωμένου πολλὴ χρεία εἶναι τοῖς Ἕλλησι , στρατηγοῦ δὲ οὐδεμία
5399952 χαλεπαινοντα
δέ ποτε Λαμπροκλέα τὸν πρεσβύτατον υἱὸν αὐτοῦ πρὸς τὴν μητέρα χαλεπαίνοντα , Εἰπέ μοι , ἔφη , ὦ παῖ ,
Ὁ αὐτὸς θεασάμενός τινα ὀργιζόμενον καὶ διὰ τῶν λόγων σφοδρῶς χαλεπαίνοντα ὑποτυχὼν ἔφη : ” μὴ τοὺς λόγους δι '
5395278 ἐνηνοχεναι
καὶ μηδὲν ἄλλο προσεπιζητούσῃ μετὰ τὸ ἅπαξ τὸν ἴδιον καρπὸν ἐνηνοχέναι . ἵππος δραμών , κύων ἰχνεύσας , μέλισσα μέλι
ἀνάγεται τῷ θεῷ τῆς πεδιάδος ἐπὶ τῷ πλήρη τὸν καρπὸν ἐνηνοχέναι καὶ τὰ θέρη συγκομίζεσθαι , δημοτελεστάτη δ ' ἄγεται
5393512 ἀμολγον
τινὲς μὲν γλαυκόν , οἱ δὲ τὸν βραδύν . οἷον ἀμολγὸν καὶ κλέπτην τῶν δημοσίων . μολγοὺς γὰρ ἔλεγον τοὺς
οἱ δὲ τὸν γλαυκὸν λέγουσιν ἢ τὸν βραδύν , ἢ ἀμολγὸν καὶ κλέπτην , μολγοὺς γὰρ ἔλεγον τοὺς ἀμέλγοντας .
5388520 πωλουσα
πωλοῦσαν . . λεκυθόπωλις λέγεται ἡ τὰ ὑέλινα ἀγγεῖα κυρίως πωλοῦσα . . τοσουτονὶ : Μέγα . . ἐνέκραγες :
, εἷς ἀπὸ ἑκάστης φυλῆς , πάντα τὰ δημόσια τέλη πωλοῦσα : ἐπώλει δὲ καὶ τὰ κτήματα τὰ δημευόμενα .
5386730 διαδρομης
τοσούτου πλήθους ἄφνω συναναγκαζομένου τὴν πατρίδα φεύγειν ἔγεμεν ἡ πόλις διαδρομῆς καὶ θορύβου καὶ γυναικείων κλαυθμῶν : οὐδεμία γὰρ ἦν
: περὶ μέσον ἡμέρης ἐτελεύτησεν . Εὐνοῦχος ἐκ κυνηγεσίης καὶ διαδρομῆς ὑδραγωγὸς γίνεται . Ὁ παρὰ τὴν Ἐλεαλκέος κρήνην ,
5386343 Ἀπικομενοι
. Ἐμπρήσαντες δὲ τὸ τεῖχος καὶ τὰς νέας ἀπέπλεον . Ἀπικόμενοι δὲ ἐς Σάμον οἱ Ἕλληνες ἐβουλεύοντο περὶ ἀναστάσιος τῆς
τῶν πολίων τῶν τὰ ἀμείνω φρονεουσέων περὶ τὴν Ἑλλάδα . Ἀπικόμενοι δὲ ἐπὶ τούτους τῶν Θεσσαλῶν οἱ ἄγγελοι ἔλεγον :
5384180 αὐλῳδῳ
αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ αὐλῳδῷ , οὐ τῷ ψάλτῃ , οὐδὲ τῷ αὐλητῇ .
δ ' αὐτῷ ἄρρην ἢ θήλεια , ὡς καὶ τῷ αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ
5380856 διαψευσθῃ
ἀνὴρ προπαρεσκεύαζε τὰς ψυχὰς τῶν φιλοσοφίας ἐρασθέντων , ὅπως μὴ διαψευσθῇ περί τινα τῶν ἐλπισθέντων ἐσεῖσθαι καλῶν τε κἀγαθῶν .
, ὡς τοὺς εἰσιόντας ἐξ αὐτῶν ἐφελκύσασθαι ἐσθίειν , ἵνα διαψευσθῇ ἡ ἀκριβὴς αἴσθησις τῆς γεύσεως . Ταῦτά μοι γέγραπται
5378306 ἐγκλιτεον
περισσῷ . . . . , Ι , . . ἐγκλιτέον , ἐγκεκλιμένως ἀναγνωστέον Α , ἐγκλιτέον τὴν ἀνάγνωσιν Λ
τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς τὸ ἀντίσιγμα . . ὅτι οὐκ ἐγκλιτέον τὸν δέ σύνδεσμον , ὡς ἄν τις εἴποι ὑφ
5372061 ΓΝΩΜΗ
τέλος καὶ ἡ τῶν πραγμάτων ἔκβασις δείκνυσι τὴν προαίρεσιν . ΓΝΩΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ . Ἤρκει μὲν οὖν , οἶμαι , καὶ
στρατηγὸν ἐξήμαρτεν , ἀλλὰ καὶ εἰς πᾶσαν τὴν πόλιν . ΓΝΩΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ . Ἀκολούθως τοιγαροῦν καὶ ὁ νομοθέτης οὐκ εἶπεν

Back