ὀμφαλὸν φθάνειν ἀνδρός : ἧς ἀπαρτῶσιν ἄνθη τε εὔχροα πρὸς κατάπληξιν τοῦ θηρὸς καὶ πτίλα πάμπολλα διαφόρων πετεινῶν . Ἐν
ἤθροισε καὶ πᾶσι τοῖς ταττομένοις ὑφ ' ἑαυτὸν δεινὴν ἐνεποίησε κατάπληξιν . δόξας δ ' ὠμότερον κεχρῆσθαι τοῦ καθήκοντος τοῖς
6370975 ἐκπληξιν
εἰς αἰδῶ , εἰς αἰσχύνην , εἰς κατάπληξιν , εἰς ἔκπληξιν , καὶ εἰς ἀγωνίαν . . ΚΑΤΑΔΥΜΕΝΑΙ . Δύμεναι
ὅτι ἐρυθριῴη , φαίνεσθαι δέ τινα καὶ περὶ τοὺς λοιποὺς ἔκπληξιν ἐφ ' οἷς ἐρρωμένως τε καὶ ξὺν εὐροίᾳ διαλεγομένου
6199132 στενοχωριαν
. ἐπεὶ δ ' ἐν Ἰσθμῷ διὰ τὴν τοῦ τόπου στενοχωρίαν οὐκ ἔστι ξενίας ἐπιτυχεῖν εὐχερῶς , ἔθος τῇ πανηγύρει
εὔχεσθαι πατρῴοις . Ἀμελούμενος δὲ ὑπ ' αὐτῶν καὶ τὴν στενοχωρίαν μου θεωρήσας τῆς δυνάμεως παρεκάλεσα τοὺς παρ ' ἡμῖν
6166208 ἀραιοτητα
σοι σκεπτέον τὸ αἴτιον τῆς ἀναβάσεως , ὡς οὔτε τὴν ἀραιότητα τῆς γῆς οὔτε τὴν κοιλότητα λέγειν ἐνὸν φαίνεται ,
δυνάμεσι καθίστανται , ἐν δὲ τοῖς προειρημένοις κλίμασι διὰ τὴν ἀραιότητα περισσότερον εἰς ἑαυτὰς ἕλκουσι τὸν ζωτικὸν ἀέρα , ὥστε
6151376 ἰσχυν
μήτε πλύνεσθαι , εἰ ἤθελεν : καίτοι καὶ τὸ ὀλιγάκις ἰσχὺν εἶχεν . κἂν θερμῷ μὴ θέλῃς , ψυχρῷ .
τὸ πεπρωμένον : οἱ δὲ ὁπότε αἴσθοιντο οἱ τραυματίαι τὴν ἰσχὺν σφᾶς ὑπολείπουσαν καὶ τὸ πνεῦμα οὐ παραμένον , διεκελεύοντο
5989371 ὀξυτητα
καὶ αὐτὰ τὰ λαμβανόμενα ϲιτία , καὶ μάλιϲτα τὴν εἰϲ ὀξύτητα διαφθοράν , πάντωϲ γίνωϲκε τὰ βοηθήματα κεφάλαιον ἔχοντα τῆϲ
ὡς ἐκ παραδείγματος ἔλαβε τὴν ἔννοιαν , δηλῶσαι βουλόμενος τὴν ὀξύτητα τοῦ κακοῦ : οὕτως δὲ ταχέως ἐπενέμετο αὐτὴν τὸ
5971511 πυκνοτητα
κυανέας , ἤγουν ὑποκάτω δένδρων σκιᾶς βαθείας ποιητικῶν διὰ τὴν πυκνότητα ἔτεκεν υἱὸν θεόφρονα , ἤγουν ἐνθέου φρονήσεως δεκτικόν .
, καίπερ οὔσῃ καλῇ , διὰ τὸ λίπος ἔχειν καὶ πυκνότητα καὶ λειότητα . τὸ γὰρ ἠρέμα τραχῶδες καὶ ἀλιπὲς
5952310 ἐπιδοσιν
Ἀθηναίοις προκοπτόντων : προοδοποιούντων καὶ εὐτρεπιζόντων ʃ ἤγουν προκοπὴν καὶ ἐπίδοσιν ποιούντων ἡμῶν τῆς ἀρχῆς ἐκείνων . ʃ ἡ διάνοια
ὄναρ οὖσα , ἡ δὲ σὴ λαμπρά τε καὶ πολλὴν ἐπίδοσιν ἔχουσα , ἥ γε παρὰ σοῦ νέου ὄντος οὕτω
5929152 λεπτοτητα
τὸ κέντρον τετρημένον ἐστί , ἔχον διπλόην τινὰ δυσόρατον διὰ λεπτότητα , δι ' ἧς τὸν ἰοβόλον ἰχῶρα προίησιν ,
τῆς λέξεως τὴν ἀκρίβειαν , ὁ δὲ τοῦ νοῦ τὴν λεπτότητα , ὁ δὲ ὡς ὡραῖα , ὁ δὲ ἄλλος
5887795 τραχυτητα
τε χροιὰν καὶ σύστασιν καὶ ποσὸν μεταβεβλημένοις καὶ λειότητα καὶ τραχύτητα καὶ τὴν κατὰ τὸ διάστημα τοῦ χύματος διάθεσιν ,
σιωπῇ καταληφθέντος τότε ἀκουστὸν γενέσθαι τὸ ξ : τοῦτο δὲ τραχύτητα ἐργάζεται καὶ ἀντιτυπίαν τὸ πάθος . ἔπειθ ' αἱ
5826628 ἀναδοσιν
κατὰ τοῖν δυεῖν ἄρκτοιν : ὅς ἐστιν ἀφανὴς κατὰ τὴν ἀνάδοσιν τῶν δύο Ἄρκτων : ἡ μὲν γὰρ εἰς τὰ
θερμῆς ἀπλήστου πυρπνόου ζάλης . ζάλην δὲ πυρίπνοον λέγει τὴν ἀνάδοσιν καὶ τὴν ἀνακάχλασιν τοῦ Αἰτναίου πυρός . θερμὴν δὲ
5777396 εὐεξιαν
τὸ θεῖον συνέπεται . εʹ . Ὅτι ἰσχυρότατον στάσις ταράξαι εὐεξίαν καὶ εὐταξίαν φθεῖραι πόλεώς τε καὶ στρατοπέδων . Ἔνθα
ἕξεις ἀπὸ τῶν ἐναντίων . εἰ γάρ τις γινώσκει τὴν εὐεξίαν εἶναι πυκνότητα σαρκός , εἴσεται τὴν καχεξίαν εἶναι μανότητα
5762551 διαχυσιν
τὰ δὲ προσηνῆ καὶ τερπνὰ τοῖς θερμοῖς διὰ τὴν γινομένην διάχυσιν . οὕτως οὖν ἐπιπολὺ γελάσας : οὐ γὰρ ὡς
μοιχὲ ” καὶ τὸ “ παιδεραστά ” , ἀλλὰ πρὸς διάχυσιν καὶ ἱλαρότητα τοῦ φαλλοῦ , ὡς καὶ παρ '
5761642 ἐμπεφραγμενων
ἐργάζεται . πιστάκια χρήσιμα εἰς εὐρωστίαν ἥπατος καὶ κάθαρσιν τῶν ἐμπεφραγμένων κατὰ τὰς διεξόδους αὐτοῦ χυμῶν . ῥαφανὶς λεπτομεροῦς ἐστι
φασι τὴν περὶ τὸν πορθμὸν γῆν , τότε δὲ πάντων ἐμπεφραγμένων τῶν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν πόρων , ὑπὸ γῆς σμυχόμενον
5756293 προσοψιν
τὸ βλέπειν : καὶ βλοσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , . , , . . β . .
βλέπειν . καὶ † βλοσσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , ὡς βοῶπις γλαυκῶπις , , . . .
5702034 ῥοην
. δαφοινῷ : φονικῷ . Βιαζομένῳ : συρομένῳ Ἄχνην : ῥοὴν αἵματος , ἀφρόν . Παφλάζων : ταρασσόμενος , καὶ
κοινὸν ἰῆϲθαι : ϲτύψεϲι τῶν ἀμφὶ τὴν κύϲτιν καὶ τὴν ῥοὴν [ τῶν ] χωρίων καὶ ἐμψύξεϲι [ ἢ ]
5676908 ἀγριοτητα
ἵππους . αὗται δὲ χαλκᾶς μὲν φάτνας εἶχον διὰ τὴν ἀγριότητα , ἁλύσεσι δὲ σιδηραῖς διὰ τὴν ἰσχὺν ἐδεσμεύοντο ,
ὁ Σωκράτης , Πότερα δέ , ἔφη , οἴει θηρίου ἀγριότητα δυσφορωτέραν εἶναι ἢ μητρός ; Ἐγὼ μὲν οἶμαι ,
5618259 πολυφαγιαν
, Ὧρε καὶ Σαβάζιε . καὶ ἔθνη δὲ ὅλα εἰς πολυφαγίαν ἐκωμῳδεῖτο , ὡς τὸ Βοιωτόν . Εὔβουλος γοῦν ἐν
, πρῶτον μὲν δι ' ἀδηφαγίαν , δεύτερον δὲ διὰ πολυφαγίαν καὶ τρίτον ὅτι ἡ πέψις ἐπ ' αὐτοῖς εἰς
5613038 σκεπην
, ὅτι μίτοις καὶ στημονίοις σὺν ὕφει ἐσθήματα ἐργασάμενος , σκέπην ὁμοῦ ποριεῖ καὶ εὐσχημοσύνην τοῖς σώμασιν : τέκτων δὲ
τὸ πολὺ οἱ ψιλοὶ τάττονται , ὡς αὐτοῖς μὲν τὴν σκέπην ἐκ τῶν ὅπλων εἶναι , τοῖς δὲ ὁπλίταις αὖ
5608393 θρεψιν
δ ' ἡ περὶ τὰς κόμας φιλοτεχνία συνέστηκε περί τε θρέψιν καὶ κουρὰν τριχός , ἄμφω δὲ κόραις καὶ κόροις
, καὶ προσφύεται καὶ τῷ χρόνῳ ἐξομοιοῦται καὶ εἰς οἰκείαν θρέψιν τε καὶ αὔξησιν τοῦ τυχόντος μορίου γίνεται . τοσούτων
5604054 ἀκινησιαν
. . . , Εὔδημος [ . ] δὲ τὴν ἀκινησίαν ἐν τῆι τῆς Φιλίας ἐπικρατείαι κατὰ τὸν Σφαῖρον ἐκδέχεται
' ὁ κατὰ πόλιν ἀήρ , οὐ μόνον διὰ τὴν ἀκινησίαν συναγόμενος εἰς ἑαυτόν , ἀλλὰ καὶ τῷ σκιάζεσθαι τὸν
5591590 συμπαθειαν
ἔσχον . τῷ μὲν γὰρ Διὶ συναιρετιστῇ ὄντι καὶ τριγώνου συμπάθειαν κεκτημένῳ διὰ τὸν Τοξότην ὁ Ἥλιος τὴν ἡμίσειαν τῶν
διὰ πρωτοπάθειαν τὸ τοιοῦτον γίνεται πάθος , ἀλλὰ καὶ κατὰ συμπάθειαν τῶν γειτνιώντων αὐτῷ μορίων καὶ γὰρ καὶ κύστεως φλεγμαινούσης
5585264 εὐσταθειαν
ὡς εἰρηνικοὺς τὰς φύσεις καὶ τὰ νόμιμα ὡς ἀλείφοντα πρὸς εὐστάθειαν . Ὁ δὲ Γάιος ἑαυτὸν ἐξετύφωσεν , οὐ λέγων
ἐν ἄλλοις ὠφέλειαν δηλοῖ . Πλευρὰ δὲ εὐώνυμος ἁλλομένη μοχθήσαντι εὐστάθειαν δηλοῖ ἐν παντὶ βίῳ . Σπλὴν ἁλλόμενος ἀρρωστίαν δηλοῖ
5540455 ὑποδοχην
τὴν διαέριον φυγήν , . . . Ἰνοῦς καὶ Μελικέρτου ὑποδοχήν . Ἐπὶ τούτοις τὰ Πελοπιδῶν καὶ Μυκῆναι καὶ τὰ
διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων , ἡ δὲ ἱματίων καὶ χρυσοῦ ,
5537587 ἑνωσιν
δευτέρα πάντα , ἡ δὲ τρίτη ἓν πάντα καθ ' ἕνωσιν . Τοσαῦτα μὲν ἐπικεχειρήσθω πρὸς ἔνδειξιν τῶν πρώτων λεγομένων
καὶ πᾶσιν ἐξ ἴσου παρόντα καὶ τοῖς μὲν ψυχικοῖς τὴν ἕνωσιν ἐπάγοντα , τὴν δ ' ἐν τοῖς σώμασιν παράλλαξιν
5493020 γευσιν
μεγέθη : ἐκφέρει δὲ καὶ καρποὺς παντοίους , τὴν μὲν γεῦσιν ἔχοντας νωθράν , ἀγνοουμένους δὲ παρ ' ἡμῖν .
συμβέβηκε τῇ ἐπιθυμίᾳ συνελθεῖν τῇ μερικῇ δόξῃ καὶ καταναγκάσαι τὴν γεῦσιν γεύσασθαι τοῦδε τοῦ γλυκέος , τούτου χάριν εἰσὶν ἐναντία
5473929 δαψιλειαν
τοὺς σιτικοὺς καρπούς . Ἡλίου δὲ ἐκλείποντος ἐν Κριῷ σίτου δαψίλειαν καὶ ὑγιεινὸν τὸ ἔτος ἀποδεικνύει , ἐν δὲ Ταύρῳ
χωνείαν καὶ κατασκευὴν τοῦ σιδήρου , πολλὴν ἔχοντες τοῦ μετάλλου δαψίλειαν . οἱ γὰρ ταῖς ἐργασίαις προσεδρεύοντες κόπτουσι τὴν πέτραν
5471385 πικροτητα
κατεσθίει , τοῦ φλοιοῦ δ ' οὐχ ἅπτεται διὰ τὴν πικρότητα καὶ δριμύτητα τῆς ὀσμῆς . καὶ περὶ μὲν κασίας
καὶ μαλακῶς ῥέουσα . διαλλάττει δὲ τῆς Ἰσοκρατείου κατὰ τὴν πικρότητα καὶ τὸν τόνον ἐπ ' ἐνίων , ὅταν ἐπιτρέψηι
5456797 ἀηδιαν
ἀρίστων , παρ ' ὅσον ποιεῖ τὴν εὔνοιαν ἢ τὴν ἀηδίαν ἑκάτερον αὐτῶν τό τε ἐν ὑποκρίσει καὶ ἄνευ ταύτης
κακοπάθειαν δηλοῖ : δούλῳ νόσον , παρθένῳ ὕβριν , χήρᾳ ἀηδίαν . Ὠτίον δεξιὸν ἁλλόμενον ἢ ἠχοῦν χαρὰν ἐπί τινι
5440690 ἰσχυραν
κεραυνοὺς ἐνδέχεται γίνεσθαι καὶ κατὰ πλείονας πνευμάτων συλλογὰς καὶ κατείλησιν ἰσχυράν τε ἐκπύρωσιν : καὶ κατάρρηξιν μέρους καὶ ἔκπτωσιν ἰσχυροτέραν
ὅταν ἔχῃ τι μετὰ τῆς ὑγρότητος ὀλισθηρόν : οὐ μὴν ἰσχυράν γε τὴν κάτω ῥοπὴν ἴσχει διὰ τὸ μηδεμίαν ὑπάρχειν
5425033 ἀναληψιν
ἀγαθοῖς καὶ τῆς οἰήσεως ἐκκόπτει τὰς ἀφορμὰς καὶ πρὸς ἐπιστήμης ἀνάληψιν παρακαλεῖ καὶ τὸν ἥδιστον ἡμῖν προξενεῖ βίον , εἴπερ
. . οὐγγ . βʹ ὕδωρ ὄμβριον καὶ πρὸς τὴν ἀνάληψιν ὠῶν λβʹ τὰ λευκά . Καδμίας κεκαυμένης καὶ πεπλυμένης
5422133 ἐλπισαντας
, ἐξελὼν δὴ καὶ ἀπολέσας τι τῶν ἐπιθυμιῶν εἶδος , ἐλπίσαντας ἀπηλλάχθαι καὶ διαπεφευγέναι , οὐκ ἰσχυρῶς αὐτὸ δράσαντας ,
εὐδαιμονήσαντας δὲ ἐπὶ τοῖς δείπνοις καὶ τῇ ἄλλῃ τρυφῇ , ἐλπίσαντας δὲ ὅσον αὐτίκα χανδὸν οὐδενὸς ἐπιστομίζοντος πίεσθαι τοῦ χρυσίου
5421789 τρυπημασιν
τις αὐτὸ χειρουργίᾳ προσαγαγὼν ἁρμόσηται , οὕτως οὐδὲ ἐν τοῖς τρυπήμασιν , ἐὰν μή τις αὐτὸ χειρουργίᾳ προσαγαγὼν ἁρμόσηται .
δὲ καὶ τὴν ἔμπτωσιν τρομώδης αὐτῶν ὁρᾶται κίνησις ἐπὶ τοῖς τρυπήμασιν , οὐκ ἴσης οὐδὲ ὁμαλῆς γινομένης αὐτῶν τῆς διασαλεύσεως
5415972 στυψιν
χυλὸς αὐτῶν , ὃν βουλόμεθα διαμένειν ἐπὶ πλεῖον διὰ τὴν στύψιν αὐτοῦ . καὶ αὐτῆς δὲ τῆς σπάθης ἀποκόπτειν χρὴ
ἑκάστης ἡμέρας : ἔστω δὲ τὸ ἔλαιον γλυκύτατον , μηδεμίαν στύψιν ἔχον : ἐναφεψῶ δ ' ἐνίοτε τῷ ἐλαίῳ καὶ
5407326 ταχειαν
τῶν δένδρων μεταβάλλει καὶ χείρω ποιεῖ , καὶ τὰ μὲν ταχεῖαν ἀποδίδωσι τὴν τελείωσιν τὰ δὲ χρόνιον καὶ βραδεῖαν .
ἰσημερινοῦ μέσου τῶν τροπικῶν ὄντος καὶ πρὸς ὀλίγον ἀφίσταται καὶ ταχεῖαν τὴν ἐπ ' αὐτὸν ὑποστροφὴν ποιεῖται . Καὶ τὰ
5382572 θερμασιαν
ταχεῖα καὶ πυκνὴ καὶ μεγάλη γίνεται ἡ ἀναπνοὴ σημαίνει πολλὴν θερμασίαν καὶ δίψαν : εἰ δὲ ἀραιὰ καὶ βραδεῖα ,
θερμασία : ἐκ τούτου γίνεται ἀλεείνω , οἱονεὶ εἰς τὴν θερμασίαν ἐκ τοῦ ψύχους ἀποφεύγω . τὰ διὰ τοῦ εινω
5374976 παρηγοριαν
καταντλούμενος . Καυσουμένοις ἐν νόσῳ τριφθεῖσα καὶ ἐπιτεθεῖσα μεγίστην οἴσει παρηγορίαν . ἑψηθεῖσα δέ , καὶ καθ ' ἑαυτὴν προεσθιομένη
κακοῦν ἀεὶ δύνασθαι , ὁ δὲ ἀνθ ' ὧν ὑπέμεινε παρηγορίαν ἕξει διπλῆν , οὐ μόνον ἐλευθερωθεὶς ἀλλὰ καὶ ἀργαλέον
5371324 ἀδιαλειπτον
τοιοῦτον εἶναι [ ταύτην γὰρ ] καὶ γένεσιν καὶ μεταβολὴν ἀδιάλειπτον ἐν τοῖς οὖσι θεωρῶν : ἔτι δὲ οὐδὲν μᾶλλον
γίνεται καὶ δίψος ἐπιτεταμένον ἰσχυρῶς , ὥςτε ἀπλήρωτόν τε καὶ ἀδιάλειπτον εἶναι , καὶ τὸ ποτὸν χανδὸν ἕλκειν : εἰς
5368327 ἀλγηδονα
ἐνέργειαν καὶ κακοπάθειαν λέγει ὁ ποιητὴς , οὐδέποτε δὲ τὴν ἀλγηδόνα . . . . . . δ . ι
τὸ μὲν σίνος ἅπαξ διατιθέναι καὶ μὴ διατείνουσαν ἔχειν τὴν ἀλγηδόνα , τὸ δὲ πάθος ἤτοι συνεχῶς ἢ ἐπιληπτικῶς τοῖς
5364788 εὐωδιαν
δὲ τὸ ὄρος , ἀγέλας ἐσφαγμένας , αἵματος ῥύακας , εὐωδίαν εἰς αὐτὸν ἀνατρέχουσαν αἰθέρα . εὐξάσθων ὅμοια καὶ παρὰ
οὔτε γὰρ πυροῖ τὴν γεῦϲιν τὸ ἑλένιον , οὔτε τὴν εὐωδίαν εὔτονον καὶ πληκτικὴν παρέχει . Κρόκοϲ κάλλιϲτόϲ ἐϲτιν ὁ
5357277 ὁρμην
δοκούντων ἀνυπόστατον ἔχειν τήν τε ἀλκὴν καὶ τὴν τοῦ σώματος ὁρμήν . ταχὺ δὲ πάντων εὐτρεπῶν γενομένων ὁ μὲν Πολυπέρχων
ἄκρας τὴν ἐπιστροφὴν καὶ τοῦ ῥεύματος τὴν πελάγιον καὶ μετέωρον ὁρμήν : ἔνθεν φασὶ περᾶσαι πρὸ μὲν τῶν Τρωϊκῶν Μυσοὺς
5350886 σπανιν
οὕτως ἀνίσως τὰ αὑτῆς ἡ τύχη μεμέρικε , τοῖς μὲν σπάνιν τῶν σπουδαίων , τοῖς δὲ πλῆθος διδοῦσα . Τῶν
καὶ εὐσεβῶν ὕβρεις καὶ ἀτιμίας καὶ πατραλοίας τοὺς υἱοὺς , σπάνιν τῶν ἀναγκαίων . αὐτὴ δ ' ἡ πτῶσις γίνεται
5335741 χορηγιαν
ὅτε στάσιν ἐπιδέχεται , διὰ τοῦ πανηγυρικοῦ πολλάκις τὴν πᾶσαν χορηγίαν λαμβάνει καὶ τοῦτο μόνη καθ ' ἑαυτὴν χωρὶς τῶν
. Πομπήιος δ ' ἐς μὲν τὸ σῶμα τοῦ Μιθριδάτου χορηγίαν ἔδωκε καὶ θάψαι βασιλείῳ ταφῇ τοῖς θεραπευτῆρσιν αὐτοῦ προσέταξε
5331453 τελειοτητα
ὁρμὴ καὶ ἔφεσις τὸν οἰκεῖον τόπον καταλαβεῖν ὡς φυσικὴν αὐτοῦ τελειότητα , καὶ δρᾷ ἐν αὐτῷ τὴν πρὸς ἐκεῖνον κίνησιν
, καὶ εἰ τὸ σῶμα ἀσυμμέτρως διακείμενον ἀπόλλυσιν ἡμῶν τὴν τελειότητα τῆς ψυχῆς , ὅταν ἐκεῖνο , ᾧ ζῶμεν ,
5330470 φλεγματων
, μόνοις δὲ τοῖς ἀσθματικοῖς καὶ ὀρθοπνοϊκοῖς ὅσοι διὰ πλῆθος φλεγμάτων δυσαναγωγῶν ἐνοχλοῦνται . χρηστέον δὲ τοῖς ὑποκαπνισμοῖς τηνικαῦτα [
, πολλὸν δὲ καὶ παγερώτερον : ναυτίη πολλὴ καὶ ἔμετοϲ φλεγμάτων καὶ χολωδέων , τοῖϲι ϲιτίοιϲι ξυμμειγνύμενον τὸ αἷμα ,
5328132 ἐκκρισιν
ὡς ἡνίκα ἡ ὕλη ὑπὸ τῆς φύσεως ὠθουμένη κινηθῇ πρὸς ἔκκρισιν : ταύτης δὲ κινουμένης μέρος φέρεται πρὸς τὴν καρδίαν
ὡς αὐτός φησι , μὴ οὕτως γεννῶντος , ἀλλὰ κατὰ ἔκκρισιν τὴν ἀπὸ ἀπείρου . . . Β . εἰσὶ
5323104 θλιψιν
' ἐφ ' ἑνὸς σχήματος , ὥστε πολλάκις διὰ τὴν θλίψιν προκακοπαθοῦν ναρκᾶν τε καὶ φαύλως διατίθεσθαι τὸ νευρῶδες .
. ὅτι μὲν οὖν θλίβεται , γνωρίσομεν τῷ δακτύλῳ τὴν θλίψιν τῶν τελαμώνων καταλαμβάνοντες καὶ πελιούμενον ἄκρον ἰδόντες ἢ μὴ
5319747 ἀπεργασιαν
ὦ ἄριστε : ἡ δὲ θεοῖς ὑπηρετικὴ εἰς τίνος ἔργου ἀπεργασίαν ὑπηρετικὴ ἂν εἴη ; δῆλον γὰρ ὅτι σὺ οἶσθα
προσαρμόζειν τῶν ἐνύλων εἰδῶν , τήν τε δι ' εἰκόνων ἀπεργασίαν ἐκ τῶν ἀφανῶν εἰς τὸ φανερὸν προϊοῦσαν συνάπτουσάν τε
5306467 ἐπικρατειαν
ὅλον δι ' ὅλου , πρότερον ὀφείλει νοεῖσθαι κατ ' ἐπικράτειαν κινούμενον , ὃν τρόπον ἵνα τις κατ ' εἰλικρίνειαν
, τὰ δ ' ἰδιάζοντα [ καὶ ] κατ ' ἐπικράτειαν . . . . . Ἀριστοτέλης μὲν οὖν καὶ
5305123 ἐμφασιν
τὸ ἓν μέρος , ὁτὲ δὲ περὶ ἀμφότερα , κλύδωνος ἔμφασιν ἐν τῇ πρὸς τὴν ἀφὴν σημειώσει ἐμποιοῦσαι . Δεῖ
δ ' ἐστὶν ἐξηγήσασθαι τὰ προσυντελεσθέντα πρὸς τὴν τῆς ἀληθείας ἔμφασιν . Ὡς γὰρ ἐπετελέσθη , τεθέντων τῶν κατασκευασμάτων ἑτέρου
5303444 ὀχυροτητα
αὐτῇ πύργους οἰκοδομεῖν , τῆς φύσεως τῶν ἑλῶν ἱκανὴν παρεχομένης ὀχυρότητα . ἀνὰ μέσον δὲ τῶν οἰκιῶν καὶ τῶν τειχῶν
ἐν τῷ στρατοπέδῳ διαλέγεσθαι . Ὅτι Μέμνων βουλόμενος μαθεῖν τὴν ὀχυρότητα τῶν τειχῶν τῆς τῶν πολεμίων πόλεως καὶ τῶν λοιπῶν
5299078 εὐποριαν
καὶ λόγου , παρανομησάντων τῶν ἀνθρώπων εἰς ἡδονὰς δι ' εὐπορίαν τῶν τεχνῶν ὀψὲ τοῦ χρόνου . Ὥσπερ οὖν οὐδεὶς
: δόξαν μὲν διὰ τὸ ὑψηλότατον εἶναι τὸν ἐσταυρωμένον , εὐπορίαν δὲ διὰ τὸ πολλοὺς τρέφειν οἰωνούς . ὁ Μένανδρος
5283592 μονιμον
ῥυῆναι συγχωρεῖ οὔτε τῶι ὕδατι χυθῆναι , ἀλλ ' ἕκαστον μόνιμον τοῦ τόπου τηρεῖν τὴν στάσιν κατὰ τὸ ἐπὶ τοῦ
οὔτε τὸ εἶναι οὔτε τὸ ἐνεργεῖν , ἀλλὰ τὸ μὲν μόνιμον τὸ δὲ μεταβαλλόμενον , περὶ δὴ τὴν μένουσαν τῆς
5282642 εὐχρηστιαν
προσόδους , αὑτοῦ δὲ μνημεῖον ἀθάνατον κατέλιπεν , εἰς κοινὴν εὐχρηστίαν φιλοτιμηθείς . κατέμιξε δὲ καὶ τὴν σύγκλητον , οὐ
οἰκείως τοῖς ὑποκειμένοις καιροῖς ἁρμοζομένην πρὸς τὴν ἐκ τῆς ἐλπίδος εὐχρηστίαν . ἐπειδὰν δ ' ἀθροί - σωσιν ἰχθύων παντοδαπῶν
5281082 τερπνην
βοὴν οὐ διὰ τὸ ἐμμελὲς αὐτῆς , ἀλλὰ διὰ τὸ τερπνὴν παρέχειν τὴν ἀνακήρυξιν τοῖς ἀνακηρυττομένοις . τὰ δὲ ἔργα
ἀναπλέουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον Πόντον κατὰ τὸ καλούμενον αὐτοῦ Στόμα τερπνὴν ἅμα καὶ θαυμαστὴν εἶναι τὴν ὄψιν , δυσχερὴς ἦν
5275941 εὐκρασιαν
ἔστι τις καὶ ἑτέρα ζώνη πρὸς νότον κειμένη τὴν αὐτὴν εὐκρασίαν ἔχουσα τῇ βορείῳ ζώνῃ , ἐν ᾗ κατοικοῦμεν ἡμεῖς
τε καὶ κῶμαι , | τὴν δὲ περὶ τὸν ἀέρα εὐκρασίαν αἱ ἔκ τε τῆς λίμνης ἀνεστομωμένης εἰς τὴν θάλατταν
5269903 συμφυτον
ἀστάθμητον , καίπερ ἐν λογικῇ ψυχῇ καὶ νοερᾷ θεωρούμενον καὶ σύμφυτον ἐχούσῃ ζωὴν καὶ χωριστὴν σώματος . ταῦτα δὲ λέγεται
ἡγῇ θεούς , συγγένειά τις ἴσως σε θεία πρὸς τὸ σύμφυτον ἄγει τιμᾶν καὶ νομίζειν εἶναι : κακῶν δὲ ἀνθρώπων
5269782 πολυχρονιον
αὐτοῖς συναντῶντα δύσχρηστα . πρῶτον μὲν γὰρ συμβαίνει τὴν ἔντασιν πολυχρόνιον γίνεσθαι τοῦ τόνου στραγγαλουμένου διὰ τὸ καθ ' ἓν
κατὰ τοὺς ἀγροὺς θεραπείαν τοῖς νομεῦσιν εἰσηγήσατο . μακραίωνα : πολυχρόνιον . καὶ ἀγρότιν : ὅτι φιλοκύνηγος ἦν . ἱστορεῖται
5268371 ἐπιτηδειοτητα
κινούμενα , δύναμιν δὲ εἰλῆφθαί φαμεν οὐ τὴν κατ ' ἐπιτηδειότητα μόνην ἀλλὰ καὶ τὴν πεφυκυῖαν χωρίζεσθαι τῆς ἐνεργείας ,
χυλοῦ τοῦ λινοϲπέρμου διαφορεῖ , μεταβάλλει , ῥήϲϲει πρὸϲ τὴν ἐπιτηδειότητα . πρὸϲ δὲ τὰ ἐπιεικέϲτερα τῶν ἀποϲτημάτων καὶ τὰ
5263798 φλεγμονην
ἰϲχαίμων εἰϲίν . Τὰ τετρωμένα τῶν νεύρων ἢ νυγέντα τὴν φλεγμονὴν καὶ τὴν ὀδύνην ὑπερβάλλουϲαν ἔχει διὰ τὸ περιττὸν τῆϲ
λέγωμεν οὖν περὶ ἑνὸς ἑκάστου , ποῖα μὲν ἁρμόζει πρὸς φλεγμονὴν μόνον , ποῖα δὲ πρὸς ἔμφραξιν , τίνα δὲ
5262590 θερμοτητα
τὸ ἐπίπλασμα τοῦτό ἐστι φάρμακον ἀγαθόν . Ὀδυνωμένης κεφαλῆς διὰ θερμότητα , τὰ φύλλα τῆς θρίδακος συγκοπέντα καὶ τῷ μετώπῳ
νῦν μὲν συνῆλθον εἰς τὸ αὐτὸ καὶ παρέσχον ὑπὸ πλήθους θερμότητα καὶ πύρωσιν τῷ σώματι , νῦν δ ' ἐκπεσοῦσαι
5261917 συστρεψαι
ἀλλ ' ὑπὲρ τοῦ προτρέψαι τε πρὸς τὰς ἐνεργείας καὶ συστρέψαι τὸν τόνον καὶ τὴν ἐκ τῆς μαλακῆς τρίψεως ἀραιότητα
καὶ δυσχερεῖ χρώμενος . στείλασθαι τὸ πρόσωπον : ἀντὶ τοῦ συστρέψαι καὶ σκυθρωπάσαι . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἱστίων τῶν
5256957 ἀνεσιν
σχεδὸν γὰρ οἵ γε πολλοὶ ἐπίτασιν μὲν ὀξύτητι ταὐτὸ λέγουσιν ἄνεσιν δὲ βαρύτητι . ἴσως οὖν οὐ χεῖρον καταμαθεῖν ὅτι
Ἀλέξανδρον εἰς πολυχρόνιον καὶ ἐπικίνδυνον πολιορκίαν , διδόντες δ ' ἄνεσιν τῷ Δαρείῳ πρὸς τὰς παρασκευάς , ἅμα δὲ καὶ
5252544 ἐντασιν
εὐώνυμος ἐπὶ ἀνδρῶν . τὸ δὲ ἄκρον αὐτοῦ περιαφθὲν μεγίστην ἔντασιν ποιεῖ . ὁμοίως καὶ λεῖον ἐπιπασθὲν ἐν ποτῷ λάθρα
: διὰ τὸ βίας αὐτῷ δεῖν καὶ δυνάμεως εἰς τὴν ἔντασιν . Βοιωτία , ἀπὸ τοῦ Βοιωτοῦ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ
5247772 ταραχην
ἔγνω τὴν ἐπίθεσιν τῆς τυραννίδος καὶ τὴν ἐν τῇ πόλει ταραχήν , ἐπεὶ ῥᾳδίως ἂν ἐκράτησε τῆς Καρχηδόνος : εἵλετο
ληγόντων τῶν τοιούτων ῥημάτων ἄνθρωποί τινες σεσιγηκότων ἐκείνων εἰσῆγον τὴν ταραχήν . καὶ προελθόντες οὗ Φλαβιανὸν εὑρήσειν ἔμελλον , οὐχ
5247188 ἀποθεσιν
τόποι , καὶ οἷον ὅροις τισὶ διειλημμένοι , καὶ εἰς ἀπόθεσίν τινος πεποιημένοι : καὶ ἴσως ἐστὶ τὰ νῦν ἐν
τόποι , καὶ οἷον ὅροις τισὶ διειλημμένοι , καὶ εἰς ἀπόθεσίν τινος πεποιημένοι : καὶ ἴσως ἐστὶ τὰ νῦν ἐν
5245448 παραλλαγην
συμπαραλάβοι δ ' ἄν τις ἐνταῦθα καὶ τὴν τῶν αἰσθήσεων παραλλαγήν : ἄλλοι γὰρ ἄλλων εἰσὶν ὀξυωπέστεροι , καὶ ὃν
γὰρ τὰ μεταξὺ ἀρετῆς καὶ κακίας ἀδιάφορα μὴ ἔχειν μηδεμίαν παραλλαγήν , μηδὲ τινὰ μὲν εἶναι φύσει προηγμένα , τινὰ
5243431 ῥωμην
ἀκούουσι , τὸν τρόπον διεξιὼν τοῦ Μακεδόνος καὶ οὐ τὴν ῥώμην , μετὰ τοῦ μὴ παρασκευάζειν αὐτοὺς ἀπαγορεύειν πρὸς τὰς
προϲδοκώμενον , ἡλικίαν ἀκμάζουϲαν καὶ πρὸ τούτων γε πάντων δυνάμεωϲ ῥώμην ἢ ἀρρωϲτίαν , ἐφεξῆϲ δὲ τὴν φυϲικὴν ἕξιν ὅλου
5241564 αὐξην
σμικροὶ δὲ καὶ οὐκ ὀρθοὶ τὰς ψυχάς . τὴν γὰρ αὔξην καὶ τὸ εὐθύ τε καὶ τὸ ἐλευθέριον ἡ ἐκ
. διὰ τοῦτο καὶ συναπεδήμησέ μοι τὸ κακὸν αὐξόμενον τὴν αὔξην τὴν ἑαυτοῦ δεῦρό τε ἀφῖκται πάλιν τροπὰς μέν τινας
5238679 διαμονην
καὶ αὔξην καὶ νεότητα ταὐτόν . ὑγίειαν τὴν τοῦ εἴδους διαμονήν , νόσον τὴν τούτου φθοράν . περὶ τῶν ἁλῶν
καὶ ἐνδόξως ἄρχειν : ὧν οὐδὲν κάλλιόν ἐστιν πρὸς ἡγεμονίας διαμονήν τε καὶ αὔξησιν : ἀπολομένης δὲ τῆς ἀντιπάλου πόλεως
5230723 ἀπαυστων
, ῥεόμενοι κατὰ τῶν μελῶν ἁπάντων ἱδρῶτι , μετὰ φορᾶς ἀπαύστων δακρύων , ὡς ἤδη συναλγεῖν τοὺς ἀκούοντας καὶ τὸν
μικραὶ γὰρ δὴ ῥοπαὶ καὶ τῶν πολυχρονίων καὶ σχεδὸν εἰπεῖν ἀπαύστων ἄρχουσι κακῶν καὶ ἔγγιστα ὅμοιόν τι ποιοῦσι τοῖς νοσήμασι
5222299 ἀιδιοτητα
κατὰ τὴν παραγωγὸν αὐτῶν δύναμιν παράγουσιν , οὐ κατὰ τὴν ἀιδιότητα . δειξάτωσαν οὖν τὸ τοιοῦτον ὑπάρχειν τοῖς εἴδεσιν .
καὶ αὐτὰ ἀίδια ὑπάρχουσιν , ἀλλ ' οὐκέτι ἔχουσι τοιαύτην ἀιδιότητα . κατὰ μὲν γὰρ τὴν οὐσίαν , φησίν ,
5212578 φοραν
παῖδας τῶν αἰχμαλώτων ἱστῶντες , τὴν τῶν ἐναντίων βελῶν ἐπεῖχον φοράν : φίλοι γὰρ τῶν Ῥωμαϊκῶν παίδων οἱ στρατιῶται οὔτε
καὶ κατὰ τὸ ἔντονόν τι ἔχειν καὶ τὴν τῶν βελῶν φοράν [ : στρατηλάτην δ ' οὐκ ἄλογον τοιούτοις ὅπλοις
5207692 ἀορατων
μεταβληθέντας εἰς πῦον ἐκρήσσειν , οἶδε καὶ διὰ λεπτῶν καὶ ἀοράτων πόρων τὸ ἐγκείμενον ὑγρὸν ἀοράτως ἕλκειν , ὥστε τὰς
ἐστιν ὡς ἔοικέ που θεός , σῴζει τε πολλὰ τῶν ἀοράτων πραγμάτων . σπονδή : δίδου σὺ σπλάγχν ' ἀκολουθῶν
5206532 φθοραν
εὐτρεπίζουσιν . ὄλεθρον : ἀπὸ τοῦ ὄλλω καὶ θρόον : φθοράν . Ῥηϊδίη : εὐκολωτάτη , εὔκολος , εὐχερής .
καὶ ταύτην μάλιστα λέγειν εἰώθαμεν ὑπὸ τοῦ χρόνου γίνεσθαι τὴν φθοράν . οὐ μὴν οὐδὲ ταύτην ὁ χρόνος ποιεῖ ,
5204989 πεψιν
μέν ἐξαγγέλλειν τῶν χυμῶν , ῥώμης δὲ καὶ χρόνου εἰς πέψιν δεῖσθαι καὶ τύχης ἀγαθῆς οἶμα , ὥστε καὶ στενοχωρίαν
καὶ σκληροσάρκων . σκευασία δὲ τούτων τῶν εἰρημένων ἰχθύων εἰς πέψιν ἐστὶ καλλίστη ἡ διὰ τοῦ λευκοῦ ζωμοῦ : γίνεται
5204967 εὐχροιαν
οὖσαν καὶ διαθερμαίνουσαν μᾶλλον παραχρῆμα μὲν ἀνιόντος τοῦ αἵματος ποιεῖν εὔχροιαν ὕστερον δ ' οὐ διαμένειν . οὐ μὴν ἀλλ
ἕν , διαφόρους δὲ ἔχει δυνάμεις , τὴν εὐωδίαν τὴν εὔχροιαν τὸ σχῆμα τὸ χρῶμα , ἀλλ ' οὐδ '
5204897 ὑγροτητα
. κοιμώμενος . ποταπόν ; εὔχυτον , * * ἢ ὑγρότητά τινα ἐμφαῖνον ἔχειν . χαλᾷ , * * ἢ
οἴδημα τὸ χρονιώτερον οὐ λύει , ἐπειδὴ τῷ χρόνῳ προσλαμβάνει ὑγρότητά τινα . ἀλλὰ δεῖ αὐτό , ὡς εἴρηται ,
5201295 προσβαλλει
αὐτοὺς εἰς τέλος , ὅτι πᾶν πνεῦμα πονηρὸν εἰς αὐτὸν προσβάλλει . Καὶ μετὰ ταῦτα ὥσπερ ἔξυπνος γενόμενος εὐλόγησα τὸν
δ ' ἄλλο γε ἢ οἱ κωμάζοντες ; ἢ οὐ προσβάλλει σε κρόταλα καὶ θροῦς ἔναυλος καὶ ᾠδὴ ἄτακτος ;
5199776 ἀλκην
, ξίφος χάλκεον , ἔγχεϊ χαλκείῳ , τῷ χέοντι τὴν ἀλκὴν καὶ τὴν δύναμιν τῶν ἀναιρουμένων . Ἢ πειστέον μοι
εἰκότως : ἔρημοι γὰρ τῶν ἀμυντηρίων ὄντες ἀφῃρῆσθαι καὶ τὴν ἀλκὴν πεπιστεύκασιν ἐν τῷ τέως . λέγονται δὲ καὶ φυλάττεσθαι
5196335 συνεχειαν
πολλῷ ῥέων , δίκην ποταμοῦ ῥέων , κατὰ χιόνα τὴν συνέχειαν , οἷος ἐγεῖραι θυμόν , ὀργὴν πραῧναι , οἶκτον
οὔσης . οὐδὲν γὰρ ἔχει λογικὸν οὐδὲ ἀσφαλὲς διὰ τὴν συνέχειαν τῶν μακρῶν συλλαβῶν . Ψυχρὸν δὲ καὶ τὸ μέτρα
5192904 περιοχην
τῆς σφαίρας ὅσον δακτύλους τρεῖς : τὴν δὲ τοῦ τρυπήματος περιοχήν , δι ' οὗ καθίεται ὁ σίφων , στεγνοῦν
μίαν ἀπόρρητον περιοχήν , οὕτως ἀπόρρητον ὡς μηδεμίαν εἶναι μηδὲ περιοχήν , μηδὲ εἶναι , μηδὲ ἀπόρρητον : περὶ ἧς
5192146 ψυξιν
Ἑρμοῦ τόποις δίκας αἱρεῖ πρὸς ὑπερέχοντας καὶ ἐχθροὺς ἐπεγείρει καὶ ψῦξιν πραγμάτων καὶ ζημίας καὶ ἐπιθέσεις , μάλιστα νυκτός ,
, ἐπιφέρει δὲ λυγμοὺϲ καὶ βῆχα καὶ γλώϲϲηϲ ξηρότητα καὶ ψῦξιν ἀκρωτηρίων μετὰ παρακοπῆϲ καὶ δυϲκινηϲίαϲ . οἷϲ ἁρμόζει διδόναι
5179327 σφοδροτητα
. σιστʹ . Τάξις σφυγμοῦ ἐστιν σχέσις κατὰ μέγεθος ἢ σφοδρότητα ἢ ῥυθμὸν ἢ ἄλλην τινὰ διαφοράν . Τεταγμένος σφυγμός
ἢ πνευμάτων καὶ τῇ πληρώσει θλίψῃ τού - τους καὶ σφοδρότητα ἐργάζηται . ἔστωσαν δ ' ἅπαντα μέτρια καὶ κατάλληλα
5172509 ἀπομισθους
τοιαύτης τινὸς αἰτίας . τοῦ βασιλέως προστάξαντος τοῖς σατράπαις ἅπασιν ἀπομίσθους ποιῆσαι τοὺς μισθοφόρους καὶ τούτων τὸ πρόσταγμα συντελεσάντων πολλοὶ
περὶ τοὺς μισθοφόρους ἐκαινούργει , καὶ τοὺς μέν τινας αὐτῶν ἀπομίσθους ἐπεποιήκει , τοῖς δὲ μένουσι καὶ δυοῖν ἤδη μηνοῖν
5170762 αὐξησιν
ποιοῦντες ἐφαντασιούμεθα ἱπποκένταυρον . λείπεται οὖν ἐπὶ τὸν κατὰ ἀναλογιστικὴν αὔξησιν ἢ μείωσιν [ τὸν ] τῆς νοήσεως αὐτοῖς τρόπον
κατὰ δὲ τὸ θέρος διὰ τοὺς ἐκχεομένους ὄμβρους λαμβάνειν τὴν αὔξησιν . εἰ δὲ τὰς αἰτίας μηδεὶς ἀποδοῦναι δύναται μέχρι
5165977 διαχωρησιν
τὸ κῶλον ἔντερον : ἐντεῦθεν δ ' ἤδη πρὸς τὴν διαχώρησιν εὐπετέστερον περαιοῦται . πάλιν οὖν τὰ μὲν τῇ φύσει
ἐλαίου καὶ γάρου καὶ οἴνου τῷ γενομένῳ ζωμῷ χρῶνται πρὸς διαχώρησιν . γάλα τὸ μὲν ὑγρότερον ὑπάγει μᾶλλον , τὸ
5158914 ἡμεροτητα
θέσθαι καὶ τὴν δίαιταν ἐκ τοῦ θηριώδους ἐπὶ πλεῖστον εἰς ἡμερότητα μεταγαγεῖν τέχνας τε καὶ ἐπιτηδεύματα καὶ ἄλλα πολλά τινα
τὰ σώματα . παρὰ τούτων ἀπαιτῇ τήμερον τὴν πρὸς ἡμᾶς ἡμερότητα , καθάπερ γῆ παρὰ τῶν γεωργῶν τοὺς καρπούς .
5142768 εἰσπνοην
βλάψει κοινῇ σύμπαντα , φωνήν , ἐκφύσησιν , ἐκπνοήν , εἰσπνοήν . οὐ μὴν ἥ γε ἔμφραξις τῆς ῥινὸς ἀδικεῖ
εἰς τὸ ἐντὸς ἀνθυποχωρήσει τῶι ἀερώδει τὴν ἀντεπείσοδον παρεχομένου τὴν εἰσπνοήν . τὴν δὲ νῦν κατέχουσαν φερομένου τοῦ αἵματος ὡς
5136770 κρατησιν
μετουσίας ἀπολείπεσθαι . πόρον οὖν τινα καὶ ἰσχὺν εἰς τὴν κράτησιν ἐπεκτήσατο , τῶν μὲν ὠφελίμων καὶ πρωτουργῶν ἐγειρομένων ,
ὠφέλειαν διαγωγῆς μᾶλλον παρ ' ἡμῖν οὖσαν , ἢ κατὰ κράτησιν ἐχθρῶν , ἢ φίλους ὠφελῆσαι . ἐν οἷς μάλιστα
5134857 ἀναπληρωσιν
ἡμῖν εἰς ἔλεγχον τῆς τοῦ κρινομένου ποιότητος , εἰκότως πρὸς ἀναπλήρωσιν τῆς ὅλης ἀποδείξεως παραλαμβάνεται ἡ ποιότης αὕτη , φυλαττομένης
δὲ λοιπῶν γ ἀστέρων τὰ λείποντα τοῖς τῆς ἀνωμαλίας εἰς ἀναπλήρωσιν τῶν ἡλιακῶν καθ ' ἕκαστον οἰκείως τῶν ἀριθμῶν :
5132025 παχυτητα
τὰς δὲ δι ' ἔμφραξιν τῆς κοιλίας ὀδύνας ἢ διὰ παχύτητα γινομένας αἵματος ἢ διὰ ψῦξιν οἶνος πινόμενος ἀκρατέστερος μετὰ
ὀλλύων : ἑλικίας δὲ ὁ ἕλικας καὶ συστροφὰς ποιῶν διὰ παχύτητα καὶ ὑγρότητα τῇ πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ]
5119694 ἀποβλεπουσα
ὡς συμβαλλόμενον τῷ ποιητικῷ : πρὸς γὰρ τούτους τοὺς λόγους ἀποβλέπουσα ἡ φύσις δημιουργεῖ , καὶ διὰ τὴν ἀιδιότητα τῶν
ὡς πρὸς τὸ αὑτῆς χρήσιμον καὶ τὸ τοῦ παντὸς ἀγαθὸν ἀποβλέπουσα ποιεῖται τὰς κινήσεις . Καὶ ἐνταῦθα γοῦν ὁρῶμεν τὸν
5116344 κακοπαθειαν
κακοπάθειαν οὐδεὶς δύναται τλῆναι ὅ ἐστι καρτερῆσαι . ὄτλον : κακοπάθειαν παρὰ τὸ τλῆναι πλεονασμῷ τοῦ ο ὡς ἐν τῷ
μένειν λέγουσαι ὅτι βίον ἕξουσιν ἡδύν τε καὶ ἄπονον καὶ κακοπάθειαν ἔχοντα οὐδεμίαν . ἐὰν οὖν τις πεισθῇ ὑπ '
5114281 ἀσχημοσυνη
θεόσδοτος , ἀσκὸς , ἀστὴρ , ἀσπὶς , ἀσθενὴς , ἀσχημοσύνη , ἑωσφόρος : ἰδοὺ ἐπὶ τούτων τὸ σ μετὰ
ἄκοντος ; ἢ πῶς σοι δοκεῖ ; Οὕτως . Καὶ ἀσχημοσύνη ἄρα ἡ μὲν ἑκούσιος πρὸς ἀρετῆς ἐστιν , ἡ
5113832 ἱππικην
, τὴν κατάστασιν τήνδε λαμβάνων ἄφνω πρὶν καὶ μαθεῖν τὴν ἱππικήν . ἔτι δὲ σαφέστερον λέγεται ἐν τῷ Σύρφακι Πλάτωνος
τῶν πατρῴων ἀλφίτων , τούτων γενοῦ μοι , σχασάμενος τὴν ἱππικήν . οὐκ ἂν μὰ τὸν Διόνυσον εἰ δοίης γέ
5109818 βλαστησιν
ἀὴρ ἐπιγένηται μαλακὸς καὶ ὑγρὸς καὶ θερμός , ἐξεκαλέσατο τὴν βλάστησιν : ὅθεν καὶ οἱ πρόδρομοι . καὶ προελθὼν τάδε
γένεσις : ὡς τά γ ' εὐθὺς ἀνατρέχοντα πρὸς τὴν βλάστησιν ἀσθενῆ καὶ ἄκαρπα γίνεται , καθάπερ ἐπὶ τῶν σπερμάτων
5107744 πυκνην
ἔχουσι τὴν οὐσίαν σπέρμασιν . τῶν γοῦν πυρῶν ὅσοι μὲν πυκνὴν καὶ πεπιλημένην ἔχουσιν ὅλην ἑαυτῶν τὴν οὐσίαν , ὡς
καὶ τοξεύματα τοῖς θηρίοις , ἐπῆγε μετὰ ῥώμης καὶ βίας πυκνὴν καὶ συντεταγμένην τὴν δύναμιν . Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι τὰς
5102565 ῥυμην
ἔτυχεν ἐν τῶι κενῶι φερομένας αὐτομάτως τε συμπιπτούσας ἀλλήλαις διὰ ῥύμην ἄτακτον καὶ συμπλεκομένας διὰ τὸ πολυσχήμονας οὔσας ἀλλήλων ἐπιλαμβάνεσθαι
ἂν διέφθαρτο , φέρειν δὲ τὴν πολλὴν καὶ ἄφθονον αὐτῶν ῥύμην ἀδυνατεῖ . διὸ βουλόμενος ὄνησιν ἡμᾶς ἔχειν ὧν ἐπιδίδωσι
5100270 ὀλιγοτητα
λύχνων καλῶς ὁρῶσι : γίνεται δὲ δι ' ἀσθένειαν καὶ ὀλιγότητα τοῦ ὀπτικοῦ πνεύματος καὶ δεῖ τοῖς στύφουσιν ἐγχυματίζειν .
; Ἆρ ' οὐχ ἅσμενοι μὲν ἑαυτοὺς ἑώρων δι ' ὀλιγότητα ἐν τοῖς περὶ ἐκεῖνον τὸν χρόνον , πορεῖα δέ
5095384 συναγωγην
Οὐ γάρ . ἀλλὰ διὰ τὴν ἄδικόν τε καὶ ἄτεχνον συναγωγὴν ἀνδρὸς καὶ γυναικός , ᾗ δὴ προαγωγία ὄνομα ,
μή τις ἡμῶν τῶν ἑταίρων ἐπιλάβοιτο , ὡς μή , συναγωγὴν παροιμιῶν ποιουμένων , τὴν παροιμίαν ὁριζομένων , ᾗ δὴ

Back