καὶ ἡ χρῆσις . φύεται ἐν τραχέσι καὶ γεωλόφοις καὶ καταξήροις τόποις . Ἑλξίνη φύεται ἐν φραγμοῖς καὶ ἀμπελῶσι καὶ
εὐωδία διὰ τὸ μὴ γίνεσθαι πέψιν ἀλλὰ μᾶλλον ἐν ταῖς καταξήροις , ἐν ταύτῃ γὰρ ἐκπέττουσιν : ἐπεὶ τὰ περὶ
7259530 λεσχαισι
μεταλαβεῖν . Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι
ἐλθοῦσιν ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ;
7238717 προσπεπατταλευμεναι
Κρατῖνος δὲ περὶ τούτων φησίν : ἐν ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖς πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ . ὅτι ἡ κοπὶς
τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ
7222144 κατακρεμανται
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Καὶ Εὔπολις ἐν
κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς ; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; Οἷς δὴ βασιλεὺς
7115824 πρεσβυταισιν
; ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται , τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ
καλῶς , ἐν δὲ ταῖς λέσχαισι φύσκαι προσπεπατταλευμέναι κατακρέμανται τοῖσι πρεσβύταισιν ἀποδάκνειν ὀδάξ ; καὶ Εὔπολις ἐν Εἵλωσι : καὶ
6967346 βλαστοις
φυομένοις κατὰ καιρόν : κατὰ μὲν τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν τοῖς βλαστοῖς τῶν δενδρικῶν καρπῶν τῶν τότε συνακμαζόντων , κατὰ δὲ
τοῖς φύλλοις ὅτι μείζω καὶ πλατύτερα ἔχει ἀλλὰ καὶ τοῖς βλαστοῖς : εὐθὺς γὰρ ὀρθοὺς ἔχει , καὶ οὐχ ὥσπερ
6961570 δοκουσαις
ποικιλώτερον κατασκευάζουσιν , ὅτι ἀνύπαρκτός ἐστι , ταῖς ἐμβριθεστέραις εἶναι δοκούσαις τῶν δογματικῶν στάσεσι περὶ τοῦ τόπου προσχρώμενοι , τῇ
ταύταις χρόνους τῆς διαστολῆς , τοῖς χρόνοις τοῖς ἐπὶ ταῖς δοκούσαις ἠρεμίαις τῆς συστολῆς παραβάλλων . ἐντεῦθεν δὲ ἄρα ἕξεις
6945977 λεπτοδομοις
ἀφριζομένης , δηλαδὴ τῇ κωπηλασίᾳ , πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις ἤτοι ταῖς ναυσί . πλὴν
, διὰ τοῦτο πόντιον εἶπεν . πίσυνοι ] θαρροῦντες . λεπτοδόμοις ] λεπτοῖς . πείσμασιν ] σχοινίοις . μηχαναῖς ]
6861444 γερανοις
φησίν , ὁμογενέσι ζώιοις συναγελάζεται ὡς περιστεραὶ περιστεραῖς καὶ γέρανοι γεράνοις καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἀλόγων ὡσαύτως . ὣς δὲ
τοῦ στόματος : πρὸς δὲ τοὺς τρισπιθάμους πόλεμον εἶναι ταῖς γεράνοις καὶ τοῖς πέρδιξιν , οὓς χηνομεγέθεις εἶναι : τούτους
6824087 ἀρκυσι
. οἱ πλεῖστοι μὲν οὖν τούτων ἐν ταῖς ἀκρωρείαις αὐταῖς ἄρκυσι καὶ ἀκοντίοις καὶ ποδάγραις αἱροῦνται , σοφίᾳ δὲ ἄρα
ἀντιτυπίᾳ . οἱ πλεῖστοι μὲν τούτων ἐν ταῖς ἀκρωρείαις αὐταῖς ἄρκυσι καὶ ἀκοντίοις καὶ ποδάγραις αἱροῦνται , σοφίᾳ δὲ ἄρα
6794337 Ἀγνων
τοὺς Ἀλεξάνδρου ὑπερβαλλούσηι τρυφῆι χρήσασθαι . ὧν εἷς ὢν καὶ Ἄγνων χρυσοῦς ἥλους ἐν ταῖς κρηπῖσι [ καὶ τοῖς ὑποδήμασιν
τοὺς Ἀλεξάνδρου ὑπερβαλλούσηι τρυφῆι χρήσασθαι . ὧν εἷς ὢν καὶ Ἄγνων χρυσοῦς ἥλους ἐν ταῖς κρηπῖσι [ καὶ τοῖς ὑποδήμασιν
6789855 Ἀμβλαδα
Πισιδῶν πόλεις εἶναι Σέλγην Σαγαλασσὸν Πετνηλισσὸν Ἄδαδα Τυμβριάδα Κρῆμναν Πιτυασσὸν Ἄμβλαδα Ἀνάβουρα Σίνδα Ἀαρασσὸν Ταρβασσὸν Τερμησσόν : τούτων δ '
τοῖς Φρυξὶν ὅμοροι καὶ τῇ Καρίᾳ Τάβαι καὶ Σίνδα καὶ Ἄμβλαδα , ὅθεν καὶ ὁ Ἀμβλαδεὺς οἶνος ἐκφέρεται πρὸς διαίτας
6783555 Λημνιαις
ἀμπελίνων τὰς λαμπάδας κατεσκεύαζον εἰς ἔξαψιν , ὡς καὶ ἐν Λημνίαις φησί . κριηδόν : Δίκην κριοῦ . κριὸς γὰρ
βαρυτόνως , ἡ πόλις τοῦ Ἀπόλλωνος ἐγγὺς Λήμνου . Σοφοκλῆς Λημνίαις „ ὦ Λῆμνε Χρύσης τ ' ἀγχιτέρμονες πάγοι „
6781596 ἐπακολουθουντες
παρ ' ἡμῖν γλεύκει . ταῖς δὲ ἀγέλαις τῶν θρεμμάτων ἐπακολουθοῦντες ἄλλην ἐξ ἄλλης χώραν ἐπιπορεύονται , φεύγοντες τὸ τοῖς
τῆς ἁλιείας καὶ μάλιστα τῶν πηλαμύδων καὶ τῶν δελφίνων : ἐπακολουθοῦντες γὰρ ταῖς ἀγέλαις τῶν ἰχθύων , κορδύλης τε καὶ
6737985 δικελλαις
τοὺς καταβαλλομένους ἐνδρομίδας ἔχοντας ὑποβαίνειν καὶ τὰς μὲν προπειράζοντας ταῖς δικέλλαις ἀνα - σκάπτειν , τοὺς δὲ τοῖς κηπουρικοῖς κτεσὶν
. ΧΑΛΚΩι Δ ' ΕΡΓΑΖΟΝΤΟ . Ἐν χαλκῷ ἐργαλείῳ : δικέλλαις , ἀξίναις , καὶ λοιποῖς . . ΣΦΕΤΕΡΗιΣΙ .
6737300 κοπιδι
τῇ ἐν Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ
ἔγνω , καὶ τοὺς ἥκοντας ἐπ ' αὐτὸν ἱππεῖς μαγειρικῇ κοπίδι παίων ἀπήλαυνεν . . . Τῶν δὲ δημοτικῶν οἱ
6713663 ΟΩ
δείκνυσι τὴν ΨΩ ἴσην τῇ ΝΣ οὕτως : ἐπειδὴ ἡ ΟΩ ἡμίσειά ἐστι τῆς πλευρᾶς τοῦ κύβου , ἔστι δὲ
ΝΣ τῇ ΨΩ , ἐπειδήπερ καὶ ἡ μὲν ΝΟ τῇ ΟΩ ἐστιν ἴση , ἡ δὲ ΨΟ τῇ ΟΣ .
6713073 περδιξι
' ἀνηλεῶς ἔφη πρὸς ταύτην τάδε : Σὺ δὴ ταῖς πέρδιξι προσαγγεῖλαι θέλεις εἰς χεῖρας ἐμάς τινα μὴ πλησιάσαι .
ἄρα ζῷον ἦν καὶ ὁ χηναλώπηξ , καὶ ταὐτὰ τοῖς πέρδιξι δρᾷ . καὶ γὰρ οὗτος πρὸ τῶν νεοττῶν ἑαυτὸν
6705028 ὑπηρετειται
ταῦτα προσλαβών . ἔτι ἡ ἀνδρεία περὶ τὸν θυμόν : ὑπηρετεῖται γὰρ ὁ θυμός , ὡς ἔφην , τῷ ἀνδρείῳ
ἔνδοθεν τῆς ψυχῆς , ἀλλὰ προελομένης μόνον καὶ κρινάσης εὐθὺς ὑπηρετεῖται τὸ σῶμα . Δόξειε δ ' ἂν τὸν αὐτὸν
6659280 κορυπτιλος
δὲ ὁ λευκὸς παραγωγῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ὁδὸς ὁδίτης , κορυπτίλος ὁ κεράστης ἢ ὁ τοῖς κέρασι πλήττων . ὁ
κορυπτίλος ὁ κεράστης ἢ ὁ τοῖς κέρασι πλήττων . ὁ κορυπτίλος : ὁ πλήκτης ἀπὸ τοῦ κορύπτω . πρὸς τὸν
6632615 θαλασσιοις
' ἐν Μυτιλήνῃ αὐτήν . Παγκράτης δ ' ἐν ἔργοις θαλασσίοις : σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε
δεδέσμηνται . Ἔργμασιν : κωλύμασι , στηρίγμασι , καλύμμασι , θαλασσίοις λίθοις κεκρυμμένοις . ἔκελσαν : ἔτυχον , ἐνέτυχον :
6619015 Λεξεσι
δὲ ἡ λέξις , κειμένη καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει ἐν Ἀττικαῖς Λέξεσι καὶ παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σισύφωι καὶ Εὐριπίδηι ἐν Ἱππολύτωι
λέξεως καὶ Αἰσχύλος καὶ Ἀριστοφάνης ὁ γραμματικὸς ἐν ταῖς Ἀττικαῖς Λέξεσι . Ἐπιθέρσης δ ' ἐν β τῶν Λέξεων ἄμβωνά
6607469 σιαγοσι
: ἐπικαμπεῖς ἢ σκολιοί καμπύλοι , ἰσχυροί * γναθμοῖς : σιαγόσι δολιχήρεες δὲ ἤτοι μακροί , ἢ πρὸς μῆκος ἐρηρεισμένοι
δὲ τὰ κήτη . τὸ κεῖσθαι τοὺς ὀδόντας ἐν τοῖς σιαγόσι στοιχηδόν ? τὸ δὲ παῶν ἔρημοι οἱ νεώτεροι κοινῶς
6599017 αὐξησεσι
ἀποκρουστικῇ χρησόμεθα δυνάμει καθ ' αὑτήν : ἐν δὲ ταῖς αὐξήσεσι ταύτην μὲν ἐλαττοῦν , προστιθέναι δέ τι τοῖς διαφορητικοῖς
μὲν τῶν ἐναντίων ταπεινοῦντες , τὰ δ ' ἡμέτερα ταῖς αὐξήσεσι μεγάλα καθιστῶντες . Ἐὰν δὲ πόλεμον μέλλοντα γίνεσθαι διακωλύειν
6596939 βουλιμον
δὲ σφόδρα συμπεπτωκυῖα ᾖ , κένωμα οὐκ ἔχει . , βούλιμον , , , , , , , , :
μὴν οὐδὲ φαγέδαινα . καί τινες ἐνόμισαν φαγέδαιναν λέγειν τὸν βούλιμον , τὴν κυνώδη ὄρεξιν , τὸ δὲ ἀληθὲς ,
6591788 ἐργαστηριοις
μὲν Γεργίνοι συναναμιγνύμενοι τοῖς κατὰ τὴν πόλιν ἔν τε τοῖς ἐργαστηρίοις καὶ ταῖς ἀγοραῖς ὠτακουστοῦσι κατασκόπων ἔχοντες τάξιν , ὅτι
οὗτος ὡς πολυλόγος κατηγορεῖτο , ὅτι πολλοὺς λόγους ἐν τοῖς ἐργαστηρίοις καὶ τραπέζαις διεξήρχετο περὶ φιλοσοφίας . λέγει οὖν ὅτι
6585773 Δαμασιας
ἐν μέσῃ τῇ αὐλῇ , Σκοπάδειον ἔργονταύτῃ προσπεσόντες ὅ τε Δαμασίας καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ , πρεσβῦτις ἤδη καὶ τὴν
. ὀλυμπιάδι ἑκατοστῆι | πεντεκαιδεκάτηι [ ἐνίκα ] | στάδιον Δαμασίας [ Ἀμφιπολίτης ] | , ἦρχον δ ' Ἀθήνησι
6568695 γυμνοσοφισταις
σοφιστὰς τῶν Ἰνδῶν . . . , : πολλοῖς συμβαλὼν γυμνοσοφισταῖς ἐν Ἰνδοῖς καὶ ἱερεῦσιν ἐν Αἰγύπτωι καὶ ἀστρολόγοις καὶ
ἐπῆλθεν ὁ Λυκοῦργος , καὶ περὶ τὴν Ἰνδικὴν πλανηθεὶς τοῖς γυμνοσοφισταῖς ὡμίλησεν , οὐδένα πλὴν Ἀριστοκράτη τὸν Ἱππάρχου Σπαρτιάτην εἰρηκότα
6567933 Καβειροις
Σοφοκλῆς Ἀντηνορίδαις : ὄρνιθα καὶ κήρυκα καὶ διάκονον . Αἰσχύλος Καβείροις : ὄρνιθα δ ' οὐ ποιῶ σε τῆς ἐμῆς
παῦσαι πορφυρίδα ἔχοντα . μυοῦνται δὲ ἐν τῇ Σαμοθρᾴκῃ τοῖς Καβείροις , ὡς Μνασέας φησί . καὶ τὰ ὀνόματα αὐτῶν
6560709 ἐπωλουντο
τετυχηκότα ἀλλὰ νεωστί . ἐν ταῖς νουμηνίαις οἵ τε δοῦλοι ἐπωλοῦντο καὶ οἱ στρατηγοὶ ἐχειροτονοῦντο καὶ αἱ ἐκστρατεῖαι ἐγίνοντο .
οὐχ οἱ μὲν νόμοι γράμματα ἄλλως , ἀρχαὶ δ ' ἐπωλοῦντο , τοῖς δὲ ἀρχομένοις κρείττοσιν εἶναι τῶν ἀρχόντων ὑπῆρχε
6559021 Ἁπερ
: καὶ τὰ μεταλαμβανόμενα ταύτης τῆς τάσεως οὐ τυγχάνει . Ἅπερ οὐκ ἤγειρε τὴν ὑπερκειμένην συλλαβὴν εἰς ὀξεῖαν , ὁμοίως
καὶ Ἱδρῶ ἀπεψύχοντο πίον τ ' ἀκέοντό τε δίψαν . Ἅπερ ἐν χειμῶνι μὲν ἀμήχανα συμβῆναί τινι , θέρους δὲ
6558386 ἐκκρισεσι
πάθους τυγχάνοντος , οὐδέν τι τοῖς οὔροις καὶ ταῖς λοιπαῖς ἐκκρίσεσι ἀποδίδοται , βραχὺ δέ τι ἐνακμάζοντος : ὁπόταν δ
ἀπευθυσμένου καὶ κύστεως παραποδίζειν τε ἐν ταῖς προπτώσεσι ταῖς φυσικαῖς ἐκκρίσεσι θλίβουσαν καὶ στενοχωροῦσαν τοὺς τόπους καὶ παραποδίζεσθαι ὑπ '
6523348 συρομενοι
] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι ἔναιον ] ᾤκουν ἀείσυροι ] ἀεὶ συρόμενοι καὶ ἕρποντες ἄντρων ] τῶν ὑπογείων σπηλαίων ἐν μυχοῖς
. . ἀείσυροι ] ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι ἢ ἀεὶ συρόμενοι . ἤγουν ἐν ταῖς ἀήταις συρόμενοι . πᾶν γὰρ
6509951 ἐκειροντο
τῆς ἀμπεχόνης . αὐτοί τε ἐκόμων , αἱ δὲ γυναῖκες ἐκείροντο , καὶ τοῖς μὲν ἀνδράσι ποδή - ρεις ἦσαν
, ἀντὶ τοῦ οὐδ ' εἰ Ἰλλυριστί , κέκαρμαι . ἐκείροντο γὰρ οἱ Θρᾷκες διὰ τὸ μὴ ἐν πολέμοις διὰ
6488188 παρακειμεναις
τήν τε ὑπὸ Αἴγυπτον , καὶ τὴν ἐντὸς σὺν ταῖς παρακειμέναις αὐταῖς νήσοις . Ὁ δὲ διὰ μέσου παράλληλος τὸν
ἑαυτὸν ὧν ἐστιν ἄξιος . οἱ δ ' ἐν ταῖς παρακειμέναις κακίαις οἱ μὲν ὑπερβάλλουσιν , οἱ δὲ ἐλλείπουσιν ,
6478168 Ποντικῃ
ἡ ἰδίωϲ ἐπ ' αὐτῶν ἁρμόζουϲα ἐν μὲν Ἡρακλείᾳ τῇ Ποντικῇ , ᾗ καὶ τὸ ἀκόνιτον γεννᾶται , ὁλόκληρον ,
πελάγεσιν Αἰγαίῳ καὶ Ἰκαρίῳ καὶ Μυρτώῳ , ἀπὸ δὲ ἄρκτων Ποντικῇ θαλάσσῃ . Τῶν μὲν οὖν ἐν τῇ Βιθυνίᾳ διασήμων
6475075 ἀρκτικοις
δὲ τούτου τὴν αἰτίαν αὐτός : μὴ γὰρ κατομβρεῖσθαι τοῖς ἀρκτικοῖς μέρεσι , καθάπερ οὐδὲ τὴν Αἰθιοπίαν φασί : διὸ
δὲ λέγειν τὰ παρὰ τοὺς ἡλίους : ταῦτα δὲ πάντες ἀρκτικοῖς καὶ μεσημβρινοῖς κλίμασιν ἀφορίζουσι : καὶ μὴν ἀνατολικά τε
6466133 στεναγμῳ
τὸν μοχλὸν τὸν σιδηροῦν ἐπέθηκεν αὐτῇ ἐκ πλαγίων καὶ ἐστέναξε στεναγμῷ μεγάλῳ καὶ κλαυθμῷ . Καὶ ἤκουσεν ἡ παρθένος ἣν
βραχύτατον φθέγξασθαι , ὃ καὶ ἄναρθρόν ἐστιν , μυγμῷ ἢ στεναγμῷ παραπλήσιον . κέχρηται δὲ αὐτῷ καινότατα Φερεκράτης τί δ
6465295 ἀπαρασκευαστον
. ἀπαρασκεύῳ γνώμῃ ἐν τοῖς περὶ ἀληθείας Ἀντιφῶν εἶπεν , ἀπαρασκεύαστον δ ' ἐν ταῖς ῥητορικαῖς τέχναιςδοκοῦσι δ ' οὐ
ὑφ ' ἑτέρου τινὸς ἐπὶ τοῦτο προαχθῇ . ἀπαράσκευον καὶ ἀπαρασκεύαστον διαφέρει : ὁ μὲν γὰρ ἀφ ' ἑαυτοῦ τὴν
6463838 φονορρυτῳ
φονορρύτῳ ] ἐν ᾗ τὸ αὐτῶν αἷμα ἔρρευσεν . θ φονορρύτῳ ] + διὰ τὸ μέτρον . κάρτα δ '
τῇ φονορρύτῳ γῇ . γαίᾳ ] τῇ γῇ . ζωὰ φονορρύτῳ : ἡ ζωὴ αὐτῶν τῇ χεομένῃ τῷ αἵματι :
6463489 ὑποστρωματα
δοκεύοντες τότε παραγίνονται ἐπὶ τοὺς τόπους καὶ συλλέγουσι τὰ ἐκείνων ὑποστρώματα , καὶ ἐξινιάσαντες καλάμους τοὺς λεγομένους πέτρους ἐπὶ λεπτὸν
ὡς τάπητες οἱ ἐκ θατέρου . ὑπαγκώνια στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες
6462880 διαφορητικοις
παρὰ μέρος αὐτοῖς κεχρῆσθαι , ποτὲ μὲν τοῖς χαλαστικοῖς καὶ διαφορητικοῖς : οὕτω γὰρ ἄν τις δυνηθείη ποτὲ διαχεῖν τὴν
ἐσφηνῶσθαι τὸ λυποῦν : εὔδηλος δὲ καὶ ἡ θεραπεία τοῖς διαφορητικοῖς ἐσομένη φαρμάκοις . ὡσαύτως δὲ καὶ τὰς διὰ φυσῶδες
6462257 κολοκυνταις
λήμη δέ ἐστι τὸ πεπηγὸς δάκρυον . εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις : παροιμία ἐπὶ τῶν τὰ μεγάλα παρορώντων . νὴ
“ . δοκεῖ δὲ ταῦτα ἀδολεσχίαν ἔχειν : τὸ γὰρ κολοκύνταις ταὐτὸν τῷ λήμαις ἴσαις κολοκύνταις : εἰ δὲ λημᾶν
6452588 ἀνειμεναις
διὰ τοῦτ ' ἀναδύεσθαι καὶ συμβάλλειν ὀκνηρότερον , ἀλλ ' ἀνειμέναις χερσὶ καὶ γνώμαις μάλιστα μὲν χαρίζεσθαι τοῖς δεομένοις ,
τῆς μελοποιίας τρόπον ὅτι σκολιὸς ἦνλέγουσιν γὰρ τὰ ἐν ταῖς ἀνειμέναις εἶναι σκολιάἀλλὰ τριῶν γενῶν ὄντων , ὥς φησιν Ἀρτέμων
6442170 γνησιαι
, μείζους τε καὶ ἐλάττους , αἱ μὲν μείζους καλούμεναι γνήσιαι , αἱ δὲ ἐλάττους νόθαι , αἳ μάλιστα τῷ
καὶ ἱερὰ σῦριγξ . τῶν δὲ πλευρῶν αἱ μὲν μείζους γνήσιαι , αἱ δὲ ἐλάττους νόθαι , αἳ καὶ εἰσὶν
6442109 Ταχεως
, ἤγουν ἀποδύσαντες αὐτὸν τὰ καλὰ ὅπλα , ἐπορεύοντο . Ταχέως δὲ ἀφίκοντο εἰς τὴν Τραχῖνα πόλιν , σὺν τοῖς
δίκας ἐν τῷ πολέμῳ λήψομαι παρὰ τοῦ δικαστοῦ . ” Ταχέως τοίνυν ἐξορμήσαντες ἐδίωκον βασιλέα , προσποιούμενοι ἐθέλειν ἐκείνῳ συστρατεύεσθαι
6439648 σαγηναις
' ὁπότε φράσσωνται ἐπί σφισι πεπτηυίας ἰχθυβόλοι , κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ ῥηγμῖνας ἄγουσιν ἄγρην νόσφι
τὰ γῆς ἐποπτεύει . κυνηγέτας γὰρ ἄνδρας εἶδεν ἐξαίφνης ὁμοῦ σαγήναις καὶ σκύλαξιν εὐρίνοις , ἰδὼν δ ' ἔφευγε ,
6436644 πρεσβυτατῃ
τουτέστι κατὰ τὰ ἰδιώματα ἑκάστης θεοῦ . ρκαʹ Τῇ δὲ πρεσβυτάτῃ Καλλιόπῃ Πρεσβυτάτην εἶπεν , ἐπειδὴ καὶ ἐν ταῖς Μούσαις
τοῦτο Διός . Δωδωναίων δὲ αἱ ἱρήιαι , τῶν τῇ πρεσβυτάτῃ οὔνομα ἦν Προμένεια , τῇ δὲ μετὰ ταύτην Τιμαρέτη
6436133 πληθυουσιν
μὲν ἐν Κανώβῳ πολλαὶ καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ Νείλου ἀνάβασιν πληθύουσιν . ὧν λεπτότεραι μέν εἰσιν αἱ βασιλικαὶ διαχωρητικαί τε
: οἱ δὲ ποταμοὶ ἑτέρωθεν τοῖς θυμιάμασι καὶ τοῖς ἀρώμασι πληθύουσιν , αὐτοί τε οἱ κατοικοῦντες λίαν εὐτραφῆς γῆν ἔχοντες
6427668 κἠπι
. θριδακίσκας τε καὶ κριβανωτώς . κἠπὶ τᾶι μύλαι δρυφήται κἠπὶ ταῖς συναικλίαις , αἶκλον Ἀλκμάων ἁρμόξατο . ἤδη παρεξεῖ
δ ' ὦτα νωθρίη θλίβει . ἀλλ ' ἠμέρη τε κἠπὶ μέζον ὠθεῖται : αὔτη σύ , μεῖνον : ἠ
6415845 παρεστηκοτες
, τεθαρρηκότες . Ἀρριανός : οἱ δὲ ἐσκεδασμένοι καὶ οὐ παρεστηκότες ταῖς γνώμαις ἐς φυγὴν ἐτράπησαν . . πονήσαντα :
. παρεστηκότες : Ἀρριανός : οἱ δὲ ἐσκεδασμένοι καὶ οὐ παρεστηκότες ταῖς γνώμαις ἐς φυγὴν ἐτράπησαν . . . .
6410868 κατεπεμψε
Λυδῶν πάλιν ἀποστάντων αὐτὸς ἐλαύνων ἐπὶ Βαβυλῶνος Μαζάρην τὸν Μῆδον κατέπεμψε προστάξας , ὅταν κατάσχῃ τὴν χώραν , ἀφελέσθαι τὰ
στρατιωτῶν , καὶ Ἀσκληπιόδωρον τὸν Φίλωνος τοὺς φόρους ἐκλέγειν . κατέπεμψε δὲ καὶ ἐς Ἀρμενίαν Μιθρήνην σατράπην , ὃς τὴν
6408654 παλισκιοις
Σχεδὸν δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει διαφορὰς τούτοις καὶ ἐν τοῖς παλισκίοις καὶ ἐν τοῖς εὐείλοις καὶ ἐν τοῖς ἀπνόοις καὶ
' ἥκιστα , καθάπερ καὶ αἱ πεῦκαι αἱ ἐν τοῖς παλισκίοις : δι ' ὃ καὶ πρὸς τὰ πολυτελῆ τῶν
6395356 μονομαχοις
τιθέμενα πάντως δαπανᾶται . καὶ τυχὸν ἂν ἀπέθανεν ἐν τοῖς μονομάχοις , εἰ μὴ κατατεθεὶς εἰς τὸν οἶκον ἦλθε τὸν
ἔδει πάντας ὑμᾶς . ἀλλ ' ἐν μὲν τοῖς Καίσαρος μονομάχοις εἰσί τινες οἱ ἀγανακτοῦντες ὅτι οὐδεὶς αὐτοὺς προάγει οὐδὲ
6388081 ἀναβασεσι
τῶν νηῶν . σέλμασι ] ταῖς καθέδραις . σέλμασι ] ἀναβάσεσι . σέλμασι ] στάσεσι , καθέδραις . θ σέλματα
κατεσπαρμένας ἔχει παμπόλλας , τὰς μὲν καλυπτομένας ὅλας ἐν ταῖς ἀναβάσεσι , τὰς δ ' ἐκ μέρους , ἐποχετεύεται δὲ
6375353 θοινασθαι
ζῴοις δέδωκεν ἐσθίειν ἄλληλα καὶ τῶν ἀσθενεστέρων τὰ δυνατώτερα κρατεῖν θοινᾶσθαί τε αὐτά : τοῖς δὲ ἀνθρώποις δικαιοσύνην σύμφυτον ἐνέσπειρε
ἐσθίειν ἄλληλα , καὶ τῶν ἀσθενεστέρων τὰ δυνατώτερα κρατεῖν , θοινᾶσθαί τε αὐτά : τοῖς δὲ ἀνθρώποις δικαιοσύνην σύμφυτον ἐνέσπειρε
6374581 γαμεταις
εἶναι , ἀδικίαν δὲ μὴ προσεῖναι . ἢ γὰρ ταῖς γαμεταῖς ἢ ταῖς κοιναῖς χρῆσθαι μόναις . δύο δὲ σχεῖν
βέλτιον ἐπιδιδόασιν . ἔχω δ ' ἐπιδεῖξαι καὶ γυναιξὶ ταῖς γαμεταῖς τοὺς μὲν οὕτω χρωμένους ὥστε συνεργοὺς ἔχειν αὐτὰς εἰς
6373334 βαθυτατοις
. ἀγκοίνῃσιν : κοιλότησι , τροπικῶς , βαθυτάταις πέτραις , βαθυτάτοις τόποις , ἀγκάλαις . Ἀγκοίνῃσιν : ἀγκάλαις τροπικῶς ,
φλογέῃσι : ἐν . ὀχθίζων : στενάζων . Ὑποβρυχίοισι : βαθυτάτοις . Ἐπιτρωπῶσιν : ἐνδίδουσι , χαλῶσιν . Σθένος :
6361923 ὑστερῃ
τὠυτὸ ἐξενείκασθαι τῷ ὁμομητρίῳ ἀδελφεῷ Μιλτιάδῃ . Μετὰ δὲ τῇ ὑστέρῃ Ὀλυμπιάδι τῇσι αὐτῇσι ἵπποισι νικῶν παραδιδοῖ Πεισιστράτῳ ἀνακηρυχθῆναι ,
θῆλυ , δύσχροος . Ἢν γυναικὶ κυούσῃ ἐρυσίπελας ἐν τῇ ὑστέρῃ γένηται , θανατῶδες . Ὁκόσαι παρὰ φύσιν λεπταὶ ἐοῦσαι
6360987 ἀτονειν
καὶ τὴν ὑστέραν καὶ διὰ τοῦτο περὶ τὴν οἰκείαν ἐνέργειαν ἀτονεῖν . | πρῶτον ἠργμένης τῆς καθάρσεως μεθ ' ὧν
πληρωθῇ τε καὶ ϲυνουλωθῇ . Περὶ ὀφθαλμῶν ἀτονίαϲ Δημοϲθένουϲ . ἀτονεῖν λέγονται οἱ ὀφθαλμοὶ οἱ μηδὲ λευκὸν μηδὲ λαμπρὸν μήτε
6359599 μυριοισι
δυστυχεῖν . Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ ' ἀτυχία φίλου . Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν
πλοῦτος δ ' ἀμαθία δειλόν θ ' ἅμα . σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . νεανίαν γὰρ ἄνδρα χρὴ
6358659 Πετραντος
ἐν ἑκατέροις τοῖς μέρεσιν . Γίνονται ὁμοῦ ἀπὸ Ἀλεξανδρείας ἕως Πετράντος στάδιοι ͵αϚʹ . Ἀπὸ Πετράντος ἐπὶ τὴν Κάρδαμιν στάδιοι
τὸν Μικρὸν Πετράντα στάδιοι * . ] Ἀπὸ τοῦ Μικροῦ Πετράντος εἰς τὸν Βάτραχον στάδιοι λʹ : ὕφορμός ἐστι θερινός
6356034 παρισθμιοις
καὶ κύστιν καὶ κῶλον . τὰ δὲ χαλκανθίζοντα στόματι καὶ παρισθμίοις καὶ σταφυλῇ καὶ ὄμμασι διαφερόντως ἐπιτήδεια . τὰ δὲ
τὰ κατακαύματα ὠφελεῖ . Ἕλκωσιν δὲ τὴν ἐν στόματι καὶ παρισθμίοις , καὶ σταφυλῆς οἴδημα , ὁ χυλὸς αὐτῆς μετὰ
6353974 ἐφυδροις
ὧνπερ καὶ ἡ σκληρότης . Ἐν δὲ τοῖς ἑλώδεσι καὶ ἐφύδροις ἀχρεῖα τὸ ὅλον : οὐ γὰρ ἐνδιδοῖ βρεχόμενα δι
τὸ τοῦ λίνου σπέρμα . φύεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐφύδροις καὶ ἐν τοῖς ξηροῖς , ὥσπερ ὁ βάτος .
6350105 ξενοισιν
οὐ σοφὸς γεγώς , ὅστις κόρας μὲν θεσφάτοις Φοίβου ζυγεὶς ξένοισιν ὧδ ' ἔδωκας ὡς δόντων θεῶν , λαμπρὸν δὲ
τροφὴν μόνον σαίνει , ἀεὶ δ ' ὑλακτεῖ , καὶ ξένοισιν οὐ χαίρει . Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος . οὗτος ἀρρώστῳ
6348902 Βοιωτιαις
ὥστε τὴν ὅλην μορφὴν εἶναι θολοειδῆ καὶ παρόμοιον μάλιστα ταῖς Βοιωτίαις κυνέαις : πυκνὸν δὲ οὕτως ὥστε μήτε χιόνα διϊέναι
. Δίρκη τε Στροφίη τε : κρῆναι ἐν Θήβαις ταῖς Βοιωτίαις . Ἰσμηνοῦ : Ἰσμηνὸς ποταμὸς Θηβῶν καὶ Ἀσωπός .
6346068 στασσω
, : σταλαγμός : στῶ ἐστι ῥῆμα , οὗ παράγωγον στάσσω , οὗ ὁ μέλλων στάξω * * * καὶ
, καὶ ἐπεισελθόντος τοῦ αλ , σταλαγμός . τὸ δὲ στάσσω καὶ αὐτὸ προσλαβὸν τὸ αλ , ἐποίησε τὸ σταλάσσω
6345737 Κλαζομεναις
Μαραθούσιος , ὡς Κάδος Καδούσιος . Μαράθουσα , νῆσος πρὸς Κλαζομεναῖς . ὁ πολίτης Μαραθούσιος . Μαραθών , δῆμος τῆς
, ὡς ἱστορεῖ Ἰσίγονος ἐν δευτέρῳ ἀπίστων . Κρήνη ἐν Κλαζομεναῖς , ἀφ ' ἧς τὰ θρέμματα πίνοντα τὴν ἐρέαν
6343238 φυσκαι
, ὃν διὰ φαυλότητα ὀνόσαιτό τις . ψεύδεα ῥινός : φύσκαι ἐπὶ τῆς ῥινὸς λεπταὶ αἱ λεγόμεναι ἴονθοι ὡς κατὰ
τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν λιπαρὰν κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φύσκαι δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποταμοῖς σίζοντ
6343065 θαλασσιαις
τοῖς ἁρμοδίοις καὶ προσήκουσι τὴν αὐτοῦ παιδεύων ψυχήν . ὄφρα θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθείς : εἰς ταῦτα ἀτίταλλε τὸν Ἀχιλλέα
δαμασθέντες . πλαγαῖσι ] η . ἐν . ποντίαισιν ] θαλασσίαις . † σύστημα κατὰ περικοπὴν κώλων ιʹ . ἰώ
6342195 πηγαιοις
ἀμφιλαφέσι , παραδείσοις ποικίλοις , ὕδασιν ἀπείροις , τοῖς μὲν πηγαίοις , τοῖς δὲ ποταμίοις , οἷς αἱ λόχμαι τοῦ
ἐστι φύσει . ὥστε διὰ ταῦτα δεῖ χρῆσθαί σε τοῖς πηγαίοις καὶ τούτοις διυλισμένοις καὶ πλείω τούτων μεταλαμβάνειν ἢ οἴνου
6341582 Ταγηνισταις
” φορέουσι κυπάσσεις Περσικούς , “ καὶ Ἀριστοφάνης ἐν τοῖς Ταγηνισταῖς . Κύρβεις : Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ τῆς ἱερείας
τιν ' ἔνθεσιν . ταῦτα δὲ καπανικὰ εἴρηκεν Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς : τί πρὸς τὰ Λυδῶν δεῖπνα καὶ τὰ Θετταλῶν
6340188 ἐκκρινομενοις
τῶν ὑγρῶν παύσηται , συντήξεως δὲ σημεῖα ἐπιφαίνηται ἐν τοῖς ἐκκρινομένοις , οἷον ξυσματώδη , μυξώδη , ἰσχνότης τε τῆς
πρῶτα δεῖ χαρίζεσθαι , εἶθ ' οὕτως ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐκκρινομένοις τὰς ἀποφάσεις ποιεῖσθαι . ἐνίοις γὰρ τοσούτῳ φαίνεται χείρω
6337802 προσορμιζεσθαι
εἶναι μεγάλην ᾠήθησαν . διὸ δὴ προσέμενον ὡς μελλούσης αὐτῆς προσορμίζεσθαι . ἐπεὶ δὲ ὑπὸ ἀνέμου φερόμενα τὰ φρύγανα ἐγγυτέρω
ὁ Δᾶτις προπλώσας οὐκ ἔα τὰς νέας πρὸς τὴν Δῆλον προσορμίζεσθαι , ἀλλὰ πέρην ἐν τῇ Ῥηναίῃ : αὐτὸς δὲ
6337247 ῥαφανῳ
προκαταιονήσαντα τῷ ὕδατι ἢ φύλλοις ἀμπέλου μετὰ πάλης ἀλφίτου ἢ ῥαφάνῳ ἑφθῷ μετὰ μαλάχης ἢ σεύτλου φύλλοις ἢ ῥοὸς φύλλοις
Θηρία δὲ γίνεται ταῖς μὲν ῥαφανῖσι ψύλλαι , τῇ δὲ ῥαφάνῳ κάμπαι καὶ σκώληκες , καὶ ἐν τῇ θριδακίνῃ καὶ
6329055 ὁμορουντες
τὸν ὑπὲρ τῆς κοινῆς ἐλευθερίας κίνδυνον . Ἀκραγαντῖνοι δέ , ὁμοροῦντες τῇ τῶν Καρχηδονίων ἐπικρατείᾳ , διελάμβανον , ὅπερ ἦν
πρὸς ἕω μὲν ἁπτόμενοι τῆς θαλάττης , πρὸς δύσιν δὲ ὁμοροῦντες τοῖς Ἴβηρσι : τῶν δὲ λοιπῶν πλευρῶν τὸ μὲν
6328975 παρῳδιαις
τρώγουσα , γύναι , τὴν χλαῖναν ὕφαινε . Μάτρων ἐν παρῳδίαις : καὶ σικυὸν εἶδον , γαίης ἐρικυδέος υἱόν ,
θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν παρῳδίαις : πὰρ πυρὶ χρὴ τοιαῦτα λέγειν χειμῶνος ἐν ὥρῃ
6327972 Λυσιστρατῃ
λεπάδας . . παρέθηκέ μοι . τὸ δ ' ἐν Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ
κατασημαίνεσθαι κηρὸν οἱ παλαιοὶ ῥύπον ὠνόμαζον , καὶ ῥύπους ἐν Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνης : καὶ μηδὲν οὕτως εὖ σεσημάνθαι τὸ μὴ
6325924 γεννηθεισι
φαύλους . εἰώθαμεν γὰρ τῶν οἰκετῶν μάλιστα πιστεύειν τοῖς οἴκοι γεννηθεῖσί τε καὶ τραφεῖσιν , ἢ οἷς ἂν ἐπικτησώμεθα πριάμενοι
φαύλους . εἰώθαμεν γὰρ τῶν οἰκετῶν μάλιστα πιστεύειν τοῖς οἴκοι γεννηθεῖσί τε καὶ τραφεῖσιν , ἢ οἷς ἂν ἐπικτησώμεθα πριάμενοι
6322420 Ἀχαια
Ἰσθμόν . Ἰσθμὸς γῆ στενὴ ἀμφιθαλάσσιος καθ ' ἣν ἡ Ἀχαία τῇ Πελοποννήσῳ συνάπτεται . Κιθαιρῶνος . . . Πάρνηθος
Παναχαιίδα δὲ τὴν Θεσσαλίαν φησίν , ὅτι αὕτη πρώτη ἐκλήθη Ἀχαία ἀπὸ Ἀχαιοῦ τοῦ Ξούθου . πυρὶ δῃώσειαν : συμφλέξειαν
6321401 νηστειαις
ἀρκοῦν : τῇ ιʹ . ἡμέρᾳ ἐν κρέασι καὶ ἐν νηστείαις ῥοὸς κόκον ὁμοίως τοῖς προειρημένοις ἕψει καὶ τρέφου σὺν
τἀμείνω ῥοπῇ τὸ φυσικὸν ἀπομαρά - ναντι πνεῦμα οὔτε συχναῖς νηστείαις προσήκει καταπιέζειν τὸ σῶμα , οὔθ ' ὕδατος πόσεσι
6311797 νομαις
σφι νόον μέγα θάρσος ἱκάνει : οὐ γάρ πω κείνῃσι νομαῖς ἔνι κῆτος ἄαπτον , οὐ δάκος , οὐδέ τι
καὶ δριμὺ καὶ ὀξὺ καὶ αὐστηρὸν ἐπὶ ταῖς μοχθηραῖς ἔσται νομαῖς , ὁμοιούμενον ἀεὶ τῇ φύσει τῆς πόας : οὔτε
6310223 ἀλεκτρυοσιν
τῶν ἀλεκτρυόνων : τοῖς κοιτῶσι , τοῖς Σαρπηδόσι , τοῖς ἀλεκτρυόσιν . Ἰστέον ὅτι ἀπὸ τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν γίνεται
τῶν ἐπὶ πλέον ηὐξημένων οἱ ὄρχεις πλὴν τῶν ἐν τοῖς ἀλεκτρυόσιν . ἐγκέφαλος , νωτιαῖος , καλλῶσον , σπλήν ,
6309753 ληνοις
τὸν οἶνον ποιεῖ ἐκτροπίαν . διὸ εὐοσμίαν ἐπινοεῖν χρὴ ταῖς ληνοῖς διὰ θυμιαμάτων , μάλιστα δὲ ταῖς οἰνοθήκαις . Τὰ
, τὴν δὲ Χλόην ἐλύπησεν : οἱ δὲ ἐν ταῖς ληνοῖς ποικίλας φωνὰς ἔρριπτον ἐπὶ τὴν Χλόην καὶ ὥσπερ ἐπί
6308013 Κρητικαις
καλεῖσθαι τοὺς κατὰ τοὺς ἀγροὺς οἰκέτας . Ἕρμων δὲ ἐν Κρητικαῖς Γλώσσαις μνώτας τοὺς εὐγενεῖς οἰκέτας . Σέλευκος δ '
τῆς τῶν μήλων συνθέσεως . Ἕρμων δ ' ἐν ταῖς Κρητικαῖς γλώσσαις κωδύμαλα καλεῖσθαί φησι τὰ κυδώνια μῆλα . κατὰ
6304319 διῃρημενοις
τῶν ψυχῶν ἐν λόγοις μὲν καὶ αὐτὰ διακεκόσμηται πεπερασμένοις , διῃρημένοις δὲ μᾶλλον τῶν ἐν τοῖς ἥρωσι καὶ περιειλημμένοις μεριστῶς
πλεῖον δι ' ἀσθένειαν . Ταὐτὸ δέ πως καὶ τοῖς διῃρημένοις καὶ ὅτι τρέχοντες ἧττον ἱδρῶσιν ἢ παυσάμενοι : τὸ
6297709 θεριζουσιν
ἄλλων διενεγκεῖν : ὃν ἐφεστῶτα ἔργοις ἰδίοις καὶ βουλόμενον τοῖς θερίζουσιν δοῦναι πιεῖν βαδίζοντα ἐφ ' ὕδωρ ἀφανισθῆναι . ζητεῖν
περὶ τὰ σπέρματα τούτου πλῆθός ἐστι πολύ , καὶ τοῖς θερίζουσιν ἐμφύεται καὶ ὀδύνην παρέχει τὸ δῆγμα : φλυκταινῶν τε
6293675 Νηρεϊσι
μιᾶι βολῆι δισσὰ τὰ τραύματα ἀπεργάζεσθαι . καὶ Αἰσχύλος ἐν Νηρεΐσι : κάμακος δ ' εἶσιν ˈ γλώσσημα διπλοῦν ,
βολῇ ὥστε δισσὰ τὰ τραύματα ἀπεργάζεσθαι . καὶ Αἰσχύλος ἐν Νηρεΐσι : κάμακος εἶσι , κάμακος γλώσσημα διπλάσιον . καὶ
6293077 Πειθεται
ἐν . Ἦ : ὄντως . λιλαίεται : ἐπιθυμεῖ . Πείθεται : ὑπακούει . ἀΐσθων : ἀναπνέων . Θαλάσσης :
ἥμερον , καὶ χειρουργεῖν εὔκολον , καὶ βαδίζειν ἀσφαλές . Πείθεται ὁ Προμηθεὺς Διί , καὶ ποιεῖ ἀνθρώπους , καὶ
6291271 πιθηκοις
γὰρ τοῖς ἐρασταῖς , οὐχὶ Μεγάρᾳ καὶ Εὐξίππῃ βούλομαι ταῖς πιθήκοις . δεδήλωκα δέ σοι ἵνα μή μέ τι μέμψῃ
ἄνδρες χαροποῖσι πιθήκοις Αἰβοιβοῖ . Τί γελᾷς ; Ἥσθην χαροποῖσι πιθήκοις . καὶ κέπφοι τρήρωνες ἀλωπεκιδεῦσι πέπεισθε , ὧν δόλιαι
6289731 Ὀγχηστῳ
, διὰ τὸ ταύρους θύεσθαι αὐτῷ , καὶ μάλιστα ἐν Ὀγχηστῷ . Διὰ τοῦτο καὶ ταυροκράνους τοὺς ποταμούς . Ἀπὸ
πρόσθεν οἱ Θηβαῖοι ἔμαθον εἴσω Πυλῶν παρεληλυθότα αὐτὸν πρὶν ἐν Ὀγχηστῷ γενέσθαι ξὺν τῇ στρατιᾷ πάσῃ . καὶ τότε δὲ
6289275 κοιταις
. ἐπακτῆρες θηρευταὶ οἱ τοὺς κύνας ἐπάγοντες ταῖς τῶν θηρίων κοίταις . ἐπαλαστήσασα ἐπιχαλεπήνασα , ἐπιδεινοπαθήσασα . ἐπαλλάξαντες ἐπιπλέξαντες ,
ἐγκρατής . τῶν δ ' ἀνθρώπων οἱ μὲν ἐν ταῖς κοίταις ἔτι ὄντες κατεσφάγησαν , οἱ δ ' ἀνιστάμενοι ἀρτίως
6286156 δοιδυκες
τοῖς Βέβρυξι : τοὺς δοίδυκας , τοὺς Βέβρυκας : ὦ δοίδυκες , ὦ Βέβρυκες . Ἰστέον ὅτι τὰ εἰς ωξ
τυρόν . * κατατρίψειαν : συνθλάσειαν στόματι ὀδόντες δὲ οἱ δοίδυκες καὶ τριβεῖς : ἀντιπτώσει δὲ ἐχρήσατο : ἔδει γὰρ
6285539 ὀξυτησι
εἰς τὴν γῆν . Γηθοσύνῃ : χαρᾷ . Γλωχίσι : ὀξύτησι , ξίφεσιν . πεπαρμένοις : πεπηγμένοις , διαπερονισμένοις .
ἐξηπλωμένα , ἐκ πλαγίου . Δάγματ ' : ὀξύτητας , ὀξύτησι τῶν ἀγκίστρων , τοὺς πώγωνας τοῦ ἀγκίστρου . γλαυκῆς
6283681 Σολλιον
: εἶχον γὰρ αὐτὴν Ἀθηναῖοι , ἐκ πολιορκίας κρατοῦντες . Σόλλιον : τὸ Σόλιον πόλισμα τῆς ἠπείρου ἐστὶν ἐν τῇ
ἐν ἐπιτομῇ ” ἀπὸ δὲ Καράλεως ἐπὶ Σολκούς ” . Σόλλιον , Κορίνθου πολίχνιον . Θουκυδίδης δευτέρᾳ . τὸ ἐθνικὸν
6280126 Κιβυραται
ὡς Στράβων ἐν τῇ εἰρημένῃ . Ἀπόγονοι δὲ Λυδῶν οἱ Κιβυρᾶται τῶν κατασχόντων τὴν Καβαλίδα . Ὁ δὲ Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος
ἔγγιστα ὑπερκειμένη τῆς Κιβύρας . Λέγονται δὲ ἀπόγονοι Λυδῶν οἱ Κιβυρᾶται τῶν κατασχόντων τὴν Καβαλίδα : ὕστερον δὲ Πισιδῶν τῶν
6276864 ἀρυταιναις
κατάχυτλον , Ἀριστοφάνους μὲν εἰπόντος βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις , καὶ αὖ πάλιν εἶτα κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς
ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις . χαλκώματα , προσκεφάλαια . ἢν γὰρ ἕν '
6274842 Δραμασιν
Νιόβῃ [ . ] καὶ Ἀριστοφάνης [ . ] ἐν Δράμασιν ἢ Νιόβῳ [ ὁμοίως ἑπτά φησιν αὐτὰς εἶναι καὶ
κριθώσης ὄνου . Τῶν δὲ περὶ ἀρτοπωλίαν ἀθρόα ἐν Ἀριστοφάνους Δράμασιν ἢ Κενταύρῳ . πτίττω , βράττω , δεύω ,
6273051 κλιμαξιν
ἔνυλα καὶ φυσικὰ ἀναλέγεσθαι , μετ ' ἐκεῖνα τὰ μαθηματικὰ κλίμαξιν ἐοικότα ἢ γεφύραις : οὐδὲ γὰρ ἀθρόον ἀπὸ τῶν
πετροβόλων καὶ αὐτῶν πυρὸς πεπληρωμένων , καὶ ταῖς σκάλαις ἤτοι κλίμαξιν , εἰ ἐπιδέχεται ὁ τόπος , ἐπιβαίνειν , ἐν
6269967 Κοθορνοις
δεκατῶναι , εἰκοστολόγοι , πεντηκοστολόγοι : καὶ πεντηκοστολογεῖν ἐν Φιλωνίδου Κοθόρνοις ἔστιν εἰρημένον . παναγεῖς γενεάν , πορνοτελῶναι , Μεγαρεῖς
καθίσανθ ' ὑφάπτειν τοῦ φλέω . Φιλωνίδης δ ' ἐν Κοθόρνοις : ὑποδέχεσθαι καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις , καὶ πάλιν
6269314 ἀλκιμωτερα
ῥινοκέρωτες καὶ ἐλέφαντες , λύκοι καὶ ὄϊες περιστερῶν καὶ ἀηδόνων ἀλκιμώτερα μορμύλων τε καὶ τῶν τριγλίδων καὶ τῶν ἄλλων ,
; καὶ γὰρ καὶ τὰ μέζω τῶν ζώων καὶ τὰ ἀλκιμώτερα , ὁκοῖον οἱ ταῦροι , αἱμορραγίῃ θνῄϲκουϲι ὤκιϲτα .

Back