: οὐ γὰρ οἴκοθεν ἔχει καθάπερ ἀκτῖνι τῷ νῷ τῇδε καταλάμπεσθαι . Εὐδαίμων εἶ , ὦ Θεόφραστε , ὅτι πολλῶν
πάντα ἐπ ' ἄκραις αὐταῖς ἱδρυμένον , ὡς φέγγει νοερῷ καταλάμπεσθαι τὸν τόπονφανταζόμενος μὲν οὕτως ἔξω πως ἄλλος ὢν ὁρῴη
6605128 κοπηναι
κοπτομένῳ καὶ πιεζομένῳ ἢ εἰϲ ζέον ὕδωρ ἐμβαλλομένῳ μετὰ τὸ κοπῆναι καὶ ἁρμόζει δὲ τοῖϲ αὐτοῖϲ : περιττὸν δὲ ἔχει
χόας ιβʹ , ἐλαίου χόας δʹ . κόψας τὰ ὀφείλοντα κοπῆναι ἁδρομερῶς , ἐπίχεε ὕδωρ ὀλίγον ὡς ὑγρᾶναι τὰ κοπέντα
6450953 εἰργομενος
μὴ ἀποκήρυκτός τις ᾖ , ὅτ ' ἂν μὴ νόμῳ εἰργόμενος . Σωπάτρου . Ἀλλ ' οὐχ ὅτ ' ἂν
ἄνδρα , ὃς ἐτύγχανε πρὸς Δαρείου ξυνειλημμένος καὶ ἐν Σούσοις εἰργόμενος : τοῦτο αὐτῷ ἐς πίστιν ἦν πρὸς Ἀλέξανδρον :
6423287 φυσκαις
: ἢ κοκκυμήλων κόμμι , ἢ πτελέας τὸ ἐν ταῖς φύσκαις ὑγρὸν , μετὰ χλιαροῦ ὕδατος : ἁρμόζει δὲ ἐπ
ἂν ἐναψάμενος δάπιδας καὶ στρωματόδεσμα , Διαμασχαλίσας αὑτὸν σχελίσιν καὶ φύσκαις καὶ ῥαφανῖσιν . Οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο
6377705 σημηναμενος
δόντων αὐτῷ τῶν νόμων : ὁ δ ' ἐν διαθήκαις σημηνάμενος ἀδήλους ἐποίησε , δι ' ὃ πολλοὶ πεπλάσθαι φάσκοντες
τὰ σημεῖα ἐποιήσατο τῷ πνεύματι , ἕν τι σχῆμα ἑκατέρῳ σημηνάμενος [ τοῦτο δὴ τὸ ἓν ὥσπερ αὐλῷ ἐοικὸς ]
6343854 δεσμησας
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν
6312823 ἀγρυπνων
, φυλακῆς . ⌈ φρουρᾶς [ φρουρὰς ] ᾄδων ] ἀγρυπνῶν , καθὰ φύλαξ καθήμενος . ᾄδων ] μανθάνων ἐντός
. ἐπὶ ἔργων . καὶ ὁ Στρεψιάδης οὖν ἐνταῦθα ὡς ἀγρυπνῶν ὑπὸ φροντίδος τινὸς μεγάλην οἴεται τὴν νύκτα καὶ σχεδὸν
6253710 ὑπερζεσῃ
ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρός , ἐπίπασσε τὸν ἰὸν προσέχων μὴ ὑπερζέσῃ : ἕψε δὲ πάλιν ἕως ἀμόλυντον γένηται καὶ μήλινον
ζέον , ἐπίβαλλε τὸν χυλὸν κατὰ βραχύ , προσέχων μὴ ὑπερζέσῃ : ἀναζέει γὰρ καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ κινδυνεύει ὑπερχυθῆναι ὅλον
6242512 ἐρημοτερος
οὐκ ἀμέριμνος ἔσσεαι . οὐ γαμέεις ; ζῇς ἔτ ' ἐρημότερος . τέκνα πόνοι , πήρωσις ἄπαις βίος . αἱ
νυμφίους : αὐτὸς δὲ ἀδοξότερος μὲν εἴη τῶν πτωχῶν , ἐρημότερος δὲ τῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐρριμμένων , μηδενὸς δὲ
6236152 συνιστη
τυράννῳ τἀναντία πράττων διετέλει καὶ πολλοὺς Σικελιώτας κατ ' αὐτοῦ συνίστη καὶ τοῖς ἀνελοῦσιν αὐτὸν ἐκήρυξε μεγάλας δωρεάς . Ἀγαθοκλῆς
τὸ λοιπὸν τῆς ἡμέρας ἐν ἀγορᾷ τὸν υἱὸν ἐπάγων ἑκάστοις συνίστη καὶ παρετίθετο ὡς αὐτὸς ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν αὐτίκα ἀπολούμενος
6205775 λουων
καὶ προστιθέναι , ἢν δέῃ , καὶ ἐκ τῶν πρόσθεν λούων καὶ θυμιῶν καὶ ξηραίνων . Ἢν δὲ γυνὴ ἐκτιτρώσκῃ
κεφαλῆς , καὶ τὰ προσταχθέντα ἐδίδασκε , καὶ ἐσκιατράφει , λούων ἑκάστης ἡμέρας δὶς , καὶ λεαίνων , ὁμοδίαιτόν τε
6203591 λωποδυτην
τῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένος ἀπέθανε : τὸν δὲ τρίτον Φαινιππίδης ἐνθάδε λωποδύτην ἀπήγαγε , καὶ ὑμεῖς κρίναντες αὐτὸν ἐν τῷ δικαστηρίῳ
δ ' οὐ σοφός , ὃς τὸν Ἔρωτα ἀλλοτρίαν σπείρων λωποδύτην ἀπάγεις . ὅτι οὐ καλῶς ὁ Φρύνιχος εἶπε :
6169518 Ἰδοις
ἐν ᾧ τὸ ζητούμενον , καὶ τῆς ἀπορίας ἐπαύσατο . Ἴδοις ἂν αὐτὸν τηνικαῦτα σκιρτῶντα καὶ κνυζόμενον χαίροντα καὶ τὸ
ἐλελίσφακος , ἐμβληθέντα καὶ ταῦτα ἐλαίῳ , ὁμοίως βοηθεῖ . Ἴδοις δ ' ἂν ἀποστραφὲν οἶμαι καὶ ὀλιγωρῆσαν προσπτυσθὲν ἑρπετόν
6165686 πολυτελεστατον
, προπυλαίοις , εὐρυχωρίαις , ὑπαίθροις , ἅπασι τοῖς εἰς πολυτελέστατον κόσμον ἠσκημένον , ἐλπὶς καὶ ἀναγομένοις καὶ καταπλέουσι σωτήριος
/ μακαρία Ἄρτεμις . πάγχρυσον οἶκον : ⌈ ἤγουν / πολυτελέστατον ναόν ⌈ ἐν Ἐφέσῳ πολυτελέστατος ἦν ναὸς τῇ Ἀρτέμιδι
6157290 κολαζῃ
τῶν δικαζομένων , κύπτειν αὐτοὺς παρασκευάζων , ἵνα διπλῶς αὐτοὺς κολάζῃ , καὶ μὴ ἐῶν αὐτοὺς ἀνανεύειν οὐδ ' ὅλως
τι τούτων . ἂν δ ' αὖ προστυγχάνων τις μὴ κολάζῃ τῇ δίκῃ , ὀνείδει μὲν ἐνεχέσθω πρῶτον τῷ μεγίστῳ
6102911 τιματω
τὸν ὀρφανόν , ὅτι χρὴ τίνειν αὐτὸν τῷ παιδί , τιμάτω τὸ δικαστήριον , ἐὰν δὲ ἀδικίᾳ , πρὸς τῷ
ταὐτὸν καὶ τούτῳ γιγνέσθω : περὶ γὰρ αὖ καὶ τούτου τιμάτω τὸ δικαστήριον ὅτι ἂν αὐτοῖς δεῖν αὐτὸν δόξῃ πάσχειν
6097219 κριβανοι
τρῆμα δ ' ἐκ τῶν ὑπὸ πόδας ἔχοντι ὥσπερ οἱ κρίβανοι , ἔα καίεσθαι : ὅταν δ ' ἀναλωθῇ τὸ
σύμμετρον ἔχοντες : ἐφ ' ὧν κατεσκευασμέναι ἦσαν ξυλοθῆκαι καὶ κρίβανοι καὶ ὀπτανεῖα καὶ μύλοι καὶ πλείους ἕτεραι διακονίαι .
6090924 Τρυγαιος
αὐτοῦ ὁ Ἑρμῆς , “ παῦε παῦε ” φησὶν ὁ Τρυγαῖος . Γ παῦε παῦ ' , ὦ δέσποθ '
Διὶ φράσαι σπεύδων τὰ κατ ' ἀνθρώπους [ κακὰ ] Τρυγαῖος ἐθέλων ἀναπετέσθ ' ὡς τοὺς θεοὺς ἐξέτρεφεν ὄρνιθ '
6078823 χλιηρῳ
εἶναι τὸ σῶμα : ἔμφρων δέ . Χλιάσμασι καὶ μελικρήτῳ χλιηρῷ ἐχάλασε τριταίη σχε - δὸν , καὶ μετὰ ταῦτα
, λούεσθαι κατὰ κεφαλῆς πολλῷ , μὴ θερμῷ , ἀλλὰ χλιηρῷ : ὁ οἶνος λευκός : ὕπνῳ μὴ πολλῷ χρῆσθαι
6075266 Στρατοφανη
φαίνεται τὸ τοῦ στρατιώτου σχῆμα καὶ τὸ τοῦ ξένου . Στρατοφάνη , λιτόν ποτ ' εἶχες χλαμύδιον καὶ παῖδ '
φαίνεται τὸ τοῦ στρατιώτου σχῆμα καὶ τὸ τοῦ ξένου . Στρατοφάνη , λιτόν ποτ ' εἶχες χλαμύδιον καὶ παῖδ '
6064538 παραπετασμασι
τινες ἐπὶ τὴν αὐτοῦ ἀνῆγον εὐνὴν καλυπτομένην ὀθόναις καὶ ποικίλοις παραπετάσμασι κόσμου χάριν , καθάπερ ἐπὶ τῶν γαμούντων Ἕλληνές τε
ἢ ὡς ἀηδής . Θ . ὥσπερ σύ . . παραπετάσμασι : 〚 Ταῖς σκηναῖς , 〛 τοῖς Περσικοῖς βήλοις
6064352 ἐστενεν
ναῦς ἕλον ἐν πελάγει ἀνδρῶν πληθούσας , μέγα δ ' ἔστενεν Ἀσὶς ὑπ ' αὐτῶν πληγεῖς ' ἀμφοτέραις χερσὶ κράτει
, ὡς κατέπεσεν , ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν . οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ
6062221 φυσιολογησαι
τὸ δοκοῦν αὐτῷ τὴν ἐξήγησιν ποιεῖσθαι , εἴτε θεολογῆσαι εἴτε φυσιολογῆσαι εἴτε ἄλλο τι ἕλοιτο . ταὐτὸν γὰρ ἑκάτερος ,
πάντων διερευνησάμενος φύσιν , ἠβουλήθη καὶ τὴν τοῦ Εὐρίπου φύσιν φυσιολογῆσαι . ὁ δὲ μὴ ἰσχύσας καταλαβεῖν , ἔρριψεν ἑαυτὸν
6050826 οὐτασας
ἄπιστα καὶ θαμβητὰ Φηραίοις κλύειν . ὁ μὲν κρανείᾳ κοῖλον οὐτάσας στύπος φηγοῦ κελαινῆς διπτύχων ἕνα φθερεῖ , λέοντα ταύρῳ
κατθανεῖν , ἑκὰς δ ' ἀφεστὼς πολεμίους ἀμύνεται τυφλοῖς ὁρῶντας οὐτάσας τοξεύμασιν τὸ σῶμά τ ' οὐ δίδωσι τοῖς ἐναντίοις
6037158 ἐγκελευσαμενος
. Καταστήσας οὖν εἰς τάξεις τὸ στράτευμα καὶ ἱππεῖς παρεδρεύειν ἐγκελευσάμενος , πλὴν ὀλίγων τῶν ἐνεδρεύειν καὶ λοχίζειν μελλόντων ,
δὲ ἀναπηδήσας ἐπὶ τὸν ἵππον καὶ τοῖς ἀμφ ' αὑτὸν ἐγκελευσάμενος ἕπεσθαί τε καὶ ἄνδρας ἀγαθοὺς γίγνεσθαι , τοὺς μὲν
6014157 τηλικαυταις
τοῖς τηλικούτοις ξυγκαθεύδους ' ἥδομαι . ἐγὼ δὲ ταῖς γε τηλικαύταις ἄχθομαι , κοὐκ ἂν πιθοίμην οὐδέποτ ' . ἀλλά
συμφοραῖς κρείττονα εἶναι , τὰ δὲ τῶν κεκρατηκότων ἐπὶ ταῖς τηλικαύταις εὐπραγίαις χείρονα ; καὶ τίς ἂν τοῦτο φήσειε νοῦν
6005788 προὐπιε
ὤν . Ἀλέξανδρος γοῦν αἰτήσας ποτὲ ποτήριον δίχουν καὶ πιὼν προὔπιε τῷ Πρωτέᾳ . καὶ ὃς λαβὼν καὶ πολλὰ ὑμνήσας
ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Ἀλέξανδρος λαβὼν ἔσπασε μὲν
5997651 ἀποβρεχων
κατέχων ὀλίγον ἐν τῷ στόματι χρόνον . ἄλλο . ἕρπυλλον ἀποβρέχων οἴνῳ διακλύζου ἐπ ' ὀλίγον . [ δʹ .
αἴγειον περίχριε καὶ ἰᾶται : ἢ στέαρ αἴγειον ἢ προβάτειον ἀποβρέχων εἰς ὕδωρ θερμὸν ἐπιτίθει , ἢ λινοσπέρμου χυλὸν ,
5995198 θερμανας
ὑδρωπικοί πίθου ] τοῦ ἀγγείου φλογιῇ ] πυρί θάλψας ] θερμάνας κύτος ] τὸ βάθος , τὸ πλάτος . τὸ
τῷ δακτυλίῳ . ἄλλο . σκορόδου σκελιδόνιον αʹ . κονίᾳ θερμάνας θὲς εἰς τὸν δακτύλιον καὶ σκύβαλα κατασπάσας ὑγίασται .
5990866 βαιτυλος
ἀντὶ Διὸς ὁ Κρόνος κατέπιεν ἐπέδωκε : παρὰ τὸ βαίτη βαίτυλος , βαίτη δὲ λέγεται ἡ διφθέρα . . .
βαίτῃ αἰγὸς σπαργανώσασα τῷ Κρόνῳ ἐπέδωκεν : παρὰ τὴν βαίτην βαίτυλος , βαίτη δὲ σημαίνει τὴν διφθέραν , . ,
5984309 ἐασῃ
πέντε μνῶν καταλιμπάνειν . ἢν οὖν ἐμοὶ μὲν τὰ χρήματα ἐάσῃ , ἐκείνοις δὲ τὴν ἀρχήν . προπερισπωμένως δὲ ἀναγνωστέον
ἐπισκιάσῃ καὶ κατασχῇ καὶ μηδὲν αὐτῆς ἄφετον μηδὲ ἐλεύθερον μέρος ἐάσῃ , οὐ μόνον ὅσα τῶν ἁμαρτημάτων ἰάσιμα δρᾶν ἀναγκάζει
5982475 ἀνησσου
ἐπὶ παραλύσεως προειρημένα . Ἰσχιαδικὸν πότημα . Ὀροβίνου ἀλεύρου , ἀνήσσου , μαράθου ἴσα μέτρῳ δίδου ὀβολοὺς ἐννέα οἴνου ἡμικοτυλίῳ
τρόπον τοῦτον : σελίνου σπέρματος δρ . Ϛʹ , ⌊ ἀνήσσου δρ . δʹ ⌋ παρ ' ἐνίοις ⌊ δ
5981803 συγκεκαλυμμενος
τῷ τέλει κορωνίς . 〛 ὁ Προμηθεὺς ἀπαγγέλλει αὐτῷ τινὰ συγκεκαλυμμένος . ὅπως μή μ ' ὄψεται : Ἤγουν δέδοικα
τοῖς ἀκροάμασι προσπαίζων . καὶ ὑπὸ τῶν μίμων εἰσεφέρετο ὅλος συγκεκαλυμμένος καὶ ἐτίθετο εἰς τὴν γῆν ὡς εἷς ὢν τῶν
5967132 πεφρυγμενους
ποιήσεις τοὺς ἐρεβίνθους αὐτόθεν . πάλιν : τρώγων ἐρεβίνθους ἀπεπνίγη πεφρυγμένους . Δίφιλος δέ φησιν : οἱ ἐρέβινθοι δύσπεπτοι ,
θὲς ἐν θερμῷ ἡλίῳ , καὶ ἀναζέσαντος ἔμπασον λεπτοὺς ἅλας πεφρυγμένους , καὶ ὅταν καταστῇ , μετάβαλε ἀλλαχοῦ . Τὸ
5964984 ἐπιοντι
, τοῦτό γ ' εὖ λέγεις : ἐν γὰρ τῷ ἐπιόντι χρόνῳ βουλευόμενοι πράξομεν ὃ ἂν φαίνηται νῷν περί τε
. καί πως ἐβεβούλευτο τῶν πολεμίων τοῖς ἀρίστοις , ἀπαντᾶν ἐπιόντι : τοῦτο γὰρ ἔγνωστο , κρατήσασιν ἑνὸς συνεκβαλεῖν καὶ
5960855 ἐτυπτεν
τῆς εἰς Κορώνειαν στρατείας , ἐμάχετο τῷ ταξιάρχῳ Λάχητι καὶ ἔτυπτεν αὐτόν , καὶ πανστρατιᾷ τῶν πολιτῶν ἐξελθόντων , δόξας
- τες , οὐχὶ ἡμῖν ἐπέπλησσεν , ἀλλὰ τὸν λίθον ἔτυπτεν . τί γὰρ ἐποίησεν ὁ λίθος ; διὰ τὴν
5957079 διατειχισματι
Ζηνόθεμιν ἐς τὸ μέσον αὐτοῖν κατεκλίθη , ὡς διασταῖεν ὑπὸ διατειχίσματι αὐτῷ εἰρήνην ἄγοντες . Ἐν ὅσῳ δὲ ταῦτ '
δὲ τοῦ κίονος ἀρνὸν ἀπαιωροῦσιν ἀρτίτοκον : λίθων δὲ πυκνῶν διατειχίσματι τὸ χάσμα τοῦ ὀρύγματος κύκλῳ περιλαμβάνουσι , τοῦ μὴ
5943762 ἀειγενη
' ἔβαινε Δρακοντιάδῃ μεγαθύμῳ . σάνδαλα δ ' αὖ παρέθηκεν ἀειγενῆ ἀθανατάων , βούγλωσσόν θ ' , ὃς ἔναιεν ἐν
φαινόμενον καὶ ὁρώμενον σῶμα . Ἀκίνητα δὲ διατελεῖ πάντα καὶ ἀειγενῆ , διότι οὐδέποτε ἵσταται ὁ τοῦ ἡλίου δρόμος :
5942838 Πελαργοις
συγγραφέα εἰς τὸν ὁμώνυμον κατεπόντου ποταμόν . ΑΤΤΑΓΑΣ . Ἀριστοφάνης Πελαργοῖς : ἀτταγᾶς ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . Ἀλέξανδρος
δὲ καὶ κακόβιος καὶ φιλοχρήματος , ὡς καὶ ἐν τοῖς Πελαργοῖς εἴρηται περὶ τούτου , ὅστις ἕνεκεν τῆς φειδωλίας οὐδένα
5934366 ἐγεγηθει
, ἔτι δὲ ἁρπαγαῖς καὶ πλεονεξίαις καὶ τοῖς παραπλησίοις θρέμμασιν ἐγεγήθει . παγκάλως οὖν ὁ νομοθέτης ἐν ταῖς παραινέσεσιν ἐκδιδάσκει
πελάσας , ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ ' ἐγεγήθει . νῦν δ ' αἰθέριον κίνυγμ ' ὁ τάλας
5930815 ἀφειλομην
σε καὶ ἱκέτευσα τὸν ζωῆς δοτῆρα , ᾗ ζωὴν οὐκ ἀφειλόμην . καὶ οὕτω κατῄδεσε τὸν θεὸν τῇ εὐχῇ ὥστε
καὶ σωθῆναι εἰς τὴν Ἑλλάδα . τοῦτον οὖν τοιοῦτον ὄντα ἀφειλόμην . εἰ δὲ σὺ ἦγες ἢ ἄλλος τις τῶν
5916698 μεδιμνων
τοὺς πλουσίους μὴ μόνους ἀπολαύειν τῶν ἀγαθῶν , ἀλλὰ ἀπὸ μεδίμνων τοσούτων χρυσίου χοίνικά γε ἡμῶν πάντων κατασκεδάσαι , ἀπὸ
. Λεύκωνα δέ φασιν ἐκ τῆς Θεοδοσίας Ἀθηναίοις πέμψαι μυριάδας μεδίμνων διακοσίας καὶ δέκα . οἱ δ ' αὐτοὶ οὗτοι
5916029 κἀφ
ἣν οὐδ ' ἂν εἴποις οὐδὲ μετρήσειας ἂν ὅση πέφυκε κἀφ ' ὅσον διέρχεται . αὕτη τρέφει σὲ κἀμὲ καὶ
πρὸς αἰτιατικήν . σημείωσαι τὸ ἀνέχομαι καὶ μετὰ αἰτιατικῆς . κἀφ ' ἡμῖν ] χάριν ἡμῶν , ἕνεκεν ἡμῶν ,
5914902 κλοιῳ
φρονητέον εἶναι ; πῶς , οἵγε ὥσπερ τοὺς δάκνοντας κύνας κλοιῷ δήσαντες παραδιδόασιν , οὕτω κἀκεῖνοι ὑμᾶς παραδόντες τῷ ἠδικημένῳ
' ᾧ ἐδέδετο πυρρός τις ἄνθρωπος καὶ μέγας ἁλύσει καὶ κλοιῷ : ἐρέσθαι οὖν τὸν περιάγοντα ὅστις ἔστιν , αὐτὸν
5907770 συμπλεων
ἄφοβον εἶπεν : ” ὀρθὴ συνείδησις ” . Ὁ αὐτὸς συμπλέων ποτὲ πονηροῖς καὶ διὰ τὸ χειμάζεσθαι τοὺς θεοὺς ἐπικαλουμένων
τῶν ἀτυχεστάτων . Ζητεῖς τὸν οὐ παρόντα : ὁ Ἡρακλῆς συμπλέων τοῖς Ἀργοναύταις περί τινα κρήνην ἀποστέλλει τὸν Ὕλαν ὑδρεύσασθαι
5901557 βυσμα
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν ,
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν
5900342 γυργαθους
, καὶ σκεύη ἀθρήσας διάφορα , σάκκους καὶ στρώματα καὶ γυργάθους , ἕνα γύργαθον ἄρτων πεπληρωμένον , ὃν καὶ δύο
ἐν γὰρ τῷ Γηρυτάδῃ φησὶν Ἀριστοφάνης πλεκτῷ κανισκίῳ . καὶ γυργάθους δὲ πλέκειν ἔλεγον : ὁ δὲ γύργαθος ὠνόμασται ἐν
5896619 ἐπεπλει
μὲν τὴν γῆν ἐπέπεμπεν Ὀκτάουιον , ταῖς δὲ ναυσὶν αὐτὸς ἐπέπλει . καὶ οἱ Καρχηδόνιοι τὴν ἧσσαν Ἀννίβου πυθόμενοι πρέσβεις
ναῦν εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐνθένδε . καὶ ὁ μὲν Παρμενίσκος ἐπέπλει ἐπὶ τῆς νεώς , οὑτοσὶ δὲ αὐτοῦ κατέμενεν .
5896268 ΓΝΩΜΗ
τέλος καὶ ἡ τῶν πραγμάτων ἔκβασις δείκνυσι τὴν προαίρεσιν . ΓΝΩΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ . Ἤρκει μὲν οὖν , οἶμαι , καὶ
στρατηγὸν ἐξήμαρτεν , ἀλλὰ καὶ εἰς πᾶσαν τὴν πόλιν . ΓΝΩΜΗ ΝΟΜΟΘΕΤΟΥ . Ἀκολούθως τοιγαροῦν καὶ ὁ νομοθέτης οὐκ εἶπεν
5894768 ματαιολογουντων
. Ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγει : ἐπὶ τῶν ματαιοπονούντων ἢ ματαιολογούντων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Ποταμὸς
ἐπὶ τῶν ἀηδῶν . Ἄλλως ἀναλίσκεις ὕδωρ : ἐπὶ τῶν ματαιολογούντων . Ἄλλοι κάμον , ἄλλοι ὤναντο : ἐπὶ τῶν
5894608 ὡραιοτατον
, ἐτόλμησε τὸν Ἀλκιβιάδου υἱὸν φιλῆσαι , ὄντα εὐπροσωπότατον καὶ ὡραιότατον ; Ἀλλ ' εἰ μέντοι , ἔφη ὁ Ξενοφῶν
ὁ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεύς , ταώνων ἰδεῖν μέγιστόν τε καὶ ὡραιότατον , οὐκ ἀξιοῖ σὺν τοῖς ἀγελαίοις τρέφειν , ὡς
5892160 ἐπιχρυσους
' , ἔχω περιβαρίδας . Μένανδρος μέντοι ἐν Μισογύνῃ καὶ ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας λέγει . ἡ δὲ βλαύτη σανδαλίου τι εἶδος
, καυσίαν , λόγχην , ἀορτῆρ ' , ἱμάτια . ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας ἥκει λιπὼν Αἰγαῖον ἁλμυρὸν βάθος Θεόφιλος ἡμῖν ,
5890565 χαλκοδετοις
δακτυλόδικτον πίμπλησι μέλος , μανίας ἐπαγωγὸν ὁμοκλάν , ὁ δὲ χαλκοδέτοις κοτύλαις ὀτοβεῖ * * * ψαλμὸς δ ' ἀλαλάζει
. καὶ τὰ κύμβαλα δὲ παρ ' Αἰσχύλῳ κοτύλαι : χαλκοδέτοις κοτύλαις ὀτοβεῖ . Μαρσύας δὲ τὸ ἐν τῷ ἰσχίῳ
5889628 Τηξας
κδ , κηροῦ οὐγγίας δ , ἐλαίου οὐγγίας β . Τήξας τὰ τηκτὰ καὶ διηθήσας ἐπίπασσε τὴν βοτάνην : καὶ
κυπαρίσσου σφαιρίων μεμυκότων τὸ ἴσον : ἐλαίου μέρη β . Τήξας τὸν κηρὸν μετὰ τῆς κολοφωνίας ἐπ ' ἀνθράκων ,
5884942 ἐξαγιστος
, τὸ δὲ νῦν κακὸν πῶς οἴσω μακρὸν γιγνόμενον ; ἐξάγιστος ἡ πόλις , ὡς ὁ Κιρραίων λιμήν , ἐπάρατος
ἀρά . τάχα δὲ τῷ ἐπαράτῳ προσήκοι ἂν καὶ ὁ ἐξάγιστος , ἐξώλης προώλης πανώλης . τὸ μέντοι ἐπαρασαμένους ἀναλύειν
5884697 χειροτονουμενος
ἀμφικτυονικὰ δόγματα . Προβληθεὶς Πυλαγόρας οὗτος . Πυλαγόρας : ὁ χειροτονούμενος ὑπὸ τῆς πόλεως ἐν τῇ Πυλαίᾳ δημηγορῆσαι . Πυλαία
δὲ ὁ Ἆπις ἐξ ἀγέλης θεός , ἐπὶ τῷ προτέρῳ χειροτονούμενος ὡς πολὺ καλλίων καὶ σεμνότερος τῶν ἰδιωτῶν Βοῶν .
5881432 ἀραξεν
ξίφεϊ σχεδὸν ἤλασε κόρσην Θρηϊκίῳ μεγάλῳ , ἀπὸ δὲ τρυφάλειαν ἄραξεν . ἣ μὲν ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε , καί τις
ἀφωνίαν ἔχουσα . ἄχρις ἕως . καὶ “ ὀστέον ἄχρις ἄραξεν . ” ἀχυρμιαί οἱ τόποι εἰς οὓς τὰ ἄχυρα
5880590 εἰσιθι
λιμὸν ἐκκαλουμένη . * * * * ὥστε γ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας
πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη . ὥστ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει . δεῖ γὰρ ἠριστηκότας
5877407 ἠρατ
ἔχουσαι ὅς τις δὴ πρῶτος βροτόεντ ' ἀνδράγρι ' Ἀχαιῶν ἤρατ ' , ἐπεί ῥ ' ἔκλινε μάχην κλυτὸς ἐννοσίγαιος
ἐποίησαν Παναχαιοί , ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ ' ὀπίσσω . ] νῦν δέ μιν ἀκλειῶς Ἅρπυιαι
5875006 Γλυκη
ἤδη τήνδε καὶ Φιλαινέτην . οὔκουν ἐπείξεσθ ' ; ὡς Γλύκη κατώμοσεν τὴν ὑστάτην ἥκουσαν οἴνου τρεῖς χοᾶς ἡμῶν ἀποτείσειν
, τάδε τέρα θεάσασθε . Τὸν ἀλεκτρυόνα μου ξυναρπάσασα φρούδη Γλύκη . Νύμφαι ὀρεσσίγονοι , ὦ Μανία , ξύλλαβε .
5874252 βοηλατην
, ἐκπρεπέστατος γένους . ἡ δ ' ἀντὶ τούτων τάρροθον βοηλάτην τὸν ἑξάπρυμνον στέρφος ἐγχλαινούμενον στείλασα λίστροις αἰπὺν ἤρειψεν πάγον
συμβεβλημένα ? [ ] : δεινὸς κυκησμὸς εἶχε [ τὸν βοηλάτην ] . τίν ' αὖ τέχνην σὺ τήνδ [
5870162 ἀφυπνιζομην
τῷ βουλευτηρίῳ ὥρας τετάρτης . ταῦτα φθεγγόμενος καὶ τούτων ἀκούων ἀφυπνιζόμην , ὥστε διεσκόπουν εἴτ ' ὄναρ εἴη εἴθ '
αὐτὸν καὶ γανύμενος ὡς ῥᾳδίως τε καὶ τὰ προσήκοντα εἰρηκὼς ἀφυπνιζόμην . ἔδοξα δὲ καὶ περὶ τῶν ἐν Σμύρνῃ θεῶν
5869993 τρεφεν
πυκινὰ φρεσὶ μήδε ' ἔχουσα , ἣ κεῖνον δύστηνον ἐῢ τρέφεν ἠδ ' ἀτίταλλε δεξαμένη χείρεσς ' , ὅτε μιν
: κούρην ] δ ' [ ἐν ] μεγάροισιν ἐῢ τρέφεν ἠδ ' ἀτίταλλε [ δεξάμενος ] [ ] ,
5868024 ἀφειλω
φοβερᾷ φονευόμενον ἰδοῦσα πλησίον σου μειράκιον καλόν , ἐρωτικόν : ἀφείλω μου τὸν ἡλικιώτην , τὸν πολίτην , τὸν ἐραστήν
. πλὴν εἰκόνα μοι δέδωκας ἀνδρὸς φιλτάτου καὶ ὅλον οὐκ ἀφείλω μου Χαιρέαν . δὸς δή μοι γενέσθαι τὸν υἱὸν
5865703 Εὐοι
ἄνω , ἰαί , ὡς ἐπὶ νίκῃ , ἰαί . Εὐοῖ , εὐοῖ , εὐαῖ , εὐαῖ . Λάκων ,
μυχοὺς [ Ἐλευσῖνος ] ἀν ' [ ἀνθεμώδεις ] : Εὐοῖ ὦ Ἰόβακχ ' ὦ ἰὲ [ Παιάν ] :
5863979 Νεκτεναβω
πολλῇ φαντασίᾳ καὶ δόξῃ πρὸς κατάπληξιν τῶν ἐκεῖ κεχρημένος . Νεκτεναβὼ δ ' ἀκούσας παραγεγονέναι τὸν Αἴσωπον , ” ἐνήδρευμαι
δὲ καὶ τὴν παρασκευὴν θεασάμενος προσκυνήσας ἔστη . ὁ δὲ Νεκτεναβὼ πρὸς αὐτὸν ἔφη “ τίνι ἴκελον βλέπεις με καὶ
5863905 ἐπαντλει
ἐνίοθ ' ἡμῖν ἡ τύχη ἓν ἀγαθὸν ὑποχέασα τρί ' ἐπαντλεῖ κακά . ὡς δεινὸν ἡνίκ ' ἄν τις ὢν
καὶ καθ ' ἡμέραν ἄλλα ἐπ ' ἄλλοις εὐπερίτρεπτα πάντα ἐπαντλεῖ . Οὐκοῦν ἐπεὶ τῆς νεὼς τὸ παράδειγμα οὐ πάνυ
5862468 εἰσαγε
τῶν Ἀργείων λοιδοροῦντας αὐτὸν ὡς ἐπίορκον καὶ ἀσεβῆ . Σπάνιον εἴσαγε σὸν πόδα πρὸς σὸν φίλον , ἵνα μὴ πλησθείς
ἔχω τῆς τοῦδε μητρὸς τοῦ φόνου . σὺ δ ' εἴσαγε ὅπως τ ' ἐπίστᾳ τήνδε κύρωσον δίκην . ὑμῶν
5859542 εὐκολωϲ
τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ
ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου
5856334 στρωματοδεσμα
ὁ χορὸς δ ' ὠρχεῖτ ' ἂν ἐναψάμενος δάπιδας καὶ στρωματόδεσμα , διαμασχαλίσας αὑτὸν σχελίσιν καὶ φύσκαις καὶ ῥαφανῖσιν .
λόγχην , ἀόρτην , ἱμάτια . ἃ δὲ οἱ παλαιοὶ στρωματόδεσμα , ταῦθ ' οἱ νεώτεροι στρωματεῖς ἔλεγον , ἐν
5855027 ἑστιατορα
τὸν χορηγὸν πολλάκις ἐκ Διονύσου γεγενημένον , τὸν ὅλης φυλῆς ἑστιάτορα , τὸν ἐκ παίδων τριήραρχον , τὸν πολλὰς πατράσι
δεσπότην , οἰκέτας , καπήλους , ἀλλαντοπώλας , ὀψοποιούς , ἑστιάτορα , δαιτυμόνας , συμβόλαια γράφοντας , παιδάριον ψελλιζόμενον ,
5854670 κωκυτοισιν
γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης ˘ – ἔναυλα κωκυτοῖσιν , οὐ λύρα , φίλα οὑμὸς δ ' ἀλέκτωρ
. μή νυν , ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους πύθησθε , κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετε . τούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται , φόνῳ βροτῶν
5854494 ἐρριμμενων
περιγραφῇ πραγματεύσασθαι διὰ τὸ μέγεθος τῆς ὑποθέσεως . διὸ καὶ ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι πραγματείαις
καὶ ἡσυχίας , τὴν δὲ ὁμάδου γέμουσαν συμμιγοῦς ἐπὶ γῆς ἐρριμμένων τῶν ἱκετῶν . μᾶλλον δὲ εἶπεν ἄν σε καὶ
5852968 Οὐριατθον
αὐτούς , ὅτι τοὺς δράσαντας οὐχ εὕρισκον , ὑπερήλγυνεν . Οὐρίατθον μὲν δὴ λαμπρότατα κοσμήσαντες ἐπὶ ὑψηλοτάτης πυρᾶς ἔκαιον ἱερεῖά
δώροις τε μεγάλοις καὶ ὑποσχέσεσι πολλαῖς ὑπέστησαν αὐτῷ κτενεῖν τὸν Οὐρίατθον . καὶ ἔκτειναν ὧδε : ὀλιγοϋπνότατος ἦν διὰ φροντίδα
5851707 διειληπτο
, καὶ κρηπῖσι μεγάλαις ἥ τε νῆσος καὶ ὁ λιμὴν διείληπτο . νεωρίων τε ἔγεμον αἱ κρηπῖδες αἵδε ἐς ναῦς
ὥρας ὑποσκιαζούσης ἀναπεταννύουσι τὸν οἶκον , ἐν ᾧ κύκλῳ ὀθόναις διείληπτο πάντα λευκαῖς : καὶ ἐφάνησαν δᾷδες λάθρᾳ κατὰ μηχανὰς
5850304 ἐσταθη
ὁρμὴν καὶ προαίρεσιν , οἷον : ἐστάθη ὁ ἀνδριάς , ἐστάθη ὁ νοσῶν δι ' ἑτέρου , ἔστη δὲ ὁ
βάλε δεξιὸν ὦμον πρυμνότατον κατὰ νῶτον . ὁ δ ' ἐστάθη ἠΰτε πέτρη ἔμπεδον , οὐδ ' ἄρα μιν σφῆλεν
5849613 ἐνειλησας
δυσεντερικοὺς θεραπεύει καὶ χίμετλα ἰᾶται . τὴν δὲ καρδίαν αὐτοῦ ἐνειλήσας βυσσίνῳ ῥάκει καὶ περιάψας τεταρταΐζοντας ἰάσει ἄκρως . Τούτου
κάλλιον δὲ ποιήσεις , ἐὰν ἕκαστον μῆλον εἰς φύλλα καρύας ἐνειλήσας ἀπόθοιο . φυλάξεις τὰ μῆλα , ἐὰν εἰς χύτρας
5849445 ἀποχει
γὰρ τἀληθὲς καιρὸς οὐκ ἦνἐν μυχῷ τινι τῆς οἰκίας ἀνακλαυσάμενος ἀποχεῖ τὴν τῶν δακρύων φοράν . εἶτ ' ἀπονιψάμενος λογισμῷ
. Τὸ ἐπέχειν ἀντὶ τοῦ ἀποχεῖν . τὸ γὰρ πνεῦμα ἀποχεῖ καὶ δέχεται ἕτερον . Ἡ δὲ γυνὴ ὅταν ἐν
5849370 Ἀρχεδικος
, Αἰσχρηίδος Λευκώνης , Ἀνθείας . . . , Εὐρυπύλης Ἀρχέδικος , Δυνάστης Ἐρατοῦς , Ἀσωπίδος Μέντωρ , Ἠώνης Ἀμήστριος
τὰ ὀνόματα . λέγεται δὲ ἡ δεινιὰς καὶ δεῖνος . Ἀρχέδικος : Νικοστράτην τινὰ ἤγαγον πρῴην σφόδρα γρυπήν , Σκοτοδίνην
5848281 προυτεινε
συμμελὲς ἀναμέλπων . ὃ δὲ ἀλεκτρύων ἑστὼς ἐπὶ θατέρου ποδὸς προύτεινε τὸν λελωβημένον καὶ κυλλόν , ὥσπερ οὖν μαρτυρόμενος καὶ
μέρη πολλῶν . ἁλούσης δὲ τῆς πόλεως ὁ μὲν Δολοβέλλας προύτεινε τὴν κεφαλὴν τῷ σωματοφύλακι αὑτοῦ καὶ τεμόντα προσέταξε φέρειν
5845092 σανδαρακην
ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ : σανδαράκην ἐν σταιτί . Θρίδακος τῆς ἐρυθρῆς ὀπὸς ὀδύνην λύει
. Μαλθάσσειν δὲ ἀπὸ τουτέων τὸ στόμα τῆς μήτρης : σανδαράκην , στέαρ αἰγὸς , ὀπὸν συκέης , ὀπὸν σιλφίου
5841492 δαϊῳ
οἷος ἐφάνης λύκῳ ποτέ . θ δαΐῳ ] πολεμικῷ . δαΐῳ ] τῷ τῶν πολεμίων . θ στόνων ἀυτᾶς ]
ἄναξ ] Ἀπόλλων . Λύκιος γενοῦ ] λύκειος γενοῦ τῷ δαΐῳ στρατῷ ἐπὶ τῆς ἀυτῆς τῶν στόνων , ἤγουν ἐπὶ
5839794 Ἐγνω
ἐγὼ δὲ σέ , ὦ παῖ , ἑπτάμηνον ἔτεκον . Ἔγνω δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Ἀρίστων οὐ μετὰ πολλὸν χρόνον
, ὥσπερ οἴονταί τινες , διὰ τὸ γένος μόνον . Ἔγνω μὲν οὖν καὶ πρότερον παῖδα ἀποδεῖξαι , δεδιὼς δὲ
5836161 πεμπτημοριοις
. Δύνει δὲ ὁ Καρκίνος ἐν ὥρᾳ μιᾷ καὶ τρισὶ πεμπτημορίοις . Τοῦ δὲ Λέοντος δύνοντος συγκαταδύνει μὲν αὐτῷ ὁ
. Ἀνατέλλει δὲ ἡ Παρθένος ἐν ὥραις τρισὶ καὶ τέσσαρσι πεμπτημορίοις . Ὅταν δὲ αἱ Χηλαὶ ἀνατέλλωσι , συνανατέλλει μὲν
5833072 περιρρηξαμενος
καὶ τὴν ναῦν μικροῦ καταδύεσθαι . τῶν δὲ πλεόντων ἕτερος περιρρηξάμενος τοὺς πατρῴους θεοὺς ἐπεκαλεῖτο μετ ' οἰμωγῆς καὶ στεναγμοῦ
τοῦ φίλου , καὶ ῥίψας ἑαυτὸν εἰς τὸ ἔδαφος , περιρρηξάμενος τὸν χιτῶνα , ἀμφοτέραις χερσὶ περιελὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο
5830982 σχετλιαζων
αὑτὸν ἀξίωμα καὶ τὸ τῆς πατρίδος ἐπιεικὲς παρῄνεσε τῇ συγκλήτῳ σχετλιάζων , εἰ μὴ τὸν ἐξ ἀνθρώπων φόβον εὐλαβοῦνται ,
Χρεμύλον μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τοῦ μαντείου τυφλῷ ἀνδρὶ ἑπόμενον , σχετλιάζων καὶ δυσφορῶν φησὶν τὸ ὡς ἀργαλέον ἤτοι τὴν ἀρχήν
5828640 περιβαλῃς
ὄστρακον τοῦ καρύου , καὶ συντηρήσας τὸ ἐντὸς ἀσινές , περιβάλῃς τουτὶ ἐρέᾳ , ἢ φύλλοις νεαροῖς ἀμπέλου ἢ πλατάνου
τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη ἡ αἰσχύνη καὶ ὄνειδος
5825911 γυμνασιαρχου
τοῦτον τὸν τρόπον . Οἱ ἔφηβοι , ἀλειψάμενοι παρὰ τοῦ γυμνασιάρχου , κατὰ διαδοχὴν τρέχοντες ἥπτοντο τὸν βωμόν : καὶ
περὶ γῆν αἴτια , ὧν ταῦτα ἐπακολουθήματα . οἷα , γυμνασιάρχου φιλοτιμίαις πολλάκις ἀνειμένας ποιουμένου δαπάνας , ἀνθ ' ὕδατος
5823689 ἐποχον
; οὐ μὴ παρ ' ὄχλωι τάδε γηρύσηι , μανίας ἔποχον ῥίπτουσα λόγον ; πέμπετέ μ ' εἰς ὄρος :
ἐν ᾠδῇ κόμῃ τε χρυσῇ καὶ λύρᾳ κοσμήσαντες , κύκνοις ἔποχον εἰς Ἑλικῶνα πέμπουσι , Μούσαις Χάρισί τε ὁμοῦ συγχορεύσοντα
5823675 διπτυχων
τὸν ἐργάτην τρέμοντα , μὴ πεσὼν διαρραγῇ : ἐς δὲ διπτύχων ἀκμὰς χηλέων ἔθηκε βῶλον . . . Ναῦται ]
ἀδελφή τ ' , εἰ γεγῶσα τυγχάνει ; οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν ἀνάδελφος ἔσται . τὰς τύχας τίς οἶδ '
5818789 δακτυλωτον
τὴν ἅλω καλεῖ δεῖνον , Κυριναῖοι δὲ τὸν ποδονιπτῆρα . δακτυλωτόν : Ἴων : ἔκπωμα δακτυλωτόν , ἄχραντον πυρί ,
μήποτ ' αἴρεσθαι βροτούς οἴσῃ δὲ δῶρον ἄξιον δραμήματος ἔκπωμα δακτυλωτόν , ἄχραντον πυρί , Πελίου μέγ ' ἆθλον ,
5818372 ψυξαντας
ἄχρις ἂν οὗ ἐξαναλωθῇ τὸ ὕδωρ , καὶ μετὰ τοῦτο ψύξαντας καταγγίζειν εἰς ἀγγεῖον πεπισσωμένον . Τὸ μελίκρατον οὐ πάνυ
γένηται , ὡς καὶ τοῖς δακτύλοις εἴκειν , λοιπὸν δὲ ψύξαντας εἰς κεραμεοῦν ἀγγεῖον ἀκώνητον ἀποθέσθαι . γίνεται δ '
5817674 καταδραμειν
ἦλθεν ὁ Ἰσοκράτης ἐπὶ τοῦτον τὸν λόγον , ὥστε ἁπλῶς καταδραμεῖν τούτων . καὶ οἱ μὲν ἀπελογήσαντο , λέγοντες τὴν
ἀδεῶς ἡμῖν ὑπάρξει πᾶσαν ὅσην ἂν βουλώμεθα τῆς ἐκείνων χώρας καταδραμεῖν . Ἀποδεξαμένων δὲ καὶ ταύτην τὴν γνώμην τῶν Οὐολούσκων
5817497 Ἐπιχαριδης
Σχολῇ γε , νὴ τὸν ἥλιον , σχολῇ λέγεις . Ἐπιχαρίδης ὁ μικρὸς ἐν πένθ ' ἡμέραις σφαῖραν ἐποίησε τὴν
ἓν ἔμψυχον , οἶνόν τ ' οὐχὶ πίνουσιν μόνοι . Ἐπιχαρίδης μέντοι κύνας κατεσθίει , τῶν Πυθαγορείων εἷς . ἀποκτείνας
5815010 πειθηται
, τὰ δὲ μὴ ποίει . καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται : εἰ δὲ μή , ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ
συμφήσει : ἢ πῶς ; Ἐάν μοι , ἔφη , πείθηται . Ἔστιν οὖν , εἶπον , ὅτῳ λυσιτελεῖ ἐκ
5814648 ἐλαχιστοισι
ἀπὸ βοός . Τὴν δέ γε φλεγματώδεα ἄμεινον σιτίοισιν ὡς ἐλαχίστοισι χρέεσθαι , ἕως ἂν γαλακτοποτέῃ , ἔστω δὲ μέτρον
, γάλα ὄνου : μετὰ δὲ τὰς καθάρσιας σιτίοισιν ὡς ἐλαχίστοισι χρήσθω καὶ διαχωρητικωτάτοισι , καὶ ἀλουτεέτω . Ἢν δὲ
5814170 δεινοπαθησας
μοι ἔξωθεν στηθέων ἐκθρώσκει . ” ἀλυσκάζων ἐκκλίνων . ἀλαστήσας δεινοπαθήσας , χαλεπήνας , στενάξας . ἄλαστα γὰρ τὰ χαλεπά
ἀρσενικοῦ , ἀλεκτορὶς δὲ θηλυκόν . ἀλαστήσας : σχετλιάσας , δεινοπαθήσας : ἀπὸ τοῦ ἀλαστῶ ἀλαστήσω . . . .
5812452 καλλωπιζομενος
συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν ; “ φήσω δὲ ἐγὼ οἶμαι καλλωπιζόμενος ὥς τι ηὑρηκότων ἡμῶν καλόν . Ἔμοιγε δοκεῖ ,
ὁ τῷ γένει λαμπρός , ἀλλ ' ὁ ταῖς οἰκείαις καλλωπιζόμενος πράξεσιν . Δεῖ τὸν στρατηγὸν οὐ τὰ παρόντα μόνον
5810586 παρεφυλαττε
δ ' αἰχμαλώτων γυναῖκας καὶ παῖδας διαδοὺς εἰς τὸ στρατόπεδον παρεφύλαττε , τῶν δ ' ἀνδρῶν τοὺς ἁλόντας εἰς τρισχιλίους
ἦλθε συντόμως εἰς τὴν πόλιν τῶν Γελῴων , ἣν τότε παρεφύλαττε Δέξιππος ὁ Λακεδαιμόνιος , κατασταθεὶς ὑπὸ Συρακοσίων . ὁ
5809497 ἀποδυθι
οἰόμενος δὲ καὶ οὗτος μυστήριά τινα καὶ ἀπόρρητα διδάσκειν : ἀπόδυθι , φησί , τὸ ἱμάτιον : γυμνοὶ γὰρ εἰσίασιν
τήμερον . Ὕφαπτε καὶ κάταιθε : σὺ δὲ τὸ Κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως . Τοῦ θανάτου δ ' , ὦ παιδίον
5807916 περιβλεπομενος
“ ὀπιπεύεις δὲ γυναῖκας . ” καὶ παρθενοπίπας ὁ παρθένους περιβλεπόμενος . ὀπηδεῖ ἀκολουθεῖ . ὄπιδα ἐπιστροφὴν καὶ ἐντροπήν :
: ἐγὼ δὲ ἕστηκα ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ παρατηρῶν καὶ περιβλεπόμενος , ὅπου ἂν ταχθῶ . λινόπτας γάρ φησιν Ἀριστοτέλης

Back