πλανώμενον κατέκοψεν : οὐ γὰρ εἶχεν οὐδέπω λόφον : ἕνα κατακόψας , μάλα συχνοὺς ἐδείπνισε Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' :
πλανώμενον κατέκοψεν : οὐ γὰρ εἶχεν οὐδέπω λόφον . ἕνα κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς
7101720 ἐκτεινεν
παίσας ἔδωκε νερτέροις καλὸν νεκρὸν Βοιωτός , ὅσπερ τὸν πρὶν ἔκτεινεν βαλών . κἀντεῦθεν ἡμεῖς οἱ λελειμμένοι φίλων κοῦφον πόδ
' ἔασκες , ὅτ ' ἄνδρ ' ἐμὸν ὠκὺς Ἀχιλλεὺς ἔκτεινεν , πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος , κλαίειν ,
6944676 κατεφαγεν
: πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους
ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα
6836883 ἐτρεφεν
ἐκτελεσθῇ . στῖφος : σύστημα , πλῆθος . τοῦτο δὲ ἔτρεφεν ὁ Κλέων , ἵνα ἔχῃ , φησί , συνερχόμενον
τόθι σάρκα περὶ σκύλος αὖον ὀπάζει δυσλεπέος καρύοιο τὸ Καστανὶς ἔτρεφεν αἶα . ῥεῖα δὲ νάρθηκος νεάτην ἐξαίνυσο νηδύν ὅς
6811584 πωλησας
“ οὐκ ἐκείνη ” φησὶν , “ ἀλλ ' ὁ πωλήσας . ” “ ἀνδραποδιστὴς ἄρα ἦν , καὶ ἀλλοτρίαν
θάλασσαν γαληνήν τε καὶ πραεῖαν , ἐπεθύμησε πλεῖν . διόπερ πωλήσας αὐτοῦ τὰ πρόβατα , φοίνικας ἀγοράσας καὶ ναῦν ἐμφορτισάμενος
6793194 καταθυσας
ἀνωτέρω τέμνε , εἰ δὲ κρεῶν ἐπιθυμεῖς , ἅπαξ με καταθύσας τοῦ κατὰ μικρὸν βασανίζειν ἀπάλλαξον . ” πρὸς τοὺς
δὲ ὑπέσχετο ἐφ ' ᾧ τὰς βόας λήψεται . καὶ καταθύσας ταύρους δύο καὶ μελίσας τοὺς οἰωνοὺς προσεκαλέσατο : παραγενομένου
6770325 ἐδησε
ψεῦδος περὶ αὐτῶν μηνύσαντες . . . . . . ἔδησε τὸν ἵππον ἐκ τοῦ ῥόπτρου τοῦ ἱεροῦ ὡς ἀποδιδούς
Καίσαρος οὐ συνελθόντος , ἀλλὰ τοὺς πρωτεύοντας Γαλατῶν ἀποστείλαντος , ἔδησε τοὺς πρέσβεις . καὶ ὁ Καῖσαρ ἐστράτευεν ἐπ '
6768971 ἐνεικε
ὑποδῦσα θαλάσσης εὐρέα κόλπον τέσσαρα φωκάων ἐκ πόντου δέρματ ' ἔνεικε : πάντα δ ' ἔσαν νεόδαρτα : δόλον δ
, ὅθι ἔθνεα ἔρχατο χοίρων . ἔνθεν ἑλὼν δύ ' ἔνεικε καὶ ἀμφοτέρους ἱέρευσεν , εὗσέ τε μίστυλλέν τε καὶ
6740041 ἡρπασε
τὸν θεὸν μηδὲ χρησμῳδεῖν . ὀργισθεὶς δὲ ἐπὶ τούτῳ Ἡρακλῆς ἥρπασε τὸν μαντικὸν τρίποδα καὶ πρὸς αὐτὸν εἵλετο τὴν μάχην
, εἶτα διανοίᾳ μεταδιώκοντα ἄντικρυς ἐκβοῶσι : „ θηρίον πονηρὸν ἥρπασε καὶ κατέφαγεν Ἰωσήφ „ . ἀλλ ' οὐ θηρίον
6730087 ἡψε
: λαβὼν δὲ τῆς ὑπουργίας χάριν τὴν τῶν τόξων δωρεὰν ἧψε τὴν πυράν . εὐθὺς δὲ καὶ κεραυνῶν ἐκ τοῦ
] ον ἄγαλμαπαρ [ [ ] πυρὸς ? ? ? ἧψε φάος βρ [ [ ] γμα γαιματρ ! [
6705074 στρεπτον
λέγειν χρῆν καὶ δῶρα φέροντας πορφύρεόν τε εἷμα καὶ χρύσεον στρεπτὸν περιαυχένιον καὶ ψέλια καὶ μύρου ἀλάβαστρον καὶ Φοινικηίου οἴνου
ποιήσας καὶ χρίσας ἐντίθει τῷ αἱμοῤῥαγοῦντι μυκτῆρι . ἄλλο . στρεπτὸν δι ' ὀθόνην ποιήσας συναπόβρεχε ὄξει δριμεῖ καὶ λύχνῳ
6694363 κτεινας
ἔχων ὑπὸ τὴν ἀσπίδα λαθραίως περιέβαλε τὸν Φρύνωνα , καὶ κτείνας ἀνεσώσατο τὸ χωρίον . ὕστερον μέντοι φησὶν Ἀπολλόδωρος ἐν
περὶ τὰ τοιαῦτα μέχρι τούτων οὕτως : ὧν δὲ ὁ κτείνας ἐφ ' οἷς τε ὀρθῶς ἂν καθαρὸς εἴη .
6691134 Γυγης
ναιετάουσιν ἐπ ' Ὠκεανοῖο θεμέθλοις , Κόττος τ ' ἠδὲ Γύγης : Βριάρεών γε μὲν ἠὺν ἐόντα γαμβρὸν ἑὸν ποίησε
: αὐτὸς δ ' ἔφη ταύτας γινώσκειν . Ὁ δὲ Γύγης ἐκέλευε τὸν ἄνθρωπον ἡγεῖσθαι : καὶ αὐτὸς ἐκείνῃ τὸ
6689329 ἐκοψεν
διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν , ἐμερίσατο . Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν ,
ἀντιτυχοῦσα : πλήθης . Βουπλῆγα : πέλεκυν . Ἐτίναξε : ἔκοψεν . διέκερσε : διέκοψεν . Ἀπεδάσσατο : ἐμέρισεν ,
6665859 ἀνελομενος
ἐγέννησε , διὰ τῶν θεραπαινίδων εἰς ἐρημίαν ἐξέθηκεν : ὅθεν ἀνελόμενος Αἴπυτος ἔτρεφεν . ὃ καὶ Πίνδαρος εἰδώς , ἐπειδὴ
οὗτός τε λόγχην ἀφίησιν ἐπ ' αὐτόν , καὶ ἐκεῖνος ἀνελόμενος ᾤχετο εἰς τὸ στρατόπεδον . ἐγὼ δὲ ἀνελὼν τὸν
6658292 Αὐγεου
ἐς γῆρας , βασιλείαν δὲ τὴν Ἠλείων Ἀγασθένης ἔσχεν ὁ Αὐγέου καὶ Ἀμφίμαχός τε καὶ Θάλπιος : Ἄκτορος γὰρ τοῖς
ἐφυμνίου οὗ εἶπεν Ἀρχίλοχος εἰς τὸν Ἡρακλέα μετὰ τὸν ἆθλον Αὐγέου τήνελλα ὦ καλλίνικε , χαῖρε ἄναξ Ἡράκλεες , αὐτός
6644077 ἐπινεν
πιέουσα , πάλιν ᾔτει , καὶ ἥρπαζε , καὶ λαύρως ἔπινεν , ἀποσπάσαι δὲ οὐκ ἠδύναντο : γλῶσσα ξηρὴ ,
δοκεῖ . εἰ γὰρ ἐν κακοῖς καὶ χειμῶνι τοσοῦτον οἶνον ἔπινεν ὥσθ ' ὅμοιον εἶναι μανίᾳ , τί οὐκ ἄξιός
6628746 Δρυας
ᾄσαντες εἰς ὕπνον ἐχώρουν , Χλόη μετὰ τῆς μητρός , Δρύας ἅμα Δάφνιδι . Χλόῃ μὲν οὖν οὐδὲν χρηστὸν ἦν
εἰσι προσηγορικά , ἀλλ ' ἢ κύρια , ὡς τὸ Δρύας Θόας Αἴας , ἢ ἐθνικά , ὡς τὸ Ὕας
6598662 κισσηριν
δ ' αὐτὸν λελογχωμένον : καὶ ἔβαλε μέν τις ὡς κίσσηριν , ἦν δὲ λίθος . τὸ δὲ ἕνεκα τίνος
: λέγει δὲ ὅτι εὐνοῦχος νυκτερίδα καθημένην ἐν νάρθηκι ῥίψας κίσσηριν ἐφόνευσε . καὶ ἄνθρωπον μὲν οὐκ ἄνθρωπον ἐκάλεσε τὸν
6566817 πενταθλον
αὐτοῦ , ἐν αἰγίνῃ : τουτέστιν , ἔδωκας νικῆσαι αὐτὸν πένταθλον ἐν αἰγίνῃ . καὶ ἐπήγαγες καὶ ἐπέφερες αὐτῷ ταύτην
[ * * δόλιχον : ] / Πυθοκλῆς [ Ἠλεῖος πένταθλον : ] / Λεοντίσκος [ Μεσσήνιος ἀπὸ Σικελίας πάλην
6566691 ἠσθιε
ὥς φησιν ὁ Ἱεραπολίτης Θεόδωρος ἐν τοῖς περὶ ἀγώνων , ἤσθιε μνᾶς κρεῶν εἴκοσι καὶ τοσαύτας ἄρτων οἴνου τε τρεῖς
εἶτα ἡμεῖς μὲν ἑστῶτες ἐδακρύομεν , ὃ δὲ ἄρτου ἐπιλαβόμενος ἤσθιε καὶ ἡμῖν προσώρεγεν . ἀπονευόντων δὲ ἡμῶν προσδέξασθαι ἔφη
6563738 Ἰφικλος
Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ Διός . σταθμοῖσιν ἐν Ἰφίκλοιο : Ἴφικλος Φυλάκου παῖς τοῦ Δηιονέως . μήτηρ δὲ Μελάμποδος Δωρίππη
: ἐν δὲ τοῖς κατὰ βραχὺ ὑπομνήμασιν ὁ Ἀριστόξενος : Ἴφικλος , φησίν , Ἁρπαλύκην ἐρασθεῖσαν ὑπερεῖδεν . ἡ δὲ
6560673 ἐσσευε
ἀπό τ ' αὐχένα κόψας , ὅλμον δ ' ὣς ἔσσευε κυλίνδεσθαι δι ' ὁμίλου . τοὺς μὲν ἔας '
γάρ εἰσι τοῦδε εὐτελέστερα ὀνόματα ” ὅλμον δ ' ὡς ἔσσευε βαλὼν ” „ ἀμφ ' ἀστραγάλοισι χολωθεὶς „ πτύον
6542878 τελεσας
. Εἰ δὲ τούτων ἑτεροῖον βούλεται φάρμακον ἐκτελεῖν , πάντα τελέσας τὰ ἐπὶ τῶν ξηρίων , ἐπ ' ἔσχατον δεῖ
Σεβῆρος ἐς τὸ τοῦ Διὸς τέμενος ἀνελθὼν καὶ τὰς λοιπὰς τελέσας ἱερουργίας ἐπανῆλθεν ἐς τὰ βασίλεια , καὶ τῷ δήμῳ
6531967 Θαττον
Βύτος ἐστὶ σοφιστὴς οὔτε λόγον κοινὸν οὔτε λογισμὸν ἔχων . Θᾶττον ἔην λευκοὺς κόρακας πτηνάς τε χελώνας εὑρεῖν ἢ δόκιμον
: ἴσως γάρ τις σώζεται περὶ τῆς κόμης λόγος . Θᾶττον σὺ τὸν Θεόδωρον ἡμῖν ἄρχοντα τοσοῦτον ἔδειξας ἢ ἡμεῖς
6520890 πυρης
δὴ ποιέειν ταῦτα . Τῷ δὲ Κροίσῳ ἑστεῶτι ἐπὶ τῆς πυρῆς ἐσελθεῖν , καίπερ ἐν κακῷ ἐόντι τοσούτῳ , τὸ
τῷ χρόνῳ μένων ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἐθύετο καὶ ἐκαλλιερέετο ἐπὶ πυρῆς μεγάλης σώματα ὅλα καταγίζων : ἰδὼν δὲ τροπὴν τῶν
6511055 ἡψει
ᾤετο , ὅθεν καὶ βοῦν ἱερεύσας τὰ μὲν κρέατα κατακόψας ἥψει , ἐκπετάσας δὲ τὴν βύρσαν χαμαὶ , ἐκάθητο ἐπ
τὸ μαγειρεῖον , βαλὼν εἰς τὸν κάκκαβον ἕνα φακόν , ἥψει . ὁ Ξάνθος σὺν τοῖς φίλοις αὐτοῦ λουσάμενος λέγει
6506150 ὠνησατο
μήποτ ' οὖν διὰ ταῦτα καὶ ἡ παροιμία Χῖος δεσπότην ὠνήσατο παρ ' Εὐπόλιδι . Ἀθηναῖοι δὲ καὶ τῆς τῶν
' οὖν διὰ ταῦτα καὶ ἡ παροιμία Χῖος δεσπότην [ ὠνήσατο ] , ᾗ κέχρηται Εὔπολις ἐν Φίλοις . Ἀθηναῖοι
6504069 Κεφαλῳ
οὐ τοὺς καλλίστους ; οἷς καὶ σύνεισιν : Ἠὼς μὲν Κεφάλῳ καὶ Κλείτῳ καὶ Τιθωνῷ , Δημήτηρ Ἰασίωνι , Ἀφροδίτη
ἔχων εἰς Θήβας ἔπλει , καὶ τὰς νήσους Ἑλείῳ καὶ Κεφάλῳ δίδωσι . κἀκεῖνοι πόλεις αὐτῶν ἐπωνύμους κτίσαντες κατῴκησαν .
6501020 ἐξελε
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ
6500127 Πρεσβεσι
γέγον ' ἡμῖν ἐξαπίνης ἐλεφάντινος . Πλάτων δ ' ἐν Πρέσβεσι : κατέλαβον Ἐπικράτης τε καὶ Φορμίσιος παρὰ τοῦ βασιλέως
ταῦτα καὶ σκώπτουσιν αὐτοὺς οἱ κωμῳδοί , ὡς Πλάτων ἐν Πρέσβεσι “ χαίρεις οἶμαι μεταπεττεύσας αὐτὸν διακλιμακίσας τε , τὸν
6478400 ἐθρεψεν
, ἀετῶν νεοττοὺς τέτταρας συλληφθῆναι κελεύει . συλληφθέντας οὖν οὕτως ἔθρεψεν , ὡς λέγεται , καὶ ἐπαίδευσεν , ὅπερ οὐ
, ὡς θεᾶς βρέτας ἀπεστράφη πάλιν . σοφήν ς ' ἔθρεψεν Ἑλλάς , ὡς ἤισθου καλῶς . καὶ μὴν καθεῖσαν
6478300 ἐσχισε
ὃς δυσὶ πηδαλίοις ? ? [ ] [ ] μόνος ἔσχισε Λήμνιον ὕδωρ : ὄλβιος ἦν ὁ Μίδας , τρὶς
' ἐπικλοπάδαν [ ἐνέρεισε ] μετώπωι : διὰ δ ' ἔσχισε σάρκα [ καὶ ] ὀστέα ? [ ] ?
6477758 τρηρωνα
πεποιθώς . ἠΰτε κίρκος ὄρεσφιν ἐλαφρότατος πετεηνῶν ῥηϊδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν , ἣ δέ θ ' ὕπαιθα φοβεῖται ,
λαίλαπι , καὶ εἰς α τὴν αἰτιατικήν , οἷον Μέμνονα τρήρωνα Φοίνικα μάστιγα Ἕκτορα Δημήτερα Πέλοπα λαίλαπα , χωρὶς εἰ
6454556 ἐπεκαλειτο
, ἀλλ ' ἐμμελῶν μεθ ' ἑαυτόν . ἔνθεν παναρμόνιος ἐπεκαλεῖτο ὑπὸ τῶν ἀνδρῶν ἡ ὀγδοὰς διὰ τὴν ὑπερφυῆ καθάρμοσιν
φορτίον . οὐχ ὅστις αὐτῆς ἐστιν ἐμπείρως ἔχων . Ἁρμόδιος ἐπεκαλεῖτο , παιὰν ᾔδετο , μεγάλην Διὸς σωτῆρος ἄκατον ἦρέ
6453532 Εὐρυμαχον
' ἅμ ' ἀπέπτατο θυμός . Πουλυδάμας δὲ Κλέωνα καὶ Εὐρύμαχον βάλε δουρί , οἳ Σύμηθεν ἵκανον ὑπὸ Νιρῆι ἄνακτι
Πείραντα : Ἀκαρνᾶνα : Ἱππομέδοντα : Ἀλκάθουν : Εὐρύαλον : Εὐρύμαχον : Κρόκαλον : Ἀκρόκομον : Σκόπελον : Λυκούριον :
6444419 ἀπηγαγεν
ποτε τριῶν ἑταιρῶν οὐσῶν μίαν ἐκλέξασθαι κελεύσαντος , τὰς τρεῖς ἀπήγαγεν εἰπών , “ οὐδὲ τῷ Πάριδι συνήνεγκε μίαν προκρῖναι
περιοῦσι Ῥηγίνων , τοὺς δὲ φρουροὺς ἅπαντα καταλιπεῖν αὐτόθι κελεύσας ἀπήγαγεν οὐδὲν ἐπιφερομένους ἔξω τῶν ὅπλων : ἐξ ὧν τοὺς
6425065 δησας
γεγόνασιν . ὀργισθεὶς δὲ ὁ Ζεὺς ὑποπτέρῳ τροχῷ τὸν Ἰξίονα δήσας ἀφῆκε τῷ ἀέρι φέρεσθαι μαστιζόμενον καὶ λέγοντα : χρὴ
: τὰ δὲ ἐναντία πράττων πονηρός . περιπλακεὶς δὲ καὶ δήσας τινὰ * * καὶ δεσμὰ προαγορεύει καὶ τοῖς νοσοῦσιν
6420054 Ὠχος
ἔτη τρία πρὸς τοῖς τετταράκοντα , τὴν δὲ βασιλείαν διεδέξατο Ὦχος ὁ μετονομασθεὶς Ἀρταξέρξης , καὶ ἐβασίλευσεν ἔτη τρία πρὸς
Αἰγύπτιον δεῖπνον . καὶ κελεύσαντος ἐπεὶ παρεσκευάσθη , ἡσθεὶς ὁ Ὦχος τῷ δείπνῳ κακὸν κακῶς σε , ἔφη , ὦ
6410171 πλεξαμενος
τῶν γυναικῶν . ἐλαγοθήρα : Ἐκυνηγέτει , λαγοὺς ἐθήρα . πλεξάμενος ἄρκυς : Εἶδος δικτύου . λίνα κυνηγετικά . κατὰ
βίον , διὰ στεφάνου δωρεάν , ὃν ἔπεμψεν ἀνθέων περικαλῶν πλεξάμενος Πατάρμιδι Αἰγύπτου βασιλεῖ ἐπὶ δεῖπνον ἐκλήθη . εἶτα τῶν
6391663 Ἀρσακην
γύναιον καὶ τὸν εὐνοῦχον Ἀρβάκην ἕλκοντα τὸ ξίφος ἐπὶ τὸν Ἀρσάκην , Σπατῖνος δὲ ὁ Μῆδος ἐκ τοῦ συμποσίου πρὸς
τὸν υἱὸν ἐγχέοντα τὸ φάρμακον , ἑτέρωθι δ ' αὖ Ἀρσάκην φονεύοντα τὸ γύναιον καὶ τὸν εὐνοῦχον Ἀρβάκην ἕλκοντα τὸ
6388720 κατεθηκεν
ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ : καὶ τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας θυμοῦ δευομένους : ἀπὸ γὰρ μένος
' ἐκ θαλάμοιο φέρεν ἐσθῆτα φαεινήν . καὶ τὴν μὲν κατέθηκεν ἐϋξέστῳ ἐπ ' ἀπήνῃ : μήτηρ δ ' ἐν
6384279 συρων
κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις γόνυ γουνὸς ἀμείβων ,
μύροις χρῶτα λιπαίνων , χλανίδας θ ' ἕλκων , βλαύτας σύρων , βολβοὺς τρώγων , τυροὺς κάπτων , ᾠὰ κολάπτων
6380781 ἀποσπασας
ἐνεχθείς , τὰ δὲ ὑπὸ κρύους διαφθαρῆναι ἐποίησε πολὺ αὐτῶν ἀποσπάσας τὸ πῦρ , καὶ ὅλως οὐδὲν ὅ τι οὐ
ἷξον ἐϋρρεῖος ποταμοῖο . ἀρκτικὸς γὰρ τεθεὶς ὁ σύνδεσμος καὶ ἀποσπάσας τῶν προτέρων τὰ ἐχόμενα μεγαλεῖόν τι εἰργάσατο . αἱ
6377784 ὑποκαιε
καὶ ἕψε μαλακωτάτῳ πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ ἡ διὰ
ἐπὶ ἡμέρας ζʹ . Εἶτα μετάβαλλε ἐν λοπάδι , καὶ ὑπόκαιε ὥρας γʹ . Εἶτα ἀπόξυσον τὴν ἄχλην , καὶ
6373514 Εὐβουλος
, φησὶν ὁ Εὐριπίδης ἐν Κρήσσαις . καὶ ὡς ὁ Εὔβουλος δ ' ἐν Ὀλβίᾳ ἔφη : ἐν τῷ γὰρ
, ἤγουν πλουτήσειν . ἐχλευάζοντο δὲ ὑπὸ τῶν κωμικῶν : Εὔβουλος γοῦν φησίν : Ἡμεῖς ποτ ' ἄνδρας Κεκροπίδας ἐπείσαμεν
6365766 ψυκτηρα
Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἶτ ' οἴσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία . Στράττις Ψυχασταῖς : ὃ
καὶ τὰ Ῥοδιακὰ κόμισον λαβὼν τοὺς παῖδας . εἰσοίσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας
6364117 Ἀριστονουν
εἰπεῖν μὲν οὖν μοι ταῦτα πρὸς τὸν Ἀρχεβιάδην καὶ τὸν Ἀριστόνουν καὶ πρὸς αὐτὸν δὲ τὸν Κηφισιάδην οὐδὲν διαφέρει :
ξυμπάσης δυνάμεως στρατηγὸν [ ] [ ] [ ἀποφήνας ] Ἀριστόνουν [ ] τὸν Ἀλεξάνδρου σωματοφύλακα . . . ,
6358466 εὑρ
νιφόεις γὰρ λέγεται . . . . τοὺς δ ' εὗρ ' οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ ' ἀνολέθρους , ἀλλ
χεῖρα κύκλῳ θιάσου . . . [ ἄγγεα Λυδὴ χεὶρ εὗρ ' Ἀσιατογενὴς ] καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια καὶ προκαλεῖσθαι
6357654 ἀργυρεας
συνεκλήιον τοὺς ἄλλους , οἱ δὲ εἰνακισχίλιοι ἐντὸς τούτων ἐόντες ἀργυρέας ῥοιὰς εἶχον : εἶχον δὲ χρυσέας ῥοιὰς καὶ οἱ
' ἄνθρωπος . αὐτὸς δ ' ὡς θαητὸς ἐπ ' ἀργυρέας κατάκειται κλισμῶ , πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων ,
6353515 ἐθαψεν
ὁ μὲν προσποιούμενος πάλαι ὑὸς εἰσπεποιῆσθαι οὐ προύθετο οὐδ ' ἔθαψεν , ‖ οἱ δὲ φίλοι Ἀστυφίλου καὶ οἱ συστρατιῶται
δὲ τούτοις πραττομένοις τῆς τοῦ Δαρείου γυναικὸς ἀποθανούσης ὁ Ἀλέξανδρος ἔθαψεν αὐτὴν μεγαλοπρεπῶς . Δαρεῖος δὲ τῶν ἀποκρίσεων ἀκούσας καὶ
6351674 σησον
τάχει . ἄλλο . αἰγὸς βοσκάδος ἄφοδον ξηράνας , κόψας σῆσον , δὸς νήστει λουσαμένῳ , οἴνῳ εὐώδει κυάθους δʹ
ἐν χύτρᾳ καινῇ , τὰ δὲ λοιπὰ ξηράνας κόψον καὶ σῆσον . κεχρήσθωσαν δὲ διηνεκῶς λουόμενοι . ὅτε δὲ ἄρξονται
6350667 ἱμερταν
καὶ οἱ Ἀμαθούσιοι : καὶ Ἀλκμὰν δέ : ‚ Κύπρον ἱμερτὰν λιποῖσα καὶ Πάφον περιρρύταν . ‚ καὶ Αἰσχύλος :
κυάνεος θάλαμος , ἇς καὶ ἀποφθιμένας πᾶσαι νεοθᾶγι σιδάρῳ ἅλικες ἱμερτὰν κρατὸς ἔθεντο κόμαν . Τῷ γριπεῖ Πελάγωνι πατὴρ ἐπέθηκε
6346459 ἐρριψε
ταύτης μηρόν , ἡ δὲ λαβοῦσα ἔριον τὸ σπέρμα ἐξέμαξεν ἔρριψέ τε εἰς γῆν . καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐρίου
ταύτης μηρόν , ἡ δὲ λαβοῦσα ἔριον τὸ σπέρμα ἐξέμαξεν ἔρριψέ τε εἰς γῆν . καὶ οὕτως ἀπὸ τοῦ ἐρίου
6343346 ἐπριατο
Ἐφεσίων λύκοι καὶ λέοντες . οὐκ ἐξανδραποδίζονται ἀλλήλους , οὐδὲ ἐπρίατο ἀετὸς ἀετόν , οὐδὲ λέων λέοντι οἰνοχοεῖ , οὐδὲ
. αὕτη μὲν οὖν ἀπέθανεν , ὁ δὲ τὴν οἰκίαν ἐπρίατο ταύτην ὁ στρατιώτης οὐ πάλαι : ἐν γειτόνων δ
6341786 Χαλκων
εὖ ἐνερεισάμενος πέτρᾳ γόνυ τοῦτό ἐστιν , ὅτι αὐτὸς ὁ Χάλκων , οὐχὶ ὀρθοστάδην ἱστάμενος , ἀλλὰ οὕτω δεῆσαν κάμψας
κρήνην ἐποίησεν . Βούρειαν ὃς ἐκ ποδός : ὅτε ὁ Χάλκων ἐβασίλευε τῶν Κῴων , εὑρέθη ἔν τινι τόπῳ τῆς
6334900 ἐπιτριβων
, τουτέστι περικαλύπτων τῷ γέλωτι καὶ τῇ παιδιᾷ . οἷον ἐπιτρίβων τὰ σκώμματα καίπερ πονηρὰ ὄντα . οὐδ ' εἰσῇξε
ἔσται Κρότωνος δήπου καὶ κολοκύντης , καὶ ἐρῶν παύσεται καὶ ἐπιτρίβων σοι τὴν οὐσίαν . ἐνόρχην δὲ ἀκόλαστον ὑγιαίνων τρέφοι
6333035 Ἀρδυς
καὶ φιλοδίκαιος . Συνηρίθμησε δὲ καὶ τὸν Λύδιον στρατὸν ὁ Ἄρδυς : ἦν δ ' ἱππότης ὁ πλεῖστος , καὶ
τέλος ἀνεῖπεν ἐξεῖναι τῷ χρῄζοντι κτείνειν αὐτοὺς εἰ ἀνεύροι . Ἄρδυς μὲν οὖν βασιλεύσας οʹ ἔτη θνήσκει . Ἐπὶ Μήλεω
6332787 Αὐτομεδων
μωρέ : νῦν δ ' οὐ δύναται . ἀλλ ' Αὐτομέδων σοι παραθήσει : ἂν δὲ καὶ Αὐτομέδων ἀποθάνῃ ,
μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς . τοῖσι δ ' ἐπ ' Αὐτομέδων μάχετ ' ἀχνύμενός περ ἑταίρου ἵπποις ἀΐσσων ὥς τ
6325158 ἑνωθῃ
διηθούμενα καταχεῖται ἐν τῇ θυΐᾳ καὶ ἐκλεαίνεται ἐπιμελῶς , ἄχρις ἑνωθῇ . ἐπὶ δὲ σκληροτέρων , εἰ κατ ' ἀκόπου
μάνναν ὁμοῦ λελειωμένα ἱκανῶς , καὶ μακρὸν χλιάνας , ἕως ἑνωθῇ , φυλασσόμενος μὴ προσκαῇ ὁ ὀποπάναξ καὶ ἡ μάννα
6323372 χοιρον
: ἀλλὰ τὸν Ὀδυσσέα ἀπὸ τῆς βλάβης ἤγουν τοῦ γενέσθαι χοῖρον σαώσει καὶ σώσει τὸ μῶλυ ἐφερμηνευτικῶς , ὅπερ ὑπάρχει
δὲ τετράμηνον , εἰς ἐκτροφὴν γεννηθέντων . καὶ ἑκάστην δὲ χοῖρον τίκτουσαν ἐν ἰδιάζοντι συφεῷ ἐμβλητέον , ὥστε μὴ μίγνυσθαι
6322582 περικλυστῳ
ἐν εὐκόλποισι Φαλήρου ἀγκῶσιν ληφθένθ ' ἱεροῖς . κἀν τῇ περικλύστῳ ἐστὶ Ῥόδῳ γενναῖος , ἐὰν ἐπιχώριος ἔλθῃ . ἂν
κούρην ἐρικυδέα , τήν ποτε Θησεὺς κάλλιπεν οὐκ ἐθέλων γε περικλύστῳ ἐνὶ Δίῃ : τοὺς δ ' ἠὺς Διόνυσος ἑῷ
6314825 ἀγρευσας
καὶ ἀκανθόχοιρος ζῷόν ἐστι μικρόν , πονηρὸν πάνυ . τοῦτον ἀγρεύσας καὶ ταριχεύσας ἔχε ὡς μέγα ἴαμα . τὴν μέντοι
τῇ χλωρᾷ . Τὴν ἡλιακὴν σαύραν ἐὰν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἀγρεύσας ποιήσῃς περόνας βʹ ἢ χρυσᾶς ἢ ἀργυρᾶς καὶ δι
6313274 δεδεγμενος
φέβοντο ἀντὶ τοῦ ἔφευγον . . . . χρυσὸν Ἀλεξάνδροιο δεδεγμένος , ἀγλαὰ δῶρα : ἡ διπλῆ πρὸς τὸ σημαινόμενον
οἷον βεβλῆσθαι βλῆσθαι , δεδέχθαι δέχθαι , βεβλημένος βλήμενος , δεδεγμένος δέγμενος : εἰ μὴ ἀνάπαλιν τὸ βλήμενος καὶ δέγμενός
6309109 Καμβυσης
καθ ' οὓς καιροὺς ἐνέπρησε τὰ κατ ' Αἴγυπτον ἱερὰ Καμβύσης : ὅτε δή φασι τοὺς Πέρσας μετενεγκόντας τὴν εὐπορίαν
δεκάτῃ ἀπ ' ἧς παρέλαβε τὸ τεῖχος τὸ ἐν Μέμφι Καμβύσης , κατίσας ἐς τὸ προάστειον ἐπὶ λύμῃ τὸν βασιλέα
6304097 Ἀγκαιος
ὑπὸ κρατερῇφι βίηφι νῆα μολεῖν ἴθυν ' ἐπὶ δεξιὸν αἰγιαλοῖο Ἀγκαῖος , ξεστοῖσι πιθήσας πηδαλίοισιν . Ἣ δ ' ἔθορεν
. , οὗ μνημονεύει Ἑλλάνικος ἐν τῷ Περὶ Ἀρκαδίας . Ἀγκαῖος : Λυκούργου καὶ Ἀντινόης Ἀγκαῖος καὶ Ἔποχος . τιμᾶται
6303590 Ἀταλαντῃ
Μελέαγρος τοὺς μὲν Θεστίου παῖδας ἀπέκτεινε , τὸ δὲ δέρας Ἀταλάντῃ ἔδωκεν . Ἀλθαία δὲ λυπηθεῖσα ἐπὶ τῇ τῶν ἀδελφῶν
Βοιωτίαν , οὐ γλαῦκον , οὐχὶ θύννου ὑπογάστριον . Στράττις Ἀταλάντῃ : ὑπογάστριον θύννου τι κἀκροκώλιον δραχμῆς ὕειον . ἐν
6301829 θρεψας
μάθοι κακῶν βροτῶν . φεῦ : σοφός γ ' ὁ θρέψας χὠ διδοὺς σοφωτέροις . τοιόσδε παιδὸς σῆς ἀνὴρ ἔσται
ἔπαθον ὅπερ καὶ Διονύσιος , ὅτε αὐτὸν ἐπεχείρει παιδεύσας καὶ θρέψας βασιλέα τῆς ἀρχῆς ἄξιον , οὕτω κοινωνεῖν αὐτῷ τοῦ
6301024 ἐπεδωκε
οὑτοσὶ Νεοπτόλεμος πολλῶν ἔργων ἐπιστάτης ὤν , ἐφ ' οἷς ἐπέδωκε τετίμηται . σχέτλιον γὰρ ἂν εἴη τοῦτό γε ,
καὶ κατωτέρω εὐθὺς ἐπάγει , Ὅσς ' οὔπω τις ἑῇ ἐπέδωκε θυγατρί . . Γ , : Φησὶ δὲ καὶ
6299342 ἐριφον
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . .
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ
6298240 Λυκος
καὶ οἶς ἑκατόν . ἐνταῦθα διὰ τοῦ πεδίου ῥεῖ ποταμὸς Λύκος ὄνομα , εὖρος ὡς δύο πλέθρων . Οἱ δὲ
Λημᾶν χύτραις ἢ κολοκύνταις : ἐπὶ τῶν ἄγαν ἀμβλυωπούντων . Λύκος πρὸ βοῆς σπεύδει : ἐπὶ τῶν ὑπερσπευδόντων λέγεται ,
6295898 ὀρυξας
ῥίζα ὀσμὴν ἔχει δριμυτάτην μάλιστα πάντων καρδάμῳ ἐμφερῆ . ταύτην ὀρύξας θέρους μάλιστα πρόσφατον καὶ κόψας ἐπιμελῶς , ἀξουγγίῳ παλαιῷ
, δόλῳ δὲ αἱρετοί , ποιέει τοιάδε . Νυκτὸς τάφρον ὀρύξας εὐρέαν ἐπέτεινε ξύλα ἀσθενέα ὑπὲρ αὐτῆς , κατύπερθε δὲ
6293908 Τελαμων
παῖς , ὦ Τελαμών : γενήσεταί σοι παῖς , ὦ Τελαμών . καὶ δὴ αὐτὸν τὸ θεῖον παρακελεύεται τοῦδε τοῦ
ὁ δ ' ἀπὸ θρόνου ὤρνυτ ' Ἰήσων , Αὐγείης Τελαμών τε παρασχεδόν : εἵπετο δ ' Ἄργος , οἶος
6291774 βαλων
γογγύλων πετρῶν ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς ἔπειτα σὺ βαλὼν διώσηι ῥαιδίως Λίγυν στρατόν . “ ὥσπερ οὐν κρεῖττον
' εὐδίφου χειρὸς ἐλεγχομένας . αὐαλέου δ ' ἐπὶ τῇσι βαλὼν εὐεργέος ἄρτου ὅσσον τερσῆναι σάρκα δύναιτο , τροχούς πλάσσασθ
6290514 κυλικια
γένους : οἱ δὲ διῄρουν . Κατάβαλλε τἀκάτια , καὶ κυλίκια αἴρου τὰ μείζω , κεὐθὺ τοῦ καρχησίου ἄνελκε τὴν
, οἰκίας μέγα εὐδαίμονος καὶ παλαιοπλούτου σαφῆ μαρτύρια : καὶ κυλίκια ἦν πολυτελῆ παρακείμενα καὶ κρατῆρες χρυσοῖ καὶ ἀργυροῖ ,
6286946 ἡλατο
σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο , τείρετο δ ' αἰνῶς : ἥλατο δ ' ἐς τάφρους , ὅππως φύγῃ αἰπὺν ὄλεθρον
τῆς νεὼς ἐπήδησεν . οὕτως δὲ , φησὶ , βίᾳ ἥλατο ὡς καὶ ὕδωρ ἀναδοθῆναι : τὸ ἑξῆς : δύσφημος
6284051 ἀραμενος
, ὅτι ζῆλον τὸν ἀρετῆς λαβὼν καὶ πόλεμον πρὸς κακίαν ἀράμενος ὅλην ἀνέτεμε γένεσιν * * * ἑξῆς τοῖς βουλομένοις
Οὐδὲν οὖν τῶν μελλόντων ὑποπτεύσας ὁ Δάφνις εὐθὺς ἐγείρεται καὶ ἀράμενος τὴν καλαύροπα κατόπιν ἠκολούθει τῇ Λυκαινίῳ : ἡ δὲ
6275303 Μιδας
, ὅροι , συνωρὶς κεῖος ἢ κῷος . ὁ μέντοι Μίδας καὶ τῶν μέσων βόλων ἦν . καὶ ἄλλοι δὲ
θνητήν . καὶ Μυλλίαν δὲ τὸν Κροτωνιάτην ὑπέμνησεν , ὅτι Μίδας ὁ Γορδίου ἐστὶν ὁ Φρύξ , καὶ τὸν ἀετὸν
6271828 ὑποδμηθεισα
' ἔτεκ ' ἐν μεγάροις Ἀσκληπιὸν ὄρχαμον ἀνδρῶν , Φοίβῳ ὑποδμηθεῖσα , ἐϋπλόκαμόν τ ' Ἐριῶπιν . καὶ Ἀρσινόης ὁμοίως
: ἣ δή οἱ Μήδειαν ἐύσφυρον ἐν φιλότητι γείναθ ' ὑποδμηθεῖσα διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην . ὑμεῖς μὲν νῦν χαίρετ '
6267932 συστραφῃ
τὴν μάννην καὶ τὴν ἀριστολοχίαν καὶ ἕψε , ἕως ἂν συστραφῇ . ἄρας δὲ τὴν κάκαβον κίνει . τινὲς δὲ
τὰ λειωθέντα καὶ ἕψε μαλακωτάτῳ πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ
6266184 συναρπασας
πόλεμος ἢ οὐκ οἰκεῖος , ὁ δὲ τοῦτο ὥσπερ ὁμολογούμενον συναρπάσας ἀπὸ τῶν δευτέρων ἄρχεται . τοῦτο δὲ πεποίηκε καὶ
μηδέπω γὰρ συστήσας πότερον αὐτὸν ἢ Κτησιφῶντα ἀπολογήσασθαι δεῖ , συναρπάσας τοῦτο ὡς ὁμολογούμενον ἀξιοῖ τοὺς ἀκούοντας ἐπιτρέπειν αὑτῷ καθ
6262030 Ἐνδυμιων
φιλεῖσθαι ὑπὸ Σελήνης , ἐμὲ δὲ ὑπὸ σοῦ μισεῖσθαι . Ἐνδυμίων παρὰ τοῖς θεοῖς διατρίβων ἠράσθη Ἥρας . ἐφ '
, τῶν δὲ ὀρχουμένων , ἐν δέ γε ταῖς ἄλλαις Ἐνδυμίων μᾶλλον τετίμηται . Ποίοις δὲ ἔθνεσιν ἡ πόλις οὐ
6259925 Βελλεροφοντης
πρότερον ἢ τὴν δίκην ἀποφήνασθαι . Βελλεροφόντης τὰ γράμματα : Βελλεροφόντης ἀνελὼν Βέλλερον , ἢ , ὥς τινες φασὶ ,
. . Ἔπαλτο ] ἀντὶ τοῦ ἀνηγέρθη καὶ ἀνεπήδησεν ὁ Βελλεροφόντης . * ἐνομίσθη : ἐφάνη . * ἀνωρμήθη :
6259134 σκυφον
χρὴ ὡς , ἢν μὴ λάβῃ παρ ' ἐμοῦ τὸν σκύφον , οὔποτε τοιοῦτος ἂν υἱὸς αὐτῇ γένοιτο οἷος ἐγώ
Διονύσου τόδε ὀσμῆι κατῆρες , σμικρὸν ἀλλ ' ἐπεσβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ ' ἀσθενεστέρωι ποτῶι . ἴτω φέρων τις τοῖς
6257839 παρεθηκε
τάχ ' οὐδὲν μεταλάβοι . οὑμὸς διδάσκαλος δὲ μήτραν σκευάσας παρέθηκε Καλλιμέδοντι , κἀσθίονθ ' ἅμα ἐποίησε πηδᾶν , ὅθεν
τε καὶ Μήδεια . Οὗτος καὶ Θυέστῃ τὴν ἐξάγιστον ἐκείνην παρέθηκε τράπεζαν καὶ ὡς θηρίον σαρκοβόρον τῶν ἑαυτοῦ παίδων γεύσασθαι
6255839 Ἀρασπας
γάρ σε συγκατεῖρξα τούτῳ τῷ ἀμάχῳ πράγματι . καὶ ὁ Ἀράσπας ὑπολαβὼν εἶπεν : Ἀλλὰ σὺ μέν , ὦ Κῦρε
Ἀράσπαν , ἕως ἂν αὐτὸς λάβῃ . κελευόμενος δὲ ὁ Ἀράσπας ἐπήρετο : Ἑώρακας δ ' , ἔφη , ὦ
6248882 ἐκτεινε
μετὰ τοῦτο τοῖς καθ ' αὑτὸν ἀνθεστηκόσιν ἐμπεσὼν ἐκείνους τε ἔκτεινε καὶ αὐτὸς ἐτιτρώσκετο , προεμπλήσας δὲ τὸν θυμὸν τῷ
χάρακος διασπῶντος , τοὺς ἱππέας ἐκπέμψας κατ ' ἄλλας πύλας ἔκτεινε τοῦ Παπίου περὶ ἑξακισχιλίους . καὶ ἐπὶ τῷδε Καῖσαρ
6247854 δειδεκτ
κυκλικώτερον . . Ο . πλησάμενος δ ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ ' Ἀχιλῆα . ” χαῖρ ' Ἀχιλεῦ . δαιτὸς
ἀλλὰ μεστὸν τὸν σκύφον : πλησάμενος δ ' οἴνοιο δέπας δείδεκτ ' Ἀχιλῆα . ὁσάκις δὲ καὶ τροφὰς ἐλάμβανον ,
6241619 ἐλαθ
ὥστ ' ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον μικροῦ κατακαύσας ἔλαθ ' ἑαυτόν , ὑπὸ μάλης τῇ γαστρὶ μᾶλλον τοῦ
, τὸ ποίμνιον ἁνίκ ' ἔβαλλε , κοὔ μ ' ἔλαθ ' , οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν ,
6237014 κυμβιον
ἕκτῳ περὶ τοῦ Κύκλου τὸ αὐτὸ οἴεται εἶναι κισσύβιον καὶ κυμβίον . φησὶ γὰρ ὡς Ὀδυσσεὺς πληρώσας κυμβίον ἀκράτου ὤρεξε
δὴ τὸν χόα αὐτῷ σύ , Κῶμε , καὶ τὸ κυμβίον φέρων . Εὐριπίδης τις τήμερον γενήσεται . Τῶν ζωγράφων
6231332 ἱπποκομος
τούτου τὰ ὑποπτευόμενα αἴτια εἶναι . ἐπειδάν γε μὴν ὁ ἱπποκόμος τὸν ἵππον παραδῷ τῷ ἀναβάτῃ , τὸ μὲν ἐπίστασθαι
τὸ ἐπιμελοῦμαι παράγεσθαι , βουκόμος καὶ βουκόλος , ὥσπερ καὶ ἱπποκόμος . . . . . . . , .
6230122 σφαξας
πόλις , ἐστράτευσεν ὁ τύραννος : πολιορκίας οὔσης ὁ πατὴρ σφάξας τὸν παῖδα ἔῤῥιψε πρὸ τοῦ τείχους : θεασάμενος ὁ
βασιληίων δικαστέων , ὅτι ἐπὶ χρήμασι δίκην ἄδικον ἐδίκασε , σφάξας ἀπέδειρε πᾶσαν τὴν ἀνθρωπηίην , σπαδίξας δὲ αὐτοῦ τὸ
6229418 Μεδοντι
. παραγενόμενον δὲ ἐκεῖθεν εἰς Ἀθήνας αὐτὸν ξενισθῆναί φασι παρὰ Μέδοντι τῷ βασιλεῖ τῶν Ἀθηναίων . ἐν δὲ τῷ βουλευτηρίῳ
σφισιν ἀνενεγκεῖν ἐς τὸ χρηστήριον τὸ ἐν Δελφοῖς , δίδωσι Μέδοντι ἡ Πυθία βασιλείαν τὴν Ἀθηναίων . οὕτω δὴ ὁ
6227424 ἐβαλεν
δ ' ἀνελπίστου πράξεως γενόμενος αὐτόπτης διὰ λύπης ὑπερβολὴν ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς ποταμὸν Μῆδον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Εὐφράτης
ὁρμῆς ἐπὶ Ξάνθον τὸν ποταμὸν ἐνεχθεὶς , ἑαυτὸν εἰς τοῦτον ἔβαλεν , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Σκάμανδρος μετωνομάσθη . Γεννᾶται
6226612 ἀνειπε
ἀμφοῖν ἴσος ὁ ἔπαινος , τοῦ μέν , ὅτι πρεσβύτερον ἀνεῖπε , τοῦ δέ , ὅτι πρεσβύτερος ὢν παιδὸς εὔνοιαν
καθ ' ἡμέραν ἡδονῆς ἅπαντα τὸν ὕστερον χρόνον πωλοῦντες : ἀνεῖπε μὲν ὁ κήρυξ ὁ Σπαρτιάτης , ὥσπερ ἐκ θεῶν
6224866 Γοργην
Διοκορυστὴς Ἱπποδάμειαν , Ἄλκης Γλαύκην , Ἀλκμήνωρ Ἱππομέδουσαν , Ἱππόθοος Γόργην , Εὐχήνωρ Ἰφιμέδουσαν , Ἱππόλυτος Ῥόδην . οὗτοι μὲν
[ τε ἄνακτ ] ' ἀτάλαντον ? [ ] Ἄρηϊ Γόργην τ ' ἠύκομον καὶ ? [ ἐπίφρονα ] [
6220063 Μιλων
' ἐπῄτεον . οὕνεκεν οὕτω χάλκεος ἑστήκω χεῖρα προισχόμενος . Μίλων δ ' ὁ Κροτωνιάτης , ὥς φησιν ὁ Ἱεραπολίτης
ἢ τὸ ι , ὡς τὸ Δρίλων : Φίλων : Μίλων : τιλών : βριλὼν , ὁ βαλανεύς : Χίλων
6219310 ἀπεσεισατο
ἐγὼ γένος εἰμὶ Σελήνης ἠυκόμοιο , ἣ δεινὸν φρίξας ' ἀπεσείσατο θῆρα λέοντα ἐν Νεμέᾳ , ἀνάγους ' αὐτὸν διὰ
ὅτι ῥῖνες διὰ τὸ ὀσφραίνεσθαι γεγόνασι ; καὶ πάντα μὲν ἀπεσείσατο , ἀσμένως δὲ προσῆλθε τῷ γάλακτι , καὶ ἐκ
6218585 δησαντας
τοὺς οἰκέτας ἐκέλευσεν ἡμέρας ἤδη γενομένης πρὸς τὸν κίονα αὐτὸν δήσαντας μαστιγοῦν . οὕτω δὲ τοῦ σώματος ἤδη πονήρως διακειμένου
βοτρύων , ἀλλ ' ἐκ τοῦ κάτωθεν μέρους τοῦ βότρυος δήσαντας , κρεμνᾶν ἐν ὑπερώῳ , ἵνα μᾶλλον διαπνέωσιν ,
6214261 Πεισιδικην
ἀμηχανίαι ἦν διὰ τὸ μὴ δύνασθαι ἑλεῖν τὴν πόλιν , Πεισιδίκην τινὰ Μηθυμναίαν , τοῦ βασιλέως θυγατέρα , θεασαμένην ἀπὸ
τὴν δ ' αὖ ? Μυρμιδόνος [ κρατερὸν μένος ἀντιθέοιο Πεισιδίκην ὤπυιε ? [ ἣ δ ' ἔτεκ ' Ἄντιφον
6210573 κερασας
ἐν οἴνῳ μέλανι αὐστηρῷ , ὡς ἡδίστῳ , ἴσον ἴσῳ κεράσας : ψυχρὸν δὲ χρὴ μάλιστα πίνειν : ῥοφήμασι χρέεσθαι
ἐπαλλάξασαν τὼ πόδε , καὶ μεταπῖσαι οἶνον γλυκὺν καὶ λευκὸν κεράσας εὐζωρότερον , καὶ ῥητίνην , μέλιτι διατρίψας , μίξας

Back