ἀποβάλλει τὴν δύναμιν τὸ ὕδωρ : οὐδὲ γὰρ ὅτε ζέον κατακαύσει τὰ σώματα , ξηρὰ τὰ καυθέντα γίνεται τοῖς ὑπὸ
ἀνθρώπων ἔργα διὰ πυρός : καὶ εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαύσει τὸ πῦρ , εὐθὺς λαμβάνει αὐτὸν ὁ ἄγγελος τῆς
5914184 ἐκφυγῃ
, ἁρπακτὸς δὲ ὁ πλοῦς , καὶ οὐκ ἂν ῥᾳδίως ἐκφύγῃ τις τὸν κίνδυνον ἐμπιπτόντων ἐξαίφνης πνευμάτων ἐναντίων τοῖς δοκοῦσιν
] η . θεοῦ ] * συνίζησις . ἀλύξει ] ἐκφύγῃ ἄν . κραιπνῷ ] ταχεῖ . πηδήματος ] ὃς
5584826 εἰσδεχεται
αὐτῶν τὴν ἐν ἀνδράσι ζωήν , μόνην δὲ τὴν ἀθάνατον εἰσδέχεται καὶ θείαν : οὐ ταῦτα δ ' οὖν μόνον
καὶ τὰς ἀπὸ τῶν προτέρων δέχεται τελειότητας καὶ οὐκ ἔξωθεν εἰσδέχεται ἅπερ νοεῖ . ἔστι γὰρ καὶ αὐτὸς τὰ πράγματα
5554706 βεβρωκεν
ἢ διὰ πλειόνων , οἷον Αἴας , τραχὺ δὲ οἷον βέβρωκεν : καὶ αὐτὸ δὲ τοῦτο τὸ τραχὺ ὄνομα κατὰ
τινων λεγόντων , ” Ποταπὸς δὲ οὗτος φίλος ὅστις οὔτε βέβρωκεν οὔτε πέπωκεν μεθ ' ἡμῶν , “ δῆλον ὅτι
5548990 κατεδυον
πολεμίαις ναυσίν , οἳ ἐμπίπτοντες αὐταῖς διέκοπτον τοὔδαφος αὐτῶν καὶ κατέδυον ὁρῶντες : σημείωσαι τὴν σύνταξιν ʃ τὸ ὁρῶντες ἐσχημάτισται
καὶ βίας οὗτοι καταφερόμενοι τοὺς προστυγχάνοντας κάτωθεν πάντας τοὺς μὲν κατέδυον , τοὺς δὲ διέφθειρον . μετὰ δὲ τοῦτο οἱ
5543146 ἐπινεμεται
που στηριχθέντα μελαίνεται καὶ νεκροῦται . τὰ δ ' αὖ ἐπινέμεται καὶ τὰ σύνεγγυς . καὶ τὰ μὲν ἰσόπεδα καὶ
. ταῦτα δὲ πάντα εἴδη μελισσῶν εἰσιν , ἃ δὴ ἐπινέμεται πεπείρους ὄντας τοὺς βότρυας ὄρειαι ] ἄγριαι δαίνυνται ]
5532195 ἀκαθαρτα
νοσφιζόμενος . ἐὰν οὖν ὡς δένδρου τῆς παρακαταθήκης περιέλῃς τὰ ἀκάθαρτα , τὰς ἀπὸ τῶν ἐφεδρευόντων βλάβας , τὰς ἀκαιρίας
, ἀφ ' οὗ δ ' ἂν εἰσέλθῃ , πάντα ἀκάθαρτα : καίτοι τοὐναντίον εἰκὸς ἦν , ἀνδρὸς κεκαθαρμένου καὶ
5529494 ἀφελοιτο
. Πῶς ἂν οὖν τις τὸ ὂν παρ ' αὐτοῦ ἀφέλοιτο ἢ ὁτιοῦν ἄλλο , ὅσα ὄντος ἐνεργείᾳ καὶ ὅσα
ἀμφιλαμβάνει τε καὶ ἴϲχει κραταιῶϲ , καὶ οὐκ ἄν τιϲ ἀφέλοιτο αὐτέου βίῃ , εἰ μὴ κρέϲϲων ἄλλοϲ ἐλέφαϲ .
5498243 ἀνασπασῃ
ὅταν ἐμπαγῇ εἰς τὰ μαλάγματα καὶ τὰς ῥυτὰς σανίδας καὶ ἀνασπάσῃ τὰ καλῴδια , πολλὰ ἀποσπᾶν αὐτῶν δύναται . πάντων
πολλὴ μηχανὴ λυτήριος : ἀνδρὸς δ ' ἐπειδὰν αἷμ ' ἀνασπάσῃ κόνις ἅπαξ θανόντος , οὔτις ἔστ ' ἀνάστασις .
5412418 πιοτερα
μαστοῖς ἐφονεύετο : τούτων δὲ καὶ τὰ ὑπὸ τοῦ γάλακτος πιότερα ἀποκτείνοντες ἔπινόν τε οἱ Γαλάται τοῦ αἵματος καὶ ἥπτοντο
δευτερείων πρεσβύτερα καὶ πρῶτα , ἀντὶ δὲ ἠσθενηκότων ἐρρωμένα καὶ πιότερα : ” ἀπὸ γὰρ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ
5411078 σηπομενα
ξυμφέρει , οὐδὲ πρὸς τὰ ἀκάθαρτα , οὐδὲ πρὸς τὰ σηπόμενα : ἀλλὰ πρὸς μὲν τὰ φλεγμαίνοντα ξυμφέρει τὰ ψυχρὰ
δὴ στοματικά ἐστι , τὰ δὲ πρὸς οὖλα αἱμασσόμενα , σηπόμενα , βεβρωμένα καὶ ὀδόντας καὶ ὅσα πρὸς ἄφθας καὶ
5401543 ἀπαλλαγεν
δεῖ τοῦτον ζητεῖν τε καὶ ἐπιδιώκειν ; ὥσπερ εἴ τις ἀπαλλαγὲν νόσημα ἐζήτει καὶ ἐβούλετο ἀναλαβεῖν εἰς τὸ σῶμα ;
] κάτω στρέφουσι τὴν τῆς ψυχῆς ὄψιν : ὧν εἰ ἀπαλλαγὲν περιεστρέφετο εἰς τὰ ἀληθῆ , καὶ ἐκεῖνα ἂν τὸ
5373608 πεττοντων
: ἀσθενὲς δὲ τῶν ταῦτα μὲν ἀπεπτούντων , ἰχθῦς δὲ πεττόντων . ἐπισκέπτεσθαι δ ' εἰ μὴ διά τινα χυμὸν
, τὸ ἐναντίον . οὕτω καὶ τὰ μὲν δυσκατέργαστα καλῶς πεττόντων ἄμετρον : ἀσθενὲς δὲ τῶν ταῦτα μὲν ἀπεπτούντων ,
5291577 δυσπαθη
εἰς φυλακὴν καὶ προκάλυμμα , αὐτόθεν ἔχοντα τὴν ἀσφάλειαν ὄντα δυσπαθῆ τῇ σκληρότητι , καὶ εὐθὺς ὁρᾷ , ὅτι ἂν
. οὐκ ἀποκρουόμεθα γὰρ τὰ αἴτια , ἀλλ ' ἵνα δυσπαθῆ κατασκευάσωμεν τὰ σώματα . ἡ γὰρ συστολὴ , φασὶ
5272712 ἀδικεισθε
μὴ καὶ ἀναίσθητοι δόξητε , οὐκ ἀλγοῦντες ἐφ ' οἷς ἀδικεῖσθε . ʃ τὸ δὲ ἑξῆς οὕτως : ἐκεῖνοι ἐπέρχονται
τὴν τῶν δικαίων ἀξίωσιν ἀναστρέφοντες . ὅτι δ ' οὐκ ἀδικεῖσθε , ἀλλ ' ἀδικεῖτε , καὶ πολλὰ καὶ μεγάλα
5268331 σηπονται
οὐδέποτε ῥήγνυνται , καθάπερ ἐλάα καὶ δρῦς , ἀλλὰ πρότερον σήπονται καὶ ἄλλως ἀπαυδῶσιν . ἰσχυρὸν δὲ καὶ ὁ φοῖνιξ
λίπος αὐτοῖς ὑπάρχει πολὺ πλέον ἢ τοῖς ἄλλοις , καὶ σήπονται ταχέως . καὶ παρὰ τὰς ἐπιχωρίους δὲ τροφὰς ἀμείνους
5264947 οἰδισκεται
καὶ ῥῖγος καὶ ὀδύνη τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει δὲ
καὶ ἀψυχίη , καὶ πυρετὸς λεπτὸς , καὶ περίψυξις : οἰδίσκεται δὲ μάλιστα τὰ σκέλεα . Ἡ δὲ νοῦσος λαμβάνει
5249781 σκοποιτο
θεωρηθείη , εἴ τις αὐτὸν πρὸς αὑτὸν τὸν ἄνθρωπον παραβάλλων σκοποῖτο ὁποτέρα τῶν ἕξεων βελτίων , πότερον ὅταν τύχῃ νοσῶν
ἄνδρας , πάντα δι ' ὧν τὸν αἰῶνα διεξελήλυθε , σκοποῖτο δ ' αὐτὴν , ὥσπερ τὰς νῦν φρονούσας ἐφ
5232575 φυκιον
ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον : τὸ ξανθίζον φῦκος , ἤγουν φυκίον τῆς θαλάσσης , καταμίσγεο , καὶ ἡ καυκαλὶς δὲ
πρινίνων ἁλουργίσι περιβάλοι καὶ τῷ ἄλλῳ κόσμῳ τῷ ἑταιρικῷ καὶ φυκίον ἐντρίβοι καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ . Ἡράκλεις ὡς καταγέλαστον
5224422 μακρορριζα
καὶ ὅσα μὴ μόνον σύνεγγυς , ἀλλὰ διὰ πολλοῦ , μακρόρριζα ὄντα , ᾗ ἂν ἡ ῥίζα μετέωρος ᾖ ,
γῆς ἀλλ ' αὐτὰς τὰς ῥίζας ἀπολαύειν , καὶ γὰρ μακρόρριζα ταῦτα εἶναι καὶ παχύρριζα , δόξειεν ἂν οὐ καλῶς
5207143 συνετριψαν
συντρίβω , ἀφ ' οὗ τὸ κατέαξαν , ἀντὶ τοῦ συνέτριψαν . . ποιήσει : Καταστήσει . . ὄντως :
ἐλαύνοντες , συντρίβοντες . Κρᾶτα : κεφαλήν . συνηλλοίησαν : συνέτριψαν , συνέθλασαν . ὄλλυται : φθείρεται . πότμῳ :
5193159 συντρεφεται
διέκοψας τὸ θηρίον . Μέχρι δὲ ταῦτά τῳ συζῇ καὶ συντρέφεται , καὶ πρὸς αὐτὰ τῇ θεραπείᾳ νένευκεν , ἀνάγκη
λάβῃ , ὥς τινες ἔλεγον , τότε δὴ τὰ ζῷα συντρέφεται ; καὶ πότερον τὸ αἷμά ἐστιν ᾧ φρονοῦμεν ,
5192795 ἐπιψαυσῃ
τὸν ἱστόν . ἐπιτρέψαι ἐπιτροπὴν δοῦναι . ἐπίφρονα φρόνιμον . ἐπιψαύσῃ ἐπιθιγγάνῃ . ἐπιωγαί οἱ ἀλίμενοι τόποι , ὑπαγωγὰς δὲ
τῶν ἔξωθεν σωμάτων : δίνῃ τε φερόμενον αὐτὸν ὧν ἂν ἐπιψαύσῃ , ταῦτα ἐπικτᾶσθαι . τούτων δέ τινα συμπλεκόμενα ποιεῖν
5174005 ἀναιμα
ἀκρίδων καὶ μυιῶν καὶ ἀττελάβων γένος . ταῦτα δὲ καὶ ἄναιμα συμβέβηκεν εἶναι . πτερωτὰ δὲ ἀλεκτρυὼν καὶ τὰ ἄλλα
τοῦ τόπου ἡ τῆς φύσεως αὐτῶν θερμότης , καὶ τὰ ἄναιμα τῶν ἐναίμων καὶ τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων , οἷον
5172126 μοχθηροτατον
τὸ ἀνδρείως πρὸς τοὺς ἐχθροὺς διακεῖσθαι . Τὸ δὲ Ἀβάρων μοχθηρότατον τε καὶ ποικίλον καὶ πρὸς τοὺς πολέμους ἐμπειρικώτατον :
δουλεύειν , ἅπερ ἦν ἐπιεικέστατα , μικρὸν δὲ καὶ τὸ μοχθηρότατον καὶ μανικώτατον δεσπόζειν ; Ἀνάγκη , ἔφη . Τί
5164458 πλησιων
οἱ δὲ λάροι τὴν θάλατταν . ποίας οὖν νομῆς τῶν πλησίων ἐπιθυμεῖς ; ὡς πατραλοίας τοῦτον ἀποδέχεται τὸν νόμον .
ἡλίου ἐνεργείας εἰς τὰ ἔσχατα φοιτώσης ἀμέσως , ἀλλὰ τῶν πλησίων καὶ πρώτως πασχόντων δυναμένων καὶ εἰς τὰ δεκτικὰ τὴν
5155278 ἐκατερωθεν
ὃς εὐθυτενής τε καὶ λεῖος καταβαίνων ἄνωθεν , σχίζει τὰς ἐκατέρωθεν αὐτῷ παρατεταμένας στοάς , ἐφ ' ὧν ἀγοράζουσιν Ἀθηναῖοί
γονεῖς αὐτῶν γηράσωσι καὶ οὐ δύνανται ἀνίπτασθαι , τὰ τέκνα ἐκατέρωθεν τῶν μασχαλῶν βαστάζοντα μεταφέρουσιν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ,
5154776 καταγραφει
μετ ' ὀλίγα μέμνηται Κυψέλων καὶ τοῦ Ἕβρου ποταμοῦ . καταγράφει δὲ καί τι σχῆμα παραλληλόγραμμον , ἐν ᾧ ἡ
: ἐπιληψίας γάρ ἐστιν , φασίν , ὡς ὁ Ἀριστοτέλης καταγράφει , φάρμακον . ὡσαύτως δ ' ἡ φώκη λέγεται
5150735 πιεζεται
πάντων τῶν ὑδάτων ἴσον ἕλκεται , τὸν δὲ χειμῶνα μοῦνος πιέζεται . Οὕτω τὸν ἥλιον νενόμικα τούτων αἴτιον εἶναι .
# α τῶν δαφνίδων ἐμβάλλεται , καὶ τρίβεται πάντα καὶ πιέζεται . τινὲϲ δὲ τὸ ἴϲον ἐξ ἀμφοῖν μίϲγουϲιν .
5147349 ἀπομενει
χάριν φιλονεικία ἐγένετο καὶ θανάτου τέλος τοῖς αἰνομόροις ἀδελφοῖς , ἀπομενεῖ καὶ ἐπικτηθήσεται τοῖς ἐπιγόνοις καὶ τοῖς συγγενέσιν ἐκείνων ,
ἐγένετο καὶ θανάτου τέλος τοῖς αἰνομόροις ἀδελφοῖς , μενεῖ καὶ ἀπομενεῖ καὶ ἐπικτηθήσεται τοῖς ἐπιγόνοις καὶ συγγενέσι ἐκείνων , τουτέστιν
5138674 ξυναποθνησκει
δὲ πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτέων γίνεται , τουτέοισι τὰ πολλὰ ξυναποθνήσκει . Ὁκόσοι πλευριτικοὶ γενόμενοι οὐκ ἀνακαθαίρονται ἐν τεσσαρεσκαίδεκα ἡμέρῃσι
ἰήσιος : εἰ δὲ μὴ , οὐκ ἐξέρχεται , ἀλλὰ ξυναποθνήσκει τῷ ἀνθρώπῳ : καλέεται δὲ εἰλεὸς αἱματίτης . Τὰ
5133272 μελαινουσι
αἰδοίοις χριόμενα ἡδονικά εἰσιν ἄγαν καὶ φιλτροποιά , καὶ τρίχας μελαίνουσι καὶ λευκώματα . Ὑπεριονίς , ἀετός ἐστι θηλεία .
φιλτροποιᾶ . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ τῆς χελιδόνος , καὶ μελαίνουσι τρίχας καὶ λευκώματα . τὰ δὲ τῆς περιστερᾶς ἐσθιόμενα
5130080 ῥευματιζομενον
τερηδόνος τὸ ἕλκος γίνεται πλαδαρόν , σομφόν , ἀκάθαρτον , ῥευματιζόμενον ἰχῶρι λεπτῷ : ἐὰν δ ' ἐπὶ φαγεδαινικῷ ἕλκει
ἡ μὲν οὖν κούφη ϲικύα πνευματώϲειϲ τε λύει καὶ ϲτόμαχον ῥευματιζόμενον ἵϲτηϲιν καὶ αἷμα ἐπιϲπᾶται καὶ φερόμενον αὖ πάλιν ἵϲτηϲιν
5126110 ἐνδιδοι
ἴϲχει . ἀλλὰ καὶ πνεῦμά κοτε ξυνιϲτὰν ἐν πλευρῷ δίψαν ἐνδιδοῖ καὶ ὀδύνην πονηρὴν μαλθακήν τε θέρμην : καὶ τόδε
, ἀμφιϲχεῖν τὸ ἀλγέον χωρίον ἱκανή . οὐ γὰρ εἴϲω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγοϲ , ἀλλ ' ἐϲ εὖροϲ κέχυται .
5096982 ἀνωφερη
τὰς τῶν στοιχείων δυνάμεις , καθ ' ἃς τὰ μὲν ἀνωφερῆ ἐστι , τὰ δὲ κατωφερῆ : ὑπὸ τούτων γὰρ
προνοητικῶς . Ἡρόδοτος καὶ Θουκυδίδης . ἄναντα : ἄνω , ἀνωφερῆ , δυσχερῆ . ἀναπίπτειν : τὸ ἀθυμεῖν λέγεται παρὰ
5094687 ἀπᾳδει
ἐν αὐτῇ μερῶν καὶ δυνάμεων , τὴν δὲ ἀναρμοστίαν . ἀπᾴδει γοῦν ἁρμονίαν λέγειν ἁρμονίαν καὶ ἀναρμοστίαν εἰσδέχεσθαι καὶ ποιότητα
κατασκευάζεσθαι ; μήποτ ' οὖν , ἐπειδὴ ταῦτα τῆς ἀληθείας ἀπᾴδει , βέλτιον ἀλληγοροῦντας λέγειν ἐστὶν ὅτι καθάπερ πόλιν τὸ
5092806 φαυλοτατα
. . ὥστε πολὺ μεῖον γιγνώσκεται τὰ Ἀλεξάνδρου ἢ τὰ φαυλότατα τῶν πάλαι ἔργων . . : ἄλλοι μὲν δὴ
ἐπεοικότες , ὥστε πολὺ μεῖον γιγνώσκεται τὰ Ἀλεξάνδρου ἢ τὰ φαυλότατα τῶν πάλαι ἔργων : ὁπότε καὶ ἡ τῶν μυρίων
5085168 δακρυουσι
καὶ τὸ στόμα ἀνοίγειν οὐ δύνανται , καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ δακρύουσι θαμινὰ καὶ ἕλκονται , καὶ τὸ μετάφρενον πέπηγε ,
: οἱ δὲ πενθοῦντες πολλά : καὶ γὰρ ἐπὶ πολὺ δακρύουσι . παρὰ δὲ τὸ μέγεθος , ὡς ἐπὶ αἰγῶν
5071178 ἐνυβριζον
βουλευτηρίου περιεσπάκει , εἴς τε τὸ ἄλλο σῶμα αὐτοῦ ποικίλως ἐνύβριζον καὶ τὴν κεφαλὴν οἷα σφαῖραν ἐν λιθοστρώτῳ πόλει διαβάλλοντες
τοῦ Διονυσίου καὶ τὰς θυγατέρας κατεπόρνευσαν , καὶ ἀνέδην αὐταῖς ἐνύβριζον πάντες , μάλιστα οἱ προσήκοντες ταῖς παρθένοις ταῖς ὑπὸ
5052804 φρυγανα
, ἀλλὰ πλοῖον ἐδόκουν βλέπειν . ἐξενεχθέντα δ ' αὐτὰ φρύγανα ὄντα ἰδόντες πρὸς ἀλλήλους ἔφασαν : ” ὡς ἄρα
καὶ ἐκείνῳ παρέχει περιπλέξαι τὴν προβοσκίδα : οἱ δὲ ἄλλοι φρύγανα ἐμβάλλουσι καὶ ξύλα , ὧν ἐπιβαίνων ἀνασπᾶται ῥᾳδίως .
5041611 τρεμει
γίγνεται τὸ σῶμα , καὶ ὅλον ἀσθενές , καὶ κομιδῇ τρέμει , οἵ τε πόδες φέρειν σφαλλόμενοι τοῦτο ἥκιστα δύνανται
καὶ ὁ ἄριστος . Ἀνάσσειν : βασιλεύειν . Πεφρίκει : τρέμει , φοβεῖτε . Πόσιν : ἄνδρα . Μυκήσαιντ '
5036085 βλαπτοντα
μὴ παρείκῃ ὁ πυρετόϲ , διδόναι μὴ μεγάλα ἐπὶ πυρετῶν βλάπτοντα . ἀγαθὸν δὲ ξυμφωνέειν καὶ τὸν πυρετὸν καὶ τὴν
, οὐδὲν ὠφελοῦντα ἐν τοῖς δεινοῖς , ἀλλὰ τὰ μέγιστα βλάπτοντα , πῶς οὐκ ἄνανδρος σφόδρα , ἡττώμενος μὲν γυναικῶν
5034794 σιαγονια
ἐς ὕδωρ θερμὸν , προστιθέσθω πρὸς τὰς γνάθους καὶ τὰ σιαγόνια . Ἀναγαργάριστον δὲ αὐτῷ ποιέειν ὀρίγανον καὶ πήγανον καὶ
λαμβάνει καὶ ῥῖγος καὶ ὀδύνη τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει
5028015 συμφεροντ
τἀληθῆ μετὰ παρρησίας , μηδὲν ἀχθεσθῆναί μοι . πέπραται τὰ συμφέροντ ' ἐφ ' ἑκάστου τῶν καιρῶν , καὶ μετειλήφαθ
ἂν ἐν τοῖς πᾶσιν : ἀλλ ' εἰ πλείονα τὰ συμφέροντ ' ἔνεστι , τοῦτο δεῖ σκοπεῖν . πλοῦτος δὲ
5027818 δικαιωματα
μὴ ὠνόμασται , οἷον σωφρονήματα μὲν τὰ ἀπὸ σωφροσύνης : δικαιώματα δέ , τὰ ἀπὸ δικαιοσύνης . Τὰ δὲ ἁμαρτήματα
τῆς φωνῆς αὐτοῦ , φυλάσσειν πάσας τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰς κρίσεις τὰς γεγραμμένας ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ
5018130 μεταλαμβανοντα
καθαίροντος , ἀλλὰ καὶ τῆς οὐσίας προσιζούσης ἐν τῇ διόδῳ μεταλαμβάνοντα μεγάλως βλάπτονται . χρήσιμος οὖν χυλὸς τῆς πτισάνης ἐπιρροφούμενος
, καθειργμένα δὲ ἄρα καὶ τοῦ χιλοῦ τοῦ νέου μὴ μεταλαμβάνοντα τοιαῦτα εὑρίσκεται , καὶ τοῦτο μᾶλλον φιλεῖ παρακολουθεῖν τοῖς
5015445 ἐπασχε
ὑπ ' αὐτοῦ τοῦ πολέμου καὶ τῶν λῃστῶν μυρί ' ἔπασχε κακά . οὔτε γὰρ ἐξήγετο τῶν ἐκ τῆς χώρας
μόνον : τὸ δὲ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὖ τὸ μὲν ἔπασχε , τὸ δὲ ἐποίει , ἡ δὲ ἀρχὴ ἀνήρτητο
5013103 πετεινα
καλεῖται Χαρσιάρω : ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ εὐχαριστοῦσιν πάντα τὰ πετεινὰ τὸν θεόν : καὶ ἀποτελεῖται ἐν αὐτῇ πᾶν στοιχεῖον
τοῖς ἀλόγοις ζῴοις μέγιστα καὶ σπουδαιότατα διείληπται . τὰ γοῦν πετεινὰ ἃ μάλιστα πέφυκε πρὸς τάχος , ἔστιν ἰδεῖν ὑπὲρ
4997415 ἀσθενεα
καὶ ἰσχυρὴν , ὁ δὲ ἀραιήν τε καὶ ὑγρὴν καὶ ἀσθενέα . Ὡς μὲν τὸ ξύμπαν εἰρῆσθαι , ἰχθύες κοῦφον
τῶν ποτῶν ἀποκρίνεται ἡ χολὴ μοῦνον : τὰ γὰρ φλέβια ἀσθενέα καὶ λεπτὰ ὑπάρχοντα οὐ δύναται ἕλκειν τὴν ἄλλην ἰκμάδα
4976861 κρεωδη
τροφιμωτέρα . κοινῶς δὲ πάντα τὰ σελάχια φυσώδη ἐστὶ καὶ κρεώδη καὶ δυσκατέργαστα πλεοναζόμενά τε τὰς ὄψεις ἀμβλύνει . ἡ
τροφιμωτέρα . κοινῶς δὲ πάντα τὰ σελάχια , φυσώδη , κρεώδη , δυσκατέργαστα , πλεοναζόμενά τε τὰς ὄψεις ἀμβλύνει .
4976355 ὀλισθηματα
καταπρηνὲς μᾶλλον ῥέποντα περιάγειν . Τὰ μὲν πλεῖστα ἀγκῶνος τοιαῦτα ὀλισθήματα . Ἢν δὲ ὑπερβῇ τὸ ἄρθρον ἢ ἔνθα ἢ
καὶ ἐπὶ τῶν ἀθλητικῶν σωμάτων , πάντα τε ὅσα θεραπευτὰ ὀλισθήματα μὴ δύνανται οἱ μεθοδικοὶ τρόποι καταρτίσαι , ταῦτα διὰ
4968884 ζωοποιειν
τὴν ἀκτῖνα καὶ εἰς τὰ βένθη δύεσθαι καὶ διὰ τοῦτο ζωοποιεῖν πάντα . καὶ ζῆν μὲν πάντα ὅσα μετέχει τοῦ
τὴν ἀκτῖνα καὶ εἰς τὰ βένθη δύεσθαι καὶ διὰ τοῦτο ζωοποιεῖν πάντα . Καὶ ζῆν μὲν πάνθ ' ὅσα μετέχει
4963282 τεραμονα
καὶ μαλακὰ γίνεσθαι . Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τὰ λήμνια τεράμονα δι ' ὅτι τοιαῦτα τὰ ἐδάφη . Τὸ γὰρ
λευκαίνει μᾶλλον ἐκπέττουσα τὰς τροφάς : καὶ φέρει δὲ καὶ τεράμονα τὰ ξηρὰ καὶ τὰ πρόσειλα , πέττει γὰρ ὁ
4961170 ἐξαναλισκεται
ὅμοιον : ἐν ἐκείνῃ μὲν γὰρ εἰς πολλὰ μερίζεται καὶ ἐξαναλίσκεται τὰ δεχόμενα τῶν σπερμάτων , ἐνταῦθα δὲ εἰς αὐτὰς
δηλοῖ . Καὶ χρηστὸν εἴη . Ὅτι τὸ χρηστὸν αἷμα ἐξαναλίσκεται εἰς τὸ χορίον : εἰ δὲ μὴ χρηστὸν ,
4957696 ἀργοτερα
τὰ ἔρια ἢ τοῖς ἀργοῖς , ἐπεὶ τῶν ἄλλων ζῴων ἀργότερά ἐστι τὰ θρέμματα καὶ νωθέστερα : μῆλον δὲ τὰ
τὰ ἔρια ἢ τοῖς ἀργοῖς , ἐπεὶ τῶν ἄλλων ζῴων ἀργότερά ἐστι τὰ θρέμματα καὶ νωθέστερα : μῆλον δὲ τὰ
4955682 κυηματα
τοῦ δος κλίνεται , καὶ σημαίνει τὰ μικρὰ τῶν φθειρῶν κυήματα . Τὰ εἰς ρις καὶ αὐτὰ διὰ τοῦ δος
. Τοιαῦτα ἄττα λιτανεύειν ἄν τις ὑποτοπάσειε τὰ τῆς ἑαλωκυίας κυήματα . Ἐπειδὰν οὖν αἴσθηται οὐκ ἀνύοντα οὐδὲν οὐδὲ καρδίαν
4950812 σῳζομενα
ἢ μὴ κατῳκίσθη , καὶ ποῖοι νόμοι σῴζουσιν αὐτῶν τὰ σῳζόμενα καὶ ποῖοι φθείρουσι τὰ φθειρόμενα , καὶ ἀντὶ ποίων
μεθ ' ὅσης εὐγνωμοσύνης καὶ μετριότητος διαμένειν πέφυκεν αὐτά τε σῳζόμενα καὶ σῴζοντα τὸν ἅπαντα κόσμον ; σκοπεῖτε γάρ ,
4950018 ὀσμωδη
δὲ καὶ θλιβόμενα μόνον καὶ κινούμενα . Καὶ πάλιν τὰ ὀσμώδη διαμασωμένοις καὶ γευομένοις χυμὸν σύνεγγυς τῶν αἰσθήσεων κειμένων .
ἄχυμα , οἷον λίθος ἄνοσμον , ὅτι καὶ ἄχυμον , ὀσμώδη δὲ τὰ ξύλα , ὅτι καὶ ἔγχυμα , καὶ
4948420 βασταζῃ
αὐτὴν ἐμβαλεῖν 〛 . Ἂν δέ τις ἁλιεὺς ἢ κυνηγὸς βαστάζῃ τὴν κοιλίαν ἢ τὴν κεφαλὴν ἢ τὰ ἄκρα τῶν
ἀποδιώξει ἀπ ' αὐτοῦ τὸν ὕπνον . ἐὰν δέ τις βαστάζῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς πλέων εἰς πλοῖον , οὐ φοβηθήσεται ζάλην
4948374 περιλειχουσι
καὶ κατὰ τῶν μικρῶν ἰχθύων , καὶ ὅσοι τὸ ἀλλήλων περιλείχουσι σῶμα ὡς τροφήν εἰσιν οὗτοι . τευθίδος ἢ θυσάνοις
εὐωχία , βρῶσις . ἀγαθή : εὔκολος . περιλιχμάζουσιν : περιλείχουσι , λείχουσιν . Βορή . τροφὴ , ζωή .
4947045 συνθετωτερα
, ἀλλὰ μόνους τοὺς γραμματικούς . καὶ τοῦτο εἰκότως : συνθετώτερα γὰρ γινόμενα τὰ πράγματα μᾶλλον στενοῦται , ἁπλούστερα δὲ
τῇ γὰρ φύσει πρότερα τὰ ἁπλούστερα , ἡμῖν δὲ τὰ συνθετώτερα . ἔστι δὲ ἁπλᾶ μὲν τὸ εἰ ἔστι καὶ
4943955 σκοποιης
ἐξετάζοις , πρὸ πάντων δὲ καὶ τὰ τοῦ ζωτικοῦ τόνου σκοποίης μέτρα , ὡς πάντων τῶν παθῶν ἐκεῖ συναπαρτιζομένων ,
καὶ ἡνωμένον . ἀλλ ' οὐδὲ τοῦτο ἕν ἐστιν εἰ σκοποίης κατὰ τὸν λόγον , ἀλλὰ δύο τοὐλάχιστον ἐν αὐτῷ
4938655 ἀφετοις
χεῖρας οἱ δεσμῶται τὰς ἐννοίας | αὐτὸς καὶ διανοήσεις λυθεὶς ἀφέτοις καὶ ἀπελευθεριαζούσαις χρήσεται ταῖς ἐνεργείαις , ὡς τὰς ἐπικελεύσεις
ἔτι τι τῶν εἰς παραίτησιν λέγειν θαρροῦντος , ἀμειλίκτοις καὶ ἀφέτοις ἐχρῆτο ταῖς ὀργαῖς , αἵ , χρόνῳ δέον ἀμαυροῦσθαι
4934983 ἐλυμηνατο
αὐτοὺς ἐξημάρτανεν : αἰεὶ δὲ προβαίνων τῇ παρανομίᾳ εἰς τέλος ἐλυμήνατο τὰ κατὰ τὴν Ἤπειρον . οὐ γὰρ διέλειπεν αἰτίας
ἐκπεπυρωμένον , ἡ δὲ τοῦ οὔρου δριμύτης τὴν ὄσφρησιν ἂν ἐλυμήνατο ” . καὶ ὁ Αἴσωπος : „ βάδιζε ,
4916490 τυκα
, τὸν ἰατρὸν δὲ σάκταν , βέφυραν τὴν γέφυραν , τῦκα δὲ τὰ σῦκα , κωτιλάδας δὲ τὰς χελιδόνας ,
τὸν ἰατρὸν δὲ σάκταν , βλέφυραν δὲ τὴν γέφυραν , τῦκα δὲ τὰ σῦκα , κωτιλίδας δὲ τὰς χελιδόνας ,
4894953 ὠοτοκων
ὥσπερ τὰ τῶν ζώων εὐθὺς φθείρεται χωριζόμενα πλὴν τὰ τῶν ὠοτόκων . ταῦτα γὰρ ὥσπερ εἴρηται τροφὴν ἔχοντα καὶ φυλακὴν
ταῖς πέτραις κοιμῶνται . Ὅτι τῷ ἔαρι αἱ θήλειαι τῶν ὠοτόκων ἐν τοῖς ψα - μάθοις ἀποτρίβουσαι τὰς γαστέρας ,
4891191 σκωληκουται
, τὰ δ ' ἐλάττους καὶ βραδύτερον . Ἥκιστα δὲ σκωληκοῦται τὰ δριμέα οὐχ ὅτι ἄσηπτα μόνον , ἀλλ '
τὸ τῆς δάφνης : αὕτη μὲν γὰρ σήπεται ταχέως , σκωληκοῦται δ ' οὐχ ὁμοίως : ἐπεὶ διὰ τοῦτο οὐδ
4886785 λιμναζει
πηγὴν τῷ Αἰγυπτίῳ ποταμῷ , ὃς κατὰ πᾶν ἔτος ἀναχεόμενος λιμνάζει τὴν πεδιάδα , μονονοὺκ ἀντίμιμον οὐρανοῦ δύναμιν ἐπιδείκνυσθαι δοκῶν
φησί , βρέχεται τοῖς θερινοῖς ὄμβροις ἡ Ἰνδική , καὶ λιμνάζει τὰ πεδία : ἐν μὲν οὖν τούτοις τοῖς ὄμβροις
4885485 ξυσματα
δέ τις τόπος ἐλλείπῃ , πυροβόλοις ὑφαπτέσθω : ἐχέτω δὲ ξύσματα ξύλων τεθειωμένα . . . περιεσπαρμένα , καὶ οὕτως
Οἷσι τὰ ὑποχωρήματα , ἐὰν ἐάσῃς ξυστῆναι , ὑφίσταται ὁκοῖον ξύσματα , ἢν ὀλίγα , ὀλίγη ἡ νοῦσος , ἢν
4881318 ἐδαφη
Ἀριάδνην ἀναλαβὼν καὶ τοὺς ἠϊθέους . Φερεκύδης δὲ καὶ τὰ ἐδάφη τῶν Κρητικῶν νεῶν φησιν ἐκκόψαι τὸν Θησέα , τὴν
ψυχροῦ τοῦ ἀέρος ὄντος ὅτι καὶ τὰ σπέρματα καὶ τὰ ἐδάφη κουφότερα καὶ ἡ χιὼν συνεκπέττει μᾶλλον . Ὅτι δὲ
4881281 διῳκει
ζητοῦσα τοῦ δέοντος φρονεῖν . . . . διεχείριζε ] διῴκει . . Ἀρίσταρχος ] περὶ τούτου πολὺς λόγος ἐν
ἃ ἦν αὐτῷ πρόσοδος καὶ ὅθεν εἰσέφερέ τε καὶ τἄλλα διῴκει , τοῦτο δὲ τῆς τάξεως ἐφ ' ἧς εἱστήκει
4877912 δυσκολοκαμπτους
καμπήν , οἵας οἱ νῦν τὰς κατὰ Φρῦνιν ταύτας τὰς δυσκολοκάμπτους , ἐπετρίβετο τυπτόμενος πολλὰς ὡς τὰς Μούσας ἀφανίζων .
δύσκαμπτοι αἱ στροφαί . καὶ Ἀριστοφάνης [ . ] τὰς δυσκολοκάμπτους αὐτάς φησιν . εἴρηται δὲ καὶ διὰ τὴν φωνὴν
4876143 ἀπροσκεπτως
, ὅς ' ἂν τύχῃ τις εἰπών , ταῦτ ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα . καὶ καλοῦσι μ ' οἱ νεώτεροι
ὅς ' ἂν μόνον τύχῃ τις εἰπών , ταῦτ ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα . καὶ καλοῦσί μ ' οἱ νεώτεροι
4875600 ἀπεγενετο
. . . . ἀπαρτίαν . . . , . ἀπεγένετο ἀντὶ τοῦ ἀπέθανεν . οὕτως Ἀ . καὶ Θουκυδίδης
περὶ ἰσημερίην κάτω αἷμα πουλὺ διῆλθεν . Γέροντι πάνυ σφόδρα ἀπεγένετο , οὐ πρόσω τεσσαρεσκαίδεκα ἡμερέων . Τῷ δὲ στιγματίῃ
4874655 ὀνειροπολει
φαντάζεσθαι , ὀνειρώττειν δὲ τὸ καθ ' ὕπνους συνουσιάζειν . ὀνειροπολεῖ ] ἐν τοῖς ὀνείροις φαντάζεται . ἴσθι , ὅτι
καὶ οὕτως ἱππάζεσθαι Θ ὃ νῦν κελητιᾶν καλοῦμεν . Θ ὀνειροπολεῖ θ ' ἵππους : κἀν τοῖς ὀνείροις ἵππους περινοεῖ
4872372 Σαλυων
Σένοσιν . . . . , . . ὅτι οἱ Σαλύων δυνάσται , τοῦ ἔθνους ἡττηθέντος ὑπὸ Ῥωμαίων , ἐς
μὲν Μασσαλίας ταῦτα . Ἅμα δ ' ἥ τε τῶν Σαλύων ὀρεινὴ πρὸς ἄρκτον ἀπὸ τῆς ἑσπέρας κλίνει μᾶλλον καὶ
4871631 δημευειν
παρέλιπον , εἴ τι ἄλλο τῶν Ἐράτωνος οἷόν τε ἦν δημεύειν , οἱ πάντα τὰ Ἐράτωνος ἀπογράφοντες , καὶ ἃ
, ὦ κάκιστοι πάντων ἀνθρώπων , ἀφέντες τὸ τὰ χωρία δημεύειν καὶ τὰς οἰκίας καὶ ταῦτ ' ἀπογράφειν , ἐδεῖτε
4868988 πονει
τοι αὐτὴ μὲν οὐδέν , ἡνίκ ' ἂν λέγῃ , πονεῖ , ὅταν δ ' ἁμάρτῃ , πολλὰ προσβάλλει κακά
[ ] τὴν [ ] μέλιτταν , ὡϲ [ οὐδὲν πονεῖ ] ἔξωθεν , ἀλλ ' [ ἐϲ ] ταὐτὸ
4868897 αἰτουμενα
οἰωνόν , ὦ σπερμολόγε ἄνθρωπε , ὅτι καὶ τὰ μὴ αἰτούμενα δίδοτε ἡμῖν . ἔπειτα εἰς τὸν ὄχλον ἐπιστραφεὶς καὶ
, δέονται δὲ ἀποδείξεως , ὅθεν καὶ αἰτήματα καλοῦνται ὡς αἰτούμενα καὶ χρῄζοντα ἀποδείξεως . Τὰ αὐτὰ ἀξιώματα καλοῦνται καὶ
4868190 ὀσφραινομενος
ἀλήθειαν σὺ μετὰ ] λέγεις τοῦτο υυ υυ ] ὡς ὀσφραινόμενος τοῦτό φησι . ὡς ὀσφραινόμενος τοῦτο ποιεῖ . ἐπίρρημα
οὐκ ἀνέχεται οὔτε τὴν ἰδέην αὐτῆς ὁρέων οὔτε τὴν ὀδμὴν ὀσφραινόμενος . Αὐτοῦ δὴ ὦν τούτου εἵνεκεν ἐσεσόφιστο , ἵνα
4864491 ἀποψυχων
καὶ τρῖβε ταῖς χερσὶν ἐπιμελῶς , ἀνατρίβων αὐτὸ καὶ οἱονεὶ ἀποψύχων : εἶθ ' ἑτέρῳ ὕδατι πολλάκις ἀποκλύσας δὸς εἰς
ἀνθ ' ὧν ἐς τὸν Τρίτωνα ἠσέβησε , τεκμηριοῦντες ὅτι ἀποψύχων μὲν ἐξῃρέθη τῆς θαλάττης , ἰχῶρα δὲ ἠφίει παραπλήσιον
4863158 ναυτιαν
. . . . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . . . . ἀνάπιπτ ' . ἀνδριάντας ἑστιᾷς
” τὰ τοιαῦτα . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . καὶ τοίνυν καὶ πρώην τις τὸ αὐτὸ πρόβλημα
4863029 καταπραϋνει
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε
ἤπειρον , οὖσαι τῶν Γηρυόνος βοῶν ἀπόγονοι . πείσει , καταπραϋνεῖ , καταπαύσει . . 〚 τεθνεὼς Κεφαλῆσι : Προσέπαιξε
4856932 τυπτομενα
τούτοις καὶ κωκυτὸς γυναικῶν καὶ παρὰ πάντων δάκρυα καὶ στέρνα τυπτόμενα καὶ σπαραττομένη κόμη καὶ φοινισσόμεναι παρειαί : καί που
ἐστι τὸ δρᾶν περί τι . πάλιν θεασάμενοί τινα λευκαινόμενα τυπτόμενα ἀνήγαγον ταῦτα ὑπὸ τὸ πάσχειν , ὅπερ ἐστὶν ἀλλοιοῦσθαι
4855194 ἀναλισκει
, δύο σκέπτεται ἑαυτόν τε τίς ὢν καὶ τίνων ὑπαρχόντων ἀναλίσκει καὶ τί τὸ ἔργον : λέγει δὲ πένητα μὴ
καὶ εὐωδέστατος . τὸ γὰρ ἐν αὐτῷ ὑδατῶδες ὁ χρόνος ἀναλίσκει . Ἐάν , ἐπόμβρου τοῦ ἔτους γενομένου , συμβῇ
4853725 θαμνοϲ
τοῦτο καὶ διαφορητικόν . Κίϲθοϲ ἢ κίϲθαροϲ . Ϲτυπτικὸϲ ὁ θάμνοϲ ἐϲτὶν εἰϲ τοϲοῦτον ὡϲ τὰ φύλλα αὐτοῦ καταπλαϲϲόμενα κολλᾶν
καὶ ῥυπτικὸν καὶ ἐπιϲπαϲτικόν . Νήριον ἢ ῥοδοδάφνη γνώριμοϲ ἅπαϲι θάμνοϲ : ἔξωθεν μὲν οὖν τοῦ ϲώματοϲ εἰ καταπλαϲθείη διαφορητικῆϲ
4852282 σκληροτατα
θᾶσσον διὰ τὸ λιπαρὸν , καὶ ταῦτα τῶν ὀστέων καὶ σκληρότατα καὶ στριφνότατα : ὅκου δὲ λιπαρὸν καὶ κολλῶδες παραπλήσια
καὶ θέλοντα τὰ πνεύματα διαφορηθῆναι , οὐκ ἀπέρχονται περὶ τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν , ἀλλὰ περὶ τὰ μαλακώτατα , καὶ
4849631 Παταλα
δὲ ἐχομένας ξατραπείας τὴν μὲν παρὰ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν καὶ Πάταλα τῶν ἐκείνῃ Ἰνδῶν πόλεων τὴν μεγίστην Πώρῳ τῷ βασιλεῖ
Εὐφράτου καὶ τοῦ Τίγρητος . Ἐπανελθὼν δὲ ὀπίσω ἐς τὰ Πάταλα τήν τε ἄκραν τετειχισμένην καταλαμβάνει καὶ Πείθωνα ξὺν τῇ
4849078 χρονισῃ
παρακεντήσεως , οὐ κατ ' ἀρχὰς , ἀλλ ' ὅταν χρονίσῃ : ἔχει δὲ ἀπάτην τὸ πάθος τοῦτο . ἔστι
βὴξ ῥευματισμός ἐστιν ἀρτηρίας τραχείας καὶ θώρακος : ἐὰν δὲ χρονίσῃ , καὶ πνεύμονος . ἁρμόζει δὲ καταρροφεῖν ἐπ '
4848322 καταφαγῃ
οὖν φησι : τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις ἵνα τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστι . εὖ γε δρῶντες . ἆρά
. Τῶν Φαρσαλίων ἥκει τις , ἵνα καὶ τὰς τραπέζας καταφάγῃ ; οὐδεὶς πάρεστιν . εὖ γε δρῶντες : ἆρά
4847734 ἑωρατε
] αρῶσιν ὑπὸ του ? [ [ ] ος ? ἑωρατε [ [ ] οιμετρος ? ? γο ? [
] αρῶσιν ὑπὸ του ? [ [ ] ος ? ἑωρατε [ [ ] οιμετρος ? ? γο ? [
4847250 ἀνειρεαι
οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι , οὐδὲ παρ ' αὐτὸν ἑζομένη μύθοισιν ἀνείρεαι οὐδὲ μεταλλᾷς ; οὐ μέν κ ' ἄλλη γ
“ ξεῖν ' , ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς , μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ '
4845194 προσλαμβανῃ
οὐ γὰρ ἔστιν ἐλέγξαι τὸ ἐνδεχόμενον μηδενί : ποίαν γὰρ προσλαμβάνῃ ; εἰ μὲν τὴν ΑΒ , αἱ δύο ἀποφατικαί
αὐτός με , παρ ' ἐμοῦ δ ' ἵνα τροφὴν προσλαμβάνῃ , σκάπτω γὰρ αὐτὸς ἐπιμελῶς σπείρω τ ' ἀεί
4845112 ἀπαρνουνται
Φερεκράτης ἐν Θαλάττῃ καὶ Φιλήμων ἐν Πανηγύρει . ἀναίνονται : ἀπαρνοῦνται . ἀγρησθῶσιν αἱ μῆτραι : τουτέστιν ἄγρας χρῄζουσιν ,
ἀλλὰ φεύγοντες τὸ ὀγκηρόν . διὸ καὶ τὰ σφόδρα ἔνδοξα ἀπαρνοῦνται : καὶ ἴσως οἱ διὰ τοῦτο καὶ τοιοῦτον τὸν
4840930 ἀναλαμπειν
σελήνης τὸ πρὸς γῆν μέρος ἐζόφωται , νουμηνίᾳ δὲ πέφυκεν ἀναλάμπειν . τρίτον δὲ ὅτι τῷ ἐλάττονι καὶ ἀσθενεστέρῳ κατ
τῶν ῥιπιδίων ῥιπιζομένους οὐ καίεσθαι , ὑπὸ δὲ ὕδατος ῥαινομένους ἀναλάμπειν . οὐδὲν δὲ ἑρπετὸν τὴν ὀσμὴν αὐτῶν ὑπομένειν .
4838329 ἐπιθυμουσι
: ἀντὶ τοῦ “ περιεβάλετο ” . οἱ γὰρ γυμνοὶ ἐπιθυμοῦσι κἂν περιζώματος τυχεῖν . ὁ δὲ νοῦς : δι
αὐτοῦ . * ἐπερχόμενος . φιλίαις ἀποδοχαῖς . ἐπιθυμηταῖς : ἐπιθυμοῦσι γὰρ πάντες ἀρέσκειν τοῖς ἄρχουσιν αὐτῶν . * τοῦ
4833190 ἐξαιρεθῃ
τὴν ἡδονὴν ἐπιφέρουσιν ὅταν ἅπαν τὸ ἀλγοῦν κατ ' ἔνδειαν ἐξαιρεθῇ : καὶ μᾶζα καὶ ὕδωρ τὴν ἀκροτάτην ἀποδίδωσιν ἡδονὴν
τὰ θλίβοντα : πῶς ἂν θεραπευθῇ καὶ ταῦτα , πῶς ἐξαιρεθῇ : εἴ τινα ἐξεργασίας δεῖται τούτων , κατὰ τὸν
4832329 πολυειδη
τινας τῶν ὀκνηροτέρων καὶ ἀσφαλεστέρων συμβαίνει λογίζεσθαι ποικίλην τινὰ καὶ πολυειδῆ τὴν τάξιν ταύτην εἶναι καὶ ἐντεῦθεν ἐπὶ κόπον .
κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ λοχίαις ὠδῖσι κύεις καρπὸν πολυειδῆ , ἀιδία , πολύσεπτε , βαθύστερν ' , ὀλβιόμοιρε
4830829 πειραζεται
πανοῦργον μακρὰν οἰκίζει θεοῦ . Ἤθη τὰ πάντων ἐν χρόνῳ πειράζεται . Θυμὸν φυλάττου : τὸ φρονεῖν γὰρ οὐκ ἔχει
τρέφειν ὄρνεον εὐμέγεθες ἰδιάζον τῇ φύσει , καὶ διὰ τούτου πειράζεται τὰ νήπια τῶν βρεφῶν ποίας τινὰς ἔχει τὰς τῆς
4829088 πλαδαρα
ἄνευ περιττωματικῆς τινος ὑγρότητος καὶ ἐπιρροῆς ἔσωνται , ἐπειδὴ ἡ πλαδαρὰ σὰρξ ἑτοιμόφθαρτός ἐστι καὶ οὐκ ἄγονται εἰς οὐλὴν τὰ
φλοιὸς καυθεὶς καὶ ἐπιπαττόμενος τὰ δι ' ὑγρότητα πολλὴν ἕλκη πλαδαρὰ καὶ ῥυπαρὰ ἰᾶται . πευκεδάνου ῥίζα τοῖς κακοήθεσιν ἕλκεσιν
4827322 εἰσενεχθεν
δ ' ἐνίοις οἱ στόμαχοι , ὥστε αὐτίκα ἀπορρίπτειν τὸ εἰσενεχθὲν πρὶν ὄνασθαί τι αὐτοῦ ἢ διὰ ταλαιπωρίας ἀρρήτου τινὸς
εἰσιόντας ἐπιτελέσαι ὑπάτους . τοῦτο τὸ δόγμα εἰς τὸν δῆμον εἰσενεχθὲν τόν τε Κάσσιον ἔπαυσε τῆς δημαγωγίας , καὶ τὴν

Back