κατὰ τοῦτο τὸ πάθος καὶ τὴν ἀντίληψιν γίνεσθαι . τοῦτο κατάδηλον , ὅτι ὀφθαλμὸς ὑγρὰ περιέχει : τό τε ὑδατῶδες
διὰ κλοπῆς καὶ τῶν τοιούτων , οὕτω δὲ ὥστε μηδενὶ κατάδηλον γενέσθαι . διὸ καὶ κρύπτεια ὠνόμασται : ἐκολάζοντο γὰρ
6428584 ἀλογωτατων
μὴ οὐ θεμιτόν ἐστι , τόν τε σπουδαῖον ἀπώσασθαι τῶν ἀλογωτάτων ἐστί . καὶ ἆρά γε εὐεργέτῃ δεομένῳ ἀντιχαρίσασθαι δεῖ
τοῦ καταλαμβάνοντος οὐδὲν ἔτι ἔσται τὸ καταλαμβανόμενον : τῶν δὲ ἀλογωτάτων ἐστὶ τὸ εἶναι μὲν τὸν καταλαμβάνοντα , μὴ εἶναι
6183494 διηθησον
οἷόν ἐστι τοῦτο : γλοιὸν ἀπὸ βαλανείου λαβὼν καὶ ἀναζέσας διήθησον πρῶτον , ὥστε γενέσθαι καθαρόν : εἶτ ' ἐμβαλὼν
ἀμπελίνην σποδὸν ὄξει κατάσβεσον καὶ ἐπιχέας πλεῖον ὄξος δεῦσον καὶ διήθησον διὰ ῥάκους , καὶ μίξας ὕδατι ὀλίγῳ δὸς πιεῖν
6163227 Παιδεια
, ἀλλὰ τῇ Παιδείᾳ παραδιδόασιν αὐτούς . εἶτα ὅταν ἡ Παιδεία παραλάβῃ , ἀνακάμπτουσιν αὗται πάλιν ἄλλους ἄξουσαι , ὥσπερ
ἡ πλείστη διάστασις . Ἀκούσιον τὸ παρὰ διάνοιαν ἀποτελούμενον . Παιδεία δύναμις θεραπευτικὴ ψυχῆς . Παίδευσις παιδείας παράδοσις . Νομοθετικὴ
6153059 Φαμεν
τὰ ἀμφισβητούμενα μάχης ; ἆρ ' ἐνθένδε ; Πόθεν ; Φαμέν που ταὐτὸν ἓν καὶ πολλὰ ὑπὸ λόγων γιγνό -
ἔφη . Οὐκοῦν καὶ ἀρετήν φαμέν τινα ψυχῆς εἶναι ; Φαμέν . Ἆρ ' οὖν ποτε , ὦ Θρασύμαχε ,
6120768 κουφιζεται
τῶν τῆς ὀδύνης αἰτίων , μηδαμῶς προσφέρειν τὰ ναρκωτικά : κουφίζεται μὲν γὰρ ἐπὶ τῇ τούτων χρήσει , ναρκουμένης δηλονότι
δοῦλον δεσπότῃ μὴ συμβάλῃς . Ψυχῆς πόνος γὰρ ὑπὸ λόγου κουφίζεται . Πλοῦτον μεταλήψεθ ' ἕτερον οὐχὶ τὸν τρόπον .
6115543 πνευματιον
παραφέρῃ σε ὁ κλύδων , παραφερέτω τὸ σαρκίδιον , τὸ πνευμάτιον , τἆλλα : τὸν γὰρ νοῦν οὐ παροίσει .
ἀσχολήσεται . Τρία ἐστὶν ἐξ ὧν συνέστηκας : σωμάτιον , πνευμάτιον , νοῦς . τούτων τἆλλα μέχρι τοῦ ἐπιμελεῖσθαι δεῖν
6110029 Εἰπειν
παρ ' ἡμῶν , ὥσθ ' ἡμᾶς ἔχειν φίλους . Εἰπεῖν οὖν τὸν Εὔφημον ὅτι καλῶς ποιήσειεν εἰπών , καὶ
τὸν Ἀριστοφάνη : ” ἐγὼ δὲ ταῦτα ποιήσω . “ Εἰπεῖν δὴ τὸν Ἐρυξίμαχον , Δοκεῖ τοίνυν μοι ἀναγκαῖον εἶναι
6044042 Λεκτεον
ἕνεκα λεκτέον τι καὶ οὐ καθευδητέον ἐν τῇ μεσημβρίᾳ . Λεκτέον γὰρ οὖν . Οὐκοῦν , ὅπερ νῦν προυθέμεθα σκέψασθαι
εἰρήσεται τὸ ἱερώνυμος καὶ ἔτι τὸ ὁμώνυμος , δασυνόμενα ; Λεκτέον οὖν , ὡς καὶ ἐπ ' ἄλλων μυρίων κατὰ
6040095 Μαρκιανῳ
προνοίᾳ τῶν ἀγρῶν ἡ σωτηρία . ἔστω δὴ καὶ τῷ Μαρκιανῷ σωτηρία καὶ καταφυγὴ τὸ παρὰ σοῦ τε ἐγνῶσθαι καὶ
προτέρου δὲ τἀνδρὸς ἢ τοῦ παιδίου . βοήθησον τοίνυν καὶ Μαρκιανῷ καὶ τοῖς νόμοις καὶ ποίει τοὺς ἀδικοῦντας ἀσθενεῖς .
6025922 πολυχυτον
. ἀργέστας : οἱονεὶ τοὺς ἀνέμους . ἀχύνετον δὲ τὸ πολύχυτον : τὸ γὰρ α ἐπιτατικόν ἐστιν . ἐκτίθεσθαι οὖν
τοὺς ἀργέστας , οἱονεὶ τοὺς ἀνέμους . ἀχύνετον δὲ τὸ πολύχυτον , τὸ γὰρ α ἐπιτατικόν ἐστιν . ἐκτίθεσθαι οὖν
6016030 Δεδεικται
, οὐκ ἐνδέχεται ἑνὶ δειχθῆναι λόγῳ καὶ τῷ αὐτῷ . Δέδεικται πρότερον ὅτι οὔτε ὁ ὁρισμὸς καὶ ἡ ἀπόδειξις ταὐτὸν
ἤτοι τοῦ μεγίστου τῶν ἀεὶ φανερῶν ἤτοι τῶν ἀρκτικῶν . Δέδεικται . , ] ἐν τῷ ιʹ θεωρήματι τοῦ Αὐτολύκου
5995582 Μεμαθηκαμεν
τὸ † περὶ θεοῦ ἀλλὰ τὸ ζῷον λογικὸν θνητόν . Μεμαθήκαμεν καὶ ἐν τῇ Φυσικῇ ἀκροάσει ὅτι φύσις μὲν λέγεται
ὑποκείμενον τῇ φιλοσοφίᾳ ἄλλῃ τέχνῃ ἢ ἐπιστήμῃ οὐχ ὑπόκειται . Μεμαθήκαμεν διὰ τῶν φθασάντων ὅτι οἱ ὁρισμοὶ ἐκ τριῶν λαμβάνονται
5971004 μηνισκος
εἴη ὁ μηνίσκος τῷ εὐθυγράμμῳ . ὅτι δὲ οὗτος ὁ μηνίσκος ἐλάττονα ἡμικυκλίου τὴν ἐκτὸς ἔχει περιφέρειαν , δείκνυσι διὰ
ΕΚ ΚΒ ΒΗ τμημάτων . τούτων οὕτως ἐχόντων ὁ γενόμενος μηνίσκος οὗ ἐκτὸς περιφέρεια ἡ ΕΚΒΗ ἴσος ἔσται τῷ εὐθυγράμμῳ
5950351 προυδωκας
ὑφ ' ἡμῶν , ὦ κάκιστ ' ἀνδρῶν , παθὼν προύδωκας ἡμᾶς , καινὰ δ ' ἐκτήσω λέχη , παίδων
φόνωι πράσσεις φόνον ; ὁ πατρὸς ἀμύντωρ , ὃν σὺ προύδωκας θανεῖν . ] οὐκ ἤρκεσέν σοι τὸ παρὸν αἷμα
5930594 πραττεσθω
δίδωσί σοι , καθάπερ ἐπέστειλας : ἀλλὰ τὰ ἀπὸ σοῦ πραττέσθω διὰ τάχους . ἐνεγέγραπτο μὲν ταῦτα : καί μοι
ἀπομνημονεῦσαι καὶ τηρῆσαι καιρὸν ἀμοιβῶν καὶ σπεῦσαι λαμπρότερον ἀποδοῦναι . πραττέσθω δὴ νῦν , εἰ καὶ μὴ πρότερον . δύο
5928712 θανουμεθ
ἢν δ ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι , θανούμεθ ' . ἀλλὰ πρὶν θανεῖν νεὼς ἔπι φεύγωμεν ,
οὗ δὴ τὸ δεινὸν παρακέλευσμ ' ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' :
5926803 κοτυλος
ὁμωνύμως τὸ ἀγγεῖον τῷ ὑγρῷ . . . . , κότυλος . . . . ἐνίσσων : ὅτι ἀντὶ τοῦ
δὲ ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ
5926551 Ἐκλεκτος
οἰκονόμος τῆς πίστεως . Καὶ εἶπεν αὐτῷ Βαροὺχ ὅτι , Ἐκλεκτὸς εἶ σὺ ὁ λαλῶν ἐκ πάντων τῶν πετεινῶν τοῦ
οἰκονόμος τῆς πίστεως . Καὶ εἶπεν αὐτῷ Βαροὺχ ὅτι , Ἐκλεκτὸς εἶ σὺ ὁ λαλῶν ἐκ πάντων τῶν πετεινῶν τοῦ
5915827 ποταπος
ὑπηρεσίαν . “ ἐπιστὰς δὲ τῷ πρώτῳ παιδίῳ εἶπεν ” ποταπὸς εἶ ; “ ἐκεῖνος ἀπεκρίθη ” Καππάδοξ . “
υἱός μου παρὰ σοὶ σχολάσας ἁμαρτάνει ” εἶπε : „ ποταπὸς οὖν ἂν ἐγένετο μὴ σχολάσας „ ; Ὁ αὐτὸς
5915574 διεφθαρμενη
ἐχομένηι χαῖρε γύναι . καὶ ἦν ἡ κόρη τῆς νυκτὸς διεφθαρμένη . τελευτῆσαι δὲ τὸν Δημόκριτόν φησιν Ἕρμιππος [ .
ἀρχὴ ἰσχυρὰ ἐν τῷ λόγῳ ὁ νοῦς . ὅταν οὖν διεφθαρμένη ᾖ ἡ τοιαύτη ἀρχή , μεγάλων κακῶν αἰτία γίνεται
5872984 νικησασαι
μέρη ὀρνίθων ἔχουσαι τὰ δὲ ἄνω ἀνθρώπων ἃς αἱ μοῦσαι νικήσασαι μελωδία τοῖς πτεροῖς ἐκείνων ἐστεφανώθησαν πλὴν Τερψιχόρης , ὅτι
δέδωκε νῶτα τραπὲν εἰς φυγήν . αὗται οὖν ἐπηλάλαξαν καὶ νικήσασαι τρόπαιον ἔστησαν πρὸς ταῖς πύλαις ἐν αἷς οἱ παῖδες
5858117 ἀνατομη
ἔτι ὁμοίως πολλοί , καὶ ὅπου τετάχθαι προὐδίδαξεν ἡμᾶς ἡ ἀνατομὴ ταυτὶ τὰ ἔντερά τις καὶ ὀδύνη διαφαίνεται μᾶλλον οὖσα
. δι ' ὧν καὶ παρὰ Ξενοφῶντι ἡ τἀνθρωπίνου σκήνους ἀνατομὴ πομπικῶς καὶ ἔτι μᾶλλον ἀναζωγραφεῖται θείως παρὰ τῷ Πλάτωνι
5839314 Ἀθρει
ἔθετο : ὡς δὲ ἐδείχθη καὶ τὸ παράδειγμα γειτονεῖ . Ἄθρει γοῦν ὡς ἐν κεφαλαίῳ , θεσπεσία μοι κεφαλή ,
μόνον ἐκεῖνον ὁ πομπαῖος ἄνεμος οὐκ ἀφίησι τῆς δουλείας . Ἄθρει δὴ κἀκεῖνο περὶ τῶν μακαρίων ἀρχόντων , ὡς οὐχ
5837753 ἐρευνησωμεν
ἂν εἴη πότερον ἑτέρους ἢ τοὺς αὐτοὺς εἶναι συμβέβηκεν . ἐρευνήσωμεν δ ' ἅμα τούτοις καὶ τὰς τῶν ἄλλων ὁμωνύμων
, ὧν σύνθετον ὄνομα πρωτογεννήματα . ἑκατέραν δὲ τῶν αἰτιῶν ἐρευνήσωμεν , καὶ προτέραν γε τὴν προτέραν τῇ τάξει .
5825435 ὀπτησω
σαπροῦ . Κἀμοὶ σὺ δή , παῖ , θρῖον : ὀπτήσω δ ' ἐκεῖ . Ἔνεγκε δεῦρο τὼ πτερὼ τὠκ
, τουτέστι συνουσιάζειν . εἰς ἣν ὠμόσαμεν . σύν σοι ὀπτήσω τῷ ἔρωτι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν κρεῶν . λείπει τὸ
5825404 χἠμεις
σὺ μεμπτὸν ἐνθάδ ' ὢν ἐρεῖς ἐμοί : οἴκοι δὲ χἠμεῖς εἰσόμεσθ ' ἃ χρὴ ποεῖν . Χωρῶν ἀπείλει νῦν
πάντας χρηστὸς ὤν , οὐκ ἔστι χειρόνιπτρον . ἀναθῶμεν νῦν χἠμεῖς τούτοις τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προσαγήλωμεν ἐπελθόντες . χαίρετε
5825186 βυζω
. παρὰ τὸ βύω , ἔνθεν βεβυσμένος : οὗ παράγωγον βύζω , ὁ παθητικὸς παρακείμενος βέβυκται , ὡς βάζω βέβακται
, τροπῇ τοῦ α εἰς υ . ἢ παρὰ τὸ βύζω βυστός καὶ βυθός . . . . βύκτης :
5824383 πρωκτος
πίττα δήπου καομένης ἐξέρχεται . ὁ δ ' ὄπισθεν οὐχὶ πρωκτός ἐστιν οὑτοσί ; ὄζος μὲν οὖν τῆς δᾳδὸς οὗτος
τὸν πρωκτὸν ἠχεῖν ὑπὸ βίας τοῦ πνεύματος . σάλπιγξ ὁ πρωκτός ἐστιν ἄρα τῶν ἐμπίδων . ὦ τρισμακάριος τοῦ διεντερεύματος
5822942 ἐξεβημεν
τῆς Ἀσσυρίων βασιλείας ὡς ὑπὸ Μήδων κατελύθη προειρηκότες ἐπάνιμεν ὅθεν ἐξέβημεν . Ἐπεὶ δὲ διαφωνοῦσιν οἱ παλαιότατοι τῶν συγγραφέων περὶ
μὲν οὖν καὶ εἰς ὕστερον ἐπισκεψόμεθα , ἐπανιτέον δὲ ὅθενπερ ἐξέβημεν . πολλαχῶς τοίνυν τοῦ γίγνεσθαι λεγομένου καὶ τῶν μὲν
5822557 Πατρις
ἡδονὰς δι ' ὀμμάτων καὶ κάλλει πολλῷ αἰσθητῷ συνών . Πατρὶς δὴ ἡμῖν , ὅθεν παρήλθομεν , καὶ πατὴρ ἐκεῖ
, Ἀριστείδῃ τε καὶ Λουκιανῷ , καὶ τοῖς ἄλλοις . Πατρὶς μέν , καὶ οὐχὶ μητρίς , μητρόπολις δέ ,
5819729 ἐξαπτουσι
τε γὰρ δίψαν αὐτῶν ἐπιτείνουσι τὰ τοιαῦτα καὶ τὸν πυρετὸν ἐξάπτουσι καὶ τὰ φλεγμαίνοντα τῶν αἰτίων ἔτι μᾶλλον ἐκκαίουσι καὶ
ἐν ἡλίῳ : μετὰ ταῦτα δὲ ἐνείραντες ἁρπεδόνι τὰ κρέα ἐξάπτουσι τῷ ἑαυτῶν τραχήλῳ , καὶ μαχαίριον λαβόντες , ᾧ
5812873 ξυνεβημεν
πολὺν μὲν οὖν χρόνον διεφερόμεθα ἐμαχόμεθα καὶ ἠμφισβητοῦμεν . κοινῇ ξυνέβημεν : ὡμονοήσαμεν καὶ ἀμφοτέροις συνέδοξε . τοῦτο δὲ διότι
” εἶπεν ” ὡς ἔμοιγε ἥδιστον καὶ Πατρόκλῳ ἐγένετο , ξυνέβημεν γὰρ δὴ κομιδῇ νέοι , ξυνέχει δὲ ἄμφω χρυσοῦς
5811311 ἀμις
ἢ μόνῃ τῇ αὐλητρίδι : οὐκ εἰσφέρεται δὲ οὐδ ' ἀμὶς εἰς τὸ πρυτανεῖον . ἐὰν δέ τις Ναυκρατιτῶν γάμους
κηδεστής φησιν ὅτι ἀντὶ ἀμίδος σκάφιον ᾔτησεν ἡ Ξένυλλα . ἀμὶς δέ ἐστιν οὐροδόχον ἀγγεῖον . ἀντὶ τοῦ στείρα .
5804467 Ἰτυκην
, ὥστε ἔγνωστο πολεμεῖν Σύφακα μὲν ὁρμώμενον ἐπὶ τοὺς πολιορκοῦντας Ἰτύκην , Ἀσρούβαν δ ' ἐπὶ τὸ Σκι - πίωνος
τῶν Καρχηδονίων ἑκατέρους , κατέλαβον ἄμφω , Τύνητα πόλιν καὶ Ἰτύκην , ἣ μεγίστη Λιβύης ἐστὶ μετὰ Καρχηδόνα : ὅθεν
5804198 ᾠδικον
δὲ ὁ ποιητὴς ἑαυτὸν ἀηδόνι , διὰ τὸ τῆς ποιητικῆς ᾠδικόν : τοὺς δὲ κριτὰς ἱέρακι , διὰ τὸ ἁρπακτικόν
Βοιωτῶν καλούμενοι γένος ἄλλο πού τί εἰσιν ὀρνίθων , οὐκ ᾠδικόν . ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ
5803662 πυματος
πυθμὴν οὖν , πύθματος , καὶ ἀποβολῇ τοῦ θ , πύματος . Παγός . παρὰ τὸ πεπῆχθαι . Πατήρ .
, ἢ ἀπὸ δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων προπαροξύνονται : μέσατος πύματος ὀγδόατος τρίτατος τέταρτος νέατος . τὸ μέντοι ἐρατός ἐλατός
5801645 ἀντιβολουσαι
εἰς ἀνάβραστ ' ἠρτυμέναι περὶ τὸ στόμ ' ἐπέτοντ ' ἀντιβολοῦσαι καταπιεῖν , ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι . τὰ δὲ
' οὐ πρόρριζον ἐπιχειρήσουσιν ἀνελεῖν : ἔπειτα ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν ἀντιβολοῦσαι καὶ τῶν δυστήνων παιδίων τούτων , ἵνα μὴ πέσωμεν
5801200 διελαβεν
οὖν μετὰ τὸ διαλαβεῖν ἐν ταῖς Κατηγορίαις περὶ ἁπλῶν φωνῶν διέλαβεν ἐν τῷ Περὶ ἑρμηνείας πρῶτον μὲν περὶ ὀνόματος καὶ
τῆς κατ ' Αἴγυπτον βασιλείας , καὶ μόνος ἀπολειφθεὶς ἀπολελύσθαι διέλαβεν ἑαυτὸν παντὸς κινδύνου . διόπερ τῆς συνήθους τοῖς ὄχλοις
5794700 στλεγγις
ἄντροις ἄλυχνος , ὥστε θήρ , μόνος . στλεγγιδοποιός , στλεγγίς , ἀποστλεγγίσασθαι , ἀπεστλεγγισμένος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερόν
ἑστιῶνται . στίγων : ὁ στιγματίας . Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις . στλεγγίς : ἡ ξύστρα , καὶ στλεγγιζόμενος : ἀποξυόμενος .
5794566 συνηθροισμενον
κοινὰ τὰ ὄντα νέμεσθαι . „ Ἔκκλητον , καὶ τὸ συνηθροισμένον , ὡς Εὐριπίδης ” μολὼν γὰρ εἰς ἔκκλητον Ἀργείων
δ ' ἐκ πολλῶν καὶ παντοδαπῶν συνηλισμένον , ὅπερ ἐστὶ συνηθροισμένον . Νημερτὴς δ ' εὐλόγως εἴρηται : τί γὰρ
5789993 σπουδαστεον
ἐπιρρίπτειν , ἀρίστη δὲ πασῶν ἡ λεγομένη Σαραπίωνος μηλίνη . σπουδαστέον μέντοι ὡς ὅτι τάχιστα εἰς διαπύησιν ἄγειν τοὺς ἄνθρακας
θεᾶς γεγῶτος : τί γὰρ ἐγὼ σεμνύνομαι ; ἦ τινος σπουδαστέον μοι μᾶλλον ἢ τέκνου πέρι ; ἀλλ ' ἄμυνον
5784817 σιδηρεια
τις ἄν , καὶ ἔνδοξα εἶναι , καθάπερ καὶ τὰ σιδηρεῖα ; ἢ σιδήρου μὲν εὐπορία τόπον ἐπιφανῆ δύναται ποιεῖν
ὅτι καὶ ἔνδοξα ἦν καὶ ἄξια μνήμης , καθάπερ τὰ σιδηρεῖα . τί δ ' εἰ μὴ κατὰ τοὺς ἥρωας
5783146 ἐπιγνωσθηναι
, ἥδιστον δὲ ἀνθρώποις , ἀλυπότατον δὲ τῷ ἔχοντι καὶ ἐπιγνωσθῆναι ῥᾷστον . τὰ μὲν γὰρ ἄλλα ἀγαθὰ κἂν λάθοι
δοθὲν πιεῖν τοῖς εἰς τοῦτο ἐνεδρευθεῖσιν ἀπαθεῖς αὐτοὺς διατηρῆσαι . ἐπιγνωσθῆναι δὲ τοῦτο ὕστερον ἐξ ἀνακρίσεως τοῦ τὸ φάρμακον πωλήσαντος
5779207 προαγωγον
τὸ εἶδος , διὰ δὲ τῆς ἑνάδος τὴν φύσιν τὴν προαγωγόν : νοητῶς δὲ διὰ τῆς δυάδος τὴν ἀπειρίαν ,
πυγοστόλος : οἱ μὲν τὴν μαστροπὸν λέγουσιν , ἤγουν τὴν προαγωγόν , οἱ δὲ αὐτὴν τὴν γυναῖκα τὴν ἑταιρίδα τὴν
5779093 ἡδυκωμος
ἦν δὲ καὶ κωμαστικὴ μάχην καὶ πληγὰς ἔχουσα , καὶ ἡδύκωμος ἡδίων , καὶ κνισμὸς καὶ ὄκλασμα : οὕτω γὰρ
τετράκωμος , ἐπίφαλλος , χορεῖος , καλλίνικος , πολεμικόν , ἡδύκωμος , σικιννοτύρβη , θυροκοπικόν , κνισμός , μόθων .
5778688 ἀπολογησομεθα
τοῖς προοιμίοις προθήσομεν τὸ πρᾶγμα , περὶ οὗ κατηγορήσομεν ἢ ἀπολογησόμεθα , ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἄλλων εἰδῶν . προσέχειν δὲ
δοκεῖν ἁλισκόμενοι τῷ συνειδότι καθησυχάζειν ” πῶς ” ἔφασαν „ ἀπολογησόμεθα καὶ πρὸς τίνα ; σὺ γὰρ μέλλεις ἔσεσθαι καὶ
5772234 κεχυμεναι
ὅσον ἡ κεφαλὴ ἴσχυσε χωρῆσαι μέγεθος φωνῆς . χαῖται αἱ κεχυμέναι κόμαι . χαλκίς ὁτὲ μὲν ὄνομα πόλεως , “
τὸ στόμ ' ἐπέτοντο ἀντιβολοῦσαι καταπιεῖν , ὑπὸ μυρρίναισι κἀνεμώναις κεχυμέναι . τὰ δὲ μῆλ ' ἐκρέμαντο τὰ καλὰ τῶν
5765028 ξιφισμος
τὰ αὐτὰ ταῦτα . ἀποξιφίσαι : ἐξορχήσασθαι . ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . ἀποτυχίσαι : ἀποπελεκῆσαι λίθον , καὶ
εἶπον . . . ἀποξιφίσασθαι : ἀπορχήσασθαι : ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . . . ἀποτριάσαι : πληγὰς τρεῖς
5762603 Οἰκος
Οἴκοι γενοίμην : ἐπὶ τῶν ἐκφυγεῖν τὰ δεινὰ εὐχομένων . Οἶκος φίλος οἶκος ἄριστος . Οἴκοθεν ὁ μάρτυς : ἐπὶ
Οἴκοι γενοίμην : ἐπὶ τῶν ἐκφυγεῖν τὰ δεινὰ εὐχομένων . Οἶκος φίλος , οἶκος ἄριστος : ἔνιοι τὴν παροιμίαν ἐπὶ
5761890 δυσπολεμον
. οὐκ εὐτυχῶς ] † ἀλλ ' ἐπὶ συμφορᾷ . δυσπόλεμον ] λέγω . τὸ . ἤγουν οἱ δυσκαταγώνιστοι Πέρσαι
νέᾳ δύᾳ δύᾳ : Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες οὐκ εὐτυχῶς . δυσπόλεμον δὴ γένος τὸ Περσᾶν . πῶς δ ' οὔ
5760901 στροβιλοειδες
τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα . στρόβιλον στρογγύλον , στροβιλοειδές : στρόβιλος γὰρ τὸ περιφερές . ὠστρακωμένην τῷ ὀστράκῳ
τοῦ ὀστράκου τοῦ ᾠοῦ λεπτότατον δέρμα . στρόβιλον στρογγύλον , στροβιλοειδές : στρόβιλος γὰρ τὸ περιφερές . ὠστρακωμένην τῷ ὀστράκῳ
5757143 ἡγεμονικωτερον
εἶναι συμβέβηκε καὶ κυριωτάτην ἐν τῷ κόσμῳ τὴν γῆν καὶ ἡγεμονικώτερον καὶ κυριώτερον τὸν ἀέρα : ἄνευ γὰρ τούτων οὐχ
ἄρχουσα ” , διὰ τὸ μηδὲν ἀρετῆς ἀρχικώτερον εἶναι καὶ ἡγεμονικώτερον . γάμος δέ , ὃν μὲν ἁρμόζεται ἡδονή ,
5753353 γνωστῳ
ἑνός . Ἆρ ' οὖν ταὐτόν ἐστι τῷ ἡνωμένῳ καὶ γνωστῷ εἶναι ; ἀλλ ' οὕτω γε οὐκ ἂν αὐτόθεν
δ ' οὖν ἐμοὶ φαινόμενα οὕτω φαίνεται , ἐν τῷ γνωστῷ τελευταία ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰδέα καὶ μόγις ὁρᾶσθαι ,
5751954 ἠπιωτερος
καὶ ὡς ἀπὸ θεοῦ μῆνιν ἔχων διατελέσει * * * ἠπιώτερος γενήσεται καὶ μετὰ βραδυτῆτος καί τινων ἀνυστικός . Κρόνος
ἐν τῷ στήθει ψόφοι : ἱδρώδης τὰ πολλά : πρωῒ ἠπιώτερος ὁ πυρετός : καὶ φρῖκαι ἔστιν ὅτε ἐλάμβανον :
5751178 βλεπομενον
νεμόμενον ἢ ἑρπετὸν φαρμάξῃ συρόμενον ἢ χρόνος δαπανήσῃ ἐπικείμενον , βλεπόμενον , ἐπαινούμενον . Τοῦτο Ἀφροδίτη κάλλους ἔλαβεν ἆθλον :
δειλότατον ἦν : ἐὰν γὰρ ὑπό τινος ὀφθῇ καὶ αἴσθηται βλεπόμενον , ᾗ ποδῶν ἔχει φεύγει , καὶ κέχρηται προθυμίᾳ
5748376 οἰχομεσθα
ἡμῖν ποῦ ' στιν ; ἢ κόμποι μάτην ; σφαλέντες οἰχόμεσθα : πρὸς σὲ δ ' ἥκομεν . ἰδίαι δοκῆσάν
ἐν φάει βίος : [ ἢν δ ' ὑστερήσηις , οἰχόμεσθα , κατθανῆι : ] θανοῦσι δ ' αὐτοῖς συνθανοῦσα
5746854 Παρασκευη
ἀκροάσομαι τῆς δίκης . ” προσκυνήσας ὁ Διονύσιος ἀπηλλάγη . Παρασκευὴ οὖν ἐντεῦθεν ἐγίνετο ἐπὶ τὴν δίκην παρ ' ἑκατέρων
ἔπεισε γῆμαι τὰς τῶν ἐπισήμων βαρβάρων θυγατέρας . λαʹ . Παρασκευὴ τῆς ἐπὶ Ἰνδοὺς στρατείας . λβʹ . Ἐμβολὴ εἰς
5744969 ἀβαρες
, κᾆτ ' ἠνιάθην , ὅτι ὄνειρος ἦν ἄρα . ἀβαρὲς γὰρ ὅρκος χρῆμα σοί γ ' εἶναι δοκεῖ ,
εὔκολον . κοῦφον ] ἀβαρές σοί ἐστιν . κοῦφον ] ἀβαρὲς ἔσται σοι . δοίης ] παράσχοις . Ξ τέλος
5744511 ἐπιχειρησις
ὑπηρετούσης ἡ γνωρίζουσα τίνος ἕνεκεν πρακτέον ἕκαστον . ἡ δὲ ἐπιχείρησις τοιαύτη ἐστίν . εἰ ἐν πάσαις τέχναις καὶ ἐπιστήμαις
δ ' ἰατρὸς μαθήσει καὶ ἐμπειρίᾳ . ἡ δὲ παροῦσα ἐπιχείρησις ὁρμᾶται ἐκ τοῦ ζῆν ἡμᾶς καὶ αἰσθάνεσθαι , ἃ
5742000 Λοιπος
καὶ εὐδιάλυτα προτείνει , καὶ στρεφόμενα καὶ ἐναντία λέγει . Λοιπὸς δὲ ἡμῖν ἐστι λόγος , τοῦ λανθάνειν ἡ τέχνη
γε κἂν τὰς παλλακὰς ἀκριβῶς τὰς καλλίστας ἐκλέγεσθαι λέγονται . Λοιπὸς ἡμῖν ὁ πέμπτος , καί μοι δοκῶ οὐκ ἄλλον
5740462 ταρσοι
κάτωθεν , αἱ δὲ συμβολαὶ αἱ ἐν τῷ ἐπιμύειν γινόμεναι ταρσοί . αἱ δὲ τρίχες αἱ ἐκ τῶν βλεφάρων ἐκπεφυκυῖαι
ὁ αὐτὸς : τὸν τάριχον τουτονί πλύνων . ταρροὶ καὶ ταρσοί : τάλαροι καὶ τὰ πλατύσματα τῶν κωπῶν , αὐτὸ
5731929 μετακτεον
εἰ δὲ ἐπὶ πόδας ἐνεχθὲν παρεγκέκλικεν εἴς τι μέρος , μετακτέον αὐτὸ καὶ ἀπευθυντέον τῷ ἐπὶ κεφαλὴν παραπλησίως . εἰ
ἐμπιεζεῖται νυγματώδεις πόνους ἀποτελοῦντα καὶ τοῦ παρακειμένου σκέλους νάρκαν . μετακτέον οὖν τὴν ἐπὶ τῆς ὠμοπλάτης σημείωσιν , ὡσαύτως δὲ
5730847 ἀρεστηρ
ἀρέσκω : παρὰ , καὶ ἀρεστόν . . . . ἀρεστήρ : εἶδος πλακοῦντος τοῖς θεοῖς ἀφιερωμένου ἀρέσκων . ἀρέσω
Ἀρτέμιδι καὶ Ἑκάτῃ καὶ Σελήνῃ . μελιτοῦττα μὲν Τροφωνίῳ ὡς ἀρεστήρ , καὶ ὑγίεια ὁμοίως : καὶ γὰρ ὑγίεια μάζης
5730318 Φησεις
: ὅταν δὲ χρῆσθαι , ἡ ἀμπελουργική ; Φαίνεται . Φήσεις δὲ καὶ ἀσπίδα καὶ λύραν ὅταν δέῃ φυλάττειν καὶ
τοῦτον ὀκλαδίαν πόει . Μακάριος εἰς τἀρχαῖα δὴ καθίσταμαι . Φήσεις γ ' , ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας σπονδὰς παραδῶ σοι
5727599 τιτρωσκον
τὸ κατὰ τὴν γενομένην διακοπὴν ἑδράζεσθαί τε καὶ στηρίζεσθαι τὸ τιτρῶσκον , ὃ πάντως ὀξὺ μὲν ὑπάρχειν ἀναγκαῖόν ἐστιν ἵνα
γὰρ εὕρεμα τὸ δόρυ . ἐπίλογχον δὲ βέλος αὐτὸ τὸ τιτρῶσκον σιδήριον , ὅπερ ὁ κρίκος ἐμβεβλημένος ἐν τῷ ξύλῳ
5727296 ὑφαιμων
ξηρά , ἔϲτι δὲ ὅτε μετὰ ἀναγωγῆϲ ἐν ἀρχῇ μὲν ὑφαίμων , προβαίνοντοϲ δὲ τοῦ χρόνου καὶ πεφθείϲηϲ τῆϲ φλεγμονῆϲ
καὶ ῥοιᾶς φύλλοις ἁπαλοῖς λείοις κατάπλασσε . ἐπὶ δὲ τῶν ὑφαίμων ὀνύχων ἄλευρον πίσσῃ μίξας ἐπιτίθει . πρὸς τὸ ἀφιστάναι
5724477 ἐκμοχλευσαι
τῆς ὀδύνης παῦσιν τοῖς θερμαίνουσι καὶ κατασυγκρίνειν δυναμένοις ἀνασκευάσαι καὶ ἐκμοχλεῦσαι τοῦ μορίου τὸ πάθος . οἷον οὖν μὴ ἐχρήσαντο
μὲν οὖν τῇ σφοδρότητι καὶ οἱονεὶ τῇ ἀρχῇ πρὸς τὸ ἐκμοχλεῦσαι τὸν παχύτατον χυμὸν , τὸ διὰ τῆς κεδρίας ὡς
5720591 Φαινεται
τέχνῃ αὐτοῦ ἑκάστου ἐπιμελούμεθα , ἄλλῃ δὲ τῶν αὐτοῦ . Φαίνεται . Οὐκ ἄρα ὅταν τῶν σαυτοῦ ἐπιμελῇ , σαυτοῦ
ἀρχῆς τούτοις ἐπιθυμεῖ , τυραννικῆς , καὶ τύραννος εἶναι ; Φαίνεται . Οὐκοῦν ταύτης ἐπιθυμεῖν σὺ φῄς ; Ἔοικέν γε
5712503 τοὐθονιον
λέγεται ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη . Ἀριστοφάνης : ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . καὶ Κρατῖνος ὁ νεώτερος : μόλις εἰς
εἶτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . εἴ γ ' ἐγκιλικίσαιμ ' , ἐξολοίμην
5710434 Καλλος
καὶ περὶ σῶμα ὡσαύτως . Ἀλλὰ πῶς δυνάμεις πᾶσαι ; Κάλλος μὲν γὰρ ἔστω καὶ ὑγίεια ἑκατέρα , αἶσχος δὲ
δέ ἐστιν ἡ ἰδιοπραγία τῶν τῆς ψυχῆς μορίων . θʹ Κάλλος δὲ τότ ' ἦν ἰδεῖν λαμπρόν Πανταχοῦ ὁ Πλάτων
5707919 προσδιωρισμενον
ἐξήγησίς τίς ἐστι τοῦ νόμου λέγοντος , ὅτι τὸ μὴ προσδιωρισμένον τῷ λόγῳ οὐ δεῖ λέγειν , οὐ γὰρ τὴν
. ἀπροσδιόριστον μὲν οἷον ἄνθρωπος περιπατεῖ ἄνθρωπος οὐ περιπατεῖ , προσδιωρισμένον δὲ οἷον πᾶς ἄνθρωπος περιπατεῖ οὐδεὶς ἄνθρωπος περιπατεῖ τὶς
5707463 ὀσμυλος
ὀδόντας ἰσχυρῶς ὑπολανθάνοντας . ἦν δὲ ἄρα δηκτικὸν καὶ ὁ ὀσμύλος καὶ ὁ πολύπους : καὶ δάκοι μὲν ἂν οὗτος
δ ' ἐστὶ πολυπόδων ἑλεδώνη , πολυποδίνη , βολβοτίνη , ὀσμύλος , φησὶν Ἀριστοτέλης καὶ Σπεύσιππος . Ἀριστοτέλης δ '
5703954 ἐπεπειστο
ἐθαύμαζεν , ἀλλὰ κατεπλήττετο , καὶ θεὸν εἶναι τὴν παῖδα ἐπέπειστο . προσπεσὼν δὲ τοῖς ἀνδράσιν , ἱκέτευεν εἰπεῖν οἵτινες
θαυμαστὸν ἄνδρα τὸν Ἀβδηρόθεν ἐκεῖνον Δημόκριτον , ὃς οὕτως ἄρα ἐπέπειστο μηδὲν οἷόν τε εἶναι συστῆναι τοιοῦτον ὥστε , ἐπειδὴ
5703902 ἐξεληλυθεν
καταλλαγὴν ἔχει . Τί ποτ ' ἐστίν ; ὡς ῥαγδαῖος ἐξελήλυθεν . Δῶρον δ ' ἐμαυτῇ παρὰ θεῶν εὑρημένη .
. γυναικῶν θηλύφρων ξυνουσία οὐ γάρ ποθ ' ὑγιὲς οὐδὲν ἐξελήλυθεν δράσους ' : ὅμως δ ' οὖν ἐστι καρτερητέον
5702581 γνωσθειη
' οἱασδήτινος αἰτίας γίνεται , ἱκανῶς ἂν κἀκ τῶν ῥηθέντων γνωσθείη , τῆς κατὰ φύσιν πέψεως δηλονότι ὑπὸ συμμέτρου τε
ἐστὶ τίς ἔννοια τοῦ τοιούτου : οὕτω γὰρ ἄν πως γνωσθείη , εἰ καὶ ἐπὶ θεοὺς καὶ ἔτι μᾶλλον ἐπὶ
5699257 συνῃρηται
τῆς πάντων τῶν τοιούτων διακρίσεως , ἐν δὲ τῷ ἄκρῳ συνῄρηται πάντα εἰς ἕν , τὸ πάντων ἕνωμα . Οὔκουν
. Φυλάσσει δὲ τὸ Ω καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς , συνῄρηται γάρ . Κοινῶς γὰρ πάντα τὰ εἰς ων περισπώμενα
5699126 τροφιμωτερον
τῶν δ ' ἀφεψομένων ἔτι μᾶλλον τὸ πόμα κρεῖττον καὶ τροφιμώτερόν ἐστιν . τοῖς δὲ πυρέττουσι δεῖ τὴν κριθὴν μὴ
τῶν δ ' ἀφεψωμένων ἔτι μᾶλλον τὸ πόμα κρεῖττον καὶ τροφιμώτερόν ἐστιν . τοῖς μὲν οὖν πυρέσσουσι καὶ οἷς αἱ
5695309 ἐπιφορα
λήμματα τῆς ἀποδείξεώς ἐστιν ἄδηλα , ἄδηλος δὲ καὶ ἡ ἐπιφορά , τὸ δὲ ἐξ ἀδήλων συνεστὼς πάλιν ἄδηλον ,
καὶ ἐπιφορά ἐστιν . καὶ κατὰ τοῦτο ἄρα συνάγεται ἡ ἐπιφορά . Ταῦτα μὲν οἱ δογματικοί : τάξει δὲ ῥητέον
5693561 Παρατηρητεον
πλὴν ὅτι ἔσται ἡ γυνὴ μαχίμη τε καὶ λάλος . Παρατηρητέον δὲ τὴν Ἀφροδίτην μάλιστα ἐν ταῖς τοιαύταις σκέψεσι μή
συμπαρὼν Ζεὺς ἐμέρισεν ἐνιαυτόν : ἐτελεύτα τῷ λδʹ ἔτει . Παρατηρητέον οὖν ἐπὶ πάσης γενέσεως τὰς προγεγραμμένας ἐν ἀρχῇ παραγγελίας
5692599 σκαφιον
τῇ πρὸς τὴν Δημοσθένους γραφὴν ἀπολογίᾳ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον εἶδος κουρᾶς καὶ Ἀριστοφάνης Γήρᾳ . Σκευοποιοῦντα τὸ πρᾶγμα
φησι Πάμφιλος . εἶναι δ ' αὐτὸ οἷόν ἐστι τὸ σκαφίον . ΚΕΛΕΒΗ . τούτου τοῦ ἐκπώματος Ἀνακρέων μνημονεύει :
5689986 Κρειττον
ἔδει , καὶ μὴ δύναμιν οὖσαν τοσαύτην ἄγονον εἶναι . Κρεῖττον δὲ οὐχ οἷόν τε ἦν εἶναι οὐδ ' ἐνταῦθα
ἥτις καὶ Καλαμίνθη , πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος Περιηγήσει . Κρεῖττον οὖν ὡς Ἡρόδοτος [ Ἡρόδωρος ? ] διὰ τοῦ
5689528 καταπεπωκας
τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς πάλης ἐδήλωσεν . ἐνεκολάβησας ] ἤγουν καταπέπωκας : ἀπὸ τοῦ ψωμοῦ ὃν ἄκολον ἔλεγον . καὶ
κόλαβος ἄκολος , ψωμός , ὅθεν τὸ ἐνεκολάβησας ἀντὶ τοῦ καταπέπωκας . τὸ δὲ ὅλον , καταπαλαίσας αὐτὸν ἐκπεριελθὼν καὶ
5688993 Συγκειται
ἅτινα ἐλέγετο προῳδικά , ἐπῳδικά , μεσῳδικὰ καὶ παλινῳδικά . Σύγκειται δὲ τὸ πρῶτον τουτὶ ᾆσμα καί τινα τῶν ἑξῆς
πέντε κριταὶ τοὺς κωμικοὺς ἔκρινον , ὥς φησιν Ἐπίχαρμος . Σύγκειται οὖν παρὰ τὸ Ὁμηρικὸν , Θεῶν ἐν γούνασι κεῖται
5683388 βορβορωδες
, ὥστε καὶ ὑπὸ τούτων καὶ ὑπὸ ποταμῶν ἐκκλυζόμενον τὸ βορβορῶδες πᾶν ἰᾶται τὴν δυσαερίαν . οὕτως γοῦν ὑγιεινὸν ἐξήτασται
πτύουσι , καὶ οἱ πολλοὶ ἀπόλλυνται . Οἷσι καιομένοισι πῦον βορβορῶδες ἔρχεται καὶ δυσῶδες , ἀπόλλυνται ὡς τὰ πολλά .
5682302 ἀναρμοστων
Ἧττον , ἔφη , τῷ βάρει πιέζουσιν οἱ ἁρμόττοντες τῶν ἀναρμόστων τὸν αὐτὸν σταθμὸν ἔχοντες . οἱ μὲν γὰρ ἀνάρμοστοι
ἀνομοίων ὁμοιότητας καὶ ἐξ ἑτεροιοτήτων ταυτότητας καὶ ἐξ ἀκοινωνήτων καὶ ἀναρμόστων κοινωνίας καὶ ἁρμονίας καὶ ἐκ μὲν ἀνισότητος ἰσότητα ἐκ
5682220 ἐπεβεβλητο
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον .
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ
5680988 Εἰρηται
: παροιμιῶδες , οἷον , ἐν ἀλλοτρίᾳ ἐξουσίᾳ εἰσίν . Εἴρηται δὲ ἡ παροιμία , παρόσον πέντε κριταὶ τοὺς κωμικοὺς
ἡ γονὴ μείνῃ ἐπ ' ἀμφοῖν ἐν τῇ μήτρᾳ . Εἴρηται ἡμῖν ὅτι ὁ σκοπὸς περὶ τῶν καιρῶν ἐν οἷς
5679474 Πανταπασι
ὡς δυνατά ἐστι μετρεῖσθαι πρὸς ἄλληλα ἁμῶς γέ πως ; Παντάπασι μὲν οὖν . Εἰ δ ' ἔστιν αὖ μηδαμῶς
πρὸς ἄλλον τινὰ σκοπὸν στησάμενος ἢ τὸν τοῦ ἀγαθοῦ . Παντάπασι μὲν οὖν , ἔφη . Ἆρ ' οὖν οὐ
5677886 Ἐρουμεν
ὁ περιφρυγὴς μαρασμὸς οὐκ ἀποχωρεῖται τῆς τοῦ ὑποκειμένου φθορᾶς . Ἐροῦμεν δὲ , ὅτι πρῶτον μὲν οὐκ ἔστιν ἀληθὴς ἐπὶ
εἰσι πρὸς τὸ παραλογίσασθαι , ἀληθείας δὲ οὐχ ἅπτεται . Ἐροῦμεν οὖν ἀντιστρέψαντες αὐτὸ οὕτως , ὅτι πᾶς μὲν στοχασμὸς
5675386 Φωνη
Φερνή . φερενή τις οὖσα . ἀπὸ τοῦ ἐπιφέρεσθαι . Φωνή . ἡ φωτίζουσα τῷ λόγῳ τὰ τοῦ νοῦ .
. , . , . , . , , . Φωνή ἐστιν ἀὴρ πεπληγὼς αἰσθητὸς ἀκοῇ τὸ ὅσον ἐφ '
5675059 προσκεφαλαιον
' ἐκ τοῦ δωματίου γε νῷν φέρε κνέφαλλον ἅμα καὶ προσκεφάλαιον τῶν λινῶν . νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ἐμβαλὼν
, οὐ μὴν ὑπήνεγκεν , ἀλλ ' ἀπέκλινεν ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον ἀφεὶς τῶν χειρῶν τὸ ποτήριον . καὶ ἐκ τούτου
5674321 Ἐπεμψα
τὸ τῆς χρήσεως τάχος ὑπὸ τῶν προγεγενημένων ὠφεληθῆναι δυνηθείς . Ἔπεμψα δὲ καὶ τέκτονας ἐγχωρίους καὶ τοὺς ἄλλως ἐργάσασθαι καὶ
γράμμασιν ὁμολόγει , καὶ πίστις τοῦ μέλλοντος ἐπιστολὴ γενέσθω . Ἔπεμψα τὸν ἀδελφὸν ἱκετεύσοντα τὸν παρ ' ὑμῖν ὑπὲρ ἐμοῦ
5673974 μαχομεθα
ἥψαντο καὶ ἡμῶν , κατηγοροῦντες ὅτι παρὰ τὸ εἰκὸς αὐτοῖς μαχόμεθα . ἀνάγκη τοίνυν ἐστὶ μνησθῆναι ἀμφοτέρων πρότερον , ὅτι
ἀφιείς . τί δήποτε ; ὅτι ὑπὲρ ὧν τοῖς πολεμίοις μαχόμεθα , ἵνα μὴ πάσχωσιν ὑβριστικὸν μηδ ' ἀσελγὲς μηδέν
5667323 Ὁρα
ὥρας δὲ βʹ : ἐν ᾧ τὸ τρίτον κλίμα . Ὅρα μοι τὴν τῆς ὥρας ἐνταῦθα διαφορὰν μοιρῶν οὖσαν ιγʹ
θυμικὸν τῷ λόγῳ , τότε δικαιοσύνην ἔχει ἡ ψυχή . Ὅρα οὖν διὰ πόσων ὀργάνων καὶ πόσης δυσχερείας εἰκόνα ἐστὶ
5667137 Εὐηθες
Ἑλληνικοῦ παντὸς ἐν αὐτῇ , φασί , τῇ ἀποβάσει ; Εὔηθες τουτί σοι , ξένε , ψυχαῖς γὰρ θείαις οὕτω
λέγειν ἀληθεῖς εἶναι καὶ τὰς τῶν παρορώντων καὶ παρακουόντων . Εὔηθες γὰρ ἂν ἦν τὸ λεγόμενον , ὡς ὁ παρορῶν
5665270 δασυντεον
τὸ τοιοῦτον ἧπαρ . καὶ Ἄλεξις δὲ ὁμοίως . ὅτι δασυντέον τὸ ἧπαρ : ἡ γὰρ συναλοιφὴ διὰ δασέως εὕρηται
ἀκούειν , ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ τοῦ ἀνιέναι . διὸ καὶ δασυντέον , ἵν ' ᾖ ἀνιεῖσα . διὸ καὶ ἐπιφέρει
5663728 αἰσθητικωτατον
ἔχει . ἀναπνεῖ γὰρ καὶ δι ' αὐτῶν , καὶ αἰσθητικώτατον τῶν διχηλῶν ἐστιν . αἶγες δὲ Κεφαλληνίδες οὐ πίνουσιν
καὶ διὰ τῶν ὤτων καὶ διὰ τῶν μυκτήρων , καὶ αἰσθητικώτατον τῶν διχήλων ἐστί . καὶ τὴν μὲν αἰτίαν εἰπεῖν
5653645 μονομερης
τὸ ἐκ πολλῶν ἀστέρων συνιστάμενον σχῆμα , ἀστὴρ δὲ ὁ μονομερής . ἀστρολογία ἀστρονομίας διαφέρει . ἀστρονομία μέν ἐστιν ἡ
ψυχὴ μὲν οὖν ἡ τῶν ἀνθρώπων πολυμερής ἐστι καὶ οὐ μονομερής . συνθετὴ γάρ ἐστιν ὡς εἶναι φανερὰν αὐτὴν διὰ
5652345 διαγνωϲῃ
, εἰϲ τὰ κενὰ τοῦ θώρακοϲ , κινδυνωδέϲτερά ἐϲτι . διαγνώϲῃ δὲ τοὺϲ ἐμπυικοὺϲ τούτῳ τῷ τρόπῳ : προηγηϲαμένηϲ πλευρίτιδοϲ
οὖν πρὸϲ τὴν δύναμιν πλῆθοϲ ἐκ τοῦ κατὰ τὸ ϲῶμα διαγνώϲῃ βάρουϲ , τὸ δὲ κατὰ τὰϲ φλέβαϲ ἔκ τε
5650961 κολου
' ἐνὶ στροφάλιγγι ἀπηνέι κυμήνειεν ἔντερον ἢ ταναοῦ σφυγμὸν ἔχωσι κόλου : ἢ ὁπόταν χολόεντες ὅλον δέμας , ἔξοχα δ
ταῖς προκεκυηκυίαις μείζων , ὥστε ταῖς πλείσταις ἐν λήξει τοῦ κόλου προσαναπαύεσθαι , μᾶλλον δὲ ἐν τῷ κυοφορεῖν εἰς πολὺ

Back