μὲν ἐν ᾗ ἔχει τὸ εἶναι δεύτερον , ἄλλης δὲ καταδεεστέρας οὔτε δεύτερον οὔτ ' ἀτελέστερον , εἰ μή τις
οἱ Ἁλαισῖνοι τὴν τῶν Ἑρβιταίων συγγένειαν ἀπηρνήσαντο , αἰσχρὸν ἡγούμενοι καταδεεστέρας πόλεως ἑαυτοὺς ἀποίκους νομίζεσθαι . οὐ μὴν ἀλλὰ μέχρι
6270196 μανικους
αὐτούς . ὀφθαλμοὶ ἔνυγροι γοργὸν βλέποντες θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ
ἔρχονται . ὀφθαλμοὶ γοργὸν βλέποντες ἔνυγρον θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ
6145707 ἀπορουσης
πλούτῳ προέχει , καὶ σύ μοι δοκεῖς οὐχ οὕτω τῆς ἀπορούσης θαυμάσαι τὸ κάλλος ὅσον αὐτῆς ἐλεῆσαι τὴν ἔνδειαν .
ἄν τις οἰκειότερον κατασκαφῆς νομίσῃ τῇ πόλει , πάσης ἤδη ἀπορούσης δυνάμεως . Ταῦτ ' ἄρα καὶ θείη ἄν τις
6085911 ἐπιστητων
σοφία ἐλέχθη τῶν πρώτων αἰτίων εἶναι γνωστικὴ καὶ τῶν μάλιστα ἐπιστητῶν , κατὰ τοῦτο δόξει πάλιν ἡ τοῦ εἴδους καὶ
εἶτα περὶ τῆς ἀρίστης αὐτῶν χρήσεως καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ἐπιστητῶν καὶ περί τε τῶν καθ ' αὑτὰ κριτηρίων καὶ
6071610 προϲφατουϲ
ἐμπίπληϲι τὸ ϲῶμα . τὸν δὲ μέλλοντα ἀφροδιϲίοιϲ χρῆϲθαι πληϲμονὰϲ προϲφάτουϲ φυλάττεϲθαι χρὴ καὶ ἀπεψίαϲ καὶ μέθαϲ καὶ ἐνδείαϲ .
: παραλαμβάνειν δὲ χρὴ τὴν ποντικὴν ταύτην ῥίζαν πρὸϲ τὰϲ προϲφάτουϲ καὶ χρονίουϲ ἀναγωγὰϲ τοῦ αἵματοϲ καὶ τοὺϲ ῥευματιϲμοὺϲ τοῦ
5985545 φιλοπολεμον
καὶ Σεμιράμιδος υἱὸς παραλαβὼν τὴν ἀρχὴν ἦρχεν εἰρηνικῶς , τὸ φιλοπόλεμον καὶ κεκινδυνευμένον τῆς μητρὸς οὐδαμῶς ζηλώσας . πρῶτον μὲν
. ἀλάλαξεν : ὀξὺ ἀνεβόησε . διὰ δὲ τούτου τὸ φιλοπόλεμον τῆς θεοῦ ἐχαρακτήρισεν . ἡ γὰρ ἀλαλαγὴ κυρίως ἐπὶ
5971969 θεραπευτηρων
αὐτοκράτορα ἐς αὐτοσχέδιον σκηνὴν ἐσαγαγόντες , οὐδενὸς τῶν οἰκετῶν αὐτῷ θεραπευτήρων παρόντων , ὡς ἐν νυκτὶ καὶ τοσῷδε ταράχῳ διερριμμένων
πατέρα ἔδραμεν εὐαγγέλια φέρουσα , καὶ τὴν κοιτίδα τῶν τις θεραπευτήρων ἐκόμιζεν : ὁ δὲ πλοῦτόν τε ὃν εἶχε ἐς
5916318 ΟΙΣ
τῆς αὐτῆς εὐθείας προέρχεται περατοῦται δὲ εἰς ΑΙΣ ἢ εἰς ΟΙΣ : ἔτι δὲ καὶ ἡ αἰτιατικὴ αὐτῶν ἐκ τῆς
, καὶ οὐδὲ νυγμὴν ἢ ξυσμὴν ἐπιλήψιμον ἔχουσιν . . ΟΙΣ Δ ' ὙΒΡΙΣ ΤΕ ΜΕΜΗΛΕ . Ἄκαιρος ταυτολογία ἐνταῦθά
5899076 Φωκη
ὀξυωπίαν παρέχει . οἱ δὲ ὀδόντες φορούμενοι ὀδονταλγίαν ἰῶνται . Φώκη ζῷόν ἐστι θαλάσσιον τετράπουν . ταύτης τὸ δέρμα κἂν
δὲ χλωρὸν λέγουσιν : τῷ μεγέθει ὡς στρουθίον ἐστί . Φώκη θαλασσία , ζῷον κάλλιστόν ἐστι καὶ γνωστόν , ἀνθρωπείας
5896095 ἀμπλακιαις
, σύντονα δ ' ἕλκετε τὸν κακοδαίμονα καὶ κατάρατον πατρὸς ἀμπλακίαις . Ζεῦ Ζεῦ , τάδ ' ὁρᾶις ; ὅδ
ἄταις , Κύρν ' . ἦ καὶ μεγάλαις κεῖται ἐν ἀμπλακίαις . Βουλεύου δὶς καὶ τρίς , ὅ τοί κ
5883959 Κιναιδοκολπιτων
Λιβυκῶν . τὸ ἐθνικὸν Ζαγυστῖται . Ζαδράμη , βασίλειον τῶν Κιναιδοκολπιτῶν , περὶ οὗ ἐροῦμεν ἐν τῷ κ . εἰσὶ
. Μαρκιανὸς ἐν περίπλῳ αὐτῆς ” Ζαδραμιτῶν [ καὶ ] Κιναιδοκολπιτῶν „ . τὸ ἐθνικὸν Ζαδραμαῖος . Ζαῖα , πόλις
5875825 μετατιθεμενων
. ἐν δὲ ταύταις τῶν ὑπηκόων αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἀνίκιον μετατιθεμένων ἠξίωσεν ἐντυχεῖν τῷ Ἀνικίῳ καὶ γονυπετὴς ἐδεῖτο αὐτοῦ πάνυ
, πάλιν κατείληπται προνοίᾳ , ὡς πανταχοῦ ἀρετὴν κρατεῖν καὶ μετατιθεμένων καὶ διορθώσεως τυγχανόντων τῶν ἡμαρτημένων , οἷον ἐν ἑνὶ
5854777 πετρωδεσι
καὶ τὴν ἀρτηρίαν χαράττοντα . Χαμαίδρωψ φύεται ἐν τραχέσι καὶ πετρώδεσι χωρίοις . θαμνίσκος περὶ σπιθαμήν , φύλλα ἔχων μικρά
Θεόφραστος δὲ λέγει τὸ ἱπποσέλινον , ὃ καὶ ἐν τοῖς πετρώδεσι τόποις γίνεσθαί φησιν . ὠνόμασται δὲ διὰ τὸ μέγα
5854127 φρατηρ
τοῦ Φυλομάχης τῆς Σωσιθέου γυναικός . Μαρτυρεῖ συγγενὴς εἶναι καὶ φράτηρ καὶ δημότης Ἁγνίᾳ καὶ Εὐβουλίδῃ , καὶ ἀκούειν τοῦ
, ὁ Ἴβηρ . Σαφὴς ὁ κανών : τὸ δὲ φράτηρ σημειῶδες κατὰ τὸν τόνον : τὰ γὰρ εἰς ηρ
5853217 κοινωνουντι
, ξυγχωρεῖ δὲ ἡ ἀλήθειαμὴ καὶ μᾶλλόν ἐστιν ἐγγυτέρα τῷ κοινωνοῦντι τῆς φύσεως ; αὕτη ποιεῖ θεοείκελον , αὕτη θεοειδῆ
γήρως καὶ τελευτῆς κατὰ μείωσιν συνίστανται : τῷ δὲ μὴ κοινωνοῦντι τῶν προτέρων καὶ τὰς ἑπομένας εὔλογον μὴ ἐπιγίγνεσθαι .
5851132 ἀπαξιαν
Ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ἀπαξίαν ἐχόντων ἃ μὲν ἔχειν πολλὴν ἀπαξίαν , ἃ δὲ βραχεῖαν . Τὰ μὲν οὖν πολλὴν
τὸ κοινωνικὸν ἐν ἑστιάσει , οἷον δεῖ , φυλάξαι , ἀπαξίαν ἔχει . ὅταν οὖν συνεσθίῃς ἑτέρῳ , μέμνησο ,
5844833 Πεντελησι
ἐξεγεγόνει τὴν ἡμέραν ταύτην καὶ τὸ ἄγαλμα εἶδον λίθου τοῦ Πεντελῆσι καὶ αὐτὸ καὶ τὸν θρόνον . κατὰ δὲ τὴν
πλίνθου μὲν τῆς ὠμῆς τὸ ἱερόν , λίθου δὲ τοῦ Πεντελῆσι τὸ ἄγαλμα , δᾷδας ἡ θεὸς ἔχουσα . παρὰ
5833648 ὑπερορᾳ
καὶ φίλον ἐδεῖτο τῆς ὀφθαλμίας ἀπαλλάξαι . ὃ δὲ οὐχ ὑπερορᾷ οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογόν τε καὶ ἄφωνον ἰάσασθαι ,
αὐτοῦ αἱ γυναῖκες , ὁ δὲ θρύπτεται πρὸς αὐτὰς καὶ ὑπερορᾷ καὶ τὰς μὲν προσίεται καὶ ἵλεώς ἐστιν , αἱ
5810310 βαρω
νεμέθω , φλέγω φλεγέθω , φθίνω φθινύθω , οὕτω καὶ βαρῶ βαρύθω . ἀπολείπεται : στερίσκονται . Οὐκ ἀπολείπεται ἅλμης
, οἷον : κούρην Βρισῆος : παρὰ τὸ βρίθω τὸ βαρῶ : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ
5806705 κηδεσθαι
μέν , ἑαυτοῦ δέ . φέρε γὰρ τὸν Εὔμαιον ἑαυτοῦ κήδεσθαι : τί ἂν γένοιτο ἄλλο ἢ τὸ ἐπεὶ ἕο
καὶ τοιούτως ἐνοχλεῖ , ὥστε περὶ πλείονος ἐποιήσατο δοκεῖν ἐμοῦ κήδεσθαι μᾶλλον ἤ μου κατειπεῖν . ἃ δ ' ἔλεγε
5804482 πυριησαντα
καὶ σύκου ὠμοῦ μίσγοντα καὶ ἀναποιοῦντα μέλιτι προστιθέναι , καὶ πυριήσαντα κλύσαι τοῖσι καθαρτηρίοισιν : ἐσθιέτω δὲ τὴν λινόζωστιν καὶ
καὶ γάλα μεταπιπίσκειν ὄνειον ἢ ὀῤῥόν : ἔπειτα μετὰ ταῦτα πυριήσαντα καθῆραι τὰς ὑστέρας φαρμάκῳ ὃ μὴ δήξεται , ἔπειτα
5801011 τεταφθαι
τὸ ἐθνικὸν ὅμοιον . Ποσείδιππος δὲ Πάνδαρον παρὰ τῷ Σιμοῦντι τετάφθαι φησίν ” οὐδὲ Λυκαονίη δέξατό σε Ζελίη , ἀλλὰ
ἐν Κύνῳ τὸν Δευκαλίωνα λέγεται , καὶ τὴν Πύρραν ἐκεῖ τετάφθαι φασίν : ἱστορεῖ δὲ ταῦτα καὶ Ἑλλάνικος . δυσχεραίνοι
5799509 Τεμπεα
, τὰς νέας αὐτοῦ καταλιπών , καὶ ἀπίκετο ἐς τὰ Τέμπεα ἐς τὴν ἐσβολὴν ἥ περ ἀπὸ Μακεδονίης τῆς κάτω
ἡβηδόν . Καλλιερεῖσθαι . ἐπὶ τοῦ θύειν ἔντομα λέγεται . Τέμπεα . τὰ στενὰ τῶν ὀρῶν καὶ οἱ σύνδενδροι τόποι
5799382 ὁμοτροπον
καὶ δέχεται τὰ προσπίπτοντα . Οὐ γὰρ δύναται τὸ μὴ ὁμότροπον ἐν τοῖσιν ἀσυμφό - ροισι χωρίοισιν ἐμμένειν : πλανᾶται
τὸν ἐφευρετὰν χορείας , τὸν ὅλας ποθοῦντα μολπάς , τὸν ὁμότροπον Ἐρώτων , τὸν ἐρώμενον Κυθήρης : δι ' ὃν
5796481 σκηνωμα
ἔπειτα . βούλεται γὰρ πρῶτον τὸν Φοίνικα ἀπεληλυθότα εἰς τὸ σκήνωμα , εἶτα τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Αἴαντα ὡς πρεσβεύοντας
ρ , στέφος καὶ στέρφος . Σκῆνος . παρὰ τὸ σκήνωμα καὶ σκηνὴν εἶναι τῆς ψυχῆς , οἷον οἰκητήριον .
5795960 σαπροτης
ἕτερον ὑπὸ τῶν ἔλαττον ξηραινόντων οὐδὲν ἔχει τούτων παρακολουθοῦν . σαπρότης ξύλων , καὶ μάλιστα ὅσα μετρίας μετέχει στύψεώς τε
σῆψιν ἀλλ ' ἀνεξηράνθη πρότερον . Ἡ δ ' ἐρυσίβη σαπρότης τις οὐδὲν δὲ σαπρὸν ἄνευ θερμότητος ἀλλοτρίας . Μάλιστα
5787527 ἐρασθησεται
πρὸς τὸ μειράκιον τὸ ἐρόμενον , εἰ καὶ σοφὸς παιδικῶν ἐρασθήσεται , ὅτι δεινὰ μεντἂν πάθοιτε ὑμεῖς οἱ καλοί ,
τοῦτο τὶς ὑμῶν τὸ πάθος ζηλωσάτω : τάχα γάρ που ἐρασθήσεται καὶ τῶν αὐλῶν αὐτῶν . Ἀνὴρ φιλοθρέμμων ὄρνιθας εἶχεν
5776099 ᾐσθανεσθε
γιγνόμενον ἐς ἅπαντα . “ Ὧν ἴσως ὑμεῖς οὐκ ἀκριβῶς ᾐσθάνεσθε , ἀλλὰ μόνην αὐτοῦ τὴν ἐν τοῖς πολέμοις ἀρετὴν
τοῦ πατρὸς ἑαυτοῦ προθυμίας καὶ βοηθείας , ἧς ἐπιγιγνομένης καλῶς ᾐσθάνεσθε , αἰσχρὸν δὲ παρελθούσης ἐπιλαθέσθαι . προφέρει δὲ συνθήκας
5760737 ἀποστερουμενον
τοσούτῳ μειζόνως τἀμὰ ἑλομένης , ὅσῳπερ μᾶλλον ἑώρα τῶν δικαίων ἀποστερούμενον , εἶδεν ὁ γενναῖος ἐκεῖνος καὶ πρὸς τῷ Νικοστράτῳ
τούτων τῶν ἔργων , καὶ τὸν ὑὸν αὐτοῦ τῶν χρημάτων ἀποστερούμενον ἐσώσατε , τοὺς ἔχοντας ἀποδοῦναι τὰ ὄντ ' αὐτῷ
5754397 παρανοησαντος
. συγγνώμην ] συγχώρησιν , συμπάθειαν . , ἄφεσιν . παρανοήσαντος ] γρ . παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα
παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα διδασκάλου τοῦ Σωκράτους . παρανοήσαντος ] μωροῦ φανέντος . ἀδολεσχίᾳ ] ὀλιγωρίᾳ . ,
5747086 ἐμπαιζει
δείξας τὸν ἄνθρωπον μηδενὸς ὄντος ἐπιτιμίου αὐτῷ ὑπ ' ἀνάγκης ἐμπαίζει . ἀποθέμενος οὖν καὶ αὐτὸς τὸν τρίβωνα καὶ τὴν
, τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς θεσμῶν : ἄμαχος γὰρ ἐμπαίζει θεὸς Ἀφροδίτα . Νῦν δ ' ἤδη ' γὼ
5746593 προσεικασμενας
καὶ τὼ ὀφθαλμὼ ἐπιμέμυκε : κόρας δὲ ἔχει κυανοῦ χρόᾳ προσεικασμένας . καὶ τὸ μὲν γένειον ἔχει τοῦ ἡπάτου μεῖζον
καὶ τὼ ὀφθαλμὼ ἐπιμέμυκε : κόρας δὲ ἔχει κυανοῦ χρόᾳ προσεικασμένας . καὶ τὸ μὲν γένειον ἔχει τοῦ ἡπάτου μεῖζον
5737923 μεγαλουργον
βραχὺς καὶ ἐς ἰσχνότητα ἐκδεδιῃτημένος . τὸ δὲ ἀνδρεῖον καὶ μεγαλουργὸν ἐς τοσοῦτον ἐκέκτητο , ἐς ὅσον ἀμέλει καὶ ἀπιστεῖσθαι
πρὸς αὐτοῦ , ὅτι τε μειλίχιος καὶ εὐόμιλος καὶ τὸ μεγαλουργὸν ἔχοι τῷ δικαίῳ ἀνακεκραμένον , ἑκασταχοῦ ἐψιθυρίζετο . καὶ
5736249 πολυκαυλα
καὶ οὐ μακρὰν οὐδὲ τὰς λεπτὰς ἀποφυάδας ἔχουσαν πολλάς : πολύκαυλα δὲ ἄμφω καὶ πολύοζα , δι ' ὃ καὶ
, δι ' ὃ καὶ ταρρώδη . καὶ πολύκλαδα καὶ πολύκαυλα πάντα τὰ τοιαῦτα . σχεδὸν δὲ καὶ ἐναντίωσίς τις
5735422 βουλευομενην
σοι παρέσχημαι ψυχήν τε καὶ φωνὴν τὴν ἐμαυτοῦ τὰ κράτιστα βουλευομένην , καὶ ἐπανορθῶν τὰς ἀγνοίας σου κατὰ δύναμιν τὴν
ἐξαμαρτάνει δῆμος : ὅταν δὲ εἰς τὴν γερουσίαν ἴδῃ τὴν βουλευομένην τε καὶ τὰς ἀρχὰς ἔχουσαν , ἀριστοκρατίαν οὐκ εἶναι
5734513 ἀγαυρος
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ
5733817 ἁπτομεναι
κύκλον τὸν ΔΖΝ , καὶ προσπιπτέτωσαν ἀκτῖνες καθ ' ἓν ἁπτόμεναι αἱ ΒΔ , ΓΖ . οὐκοῦν ἐκβαλλόμεναι συμπεσοῦνται ἀλλήλαις
τῶν γυναικῶν προσήκουσαι , καὶ παρέμενον λιπαροῦσαί τε καὶ γονάτων ἁπτόμεναι , ὥστ ' οὐκ ἔχουσα , ὅ τι πάθῃ
5732053 πολυτεκνιας
γάρ φασιν ἀπὸ γένους τε καὶ κάλλους καὶ πλούτου καὶ πολυτεκνίας καὶ τῶν ἐοικότων , ἀνάπαλίν τε ψεκτέον ἀπὸ δυσγενείας
τὰς μὲν εὐπειθείας χάριν τὰς δ ' ἄλλας ἡδονῆς καὶ πολυτεκνίας : εἰ δὲ μὴ σωφρονεῖν ἀναγκάσαιεν , πορνεύειν ἔξεστι
5730662 ἀποκρουει
. . . οὐγγ . δʹ ὕδωρ ὄμβριον . θαυμαστῶς ἀποκρούει καὶ λεπτύνει φλεγμονάς . Καδμίας . . . .
. . οὐγγ . ιβʹ ὕδωρ ὄμβριον . πάνυ καλῶς ἀποκρούει καὶ παρηγορεῖ παχυτέρα ἡ χρῖσις . εἰρηκότες ἤδη ,
5730226 ἀκινητιζειν
εὐλογώτερον αὐταῖς συμβαίνειν ἔμελλε τὸ ἅμα πάσας ἐνεργεῖν ἤπερ ἅμα ἀκινητίζειν . εἰ δὲ ἅμα ἐνεργεῖν οὐκ ἐνδέχεται , ὃ
' εἰς τροφὴν ἑαυτῆς τὰ ἰχθύδια προσαπτομένη καὶ ναρκᾶν καὶ ἀκινητίζειν ποιοῦσα . Δίφιλος δ ' ὁ Λαοδικεὺς ἐν τῷ
5729001 ὑπερφρονεις
δή τινα ὑποληπτέον τὴν κρεμάστραν ἐσκευάσθαι . ἔφη δὲ “ ὑπερφρονεῖς [ ] ” ἀντὶ τοῦ “ περισκοπεῖς [ ]
τοῦ Φαληρέως ; ἀλλὰ τούτων μὲν οὐδέν , ἡδονῶν δὲ ὑπερφρονεῖς οὐδὲ ἐπρίω πόρνας οὐδὲ ἑταιρίδων ἑάλως οὐδὲ ἐποιήσω τοὺς
5723148 ἀλογειν
τὰς ψυχὰς ἐθίζουσιν ἐχθρῶν ἐξαπιναίας ἐφόδους τῷ καρτερῷ τῆς ῥώμης ἀλογεῖν . τοῖς δὲ τὰς φύσεις εἰρηνικοῖς ἔξεστιν , οὐ
τοῖς δὲ εἰς ἀρετὴν ὥσπερ εἰς ἀκαθαίρετον καὶ ἐρυμνότατον τεῖχος ἀλογεῖν βλημάτων , ὧν αἱ ἐφεδρεῖαι τῶν παθῶν βάλλουσι καὶ
5712893 ὑποκοριζεσθαι
: διὸ . . . ἐπήγαγεν . Φειδιππίδιον : τὸ ὑποκορίζεσθαι φιλούντων ἔθος . κολακεύει δὲ νῦν τὸν υἱὸν καὶ
τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος , μασώμενος σιτίζειν αὐτὸς καὶ ὑποκορίζεσθαι ποππύζων καὶ πανουργημάτιον τοῦ πάππου καλῶν . καὶ ἐσθίων
5705735 συντετριμμενην
. πῶς οὖν οἶσθα ; ἔχων τὴν ἀσπίδα ἔκειτο : συντετριμμένην δέ μοι δοκεῖ οὐκ ἔλαβεν αὐτὴν οὐδὲ εἷς τῶν
. Θ . . ἐρρωγυῖαν : Τεθραυσμένην . Θ . συντετριμμένην . ἆρά γε : Συμπέρασμα εἰρωνικόν . Θ .
5704462 ἀποτριβεται
ἐπὶ τῶν χρονιωτέρων ἡ γαϲτὴρ ἐκταραχθεῖϲα πᾶϲαν τὴν νοϲοποιὸν ὕλην ἀποτρίβεται . ἐπὶ δὲ τῶν ὀξέων νοϲημάτων καὶ μέλανα ἄκρατα
κατέχουσι καὶ τρέφονται ἐξ αὐτοῦ : τὸ δὲ ὀῤῥῶδες περίττωμα ἀποτρίβεται διὰ τῆς ἀποκριτικῆς ὡς ἄχρηστον . ἐν ὅσῳ δέ
5701986 φροντιστου
πραότητος σημαίνειν . τράχηλος εἰς τὰ δεξιὰ βλέπων κοσμίου καὶ φροντιστοῦ καὶ σώφρονος , εἰς δὲ τὰ λαιὰ μάχλου καὶ
. τράχηλος εἰς τὰ δεξιὰ βλέπων κοσμίου καὶ σώφρονος καὶ φροντιστοῦ ἀνδρός , εἰ δὲ εἰς τὰ ἀριστερά , ἀνοήτου
5696726 ὑποδριμυ
πηγνύειν , παραπλήϲιον δέ ἐϲτιν ἀπαρίνῃ , ξηραντικόν τε καὶ ὑπόδριμυ : τὸ δὲ ἄνθοϲ αὐτοῦ πρὸϲ αἱμορραγίαν ἁρμόζει καὶ
, ἔχον σπερμάτιον περιφερές , διπλοῦν , ὅμοιον ἀσπιδισκίοις , ὑπόδριμυ , ἀρωματίζον . Τραγορίγανος θαμνίσκος ἐστὶν ἑρπύλλῳ ἀγρίῳ ἐμφερῆ
5695195 Βρυττιας
Κηροῦ # α , πίσσης ξηρᾶς # # , πίσσης Βρυττίας # α , πιτυΐνης # α , φρυκτῆς #
, κηροῦ # δ , φρυκτῆς # ιε , πίσσης Βρυττίας # β , νίτρου # α ἀσφάλτου , χαλβάνης
5689343 ἐθελησαντος
' ἐνῆν , τὸν παρασχόντ ' αὐτὸν ἠξίουν μαρτυρεῖν . ἐθελήσαντος μέν γ ' ὑπεύθυνον ἐλάμβανον , εἰ δ '
τῶν εὐνούχων Σπαραμείζου θεάσασθαι Σαρδανάπαλλον καὶ μόλις αὐτῷ ἐπετράπη ἐκείνου ἐθελήσαντος , ὡς εἰσελθὼν εἶδεν αὐτὸν ὁ Μῆδος ἐψιμυθιωμένον καὶ
5685900 γοργωπον
προκαθήμεθα : λῦσον βλεφάρων : ἀντὶ τοῦ : διυπνίσθητι . γοργωπόν δὲ τὴν φοβερὰν καὶ καταπληκτικήν : ἢ τὸν Εὐρώπας
προκαθήμεθα : λῦσον βλεφάρων : ἀντὶ τοῦ : διυπνίσθητι . γοργωπόν δὲ τὴν φοβερὰν καὶ καταπληκτικήν : ἢ τὸν Εὐρώπας
5685015 μεγαλοψυχιαν
ἀνδρείαν , δικαιοσύνην , σωφροσύνην : ἐν εἴδει δὲ τούτων μεγαλοψυχίαν , ἐγκράτειαν , καρτερίαν , ἀγχίνοιαν , εὐβουλίαν :
μὲν τιμωρίαν εἰληφέναι τῷ βουληθέντες ἂν δυνηθῆναι ῥᾳδίως , τὴν μεγαλοψυχίαν δὲ ἐνδεδεῖχθαι τῷ μὴ δεδεῆσθαι δόξετε : ὥστ '
5683916 καταπαλαισαι
δὲ δεύτερον ποιῶν προπετὴς γενήσεται , ἀλλότριον πάθος θέλων λόγῳ καταπαλαῖσαι : καθὰ γὰρ τὸν χαίροντα οὐθεὶς δύναται λόγῳ πεῖσαι
τὸ ἁπαλωτέρου σώματος ἡττᾶσθαι . παιδὶ δὲ ἀγαθὸν τὸ ἄνδρα καταπαλαῖσαι : τῶν γὰρ παρὰ προσδοκίαν μεγάλων τεύξεται . ἀλλ
5674781 τυλωδηϲ
χρῆϲθαι : ἁρμόζει δὲ ἡ τετραφάρμακοϲ ἀνειμένη . εἰ δὲ τυλώδηϲ εἴη , τῷ διὰ χάρτου χρηϲτέον μετὰ ῥοδίνου :
καὶ λειώϲαϲ χρῶ . Ἡ πτίλωϲιϲ παχύτηϲ ἐϲτὶ τῶν βλεφάρων τυλώδηϲ , ἐνερευθήϲ , οἷϲ ϲυμβαίνει πολλάκιϲ καὶ τῶν τριχῶν
5669378 Πολλας
, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ μαντείαν κατέφευγον . * * Πολλὰς δὲ στρατείας λέγεται πεποιῆσθαι οὗτος ὁ ἀνὴρ , καὶ
γὰρ ἅμα τὰ κακὰ ἀλλήλων ἀφανίζειν τῇ μαλακότητι θατέρου . Πολλὰς δὲ καὶ ἄλλας οἱ ἔμπειροι λέγουσι καὶ ἴσασι μίξεις
5668887 ϲτυφων
, ἢν μὴ ὑποικουρέωϲι φλεγμοναί . οἶνοϲ εὐώδηϲ μὴ κάρτα ϲτύφων , παχὺϲ δὲ ὡϲ ἥκιϲτα . Ἑλληνικοὶ μὲν Χῖοϲ
πληρουμένηϲ , ἐν δὲ τῷ θερμαίνειν καὶ ψύχειν μέϲοϲ ἐϲτὶ ϲτύφων εἰϲ τοϲοῦτον , ὡϲ ἐγγὺϲ εἶναι κατά γε τὴν
5665874 περιστελλει
ὅτι μὲν τὰ γιγνόμενα ὀρθῶς καὶ μηθὲν ἔχοντα ἄτοπον οὐδεὶς περιστέλλει δῆλόν ἐστιν . ὅτι δὲ ἥκιστ ' ἄν τις
Θεττάλης ἐραστῇ : τὸν γὰρ τῆς Ἀφροδίτης ἐρώμενον ἡ Θεττάλη περιστέλλει . ὅπως δ ' ἥξεις φέρουσα κηπίον καὶ κοράλλιον
5664399 μειδιασαι
αὑτὰς καθέζεσθαι , γραῖά τις Ἰάμβη σκώψασα τὴν θεὸν ἐποίησε μειδιᾶσαι . διὰ τοῦτο ἐν τοῖς θεσμοφορίοις τὰς γυναῖκας σκώπτειν
τε ἀφαιροῦσαν τοῦ κατὰ τῶν προσώπων καί τινα αὐτῶν καὶ μειδιᾶσαι πείθουσαν . ἔπεισε δὲ καὶ πατέρα θανάτῳ παιδὸς κείμενον
5658730 κατεκρατησεν
κατὰ φύσιν ἔχειν μετεωριζόμενος ὁ ἐγκέφαλος , καὶ τοῦ αὐτοῦ κατεκράτησεν ἐκ τῆς ἀτροφίας , ἐκ τοῦ πνεύματος τῆς ὑγρότητος
δὲ ἦν Τούσκων βασιλεύς : καὶ μικροῦ μὲν τῆς Ῥώμης κατεκράτησεν , ἡττηθεὶς δὲ ὅμως ἀπῆλθε . Καὶ τρίτῳ μετὰ
5657266 Πολυαρχου
ἐπιχωρίαν , οἱ δὲ ἄνδρα Καστάλιον : Πανύασσις δὲ ὁ Πολυάρχου πεποιηκὼς ἐς Ἡρακλέα ἔπη θυγατέρα Ἀχελῴου τὴν Κασταλίαν φησὶν
, νίτρου , πηγάνου καὶ σικύας μετὰ κατασχασμοῦ καὶ τὸ Πολυάρχου μάλαγμα : ἐγκάθισμα δὲ τὸ δι ' ἀφεψήματος ἐβίσκου
5653573 συναγχικους
ἐλαίῳ καὶ τερεβινθίνῃ . σὺν δὲ μέλιτι ἀναληφθεῖσα καὶ χριομένη συναγχικοὺς θεραπεύει καὶ φλεγμονὰς παρισθμίων . τοῖς δὲ λυσσοδήκτοις καὶ
. μετὰ μέλιτος δὲ ἐγχριομένη τῷ λαιμῷ καὶ τῷ σώματι συναγχικοὺς ἄκρως ἰᾶται . λαθραίως δὲ ποιεῖ πάντα μὴ ὁμολογῶν
5646416 ἁθροως
μὲν κατ ? [ ' ὀλίγον ] , ποτὲ δὲ ἁθρόως . * τῶν δὲ τεταγμένων [ ] παθῶν ἃ
μελλόντων λέγεσθαι διὰ τὸ παράδοξον τῆς περιστάσεως ἐμποδίζει με . ἁθρόως δ ' ἐπιβοησάντων αὐτῷ τῶν περιεστώτων θαρρεῖν καὶ λέγειν
5642961 φρονιμωτερα
δὲ δοκεῖν πανταχοῦ τὸ εὑρεσίλογον πρεσβεύειν . πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα . . . ὁ μὲν οὗν Κλεάνθης ἔλεγε ,
ὁ λόγος κατασκευάσειεν . Εἰ μὲν οὖν ὥσπερ ἔνια ἐνίων φρονιμώτερα φαίνεται ταῖς φυσικαῖς ἰδιότησιν , οὕτω δὴ ἐπεκοινώνει κατὰ
5641603 ῥοιαν
δὲ τὸν καρπὸν τῶν μήλων λέγει , καθὰ καὶ Μίλων ῥοιὰν ἔχων ἠγωνίζετο . τὸ λυσσᾶν ἴδιον τῶν κυνῶν :
. λεʹ . ῥοιὰν πολὺν καρπὸν φέρειν . λϚʹ . ῥοιὰν ἀπὸ δένδρου λαβόντα εἰπεῖν , πόσους κόκκους ἔχει .
5638958 εὐπρεπεστερας
ἐσβολῆς αἰτίους γεγονότας , ὑποκρινόμενος δὲ καὶ πλείονας ὁμοῦ καὶ εὐπρεπεστέρας αἰτίας τοῦ γενησομένου πολέμου πορίζων ἀνεμίμνησκε φιλίας καὶ συμμαχίας
. τούτων δὴ τῶν διαλλαγῶν ἐμοὶ μὲν δοκεῖ χρῆναι τὰς εὐπρεπεστέρας καὶ μεγαλοψυχοτέρας ἡμᾶς ἑλέσθαι καὶ γνώμην θέσθαι περὶ μηδενὸς
5637597 λειπομενη
ἀλλὰ καὶ μῆκος καὶ βάθος , ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ λειπομένη διάστασις . εἰ δὲ συνελθόντων τούτων τότε ἐπισυνέβη τὸ
σχεδὸν τῇ πικρίᾳ μόνον καὶ τῷ τόνῳ τοῦ Δημοσθενικοῦ χαρακτῆρος λειπομένη , τοῦ δὲ πιθανοῦ καὶ κυρίου μηδὲν ἐνδέουσα .
5635943 ἀπολλων
οὔ : . θρόει . λέγε * ἀπώλεσεν ἡμᾶς ὁ ἀπόλλων πα τροφόνου μητρὸς αἷμα δούς : ἀντὶ τοῦ δίκαιον
ἐν φρενί . Ἄπολλον : Ἄπολλον : ἀγυιᾶτ ' , ἀπόλλων ἐμός . ἆ ποῖ ποτ ' ἤγαγές με ;
5630389 προπτωσεις
πρὸς πᾶν ἕλκος καὶ ὑποπύους , συγχύσεις , χημώσεις , προπτώσεις καὶ πρὸς τὰ χρόνια μυοκέφαλα , σταφυλώματα , ὀνύχια
. πρὸς ἕλκη , φλυκταίνας , ῥήξεις , ἐπικαύματα , προπτώσεις , σταφυλώματα , ὑποπύους , διαβρώσεις , νομάς ,
5627301 δεινοτερους
μελλήσαντας γενέσθαι ἄκοντας ἐπάγεσθε ; Οὐ γὰρ νομίζομεν ἡμῖν τούτους δεινοτέρους ὅσοι ἠπειρῶταί που ὄντες τῷ ἐλευθέρῳ πολλὴν τὴν διαμέλλησιν
ὅσα νῦν λιπαρεῖς παρ ' ἐμοῦ μανθάνειν πολὺ ἄλλους ἐμοῦ δεινοτέρους [ τοὺς ] περὶ ταῦτα . ὁμολογῶ δὲ μεμεληκέναι
5622541 ἀπαραμονους
μικρᾶς τύχης ἀναβιβαζομένους καὶ συγκοσμουμένους , πρὸς δὲ τὰς περικτήσεις ἀπαραμόνους καὶ εὐαλώτους ἢ ἐνδεεῖς κατά τινας χρόνους γινομένους καὶ
καὶ εἰς τὸν περὶ τέκνων ἢ σωμάτων τόπον οὐκ ἀγαθοὶ ἀπαραμόνους τε τὰς κτήσεις παρεχόμενοι καὶ ψυχικὰς ἀνίας ἐπάγοντες .
5620285 νηττης
σκληροτέρα ἐστὶν ἡ σάρξ , καὶ ἔτι μᾶλλον τρυγόνος καὶ νήττης , καὶ πλέον ἡ τοῦ ταὼ καὶ ἡ τῶν
τὴν γαστέρα , μικρῷ μελαντέρα τὸν νῶτον . τῆς δὲ νήττης καὶ κολυμβάδος , ἀφ ' ὧν καὶ τὸ νήχεσθαι
5619567 λιβυϲτικου
οὕτωϲ : ζιγγιβέρεωϲ πετροϲελίνου ἐπιθύμου ϲιλφίου ἄμεωϲ ϲελίνου ϲπέρματοϲ κυμίνου λιβυϲτικοῦ πεπέρεωϲ ἀνὰ ⋖ δ ϲκαμμωνίαϲ # γϲ ἁλῶν ἀμμωνιακῶν
ἀφέψημα δαμαϲώνιον ἀδίαντον ϲελίνου ϲπέρμα μαράθρου δαύκου πετροϲελίνου ἄμεωϲ ἀνίϲου λιβυϲτικοῦ ἀϲάρου ἀφέψημα μήου φοῦ ϲχοίνου ἄνθοϲ ϲεϲέλεωϲ ἀκόρου ῥίζα
5618785 ἰσομοιρια
δημοκρατίᾳ τῶν νόμων ἴσον μέτεστιν , οὕτω παρ ' ἡμῖν ἰσομοιρία τις τῶν ζεφύρου καλῶν , καὶ οὐδεὶς πώποτε διψῶν
ἤτοι τῶν ἄλλων . αἰκία : κάκωσις . καὶ ἡ ἰσομοιρία : καὶ τὸ κοινωνεῖν πάντας ἐπίσης τῶν κακῶν ,
5618070 εὐπορουσαν
καὶ πρὸς μείζονα νῦν ἀναβάντος ἀξίαν καὶ πλείονα προῖκα τὴν εὐποροῦσαν ἀπαιτῆσαι παρθένον , ὁ γὰρ ἀνόνητον ἑαυτῷ τὴν ἀριστείαν
καὶ σεμνότητα τρόπων . ἐγὼ μὲν οὐδὲ τοσοῦτον οἶμαι τὴν εὐποροῦσαν ἡττᾶσθαι πρὸς ἅμιλλαν εἴδους , ὅσον ἐν πλούτῳ προέχει
5613139 ἐκτεταμενην
ὀλίγον παρατροπὰϲ καὶ μετρία κατάταϲιϲ ἀποκαθίϲτηϲι , τῶν μὲν ὑπηρετῶν ἐκτεταμένην τὴν χεῖρα κατά τε τὸν βραχίονα καὶ τὸν πῆχυν
, ποικίλη τὴν τρίχωσιν , δολιχόδειρος , γλῶσσαν ἐπὶ πολὺ ἐκτεταμένην ἔχουσα πυκνῶς περιστρεφομένην καὶ σείουσα τὸ οὐραῖον . Ταύτην
5606505 εὐαισθητον
ὅτι ἐπὶ τῶν τὸ στόμα τῆς γαστρὸς ἐχόντων ἀσθενὲς καὶ εὐαίσθητον οὐ δεῖ τοῦ λευκοῦ ἑλλεβόρου ἐμβαλεῖν ἐν τῷ καθαρσίῳ
γὰρ ἄγαν πρὸς αὐταῖς τυλοῖ τὸ στόμα , ὥστε μὴ εὐαίσθητον εἶναι , ὁ δὲ ἄγαν εἰς ἄκρον τὸ στόμα
5601807 πλατυτεραν
, ὅταν ὁ μὲν ἀνακέκλιται ὁ δὲ κάθηται , τῷ πλατυτέραν εἶναι θέσιν τῆς καθέδρας τὴν ἀνάκλισιν , κατὰ δὲ
κατὰ τὰς γωνίας ἄνωθεν καὶ κατὰ μέσον ἔξω προτεινόμενοι καὶ πλατυτέραν τῷ σχήματι αὐτῶν ἑτέραν τῷ πύργῳ ποιοῦντες οἷον ἕδραν
5600828 ἐπεκαλει
θέμιν βοῆσαι τοῖς προκειμένοις ὅτι διὰ τῆς θέμιδος τὸν δία ἐπεκαλεῖ το διὰ τὸ εἶναι διὸς τὴν θέμιν : λέγει
θέμιν βοῆσαι τοῖς προκειμένοις ὅτι διὰ τῆς θέμιδος τὸν δία ἐπεκαλεῖ το διὰ τὸ εἶναι διὸς τὴν θέμιν : λέγει
5596716 διπλασιως
ὑψηλόν , καὶ ἐπὶ τῷ ἀνυπευθύνῳ τῆς ἀρχῆς μέγα φρονοῦντα διπλασίως [ ἔτι ] ἐπερρώσθησαν εἰς τὴν κατ ' αὐτοῦ
αὐτόθεν τοὺς ἱκανούς . ἄπιτε οὖν ἀγαθὴν ἔχουσαι διάνοιαν καὶ διπλασίως ἢ πρότερον ἀσπάζεσθε καὶ τιμᾶτε τοὺς ἄνδρας , ὑφ
5593834 κουφονουν
καὶ μοιχοί . γαστέρα καὶ στήθη ἐπὶ πολὺ κομῶντα ἰδὼν κουφόνουν καὶ ἀλλοπρόσαλλον καὶ ἀσελγῆ λέγε τὸν τοιοῦτον εἶναι ἄνδρα
. εἰ δὲ εἷς τῶν τοῦ βρόγχου σπονδύλων ἐξέχοι , κουφόνουν ἄνδρα λέγει , εἰς δὲ γλῶσσαν τοῦτον οὐκ εἶναι
5589520 συνηκμασε
Κυρηναίῳ ἐπεβάλετο , παρ ' οὗ καὶ ἐπιγράμματος ἠξιώθη . συνήκμασε δὲ Νικάνδρῳ τῷ Κολοφωνίῳ τῷ μαθηματικῷ καὶ αὐτῷ θεραπεύοντι
παλάσταν ἀπολείποντα μόνον ” μίαν παχέων ἀπὺ πέμπων . ” συνήκμασε δὲ τούτοις καὶ ἡ Σαπφώ , θαυμαστόν τι χρῆμα
5587808 στοιχουσιν
: ἀπάταις . μέλονται : φροντίδα ἔχουσιν , ὑπόκεινται , στοιχοῦσιν . Ἐν μήκωσι : ταῖς κεφαλαῖς : μήκωνας ἐκάλεσε
λέξεως ὠνομάκαμεν . ἀλλ ' εἰσὶν οἳ τούτοις μὲν οὐ στοιχοῦσιν , ἑτέραν δὲ παρ ' αὐτῶν καὶ καινοτέραν τὴν
5584305 περσικων
Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ πολὺ λειπομένου τοῦ ἑλληνικοῦ πλήθους τῶν νεῶν τῶν περσικῶν συμμαχῆσαι Ἀθηναίοις τὰς θεὰς μέγιστον τῆς . . .
Σαλαμῖνα ναυμαχίᾳ κατὰ πολὺ λειπομένων τῶν Ἑλλήνων τοῦ πλήθους τῶν περσικῶν νεῶν συμμαχῆσαι τοῖς Ἀθηναίοις τὴν Δήμητρα καὶ τὴν Κόρην
5581965 ἀπειροκαλια
ἐπὶ τὸν ἄρχοντα χειρῶν ἀδίκων ἀναφέρουσι . , . . ἀπειροκαλία ἀλλ ' εἰμὶ λίαν ἀπειρόκαλος , ὡς διαβεβοημένα ἐπιδιηγούμενος
Ἀντωνίου περιγενέσθαι . τοσοῦτος ἦν οἶστρος αὐτῷ κατὰ Ἀντωνίου καὶ ἀπειροκαλία . ἐβεβαίου τε αὖθις τοῖς δύο τέλεσι τοῖς ἀπὸ
5579970 πιστακιου
, νάρδου στάχυς πινομένη καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη , ἶρις , πιστακίου ὁ καρπός , πράσιον , ἀμύγδαλα . δρακοντίου ἡ
παλαιὰ , ἀλλὰ προβραχέντα καὶ λεπισθέντα . Ἐγχωρεῖ δὲ καὶ πιστακίου μεταλαμβάνειν : ἄμεινον μὲν χλωροῦ : εἰ δὲ μὴ
5575510 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
5569044 καταπαιζεις
; φήμαις οὖν ἐγὼ βροτῶν ἅπαντας ἐκλαπῆναι . χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ
τοῦ παίζειν τε καὶ σκώπτειν . Ἀριστοφάνης Γηρυτάδῃ χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Γ Γαληψός : Ἀντιφῶν κατὰ
5560977 στερισκομενοι
καὶ ἀρχῆς καὶ δυνάμεως . ὥσπερ καὶ οἵ τινων τούτων στερισκόμενοι ἀκαλλῆ τινα τὴν εὐδαιμονίαν ποιοῦσιν , οἷον εἴ τις
τὸν θάνατον δηλονότι . τῶν ὀφθαλμῶν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ στερισκόμενοι ἀναστάντας : ὑγιάναντας . ἐν τῷδε : τῷ ῥηθησομένῳ
5559577 ἀειμνηστον
ἣ ] μέχρι νῦν ἐστιν : καὶ τὸν ψευδολόγον Αἴσωπον ἀείμνηστον οὐ μόνον τὰ μυθολογήματα , καὶ ἡ κατὰ τὸν
οὗ πλεῖσται σύνοδοι , τῆς αὑτοῦ γνώμης σπουδὴν ἐνδείξας εἰς ἀείμνηστον κατέθετο τὴν δόξαν , ὥσπερ , οἶμαι , τῶν
5556673 Χελωνη
. τῇ ἐχίδνῃ φηγοῦ κλωνίον ἐὰν προσαγάγῃς , πτήσσει . Χελώνη ὄφεως φαγοῦσα νοσεῖ , ἐπιφαγοῦσα δὲ ὀρίγανον ὑγιαίνει .
τὰ ὄρνεα φθείρεται . Χειρώνειον ἕλκος : ἤτοι ἀνήκεστον . Χελώνη μυιῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντιστούντων τινός : τῷ δὲ
5556305 ξυγχωρω
γάρ , ὅ με Ἰνδοὶ ἡγοῦνται , Ἰνδῶν δὲ οὐ ξυγχωρῶ ἅπτεσθαι . ἀλλ ' εἰ μέν τις ὑγιῶς καὶ
' ἀνθρώποις ἄρ ' ἦν ψυχὴ τέκνα ; „ ” ξυγχωρῶ , ἔφη „ σοφῶς γὰρ καὶ δαιμονίως εἴρηται ,
5553816 τἀσφαλες
καὶ αὐτὸς σὺν τῇ ἑαυτοῦ θεραπείᾳ παραγενόμενος πρὸς κοίτην αὐτοῦ τἀσφαλὲς παρέχειν , οἰηθεὶς ὑπὸ τῶν περὶ Κάσσιον αὐτὸν καὶ
μηδεὶς ἡμᾶς αἰτιάσθω παλιλλογήσαντας , εἴ πού γε τοῦτο συμβαίη τἀσφαλὲς προκρίνων τοῦ περιττοῦ . Ἡ μὲν γὰρ δευτερολογία τὸ
5553695 ὑβριστῃ
. Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ : συντεύξομαι περιέργῳ , ἀχαρίστῳ , ὑβριστῇ , δολερῷ , βασκάνῳ , ἀκοινωνήτῳ : πάντα ταῦτα
ἐξέκλινας ψαῦσιν ; ἀπέκλεισε καὶ οὗτος τὰς τῆς ψυχῆς πύλας ὑβριστῇ χρυσῷ καὶ δικαιοσύνην ἐλέγχοντι : ἔγνω γὰρ ὡς οὐ
5553109 ἐκπεσῃς
μῆλον Ἀφροδίτης ἐστὶν ἱερόν . ἀποθραυσθῇς : ἀντὶ τοῦ ” ἐκπέσῃς “ . μηδ ' Ἰαπετὸν καλέσαντα : λῆρον ,
] τὸ πλῆθος . κῦμα ] ταραχή . τουτέστι μὴ ἐκπέσῃς τοῦ δέοντος καιροῦ . καὶ τόνδε καιρὸν λαβέ :
5552954 Λευκοϊου
καὶ διαρροίας ἰᾶσθαι , καὶ μάλιστα τὸ τοῦ ὀξυλαπάθου . Λευκοΐου καὶ σύμπας μὲν ὁ θάμνος ῥυπτικῆς ἐστι καὶ λεπτομεροῦς
Κιννάμωμον καὶ νάρδον καὶ σμύρναν μύρῳ ῥοδίνῳ δεύσας ὑποθυμιῇν . Λευκοΐου τὸν καρπὸν , κέδρου πρίσματα , καὶ χαλβάνην μέλιτι
5551990 πολυλαλος
με σκῶπτε . “ ὁ Ξάνθος εἶπε ” τί οὕτω πολύλαλος εἶ ; “ Αἴσωπος εἶπεν ” εἰ πετεινὸν λαλεῖ
πρωτοκαθεδρίαν ἔχειν , καὶ εὐθὺς ἰταμός ἐστι καὶ ἀναιδὴς καὶ πολύλαλος καὶ ἐν τρυφαῖς πολλαῖς ἀναστρεφόμενος καὶ ἐν ἑτέραις πολλαῖς
5551900 Ῥᾳθυμια
φίλε . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς πλούσιος , πένης ἔσῃ . Ῥᾳθυμία γε τὰ πόλλ ' ἐλαττοῦσθαι ποιεῖ . Ῥᾷον βίον
ἐπικαμπὴς , ἣν ἀεὶ φέρουσιν οἱ κήρυκες . Ὀλιγωρία . Ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια παρὰ τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν καὶ φροντίδα
5551852 καταγιγαρτισαι
βʹ ἰαμβικὰ δίμετρα , τὸ δὲ ἓν μονόμετρον . Γ καταγιγαρτίσαι : ἀντὶ τοῦ κατὰ τῶν γεωργικῶν γιγάρτων βαλεῖν καὶ
τοῦ φελλέως , μέσην λαβόντ ' , ἄραντα , καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι . Φαλῆς Φαλῆς , ἐὰν μεθ ' ἡμῶν ξυμπίῃς
5550369 ἐταμιευσατο
: ἀλλὰ φοβούμεθα βασιλέα . δῆλον γὰρ ὅτι τὰς λύσεις ἐταμιεύσατο , ἵνα καὶ πρὸς ταύτην καὶ πρὸς ἐκείνην αὐτῷ
Ἀγαμέμνονος ὅρα ὅσην αὐτὸς φειδὼ ἐποιήσατο τῶν θεῶν καὶ ὡς ἐταμιεύσατο τὰς εἰκόνας εἰς τὸ σύμμετρον : ὡς ὄμματα μέν
5546077 βιαιοτεραν
ὀργάνων ἀλλήλοις παρατριβομένων , αὔξησίν τε τῆς ἐμφύτου θερμότητος καὶ βιαιοτέραν τὴν τοῦ πνεύματος κίνησιν . τούτοις δ ' ἕπεται
φησί , τὴν θάλασσαν αἰφνίδιον ἐπισώμενον τῇ ἐπὶ θάτερα κινήσει βιαιοτέραν τὴν ἐπίκλυσιν ποιεῖν . τοῦ δ ' αὐτοῦ θέρους
5543560 πτοιαν
ἐστὶ βιαία καὶ αἰφνίδιος ἀνέμου ἔμπτωσις . πτοιώδεσι : τὴν πτοίαν οἱ μὲν δέχονται τὸν κίνδυνον , οἱ δὲ τὴν
δὲ πολλοῖς : καὶ τὸν μὲν τούτων δρόμον καὶ τὴν πτοίαν τοῦ παντὸς ἐδέησεν ὁ Ἀνάχαρσις ἐπαινέσαι . Περιῄει δὲ
5542590 σκευαρι
οἰκῶν ἐν πόλει . καὶ ναὶ μὰ Δί ' ἄλλα σκευάρι ' οἰκητήρια ἐβίασέ μου τὴν γυναῖκα . παραβάλλεταί σε
λέγω μέντοι , σὲ τὸν τεθνηκότα . Ἄνθρωπε , βούλει σκευάρι ' εἰς Ἅιδου φέρειν ; Πός ' ἄττα ;

Back