κατατάϲει χρηϲόμεθα : τοιαύτη δὲ μάλιϲτά ἐϲτιν ἡ ἐπὶ τοῦ καταγέντοϲ βραχίονοϲ εἰρημένη τῷ Ἱπποκράτει , ἔνθα τὸν ϲτειλειὸν παρελάμβανεν
πολλὰ τριάκοντα . καὶ ἡ ἀπόθεϲιϲ δὲ ὁμοία τῇ τοῦ καταγέντοϲ ἔϲτω βραχίονοϲ πλὴν τῶν ὑποβαλλομένων αὐτῷ . Τὰ τοῦ
8058146 σκεψαισθε
αὐτὸν ἔχει λόγον . μάθοιτε δ ' ἂν μάλιστα εἰ σκέψαισθε ἐκείνως . εἰ μὴ ἐπὶ τοὺς Θηβαίους , ἀλλ
, εὐθὺς δὲ εἰσβάλλει εἰς τὴν προκατασκευὴν ἀπὸ τοῦ εἰ σκέψαισθε παρ ' ὑμῖν . ὡς . . . ἂν
7992663 καπτω
. . κάψα , , : κάψα : παρὰ τὸ κάπτω ῥῆμα τὸ δηλοῦν τὸ χωρῶ κάψω κάψα γέγονε ,
, ἐν ᾗ οἱ βοῦς κάπτουσιν : ἀπὸ γὰρ τοῦ κάπτω , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐσθίω , ἡ κάπη γίνεται
7940847 γερανις
λαγόνα : εἶτ ' ἐγκύκλιος ἐπιπλέκεται αὐτῇ , ἤτοι διπλῇ γερανὶς ἢ χιαστὸς τραχηλιστὴρ ἢ ἡ διπλοῦς λεγόμενος . Κεφ
κατὰ τοῦ νώτου καὶ τοῦ στήθους κυκλοτεροῦς περιειλήσεως ἔχει ἡ γερανὶς ἐπίδεσις ἀπὸ τῆς ἀντικειμένης μασχάλης κυκλοτερῆ περιείλησιν ἐπαγομένην κατὰ
7940163 σφιγξις
στέγνωσιν πίλησιν καὶ σφίγξιν τῶν σωμάτων εἶναι . ἔστι τοίνυν σφίγξις καὶ πίλησις τῶν σωμάτων ἡ στέγνωσις . ἡ δὲ
τοῦ αὐτοῦ τάγματος , ὅταν κατὰ πλευρὰν καὶ οὐρὰν ἡ σφίγξις γίνηται . Εʹ . Περὶ γυμνασίας τάγματος . Πῶς
7916458 Ὑπερμηστρας
καὶ πλησίον Ὑπερμήστρας μνῆμα Ἀμφιαράου μητρός , τὸ δὲ ἕτερον Ὑπερμήστρας τῆς Λαναοῦ : σὺν δὲ αὐτῇ καὶ Λυγκεὺς τέθαπται
οἰκιστοῦ λαβεῖν τὴν πόλιν , τὸν δὲ Λυγκέως τε καὶ Ὑπερμήστρας τῆς Δαναοῦ παῖδα εἶναι . Ἀπόλλωνος δὲ ἱερὰς νενομίκασιν
7893622 Καρδιαν
ἐπ ' αὐτοὺς μέλλοντα ναυσὶν ἑξήκοντα , νυκτὸς ἀπέδρασαν εἰς Καρδίαν . ἐνταῦθα δὲ καὶ Ἀλκιβιάδης ἧκεν ἐκ τῶν Κλαζομενῶν
εἰπεῖν πολλὰ Φίλιππος εἶχε τῆς πόλεως , καὶ νῦν εἰς Καρδίαν πέπομφε βοήθειαν , ἐνδεικνύμενος κἀνταῦθα ὁμοίως τὴν αἰτίαν τῆς
7883009 ἀτιζω
ἀτίζων ἔρχεται : τίω καὶ ἀτίω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ζ ἀτίζω . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀτιμάζω κατὰ συγκοπήν , .
. ἔστιν γὰρ ἀταλός ἀναδιπλασιασμόν ' . . . . ἀτίζω : εἰ μὲν σημαίνει τὸ ὑπερορῶ , γίνεται παρὰ
7876772 ἐπιτεταχθων
Τραπεζουντίων οἱ ὁπλῖται καὶ Κόλχοι καὶ Ῥιζιανοὶ οἱ λογχοφόροι . ἐπιτετάχθων δὲ αὐτοῖς οἱ Λεπιδιανοὶ πεζοί . παντὸς δὲ τοῦ
Τραπεζουντίων οἱ ὁπλῖται καὶ Κόλχοι καὶ Ῥιζιανοὶ οἱ λογχοφόροι . ἐπιτετάχθων δὲ αὐτοῖς οἱ † Ἀπλανοὶ πεζοί . παντὸς δὲ
7874178 Ἀρκεσιλεω
, ἄρξαντος ἐπὶ τεσσεράκοντα ἔτεα , καὶ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Ἀρκεσίλεω , ἄρξαντος ἑκκαίδεκα ἔτεα , οἴκεον οἱ Κυρηναῖοι ἐόντες
ἐπολιόρκεον τὴν πόλιν ἐπαγγελλόμενοι ἐκδιδόναι τοὺς αἰτίους τοῦ φόνου τοῦ Ἀρκεσίλεω : τῶν δὲ πᾶν γὰρ ἦν τὸ πλῆθος μεταίτιον
7869506 βραζω
, τὸ λέγω , γίνεται βάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ βράζω . . . , : βρῶμα : ἀπὸ τοῦ
ὁ μέλλων βάξω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω γίνεται καὶ βράζω πλεονασμῷ τοῦ ρ . . , : βάθρον :
7834653 Ποικιλωτερος
. Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν
εἶδος ὑποδήματος ἐφαρμόζον τοῖς δυσὶ ποσίν . Ὁμοία τῇ , Ποικιλώτερος Ὕδρας . Καὶ , Εὔριπος ἄνθρωπος . Καὶ ,
7823216 Τροχος
Μίδου πλοῦτον καὶ Κροίσου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶς πλουτούντων . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφλὸς τά τ
ἓξ ἦν : τὸ πάλαι δὲ τρεῖς ἐβάλλοντο κύβοι . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφογέρων : ἐπὶ
7814868 ἠπουγε
. ἦ που . ἤπου : ἴσως , σχεδόν : ἤπουγε , πολλῷ πλέον . τὸ δὲ γένος . ἀλλαχοῦ
τούτους ἀνετίθεσαν . ἦ που . ἴσως , σχεδόν . ἤπουγε : πολλῷ πλέον . γηράσκω κτλ . παροιμία :
7803766 προσωιδια
ιϚʹ , Ὅμηρος δ ' ὁ παλαιὸς ιγʹ . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
συμπράξας ἐποίησεν ἐκπεσόντα τῆς ἀρχῆς φυγεῖν εἰς Πέρσας . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
7793687 Ἑξαημερου
φαύλας ἂν χάριτας δοίη ἀνδρὶ ποδάγρᾳ πεπεδημένῳ . Ἐκ τῆς Ἑξαημέρου τοῦ θείου Βασιλείου . Ἀλώπηξ βέλει τρωθεῖσα τῷ δακρύῳ
τέσσαρας χόας , ἐνίους δὲ καὶ πλεῖον . Ἐκ τῆς Ἑξαημέρου τοῦ θείου Βασιλείου . Βόες κατακεκλεισμένοι χρονίως ἐν ὥρᾳ
7792585 τυπτωμαι
: ῥητέον δὲ ἤδη περὶ τῶν παθητικῶν . Τὸ ἐὰν τύπτωμαι χρόνου μέν ἐστιν ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ παθητικοῦ ὑποτακτικοῦ ,
ε ψιλοῦ ἐν τῇ παραληγούσῃ γραφόμενα , τὸ δὲ ἐὰν τύπτωμαι καὶ ἐὰν τύπτηται μακροχρονοῦνται διὰ τοῦ ω μεγάλου καὶ
7787861 ἀποστατῃ
δὲ οὐ ταὐτὸν τοῦτο ἔσται , οὗ ἂν μηδαμῇ μηδὲν ἀποστατῇ ; οὗ δ ' ἂν ἀποστατῇ , οὔτε ὅλον
οὗ ἂν μηδαμῇ μηδὲν ἀποστατῇ ; οὗ δ ' ἂν ἀποστατῇ , οὔτε ὅλον οὔτε πᾶν , ἅμα γενόμενον ἐκ
7787412 μσ
. τὸν ἀπὸ τοῦ μσ . , τῆς ὑπεροχῆς τοῦ μσ . καὶ τοῦ ἐλ . εἶναι γπλ . ,
ὑπερέχει ὁ ἀπὸ τοῦ μγ . ⃞ος τοῦ ἀπὸ τοῦ μσ . ⃞ου , τῆς ὑπεροχῆς ἧς ὑπερέχει ὁ μσ
7787335 Ἐσχε
καὶ ἀστρολογούμενα καὶ γεωμετρούμενα καὶ ἕτερ ' ἄττα ἀξιόλογα . Ἔσχε δὲ καὶ θυγατέρας τρεῖς , Ἀκτίδα , Δελφίδα ,
καὶ ὕμνῳ . Ἕλῃ ] Ἐπικρατὴς γένηται . Δέδεκται ] Ἔσχε καὶ ἔλαβεν . Τὸ προοίμιον ἀπὸ τῆς πόλεως τοῦ
7787151 Βιθυνοπολις
Βιθυνιαπολίτης παρὰ Ἀρριανῷ ἐν πέμπτῳ Βιθυνικῶν . δεῖ δὲ τοῦ Βιθυνόπολις εἶναι Βιθυνοπολίτης . . . , . , .
Βιθυνιαπολίτης παρὰ Ἀρριανῶι ἐν ε Βιθυνιακῶν . δεῖ δὲ τοῦ Βιθυνόπολις εἶναι Βιθυνοπολίτης . . . . Μεγαρικόν : πολίχνιον
7785283 ἰδαλιμος
: ἶδος : τούτου παράγωγον ἴδιμος , προσθέσει τοῦ αλ ἰδάλιμος . οὕτω Φιλόξενος . . . . . .
οὕτω Φιλόξενος . . . . . . ἰδαλίμου : ἰδάλιμος : . . . ἔστι ῥῆμα ἰδίω τὸ σημαῖνον
7783148 Λευτυχιδεω
ἐκάλεον . Οὗτος ὁ Ζευξίδημος οὐκ ἐβασίλευσε Σπάρτης : πρὸ Λευτυχίδεω γὰρ τελευτᾷ , λιπὼν παῖδα Ἀρχίδημον . Λευτυχίδης δὲ
δὲ Λαμπιτώ , τὴν Ἀρχίδημος ὁ Ζευξιδήμου γαμέει δόντος αὐτῷ Λευτυχίδεω . Οὐ μὲν οὐδὲ Λευτυχίδης κατεγήρα ἐν Σπάρτῃ ,
7774892 ἀϲθμα
. ἧκέ κοτε πόνοϲ ἐϲ μετάφρενον ἐπ ' ἀνέϲει . ἆϲθμα ἀραιόν , λεῖον , οὐ κερχνῶδεϲ . ὧδε μὲν
δρόμου καὶ γυμναϲίων καὶ παντὸϲ ἔργου δυϲπνοεῖ ἡ ἀναπνοή , ἆϲθμα καλεῖται . καὶ ἡ νοῦϲοϲ δὲ ὀρθόπνοια καὶ ἥδε
7773365 ὀλολυζω
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή .
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα
7764056 διαζευκτικοι
μὲν διὰ πέντε καὶ τοῦ διὰ πασῶν οἱ τονιαῖοι καὶ διαζευκτικοί , τοῦ δὲ διὰ τεσσάρων οἱ τῶν ἡγουμένων δύο
μὲν γὰρ αὐτῶν ? εἰσιν συμπλεκτικοί ? , οἱ δὲ διαζευκτικοί , οἱ δὲ συναπτικοί , οἱ δὲ παρασυναπτικοί ,
7760473 ΕΜΠΙΠΤΕΙ
κατόρθωμα : τὸ δὲ σὸν εὐτελές . ΠΡΟΣ ΤΙ ΟΥΚ ΕΜΠΙΠΤΕΙ . Οὐκ ἔχει γὰρ οὔτε Δημοσθένης οὔτε Κλέων πρός
σφαγὴν γενόμενος , καὶ τὰ τοιαῦτα : ΠΡΟΣ ΤΙ ΟΥΚ ΕΜΠΙΠΤΕΙ . Οὐ δυνατὸν γάρ ἐστιν εἰπεῖν , ὅτι μεῖζόν
7759771 Ἱστιαιαν
τῇ Εἰρήνῃ . Ὠρεὸς δὲ Εὐβοίας πόλις , ἣν Ὅμηρος Ἱστιαίαν φησίν . Γ δῆλός ἐσθ ' οὗτός γ '
τῇ Εἰρήνῃ . Ὠρεὸς δὲ Εὐβοίας πόλις , ἣν Ὅμηρος Ἱστιαίαν φησίν . Γ δῆλός ἐσθ ' οὗτός γ '
7755875 Ἀλαμβατηρ
Ἔστι δὲ ὁ πᾶς περίπλους αὐτοῦ ἀπὸ Καρπέλλης ἄκρας εἰς Ἀλαμβατὴρ ἀκρωτήριον σταδίων ͵δψʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀλαμβατὴρ ἀκρωτηρίου
ὁ καλούμενος Παράγων , διήκων μέχρι τοῦ ἀκρωτηρίου τοῦ καλουμένου Ἀλαμβατὴρ , καὶ τῆς νήσου τῆς καλουμένης Ζίβης . Τὰ
7755559 ἀμφιφορεα
χρυσός . × κρατῆρα δὲ λέγει τὸν κρωσσὸν , τὸν ἀμφιφορέα Βάκχου δὲ τοῦ Διονύσου κρατῆρα τοῦ Διονύσου , ὃν
τῆς Θέτιδος δέχεται . ὁ δὲ τῇ Θέτιδι δίδωσι χρυσοῦν ἀμφιφορέα εἰς ὃν τὰ τοῦ Ἀχιλέως καὶ Ἀντιλόχου καὶ Πατρόκλου
7754649 ΙΔΩΝ
, ὀβελίζει τοὺς ἑπτὰ τούτους στίχους : ἀπὸ τοῦ ΠΑΝΤΑ ΙΔΩΝ , μέχρι τοῦ , ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ ΕΟΛΠΑ
ὑψηλότατα οἰκήματα οἰκεῖ : τουτέστι τὸν οὐρανόν . . ΚΛΥΘΙ ΙΔΩΝ . Ὡς πάντα ἐφορῶν καὶ ἀκούων τῶν γινομένων ,
7745200 Καρπελλης
πάντες ἀπὸ τοῦ Βαγράδα ποταμοῦ μέχρι τοῦ στρογγύλου ὄρους καὶ Καρπέλλης ἄκρας τοῦ περίπλου τῆς Καρμανίας τοῦ παρὰ τὸν Περσικὸν
καὶ τοῦ Ἀσαβῶν ἀκρωτηρίου μέχρι τοῦ Σεμιράμιδος στρογγύλου ὄρους καὶ Καρπέλλης ἀκρωτηρίου [ στάδιοι ͵͵α͵Ϛψζʹ . Μετὰ δὲ τὴν Κάρπελλαν
7744859 ἠλασκαζω
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων .
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ
7743346 ΓΕΝΟΣ
' ὅμως τιμὴ ἀκολουθεῖ καὶ τούτοις . . ΤΡΙΤΟΝ ΑΛΛΟ ΓΕΝΟΣ . Τοῦτο τὸ γένος εἰκότως τρίτον , οὔτε νωθρὸν
τιμὴν βασιλικὴν , ἤγουν βασιλεῦσι πρέπουσαν . . ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΥΤΕ ΓΕΝΟΣ . Ὁ μὲν Ὀρφεὺς τοῦ ἀργυροῦ γένους βασιλεύειν φησὶ
7741970 καχλαζω
κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς καχλάζω . τὸ οὖν χλῶ ῥηματικὸν χλώσα : ἐπεκτάσει τοῦ
τοῦ ο ὄχλος . ἐκ δὲ τοῦ χλῶ καὶ τὸ καχλάζω κατὰ ἀναδιπλασιασμόν . . . , : ἀκωκή :
7734669 Ἀμβρακος
ἰατρικὰς ἐπιτήδειος . . ἀμβρακία : πόλις Θεσπρωτίας : ἀπὸ Ἄμβρακος τοῦ παιδὸς Θεσπρωτοῦ . τὸ ἐθνικὸν Ἀμβρακιεύς καὶ Ἀμβρακιώτης
Ἁλικαρνασσεύς . Ἐφύρα , πόλις Ἠπείρου , ἀπὸ Ἐφύρου τοῦ Ἄμβρακος τοῦ Θεσπρωτοῦ τοῦ Λυκάονος τοῦ Πελασγοῦ τοῦ γηγενοῦς τοῦ
7732799 Χαιρωνος
ὅροις Φωκίδος : Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . . κέκληται ἀπὸ Χαίρωνος : Ἀριστοφάνης ἐν Βοιωτικῶν β : λέγεται δ '
ἐν δὲ Χαιρώνεια πόλις τὰ πρῶτα „ . κέκληται ἀπὸ Χαίρωνος . Ἀριστοφάνης ἐν Βοιωτικῶν δευτέρῳ „ λέγεται δ '
7728460 ἐπιληψιηϲ
ἐν τοῖϲι χρονίοιϲι εἰρήϲεται . Θεραπεία παροξυϲμοῦ ἐπιληπτικῶν . Τῆϲ ἐπιληψίηϲ ὀλεθρίη μὲν ἡ πρωτίϲτη κατάπτωϲιϲ , ἢν ὀξέωϲ εἰϲβάλλῃ
ξυνελίϲϲεται γὰρ τῷ κύκλῳ . δίνηϲιϲ δὲ ϲκοτώματοϲ καὶ τῆϲ ἐπιληψίηϲ πρόκληϲιϲ . ἀπὸ δὲ τῆϲ αἰώρηϲ περίπατοϲ ἠρεμαῖοϲ .
7724576 Ὑπερβορεον
τινὸς Ἀθηναίου , ὥς φησι Φανόδημος : Φιλοστέφανος δὲ τὸν Ὑπερβόρεον Θεσσαλόν φησιν εἶναι : ἄλλοι ἀπὸ Ὑπερβορέου Πελασγοῦ τοῦ
τινὸς Ἀθηναίου , ὥς φησι Φιλόδημος . Φιλοστέφανος δὲ τὸν Ὑπερβόρεον Θεσσαλόν φησιν εἶναι . ἄλλοι ἀπὸ Ὑπερβορέου Πελασγοῦ τοῦ
7723916 βαλετο
δ ' αὐτῷ . ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον , αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε
ξίφους τοῦ Ἀγαμέμνονος : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος : ἐν δέ οἱ ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον :
7722686 δυσφημως
τῇ ε . Λίνδιοι τὴν θυσίαν : παροιμία ἐπὶ τῶν δυσφήμως ἱερουργούντων . Ἀπὸ Ἡρακλέους ἐν Λίνδῳ βοῦν ἀποσπάσαντος γεωργοῦ
. ἀντ ' ἐκείνων , ἤγουν ἀνθ ' ὧν ἄλλων δυσφήμως εἴρηκας , τοῦτο μᾶλλον παρὰ σοῦ αἱροῦμαι . .
7717573 Θεωριδος
λείπους ' ἐν τραγικαῖς ᾖδε χοροστασίαις Βάκχον καὶ τὸν Ἔρωτα Θεωρίδος . . . . . . . . .
μέν ἐστιν ἐκ τῶν εἰς Ὅμηρον ἀναφερομένων . τῆς δὲ Θεωρίδος μνημονεύει λέγων ἔν τινι στασίμῳ οὕτως : φίλη γὰρ
7713810 ἀπαιολη
. ἡ βασίλεια , ἡ βασιλίς καὶ ἡ βασίλισσα . ἀπαιόλη ] σοφιστικὴ δύναμις καὶ παραλογιστική . τὸ “ ὥστε
] : ἰστέον δὲ ὅτι ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν
7705914 παντοθ
πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν
ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ '
7703150 ΧΑΛΚΟΥ
, καῦσον ἄλλας ἡμέρας γʹ , ἵνα γένηται ξανθόν . ΧΑΛΚΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν κύπριον , καὶ δεῖ κροτεῖν
καὶ ἐκπυρὶ αὐτὸν , καὶ γίνεται λευκός . ΑΛΛΗ ΠΟΙΗΣΙΣ ΧΑΛΚΟΥ ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ . Λαβὼν σανδαράχην καὶ θεῖον ἄπυρον , κοράλλιον
7701562 κξ
ἄρα ὁ ζθ τῷ κξ ἐστιν ἴσος . ὁ δὲ κξ ἀπεδείχθη τῷ ε ἴσος : καὶ ὁ ζθ ἄρα
δγ ἑκάτερος τῶν λμ , μν : ὅλος ἄρα ὁ κξ ἴσος ἐστὶ τῷ ε . καὶ ἐπεὶ ὁ βδ
7699382 μελαμφυλλον
ἀλθήεντος : ἰατρικοῦ καὶ ἀλθήεντος ἀκάνθου : τὸν ἄκανθον καὶ μελάμφυλλον καὶ παιδέρωτα λέγουσι . καλῶς δὲ ἀλθήεντα λέγει :
ὃ καὶ πρὸϲ ϲυνουϲίαν παρορμᾷ . Ἄκανθοϲ , οἱ δὲ μελάμφυλλον , οἱ δὲ παιδέρωτα , διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ξηραντικῆϲ
7692543 ἁρματροχια
παρὰ τὸ αἴρω , τὸ ἐπαίρω . . . . ἁρματροχιά : ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ .
παρὰ τὸ αἴρω , τὸ ἐπαίρω . . . . ἁρματροχιά : ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ .
7692396 κινηϲεωϲ
ἀραιοῦται δ ' αὐτοῖϲ καὶ τὸ δέρμα ἐκ τῆϲ ϲφοδρᾶϲ κινήϲεωϲ καὶ πλείϲτη διαφόρηϲιϲ γίγνεται καὶ διὰ τοῦτο ξηρότηϲ .
χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν , ἠρεμίαϲ
7691018 Καειρα
λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ Ἰὰς αὕτη ἡ ἐσθὴς τὸ παλαιὸν ἀλλὰ Κάειρα , ἐπεὶ ἥ γε Ἑλληνικὴ ἐσθὴς πᾶσα ἡ ἀρχαίη
ρ : οἷον , σώτειρα : εὐπάτειρα : δότειρα : Κάειρα : μάκαιρα : ἀντιάνειρα : κυδιάνειρα : κτεάνειρα .
7690353 ἀφανιζω
. ἀϊστῶσαι : ἀπὸ τοῦ ἀϊστῶ , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀφανίζω , τοῦτο ἀϊστώσειαν , ὥσπερ τύψειαν : τὰ γὰρ
κέρμα ἀργύριον καὶ χρυσίον . . καταλύσεις : Καταλύω τὸ ἀφανίζω , καὶ διαλύω , ὃ καὶ μεταβαίνει συντασσόμενον μετὰ
7682044 Βαλανευς
στέαρ γαλῇ : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες
. μεταφορικῶς ἀπὸ τούτου βαθείας φρένας καὶ κεκρυμμένας σημαίνει . Βαλανεύς παρὰ Πλάτωνι καὶ Ἀριστοφάνει Πελαργοῖς . Βάλλ ' ἐς
7681108 ἡρῳναι
συνίζησις , ὡς . . . ” ᾔθεοι “ . ἡρῷναι τρισυλλάβως τοῦ ι προσγεγραμμένου : τὸ ἐντελὲς δὲ ”
νενευκυῖα . ※ . ἡρῷναί ] ἡρωΐδες . τὸ ” ἡρῷναι “ ἀττική ἐστι συναίρεσις , ὡς τὸ ” ἠίθεοι
7678877 κνισολοιχος
Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς
Διόνυσον , ἄνδρες , ἤδη στρηνιῶ . Ὀψοφάγος εἶ καὶ κνισολοῖχος . Ὁ πατὴρ ὁ ταύτης πολὺ μέγιστός ἐστι κριὸς
7677868 γινομενουϲ
ὡϲ κἂν μόνον προϲθίγῃ τῷ ἄϲθματι , βλάπτειν τοὺϲ πληϲίον γινομένουϲ . πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζῴου ἱϲτορούμενα παραπέμπομαι ,
. πρὸϲ δὲ τοὺϲ χρονίουϲ ἤχουϲ ἐπὶ πάχεϲι καὶ γλίϲχροιϲ γινομένουϲ χυμοῖϲ ὄξει καὶ νίτρῳ καὶ μέλιτι κλύζε . Ἄλλο
7675648 ΠΟΙΗΣΙΣ
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ
7674870 ἁρπαγηναι
. . : φησὶ δὲ ὁ Ἑλλάνικος ἑπταετῆ οὖσαν Ἑλένην ἁρπαγῆναι ὑπὸ Θησέως . Δοῦρις δὲ λέγει ἀποδοθῆναι αὐτὴν τετοκυῖαν
Κυκλάδων . ἣν ὁ ξύνευνος : φασὶν ὅτι μετὰ τὸ ἁρπαγῆναι τὴν Ἰφιγένειαν ὑπὸ Ἀρτέμιδος ἀκούσας Ἀχιλεὺς ὅτι ἐν Σκυθίᾳ
7671736 πολεμησαν
Δαραψηνός καὶ Δαραψιανός . Δάρδαι , Ἰνδικὸν ἔθνος ὑπὸ Δηριάδῃ πολεμῆσαν Διονύσῳ , ὡς Διονύσιος ἐν γʹ Βασσαρικῶν . Δάρδανος
ὁ πολίτης ὁμοίως Πρασιεύς . Πράσιοι , ἔθνος Ἰνδικὸν Διονύσῳ πολεμῆσαν . Πράσον , ἀκρωτήριον περὶ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν .
7669219 ϲκιρρων
ϲήϲαντα τὰ πίτυρα ὡϲ λεπτότατα γενέϲθαι , χρῆϲθαι αὐτοῖϲ ἐπὶ ϲκίρρων ἐν παντὶ τόπῳ τοῦ ϲώματοϲ ϲυνιϲταμένων καὶ μάλιϲτα ἐν
λαʹ . Περὶ ῥήγματοϲ καὶ ϲπάϲματοϲ . λβʹ . Περὶ ϲκίρρων . λγʹ . Περὶ χοιράδων . λδʹ . Περὶ
7667929 μυρμηκιων
. Περὶ ὄνυχοϲ θλαϲθέντοϲ . πζʹ . Περὶ ἥλων καὶ μυρμηκίων καὶ ἀκροχορδόνων . πηʹ . Περὶ βελῶν ἐξαιρέϲεωϲ .
. Περὶ κερκώσεως ριηʹ . Περὶ θύμων ἐν ὑστέρᾳ καὶ μυρμηκίων καὶ ἀκροχορδόνων Φιλουμένου ριθʹ . Περὶ κονδυλωμάτων , Ἀσπασίας
7667631 κατασκευαστικος
τὸ δὲ γῆν διορύσσειν παιδιά . Ἐργασία δέ ἐστι λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ προτεθέντος ἐπιχειρήματος , ἐκ παραβολῆς ἢ παραδείγματος ἔχων
λόγος ἀνατρεπτικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου καὶ κατασκευὴ τοὐναντίον λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ πιθανῶς προτεθέντος λόγου . πρόσκειται δὲ τὸ πιθανῶς
7667414 προσγεγενησθαι
ἀνάγκῃ γενέσθαι συμβέβηκε . φημὶ γὰρ καὶ ἡμῖν τὰ παράνομα προσγεγενῆσθαι πάθη καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπασι τὸ αὐτὸ ἔμφυτον εἶναι
ἐν τῷ ὄρει τῷ Μιλύᾳ : ἐδόκει δὲ οἰκήματα ἄττα προσγεγενῆσθαι , καὶ ὄνομα εἶναι τῷ χωρίῳ Ἐλεφαντίνη ἀπὸ Ἐλε
7665925 πατρωνυμικως
ῥῆμα , οὗ τὴν μετοχὴν Ἔφορος ἐννεακαιδεκάτῃ . λέγονται καὶ πατρωνυμικῶς , ὡς πολλοὶ καὶ Ἡρόδωρος , ἐν μὲν τῷ
δέ τινων . εἴ τις οὖν τὸν τοῦ Ἡρακλείδου υἱὸν πατρωνυμικῶς βούλοιτο σημῆναι , ὁμωνύμως ἂν πάλιν [ πατρὸς ]
7663858 Βαρκαιων
δυνάμενος πρᾶξαι πάλιν πρὸς τὸν λιμένα ἐπανῆλθε . τῶν δὲ Βαρκαίων καὶ τῶν Ἑσπεριτῶν συμμαχούντων τῷ Θίβρωνι Κυρηναῖοι μέρος μὲν
καὶ νηστηίας αὐτῇ καὶ ὁρτὰς ἐπιτελέουσι . Αἱ δὲ τῶν Βαρκαίων γυναῖκες οὐδὲ ὑῶν πρὸς τῇσι βουσὶ γεύονται . Ταῦτα
7663107 ΠΛΡ
ὑπὸ ΚΘΟ , συνεστάτω τῇ ὑπὸ ΚΘΟ ἴση ἡ ὑπὸ ΠΛΡ . ἡ ἄρα ΠΛ κάθετός ἐστιν ἰσοπλεύρου τριγώνου ,
Λ σημείων παράλληλοι κύκλοι γεγράφθωσαν οἱ ΜΘΝ , ΞΚΟ , ΠΛΡ . λέγω , ὅτι μείζων ἐστὶν ἡ ΠΞ περιφέρεια
7659590 Κραγου
ἀπὸ Μιλύης τῆς γυναικὸς Σολύμου καὶ ἀδελφῆς , ὕστερον δὲ Κράγου γυναικός . Τὸ ἐθνικὸν Μιλυεὺς καὶ Μιλυίτης . .
Κράγος , ὄρος Λυκίας . Ἀλέξανδρος δευτέρῳ Λυκιακῶν . ἀπὸ Κράγου τοῦ Τρεμίλητος υἱοῦ , μητρὸς δὲ Πραξιδίκης νύμφης .
7657017 φλογιζομενος
μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας . : ἰπνούμενος : Καιόμενος , φλογιζόμενος : ἐκ μεταφορᾶς τοῦ ἴπνου . γράφεται κτλ .
καὶ τοῦ εὕω τὸ φλογίζω : ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος . : χροιᾶς ] Χροιᾶς καὶ στοιᾶς φασὶν Ἀθηναῖοι
7654070 Δραγγιανης
ἐκτρέπεται μικρὸν ἀπὸ τῆς Ἀρίας πρὸς νότον εἰς Προφθασίαν τῆς Δραγγιανῆς : εἶτα πάλιν ἡ λοιπὴ μέχρι τῶν ὅρων τῆς
Σηρικῆς . [ Πίναξ ἔννατος ] Ἀρείας , Παροπανισαδῶν , Δραγγιανῆς , Ἀραχωσίας , Γεδρωσίας . [ Γίνονται ἐπαρχίαι κα
7653289 Ἀνισου
ἀναλαβών , χρῶ μετὰ τὴν ἔμμηνον κάθαρσιν . Ἄλλος . Ἀνίσου , καρδαμώμου , νίτρου , ἀριστολοχίας , γλήχωνος ,
⋖ τὸ ςʹʹ ὁμοίως . Ἄλλη ἀντίδοτος ποδαγρικὴ πεπειραμένη . Ἀνίσου , κυμίνου αἰθιοπικοῦ , πεπέρεως κοινοῦ , πεπέρεως μακροῦ
7651369 τιο
αὔλακος . ἀμφιτιττυβίζετε : Ποιὸν ἦχον ἀποτελεῖτε . 〚 τιὸ τιό : Ἡ δευτέρα στροφὴ κώλων ιγʹ . ὧν τὸ
ἰτώ ὀξυτόνως προφέρονται κατὰ μίμησιν ὀρνέου φωνῆς . Ὁμοίως καὶ τιό , τιό , τιό . Ὁμοίως καὶ τορό ,
7650182 Ποϲειδωνιου
τὴν ἀϲθενήϲαϲαν δύναμιν . Περὶ ληθάργου κατὰ τῶν Ἀρχιγένουϲ καὶ Ποϲειδωνίου . ληθάργου ἀρχαὶ δύο : οἷϲ μὲν γὰρ τὰ
: α Περὶ ὑδροκεφάλων Λεωνίδου β Περὶ φρενίτιδοϲ ἐκ τῶν Ποϲειδωνίου γ Περὶ ληθάργου Ἀρχιγένουϲ καὶ Ποϲειδωνίου δ Περὶ κατόχου
7649962 σαργανη
πύργον ἄγουσα . . τὸ θηρευτικὸν δίκτυον , ὃ καὶ σαργάνη καλεῖται . . ποτὶ πτόλιν ] ἐστίν . ὁρκάνα
ἢ ἀφανισμός . θ ὁρκάνη ] εἶδος δικτύου ὃ καλεῖται σαργάνη . ὁρκάνη ] κλῖμαξ . Ξ πυργῶτις ] ὑψηλὴ
7649632 Ἀλκμεωνος
τοῦ πεδίου Ἀθηναίων , καὶ τῶν μὲν προεστεῶτος Μεγακλέος τοῦ Ἀλκμέωνος , τῶν δὲ ἐκ τοῦ πεδίου Λυκούργου τοῦ Ἀριστολαΐδεω
. . τῶν ἐχθρῶν : τούτους δ ' ὑπ ' Ἀλκμέωνος καὶ Διομήδους . ἀλλ ' ἐπάνειμι ἐπὶ τοὺς Φωκέας
7648094 μεσογειαι
Καπρίαι . . . . Ἀρίνθη : πόλις Οἰνώτρων ἐν μεσογείαι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Ἀρτεμίσιον : πόλις Οἰνώτρων
καὶ Μαλανιεύς . . Νίναια : πόλις Οἰνώτρων ἐν τῆι μεσογείαι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . τὸ ἐθνικὸν Νιναῖος ἢ Νιναιεύς
7646981 ἀπολολυξω
. ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω ] καὶ θαυμάσω καὶ ᾄσω . Ξ ἀσινεῖ ]
+ ποῖον ἕτερον ποιήσω δηλονότι . ἀπολολύξω ] ὑμνήσω . ἀπολολύξω ] εὔξομαι . ἀπολολύξω ] παιανίσω . θ ἀπολολύξω
7645238 Βριαρηο
Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ
εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ
7641873 Διωλυγιον
καλόν : ὅτι χρὴ περὶ τῶν καλῶν πολλάκις λέγειν . Διωλύγιον κακόν : ἐπὶ τῶν μέγα τι καὶ δεινὸν ὑφισταμένων
κύριον , ναύαρχος Ἀθηναίων . Διόφαντος : ὄνομα κύριον . Διωλύγιον : Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Στρατοκλέα ” πράγματα διωλύγια
7641336 στειβω
α : τὸ δὲ στείβω , παρὰ τὸ στῶ , στείβω . αἰρήσειν , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ , ὁ σημαίνει
καὶ ἀστιβητός : μετὰ τοῦ στερητικοῦ α : τὸ δὲ στείβω , παρὰ τὸ στῶ , στείβω . αἰρήσειν ,
7640054 λεπιζω
ἐκ δερμάτων μασχαλιστῆρες τῶν ἵππων , παρὰ τὸ λέπω τὸ λεπίζω καὶ ἐκδέρω . οἱ δὲ τοὺς τῶν ζυγῶν φασι
πρὸς τὸν ζυγόν . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ λέπω τὸ λεπίζω , λέπανον καὶ λέπαδνον . τινὲς δὲ λέπαδνα τοὺς
7638826 ζυγωθρισον
. ἄπελθε ] ἐπ ' ἄλλο . ⌈ ζυγώθρησον [ ζυγώθρισον ζυγόθρισον ] ] σκόπησον ⌈ : ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ
ἄπελθε , κᾆτα τῇ γνώμῃ πάλιν κίνησον αὖθις αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον . ὦ Σωκρατίδιον φίλτατον . τί , ὦ γέρον
7638437 ΤΟΙΣΙΝ
ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΔΕ . Ἐκ τῆς τῶν ἀστέρων κινήσεως . . ΤΟΙΣΙΝ Δ ' ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ . Ἐπὶ τούτοις , ἤγουν κατὰ
τοὺς ὕστερον μέλλοντας γενέσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙΝ . Ἀλλ ' ὅμως καὶ ἐπὶ τούτοις μεμιγμένα ἔσται
7637339 Δαιμονιως
κρίσεων ἐπιλάθεσθε παντελῶς . . ΟΙ ΑΥΤΩι ΚΑΚΑ ΤΕΥΧΕΙ . Δαιμονίως ἀνεφθέγξατο ταῦτα τὰ ἔπη καὶ σωφρονιστικῶς . Εἰ γὰρ
ἰατρὸν ἐπιθέντες γράμματα πρὸς τὸν τελώνην . , . . Δαιμονίως “ ἐθεραπεύθη δέ ” , ἔφη , “ δαιμονίῳ
7635824 κικκαβαυ
καὶ τορό , τορό , τοροτίγξ : ὁμοίως καὶ κικκαβαῦ κικκαβαῦ , τορό τορό τολελύγξ , τιό τιό τίγξ :
Ὁμοίως καὶ τορό , τορό , τοροτίγξ : ὁμοίως καὶ κικκαβαῦ κικκαβαῦ , τορό τορό τολελύγξ , τιό τιό τίγξ
7633155 Ζωιλου
, ὅν φησιν Εὐφράνωρ . . . ἀντιγράψαι πρὸς τὰς Ζωίλου κατηγορίας . διέπρεψε δὲ παρὰ Ἀντιγόνῳ , ὃς ἐβασίλευσε
προείρηται . ἐγχυματιϲτέον δὲ αὐτοὺϲ ἀρχομένηϲ τῆϲ ὀφθαλμίαϲ τῷ ναρδίνῳ Ζωίλου ὑδαρεϲτέραν τὴν ϲύϲταϲιν ποιοῦντεϲ ἐν τῇ ἀνέϲει : καὶ
7632853 Ἀσσιου
καὶ χορταρίοις . ἔοικε δὲ τῇ χρόᾳ τῷ ἄνθει τοῦ Ἀσσίου λίθου , τῷ δ ' ὅλῳ τύπῳ ἀλκυονίῳ τῷ
μορίων , καὶ ἀνώδυνοι ταχέως ἐγένοντο . Πευκεδάνου ῥίζης , Ἀσσίου λίθου ἄνθους , προπόλεως λιπαρᾶς ἀνὰ # β ,
7632120 ἀναλγης
μὲν ἄφοβος , ἀδαιὴς δὲ διὰ τοῦ αι ἀμαθής . ἀναλγὴς μὲν ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος δὲ ὁ ἀνεπίστρεπτος
εἰς τοῦτο ἀχθῇ . ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος , ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν . ἄντικρυς τὸ διαρρήδην καὶ φανερῶς
7632088 Ἀπελλαιον
Ὑπερείδῃ ἐξέδωκε τὴν πρόγονον τὴν αὑτοῦ , ἐν τῷ πρὸς Ἀπελλαῖον περὶ θησαυροῦ . πάλιν τοίνυν ἀδελφῶν παῖδες ἀνεψιοί ,
' Εὐφήμου καὶ Ἀριστοφάνης Ἥρωσιν . Πυθαέα : Ὑπερείδης πρὸς Ἀπελλαῖον . ἄπορον πῶς ἀπὸ τούτου ἐσχημάτισται παρὰ τῷ Διδύμῳ
7631430 ἠλασκω
ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . ,
η ἠλασκάζω . . . . . . ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : . . . ἔστιν
7630423 ἀναγαργαριζεσθω
. θλασθεῖσα μετὰ μέλιτος καὶ ὕδατος ἴσου διδομένου τοῦ χυλοῦ ἀναγαργαριζέσθω . [ στʹ . Πρὸς αἱμοῤῥαγίαν ἐκ τοῦ στόματος
πότιζε ἢ ὄξος μετὰ θύμου δριμύ : μετὰ δὲ ταῦτα ἀναγαργαριζέσθω θερμῷ ὕδατι . Κεφ . ιγʹ . [ Πρὸς
7629799 στευνται
τὸ στεῦνται ἀπὸ τοῦ στέω στεύω στεύονται καὶ κατὰ συγκοπὴν στεῦνται , ὡς χέω χεύω χεύονται χεῦνται . . .
στεῦνται , ὡς χέω χεύω χεύονται χεῦνται . . . στεῦνται ] ὁρμῶσι . ἱεροῦ ] μεγάλου . Τμώλου ]
7629272 Σινωπιτης
. τὸ ἐθνικὸν Ἀλμήνιος ὡς Παλλήνιος , ἢ Ἀλμηνίτης ὡς Σινωπίτης . Ἄλμος , πόλις Βοιωτίας , ὡς Ἑλλάνικος :
, ὡς Φερεκύδης . τὸ ἐθνικὸν Διοπεύς ἢ Διοπίτης ὡς Σινωπίτης . Διὸς ἱερόν , πολίχνιον Ἰωνίας μεταξὺ Λεβέδου καὶ
7626179 ψωμοκολαξ
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου
7625375 βληχω
γλαχώ : ἡ γληχώ , τῆς γληχῶ . Ἀττικοὶ δὲ βληχώ φασιν . Γ γλαχώ ] βληχώ φασιν Ἀττικοί .
αἰδοῖον αἰνιττομένη . Ἀττικοὶ δὲ διὰ τοῦ β λέγουσι τὴν βληχώ . χαΐα : Ἀντὶ τοῦ ἀγαθὴ μὲν , Κορινθία
7625362 βλωμος
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι
7623476 μεταγωγη
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους
7623261 Ἀγορα
μέσα τοῦ Σκάφους καὶ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ Κρήνη καὶ Ἀγορὰ καὶ τὰ μέσα τοῦ Τράγου τῆς δωδεκαώρου . τῷ
τῶν παρανομούντων . Ἐπίχαρμος : Ἀγρὸν τὴν πόλιν ποιεῖς . Ἀγορὰ λύκιος : ἐπὶ τῶν ταχέως πιπρασκομένων : ἐκ μεταφορᾶς
7621568 Ἀρκεισιος
οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον :
. ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα
7617502 γαυριω
τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς ἅλλεσθαι ἐν αὐτῷ
ὡς ναός ναυός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ , γίνεται γαῖος , καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς
7611872 Κερκωπιζειν
Εἰς κόλπους πτύειν : ὅμοιον τῷ : οὐ μεγαλοῤῥημονεῖν . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δολιεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν . μετενήνεκται δὲ
τῶν ῥᾳδίως τι ποιούντων . Καθ ' ἑαυτοῦ Βελλεροφόντης . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ δουλεύεσθαι καὶ ἀπατᾶν : μετενήνεκται δὲ
7611791 ἐσχαζον
τρίτον πληθυντικόν . τὸ δὲ εἴποσαν ἐναντίως . ὁμοίως καὶ ἔσχαζον : τὸ δὲ ἐσχάζοσαν ἐναντίον ἐστὶ καὶ τῆς χαλδαϊκῆς
Ἀριστοτέλης Περὶ ζῴων ἱστορίας αʹ . . . : οὐκ ἔσχαζον . εἰώθασι . . . δίοδον χαριζόμενοι τῷ πνεύματι
7611645 κατοχου
τῆς ψυχῆς μετὰ πήξεως τοῦ παντὸς σώματος . εἴδη δὲ κατόχου τρία . ὁ μὲν γὰρ ὑπνώδης ὃς παράκειται τῷ
ζʹ περὶ κάρου . ηʹ περὶ κώματος . θʹ περὶ κατόχου . ιʹ περὶ ἀγρύπνου κώματος . ιαʹ περὶ φρενίτιδος

Back