. Αἴσωπος δὲ μηδενὶ τῶν ὑπ ' αὐτοῦ λεγομένων ὁρῶν καμπτομένους , πάλιν φησίν : ” ἄνδρες ἀνήμεροι καὶ φονῶντες
γενέσθαι τοὺς ἀνθρώπους οὕτω πίνοντας , πρότερον ὑπὸ τοῦ ἀκράτου καμπτομένους : καὶ διὰ τοῦτο ἱδρύσασθαι βωμὸν ὀρθοῦ Διονύσου ἐν
5693670 θεντας
μὲν δὴ αὐτόν τε καὶ τοὺς ξὺν αὐτῷ ξυλληφ - θέντας καταλευσθῆναι πρὸς τῶν παρόντων . Καλλισθένην δὲ Ἀριστόβουλος μὲν
ἀλλὰ ῥιπίζοντες : τοὺς δὲ φυσήσαντας ἢ νεκρὸν ἐπὶ πῦρ θέντας ἢ βόλβιτον θανατοῦσι : τῷ δ ' ὕδατι ,
5549095 ποιησαντας
: αἰτίαν λέγει τοῦ μὴ ἀποκτεῖναι αὐτούς , δέκα ἔτη ποιήσαντας ἐν τῷ πολέμῳ Ἰθωμήτα : Δωριστί ἔτυχον ᾑρηκότες :
, τήλεως , λινοσπέρματος καὶ τῶν παραπλησίων ἑψημάτων , καὶ ποιήσαντας σύστρεμμα ἐξ ἐρίου , σχήματι καὶ πάχει ἀναλογοῦν τῷ
5514628 μαλακωτερους
Ἀντωνίῳ αὐτόν τε ἐπήρκει ἐς τὴν ἀποχώρησιν καὶ τοὺς στρατιώτας μαλακωτέρους ἐποίει . . . . πρὸς θυμοῦ : εἶναι
ἀχρείους εἶναι μὴ καταβρεχθέντας πάλιν καὶ συνικμασθέντας τοὺς δὲ καὶ μαλακωτέρους καὶ διαθραύστους μᾶλλον . φανερὸν δὲ ὡς ἀμφοτέρων μὲν
5503686 Τιτανας
με πλήσσει μεριδάρπαξ ὃς κατὰ λίμνην κινείσθω τιτανοκτόνον ὀβριμοεργόν ᾧ Τιτᾶνας πέφνες ἀρίστους ἔξοχα πάντων αὐτὰρ ἔπειτα κεραυνὸν δειμαλέον διὸς
Ἶσιν τὸν φόνον τοῦ ἀνδρὸς ἀναζητοῦσαν , καὶ τοὺς μὲν Τιτᾶνας ἀνελοῦσαν , τὰ δὲ τοῦ σώματος μέρη περιπλάσασαν εἰς
5425853 πινοντας
χρῆσθαι τοὺς ἀγροίκους Φιλήτας φησι ἀμέλγοντας εἰς αὐτὸ καὶ οὕτως πίνοντας . . ἄωτον παρὰ Κυπρίοις τὸ ἔκπωμα , ὡς
Κίῳ πηγήν φησιν ὕδατος εἶναι , ἀφ ' ἧς τοὺς πίνοντας ἀναισθήτους γίνεσθαι ταῖς ψυχαῖς : εἶναι δὲ καὶ ἐπὶ
5395606 γηρασαντας
σὺ δὲ ἐρώμενος . πελαργοῦ . ἐπειδὴ τοὺς πελαργούς φασι γηράσαντας τοὺς γονεῖς ἀμοιβαίας κομιδῆς ἀξιοῦν , ἧς ἔτυχον ἐν
τοι δοκεῖ δικαιότερος εἶναι τῶν πελαργῶν : οὐ γὰρ ἀναμένει γηράσαντας τρέφειν τοὺς πατέρας , ἀλλ ' ἅμα τῷ φῦσαι
5391002 κομψους
τῷ πάθει μάθος ἐθέμην ” . καὶ τούτους μὲν ἥγημαι κομψοὺς αἰθερίους , αὐτὸς δ ' ἐκ τῶν κειμένων ἀνθέων
βαλανείῳ καταμαθὼν οὖν πλείονας γυμναζομένους τῶν μειρακίων παρὰ τῷ πυρί κομψοὺς τό τε χρῶμα καὶ τὸ σῶμ ' ἠσκηκότας ,
5386819 κυκνους
τὸ καλὸν ἔαρ οὐκ ἀηδόνας ἄξειν ἡμῖν , οὐδέ τινας κύκνους ἢ τέττιγας , ἀλλ ' αὐτὸν τὸν ταῖς χρυσαῖς
, . ] . . . . ἀετούς τινας ἢ κύκνους . . . μυθολογοῦσιν ἀπὸ τῶν ἄκρων τῆς γῆς
5373196 φαγοντας
ὁ κύαμος δεκαδακτύλους τὸ μῆκος πλήρεις μέλιτος , τοὺς δὲ φαγόντας οὐ ῥᾳδίως σώζεσθαι . ἅπαντας δ ' ὑπερβέβληνται περὶ
τῷ περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων βαρύοσμον , ἀφ ' οὗ τοὺς φαγόντας ὑγιαίνοντας μὲν ἐξίστασθαι , τοὺς δ ' ἐπιλήπτους εὐθέως
5362988 γεννωμενους
καὶ ἰσχιάδας . οὕτω μὲν , εἰ διὰ γλίσχρους χυμοὺς γεννωμένους ἐν τῷ στομάχῳ ὀδύνη γένοιτο , ἰᾶσθαι δεῖ .
: τὰς γὰρ σεληνίτιδας γυναῖκας ᾠοτοκεῖν , καὶ τοὺς ἐκεῖ γεννωμένους πεντεκαιδεκαπλασίονας ἡμῶν εἶναι , ὡς Ἡρόδωρος ὁ Ἡρακλεώτης ἱστορεῖ
5344131 κληθεντας
Ἐπειῶν : Ἐπειοὺς τοὺς Ἠλείους , ἀπὸ Ἐπειοῦ τοῦ Ἐνδυμίωνος κληθέντας . τινὲς δὲ τὸν Ἐπειὸν Ἀεθλίου φασίν . ἀπὸ
, κρείττω δὲ ἦν τὰ ἡμέτερα διὰ τοὺς ὑπὸ σοῦ κληθέντας θεούς , καὶ ὅτι κρύψας αὑτὸν οἴκοι μένει περιῃρημένος
5320273 τιμωντας
γῆν , ὁ δ ' ἠσκάριζε κἀπέπαρδεν . Ὑπερβορέους αἴθρια τιμῶντας στέφη . Ἐτήσιοι γὰρ πρόσιτ ' ἀεὶ πρὸς τὴν
Ἀπόλλωνος , ἤτοι τοὺς ἐκεῖ ὄντας ἄνδρας καὶ τὸν Ἀπόλλωνα τιμῶντας , πιστὰ φρονέων αὐτοῖς , ἤτοι φίλος ὢν αὐτοῖς
5319288 γελωντας
σὺ φῂς σαυτοῦ , οὐδὲν ἂν εἴη ἀηδὲς παίζοντας καὶ γελῶντας ἐν τῷ δικαστηρίῳ διαγαγεῖν : εἰ δὲ σπουδάσονται ,
τοὺς καλλίστους καὶ πρεσβυτέρους ὑπὲρ ἑβδομήκοντα ἔτη τῷ Κρόνῳ ἔθυον γελῶντας , ἕνεκα τοῦ τὸ ἔπανδρον ἐμφῆναι . . ,
5307316 ὀρτυγας
ἤτοι κυβευτικὰ ὄργανα , ἢ τραχηπίθου , ἐν ᾧ τοὺς ὄρτυγας καὶ τοὺς ἀλεκτρυόνας ἔβαλλον μάχεσθαι . Ἄπεισιν ἐκ τοῦ
καὶ τοῦ Θαμύρα , βλέποι δ ' αὐτὸν ἀλεκτρυόνας ἢ ὄρτυγας θεραπεύοντα καὶ τρέφοντα καὶ μετὰ τῶν τοιούτων ἀνθρώπων ὡς
5290919 ἐπιδεσμους
ὕδωρ θερμόν , θερμάσματα , σπόγγους τρυφερούς , ἔριον , ἐπιδέσμους , ὑποκεφάλαιον , ὀσφραντά , δίφρον μαιωτικὸν ἢ καθέδραν
φλεγμονὰς ἀκριβεστέρῃ : πλὴν ὅτι δεῖ τελευταῖον χαλαρωτέρους ἐᾶν τοὺς ἐπιδέσμους , ἵνα καὶ ἁδροτέραν παρέχεται τροφήν . , ,
5282603 ἐργαζομενους
Φίλιππος μεθ ' ἡμέραν μὲν ἐπὶ τὴν διωρυχὴν καταβαίνειν ὡς ἐργαζομένους δὴ καὶ προκαλύμματα ὑπερέτεινεν ὡς βουλόμενος λανθάνειν : τὰ
προσουρεῖν καὶ πλησίον ἀφοδεύειν τοῦ περιφράγματος , ὥστε διοχλεῖσθαι τοὺς ἐργαζομένους . Ἔγραψε γοῦν ὁ Πεισίστρατος , ὡς ἐάν τις
5276848 προῃρημενους
τῶν ὅρων ἔξω καταμένειν , δύο δὲ ἄρα ἢ τρεῖς προῃρημένους κατὰ τοὺς πρέσβεις τοὺς ἐκ τῶν πόλεων πέμπεσθαι ,
θαλάσσης ἀεικίνητον : τοὺς δὲ ἐν τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ μένειν προῃρημένους καὶ μὴ βουλομένους ἀναγκάζει κινεῖσθαι . Ἀφροδίτην ἰδεῖν ἀναδυομένην
5272586 θεασαμενους
διδασκαλίας χάριν ὡς μᾶλλον γνωριζόντων , ὥσπερ τὸ διάγραμμα γιγνόμενον θεασαμένους . τοῦτο δ ' ἐστίν , ὥσπερ λέγομεν ,
ταῦτα ἑκάστοις τὰ συσσίτια πάντα , καθ ' ἑκάστην ἡμέραν θεασαμένους καὶ ἰδόντας τὴν διαγωγὴν τὴν τῶν συσσίτων , μετὰ
5266442 νεοττους
αὐτός φησι , καὶ ὑπὲρ τοῦ μὴ κακοσίτους εἶναι τοὺς νεοττοὺς πρώτην τροφὴν διδόναι τοῖς βρέφεσι τοὺς γειναμένους ἁλμυρίδα γῆν
: οὕτω τοι στεγανόν ἐστιν . ἐνταῦθά τοι καὶ τοὺς νεοττοὺς τρέφει κατὰ τῶν κυμάτων ἡ ἁλκυὼν φερομένη , ὥς
5261913 στρουθους
τοῦ Διὸς ἑωρακότες τὸν δράκοντα τὸν σὺν τῇ μητρὶ τοὺς στρουθοὺς φαγόντα ὅρκους ἀλλήλοις δόντες πλεύσουσιν ἐπὶ τὴν Τροίαν .
] τὸ δένδρον ὡς ὑποδεξόμενος τοὺς στρουθούς . Σχολαστικὸς ἰδὼν στρουθοὺς ἐπὶ δένδρου , λάθρα ὑπεισελθών , ὑφαπλώσας τὸν κόλπον
5240357 Ὑλλους
, Αἴολος Αἰόλεύς , οὕτως Ὕλλος Ὑλλεύς . Ἀπολλόδωρος [ Ὕλλους τούτους γράφει λέγων ] ἐν τῷ περὶ γῆς δευτέρῳ
Ἀπολλόδωρος ἐν τῷ Περὶ γῆς δευτέρῳ : Ὑπὲρ δὲ τοὺς Ὕλλους Λιβυρνοὶ καί τινες Ἴστροι λεγόμενοι Θρᾷκες . Καὶ τὸ
5223568 σταχυας
“ φυσικοῦ τινος ἔργου σημαντικόν : ἢ καὶ τὸ τοὺς στάχυας θερισθῆναι δύσφημον . ” Ὄμφαξ , σταφυλή , σταφίς
δ ' ὅτε λήιον αὖον ἐπιβρίσασα χάλαζα τυτθὰ διατμήξῃ , στάχυας δ ' ἀπὸ πάντας ἀμέρσῃ ῥιπῇ ὑπ ' ἀργαλέῃ
5213370 ὀνομαζομενους
τί εἰσιν ὀρνίθων , οὐκ ᾠδικόν . ἀετοὺς μὲν οὖν ὀνομαζομένους κυκνίας μάλιστα ἐοικότας κύκνῳ λευκότητα οἶδα ἐν Σιπύλῳ θεασάμενος
λεγομένους Τρωγλοδύτας καὶ τοὺς ὑπὸ Ἡσιόδου ἐν γ Καταλόγωι Κατουδαίους ὀνομαζομένους . [ Ἀντιφῶν ἐν τῶι Περὶ ὁμονοίας ] .
5180300 ἀνεπιστημονας
ναυμαχήσειν ᾤετο , ηὕρετο † ὅπως μήτε διὰ τὸν πλοῦν ἀνεπιστήμονας εἶναι τῶν εἰς ναυμαχίαν μήτε διὰ τὸ ταῦτα μελετᾶν
, | ἀδόξους , ἀτίμους , ἄφρονας , ἀδίκους , ἀνεπιστήμονας , καθάρματα , τὸ μηδέν . εἰκότως οὖν ὁ
5159796 αἰλουρους
, πυκναῖς δ ' ἀράχναις δεδίασται : προσκυνέοντες ὄφεις κύνας αἰλούρους , ἀνόητοι , καὶ πετεηνὰ σέβεσθε καὶ ἑρπετὰ θηρία
λέοντα , ἀναιρεῖ δὲ βασιλίσκον : οὐ μὴν φέρει οὔτε αἰλούρους οὔτε ἰκτίνους . αἱ δὲ περιστε - ραὶ ἀετῶν
5149812 οἰνους
πολλὴ ἔσται , οὔτε γενομένη ξηρανθήσεται , ὃ μάλιστα τοὺς οἴνους βλάπτει . Τῷ Ἰουνίῳ μηνὶ τὰς ἐγκεντρισθείσας ἀμπέλους δεῖ
ἐπιπολὺ διαμένει . καὶ μονίμους καὶ τρέπεσθαι οὐ ποιεῖ τοὺς οἴνους καὶ τίλις ἡλίῳ φρυγεῖσα , εἰ κοπείη καὶ μιχθῇ
5142103 τελαμωνας
τῶν ἱματίων κοπτόμεναι . ʃ ὡς ἂν εἰ ἔλεγε , τελαμῶνάς τινας ἀποσχίζοντες τῶν ἱματίων , ὥσπερ ζώνας ἐποίουν :
τῶν ἱματίων κοπτόμεναι . ʃ ὡς ἂν εἰ ἔλεγε , τελαμῶνάς τινας ἀποσχίζοντες τῶν ἱματίων , ὥσπερ ζώνας ἐποίουν :
5111148 ἀετους
] τοὺς δύο . Ἀτρείδας ] ἤγουν εἰκόνισεν εἶναι τοὺς ἀετοὺς τοὺς δύο Ἀτρείδας . ἐδάη ] ἔμαθεν , ἔγνω
εἰς ἓν καὶ τὸ αὐτὸ συσχετήριον ἐγκεκλεῖσθαι ἀνθρώπους τε καὶ ἀετοὺς καὶ περιστερὰς καὶ κύκνους καὶ ἱέρακας καὶ χελιδόνας καὶ
5108941 ὀνομασαντας
σώματος εἰς τὸ θεραπεῦσαί τινα δύναμιν εἴληχε , λεκτέον ἕβδομον ὀνομάσαντας αὐτὸ σύμπαν ἡμῶν εἶναι τροφόν , εἰ μή τι
φέρουσιν , ἀνατιθέναι τῷ Ἀπόλλωνι ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν , εἰρεσιώνην ὀνομάσαντας , ἀπαρχὰς ποιησαμένους τῶν γιγνομένων πάντων ἐκ τῆς γῆς
5094142 διαμαρτανοντας
οὐκ ἄξιον ἡγοῦμαι διαιτᾶν οὔτ ' ἐκείνους , ἐπὶ τοσοῦτον διαμαρτάνοντας τῶν ὄντων , οὔτε τὸν Ἵππαρχον . καὶ γὰρ
τὰς ὄψεις γενέσθαι καὶ τοὺς συνδειπνοῦντας τῶν φίλων ἔχειν ἐπίτηδες διαμαρτάνοντας τῶν ἐδεσμάτων , ἵν ' ὑπ ' αὐτοῦ χειραγωγῶνται
5089556 προπιπτοντας
σιδηρᾶ φορεῖν αὐτάς φησιν ἔχοντα κόρακας καμπτομένους ὑπὲρ κορυφῆς καὶ προπίπτοντας πρὸ τοῦ μετώπου πολύ , κατὰ τούτων δὲ τῶν
ὀχυρότητα ῥᾳδίως ἠμύνετο τοὺς διὰ τὴν προπέτειαν εἰς ἀβοηθήτους κινδύνους προπίπτοντας : μετὰ δὲ ταῦτα τῶν περὶ Κρατερὸν στεγνὰ κατασκευασάντων
5086728 κλυζομεν
λουτρῷ , αἰώρᾳ , ἐμέτῳ , καὶ μάλιστα καθαρτικῷ . κλύζομεν ἁπαλῷ κλύσματι καὶ οὓς μέλλομεν καθαίρειν κατωτερικῷ τινι καθαρτικῷ
. οἴνῳ δὲ καὶ ἐλαίῳ ἢ χυλῷ πτισάνης ἢ μαλάχης κλύζομεν τοὺς ὀπὸν μήκωνος εἰληφότας : οἶνον δὲ μετὰ ῥοδίνου
5086208 ἀθλους
καρτερίας καὶ ἀνδρείας καὶ ὑπομονῆς ἐπὶ κτήσει τοῦ ἀρίστου διαθλοῦσαν ἄθλους , ἑβδομάδι τὴν ἰσότιμον μονάδα τίκτειν εἰκὸς ἦν :
ἐκ τῆς Ἥρας : ἡ γὰρ Ἥρα ἐπιτάξασα αὐτῷ διαφόρους ἄθλους ἔνδοξον αὐτὸν ἀπετέλεσεν . Ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν πρὸς
5084124 ἀποκρουσηται
' αὐτοῦ τὸν ἄδικον μάθῃ λόγον καὶ οὕτω τοὺς δανειστὰς ἀποκρούσηται . Φειδιππίδης μὲν οὖν , πολλὰ δεηθέντος τοῦ πατρὸς
τῶν ἀτμῶν θερμὴν δυσκρασίαν , καὶ ἵνα τονώσας τὴν κεφαλὴν ἀποκρούσηται τὰ μέλλοντα πρὸς αὐτὴν φέρεσθαι περιττώματα . Τῆς δὲ
5076532 νηχομενους
γὰρ λίθους παμμεγέθεις τε καὶ στρογγύλους ἐν χρῷ θαλάσσης ὥσπερ νηχομένους ἀπό τε τοῦ φρουρίου τοῦδε μέχρι τοῦ πέραν καὶ
“ ἀερονηχεῖς ” ἀντὶ τοῦ “ εἰς τὸν ἀέρα ⌈ νηχομένους ” . [ νηχομένας “ . ] ⌈ κεστρῶν
5056197 διακομιζειν
αὐξομένου τέκνα μὲν καὶ γυναῖκας καὶ τοὺς γεγηρακότας εἰς Καρχηδόνα διακομίζειν ἐψηφίσαντο , τοὺς δ ' ἀκμάζοντας ταῖς ἡλικίαις ἐπέλεξαν
. μεταπεμψάμενος οὖν τοὺς πιστοτάτους τῶν εἰωθότων τὰ βασιλικὰ γράμματα διακομίζειν , δίδωσιν αὐτοῖς ἐντολάς [ ἀπορρήτων , ] εἰ
5041481 ῥαφανων
ἀνθ ' αὑτῆς λάθρα . ἤδη δ ' ἧψε χύτραν ῥαφάνων . ἡπάτιον νῦν οὖν γένοιτ ' ἀστεῖος οἰκῶν ἐν
, ὁ σπόγγος τε καὶ τὰ σάνδαλα . Καὶ τῶν ῥαφάνων ἕψειν χρὴ * * * ἰχθῦς τ ' ὀπτᾶν
5032732 Πυθαγοριστας
; πρὸς τῶν θεῶν οἰόμεθα , τοὺς πάλαι ποτὲ τοὺς Πυθαγοριστὰς γινομένους οὕτως ῥυπᾶν ἑκόντας , ἢ φορεῖν τρίβωνας ἡδέως
δίαιταν τῶν κάτω ἰδεῖν ἑκάστους , διαφέρειν δὲ πάμπολυ τοὺς Πυθαγοριστὰς τῶν νεκρῶν : μόνοισι γὰρ τούτοισι τὸν Πλούτωνα συσσιτεῖν
5014675 βασανιζομενους
, εἰ μνημονεύεις , δεῖν αὐτοὺς φιλοπόλιδάς τε φαίνεσθαι , βασανιζομένους ἐν ἡδοναῖς τε καὶ λύπαις , καὶ τὸ δόγμα
τὰ μέλη : ὅπερ συμβαίνει καὶ περὶ τοὺς ἄλλως πως βασανιζομένους καὶ διαστρεφομένους τὰ μέλη . σκορδονιᾷ : Δριμύτατα βλέπεις
5012408 τροχους
ἐν δευτέρᾳ περὶ Ἀττικῆς προσῳδίας . τοὺς μὲν γὰρ περιφερεῖς τροχούς ὁμοίως ἡμῖν προφέρονται ὀξυτονοῦντες : τρόχους δὲ βαρυτόνως λέγουσι
ἐπὶ τῇσι βαλὼν εὐεργέος ἄρτου ὅσσον τερσῆναι σάρκα δύναιτο , τροχούς πλάσσασθ ' , ὁππότε μίγδα κύτει περιηγέος ὅλμου θλασθῇ
5011051 καλουμενους
κώλων κατασκευαζόμενον αὐλόν . ὁ δὲ Τρύφων φησὶ καὶ τοὺς καλουμένους ἐλεφαντίνους αὐλοὺς παρὰ Φοίνιξιν ἀνατρηθῆναι . οἶδα δὲ ὅτι
ἐν τῇ Φωκίδι . ἱστοροῦσι δὲ τοὺς ἐν τῷ Πόντῳ καλουμένους Ἀχαιοὺς ἀποίκους Ὀρχομενίων εἶναι τῶν μετὰ Ἰαλμένου πλανηθέντων ἐκεῖσε
5009620 Σατυρους
ἐκβαλεῖν ἐς τὴν νῆσον : ἐς ταύτην οὖν ὑβρίζειν τοὺς Σατύρους οὐ μόνον ᾗ καθέστηκεν , ἀλλὰ καὶ τὸ πᾶν
μητρὸς τὸν λόφον Ἄργιλλον μετωνόμασε : στρατολογήσας δὲ Πᾶνας καὶ Σατύρους , ἰδίοις σκήπτροις Ἰνδοὺς ὑπέταξε : νικήσας δὲ καὶ
4995528 δακρυῳ
τὰ δρέπανα . Ἀμπέλου κλήματα καύσας , καὶ φυράσας τῷ δακρύῳ τῆς ἀμπέλου , μετὰ οἴνου κατάθου εἰς μέσον τοῦ
τῆς Ἑξαημέρου τοῦ θείου Βασιλείου . Ἀλώπηξ βέλει τρωθεῖσα τῷ δακρύῳ τῆς πίτυος ἑαυτὴν ἰᾶται . Ἐκ τοῦ Ἀριστοφάνους .
4990202 πολυποδας
βλαστήματα , τῶν πέριξ πόρων τῆς ῥινὸς ἐχόμενα κατὰ τοὺς πολύποδας . τούτοις ἥτε εἰσπνοὴ καὶ ἐκπνοὴ προσέχεται , κἄν
καὶ δῶρα πέμπουσιν οἱ προσήκοντες , ὡς ἐπιτο - πλεῖστον πολύποδας . λέγεται ἐπὶ τῶν καθαιρομένων : καὶ Λυσίας ἐν
4977828 καλαμους
, οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων . * ὑποψοφέων : κτυπῶν
καλάμην ὑφεστᾶσιν , οἱ δὲ ἡγεμόνες ἀνέρπουσι , καὶ τοὺς καλάμους οὐραχοὺς τῶν καρπίμων διατραγόντες , τῷ δήδῳ τῷ κάτω
4976627 πυρρους
γεγονέναι τοῖς μεταγενεστέροις εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα . τοὺς δὲ πυρροὺς βοῦς συγχωρηθῆναι θύειν διὰ τὸ δοκεῖν τοιοῦτον τῷ χρώματι
γεγονέναι τοῖς μεταγενεστέροις εἰς ἅπαντα τὸν αἰῶνα . τοὺς δὲ πυρροὺς βοῦς συγχωρηθῆναι θύειν διὰ τὸ δοκεῖν τοιοῦτον τῶι χρώματι
4973161 κροκοδειλους
ἡ χώρα μικρὸν ὑπὲρ τῆς θαλάττης κρήνην Ἀζαριτίαν , τρέφουσαν κροκοδείλους μικρούς . . . . Ζάρητα : κρήνη ὑπὲρ
τὸν ποταμόν , ἀλλὰ καὶ πολὺ μᾶλλον τοὺς ἐν αὐτῶι κροκοδείλους : διὸ καὶ τοὺς ληιστὰς τούς τε ἀπὸ τῆς
4956667 γεροντας
ἰδίας καὶ ἐφύλαττε μή τις αὐτὰς μοιχεύσῃ λαθών . Καὶ γέροντας ὁρῶντας ἐξώρμησεν εἰς ἀφροδίτην τὰ τοιαῦτα θεάματα : οἱ
αἰτιωμένοις ] ὡς ἐξ ἀνάνκης [ | ] [ τοὺς γέροντας ] [ οὐχ ] ? οὗτος ? ? [
4949902 ἱερεας
ἀφικόμενος ᾠήθη τι περιττότερον εὑρήσειν . ὅθεν πρὸς ἅπαντας τοὺς ἱερέας ἀπεδήμησεν , ὠφελούμενος παρ ' ἑκάστῳ ὅσα ἦν σοφὸς
τινας ἥρωας ἢ θεούς . ἤδη δὲ μεταφέροντες καὶ τοὺς ἱερέας οὕτω καλοῦσιν . ὁ γοῦν Ἀντίμαχος ἐν τῇ Λύδῃ
4936287 διδασκομενους
. ἐκ δὲ τούτου κατ ' ὀλίγον ὑπὸ τῆς πείρας διδασκομένους εἴς τε τὰ σπήλαια καταφεύγειν ἐν τῶι χειμῶνι καὶ
λοχαγούς . καὶ ἡ βουλὴ συνίει μὲν αὐτοὺς ἐς ταῦτα διδασκομένους , ἀποκρινεῖσθαι δὲ αὐτοῖς ἔφη δι ' ἑτέρων πρέσβεων
4929225 στυλους
τὴν περίοδον . Ἀριστείδης δὲ ὡς πλάσμα διελέγχων δύο φησὶ στύλους εἶναι καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ ἑτέρου λέβητα ἑστάναι ,
τ ' ἐστὶ καὶ τηλικαῦτα , μονολίθους ἐκδιδόντα πλάκας καὶ στύλους , ὥστε τὰ πλεῖστα τῶν ἐκπρεπῶν ἔργων τῶν ἐν
4928106 μυκητας
σὺ δὲ ἰδιοῦσθαι λέγε . Μύκας μὴ λέγε , ἀλλὰ μύκητας . Αὐτότροφος οὐκ ἐρεῖς , ἀλλ ' οἰκόσιτος :
θρεπτὸν μή τι χαμηλὸν ἀπὸ ῥίζης προτάμοιο . καί τε μύκητας ἀμανίτας τότ ' ἐφεύσεις σὺν καὶ φοίνικος παραφυάδας ἐκκόπτοντες
4924749 ποιμενας
γὰρ μὴ διδαχθέντας αὐλεῖν τε καὶ συρίζειν , ὡς τοὺς ποιμένας . ὅτι οἱ Φοίνικες , ὥς φησι Ξενοφῶν ,
ἐκλαβεῖν τὸ οἷοι : ὁποῖοι ἀγαθοὶ ἔρωτες . πιθανῶς δὲ ποιμένας δώρων Ἀφροδίτης τοὺς ἔρωτάς φησιν : ὡς γὰρ ὁ
4920016 ἀγροικους
. Γ ὦ Πόσειδον Γ : ὁ Ἑρμῆς ὁρῶν τοὺς ἀγροίκους Γ εἰς ἀγρὸν ἐξιόντας φησὶ τὸ “ ὦ Πόσειδον
τῷ κακῷ βλέπων ὀπόν . Ταῦτα δ ' ἡμᾶς τοὺς ἀγροίκους δρῶσι , τοὺς δ ' ἐξ ἄστεως ἧττον ,
4915817 μαλακους
χρεία δὲ ἄλλων ἄλλη : πρὸς ἔνια γὰρ ζητοῦσι τοὺς μαλακούς , οἷον ἐν τοῖς σιδηρείοις τοὺς τῆς καρύας τῆς
: τῶν δὲ ὀκνούντων καὶ ἀποστρεφομένων , λοιδορεῖν αὐτοὺς ὡς μαλακούς τε καὶ ἀναξίους αὑτοῦ καὶ τῇ μητρὶ μᾶλλον ἐοικότας
4911044 κυαμους
ἄλλῳ εἶναι ἢ Πυθαγόρᾳ ὄντι παρανενομηκέναι καὶ τὸ ἴσον ἠσεβηκέναι κυάμους φαγόντα ὡς ἂν εἰ τὴν κεφαλὴν τοῦ πατρὸς ἐδηδόκεις
τοῦ Παύσωνος . ὡς δ ' ἀεί ποτε περὶ τοὺς κυάμους ἔσθ ' οὗτος ὁ σοφιστὴς τέλος . Ἐγὼ δ
4909840 ἀγριους
τῶν ἱστοριῶν περὶ τὴν Δαλματίαν φησὶ γίγνεσθαι γογγυλίδας ἀκηπεύτους καὶ ἀγρίους σταφυλίνους . Δίφιλος δ ' ὁ Σίφνιος ἰατρὸς ἡ
: ἢ ἐπὶ τῶν συγκαταθεμένων μηδὲ ἐπαινούντων ⋮ Πέπυσμαι ὄνους ἀγρίους οὐκ ἐλάττονας ἵππων τὰ με - γέθη ἐν Ἰνδοῖς
4906680 τραχηλων
τὰς ῥῖνας καὶ διὰ σχοινίων τὰς χεῖρας δήσας ἐκ τῶν τραχήλων ἔφη τοῦτον Ἐργίνωι καὶ Μινύαις δασμὸν κομίζειν . ἐφ
, μὴ χρήμασιν ὠνούμενοι τὰ πράγματα . ἐκτραχηλισθῆναι ] ἐκ τραχήλων ἐκπεσεῖν , τῶν ἐλπίδων ἐκπεσεῖν . ἐκ πλείστου ]
4899319 ἀνθρακας
ἔρωτα αὐτοὺς φέρων αὐτῆς . Γ καὶ Γ σκαλεύοντ ' ἄνθρακας Γ : ἀντὶ τοῦ “ ζωπυροῦντα τοὺς ἄνθρακας ”
καὶ πεύκας καὶ λαμπάδας καὶ ἰπνοὺς καὶ πανούς , καὶ ἄνθρακας καὶ μαρίλην : καὶ μαρίλαν δ ' ἐκάλουν τὸν
4890025 μαστους
. ἔχει δὲ καὶ ἡ θήλεια θηλὰς μὲν τέσσαρας , μαστοὺς δὲ δύο καὶ γάλα λεπτότατον πάντων τῶν ζῴων .
, παύει αὐτοὺς τῆς μάχης . ὅτι αἱ βόες δύο μαστοὺς ἔχουσι καὶ θηλὰς τέσσαρας . ὅτι τῶν βοῶν τὸ
4888748 Ποδαλειριον
καὶ αὐτοὶ καὶ τὰ θρέμματα αὐτῶν , καὶ ἐπικαλεῖσθαι τὸν Ποδαλείριον , καὶ ὑγιάζεσθαι , ὅθεν καὶ ὁ ποταμὸς ἔσχε
λέγει τὸν Ἀσκληπιὸν ὡς καλλίστους ἔχοντα παῖδας , Μαχάονα , Ποδαλείριον , Ἰασὼ καὶ Πανάκειαν . . . φέγγος δὲ
4888098 καρκινους
γοῦν σμικρὰ τῶν ἰχθυδίων καὶ τὰς καλουμένας καρκινάδας καὶ τοὺς καρκίνους ἐπιφοιτᾶν τε ἅμα καὶ κατεσθίειν αὐτόν . λέγουσι δὲ
μὰ τὸν Δί ' οὐδέν γ ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους . προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου . τουτὶ
4887150 παγεντας
ἐπικρατούσης καὶ διὰ βεβαιότητα τῶν ἅπαξ γνωσθέντων τοὺς ἐξ ἀρχῆς παγέντας ὅρους ἀκινήτους διαφυλαττούσης . εἴπερ οὖν ἁρμόττον ἐνόμιζεν ἀποτίκτεσθαι
οὕτω συνεστῶτας λίθους οὐ καθ ' ἑαυτοὺς ἢ ἐξ ὑγροῦ παγέντας μεταβαλεῖν , [ ἢ ] ἐκ πετρῶν μεγάλων ῥήγματα
4881074 ὀψοποιους
τῇ μνήμῃ πατρίδα καὶ βασιλικὴν ἑστίαν , κατάλογον ἐρωμένων , ὀψοποιούς τε καὶ οἰνοχόους καὶ ἄλλην ἀκόλαστον δίαιταν , ᾗ
δημιουργοὺς ἀγαλμάτων , ἐπὶ εὐφροσύνῃ ὀφθαλμῶν : μυροπώλας δὲ καὶ ὀψοποιούς , χυμῶν καὶ ὀδμῶν δημιουργοὺς γενναίους : καὶ ὅσαι
4880638 νεοσσους
' ἀγρία γὰρ ὄρνις , ἢν πλάσῃ δόμον , ἄλλην νεοσσοὺς ἠξίωσεν ἐντεκεῖν . ἀλλὰ Λεωκράτης τοσοῦτον ὑπερβέβληκε δειλίᾳ ,
. Οὗτος φιλότεκνός ἐστι πάνυ . ὅταν οὖν γεννήσῃ τοὺς νεοσσοὺς καὶ ὀλίγον αὐξηθῶσι , τύπτουσιν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτῶν
4878618 καλλιστους
. οὐχ οὕτως δ ' ἡγεῖται μακάριον ὅτι ἔξεστι κεκτῆσθαι καλλίστους μὲν ἵππους , κάλλιστα δὲ ὅπλα , καλλίστην δὲ
πᾶσιν ἀνελπίστῳ . τῶν γὰρ Καρχηδονίων μετὰ τὴν νίκην τοὺς καλλίστους τῶν αἰχμαλώτων θυόντων χαριστήρια νυκτὸς τοῖς θεοῖς καὶ πολλοῦ
4876864 ὀλυνθους
. ἐρινεοῦ γὰρ ἑστώσης Κάλχας τῷ Μόψῳ εἶπε , πόσους ὀλύνθους ἔχει : ὁ δὲ , ὥσπερ τὸ ἀληθὲς εἶχεν
, ἢν ἐκ τόκου ἑλ - κωθέωσιν ἢ φλεγμασίης : ὀλύνθους χειμερινοὺς , ὕδωρ ἐπιχέας καὶ ζέσας , ἀφεῖναι ,
4871308 σκιρρους
καὶ σύριγγας ἢ καὶ ὕδερον ἢ φακώσεις καὶ βροχοκήλας ἢ σκίρρους [ ] ἢ κιρσούς . Τὸ δ ' ἐφεξῆς
δὲ ἐν ἑνὶ μορίῳ πλεονάζῃ καὶ ἔστιν ἀσαπής , ποιήσει σκίρρους : εἰ δέ γε σαπῇ , ποιήσει καρκινώματα ἢ
4862300 πταρμους
σκιλλητικῷ καὶ ὑπαλείψεσι τοῖς ὀξυδέρκοις ἐπαγγειλαμένοις . συμφέρει δὲ καὶ πταρμοὺς κινοῦν τι καθ ' ἡμέραν , χρίειν δὲ τὸ
ἐλλέβορον μέλανα , καὶ ζωμὸν ὀρνιθείων πίονα θερμὸν , καὶ πταρμοὺς ἰσχυροὺς καὶ πολλοὺς ἐμποιέειν , καὶ πυριᾷν : ὁκόταν
4860358 ἀρνας
εἰ δὲ ὅσον πήχεος ἡ ῥίζα ληφθῆι , ἕλκει καὶ ἄρνας καὶ ὄρνεα : ταύτηι γὰρ καὶ τὰ πλεῖστα τῶν
προγινώσκειν , ὁποῖον χρῶμα ἔχει τὸ ἔμβρυον . ζʹ . ἄρνας μὴ νοσεῖν . ηʹ . πότε δεῖ καὶ πῶς
4851538 καυσῃς
τοῦ χωρίου . ἐὰν δὲ καὶ θηράσας ἐκ τῶν ἀκρίδων καύσῃς , σκοτοῦνται ὑπὸ τῆς ὀσμῆς , καὶ αἱ μὲν
λέπρας καὶ λειχῆνας θεραπεύει . Ὅλον δὲ τὸν μῦν ἐὰν καύσῃς καὶ λειώσῃς μετὰ οἴνου καὶ νάρδου ὀλιγοστοῦ καὶ ῥοδίνου
4851391 λοχησαντα
. Καὶ διὰ τοῦτο θεωροὺς τοὺς Μολιονίδας ἰόντας εἰς Κόρινθον λοχήσαντα τὸν Ἡρακλέα περὶ Κλεωνὰς ἀποκτεῖναι . Ὅθεν Ἠλείοις ἀπώμοτον
. καὶ διὰ τοῦτο θεωροὺς τοὺς Μολιονίδας ἰόντας εἰς Κόρινθον λοχήσαντα τὸν Ἡρακλέα περὶ Κλεωνὰς ἀποκτεῖναι : ὅθεν Ἠλείοις ἀπώμοτον
4844024 μυας
Ἀπόλλωνος : τούτῳ ὀργισθεὶς ὁ θεὸς ἔπεμψεν αὐτοῦ τοῖς ἀγροῖς μύας , οἵτινες τοὺς καρποὺς ἐλυμαίνοντο . Βουληθεὶς δέ ποτε
δὲ ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλάζης πεσούσης ἐπὶ τῆς γῆς ὁρᾶσθαι μύας , ὧν τὸ μὲν πηλός ἐστιν ἔτι , τὸ
4839171 λιθους
ἄφεσιν λίθου . Τοσοῦτο δὲ μόνον ἐδυνάμεθα πάντες , πέμπειν λίθους ἐξ ἀφανοῦς κατὰ τῶν ὑπερχομένων τὸ τεῖχος , ὡς
καθαίρουσι πάθος ὅμοιον πεπονθέναι . Πῶς ; Γῆν που καὶ λίθους καὶ πόλλ ' ἄττα ἕτερα ἀποκρίνουσι καὶ ἐκεῖνοι πρῶτον
4834620 θηρευτας
δάσει , αὐτὸ δὲ ἀντιπρόσωπον ἕστηκε , καὶ δοκεύει τοὺς θηρευτάς , καὶ ὑποθαῤῥεῖ πως , καὶ οἴεται μηκέτι φανῆναι
καὶ τοὺς ὄρνιθας λαθεῖν τοὺς ἁρπακτικοὺς καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς θηρευτάς , κατὰ πολλὴν τὴν εἰρήνην ἀποτίκτουσιν : εἶτα τὰ
4829121 πεπεδημενους
ὡς ἀληθέσι προσίπτανται θεαμάτων δ ' ἥδιστον στρουθοὺς ὁρᾶν ἰξῷ πεπεδημένους καὶ καταπίπτοντας . Καὶ μὴν κἀκεῖνό ἐστι χαριέστατον ,
, δοῦλος Μιθριδάτου , στρατηγοῦ Καρίας , ἐκέλευσε σκάπτειν ὄντας πεπεδημένους . ἐπεὶ δὲ τὸν δεσμοφύλακα τῶν δεσμωτῶν ἀπέκτεινάν τινες
4823323 κατοικημενους
ὁρμηθέντα ἐκ τοῦ Ἀραβίου κόλπου τοὺς παρὰ τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν κατοικημένους καταστρέφεσθαι , ἐς ὃ πλέοντά μιν πρόσω ἀπικέσθαι ἐς
εἶναι τῆς Λιβύης χῶρόν τε καὶ ἀνθρώπους ἔξω Ἡρακλέων στηλέων κατοικημένους , ἐς τοὺς ἐπεὰν ἀπίκωνται καὶ ἐξέλωνται τὰ φορτία
4822587 κωμικους
. τραγοδαίμονάς ⌈ φησιν [ λέγει ] ὁ Σωκράτης τοὺς κωμικούς , ⌈ ὡς εἰ [ ὡσπερεὶ ] ἔλεγε κακοδαίμονας
κριτῶν γούνασι : τὸ γὰρ παλαιὸν πέντε κριταὶ ἔκρινον τοὺς κωμικούς : ἢ ὅτι ἐν γόνασιν εἶχον , ἃ νῦν
4810495 κυτινους
βλαστεῖα , καὶ τοὺς τῆς σίδης ἤτοι τῆς ῥοιᾶς πρωτογόνους κυτίνους , τὸν ἀνθήμονα καρπόν , μετὰ οἴνου τρίψας πάρασχε
, φύλλα ὅμοια σμίλακι , σπέρμα μέλαν , καὶ τοὺς κυτίνους σκληροὺς καὶ ἀκανθώδεις : ὁ δέ τις ἄνθη μηλοειδῆ
4798513 νεανισκους
τὸ σῶμα ὑπηλείφετο καὶ πῶς πλῆκτρον περιέβαινε καὶ τοὺς μὲν νεανίσκους , οἷς προσεπάλαιε , πρὸς τοὺς ἀνδρειοτέρους μάλιστα συμπλεκόμενος
γυναικῶν ἐνταῦθα ἰέναι πρὸς τὸν ὄχλον . δύο δέ τινας νεανίσκους ἐκπλαγέντας τὸ εἶδος ἰέναι πρὸς αὐτήν , [ θάτερον
4797923 ποταμιους
βούττεις τελείας προευτρεπίζειν καὶ γεμίζειν ὕδατος καὶ κόχλακας ἐν αὐτῷ ποταμίους ῥίπτειν , εἰς τὸ αὐταρκῆσαι μέχρι τῆς τοῦ χειμῶνος
ἀνέσας δὲ αὐτὰ γάλακτι γυναικείῳ ἢ ὀνείῳ χρῶ . Καρκίνους ποταμίους τρεῖς ἢ πέντε μόνον ἄζυγας ἐπ ' ἀνθράκων καύσας
4796691 παραφρονουντας
οἱ σμηχόμενοι ἁλσὶ βελτίονες γίνονται . ἅμα καὶ ὅτι τοὺς παραφρονοῦντας διαβρέχομεν ἁλσὶ καὶ ἐλαίῳ , καὶ βελτίονες γίνονται .
τὸ δοκοῦν ἑκάστῳ ἀληθές ἐστι : τί γὰρ ποιήσομεν τοὺς παραφρονοῦντας , οἵτινες ὀστρακίνους ἑαυτοὺς νομίζουσι καὶ δοκοῦσιν ἀποφεύγειν ,
4796291 Πανας
καὶ πέος . ἢ Σατυρίσκοις ἐγγύθεν ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους
σάθης λέγεται . ἢ Σατυρίσκοις ἐγγύθεν ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους
4793850 Τρεφειν
οὔτε θηλέης , ἄνδρες δὲ πάντων τε καὶ πασέων . Τρέφειν τοὺς τοκέας τοῖσι μὲν παισὶ οὐδεμία ἀνάγκη μὴ βουλομένοισι
εἶναι τῷ πάθει τούτῳ καὶ εἰς φθισικὴν μεταπεσεῖν διάθεσιν . Τρέφειν δὲ δεῖ τούτους μᾶλλον τῇ πτισάνῃ , ὥστε καὶ
4780920 εὐνουχους
καθεύδοντι . . , πάντας μὲν ἀνθρώπους ἐξίστησιν ἔρως , εὐνούχους δὲ ποιεῖ φονικωτέρους ὥσπερ οἶνος Σκύθας : φονᾷ γὰρ
ἀπουλωτικὴ πρὸς τοὺς ἁπαλόχρωτας καὶ γυναῖκας , ἔτι δὲ καὶ εὐνούχους καὶ παιδία : καλὴ δὲ καὶ ἐπὶ τῶν αὐτομάτων
4778546 ἀνθινους
θεῖναι πρὸς τὸν ἱδρυμένον Ἑρμῆν , ἔνθαπερ τιθέναι καὶ τοὺς ἀνθινοὺς εἰώθει . , : Ἀθηναῖοι δ ' ὅμως αὐτὸν
τὸ ἔθος τῶν ἔμπροσθεν ἡμερῶν : καὶ γὰρ καὶ τοὺς ἀνθινοὺς καὶ τοὺς ἐκ τῆς μυρρίνης καὶ τὸν ἐκ τοῦ
4762851 λυκους
ὁμόφωνον τῇ πόλει . Λυκόφρων ” καὶ δευτέρους ἔπεμψαν Ἄτρακας λύκους „ . τινὲς δὲ διὰ τοῦ γ ἔκλιναν Ἄτραγος
ἀριθμόν . διὰ τί δὲ οὐ συμβολικῶς καὶ τούτους καλεῖ λύκους καὶ παρδάλεις καὶ λέοντας ἢ δράκοντας ἢ ἄλλην κλῆσιν
4761943 λαβοντας
εἰς τὴν πόλιν , εὐθὺς ἐξελθεῖν ἐπὶ τοὺς Συρακουσίους : λαβόντας δὲ πολλὰς πληγὰς ἐπανελθεῖν ἐς τὴν Μεσσήνην : αὖθις
τὴν Μιξολυδιστί , παρ ' ἧς τοὺς τραγῳδοποιοὺς μαθεῖν : λαβόντας γοῦν αὐτὴν συζεῦξαι τῇ Δωριστί , ἐπεὶ ἡ μὲν
4761328 ἐπιμελουμενους
τὸν κίνδυνον . αὐτοὺς τοίνυν ὑμᾶς τούτων μάρτυρας παρέξομαι , ἐπιμελουμένους μὲν ἑκάστου μηνός , ἐπιγνώμονας δὲ πέμποντας καθ '
βουκόλον ἑξῆς λέγει : οὕτω γὰρ καλοῦσι τοὺς τῶν βοῶν ἐπιμελουμένους τὸν μυριωπὸν ] τὸν μυριόφθαλμον : τὸν διὰ παντὸς
4758685 σειομενους
λειώσας κατάπλασον . [ Ξηρίον πρὸς βεβρωμένας οὔλας καὶ ὀδόντας σειομένους . ] Μαστίχης γο . αʹ . λιβάνου γο
σὺν ὄξει ἢ ὀνείῳ γάλακτι διακλυζόμενα : τοῦτο καὶ τοὺς σειομένους στερεοῖ . πυριά - σεις δ ' ἔξωθεν μὲν
4756799 κομωντας
ἀρετά τε καὶ αἰδώς , τοῖσιν ἐπαγγέλλεν καὶ πομπεύεν σφε κομῶντας Φοίβωι ἄνακτι υἱῶι τ ' Ἀσκλαπιῶι ἰατῆρι εἵμασιν ἐν
οὐδὲ γὰρ τοὺς ἀπ ' Εὐβοίας ἥκοντας ἐτώθαζον καίτοι γελοίως κομῶντας . διαλεχθῆναι δὲ αὐτὸν ῥᾷστα ἀνθρώπων φησὶ καὶ βραχυλογώτατα
4755843 αὐους
, καὶ διαπάσαντες ἁλσὶ καὶ ταρίχους ἐργασάμενοί τε καὶ ἀποφήναντες αὔους , ἐπισάξαντες καμήλοις κομίζουσιν ἐς Ἐκβάτανα . καὶ ποιοῦσιν
καὶ ἐξέλωσι τὴν κοιλίην , αὐαίνουσι πρὸς ἥλιον καὶ ἔπειτα αὔους ἐόντας σιτέονται . Οἱ δὲ ἰχθύες οἱ ἀγελαῖοι ἐν
4748565 ὑπερβαλλοντας
. τὰς δὲ στεατοκήλας καὶ πωροκήλας τέμνειν χρὴ , ὁμοίως ὑπερβάλλοντας τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ τὸ ὄσχεον , ἔπειτα διαιρεῖν ἐξ
τὸ πολλοὺς μὲν εἶναι τοὺς ἐλάττονας , ἐξαιρέτους δὲ καὶ ὑπερβάλλοντας δʹ . ὧν τὸν μὲν πρῶτον ἐκ δύσεως ὁρμῶντα
4744005 κατασκευασαντας
βοηθείαις χρωμένους οὐδέποτ ' οὐδὲν τῶν δεόντων πρᾶξαι , ἀλλὰ κατασκευάσαντας δεῖ δύναμιν , καὶ τροφὴν ταύτῃ πορίσαντας καὶ ταμίας
ἔνεστι βοηθείαις χρωμένους οὐδὲν τῶν δεόντων ποτὲ πρᾶξαι , ἀλλὰ κατασκευάσαντας δεῖ δύναμιν , καὶ τροφὴν ταύτῃ πορίσαντας καὶ ταμίας
4741303 ἐρσενας
ἐλίποντο τῶν ἱρῶν . Τοὺς μέν νυν καθαροὺς βοῦς τοὺς ἔρσενας καὶ τοὺς μόσχους οἱ πάντες Αἰγύπτιοι θύουσι , τὰς
τοὺς συκέων τρόπον θεραπεύουσι τά τε ἄλλα καὶ φοινίκων τοὺς ἔρσενας Ἕλληνες καλέουσι , τούτων τὸν καρπὸν περιδέουσι τῇσι βαλανηφόροισι
4738625 μνημονευοντας
τὴν τελευτὴν αὐτῆς χάριν ἀποδιδόντας τῶν εὐεργεσιῶν καὶ τῆς ἀρετῆς μνημονεύοντας τάφον οἰκοδομῆσαι πολὺ τῶν ὄντων παρ ' αὐτοῖς ὑπερέχοντα
νόμου παρακρούεσθαι ζητήσει , καὶ ἃ πρὸς ταῦθ ' ὑμᾶς μνημονεύοντας μὴ ' πιτρέπειν προσήκει , πολλὰ λέγειν ἔχων ἔτι
4732013 γρᾳδιων
τοὺς παρείας θλίβων καὶ τὰ ἑξῆς μέχρι τοῦ ὑπὸ τῶν γρᾳδίων οὕτω προσαγορευόμενος τοιοῦτόν ἐστι , παραμεμύθηται δὲ τῷ καὶ
αὐτὸν ὥσπερ καταγινώσκοντα τῶν εἰρημένων εἰπεῖν , ὅτι ὑπὸ τῶν γρᾳδίων οὕτω προσηγορεύετο . ἐκεῖνα μέντοι διὰ τὸ ἄγαν εὐτελὲς
4725358 εὐσαρκους
φαρμακεύειν , ὑποστελλομένους χειμῶνα . Τοὺς δὲ δυσημέας καὶ μέσως εὐσάρκους , κάτω , ὑποστελλομένους θέρος . Τοὺς δὲ φθινώδεας
ποτὲ ψυχθῆναι μειζόνως ἐννήξασθαι ψυχρῷ θέρους ὥρᾳ νέους ὄντας καὶ εὐσάρκους καὶ προεκθερμανθέντας τρίψεσιν . ἔστωσαν δὲ μήτε ἐξ ἀφροδισίων
4718032 καθαρους
: τὸν δὲ σῖτον , ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέν - των
: τὸν δὲ σῖτον , ἐπειδὴ τοὺς ἡλίους οὐκ ἔχουσι καθαρούς , ἐν οἴκοις μεγάλοις κόπτουσι , συγκομισθέντων δεῦρο τῶν
4715898 ἀρτους
πυγῇσιν : ἀλλὰ θύμον καὶ σκόρδα φέρει καὶ σῦκα καὶ ἄρτους . ἐξ ὧν οὐ πολεμοῦσι πρὸς ἀλλήλους περὶ τούτων
δὲ διὰ βάθους ἐστὶν ὠμά . μετὰ δὲ τοὺς πυρίνους ἄρτους οἱ ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς

Back