ἐμπροσθίων καὶ ὀπισθίων τοῦ Κριοῦ καὶ τῆς ὑάδος καὶ τῆς κάλπιδος καὶ τῶν ὀπισθίων τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ προσώπου τοῦ | ||
γλαυκιῶντες ὀφθαλμοί , τό τε ἀθρόον τοῦ ῥεύματος οὐκ ἀπὸ κάλπιδος ἐκχεόμενον , ᾗπερ οὖν εἴωθεν , ἀλλ ' ἀπὸ |
μύρῳ ἰρίνῳ ἀλείφειν ἢ ἀμαρακίνῳ ἢ ναρδίνῳ ἢ δαφνίνῳ ἢ ἑρπυλλίνῳ : ἐπιχρίειν δὲ καὶ τὸ μέτωπον τοῖϲ τοιούτοιϲ καὶ | ||
βραχίονα , ἀμαρακίνῳ δὲ τὰς ὀφρῦς καὶ τὴν κόμην , ἑρπυλλίνῳ δὲ τὸ γόνυ καὶ τὸν αὐχένα . . . |
παραλύσασα τοῦ χιτωνίου καὶ τῶν ἀποδέσμων , οἷς ἐνῆν τὰ τιτθία . καὶ κατ ' Ἀγάθων ' ἀντίθετον ἐξυρημένον . | ||
ἀλλ ' ὡς γυνὴ δῆτ ' ; εἶτα ποῦ τὰ τιτθία ; τί φῄς ; τί σιγᾷς ; ἀλλὰ δῆτ |
ὁ πεπονθώς , ἀνίεται τὸ φάρμακον ἰρίνῳ ἢ κομμαγηνῷ ἢ ἀμαρακίνῳ ἢ ῥαφανίνῳ . λυσσοδήκτων προπυριάσας τὰ ἕλκη σκόρδῳ κατάπλασσε | ||
γνάθους καὶ τιτθία , σισυμβρίνῳ δὲ τὸν ἕτερον βραχίονα , ἀμαρακίνῳ δὲ τὰς ὀφρῦς καὶ τὴν κόμην , ἑρπυλλίνῳ δὲ |
ταῖς γνώμαις , ἀλλὰ πλαγίους καὶ ποικίλους οὕτως ἐκάλουν . μετῆκται δὲ ἀπὸ τῶν ὁδῶν : τὰς γὰρ μὴ εὐθείας | ||
ἐπάγοντας . ʃ τὸ ἐπαγομένους ἀντίκειται μὲν τῷ ἀνιέντας , μετῆκται δὲ ἀμφότερα ἀπὸ τῶν τοὺς δεσμοὺς ἀνιέντων τε καὶ |
, ὁρῶμέν τινα βάρβαρον σκιμποδίῳ ἐγκαθεζόμενον , ἀνασπάσαντά τε τὰς ὀφρύας ξίφος τε κατέχοντα γεγυμνωμένον , καὶ ἀτενὲς τοὺς ἑστῶτας | ||
γυναιξίν : αὗται γὰρ ὑπὲρ εὐμορφίας καὶ μέλανι χρίονται τὰς ὀφρύας . τοιγάρτοι ἡδονὰς καὶ εὐπραξίας δηλοῦσι . ψιλαὶ δὲ |
οἱονεὶ τὰ τοῖς ποσὶν εἰλούμενα . πέζῃ τῷ ἄκρῳ τοῦ ῥυμοῦ . περί ἐπὶ μὲν τοῦ ἡμῖν συνήθους “ αἳ | ||
' ἀείρας : ἔστι γὰρ ἢ τὸν δίφρον ἐκ τοῦ ῥυμοῦ λαβόμενος ἐξέλκοι , ἢ μετέωρον ἄρας ἐξενέγκοι , ὥστε |
κεκαυμένων μετὰ μέλιτος διάχριε . [ Πρὸς κιονίδας φλεγμαινούσας καὶ κεχαλασμένας . ] Φοίνικας ἑψήσας ἐν ὕδατι καὶ βραχέος μέλιτος | ||
αὐτῷ : τὸν δὲ ῥόμβον ἐπὶ κεφαλῆς , ἤτοι ῥαφὰς κεχαλασμένας βουλόμενοι συναγαγεῖν , ἢ ἕλκους ἐκπεπταμένα χείλη , καί |
ὁ δὲ Ἀπίων „ φάλος ὁ λαμπρὸς καὶ λευκὸς τῆς περικεφαλαίας ἧλος „ . φηγός Ε . . . . | ||
ὡς ἑξάπηχυ : τῶν δὲ στελεχῶν πάχος τῶν γερανδρύων ὅσον περικεφαλαίας , φλοιὸς δὲ λεῖος λεπτὸς καπυρός : τὸ δὲ |
τὴν ἀμφοτέρων σωτηρίαν ἐπινενόηκα . εἰ γὰρ ὄρθιος σταθεὶς τοὺς ἐμπροσθίους τῶν ποδῶν τῷ τοίχῳ προσερείσεις καὶ τὰ κέρατα ὁμοίως | ||
δὲ ἄρα ἢ χυμοὶ τὰ αἴτια , ἀναδοθέντες περὶ τὰς ἐμπροσθίους κοιλίας τοῦ ἐγκεφάλου , οἳ ταράττουσί τε καὶ κλονοῦσι |
Τὰς θύρας καὶ τὰς θυρίδας καὶ τὰς γωνίας τοῦ περιστερεῶνος ἄλειψον ἐλαίῳ ὀποβαλσάμου , καὶ παραμένουσιν . οὐ φεύγουσι δὲ | ||
αἷμα καὶ ἡνίκα ὁ ἀνήρ σου βουληθῇ σε καταλεῖψαι , ἄλειψον τὰς σάρκας αὐτοῦ ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀγαπήσει σε . |
μὲν οὖν αἴτιον τοῦ ὕδρωπος ἤδη εἴρηται : αἱ δὲ ἀποπληξίαι γίνονται καὶ αὐταὶ διὰ τὰς φύσας : ὅταν γὰρ | ||
: γίνονται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν τόπον λέπραι ἀλφοὶ λιχῆνες ἀποπληξίαι ὑδρωπικοὶ τῆς αἰτίας ἐκ τοῦ σπληνὸς γενομένης πλαγιοβαθεῖς ἢ |
οἱονεὶ βέλη ἐκπέμπει , καὶ στοχῶς βάλλει πολλάκις τὰ νῶτα φρίξασα : καὶ ἐκεῖναί γε πηδῶσιν , ὥσπερ ἔκ τινος | ||
βέλη ἐκπέμπει , καὶ εὐστόχως βάλλει πολλάκις , τὰ νῶτα φρίξασα : καὶ ἐκεῖναί γε πηδῶσιν , ὥσπερ οὖν ἔκ |
' ἄλλαις : “ πολλὰς δ ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους ἕλκετο χαίτας . ” καὶ ἐπὶ τοῦ “ προθέλυμνα χαμαὶ | ||
ἤλειψεν λίπ ' ἐλαίῳ , αὖτις ἄρ ' ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Ὀδυσσεὺς θερσόμενος , οὐλὴν δὲ κατὰ ῥακέεσσι κάλυψε |
οὐδ ' ὁ Μελάμπους , ὃς μόνος τὰς Προιτίδας ἔπαυσε μαινομένας , καταστήσειεν ἄν . καὶ ἀλλαχοῦ δὲ περὶ τοῦ | ||
πρημαινούσας τε θυέλλας ] ⌈ πεφυσσημένας [ πεφυσημένας ] καὶ μαινομένας πνοάς : πρῆσαι γὰρ τὸ ⌈ φυσσῆσαί φυσῆσαί [ |
οὐκ ἀσήμου Κλεισώνυμον , ἢ ὥς τινες Αἰάνην , περὶ ἀστραγάλων ὀργισθεὶς ἀπέκτεινεν : ἐπὶ τούτωι δὲ φυγὼν εἰς Φθίαν | ||
, ὥσπερ ἐν ταῖς τῶν παίδων ἀγέλαις αἱ περὶ τῶν ἀστραγάλων διαμάχαι καὶ ῥητορικαί , ἀφαιρουμένων ἀλλήλους , καὶ ἀδικούντων |
ἐσθιόμενος οὖρα προτρέπει , καὶ ὠμὸς σὺν μολύβδῳ κεκαυμένος τριβεὶς καρκινώματα ἰᾶται . ἡ δὲ τέφρα αὐτοῦ μετ ' ἐλαίου | ||
, ποιήσει σκίρρους : εἰ δέ γε σαπῇ , ποιήσει καρκινώματα ἢ φαγεδαινώματα ἢ γαγγραινώματα . καὶ ταῦτα μὲν ὑπὸ |
τοὺς ὀφθαλμοὺς , ἢ τῷ κήρῳ λευκῷ . ἄλλο . μυίας τὴν κεφαλὴν ἀπολαβὼν τῷ λοιπῷ σώματι παράτριβε τὴν κριθήν | ||
οἰκτείρασα πρὸς τὴν παλαιὰν φιλίαν ἀπεῖργεν ἐκ τοῦ Πολυτέχνου τὰς μυίας . ἐπεὶ δὲ αὐτὴν κατεφράσθησαν οἱ γονεῖς τε καὶ |
συνανατέλλειν . ὁ δὲ Ἄρατος ἀγνοεῖ ἐν τοῖς περὶ τὸν Ὀφιοῦχον : ἡ γὰρ ἀριστερὰ χεὶρ αὐτοῦ μόνον ταῖς Χηλαῖς | ||
, δʹ ιγ , εʹ Ϛ . Οἱ περὶ τὸν Ὀφιοῦχον ἀμόρφωτοι . τῶν ἀπ ' ἀνατολῆς τοῦ δεξιοῦ ὤμου |
τραχώματα , μυδριάσεις , νυκτάλωπας , ὑδατίδας , ψωροφθαλμίας , ξηροφθαλμίας , μίλφους , βεβρωμένους κανθούς . πρὸς ταῦτα πάντα | ||
ὄγκοι τε ὄντες οἰδηματώδεις , ὥσπερ καὶ ἡ ψωροφθαλμία τῆς ξηροφθαλμίας διαφέρει . ἡ μὲν γὰρ ψωρίασις κνησμώδης τοῦ βλεφάρου |
πάντες [ οἱ μετὰ Κύρου ] εἶχον καὶ προμετωπίδια καὶ προστερνίδια : εἶχον δὲ καὶ μαχαίρας οἱ ἱππεῖς Ἑλληνικάς . | ||
στόμα κεχηνὸς πάμμεγα ὡς καταπιόμενος τοὺς θεατάς . ἐῶ λέγειν προστερνίδια καὶ προ - γαστρίδια , προσθετὴν καὶ ἐπιτεχνητὴν παχύτητα |
θερινὸν διὰ λειχήνων , περὶ δὲ τὸ μετοπωρινὸν τὰ διὰ λεπρῶν , περὶ δὲ τὸ χειμερινὸν τὰ διὰ φακῶν καὶ | ||
ὁμώνυμον ὅτι δυνήσεται θεοὺς ἰδεῖν , εἰ καθαρὰν ἀπό τε λεπρῶν καὶ τῶν ἄλλων μιαρῶν ἀνθρώπων τὴν χώραν ἅπασαν ποιήσειεν |
αὐτὸν τοῦτο μόνον ἀπεκρίθη , Θανεῖν δεῖ . καὶ ὁ Κάτλος ἀπογνοὺς μὲν τὰς τῆς σωτηρίας ἐλπίδας , σπεύδων δὲ | ||
καὶ τῶν ἀμφὶ Λέπιδον ἐνισταμένων . ἐξενίκα δ ' ὁ Κάτλος καὶ οἱ Σύλλειοι , καὶ ἐφέρετο ὁ νέκυς ὁ |
τρίβει τὸ αἰδοῖον ὥσπερ τὸ ἄρσεν , οὔτε ἅπτεται τοῦ οὐρητῆρος : ἐς γὰρ τὰ αἰδοῖα ξυντέτρηνται : καὶ πίνουσι | ||
, ἀναστήσαντες ἐπὶ γόνατα τὸν ἀῤῥωστοῦντα , ἀφρονίτρῳ ἄκρον τοῦ οὐρητῆρος προσαψάμενοι , καὶ τὰ ἑξῆς . εἰ δέ γε |
ἐπικλύζεσθαι τῷ θορύβῳ τῆς ἡλικίας . εἰ δέ τῳ ἢ σκῦτος παρῆν , ἢ δύναμις πατέρων , ἢ συγγενῶν , | ||
καὶ ὑμεῖς εἰσελθόντ ' ἀπεκτείνατε τοῦτον , Κτησικλέα , ὅτι σκῦτος ἔχων ἐπόμπευε , καὶ τούτῳ μεθύων ἐπάταξέ τιν ' |
ἄκρον τῆς οὐρᾶς αὐτῆς παχύ ἐστιν . * πλειοτέρη : προμηκεστέρα τὸ δὲ τοὔνεκα ἢ ὅτι τῷ στόματι μείζων , | ||
ἡ κοτύλη τῆς γλήνης βαθυτέρα ὅσον ἡ κεφαλὴ τοῦ κονδύλου προμηκεστέρα , ἑκάτερον δ ' ἑκατέρῳ καθάπερ στρόφιγγι χώραν ἐπιτήδειον |
. . . . μειρακίων ] παῖδας τοὺς ἀνήβους , μείρακας τοὺς ἀρξαμένους ἡβᾶν , ἕως ἂν ἐκ τῶν ἐφήβων | ||
Ἀττικοί , μάλη Ἕλληνες . μειράκια τοὺς ἄρρενας Ἀττικοί , μείρακας τὰς θηλείας Ἕλληνες . μύλος ἡ τράπεζα τοῦ μύλου |
ἡμέραν διδομένων . τράπεζαι ἐλεφαντόποδες τῶν ἐπιθημάτων ἐκ τῆς καλουμένης σφενδάμνου πεποιημένων . Κρατῖνος : γαυριῶσαι δ ' ἀναμένουσιν ὧδ | ||
. οἱ δ ' ἄλλως διαιροῦσι καὶ ἕτερον ποιοῦσιν εἶδος σφενδάμνου καὶ ζυγίας . Ἅπαντα δὲ ὅσα κοινὰ τῶν ὀρῶν |
θέρμην φησί . σμήριγγας τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας . × σμήριγγας τρίχας παρὰ τὸ μερίζω μερίσω μέριγξ καὶ μῆριγξ : | ||
τοῦ ἐγκεφάλου ἀραιὰς μήνιγγας τῆς κατοικίδος ὄρνιθος . γράφεται καὶ σμήριγγας : οὕτω δὲ λέγουσι τὰς τρίχας τὰς ἐπὶ τῶν |
πτωχικοῦ βακτηρίου , καὶ βακτηρία δὲ Περσὶς ἀντὶ καμπύλης καὶ καλαμίνους αὐλούς . τοὺς δὲ κάλως καὶ σχοινία καὶ ὅπλα | ||
ἀπὸ ξύλων πεποιημένα , τόξα δὲ καλάμινα εἶχον καὶ ὀϊστοὺς καλαμίνους : ἐπὶ δὲ σίδηρος ἦν : ἐσταλμένοι μὲν δὴ |
βραχέας . Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυρβασίας ἐς ὀξὺ ἀπηγμένας ὀρθὰς εἶχον πεπηγυίας , ἀναξυρίδας δὲ | ||
βραχέα : ἀναξυρίδας δὲ ἔχοντες ἔρχονται ἐς τὰς μάχας καὶ κυρβασίας ἐπὶ τῇσι κεφαλῇσι . Οὕτω εὐπετέες χειρωθῆναί εἰσι . |
κινωπησταῖς : ἑρπησταῖς κινουμένοις ἑρπυστικῶς * ζόρκες : αἴγαγροι * τρόχμαλα : τροχόεντας λίθους δρόμους τρόχμαλα δὲ τοὺς τραχεῖς τόπους | ||
* ζόρκες : αἴγαγροι * τρόχμαλα : τροχόεντας λίθους δρόμους τρόχμαλα δὲ τοὺς τραχεῖς τόπους καὶ πετρώδεις , ἢ τὰς |
, τοῦ χρώματος δ ' ἐμπρησθέντος ἢ ἑλκωθέντος μισεῖσθαι . τηλέφιλον : ῥιζίον τι θαμνῶδες , κάτωθεν δὲ ἀναβαίνει τρίκλωνον | ||
ὅκα μοι , μεμναμένῳ εἰ φιλέεις με , οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα , ἀλλ ' αὔτως ἁπαλῷ ποτὶ |
σήραγγας ἕτεροι καὶ πλάττοντες τὰς ἐν αὐταῖς καμάρας καὶ τὰς παστάδας ἐγείροντες , καὶ τοῖς ταῦτα πράττουσι χειροτέχναις ὑπηρετοῦντες χαλκοτύποι | ||
ἡμεῖς τε διανοούμεθα καὶ ταῖς γυναιξὶν ᾄδομεν , ὅσας ἐποίησε παστάδας ἐρήμους ὁ πόλεμος , εἰς λήθην αὐτὰς ἀφελκόμενοι τῶν |
ἀγκῶνα . τὸ ὑγιές , τὸ ἐντὸς τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων : τούτοις γὰρ τοῖς μέρεσι προσαγόμεθα πρὸς ἑαυτοὺς ὃ | ||
ἀθυμοῦντος δὲ τοῦ Δαμαιθοῦ τὸν Ποδαλείριον ἀφ ' ἑκατέρου τῶν βραχιόνων αἷμα ἀφελόντα σῶσαι τὴν παῖδα , τὸν δὲ θαυμάσαντα |
. * μηλιαυθμῶν μανδρῶν τῶν προβάτων * . χερσαίας πλάτης πτύου ἢ καλαύροπος . ἡ δὲ καλαῦροψ ῥᾶβδος ἐστὶ ποιμενικὴ | ||
καὶ τὴν τροφὴν τὴν ὑπὸ τῆς γλώττης , οἷον ὑπὸ πτύου ἀναλιχμωμένην διαπορθμεύει , ὥσπερ γέφυρα , ἐπὶ τὸν στόμαχον |
τὸ λοιπὸν Ὄρνιθος μεγάλου οὐρὰ Ἀνδρομέδας κεφαλὴ καὶ Κῆτος ἕως λοφιᾶς Κηφέως κεφαλὴ καὶ ὦμοι καὶ χεῖρες . Σκορπίου ἀνατέλλοντος | ||
οἱ δὲ ὠνούμενοι αὐτὰς ἐπιγινώσκουσιν ἐκ τῶν ἀποσπωμένων ἐκ τῆς λοφιᾶς τριχῶν : ᾑμαγμένας γὰρ αὐτὰς ὁρῶντες , νοσεῖν φασι |
τηχθείς , πᾶσαν φλεγμονὴν θεραπεύει . ὁ δὲ ἐκ τῆς ῥάχεως αὐτῆς μυελὸς ἐπαλειφόμενος , πάντα πόνον ψυῶν καὶ ῥάχεως | ||
τὸ πλησίον τοῦ αὐχένος ἀνάστημα , λοφιαὶ τὸ μέσον τῆς ῥάχεως καὶ κεφαλῆς ὀστοῦν , ἢ νεῦρον τοῦ τραχήλου . |
ὀλίγων , ἰσχάδων σαρκὶ ἀναλαβὼν ὑποτίθει . Ἐπὶ δὲ τῶν ὑδατίδας , λέγω δὴ τὰς μικραῖς ἐοικυίας κύστεσιν ἐν τῇ | ||
ἀχλύας , μύωπας , τραχώματα , μυδριάσεις , νυκτάλωπας , ὑδατίδας , ψωροφθαλμίας , ξηροφθαλμίας , μίλφους , βεβρωμένους κανθούς |
νυν ] δή . τῇ οἰκίᾳ ] συνίζησις . ἄνευ δρυφάκτου : δρύφακτος Γ τὸ ⌈ παραγενόμενον [ περιτεινόμενον Γ | ||
χοῖρος δέδεται . Γ ἔξεισιν ὁ ἕτερος τῶν οἰκετῶν ἀντὶ δρυφάκτου χοιροκομεῖον ἔχων . ἔστι δὲ τὸ καλούμενον ζωγρεῖον κανονωτόν |
, τῶ κε μάλ ' ἤ κεν ἔμεινε , καὶ ἐσσύμενός περ ὁδοῖο , ἤ κέ με τεθνηυῖαν ἐνὶ μεγάροισιν | ||
ἐνόησε πατρὸς ἐριγδούποιο μέγα βρομέουσαν ὁμοκλήν , ἔστη δ ' ἐσσύμενός περ ἐπὶ πτολέμοιο κυδοιμόν . Ὡς δ ' ὅτ |
λέγειν : ἐτέλει γὰρ τὸν ταῦτα γράφοντα , καὶ εἰς Εὐμολπίδας ἦγε : καὶ οὗτός γε ἦν ὁ καὶ τὴν | ||
ταὔτ ' ἔστ ' ἀπάγειν , γράφεσθαι , δικάζεσθαι πρὸς Εὐμολπίδας , φαίνειν πρὸς τὸν βασιλέα . περὶ τῶν ἄλλων |
: πέρατα δ ' ἐστὶ ταῦτα τῶν κνήμης τε καὶ περόνης ἀποφύσεων , κυρτὰ μὲν ἔξωθεν , ὥσπερ καὶ φαίνεται | ||
δ ' αὐτῶν σχεδὸν ἤδη πλησίον ἐστὶ τὸ μέσον τῆς περόνης , ὅθεν ὁ τρίτος ἐκφύεται μῦς ὁ σιμῶν τὸν |
. [ λζʹ . Πρόσθετα . ] Ῥοιὰν σὺν ἐρίῳ καταπλάσας προστίθει . ἢ σίδια ἑψήσας καὶ τρίψας ἐν ἐρίῳ | ||
λειώσας καὶ ἀποσπογγίσας οἴνῳ ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ῥητίνην φρυκτὴν καταπλάσας τὸ ἔλκος ἐπιδέσμει . Ἄλλο . ἀλόην λειώσας καὶ |
λείπει τὸ ἐμποδισθεὶς ὑπὸ ἀσκαλαβώτου ὁ Σωκράτης . ὑπ ' ἀσκαλαβώτου : ὥσπερ σαῦρά ἐστιν ὁ ἀσκαλαβώτης : λέγεται δὲ | ||
σὺ φθέγματα παντὸς τρόπου μυός , γαλῆς , μυογάλου , ἀσκαλαβώτου γένη σίλφης , ἁπάσης σφηκὸς καὶ μελίσσης παντοίας . |
κροκόδειλος καὶ ἀτρεμεῖ : καὶ ὁ μὲν ἔχει δεῖπνον τὰς βδέλλας , ὁ δὲ ὀνίναται , καὶ τὸ μηδὲν ἀδικῆσαι | ||
καὶ φαντασίαν ἐκμυζήσεως παρεχούσας , ὅπερ καὶ σημεῖόν ἐστι τοῦ βδέλλας καταπεπῶσθαι , ἀποβάλλει ἅλμη καταρροφουμένη . ἀναγαργαριζέσθωσαν δὲ νίτρῳ |
χρὴ καὶ δακτύλοιϲ ἀποθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖϲ ῥιϲὶ γλινῶδεϲ , ἀποκαθαίρειν τε καὶ τὸ ϲτόμα καὶ τοὺϲ τῶν ὤτων πόρουϲ | ||
γλίσχρασμα καὶ δακτύλοις ἐκθλίβειν τὸ ἐγκείμενον ταῖς ῥισὶ γλοιῶδες , ἀποκαθαίρειν δὲ τὸ στόμα καὶ τοὺς τῶν ὤτων πόρους , |
αἴτησις . Ἐπισκύσαι , τὸ χαλεπῆναι : ἀπὸ τοῦ τὸ ἐπισκύνιον καθελκύσαι τοὺς χαλεπαίνοντας . Ἐρίηρες . παρὰ τὸ ἄγαν | ||
: πᾶν δέ τ ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται . 〚 ἐπισκύνιον ξυνάγων : Ὅμηρος [ . Ρ , ] πᾶν |
οἱ παῖδες , τὰ πολλὰ κλαυμυριζόμενος καὶ ὠρυόμενος διατελεῖ , ταυρηδόν τε ὑποβλέπεται καὶ ὑπαφρίζει τῷ στόματι , καὶ τοὺς | ||
εἶναι δὲ τοῖς θηρίοις τούτοις ἐπὶ μετώπου κέρας , ᾧ ταυρηδόν τε καὶ οὐκ ἀγεννῶς μάχονται , καὶ ἀποφαίνειν τοὺς |
τοῖς ὕπνους ἐμποιεῖν εἰωθόσιν ἐπιβρέγμασι χρήσῃ : καὶ ὀπίῳ δὲ χρῖσον ὦτα καὶ μυκτῆρας εἰς ὕπνον τρεπομένοις . Φλεγμαίνων ὁ | ||
πτερὰ πάντα κεκαυμένα τῷ τρόπῳ τούτῳ . Χύτραν καινὴν λαβὼν χρῖσον ἔξωθεν ὅλην πηλῷ κεραμικῷ καὶ ξήραινε : ἔπειτα βαλὼν |
ὅτι σφόδρα εἰσὶ πεζόμαχοι καὶ πολεμικοί οἱ πῖλοι : οἱ πῖλοί εἰσι τὰ ἐξ ἐρίου πηκτὰ ἐνδύματα , ὥσπερ θωράκιά | ||
ὅτι σφόδρα εἰσὶ πεζόμαχοι καὶ πολεμικοί οἱ πῖλοι : οἱ πῖλοί εἰσι τὰ ἐξ ἐρίου πηκτὰ ἐνδύματα , ὥσπερ θωράκιά |
, κύων . ἄρξει γὰρ αὐτοῖς διποδία καλῶς . περὶ σιαγόνος βοείας μαχόμενος . ἆρ ' ἀληθῶς τοῖς ξένοισιν ἔστιν | ||
ὅ ἐστι τοῦ δράκοντος , ἀποθανεῖν ὑπὲρ τῆς πατρίδος : σιαγόνος : ἐκπέφυκε παῖς : λέγεται δὲ ἐν τῇ μάχῃ |
τὸ μέν τι δέχηται μέρος τὸν οἶνον , οἷον ὁ κεραμεοῦς ἀμφορεύς , οὐχ ὡς αὐτὸς οἶνος ὤν , ἀλλ | ||
μείζων πέρδικος , ὅλος κατάγραφος τὰ περὶ τὸν νῶτον , κεραμεοῦς τὴν χρόαν , ὑποπυρρίζων μᾶλλον . θηρεύεται δ ' |
αἰχμή . καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων ἕλκ ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς , ἐκ | ||
ὃν ἐνεβάλλοντο , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . Δίφιλος Συνωρίδι ἕλκ ' ἐς μέσον τὸν φιμὸν , ὡς ἂν ἐμβάλῃ |
μὲν τῆς κεφαλῆς ὄπισθεν καθίενται , τὰς δὲ ἐκ τοῦ πώγωνος ἔμπροσθεν : ἔπειτα περιπυκασάμενοι τὰς τρίχας περὶ πᾶν τὸ | ||
τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ πολέμου , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ πώγωνος . . . Θ . . σαρκασμοπιτυοκάμπται : Ὡς |
φλεβῶν γένος κατακερματίζουσιν εἰς ἅπαν τὸ ζῷον τὸ αἷμα , περιήθημα δὲ αἵματος τὸ οὖρον πέφυκεν , εἰκότως ἂν τὰς | ||
παριστᾷ . Καὶ γὰρ ὥσπερ ἐπὶ τοῦ ἀκριβῶς πεφθέντος αἵματος περιήθημα ὑπόπυρρόν τε καὶ ὑπόξανθον φαίνεται , ἐνδέον δηλονότι τοῦ |
στόμα . ὅταν οὖν ἐπιτεῖναι βούλῃ , περιελόντα δεῖ τὰ καλύμματα θεῖναι τὸ πλινθίον ἐπὶ κρόταφον ὑποθέντα τι ὑπόθεμα στερεόν | ||
ἰδιότητας τῶν μελλόντων ἀφίεσθαι βελῶν ἁρμοζούσας . αὗται δὲ εἶχον καλύμματα διὰ μηχανῆς ἀνασπώμενα , δι ' ὧν ἀσφάλειαν ἐλάμβανον |
διὰ τῶν χρωμάτων ἀμυδρὰν ἔννοιαν παρέχονται τοῦ γραφησομένου διὰ τῆς σκιαγραφίας ἢ λευκογραφίας , οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοτέλης λόγῳ ὑπογράφων | ||
ἐστιν ἢ ἃ μή ἐστιν , οἷον ὡς ἐπὶ τῆς σκιαγραφίας : εἰ γὰρ σκιαγραφήσει τις τὸν Σωκράτη , ἐπειδὴ |
α : προγέγραπται . ποιεῖ πρὸς θύμους , μυρμηκίας , ἀκροχορδόνας , πτερύγια , δακτύλων τύλους , νομὰς καὶ ἐπουλίδας | ||
ὅλῳ τῷ σώματι ἢ τὰς ἐν μέρει γενομένας ἢ καὶ ἀκροχορδόνας , τῆς ἀμπέλου κλῆμα ἢ ξύλα καῦσον καὶ τοῦ |
μιν χλαῖναν καλὴν βάλον ἠδὲ χιτῶνα , ἔκ ῥ ' ἀσαμίνθου βὰς ἄνδρας μέτα οἰνοποτῆρας ἤϊε : Ναυσικάα δὲ θεῶν | ||
Μενέλεῳ δύ ' ἀσαμίνθους , καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων . κυλίσκιον δ ' ἡ σμικρὰ κύλιξ |
ἐστιν , εἰς ὃ τὰ κηρία συνάγεται ἀγγεῖον , ἡ κυψέλη . καπνῷ τυφόμεναι : ἀντὶ τοῦ καπνιζόμεναι : σημαίνει | ||
τούτου καὶ Εὔπολις ἐν Πόλεσιν καὶ τῷ Πυριλάμπους ἆρα Δήμῳ κυψέλη ἔνεστιν . ἦν δὲ καὶ εὔμορφος ὁ Δῆμος . |
χαλκὸς κεκαυμένος , στυπτηρία , κήρυκος ὄστρακον κεκαυμένον , κεφαλὴ μαινίδος , χαμαιλέων τὸ ζῷον , ἀρσενικόν , κάχρυς , | ||
κωφὸς δὲ γενήσεται . Οἱ δὲ ἐν τῇ κεφαλῇ τῆς μαινίδος λίθοι λειωθέντες μετὰ χολῆς ἀλάβητος μέλανος καὶ ἐγχρισθέντες ποιοῦσιν |
καὶ χρῶνται βρωτοῖς καὶ ποτοῖς καὶ πρὸς τὰς κοιλίας τὰς ῥεούσας φαρμάκῳ . διῄρηται δὲ τοῖς ἐγχωρίοις ἡ χώρα , | ||
. μέρος λαδάνῳ πρόσβαλλε καὶ χρῖε . [ Πρὸς τρίχας ῥεούσας , ἵνα δὲ καὶ πλέον γένωνται . ] Μυοχόδων |
μάχης ] τῆς ναυμαχίας . ἀμηχανεῖν ] τοὺς Πέρσας . θώμιγγος ] θῶμιγξ κέκληται τὸ λεπτὸν σχοινίον . κακῶν ὁρῶν | ||
λίθοις ἐβάλλοντο καὶ συνετρίβοντο λιθολευστούμενοι , ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας |
προσήκοντες . ἀμφιμάσχαλος χιτών : δύο χειρῖδας ἔχων , ἅσπερ μασχάλας ἐκάλουν , ὃς ἦν τῶν ἐλευθέρων . ὁ δὲ | ||
, καὶ διὰ τῶν βραχιόνων τοῦ κάτωθεν μέρεος ἐς τὰς μασχάλας , καὶ ἀπὸ τῶν πλευρέων ἄνωθεν ἡ μὲν ἐς |
ζεύγει ἐφεστᾶσι , λέγονται δὲ καὶ πελέκει χρήσασθαι ἐπὶ τὸν ἄσταχυν ἡγούμενοι αὐτοὺς δένδρα εἶναι . ἀλλὰ τοῦ θράσους : | ||
ὥς φασιν . ὅτι δὲ καὶ ἀξίνηι ἐχρήσαντο ἐπὶ τὸν ἄσταχυν , γελοῖον μὲν καὶ οὐ πιθανόν , λέγεται δέ |
εἰς τὸ θεῖον νεμέσεως τῶν τ ' εἰς σφᾶς αὐτοὺς βουλήσεων δικαιοῦμεν ἢ πράσσομεν . ἡγούμεθα γὰρ τό τε θεῖον | ||
ἡμαρτημένην τῶν πολλῶν δόξαν . ἔτι δ ' ἐκ τῶν βουλήσεων καὶ τῶν φανερῶν δοξῶν Ἄν , φησί , λέγῃ |
βοὸς χάλκεα , ἐπῆσαν δὲ καὶ λόφοι : τὰς δὲ κνήμας ῥάκεσι φοινικέοισι κατειλίχατο . Ἐν τούτοισι τοῖσι ἀνδράσι Ἄρεος | ||
Ἀρχίλοχός φησιν : ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν ῥοικός , ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσίν . Ἡρακλείδης δὲ |
καὶ ἀξιῶν δημοσίας τυγχάνειν σιτήσεως , τοῦ νόμου κελεύοντος τοὺς πηροὺς τρέφεσθαι ἐκ τοῦ ταμείου : γίνεται δὲ καὶ κατὰ | ||
ἀποκόπους καὶ τραυματικοὺς καὶ ἐλεφαντιῶντας , ἰκτερικούς , μελαγχόλους , πηροὺς διὰ τὴν Κάλπην . στοιχεῖα δὲ ἔχει τὸ λʹ |
χειρῖδας ἀνθινὰς ἔχοντες χιτῶσί τε χρῶνται μεσολεύκοις περιέζωνταί τε ταραντῖνον καλύπτον αὐτοὺς μέχρι σφυρῶν . σιγῇ δὲ διὰ τοῦ πυλῶνος | ||
ἐοικέναι τύμβῳ . ἡμιτύβιον οὖν τὸ ἐξ ἡμισείας τὴν κεφαλὴν καλύπτον . . περιέψησεν : ἀπέματτεν . . ὡμάλισεν , |
μὲν αὐθιγενέες Σκυθικοὶ ποταμοὶ συμπληθύουσι αὐτόν . Ἐκ δὲ Ἀγαθύρσων Μάρις ποταμὸς ῥέων συμμίσγεται τῷ Ἴστρῳ . Ἐκ δὲ τοῦ | ||
λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος : ἤριπε δὲ προπάροιθε . Μάρις δ ' αὐτοσχεδὰ δουρὶ Ἀντιλόχῳ ἐπόρουσε κασιγνήτοιο χολωθεὶς στὰς |
πολλοὶ καὶ φιλέοντες Ἀκόντιον ἧκαν ἔραζε οἰνοπόται Σικελὰς ἐκ κυλίκων λάταγας . ἦν δέ τι καὶ ἄλλο κοτταβίων εἶδος προτιθέμενον | ||
ἀκράτου δύο χόας πίνους ' ἀπ ' ἀγκύλης ἐπονομάζουσα ἵησι λάταγας τῷ Κορινθίῳ πέει . Ταυτὶ καὶ τολμᾷς σὺ λέγειν |
νεῦρα : καὶ διὰ νεύρων μὲν κάμψεις ἐγένοντο καὶ ἄρθρων συνδέσεις , διὰ δὲ σαρκὸς σκέπη αὐτοῖς ὥσπερ ἐπιπλασσομένης πῃ | ||
καὶ τὰς τῶν ἡμιολίων καὶ ἐπιτρίτων καὶ ἐπογδόων μεσότητας καὶ συνδέσεις , ἐπειδὴ παντελῶς λυταὶ οὐκ ἦσαν πλὴν ὑπὸ τοῦ |
. λέγω δὲ τὸ ἐπὶ τοῦ φρέατος καὶ τοῦ ἐγχειριδίου ἴσθμιον . Τιμαχίδας δὲ καὶ Σιμμίας οἱ Ῥόδιοι ἀποδιδόασιν ἓν | ||
. Λέγω δὲ τὸ ἐπὶ τοῦ φρέατος καὶ τοῦ ἐγχειριδίου ἴσθμιον . Τιμαχίδας δὲ καὶ Σιμίας , οἱ Ῥόδιοι , |
ἄκρα τῶν πτερῶν , οὐδέποτε ἀστοχήσει τῆς ἄγρας ἢ τοῦ κυνηγίου . ἐσθιόμενον δὲ τὸ στρουθίον ὀπτὸν σὺν τοῖς πτεροῖς | ||
τῶν ἄλλων δύο κατ ' ὄπισθεν ἀκολουθούντων μέχρι αὐτοῦ τοῦ κυνηγίου , καὶ ἐκ τοῦ πλησίον δὲ τοῦ κυνηγίου γινομένου |
. εὐθὺς : ἐν ἀρχῇ . ἐντετυλίχθαι ] τὸ ἐναντίον γυμνοῦσθαι , ἐκκεκαλύφθαι . ὅταν ὀρχεῖσθαι : ὠρχοῦντο γὰρ ἐν | ||
πρῶτον τοίνυν ἀποδύσωμεν αὐτούς : ἀνάγκη γὰρ τοὺς μέλλοντας ὁπλίζεσθαι γυμνοῦσθαι πρότερον . θεῶ δὴ τοὺς ἄνδρας , ὦ γενναῖε |
θαυμάσαι : ποιεῖ πρὸς στρέμματα καὶ λυγίσματα τῶν ἄρθρων καὶ ἐκβράσματα κνημῶν καὶ ἀποσύρματα , διαλύει δὲ καὶ τοὺς ἐπὶ | ||
τῶν δὲ κεφαλικῶν τὰ μὲν πρὸς ἀχῶρας καὶ πίτυρα καὶ ἐκβράσματα ἁρμόζει , τὰ δὲ πρὸς κεφαλαλγίαν καὶ ἑτεροκρανίαν . |
καὶ ὀρθοπύγιον λεγόμενον : τοῦτο δέ ἐστι τὸ ἐπάνω τοῦ πρωκτοῦ ἤγουν τοῦ κώλου ἱστάμενον τῶν ὀρνίθων , ἰδίως δὲ | ||
ἁλοὺς : Κρατηθείς . . διασείεται , τὰς τρίχας τοῦ πρωκτοῦ τίλλεται : αὕτη γὰρ ὥριστο δίκη τοῖς μοιχοῖς πένησιν |
τῆς ἰλύος : ἡνίκα ἀγγεῖον βουλόμεθα καθᾶραι ἔχον τρυγίαν ἢ σωλῆνας ἔχοντας ἰλύν , ἐπιβάλλομεν ὕδωρ καὶ ἀνατινάσσομεν , καὶ | ||
Λασιοκνήμοισι : δασύποσιν . Ὁλκούς : βόλους . πόρους : σωλῆνας . Ἀπέρευσε : ἀφεῖλεν . Γάνιος : εὐφρόσυνος . |
συντρίβονται . τὸ δὲ πρώραθεν , ὅτι ἐκ τῆς πρώρας καθίενται αἱ ἄγκυραι εἰς τὴν θάλασσαν : τῆς ὑφάλου : | ||
δ ' ἐκ μολύβδου : δι ' οὗ αἱ ψῆφοι καθίενται , ἵνα μὴ καθιέμεναι βλέπωνται : πάνυ γὰρ ὁ |
διὰ τῶν ἀδήκτων ἀναλῶσαι καὶ τῆξαι . ποιεῖ δὲ πρὸς παρωνυχίας ὅ τε τῶν ὤτων ῥύπος καὶ τὸ λύκιον . | ||
τε καὶ Τιμαίωι τῶι προσφυομένωι τοῖς ἄλλοις πρὸς τὰς τοιαύτας παρωνυχίας ; ἐν αἷς Θεοπόμπου μὲν κατηγορεῖ . . . |
οὕτως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν λαμβανομένων ἀποστρέφεσθαι δεῖ τὸ ταχέως ὀλισθαίνειν κάτω δυνάμενον , φυλαττομένους καὶ τὸ ἐμπνευματοῦν , ἵνα | ||
ἐκ κακῆς ὕλης συνεστός : καὶ μάλιστα ἐκείνοις συμβαίνει τὸ ὀλισθαίνειν οἷς θεοπτικὴ δύναμις οὐ πρόσεστι : τούτων δὲ καὶ |
συμπαθείας , εἰ δὲ ἐν τοῖς τετραγώνοις , ἥττονας τὰς ἀντιπαθείας , ὡς γίνεσθαί τινας κατὰ καιροὺς ἐν μὲν ταῖς | ||
. . . , . ἦσαν δὲ καὶ οἱ τὰς ἀντιπαθείας θρυλοῦντες καὶ ἄλλα πολλὰ παθόντων ἦν ἀκούειν : ὅτι |
ιβʹ περὶ ἀθηρώματος . ιγʹ περὶ μελικηρίδος . ιδʹ περὶ ἀκροχορδόνων . ιεʹ περὶ λέπρας . ιϚʹ περὶ μυρμηκιᾶς . | ||
κατ ' ἀρχὰς μέντοι , ὡς ἐπὶ τῶν μυρμηκίων καὶ ἀκροχορδόνων , κοινῶς χρονιζόντων δὲ ἁρμοδίως χειρίζειν . σχηματίσαντας δὲ |
ὑποτίθεται ὁ τεχνικὸς μεῖζον δύνασθαι τῷ ἀπὸ συμμέτρου ἑαυτῇ , ἐκτίθεμεν δύο ἀριθμοὺς ἑτέρους τὸν θ καὶ ε , ὧν | ||
ψυχῆς ὅρου παρεκβατικώτερον εἰπόντες , ἐπαναλαμβάνοντες καὶ ὥσπερ ἐπιδιορθούμενοι σαφέστερον ἐκτίθεμεν καὶ συνοπτικώτερον . εἰ γὰρ δή τι κοινὸν ἐπὶ |
ἐν λίμναις τρέφω . Βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ . Ἐγὼ δὲ φλυκταίνας γ ' ἔχω , χὠ πρωκτὸς ἰδίει πάλαι , | ||
, ὕδωρ . ποιεῖ δὲ πρὸς χημώσεις καὶ προπτώσεις καὶ φλυκταίνας καὶ ἕλκη προέχοντα καὶ ῥυπαρὰ καὶ πρὸς περιωδυνίας καὶ |
ἐϲ ταὐτὰ παλινδρομέουϲι : οἱ δὲ ἐϲ δηρὸν τοῖϲι πέλαϲ ἀφικνέονται : ἄλλοι δ ' αὖ βοῶϲι ὀλοφυρόμενοι ἁρπαγὴν ἢ | ||
μένουσιν ἐν τοῖσιν ὤμοισιν , ἢ καὶ ἐς τὸν νῶτον ἀφικνέονται , ταύτας πῦον ἐμέσαντες ἐκφυγγάνουσιν , ἢ μέλαιναν χολήν |
τὰς δὲ νέας καὶ γηραιὰς ἄγεσθαι κεχειρωμένας ἀπὸ τῶν πλοκάμων ἱππηδὸν , ἤτοι δίκην ἵππων , τουτέστι μετὰ ἀνάγκης . | ||
ἐν αὐτῇ . Ξ ἱππηδὸν πλοκάμων : ἱππηδὸν ἄγεσθαι . ἱππηδὸν πλοκάμων ] ὑπὸ ἱππέων σύρεσθαι τῶν πλοκάμων ἢ δίκην |
οἴκησιν , ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν . Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς , τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ | ||
λόγοι γίνωνται σὺν τοῖς συνιοῦσιν ἐπωφελεῖς . εἰώθεισαν δὲ καὶ ἐγκαθεύδειν τινὲς τοῖς χαλκείοις κρυμῶν ὄντων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις |
φέρεσθαι τῷ στόματι : εἶναι γὰρ καὶ ἐν τῷ σώματι θηλὰς ἐπινενεμημένας καὶ στόματα , δι ' ὧν τρέφεσθαι . | ||
ὑπὸ τῆς φύσεως γεγεννημέναι χάριν τοῦ τὸ ἔμβρυον προμελετᾶν τὰς θηλὰς τῶν μαστῶν ἐπισπᾶσθαι . καταψεύδονται δὲ τῆς ἀνατομῆς , |
ἒκ τῆς μάχης : οἱ δὲ καὶ ὑποδύντας μεταξὺ τῶν ἐμπροσθίων ποδῶν ὑπερμαχόμενοι διέσωσαν : τῶν δὲ χορτοφόρων καὶ διδασκάλων | ||
ἐπ ' ἐνίων δὲ μορφώσεων καὶ ἀσελγεῖς ὡς ἐπὶ τῶν ἐμπροσθίων τοῦ Κριοῦ καὶ τῆς Ὑάδος καὶ τῶν ὀπισθίων τοῦ |
τὸ λατόμιον Συνναδικοῦ λίθου , κατ ' ἀρχὰς μὲν μικροὺς βώλους ἐκδιδόντος τοῦ μετάλλου , διὰ δὲ τὴν νυνὶ πολυτέλειαν | ||
ὀργυιάν . ἀναβωλακίας δὲ , τῆς ἐν τῇ τμήσει τοὺς βώλους ἀναπεμπούσης . ἔειπε δ ' ὧδε : ὁ νοῦς |
Δι ' ἀτιμάζειν ἄξιον : ἦν γοῦν ὑπαναπλησθεὶς τὸ σῶμα ἰκτέρου τις , εἶτά οἱ δριμὺ ἐνορῴη , ὁ δὲ | ||
, βρωμώδεα : ὡρῶν τὸ θηριῶδεϲ , μετόπωρον . Περὶ ἰκτέρου . Ἢν χολῆϲ ξανθῆϲ , λεκιθώδεοϲ ἢ κροκοειδέοϲ , |
ἀτιμίαν καταβαλόντες . , ; , . . Σιλβανός ἐπιπόλαιος Σιλβανός , φιλόσοφος : ὃς ἐπιεικὴς μὲν ἦν τὰ ἄλλα | ||
ἐς πᾶσαν ἀτιμίαν καταβαλόντες . , ; , . . Σιλβανός ἐπιπόλαιος Σιλβανός , φιλόσοφος : ὃς ἐπιεικὴς μὲν ἦν |
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος | ||
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ |
ὑγρότητα ἀκοντίζουσιν : ἄλλως : τῆς κύστεως τὸ στόμα ἐρίῳ δεσμοῦντες ἐπετίθεσαν τῷ πυρὶ καὶ παρετήρουν πῶς ῥαγήσεται καὶ ποῦ | ||
παρὰ προθέσεως παρεῖται . ποδοκάκη ξύλον ἐν ὧ οἱ κακοῦργοι δεσμοῦντες οἷον ποδοκατόχη τὶς οὖσα : ἐν ἧ οἱ πόδες |
ἔσται συνιδεῖν . βουλόμενος δὴ θεωρεῖν , εὑρήσεις ταῖς τοῦ στήθους διαφοραῖς ἀκολούθως ἔχοντας ἡμᾶς καὶ τοὺς πνεύμονας : ὡς | ||
Ὀργυιά . ἔκτασις τῶν δύο χειρῶν σὺν τῷ πλάτει τοῦ στήθους , παρὰ τὸ ὀρέγειν καὶ ἐκτείνειν τὰ γυῖα , |
: κυρίως ⌈ τὸ Γ ᾄδειν ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος : κοκκύζειν ⌈ γὰρ [ δὲ Γ ] ἐπὶ τοῦ κόκκυγος | ||
, ὁ ἀδηφάγος . . . § . : Καὶ κοκκύζειν ἐπὶ τοῦ ἀλεκτρυόνος . . . § . : |
χρίονται εἰς ἀπαλλαγὴν τοῦ πάθους . . σὺ δ ' Ἀρίστυλλος : ὃς διὰ τὴν αἰσχρουργίαν αὐτοῦ ἀεὶ ἐκεχήνει . | ||
Τιμόθεος . Α * Ἀπολλώνιος γραμματικός . Ἀρίστυλλος μέγας . Ἀρίστυλλος μικρός . Ἀρίσταρχος γραμματικός . Ἀριστοφάνης . Ἀλέξανδρος Αἰτωλός |
ἐπίρρημα . βλακικόν . εὔηθες καὶ ἀνόητον : ἀπὸ τοῦ βλακός , ὅς ἐστι τοιοῦτος . εἴρηται δὲ ἀπ ' | ||
γ διὰ τοῦ κ κλίνεται , Πράξ Πρακός , βλάξ βλακός , δράξ δρακός , σπάξ σπακός , γλάξ γλακός |
ἐξανίσχει τῆς τάφρου πεποιημένος ἀπὸ δρυὸς , φέρων ἀπαιωρούμενον οὐκ ἀρνὸν ἢ χίμαρον , ἀλλὰ κύνα λεπτοῖς ἱμᾶσι τοὺς διδύμους | ||
ἐβόησε μετανοῶν : Οἴησις ἡμῖν πημάτων παραιτία . Λύκος δὲ ἀρνὸν εὑρὼν πεπλανημένον οὐκ ἀφήρπασε χειρὶ δυνατωτάτῃ , ἀλλ ' |