ἔχθεσιν ἐπιαίνετο καὶ ἔχαιρεν , εἰς λοιδορίαν ἀνθρώπων καὶ εἰς κακομηχανίαν χρώμενος τῇ ποιήσει . ἢ οὕτως : εἶδον γὰρ | ||
γὰρ ὀφθαλμοὶ τοιοῦτοι . εὐρύτης κορῶν ἠλίθιον , μικρότης δὲ κακομηχανίαν κατηγορεῖ , ἐπεὶ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ζώοις ὄφεις |
ος τρέπουσιν εἰς η καὶ ποιεῖ τὸ θηλυκόν , τυπτόμενος τυπτομένη , τὸ δὲ οὐδέτερον ὁμόφωνον ἔχουσι τῇ αἰτιατικῇ τοῦ | ||
, ἡ ληφθεῖσα παρὰ τῶν πολεμίων χοηφοροῦσα τῷ παιδὶ καὶ τυπτομένη , ἡ τὰ ἀπόῤῥητα ἐξειποῦσα , καίτοιγε , ὡς |
γὰρ λιμῷ Μηλίους ἀνεῖλεν . ἐλελελεῦ : Ἐπίφθεγμα πολεμικὸν τὸ ἐλελεῦ . οἱ προσιόντες γὰρ εἰς πόλεμον τὸ ἐλελεῦ ἐφώνουν | ||
, σύ τ ' οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς . ἐλελεῦ , ἐλελεῦ , ὑπό μ ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι |
ἡγήτορες ἑδριόωντο πίνοντες καὶ ἔδοντες : ἐπηετανὸν γὰρ ἔχεσκον . χρύσειοι δ ' ἄρα κοῦροι ἐϋδμήτων ἐπὶ βωμῶν ἕστασαν αἰθομένας | ||
δ ' ἐφ ' ὑπερθύριον , χρυσέη δὲ κορώνη . χρύσειοι δ ' ἑκάτερθε καὶ ἀργύρεοι κύνες ἦσαν , οὓς |
. Ἐν δέ : τούτοις δηλονότι , σὺν τούτοις . ζαμενές : λίαν ὀργίλον , ἄγαν ὀργίλον , ἄγριον , | ||
τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται * ζαμενές : λίαν ἰσχυρῶς * κοτέουσα : ὀργιζομένη * πίσυρες |
: ἣ δὲ κυλινδομένη καναχὴν ἔχε ποσσὶν ὑφ ' ἵππων αὐλῶπις τρυφάλεια , μιάνθησαν δὲ ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι : | ||
ὕλης : τῶν δὲ μεσηγὺ ἀτραπιτὸς τέτμηται , ἀραίη [ αὐλῶπις ] : ἐν δ ' ἑτέρωθι ἥδ ' ἱερὴ |
εὐφροσύνην ἕξεις ἐσιδὼν πατρώιον οὖδας . μὴ μὲν ὁδοιπορίης μιμνήσκεο φάε ' ἀθρήσας Μήνης Αἰγοκερῆος ἐν ἄστρασιν οἰχνεύοντα : ἦ | ||
: ἐγὼ δ ' ἐνὶ εἵματι κείνου κείμην ἀσπασίως , φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς . ὣς νῦν ἡβώοιμι βίη τέ |
: Ἡσίοδος : μήδ ' ἀντ ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμιχεῖν . παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς , | ||
οἷον ἀμιδαχεῖν : τροπῇ τοῦ α εἰς ο καὶ συγκοπῇ ὀμιχεῖν . . . . . . ὀμιχεῖν : ὀμιχεῖν |
ἐν μέσσοισι λέων ὣς εἱστήκει περὶ χερσὶν ἔχων βοὸς ἶφι δαμέντος ῥινοὺς ἀζαλέας . Μέγα δ ' ἴαχον ἔνθα καὶ | ||
ὀλοαὶ κατέδαπτον ἀνῖαι , ὁππόσον ἀμφ ' ἑτάροιο πάρος Πατρόκλοιο δαμέντος . Θερσίτης δέ μιν ἄντα κακῷ μέγα νείκεσε μύθῳ |
δαυλοὶ γὰρ πραπίδων δάσκιοί τε τείνουσιν πόροι κατιδεῖν ἄφραστοι . ἰάπτει δ ' ἐλπίδων ἀφ ' ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς , | ||
καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί τε τυπῇσιν ἀμυδροτέρῃσιν ἰάπτει . κέλευθος ὁμῶς : κατεναντίον τῷ κεράστῃ . ὁ |
ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους | ||
ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους |
ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι , νωθροί , ἄθυμοι , | ||
περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί . καὶ οὐλοὸς αἶα |
τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος τοῦ ζῴου , | ||
λεπτὸν οὐ τίκτει νόον . † ἀγνοεῖ † δ ' ἀράχνη παῖδας ὡς παιδεύεται : θρέψασα γὰρ τέθνηκε πρὸς τῶν |
, θαλάσσια δὲ ἀλκυὼν κήρυλος αἴθυια λάρος χαραδριὸς καταρράκτης κέπφος κίγκλος . ὑπὲρ δὲ τοῦ βίου τούτων καὶ τῆς μορφῆς | ||
τῷ Ἀμφιαράῳ λέγων ὀσφὺν δ ' ἐξ ἄκρων διακίγκλισον ἠύτε κίγκλος ἀνδρὸς πρεσβύτου , τελέειν δ ' ἀγαθὴν ἐπαοιδήν . |
κάρα ἀπὸ τοῦ κάρανον , καὶ τὸ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον ἀποκέκοπται . Τὰ εἰς ι λήγοντα οὐδέτερα μονογενῆ διὰ | ||
τὴν εὐθεῖαν τῶν ἑνικῶν : τὸ γὰρ κάρη ἀπὸ τοῦ κάρηνον γέγονε κατὰ ἀποκοπὴν τοῦ νον καὶ οὐ καταλήγει εἰς |
. . . . . πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεί καὶ φάλαρ ' εὐποίηθ ' . | ||
δεινὴν δὲ περὶ κροτάφοισι φαεινὴ πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεὶ κὰπ φάλαρ ' εὐποίηθ ' : |
καὶ οὗτος , εἶδος ἰχθύος . Μαινίδι : σμαρίδι . ἀνιγραί : λεπταὶ , ἀνιαραὶ , λυπηραὶ καὶ γλίσχραι . | ||
: κατοικοῦσιν . ὀψιφάγοι : αἱ τὰ ὀψάρια ἐσθίουσαι . ἀνιγραί : ἐπίπονοι , ἀνίαν καὶ λύπην ἐμβάλλουσαι τῇ ἄγρᾳ |
τοῦδ ' ἔτι θνητοῖς πάθος ἐξεύροις ἢ τέκνα θανόντ ' ἐσιδέσθαι ; φέρω φέρω , τάλαινα μᾶτερ , ἐκ πυρᾶς | ||
Ὠκεανοῖο , ὃς δή τοι καλὸς μὲν ἀρίζηλός τ ' ἐσιδέσθαι ἀντέλλει , μήλοισι δ ' ἐν ἄσπετον ἧκεν ὀιζύν |
, οὔ πως ἔστι νεωτέρῳ ἀνδρὶ μάχεσθαι ἄνδρα γέροντα δύῃ ἀρημένον : ἀλλά με γαστὴρ ὀτρύνει κακοεργός , ἵνα πληγῇσι | ||
ἀρῶμαι , ἵν ' ᾖ ἀάρης καὶ Ἄρης . . ἀρημένον : κεκρατημένον : αἱρῶ αἱρήσω ᾕρηκα ᾕρημαι ᾑρημένον καὶ |
ἔνερθε γλῶσσα παχύνεται , ἀμφὶ δὲ χείλη οἰδαλέα βρίθοντα περὶ στομάτεσσι βαρύνει , ξηρὰ δ ' ἀναπτύει , νεόθεν δ | ||
: εὖτε γὰρ ἐς φιλότητα θοαὶ τρήρωνες ἴωσι , μιγνύμεναι στομάτεσσι βαρυφθόγγοις ἀλόχοισι , δὴ τότε μῆτιν ὕφαινε κλυτὴν τιθασοτρόφος |
ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ | ||
, τὸ δὲ αἰτοῦμαι ἐπὶ τοῦ χρήσασθαι εἰς ἀπόδοσιν . ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος |
ὀξὺ βόων , κατὰ δ ' ἐδρύπτοντο παρειάς , ζωῇσιν ἴκελαι , ἔργα κλυτοῦ Ἡφαίστοιο . ἄνδρες δ ' οἳ | ||
Μυρίνης δήια τεύχεα δῦσαι ἐς αἰγιαλὸν προχέοντο , Θυιάσιν ὠμοβόροις ἴκελαι , φὰν γάρ που ἱκάνειν Θρήικας : ἡ δ |
κακοὺς ἀπελύετο δεσμούς . Ἄλλα δ ' ἄρ ' Ἀλκείδαο θρασύφρονος ἄσπετα ἔργα ἄμπεχεν Εὐρυπύλοιο διοτρεφέος σάκος εὐρύ . Φαίνετο | ||
υἱὸς Ἀχιλλῆος θεοειδέος ὦσεν ὀπίσσω τυτθόν , ἐπεὶ μένος ἠὺ θρασύφρονος Αἰνείαο φευγέμεν οὐκ εἴασκε , μένειν δ ' ἀνὰ |
. . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα βλὲψ ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς | ||
καὶ πρόσφατον . Παραβλώψ . παρὰ τὸν βλέψω μέλλοντα , βλὲψ , ἀποβολῇ τοῦ ω , καὶ τροπῇ τοῦ ε |
καὶ ὀρχούμενοι χειμέριον . Καὶ κύων τοῖς ποσὶν ὀρύττουσα καὶ ὀλολυγὼν ᾄδουσα μόνη ἀκρωρίας χειμέριον . Γῆς ἔντερα πολλὰ φαινόμενα | ||
, καὶ κύνες ὀρύσσοντες τὴν γῆν χειμῶνα δηλοῦσι : καὶ ὀλολυγὼν τρύζουσα ἑωθινὸν καὶ τὰ ὄρνεα εἰς τὰ πρὸς πέλαγος |
τὰς πήξεις τοῦ αἵματος . καρανιστῆρες ] αἱ ἀποκεφαλίζουσαι . χλοῦνις ] ἡ ἐκτομὴ μορίων . χλοῦνις ἀκρωνία : ἡ | ||
τῷ ἄδειν . χάλαζα , παρὰ τὸ χαλᾶσθαι ἄνωθεν . χλοῦνις , ὁ σῦς : ὁ ἐν χλόη εὐναζόμενος . |
κἀμὲ καὶ τέκν ' εἰδέναι χρεών ; χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες . ταῦτ ' ἔσθ ' ἃ βούληι παιδὶ σημῆναι | ||
. πᾶν γὰρ λεπτὸν σύρεται ἐν τοῖς ἀνέμοις . . κατώρυχες ἔναιον ] ὑπὸ γῆν κατορωρυγμένοι κατῴκουν . ὡς ] |
] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην | ||
θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ |
ᾖ ἡ ὥρα θερινή : ἀπαγορεύουσι γὰρ σφόδρα , ὥστε ἑστῶσαι ἀκοντίζονται : ῥιπτοῦσι δὲ καὶ εἰς τὴν θάλατταν , | ||
: κασαλβάδες ἑταῖραί εἰσιν , αἱ ἀεὶ ἐπὶ τῶν οἰκημάτων ἑστῶσαι γυναῖκες , ἐπὶ μισθῷ παρέχουσαι τοῖς βουλομένοις ἑαυτάς . |
τοῦ β εἰς π , ῥύπος , πλεονασμῷ τοῦ γ γρυπός . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς Ἐλέγχοις . Γαγγαλίζεσθαι , | ||
οὐ καθ ' αὑτό : οὐ γὰρ καθὸ ἄνθρωπος , γρυπός ἐστιν ἢ μέλας ἤ τι τῶν λοιπῶν , ἐπεὶ |
παρακείμενος δεδήριμαι , τὸ γʹ δεδήριται , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀδήριτος . τὰ διὰ τοῦ ιτος ἀποστρέφονται τὴν ει : | ||
στέρησιν ὡς τὰ εἰρημένα , αὐτόθεν δῆλον καὶ ὁ λόγος ἀδήριτος : ἐν δὲ τοῖς ἐναντίοις , ἃ καὶ ἄμφω |
μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ | ||
ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή |
, βῆ δὲ θύραζε χωλεύων : ὑπὸ δ ' ἀμφίπολοι ῥώοντο ἄνακτι χρύσειαι ζωῇσι νεήνισιν εἰοικυῖαι . τῇς ἐν μὲν | ||
ἅμα τοῖσι κίε σθένεϊ βλεμεαίνων χωλεύων , ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί . ἐς δὲ Τρῶας Ἄρης κορυθαίολος , αὐτὰρ |
γεννήματα . ἀλυσκάζουσαι : ἐκφεύγουσαι . ὁμοκλήν : ἀπειλήν : ὁμοκλὴ ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ καὶ τοῦ κλῶ τὸ καλῶ , | ||
, τὸ φωνῶ , παρ ' Ὁμήρῳ * * * ὁμοκλὴ οὖν ἡ πᾶσι λεγομένη φωνή . . . . |
τὸ ἀμύσσω . Ὅμηρος [ Ε ] : κατεμύξατο χεῖρα ἀραιήν : ὑβρίζεις ἀφανίζεις : τὸ κρήδεμνόν φησιν : ὦ | ||
τε καὶ φλεγμαίνει , καὶ ὀδύνην παρέχει λεπτὴν καὶ βῆχα ἀραιήν τε καὶ ξηρὴν τὸ πρῶτον , ἔπειτα ἐπὶ μᾶλλον |
: παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς τριφάλεια τρυφάλεια . . . . ἅλυσις : παρὰ τὸ λύω | ||
φωνῆς : ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , |
. τὸν Αἰσχύλον . . ἀλινδήθρας : ἀλινδῆθραι ἀπὸ τοῦ ἀλίζω , τὸ συναθροίζω . . κυλίστρας . . 〚 | ||
ἀφ ' οὗ τὸ † ἀλεύατο νίφα πολλήν , γίνεται ἀλίζω , ὡς φοιτῶ φοιτίζω : Καλλίμαχος : φοιτίζων ἀγαθοὶ |
, οὐκ ἀργαλέοισι κύνεσσιν , οὐδ ' αὐτοῖς δειλοῖς λασιοκνήμοισι λαγωοῖς . Τρηχὺς δ ' αὖτ ' ἐλάφοισιν ἔρως πολλή | ||
εὐόφθαλμοι . Χαροπόν : χαροπῶς . Οὔποτε γάρ : οἶστρος λαγωοῖς μάχεται πρὸς τὴν ἄγρην καὶ μῆτις ἀντίβιος εἰς θήραν |
. ” Ἦ , καὶ ἀναΐξας ἑτάρους ἐπὶ μακρὸν ἀύτει αὐσταλέος κονίῃσι , λέων ὣς ὅς ῥά τ ' ἀν | ||
, αὐτοῦ δ ' ἐν προμολῇ τετρυμένα γούνατ ' ἔκαμψεν αὐσταλέος κονίῃσι , περιτριβέας δέ τε χεῖρας εἰσορόων κακὰ πολλὰ |
μισήτη . καὶ ὁ Κρατῖνός που τοῦτ ' ἔφη : μισηται δὲ γυναῖκες ὀλίσβωσι χρήσονται . Πάντες Ἕλληνες ἐπίστανται τὰ | ||
μισήτη . καὶ ὁ Κρατῖνός που τοῦτ ' ἔφη : μισηται δὲ γυναῖκες ὀλίσβωσι χρήσονται . Πάντες Ἕλληνες ἐπίστανται τὰ |
τροπωτῆρες , ὑπηρέσια , ἀσκώματα , κοντοί , κάλοι , ἀντλία , κάδοι , ἀπόγυα , ἐπίγυα , πείσματα , | ||
Ὁμήρῳ ἀλεξάνεμος . χείμαρος : τρῆμα νεώς , ὅθεν ἡ ἀντλία ἐκρεῖ . χιτώνιον : ὁ ζωστὸς χιτὼν καὶ γυναικεῖος |
πόντον βροντῆς τε στεροπῆς τε πυρός τ ' ἀπὸ τοῖο πελώρου πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος : ἔζεε δὲ | ||
νόημ ' ἐποτᾶτο : πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρη δεινοῖο πελώρου , Γοργοῦς : ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε , |
τῇ κνήστι ξέσιν . γναφεύει δὲ παρὰ τὴν τοῦ φάρους γνάψιν . Ἄλλως . . Ἀττικὸν μὲν τὸ διὰ τοῦ | ||
ἱμάτια : οἱ δὲ νεώτεροι διὰ τοῦ γ παρὰ τὴν γνάψιν . “ κναφεύς ” δὲ παρὰ τὸ κνῶ , |
ο εἰς ω ῥώψ , ὡς βλέπω βλέψω βλὲψ καὶ βλώψ , ἐξ οὗ τὸ ” παραβλῶπες ” . . | ||
ο εἰς ω , κλώψ : ὡς βλέπω βλὲψ βλὸψ βλώψ . ὅθεν παραβλῶπες τῶν ὀφθαλμῶν . Κονιορτός . παρὰ |
τροπῇ τοῦ τ εἰς θ . Νοῦς . παρὰ τὸ νῆσσα , καὶ σωρεῦσαι ἀπὸ τῶν ἐντιθεμένων αὐτῇ φορτίων : | ||
Νῆσσα . παρὰ τὸ νέω τὸ κολυμβῶ , νέσα καὶ νῆσσα , τροπῇ τοῦ ε εἰς η . Νῆστης . |
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . | ||
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . |
ἐπώνυμον αὐδηθῆναι . Οἷοι ἐπιθύουσι βοῶν λίες . κάπροι τε λίες τε . Εὔμολπος Δόλιχός τε καὶ Ἱπποθόων μεγάθυμος Ἢ | ||
, οἳ δὲ Ποσειδάωνος ἐπώνυμον αὐδηθῆναι . Οἷοι ἐπιθύουσι βοῶν λίες . κάπροι τε λίες τε . Εὔμολπος Δόλιχός τε |
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ | ||
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ |
ἀδελφὸς Τάφιος , ἀφ ' οὗ καὶ ἡ νῆσος . ἀμέρσαι : στερῆσαι . δηριόωντες : ἀγωνιζόμενοι . ὁ γὰρ | ||
ὡς φθείρω φθερῶ φθέρσω καὶ κείρω κερῶ κέρσω , καὶ ἀμέρσαι ἐξ αὐτοῦ , . , . * . Ἀμένης |
τέλειον σκεδαιομένη . * κορθύεται : ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * | ||
' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , τὸ καθοπλίζεσθαι . κορθύεται διεγείρεται καὶ εἰς ὕψος αἴρεται . κόρσην κεφαλήν . |
χεύσω : καὶ τρέπει τὸ ε εἰς ι ἐν τῷ χοὴ καὶ προχοή : σημειωτέον τὸ κέω , ἐξ οὗ | ||
βαρύνεται , ἐξ ἑτέρας ἐστὶν εὐθείας , ἥτις ἐστὶν ἡ χοὴ θηλυκῶς , καὶ κλίνεται τῆς χοῆς . τὸ ” |
. , : καὶ τὴν δείλην δείελον . , αἶθρον αἴθρη , Ρ . ζ . μ . , . | ||
φῦλά τε ποικίλα θηρῶν , κύματά τ ' ἔσβεσε νήνεμος αἴθρη , τοτοτοτοτοτοτοτοτοτιγξ : πᾶς δ ' ἐπεκτύπης ' Ὄλυμπος |
ὄνομα μαρμαρυγή . καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἁρπάζω ἁρπαγή , ὀλολύζω ὀλολυγή , οὕτω καὶ ἀπὸ τοῦ μαρμαρύζω μαρμαρυγή . | ||
ψιλοῦ γράφονται , οἷον κλύζω , τρύζω , γογγύζω , ὀλολύζω πλὴν τοῦ ἀθροίζω . Τὰ διὰ τοῦ υχω δισύλλαβα |
τὴν ὀροφὴν καὶ τὸ στέγος , αὐτοσκευάστου , αὐτοκατασκευάστου . τιταινόμενοι : ἐξαπλούμενοι καὶ ἐξερχόμενοι , συρόμενοι , φερόμενοι , | ||
ἢ αἶγας κεραοὺς ἠὲ πρόκας ἰχνεύοντες θείωσιν , τυτθὸν δὲ τιταινόμενοι μετόπισθεν ἄκρῃς ἐν γενύεσσι μάτην ἀράβησαν ὀδόντας ὧς Ζήτης |
φόρτοι ἀπώλεσαν , οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν . ἐκβολὰν φέρει ] ἔκπτωσιν ὑπομένει . . ἀλφηστῶν ] ἐφευρετῶν | ||
. θΞ ἐκβολὰν ] ῥῖψιν . ἐκβολὰν ] ἐκφόρευσιν . ἐκβολὰν ] ἔκπτωσιν . θ φέρει ] πάσχει . φέρει |
ἠχητικῇ . Λιλαίετο : ἤθελεν . Μίσγεσθαι : ἑνοῦσθαι . ξυλόχους : ὄρη . Ἀλλ ' οὐδέ : ἀλλ ' | ||
καὶ χλωρᾶς . εἰλυοὺς δὲ τὰς καταδύσεις τῶν θηρῶν . ξυλόχους δὲ τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν ὑλώδεις τόπους . ἔστι |
δεύεται , . . . . ἀλλὰ μάλ ' αἴθρη πέπταται ἀννέφελος , λευκὴ δ ' ἐπιδέδρομεν αἴγλη . Συγκεκλήρωται | ||
ἵησιν ἀφρὸν ἐρευγόμενος : βορέῃ δ ' ἐπὶ πολλὸν ἰόντι πέπταται ἔνθα καὶ ἔνθα Προποντίδος οἶδμα θαλάσσης . ἔστι δέ |
τέκνον . . θυμοπληθὴς ] πλήρης θυμοῦ . δορίμαργος ] μανικὴ πρὸς πόλεμον . . κακοῦ ] τοῦ πολέμου . | ||
, Ὅμηρος δέ : ποταμὸν ἁλιμυρήεντα λέγει . Φοιταλέη : μανικὴ , ὁρμητική . διέσσυται : ὁρμᾷ , διέρχεται , |
οἱ τέκνα δῃώσωνται ἄντρων ἐξερύσαντες , ὃ δ ' ἀμφὶ γένυσσι βεβρυχώς , εἴ που ἔτ ' ἐν ξυλόχοισιν ἴδοι | ||
πεπληγώς , ἑτέρῃ δ ' ἐνὶ χειρὶ τινάσσων νωλεμὲς ἀμφὶ γένυσσι μέγα κτυπέοντα χαλινόν . Ἵπποι δ ' ἐρρώοντο : |
Ἄρκυας . παγίδας : γρίφους . λύγους : βρόχους . ταναόν : , μακρόν . πάναγρον : . Αἰχμήν : | ||
' εὐθήροιο μέγα πνείοντα φόνοιο , ἄρκυας εὐστρεφέας τε λύγους ταναόν τε πάναγρον δίκτυά τε σχαλίδας τε βρόχων τε πολύστονα |
ἀλεύροις ἐν τῷ ἐσθίεσθαι τοὺς καλάμους . εὐρῶτι παλύνεται : εὐρὼς κυρίως ἡ πρασινώδης ὁμίχλη . ἐπάξα : τὸ βʹ | ||
[ – ] : μέλας δ ' ἐπερείεδετο ? [ εὐρὼς ] ὀφθαλμοῖς : Ἄιδόσδε [ δ ' ἀπήλυθε ] |
: τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . | ||
Νῶκαρ . τὸ δυσκίνητον καὶ οὐδ ' ὁπωσοῦν ἐῤῥωμένον : σκαίρω γὰρ ἐστὶ ῥῆμα . ἀποβολῇ τοῦ σ , καίρω |
ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπεισιὼν φέρω . ΤΡΙΓΛΗ , κίχλη διὰ τοῦ η . τὰ γὰρ εἰς λα λήγοντα | ||
φαρμακίας τοῖς δὲ ἐρρωμένοις δόλους καὶ ἐπιβουλὰς σημαίνουσιν , οἷον κίχλη φυκὶς χάννος ἰουλὶς στρωματεὺς καὶ τὰ ὅμοια : ὅσοι |
. . κυανοχαῖτα Ποσειδάων : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ κυανοχαίτης . . . . . ἡ διπλῆ ὅτι ἅπαξ | ||
ἑλλανοδίκου , γυνή ὁ μισογύνης τοῦ μισογύνου , χαίτη ὁ κυανοχαίτης τοῦ κυανοχαίτου , τέχνη ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου : |
πονεύμενοι , ἀλλ ' ἐς ἀκωκὴν ἀγκίστρου σπεύδουσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται . χαλκοῦ μὲν σκληροῖο τετυγμένον ἠὲ σιδήρου ἄγκιστρον πέλεται | ||
ἑτέρῳ πόρσυνεν ἐδωδήν . οἱ μὲν γὰρ γενύεσσι καὶ ἠνορέῃ βιόωνται χειροτέρους : τοῖς δ ' ἰὸν ἔχει στόμα : |
οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλήξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων , βούπληξ δὲ ὁ πλησσόμενος ὑπὸ τοῦ βοός . . μαινομένη | ||
οἴστρου πλησσόμενος . καὶ βουπλὴξ ὁ τὸν βοῦν πλήσσων : βούπληξ δὲ ὁ ὑπὸ τοῦ βοὸς πλησσόμενος . κλύεις τὰ |
ψαμάθοις ἁλίῃσιν : ἄμαθον δὲ τὴν κόνιν : τύχε γὰρ ἀμάθοιο βαθείης . ὥρα δασέως τοῦ ἔτους καὶ τῆς ἡμέρας | ||
. Ἄμαθος : ἡ ψάμμος : τύχε γάρ ῥ ' ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ |
πεπαλαγμένον ἄζῃ , ἀντὶ τοῦ κεχρωσμένον ὑπὸ μελανίας . * περιστιγές : καὶ ἔχον γραμμάς αἰθαλέη δὲ ἤγουν τεφρώδης . | ||
δὲ τοῦ πεπιλημένου δηλωθήσεται τὸ στερεόδερμον τοῦ θηρίου . * περιστιγές : κατάστικτον * ἔρφος : δέρμα στέρφος δερῶν * |
ἀλφαίνειν , ἀληλεσμένα , ἀλήφατα ἄλφιτα . . . . ἀλφός : παρὰ τὸ ἐναλλάσσειν τὴν χροιάν . σημαίνει δὲ | ||
. τὸ δὲ κῦφος τὸ ΚΥ μακρόν . τὸ δὲ ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα |
' ἀνὰ γαῖαν ἔμιμνον . Ἐυπτολέμοισι δ ' Ἀχαιοῖς υἱὸς Λαέρταο πύκα φρονέων φάτο μῦθον : Ὦ νύ μοι Ἀργείων | ||
ἕδραι ἀγρομένων : πολλοὶ δ ' ἄρα θηήσαντο ἰδόντες υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα . τῷ δ ' ἄρ ' Ἀθήνη θεσπεσίην |
δ ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας : τὸν δ ' ἀργαλέη κίχε Μοῖρα . Ἄλλος δ ' ἄλλῳ τεῦχε φόνον | ||
μιν θηρήτορες ἄνδρες ἀμφὶ θύρῃ λοχόωντες ὑπὸ βροχίδεσσιν ἄγωνται : ἀργαλέη γενύεσσι καὶ ἀντία δηρίσασθαι θηρσί τ ' ἀρειοτέροισι καὶ |
ἄναλκις : ὄνομα σύνθετον : ἔστιν ἀλκή , καὶ ῥῆμα ἀλκῶ , τὸ βοηθῶ , ὁ μέλλων ἄλξω , ὄνομα | ||
, ὄνομα ῥηματικὸν ἄλξις καὶ ἔπαλξις . ἐκ τοῦ οὖν ἀλκῶ ἄλξω ἄλξις , καὶ τροπῇ τοῦ ξ εἰς τὸ |
τοῦ ἀλάσκω , ἀλασκάζω , ὡς ἀκούω ἀκουάζω , ῥίπτω ῥιπτάζω . τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς | ||
ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . , : ἠλάσκουσαι : παρὰ τὸ |
δὲ ἡ παντελὴς ἀνεπιστημοσύνη τοῦ προκειμένου πράγματος . Αἶθος καὶ αἰθὸς διαφέρει . αἶθος μέν ἐστιν ὁ αἴθων , παρὰ | ||
ὁ αἴθων , παρὰ τὸ αἴθω , τὸ καίω , αἰθὸς δὲ ὁ αἰθόμενος . οὕτως Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν |
αὑτοῦ . . . . . ἀπήορος , , : ἀπήορος : ὁ ἀπηρτισμένος καὶ διεστώς . παρὰ τὸ ἀείρω | ||
Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀπήορος , , : ἀπήορος : ὁ ἀπηρτισμένος καὶ διεστώς |
ἐκ τῶν κινήσεων τῶν ἀστέρων ἀποτελέσματα δηλοῦσα ἐπιστήμη . ἀράχνη ἀράχνου διαφέρει . ἀράχνη μὲν γάρ ἐστι τὸ λεπτότατον ὕφος | ||
λέσχη ὁ λέσχης τοῦ λέσχου , ἀράχνη ὁ ἀράχνης τοῦ ἀράχνου , κόμη ὁ ἀκερσεκόμης τοῦ ἀκερσεκόμου , δίκη ὁ |
οὐ τρυγόνες ἐν γενύεσσι φορβὴν πρόσθε πάσαιντο , πάρος βελέεσσι δαφοινοῖς οὐτῆσαι ζωόν τε καὶ ἄπνοον ὅττι παρείη . ἀλλ | ||
οἶδεν ἑῶν ὑπέροπλον ὀδόντων . Ὅσσαι μέν νυν ἔασιν ἐπακτήρεσσι δαφοινοῖς μουναδὸν ἐν σκοπέλοισι προμήθειαί τε πάγαι τε , κεκριμένας |
μέσον ἐχόμενον , ἢ παρὰ τὸ ἔχειν ἔχημα , καὶ ἔχμα κατὰ συγκοπήν . . σήμηνον ] εἰπέ . ἐν | ||
μυδαλέος προϊάπτεται : ἰσχία δ ' αὔτως μάλκη ἐνισκήπτουσα κατήριπεν ἔχμα τε γούνων . Ἀστέριον δέ φιν ἄλλο πιφαύσκεο , |
δ ' εἴδετ ' αὐτοὺς κἀντυχόντες εἵλετε ; ἄκραις ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου . καὶ τίς θαλάσσης βουκόλοις κοινωνία ; | ||
γε μὴν ἕδος ἐξέτι κείνου , ὅρρα θεᾷ ἥρωες ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἔδειμαν , ἀνδράσιν ὀψιγόνοισι μένει καὶ τηλός ' ἰδέσθαι |
' ἄρ ' ὀιζυρῶς θανέειν πολυαχθέι πότμῳ μέλλομεν , ἐν τεύχεσσι σὺν ἡμετέροις τεκέεσσι καὶ γεραροῖς πατέρεσσι μαχώμεθα : καί | ||
προϊέντος : ὃ γὰρ φρεσὶν ᾗσι μενοίνα κούρην ὀβριμόθυμον ὁμῶς τεύχεσσι καὶ ἵππῳ ἐς μέγα σῆμα βαλέσθαι ἀφνειοῦ Λαομέδοντος . |
! ] ! ? ? φῦλον δεινὸν ? ? ? ὀξυδερκὲς ? ? ? ? κατανοεῖν ? ? τὸ ὁμοφυές | ||
κεφαλὴν ἐπαίρω καὶ τοῖς τῆς ψυχῆς ὄμμασιν ἀμυδρῶς μὲντὸ γὰρ ὀξυδερκὲς αὐτῶν ἡ τῶν ἀλλοκότων πραγμάτων ἀχλὺς ἐπεσκίασεν ἀλλ ' |
καὶ ἄμοχθον ἐδωδήν . ὄστρεα μὲν κληῗδας ἀναπτύξαντα θυρέτρων ἰλὺν λιχμάζουσι καὶ ὕδατος ἰσχανόωντα πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι : | ||
θαλάσσης , γηθόσυνοι , κεραὸν δὲ περισαίνουσιν ὅμιλον ἀμφί τε λιχμάζουσι καὶ ἀθρόοι ἀμφιχέονται , πυκνὰ κατασκαίροντες : ἔχει δ |
καὶ μὴν ὅδ ' αὐτὸς σὸς πατὴρ βαίνει πέλας γεραιὸς Ἶφις ἐς νεωτέρους λόγους , οὓς οὐ κατειδὼς πρόσθεν ἀλγήσει | ||
ὡς παρ ' Αἰσχύλῳ , ὥσπερ ἀστράγαλος ἄστρις καὶ Ἰφιάνασσα Ἶφις καὶ Θρασυκλῆς Θράσυλλος καὶ Βαθυκλῆς Βάθυλλος ὑποκοριστικά . ταῦτα |
ἔμμεναι ἡρώεσσιν : ἵππους δ ' Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ἀμφιέποντες ζεύγνυον : ἀμφὶ δὲ καλὰ λέπαδν ' ἕσαν , | ||
σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο . εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες παντοίοισι δόλοισι , μόγις δ ' ἐτέλεσσε Κρονίων . |
ὀτρηροὶ κατ ' ὄρεσφι κύνες λελιημένοι ἄγρης : ὣς Δαναοὶ δηίοισιν ἐπήιον , οὕνεκ ' ἄρ ' αὐτοὺς υἱὸς Ἀχιλλῆος | ||
πεπότηται τινυμένη σὺν Ζηνὶ κακῶν ἐπιίστορας ἔργων . Ὣς εἰπὼν δηίοισιν ἀνηλέα τεῦχεν ὄλεθρον : μαίνετο γάρ οἱ θυμὸς ὑπὸ |
ψιαθῶδές τι πλέγμα ἐν ᾧ τοὺς στάχυας ἐμβάλλουσιν . ἢ φορυτῷ τῇ ἐκ φρυγάνων στρωμνῇ . τὴν ἔπαλξιν ] τὸ | ||
Οὐδ ' αἶγες πρίνοιο περισπεύδουσαι ἀκάνθαις εὔδιοι , οὐδὲ σύες φορυτῷ ἔπι μαργαίνουσαι . Καὶ λύκος ὁππότε μακρὰ μονόλυκος ὠρύηται |
χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] ? ? ? δ ' ὕδωρ ? [ | ||
ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα |
ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν , πρῶτον μὲν † ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν εὐφήμησεν , ὄρθιον δ ' | ||
πτελέᾳ ] δένδρα ὑψίκομα ⌈ ἀμφότερα . ψιθυρίζῃ ] ⌈ ἠχῇ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου . [ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ἠχῇ |
ἄνακτι . Καὶ τὰ μὲν ἐννεσίῃσι φαεσφόρου Ἠριγενείης οἰωνοὶ τελέουσι θοοί . Τότε δ ' ἄμβροτος Ἠὼς οὐρανὸν εἰσανόρουσεν ὁμῶς | ||
κραδίην δειλοὶ καὶ γυῖα πέλους ' ἀμενηνοί , ἀλλὰ πόδεσσι θοοί : τοῖσιν δὲ θεὸς πόρε πάντα , βουλὴν κερδαλέην |
πρόπολοι πίλναντο Πέλειαι . Ὅν ῥ ' Ἀμύκλαντος παιδὸς ἄπο φθιμένου . . . λαοὶ κικλήσκουσιν . Ἱστία ἁγνά , | ||
? προλέλοιπε γόων ! [ ˘˘˘˘ – – | ] φθιμένου μελέα σέθεν , Ἕκτορ , [ ˘ˈ˘˘˘ – – |
Περὶ γάρ οἱ ἐνὶ ζωστῆρι φαεινῷ ἄρκτοι ἔσαν βλοσυραὶ καὶ ἀναιδέες : ἀμφὶ δὲ θῶες σμερδαλέοι καὶ λυγρὸν ὑπ ' | ||
θήρειον ποτὶ μῶλον : ἐπεὶ χαροποὶ γεγάασι κραιπνότατοι θείειν καὶ ἀναιδέες ἶφι μάχεσθαι καὶ μοῦνοι τετλᾶσι λεόντων ἀντία βρυχήν : |
εἴ κέ μ ' ἀέθλῳ χραισμεῖν ἀντιάσῃσιν , ἐπὶ σφετέροις ἀχέουσα παισί : τό κέν μοι λυγρὸν ἐνὶ κραδίῃ σβέσει | ||
πάσαις ἐπιμίσγεται ἀμφιπόλοισιν αἰδοῖ ἐπιφροσύνῃ τε , μυχῷ δ ' ἀχέουσα θαάσσει , μή μιν κερτομέουσαι ἐπιστοβέωσι γυναῖκες τῇ ἰκέλη |
σκάφος : ὧδε γὰρ ἑσμοὶ ἄσπετοι ἀντήσουσι καὶ εὔβολος ἔσσεται ἄγρη . Τέτραχα δ ' εἰναλίης θήρης νόμον ἐφράσσαντο ἰχθυβόλοι | ||
' ὀστρείοισιν ἔασι λίχναι : τοίη δέ σφιν ἐτήτυμος ἵσταται ἄγρη . κυρτίδες ἠβαιαὶ ταλάροις γεγάασιν ὁμοῖαι , πυκνῇσι σχοίνοισι |
δ ' ἐγέλασσε βοτήρων , ὣς κεῖνοι κεραῇσι περισπέρχους ' ἀγέλῃσιν . εὖτ ' ἂν δ ' εἰναλίων ἄδδην ἴσχωσι | ||
ἐν νεπόδεσσιν , οἱ δ ' ἐνὶ χερσαίῃσιν ἀριστεύους ' ἀγέλῃσιν . Οὐ μὲν δὴ μελάνουρον ἀποίσεαι οὔτ ' ἐνὶ |
: τοιούτοις , σθεναροῖς δηλονότι . βραχίοσι : δυνάμεσιν . ἀγρώσσονται : ἀγρεύονται . Ἄλλους : τῶν ἀνθιέων . βρώμῃσι | ||
, φόβον δ ' ὀρφναῖον ἔχουσιν : ὄρφνῃ δ ' ἀγρώσσονται , ἀτυζόμεναι κατὰ βένθος . δίκτυα γὰρ μάλα κοῦφα |
παλάμῃσιν ἀγρευτὴρ ἀνέδυ τε καὶ ἀφραίνουσαν ἔφηνε . Τόσσα μὲν ἰχθυβόλων ἐδάην ἁλιεργέα τέχνης δήνεα , καὶ τόσσοισιν ἐπ ' | ||
ποιεῖ . Ἰχθυβόλων : τῶν ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τοῦ κήτους ἰχθυβόλων . ἐρέσσων : κωπηλατῶν . Κατάγοιτο : φέροιτο . |
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον . | ||
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ |
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος | ||
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ |
' αὖ μετόπισθεν ἔρως ἐδαμάσσατο δριμύς : οὐ γάρ τις κέντροισι δαμεὶς ἄγρης ἐρατεινῆς αὖθις ἑκὼν λείψειεν : ἔχει δέ | ||
; κἄπειθ ' ὑποβλεπώμεθ ' ὡς ἐγνωσμένοι , γλώσσης πικροῖς κέντροισι † κληιδουχούμενοι † : Οὐχ οὗτος ὁ Διός , |
μᾶλλον ἐγειρέσθην κοτέοντε μάχεσθαι , ἀμφότεροι , χλοῦναί τε σύες χαροποί τε λέοντες . Ἐν δ ' ἦν ὑσμίνη Λαπιθάων | ||
θέσκελα ἔργα τέτυκτο , ἄρκτοι τ ' ἀγρότεροί τε σύες χαροποί τε λέοντες , ὑσμῖναί τε μάχαι τε φόνοι τ |
καχειμονίᾳ κακόμορφος . ἦλθε γὰρ Ὀδυσσεὺς εἰς τὴν Τροίαν εἰς ἐπαίτην μετασχηματίσας ἑαυτὸν διὰ τὸ Παλλάδιον : ἄμορφος : ἀντὶ | ||
δὲ διαρραγέντας ὑπὸ ἀπεψιῶν καὶ μέθης ; τίνα πώποτ ' ἐπαίτην ῥᾳδίως εἶδες μὴ γέροντα ; τίνα δ ' οὐκ |