φύσει προσχρώμενον καίει . εἰ δὲ σὺν τῇ ἐπιτηδειότητι τῶν καιομένων ξύλων , πόθεν ἔχομεν λέγειν , ὅτι αὐτό ἐστι
ἐγρηγορῶσι , τῆς δὲ νυκτὸς ᾄδουσαι καὶ ψάλλουσαι διατελοῦσι λύχνων καιομένων : χρῆται δ ' αὐταῖς καὶ πολλάκις ὁ βασιλεὺς
8210896 κνισσα
τροπῇ τοῦ ζ εἰς βδ . διαφέρει δὲ βδόλος λιγνύς κνίσσα αἰθάλη καπνός καὶ ἀτμός : καὶ βδόλος μέν ἐστιν
: Ὅμηρος , λιγνὺν αἰθαλόεσσαν . διαφέρει γὰρ καπνὸς καὶ κνίσσα καὶ λιγνὺς καὶ αἰθάλη : καπνὸς ὁ ἀπὸ ξύλων
8069515 αἰθαλη
δὲ ἀπὸ κρεῶν καιομένων : λιγνὺς , ἀπὸ αἰλαιωδῶν : αἰθάλη ἀπὸ ἀσβέστου : καπνός . μαπία , σπονγγίστρα ,
πύλης ἐπιτίθου ἐπ ' ἀνθράκων , ἕως οὗ ἔλθῃ ἡ αἰθάλη . Ὁμοίως καὶ τὴν σανδαράχην ποίει . Σὺ μὲν
8050950 σησαμινον
δὲ τούτων τὸ λιπαρώτατον οἷον τὸ ἀμυγδάλινον : τὸ δὲ σησάμινον καὶ τὸ ἐκ τῶν ἐλαιῶν μάλιστα . Χρῶνται δὲ
ὁ ἄωρος καρπός , ἔλαιον ὠμοτριβές , ἔλαιον μύρσινον , σησάμινον , βαλάνινον , ὑοσκυάμινον , ἐλατίνη μετρίως , ἑλξίνη
7922326 σηπομενων
: ὀδμῇ : διὸ καὶ τρίγλην θηρεύουσιν ἁλιεῖς δελεάμασι κρεάτων σηπομένων ζώων , καὶ μάλιστα τῶν δυσώδη πνοὴν ἐχόντων καὶ
μηδὲ τελειουργεῖν τοὺς ἐρινεούς : ὥσπερ γὰρ καὶ τῶν ἄλλων σηπομένων καὶ ἐν τούτοις ζωοποιὸς ἡ φύσις : οὐκ ἔχοντες
7821518 λιμναιων
ἐνάριθμοι δὲ τοῖς καθαριωτέροις θαλαττίοις . Τῶν δὲ ποταμίων καὶ λιμναίων φέρει μὲν ὁ Νεῖλος κητώδεις σίμους τε καὶ φάγρους
, καὶ νῦν εἰσιν εὔοψοι , μεσταὶ δὲ καὶ τῶν λιμναίων ὀρνέων . ἐτμήθη δὲ ἡ διῶρυξ κατ ' ἀρχὰς
7804667 σηψις
μυελοῦ , καὶ ὁ σπασμὸς , καὶ τῶν ὀστῶν ἡ σῆψις , λέγεται δὲ καὶ ὅλος ὁ μέσος τῆς χειρὸς
, ταράσσει . σφακέλῳ : ἐπιληψίᾳ , σφακελισμὸς , ἡ σῆψις τοῦ μυελοῦ , ὁ σπασμὸς , ὁ παλμὸς ,
7798675 Ῥοου
βοτάνην ὡς γλῶσσαν οὖσαν , ἐν εἰρίῳ ποιεῖν προσθετόν . Ῥόου ὕδατος προσθετὸν καὶ ἔγχυτον : ἢν γυναικὶ ὕδωρ ῥέῃ
σμύρνης ὀβολὸν ἐν οἴνῳ τρίβειν αὐστηρῷ μέλανι καὶ πιπίσκειν . Ῥόου καὶ πάσης νούσου ποτὸν , ὅσαι ἀπὸ τῶν ὑστερέων
7762251 ὑελος
παρὰ Κενταύροισι . ὕαλος : διὰ τοῦ α , οὐχὶ ὕελος , καὶ θηλυκῶς ἡ ὕαλος , καὶ ὑάλινον .
κεκαυμένος , κήρυκες , τὰ ὀστρεώδη πάντα , πορφύραι , ὕελος , κίσηρις , σπεκλάριον , γύψος κεκαυμένη , ψιμύθιον
7754658 κεκαυμεναι
κυνόγλωσσον , κρέας βοός , αἰγός , κριθαί , ὄλυραι κεκαυμέναι , φώκης ἔλαιον , ἔριον πιναρὸν κεκαυμένον , ὄξος
ἐν χώραις ὅσαι νιφετώδεις | καὶ ψυχραὶ καὶ ὅσαι αὖ κεκαυμέναι ὑπὸ ἡλίου κατασκήπτουσιν , οἱ κατασκήψαντες ἐν θαύμασι ἀναφέρονται
7723974 ἀνθρακες
ὧδε μεστὴν ἐσχάραν . καὶ εἰσὶν οἱ θυμάλωπες οἱ ἡμίκαυτοι ἄνθρακες : οὐ γὰρ ἂν εἴη πρὸς τοῦ βιβλίου τοῦδε
ἄλλων χρωμάτων ταῖς αὐγαῖς κεραννυμένων τὴν ὁμοιότητα : οἱ γὰρ ἄνθρακες καὶ ὁ καπνὸς καὶ τὸ θεῖον καὶ τὰ πτερώματα
7661951 ἀσταχυων
ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην . ” ἀμαλλοδετῆρες οἱ τὰς ἀμάλλας τῶν ἀσταχύων δεσμεύοντες . ἀμύντορας βοηθούς : “ ἤ τινας ἐκ
δέδιθι , σωφρονέστερον γὰρ αὐτῷ χρήσῃ . μὴ τέμνε τῶν ἀσταχύων τοὺς ὑψηλούς τε καὶ ὑπεραίροντας , ἄδικος γὰρ ὁ
7638765 οἰνουττα
ἕωθεν : Ἐκ πρωΐας . οἰνοῦτταν : Μουστόπιτταν . . οἰνοῦττα μέν ἐστιν ἡ κοινῶς λεγομένη μουστόπιττα . μελιττοῦτα δὲ
καὶ θριδακίσκα ὡς Ἄλκμαν : θριδασκίσκα τε καὶ κριβανωτὸς καὶ οἰνοῦττα καὶ μελιτοῦττα καὶ κρίνον . καλεῖται δὲ κρίνον καὶ
7635713 φυκους
τῶν βελῶν : ἢ ἐκ τῶν σχοινίων πλέξαντας δίκτυα καὶ φύκους ἐμπλήσαντας κατασπᾶν . ἄνωθεν δ ' ἐκ τῶν ἐκκειμένων
, ποάζειν τε τὴν ἐπιφάνειαν διαφαινομένου τοῦ μνίου καὶ τοῦ φύκους ὅπερ πλεονάζει κατὰ τὸν πόρον , ὅπου γε καὶ
7611388 παιπαλη
καταπαττόμενος ] ὑπὸ σοῦ ταῖς πληγαῖς διὰ τὰ μαθήματα . παιπάλη γενήσομαι ] ἤγουν ἀφανισθήσομαι καὶ εἰς οὐδὲν ἔλθω .
μονόμετρον βραχυκατάληκτον . τελευταῖος δὲ πάντων τούτων οὗτος καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι τῶν συστημάτων παράγραφος .
7597205 διαλυτικοι
, ταῖς ξηροτέραις ἁρμόζουσι διαθέσεσιν : οἱ δ ' ἀργιλώδεις διαλυτικοὶ τοῦ τόνου , ἔκλυτον ἔχοντες τὴν ἀναθυμίασιν : οἱ
Ἐν δὲ τοῖς παροξυσμοῖς ἐγχυματισμοὶ παραλαμβανέσθωσαν ἀνετικοὶ , χαλαστικοὶ , διαλυτικοὶ πνευμάτων , οἷον ἐστὶ τὸ γλεύκινον ἔλαιον ἢ πεσσὸς
7575799 γαρος
καθαρὸν ἐκβῇ , καὶ πωμάσας ἀποτίθεσο . Τὸ δὲ κάλλιον γάρος , τὸ καλούμενον αἱμάτιον , οὕτω γίνεται . λαμβάνεται
ἔρια κεκαυμένα , τρίχες κεκαυμέναι , καρκίνων ἡ τέφρα , γάρος , ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων . σφοδρότατα δὲ ξηραίνει
7566287 φακελος
τῶν ὀστέων , καὶ σφακελίσαι τὸ κατασαπῆναι καὶ ἀπονεκρωθῆναι . φάκελος καὶ ἡ συλλογὴ τῶν ξύλων . διαφέρει δὲ σφάκελος
δὲ τέχνῃ . οἷον τέχνῃ μὲν ὑπάρχουσι συνεχῆ , οἷον φάκελος τῷ δεσμῷ καὶ τὰ ξύλα τῇ κόλλῃ , οἷον
7565280 τυπτομενα
τούτοις καὶ κωκυτὸς γυναικῶν καὶ παρὰ πάντων δάκρυα καὶ στέρνα τυπτόμενα καὶ σπαραττομένη κόμη καὶ φοινισσόμεναι παρειαί : καί που
ἐστι τὸ δρᾶν περί τι . πάλιν θεασάμενοί τινα λευκαινόμενα τυπτόμενα ἀνήγαγον ταῦτα ὑπὸ τὸ πάσχειν , ὅπερ ἐστὶν ἀλλοιοῦσθαι
7538207 τρομητα
τοῦ λεπτοκαρύου . βολβοὶ πεφθῆναι ῥᾴους οἱ δίσεφθοι . ὠὰ τρομητὰ καὶ ῥοφητά , θρίδακες , ἴντυβοι , μαλάχη ,
τοῦ λεπτοκαρύου . βολβοὶ πεφθῆναι ῥᾴους οἱ δίσεφθοι . ὠὰ τρομητὰ καὶ ῥοφητά , θρίδακες , ἴντυβοι , μαλάχη ,
7524432 ὠχρων
τοῦτο ξυνέβη : πόνος : ἔμετος χολωδέων , πολλῶν , ὠχρῶν , καὶ πρασοειδέων , ὅτε πίοι : σπασμὸς εἶχε
θερμότερον , τά τε χρώματα τῶν οὔρων τῶν ὑπώχρων καὶ ὠχρῶν ἀφιστάμενα πρὸς τὸ ὑπόπυρρον χωρεῖ καὶ ὑπόξανθον : καὶ
7521973 βιαιοτατῃ
ἀρυτομένους αὐτοὺς ὑπεκδύντες τῶν φρυγάνων καὶ τῇ ὄχθῃ προσαναπηδήσαντες ἁρπαγῇ βιαιοτάτῃ συλλαβόντες ἔχουσι δεῖπνον . κακίας δὴ καὶ πανουργίας κροκοδείλων
ἴσως δὲ καὶ συνεχείαις νεφῶν καὶ πυκνότησιν ἀδιαστάτοις καὶ πιλήσει βιαιοτάτῃ τῆς τῶν ἀκτίνων φορᾶς ἀνακοπείσης , ὡς ἀδιαφορεῖν ἡμέραν
7505153 μυκαι
, ὁππότ ' ἂν αὐτόματα ξόανα ῥέῃ ἱδρώοντα αἵματι καὶ μυκαὶ σηκοῖς ἔνι φαντάζωνται , ἠὲ καὶ ἠέλιος μέσῳ ἤματι
συνίστατο ὁ περὶ Χαιρώνειαν πόλεμος Φιλίππῳ πρὸς Θηβαίους . καὶ μυκαὶ σηκοῖς : καὶ ἦχοι ἐν τοῖς ναοῖς φαντασίαν ποιήσωσι
7500173 ὀζοντες
. χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεμμένοι καὶ μαστίχην τρώγοντες , ὄζοντες μύρου . τὸ δ ' ὅλον οὐκ ἐπίσταμαι ἐγὼ
Μιλησία σμάραγδος , ἐμπόλημα τιμηέστατον . Καὶ μαστίχην τρώγοντες , ὄζοντες μύρου . Τὸ δ ' ὅλον οὐκ ἐπίσταμαι ἐγὼ
7486117 βρομος
βαρβαρικόν . βριμοῦσθαι : τὸ μετά τινος ἀπειλῆς ἐκφοβεῖν . βρόμος : κυρίως ἦχος ἐπὶ ἀνέμου καὶ ἐπὶ πυρός :
μέχρι τοῦ νῦν ἐκ τῶν χασμάτων ἐκπίπτει πνεύματος μέγεθος καὶ βρόμος ἐξαίσιος : ἐκφυσᾶται δὲ καὶ ἅμμος καὶ λίθων διαπύρων
7480238 πελεκαν
, ᾧ ξέουσι τὸν πηλόν . πελεκᾶντες : Παρὰ τὸ πελεκᾶν τὰ ξύλα , τῷ ὀνόματι τοῦ ὄρνιθος πιθανῶς παίζων
, ᾧ ξέουσι τὸν πηλόν . πελεκᾶντες : Παρὰ τὸ πελεκᾶν τὰ ξύλα , τῷ ὀνόματι τοῦ ὄρνιθος πιθανῶς παίζων
7480080 ἀμαυραι
Φάτνης καὶ τῶν ὁμοίων , ἐπὰν αἰθρίας οὔσης αἱ συστάσεις ἀμαυραὶ καὶ ὥσπερ ἀφανεῖς ἢ πεπαχυμέναι θεωρῶνται , φορᾶς ὑδάτων
τῆς Φάτνης καὶ τῶν ὁμοίων ἐπὰν αἰθρίας οὔσης αἱ συστάσεις ἀμαυραὶ καὶ ὥσπερ ἀφανεῖς πεπαχυμέναι θεωρῶνται , φορᾶς ὑδάτων εἰσὶ
7478216 ἐξανθησις
ὡς γήρεια : καὶ γὰρ γήρεια λέγεται ἡ τῶν κινάρων ἐξάνθησις : ἀκανθώδης γάρ ἐστι . τῶν δηχθέντων γάρ ,
καλὰς ἤειδεν ἰούλους . ἴουλος ] γενειάς . ἴουλος ] ἐξάνθησις τῶν γενείων . ἴουλος τὸ ἀρτιφυὲς γένειον , ἡ
7474139 κρυσταλλων
ὑπεροχῇ νόμος . φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων καὶ ἀνθράκων παντοίων , καθάπερ τῶν μαργαριτῶν . Τῆς
οἱ αὐχμοὶ νιτρωδέστερα . ὅσα δ ' ἀπὸ χιόνων καὶ κρυστάλλων ῥεῖ ὕδατα πάντα σκληρὰ μὲν καὶ ψύξει ὑπερβάλλοντα ,
7469574 πεπηγοτος
σπάργανα , τότε παραλύειν αὐτὰ δοκιμάζομεν , ὅτε ἤδη μετρίως πεπηγότος τοῦ σώματος οὐκέτι φόβος ἐστὶν τοῦ διαστραφῆναί τι μέρος
διὰ τῆς ᾠδῆς παραμυθίαν λέγει . πακτᾶς : ἤγουν τυροῦ πεπηγότος : ὃ οἱ Ἀττικοὶ τροφαλίδα καλοῦσι . μόσχω γαυροτέρα
7450313 κεδριαν
πελανοῦ : τῆς πεπηγυίας κεδρίνης πίσσης . λέγει δὲ τὴν κεδρίαν πελανοῦ ] ὀβολοῦ , ἤγουν τριῶν κερατίων πέλανος :
ῥόδου διακλυζέσθω . ἐὰν δὲ ὅλοι πονῶσιν οἱ ὀδόντες , κεδρίαν διακλύζων , ἄπονον ποιεῖς παραχρῆμα . ἄλλο . μύλη
7446799 βαλανων
βαλάνων τοῖς προβάτοις . τὰ δὲ πρόβατα περί τε τῶν βαλάνων ἐμαχήσαντο καὶ τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ διέφθειραν . καταβὰς δὲ
τῶν εἴς τινα δίαιταν βελτίονα μεταβαλλομένων : παυσάμενοι γὰρ τῶν βαλάνων οἱ παλαιοί , μετεῖχον σίτου καὶ οἴνου . Ἄκαιρος
7442338 μανων
σφοδροτέρας καὶ ἀθροωτέρας . ἀπὸ μὲν γὰρ τῶν μαλακῶν καὶ μανῶν μαλακώτερον τὸ θερμόν , ἀπὸ δὲ τῶν σκληρῶν καὶ
ὀξυτέρα φλὸξ καὶ ἡ τούτων καὶ ἡ τῶν ξύλων τῶν μανῶν καὶ κούφων καὶ ἡ τῶν αὔων : ἡ δ
7439547 χαλαζα
: ” Ἥξει γὰρ ὀργὴ θεοῦ ὡς πῦρ καὶ ὡς χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι .
τῇ σαρκὶ τοῦ ὀστρέου , ὥσπερ ἐν τοῖς συείοις ἡ χάλαζα , καί ἐστιν ἣ μὲν χρυσοειδὴς σφόδρα , ὥστε
7434477 σητανιων
, μέλιτος ὀξύβαφον τῶν πλατέων , ἔλαιον ἴσον , πυρῶν σητανίων χυλὸς , νίτρου ἀφρὸς , ὠὰ ἑπτά : κοτύλαι
ἐλλεβόρῳ ἀντισπάσαι : ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος
7432969 ἀπεπτουμενοι
νευρώδη μόρια , ἐγκέφαλος , πνεύμων , νωτιαῖος , ἀδένες ἀπεπτούμενοι , ἡ τῶν ἀρνῶν σάρξ , βωλῖται , ἀμανῖται
ἔντερα , μήτρα τῶν τετραπόδων καὶ οἱ σκληροὶ τῶν ἀδένων ἀπεπτούμενοι , ὀξύγαλα , τυροί , τηγανῖται , θέρμοι ,
7432259 ἐρινεου
ὁ δὲ , ὃ συμβέβηκε τῷ Ὀδυσσεῖ κατὰ τὴν τοῦ ἐρινεοῦ ἐποχὴν ἐν τῷ στομίῳ τῆς Χαρύβδεως , ἐπὶ τὴν
. πλεύσαντες δὲ τόν τε ποταμὸν ἐξεῦρον καὶ κατά τινος ἐρινεοῦ πλησίον τῆς θαλάττης πεφυκότος ἄμπελον ἐθεάσαντο κατακεχυμένην , ἐξ
7427263 χοιρων
ταραχθείς , ἐλθὼν εἰς τὸν μάκελλον πάλιν πάντων τῶν τεθυμένων χοίρων τὰς γλώσσας ἠγόρασεν , καὶ ἐλθὼν ἐσκεύασεν αὐτὰς πρὸς
συὸς κρέας πρὸς τὰ ἄλλα [ τὰ μὴ τῶν ἀγρίων χοίρων κρέα ] . λευκερινεὼς δέ τι εἶδός ἐστι συκῆς
7426385 ἐχινων
πρὸς τὰς οὐρήσεις ἐστὶν οὐκ εὔοδα . ἀκαλήφη δὲ καὶ ἐχίνων ᾠὰ καὶ τὰ τοιαῦτα τροφὴν μὲν δίδωσιν ὕγραν καὶ
ῥινὸς τρηχείαις λασίαισι πέριξ πέφρικεν ἐθείραις , ὁπποίαις θωρήξατ ' ἐχίνων αἰόλα φῦλα . ἀλλ ' ὅτε μιν σεύωσιν ἀρείονες
7422959 σηπιων
ὥραν δεικνύντος φυτοῦ τοῖς αἰγιαλοῖς ἐνθείη τις , πλεῖστον τῶν σηπιῶν ἑσμὸν ὡς ἐπί τι συλλέξει δωμάτιον , μίξει τε
τῶν ἐχίνων , καὶ Σηπιὰς ἄκρα ἀπὸ τῶν περὶ αὐτὴν σηπιῶν , . . . Προσαγορεύεται δὲ , φησὶν Ἐπαρχίδης
7422892 ἀφοδος
καὶ ῥύπος ὁ ἐκ παλαίστρας , γλήχων , ἀριστολοχεία , ἄφοδος μυῶν , κύμινον , κοχλίας σὺν τῷ ὀστράκῳ λεῖος
ἔτι προσέχοντες τὸν νοῦν , ἀλλὰ μὴ φυγὴ εἴη ἡ ἄφοδος , εἰ καταλιπόντες τὰ χρήματα ἀπίοιεν , καὶ οἵ
7414105 γλαυκων
σκαπτοῦχος ὁ Δωρικός . ἀλλά , Πόσειδον , σῷζε διὰ γλαυκῶν σέλμα τόδε ῥοθίων . * Λύχνε , σὲ γὰρ
μὲν αὐτῶν τὰς οἰνάνθας οἱ πάρνοπες οὐ κατέδονται , ἀλλὰ γλαυκῶν λόχος εἷς αὐτοὺς καὶ κερχνῄδων ἐπιτρίψει . Εἶθ '
7411180 ἁλυσεων
. μετὰ δὲ ταῦτα παραρτήματα ἐκ τροπῶν παχέων συγκείμενα διὰ ἁλύσεων χαλκῶν κρεμάμενα . τριῶν δὲ ἱστῶν ὑπαρχόντων ἐξ ἑκάστου
λίθοι βαρεῖς κατάκεντροι ἀπὸ μαγγάνων ἄφνω χαλώμενοι διὰ σχοινίων ἤτοι ἁλύσεων καὶ πάλιν ἀνασπώμενοι δι ' ἑτέρων ἀντιβαρημάτων . Πρὸς
7403950 μεσπιλων
ὁ χυλὸς , ἐν ἀπορίᾳ δὲ τούτων καὶ ἀχράδων καὶ μεσπίλων καὶ βραβύλων καὶ κρανιῶν καὶ προύμνων . εὔδηλον δὲ
ἀρνογλώσσου χυλῷ καὶ πολυγόνου καὶ στρατιώτου , κυδωνίων τε καὶ μεσπίλων : ἄκρως δὲ ποιεῖ καὶ ὁ τῆς σιδηρίτιδος βοτάνης
7399712 βραχεντων
, ῥοδίνου , ὠοῦ ὀπτηθέντος , φοινίκων Νικολάου εἰς ἕψημα βραχέντων καὶ καθαρθέντων , πάντων ἴσως καλῶς λειώσας ἐπίπαττε εἰς
καὶ σπόγγων πλατέων καθαρῶν τρυφερῶν , ἐν ψυχρῷ | ὕδατι βραχέντων ἢ ὀξυκράτῳ ἢ ὄξει κατ ' ἰδίαν ἐπιθέσεις κατὰ
7394770 λειχηνες
ῥίζα . Μιχθέντων ἰχώρων λεπτῶν καὶ δριμέων παχεῖ χυμῷ οἱ λειχῆνες συνίστανται , ῥᾳδίως εἰς ψώραν καὶ λέπραν μεταπίπτοντες :
, λέπρα , μεθ ' ἣν ἡ ψώρα , εἶτα λειχῆνες : ἀλλ ' ἡ μὲν λέπρα , διά τε
7394733 καριδων
πλάσας κολλύρια χρῶ . Σκολοπένδρης θαλασσίας δραχ . ηʹ : καρίδων ποταμίων δραχ . ηʹ : σησάμου δραχ . αʹ
μετὰ τὸ προοίμιον περὶ νάρκης , βατράχου , σηπίας , καρίδων καὶ λάβρακος , περὶ βοὸς , καρκίνου , πίννης
7393064 κολυμβις
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς
δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς
7375770 πυρετωδεα
δὲ ψυχρὸν , σπασμοὺς , τετάνους , μελασμοὺς καὶ ῥίγεα πυρετώδεα . Τὸ ψυχρὸν , πολέμιον ὀστέοισιν , ὀδοῦσι ,
, ὀδυνώδεα ἀνεκπύητα ποιέει , πελιαίνει , μελαίνει , ῥίγεα πυρετώδεα , σπασμοὺς , τετάνους . Ἔστι δὲ ὅκου ἐπὶ
7375267 σειεσθαι
. ἐν Τιμαίῳ : ” τὴν δὲ γῆν ταλαντουμένην ἀνωμάλως σείεσθαι μὲν ὑπ ' ἐκείνων , κινουμένην δ ' αὖ
' ἐν πρώτῳ περὶ Εὑρημάτων σίκιννιν αὐτὴν εἰρῆσθαι ἀπὸ τοῦ σείεσθαι , καὶ πρῶτον ὀρχήσασθαι τὴν σίκιννιν Θέρσιππον . προτέρα
7372015 βληχη
λάσιον Δρυάδων λέπας οἵ τ ' ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ πουλυμιγὴς τοκάδων , αὐτὸς ἐπεὶ σύριγγι μελίσδεται εὐκελάδῳ Πάν
. βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι . αἰγῶν δὲ μηκασμὸς μηκᾶσθαι μηκώμεναι :
7359509 ἐρεθιζεσθω
ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος , αἰθὴρ δ ' ἐρεθιζέσθω βροντῇ σφακέλῳ τ ' ἀγρίων ἀνέμων : χθόνα δ
δι ' ὅλου καυστικός . αἰθὴρ ] ἀήρ . . ἐρεθιζέσθω βροντῇ ] κινείσθω ἐν βροντῇ . σφακέλῳ ] συστροφῇ
7356926 οὐθατα
πείθειν τὸν πολὺν λεών . σπαργῶσι . Ὅμηρος : “ οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ” τοὺς μαστοὺς πλήρεις ἔχουσι γάλακτος
τὴν ὅλην , ὅ ἐστιν ὁλοπόρφυρον . οὖδας ἔδαφος . οὔθατα ὁ μὲν Ἀπίων μαστοί . ὅταν δὲ λέγῃ “
7351715 ἀχραδων
. εὐθέως οὖν ἀπὸ τῆς λεκάνης ἀνασπάσας ἰξὸν ἐπαλείφω τῶν ἀχράδων τοὺς κλάδους , καὶ ὅσον οὔπω τὸ νέφος ἐπέστη
τῶν κυδωνίων ὁ χυλὸς , ἐν ἀπορίᾳ δὲ τούτων καὶ ἀχράδων καὶ μεσπίλων καὶ βραβύλων καὶ κρανιῶν καὶ προύμνων .
7346984 δολιχων
Πεύθεο δ ' εἰναλίης χέλυος κρατέουσαν ἀρωγήν δάχματος εἶλαρ ἔμεν δολιχῶν ὅσα φῶτας ἀνιγρούς ἑρπετὰ σίνονται : τὸ δέ τοι
πῶς μὲν γάρ τε μάχαισιν ἀρήϊος ἔκλυεν ἵππος ἦχον ἐγερσίμοθον δολιχῶν πολεμήϊον αὐλῶν ; ἢ πῶς ἄντα δέδορκεν ἀκαρδαμύτοισιν ὀπωπαῖς
7345586 ὀνυξ
, παρθένῳ καὶ χήρᾳ ψόγον . Ὁ τοῦ μικροῦ δακτύλου ὄνυξ ἀγαθόν . Ὁ τοῦ δευτέρου ἀποδημίαν ἀγαθήν . Ὁ
, σκόροδον . ὑποθυμιᾶται δὲ πρὸς ταὐτὰ γαγάτης λίθος , ὄνυξ ὁ ἀπὸ τῶν πορφυρῶν , ἄσφαλτον , καστόριον ,
7344877 ἀθερων
τοῦ καὶ τοῖς θρέμμασι χιλὸν τεταμιεῦσθαι , τῶν ἀχύρων καὶ ἀθέρων ἐκ τῆς τοῦ καρποῦ καθάρσεως διακρινομένων . ἐπιμελητὴν δὲ
: αἶπος γὰρ τὸ ἀκρώρειον . Ἀθερίζειν , ἀπὸ τῶν ἀθέρων , ἢ ἀπὸ τῶν θερίζεσθαι μὴ δυναμένων καρπῶν διὰ
7344104 ψηνες
τοῖς σύκοις ψῆνες καὶ κνῖπες , Ἀριστοφάνους εἰπόντος κνῖπες καὶ ψῆνες τὰς συκᾶς οὐ κατέδονται . τρασιὰ δὲ οὐ μόνον
ἐστίν . Εὐλόγως δὲ καὶ γίνονται καὶ εἰσδύονται πάλιν οἱ ψῆνες εἰς τὰ ἐρινά : γίνονται μὲν γὰρ διὰ τὸ
7343980 Ἐρεβινθοι
καὶ φυσωδῶν φάσιλοι , λάθυροι , ὦχροι , ἄρακοι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , φάσιλοι , ὦχροι , μελίνη ,
τῶν ἀφύσων καὶ φυσωδῶν φάσιλοι , ὦχροι , λάθυροι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , μελίνη , κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα
7339488 τευθιδων
γαλεῶν , πολυπόδων , σαργῶν , ἱππούρων , πομπίλων , τευθίδων , ἐγχελύων , ἐγγραυλῶν , πηλαμύδων , καὶ σκιαίνης
Ἀμβρακίᾳ παμπληθέας ὄψει . παρὰ δὲ Ἀλέξιδι μάγειρός φησι περὶ τευθίδων : τὰ πτερύγια αὐτῶν τεμών , στεατίου μικρὸν παραμίξας
7339435 ἁλικος
ἀλυκτοπέδη . . . . ἁλυκός : παρὰ τὸ ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός , ὡς τριφάλεια τρυφάλεια . . .
. + . . . Ἁλυκός : παρὰ τὴν ἅλα ἁλικός καὶ ἁλυκός τροπῇ τοῦ ι εἰς υ , ὡς
7339188 λυγων
Βακχεῖος , συγκεκαμμένα . πεποίηται δὲ ἡ λέξις ἀπὸ τῶν λύγων , ἅπερ ἐστὶν εὔκαμπτα φυτά . | λωτοῦ ἰχθυήματα
' ἀλλήλους φοιτᾶν ὥρᾳ χειμῶνος . οἱ δὲ κύκλους ἐκ λύγων τοῖς ποσὶ περιαρμόσαντες αὐτοί τε ἀβλαβῶς ἐπήρχοντο κατὰ τῆς
7335346 χρεμετισμος
, τὸν χρεμετισμόν φησιν : οὐκ ἔστι δὲ φριμαγμὸς ὁ χρεμετισμός , ἀλλὰ διὰ τῶν ῥινῶν * τῶν ἵππων *
οἱ ᾐόνες καὶ αἰγιαλοὶ παράκτιοι ἤτοι παραιγιάλιοι . φριμαγμός ὁ χρεμετισμός . × φριμαγμὸν ἦχον . οὗτος , οἶμαι ,
7332911 μελαινων
ποιοῦσιν , ἧττον δὲ διὰ τὸ λίπος ἔχειν ἔλαττον τῶν μελαινῶν : χυμὸν δ ' [ ἐν ] ἀμφότερα ταῦτα
μὲν ταχέων ταχεῖαι δὲ ταχειῶν , μέλανες μελάνων καὶ μέλαιναι μελαινῶν , γράψαντες γραψάντων καὶ γράψασαι γραψασῶν : ἰδοὺ γὰρ
7310317 σφακελῳ
δὲ καὶ ὁ ἀὴρ ἐρεθιζέσθω καὶ κινείσθω ἐν βροντῇ , σφακέλῳ τε ἀγρίων ἀνέμων , τουτέστι συντόνῳ κινήσει . σφάκελος
βόστρυχος . αἰθέρα δὲ ἐνταῦθα τὸν ἀέρα λέγει . : σφακέλῳ ] Σπασμῷ : συντόνῳ κινήσει . : Σφάκελος νόσος
7306950 κισηρις
μὲν νάρθηξ τὸ δὲ νυκτερὶς τὸ δὲ εὐνοῦχος τὸ δὲ κίσηρις . . . . : Κλεάρχου γρῖφος : αἶνός
' ἔτι ἕλξει δι ' αὑτῆς νοτίδα καὶ ζυμουμένη ὥσπερ κίσηρις λήψεται διεξόδους σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν
7303762 κακοχυλοι
κολίας , ὀρκύινος , πηλαμύς , σκόμβρος οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , φυσώδεις , ψαφαροί , δυσέκκριτοι , τρόφιμοι ,
τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ ἁπαλοὶ μέν , εὔχυλοι , βρομώδεις
7301639 ἐρσενες
φοίνικος : ψῆνας γὰρ δὴ φέρουσι ἐν τῷ καρπῷ οἱ ἔρσενες , κατά περ δὴ οἱ ὄλονθοι . Τὸ δὲ
ᾠῶν ἀπορραίνουσι κατ ' ὀλίγους τῶν κέγχρων , οἱ δὲ ἔρσενες καταπίνουσι ἑπόμενοι . Εἰσὶ δὲ οἱ κέγχροι οὗτοι ἰχθύες
7296803 μυελοϲ
: πεττόμενοϲ δὲ καλῶϲ ἱκανῶϲ ἐϲτι τρόφιμοϲ . ὁ δὲ μυελὸϲ λιπαρόϲ τε καὶ ἡδύτεροϲ ἐγκεφάλου , τὰ δὲ ἄλλα
καὶ τὸ τῆϲ ἀλεκτορίδοϲ καὶ χηνὸϲ καὶ ταύρου καὶ τράγειον μυελὸϲ ἐλάφου καὶ μόϲχειοϲ ἀμμωνιακὸν ϲτύραξ χαλβάνη βδέλλιον ἔλαιον Ϲικυώνιον
7295332 μνους
ἄχυρα καὶ χνοῦν , ἐν δὲ Δαναΐσι τῶν χειρῶν ἔργα μνοῦς ἐστιν . τὰ μὲν οὖν τυλεῖα καὶ τὰ κνέφαλλα
ποτὸν , καί μιν ἤν τις ἐπαφήσαιτο , μαλθακὸς ὡς μνοῦς ἐστιν , ἔστι δ ' ὅτε ἀντιτυπεύμενος : ἀερθεὶς
7294821 ἀθαρη
κυάμων ἢ πισῶν ἢ ἁπλῶς κατερεικτῶν τινῶν , ἡ δὲ ἀθάρη πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων ὥσπερ ἔτνος . ἀλωπεκίσαι :
ἀθέρα καὶ ἀθάρα τὸ αὐτό φασιν . ἔστι δὲ ἡ ἀθάρη ἡ ἐκ πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων ὥσπερ ἔτνος τροφή
7294300 ἀγρωστις
τὸ ἀγείρω , εἰς υ ἄγυρις . . . . ἄγρωστις : ἔστιν ἔδω , τὸ ἐσθίω , τὸ δεύτερον
συλλαβὰς , εἰ μὴ ἐπίθετα εἴη , προπαροξύνεται : βούβρωστις ἄγρωστις . ὀξύνεται τὸ Κεραστίς Λιγυστίς Λιβυστίς ὡς ἐπιθετικά .
7293914 ἀχνη
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνάσδημι ' . . . . ἄχνη : πᾶσα λεπτότης ὑγροῦ ἐπιπολάζων τῷ κύματι ἀφρός :
σπέρμα , ἅλες οἱ χαῦνοι τῶν ἄλλων μᾶλλον , ἁλὸς ἄχνη πάνυ , νίτρον , ἀλκυονίων τὸ τρίτον πάνυ ,
7290664 διαταϲιεϲ
ἑλικοειδὲϲ ἔντερον . ἢν καὶ πλημυρῇ τὸ οὖρον , καὶ διατάϲιεϲ : προθυμίη ἀπουρήϲιοϲ ὅκωϲπερ ὠδίνων . φυϲώδεεϲ , ἀδιέξοδοι
καὶ δακνῶδεϲ ἐγγένηται , ψύξιεϲ , τρόμοι , ϲπαϲμοί , διατάϲιεϲ καὶ πληρώϲιεϲ τῶν ὑποχονδρίων . ἰκέλη ἡ ξυμμορφὴ ἥδε
7290459 Αἱμα
, οἱ δὲ μελαντέραν καὶ χαλεπωτέραν ἔχουσιν . Θεραπεία . Αἷμα τοίνυν , ὅπως δ ' ἂν ἔχωσιν , ἀφαιρετέον
λίθοι οἱ ἐν τοῖϲ ϲπόγγοιϲ ἤλεκτρον . Ὑϲτέραϲ κενωτικά . Αἷμα ἀπὸ ὑϲτέραϲ ἄγει ἐγκολπιζόμενα καὶ προϲτιθέμενα ταῦτα : καϲϲία
7289472 κιχλων
καὶ περιϲτερᾶϲ ἀλεκτορίδοϲ τε καὶ ἀλεκτρυόνοϲ . ἡ δὲ τῶν κιχλῶν καὶ κοϲϲύφων καὶ τῶν μικρῶν ϲτρουθῶν καὶ τῶν πυργιτῶν
ὁ δὲ κόσσυφος βλέπων τὴν καρίδα καὶ οἰόμενος κατὰ τῶν κιχλῶν αὐτὴν περιστρέφεσθαι , χανὼν ἐπιλαμβάνεται τῆς καρίδος καὶ θηρεύεται
7282329 μαζαις
. , . * + . Ἀμαζών : ἡ μὴ μάζαις χρωμένη ἀλλὰ κρέασιν . ἢ ὅτι τὴν μίαν θηλὴν
: ἔνθ ' Ἀμαζόνων : Λέγονται δὲ Ἀμαζόνες ἢ ὅτι μάζαις καὶ ἄρτοις οὐκ ἐχρῶντο , ἢ ὅτι ἔκαιον τοὺς
7280616 πιτυοκαμπη
μὴ ξηραίνοντα . Ὅϲα ϲηπτικά . Ἀρϲενικὸν ϲανδαράχη χρυϲοκόλλα κανθαρὶϲ πιτυοκάμπη κεδρία μέλαϲ ἐλλέβοροϲ . Ὅϲα καταϲταλτικὰ τῶν ὑπεροχῶν .
ὀλίγον . εἰς δὲ τὰς καυστικὰς ἔοικε παραλαμβάνεσθαι κανθαρίς , πιτυοκάμπη , βούπρηστις , ἄσβεστος , διφρυγές , τρὺξ κεκαυμένη
7279808 δροσοι
! ! ! ! ] οι ? ? τέγξαν Ἀχελώιου δρόσοι [ : ] [ ! ! ! ! ]
μέντοι αἴρειν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ αἰθρίου : κωλύουσι γὰρ αἱ δρόσοι τὴν σύστασιν . ἐκλέγου δὲ τὸ ξανθὸν καὶ εὐθρυβές
7276634 σκωρια
οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς ὅσα καὶ ἡ σκωρία τοῦ σιδήρου . Λίθος νάξιος καὶ τὸ τῆς ναξίας
φ . Σής : ὁ σκώληξ . Σκώρ : ἡ σκωρία : οἱ δέ , τὸ κόπρον . Κρῖ :
7275630 ταριχηρων
παύειν φαϲὶ τὰϲ ἐντάϲειϲ τοῦ αἰδοίου . Τελλίναι . Τελλίνων ταριχηρῶν καυθέντων ἡ τέφρα μετὰ κεδρίαϲ προϲαγομένη κωλύει τὰϲ ἐν
, καρκίνων ἡ τέφρα , γάρος ἱκανῶς , ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων . Ἀκαλήφης ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα ,
7274228 ἀχλυωδεες
. Αἱ ἐν πυρετῷ ἀναυδίαι , κακόν . Κοπιώδεες , ἀχλυώδεες , ἄγρυπνοι , κωματώδεες , ἐφιδροῦντες , ἀναθερμαινόμενοι ,
, φθινοπωρινὰ τὰ νουσήματα προσδέχεσθαι χρή . Νότοι βαρυήκοοι , ἀχλυώδεες , καρηβαρικοὶ , νωθροὶ , διαλυτικοί : ὁκόταν οὗτος
7272004 λαχανωδων
τῆς δρυὸς δὲ καὶ ἐκ τοῦ στελέχους , τῶν δὲ λαχανωδῶν τοῖς πολλοῖς εὐθὺς ἐκ τῆς ῥίζης , οἷον κρομύου
τῶν ἄλλων [ ἦν ] . ἴδιον δὲ ἐπὶ τῶν λαχανωδῶν , οἷον κρομύου γητείου , τὸ κοιλόφυλλον . Ἁπλῶς
7268215 κορυμβος
ὀξὺ λῆγον . ἐκαλεῖτο δὲ τοῦτο ἐπ ' ἀνδρῶν , κόρυμβος δὲ ἐπὶ γυναικῶν , σκορπίος δὲ ἐπὶ παίδων .
' αὐχένι σάρκες : σφαιρωτὸς δ ' ἐφύπερθε μετήορος ὕψι κόρυμβος . ξείνη δ ' ἐν κεράεσσι φύσις κείνοισι τέτυκται
7267781 σιτωδων
δῆλον ὅτι κατὰ τὴν τῶν μερῶν ἀνωμαλίαν , οἷον τῶν σιτωδῶν πυρὸς κριθῆς στενοφυλλότερον καὶ λειοκαυλότερον καὶ πυκνότερον καὶ γλισχρότερον
εἰρημένα . Τὴν δὲ ἄνθησιν πολυχρονιωτέραν ποιοῦνται τὰ χεδροπὰ τῶν σιτωδῶν ὅτι τῶν μὲν ἀσθενὲς τὸ ἄνθος : εἴρηται δὲ
7267296 κροτωνος
ὥστε παλαιούμενον μεταβάλλειν , ὥσπερ ἐπὶ τῆς λεύκης καὶ τοῦ κρότωνος . εἴδη δ ' ἐστὶ πλείω τῆς ἕλικος ,
φύλλων μετασχηματισμὸς καὶ ἑτέρων κοινός : ἐπεὶ καὶ τὰ τοῦ κρότωνος ἔνια περιφερῆ φυόμενα τὴν ἀρχὴν ὕστερον ἀπογωνιοῦται καθαπερανεὶ διαρθρούμενα
7266505 λειως
τὰ σωματικά σου ἅψεται ἔτι ; ἐννοήσας ὅτι οὐκ ἐπιμίγνυται λείως ἢ τραχέως κινουμένῳ πνεύματι ἡ διάνοια , ἐπειδὰν ἅπαξ
θέλε τὸ κέλυφος : ὅταν δὲ καθαρὸν ποιήσῃς , τρίβειν λείως , καὶ ὕδωρ παραστάζειν , καὶ ἅλας καὶ ἔλαιον
7265707 κωπων
. . . . παρεξειρεσίαν : Ἀρριανός : τῶν μὲν κωπῶν ἔστιν ἃς ξυνέτριψαν καὶ τῆς παρεξειρεσίας τινὰ ἀπέθραυσαν .
ὀρνίθων ἡ πτέρωσις , ἀφ ' οὗ καὶ ὁ τῶν κωπῶν ὅμοιος σχηματισμός . Ἐπαμησάμενος . ἀνακινήσας . Ἰακχάζουσιν .
7263818 πισσα
διὰ τοῦ ντ ἐξενεχθέν , καὶ τὸ Δ μελάντερον ἠΰτε πίσσα : ὅτι δὲ καὶ τοῦ τάλας τάλαντος ἦν ἡ
κόμμι ἐπὶ παιδός , λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν , πίσσα μιγνυμένη κηρωτῇ , θεῖον μετὰ ῥητίνης , σίαλον ἀνθρώπου
7263604 φθειριασις
ἀπόκειται ἐπὶ μὲν τῶν βλεφάρων , κνίφη , κονιδισμός . φθειρίασις , ἀτριχία , τριχίασις , φαλάγγωσις , χάλαζα ,
τῶν βλεφάρων εἴσω νεύουσα . Περὶ φθειριάσεως . Ἡ δὲ φθειρίασις γίνεται περὶ τῶν ταρσῶν τῶν βλεφάρων ἐπὶ μοχθηραῖς διαίταις
7263501 παγουρων
τῶν δὲ καὶ γενεήν : ἐξ ὧν , φησι , παγούρων καὶ τὴν γενεὰν ἔμμορον , ἤγουν ἔλαχον καὶ ἔτυχον
Ἀπέχεσθαι δὲ λαβρακίων , κεφάλων , γυλαρίων , ἀστακῶν , παγούρων , καὶ ὅσα ὀστρακόδερμα . Τοὺς δὲ τῶν ἰχθύων
7262167 στιβας
φησίν . χἁ στιβάς : ὑποστρώσομεν καὶ στιβάδα πήχεως . στιβάς : στρωμνὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ φύλλων πῆχυν ἔχουσα
ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο , Κύπρι : οὐκ ἀγαθὰ στιβάς ἐστιν Ἀδώνιδι φυλλὰς ἐρήμα . λέκτρον ἔχοι , Κυθέρεια
7261746 σταφυλων
παρεῖχεν αὐτῷ σιτεῖσθαι τὰ ἐν ἀγρῷ , συκῶν τε καὶ σταφυλῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων . ὁ δὲ πολλὴν αὐτοῦ
ἕκαστον βόθρον , εἰς μὲν τὰ μέλανα γένη γίγαρτα λευκῶν σταφυλῶν , εἰς δὲ τὰ λευκὰ μελαινῶν . Δυνατὸν δὲ
7258322 τυρων
γὰρ εἰϲ ἐδωδήν , ἀβλαβὴϲ δὲ ϲτομάχῳ πάντων τῶν ἄλλων τυρῶν , ἧττον δὲ καὶ δύϲπεπτοϲ καὶ δυϲδιέξοδοϲ : οὐ
: ⌈ σκῖρον Γ τὸ ῥυπῶδες τὸ ἐπὶ ⌈ τῶν τυρῶν Γ [ τῷ τυρῷ ] . Γ Εὔπολις Χρυσῷ
7254602 εὐϲτομαχοι
διαίτηϲ , ἐπὶ πάϲῃ ξυρρήξει , τροφαὶ μὲν εὔχυμοι , εὐϲτόμαχοι , εὔπεπτοι : ἢ χυλοὶ ἢ οἱ διὰ γάλακτοϲ
ὑπάρχουϲα κατὰ τὰ μόρια . καὶ διὰ τοῦτο ἐϲθιόμεναι μὲν εὐϲτόμαχοι καὶ ἄδιψοι : καταπλαττόμεναι δὲ ξηραίνουϲί τε καὶ μετρίωϲ
7248866 ὀπτοι
σφαιρία ἢ σέσελι ἢ πέπερι ἢ καρκίνοι ποτάμιοι ἑφθοὶ ἢ ὀπτοί . Μηλέας φύλλα κόψας καὶ ἀποθλίψας δίδου τὸν χυλὸν
, χορίων , πυρῶν , καρύων , χόνδρου . κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί
7248574 κυδωνιᾳ
, ῥάβδους τετραγώνους καὶ ὑπολεύκους ἔχων , φύλλα δὲ μηλέᾳ κυδωνίᾳ ἐοικότα , ἐπιμηκέστερα δὲ καὶ μικρότερα καὶ τραχέα λεληθότως
, ἀκάνθας ἀγκιστροειδεῖς ἔχων ὡς βάτος , φύλλα δὲ στρογγύλα κυδωνίᾳ ὅμοια , καρπὸν δ ' οἷον ἐλαίας , ὃς
7246770 χαμαιλευκη
καὶ ἡ ῥίζα ξηρανθεῖσα , τῆλις , ὑακίνθου ῥίζα , χαμαιλεύκη . Αἶρα πληρουμένης , ἀμάρακον , ἄσφαλτος , ἀμόργη
. ἀντὶ πολυποδίου ῥίζα χαμελαίαϲ ἢ χαμαιλέοντοϲ . ἀντὶ περιϲτερεῶνοϲ χαμαιλεύκη . ἀντὶ πολυτρίχου ἀψίνθιον . ἀντὶ ῥητίνηϲ πευκίνηϲ ῥητίνη
7242966 ἀληλεσμενον
κανόνα . . . . αἵνειν : τὸ ἀναβράττειν τὸν ἀληλεσμένον σῖτον , τουτέστιν ἀναδεύειν καὶ ἀνακινεῖν τὰς κριθὰς ὕδατι
θάνατον προσδέχονται . τὸ δὲ τελευταῖον οἱ τεχνῖται παραλαβόντες τὸν ἀληλεσμένον λίθον πρὸς τὴν ὅλην ἄγουσι συντέλειαν : ἐπὶ γὰρ
7241491 σεμιδαλις
ὁμοίως καὶ δι ' οὗ ἐπλάττοντο . εἴρηται δὲ καὶ σεμίδαλις παρά τε Λυκούργῳ τῷ ῥήτορι καὶ πολλοῖς τῶν κωμῳδοδιδασκάλων
σκληρυνόμενα ἐν τῇ ἑψήσει ἢ ὀπτήσει ἢ τηγάνῳ , καὶ σεμίδαλις χωρὶς μέλιτος διὰ λιπαρῶν ζωμῶν ἐσκευασμένη , καὶ ἴτρια
7239195 λυγμῳ
στήθεσι κακῇ ἀλάλυγγι βαρῦνον ] κακωτικῶς συνεκλυποῦν λυγγί ἀλάλυγγι ] λυγμῷ βαρῦνον ] λυποῦν , ὀδυνῶν φῶτ ' ] τὸν
ἀδημονεῖ . λύζει : ποιὰν φωνὴν τραχεῖαν ἀφίησιν , ἢ λυγμῷ συνέχεται . Γ λύζει ] λυγμῷ συνέχεται . ὀφλὼν

Back