ἢ κοῖλον μέλλωσιν ὑπερβαίνειν , καὶ ὑπομιμνήσκειν αὐτούς , τὸ καινότατον , ὅτι βαδίζουσιν . δεινὸν οὖν ἐποιεῖτο , εἰ
τοῦ μυρίους ἀνεστίους οἴκους οὐδὲν ἠδικηκότων ἀνθρώπων ἐργασαμένου . Τοῦτο καινότατον ὑπέμεινε Φλάκκος ἐν χώρᾳ , ἧς ἀφηγεῖτο , πολεμίου
7333960 ἀναζυγωσαι
: τὸ ἀναλαμβάνειν τὸ πρᾶγμα διὰ χρόνου . . . ἀναζυγῶσαι : τὸ τὰς θύρας ἀναπετάσαι : Ἀριστοφάνης : τὴν
σὺν τούτοις ἄλλα , ἐν τοῖς περὶ φωνῆς προείρηται . ἀναζυγῶσαι δὲ τὸ φθέγμα ἔλεγον , καὶ καταπεπνῖχθαι τὸ φθέγμα
7281002 λαβρακιον
ὥσπερ ἄλλοτε , ἕψειν ἐν ἅλμῃ φημί . τὸ δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον . τὸν γαλεόν ; ἐν ὑποτρίμματι
: τὸ μὲν γλαυκίδιον ἕψειν ἐν ἅλμῃ . τὸ δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον : τὸν γαλεόν ; ἐνυποτριμματίζεσθαι .
7080609 στυρακιον
, κοντοί , καὶ τοῦ δόρατος τὸ ἱστάμενον σαυρωτήρ στύραξ στυράκιον , καὶ τὸ προῦχον σιδήριον λόγχη αἰχμή ἐπιδορατίς ,
ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί , τῶν Πλαταιέων ἐν τῷ
7056826 προσερπον
γὰρ ἦσαν ῥιπαῖς ] ὁρμαῖς ὑποσυρίζει ] ὑπηχεῖ φοβερὸν τὸ προσέρπον ] ἤγουν φοβοῦμαι πᾶν τὸ ἐπερχόμενον . στροφὴ κώλων
, τὰν ὁ μέγας μῦθος ἀέξει . Ὤιμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρπον : περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται , παραπλήκτῳ χερὶ συγκατακτὰς κελαινοῖς
7037216 οἰκετικον
ἀπαυχενίζων διὰ τὴν τῶν τρόπων ἀνωμαλίαν . ὅθεν καὶ τὸ οἰκετικὸν αὐτῷ δύσερι καὶ ταραχῶδες ἦν σωφρονιστὴν οὐκ ἔχον καὶ
κλειδῶν αἱ τρίχες : ὑποφαίνει συμφοράν . τὸ δ ' οἰκετικὸν γρᾴδιον περίκρανον ἐξ ἀρνακίδων ἀντὶ τοῦ ὄγκου ἔχει ,
7020168 ϘϠ
περιφερείᾳ ἴση ἐστίν : κατὰ κορυφὴν γάρ : ἡ δὲ ϘϠ τῇ ΧΦ : καὶ ἡ ΦΩ ἄρα περιφέρεια ἴση
δὴ παρακείσθω μὲν τῷ ΧΨ τυμπάνῳ ἕτερον τύμπανον ὠδοντωμένον τὸ ϘϠ , τῷ δὲ ἄξονι αὐτοῦ τύμπανον ἔστω συμφυὲς ΜαΜβ
7015389 τετρωσθαι
ποταμὸν διαβαίνειν ἔμελλε , Πολύκλεια δὲ τὸν πόδα ἐπιδησαμένη φάσκουσα τετρῶσθαι τὸ σφυρὸν παρακαλεῖ τὸν ἀδελφὸν Αἴατον διενεγκεῖν αὐτὴν ὑπὲρ
Δηιάνειραν καθοπλίσαι , καὶ λέγεται καὶ κατὰ τὸν μαζὸν τότε τετρῶσθαι . περιγενόμενος δὲ αὐτῶν καὶ ἀνελὼν τὸν Θειοδάμαντα ἐδέξατο
7009484 ἐτυπτησεν
. Γ τὴν μητέρα ] λείπει ⌈ τὸ Γ ⌈ ἐτύπτησεν Γ [ ἔτυψεν ] . Γ μῦς καὶ γαλῆ
, ὡς ἵνα λέγῃ τις , ὁ δεῖνα τὸν δεῖνα ἐτύπτησεν ἑταῖρόν μου . ἐν λόγῳ δέ , ὡς ἵνα
7001688 ἀντιποιειν
ἐπειδὴ ἑώρων ἡμᾶς ἐν τῷ μένειν κακῶς μὲν πάσχοντας , ἀντιποιεῖν δὲ οὐ δυναμένους . ἐπειδὴ δὲ ἐδιώκομεν , ἀληθῆ
? ? πρέπειν ? [ . τί δ ' [ ἀντιποιεῖν ? ] [ ! ! ! ] ! ιπλουν
6989105 Ἀποθανοντος
ὅτι ἰσχυρῶς ἔδεισαν οἱ Ἕλληνες αὐτὸν μὴ τύραννος γένοιτο . Ἀποθανόντος μέντοι ἐκείνου Πολύδωρος ἀδελφὸς αὐτοῦ καὶ Πολύφρων ταγοὶ κατέστησαν
καὶ Δωριέος , ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περὶ τῆς βασιληίης . Ἀποθανόντος δὲ Κλεομένεος ἄπαιδος ἔρσενος γόνου , Δωριέος τε οὐκέτι
6987607 ξυνθημα
κρείσσους ὄντες , διέφευγον αὐτοὺς οἱ πολέμιοι ὑποκρίνοιντο : τὸ ξύνθημα . παιωνισμός : τὸν παιονισμὸν βουλγαρισμὸν εἰ γράφεις ,
ὕδρας . δράκοντας δὲ εἶπεν εἶδος ἀντὶ εἴδους παραλαβών : ξύνθημα : ἀντὶ τοῦ σημεῖόν τι ἴδιον † ἐπιγινώσκουσιν ὑπὲρ
6984181 Ὀξον
Ἀρτάβαζον τὸν Πέρσην . Αὐτὸς δὲ ἦγεν ὡς ἐπὶ τὸν Ὄξον ποταμόν . ὁ δὲ Ὄξος ῥέει μὲν ἐκ τοῦ
ὅσα ἐν τῷ παραυτίκα ἐπηγγέλλετο . Αὐτὸς δὲ ἐπὶ τὸν Ὄξον τε ποταμὸν ᾔει αὖθις καὶ εἰς τὴν Σογδιανὴν προχωρεῖν
6975272 ἀνθυπατος
, καὶ σὺν αὐτοῖς Λούκιος Κάσσιος , ὁ τῆς Ἀσίας ἀνθύπατος . ἐπιπλέοντος δὲ τοῦ Μιθριδάτου τὰ προάστεια καθῄρουν ,
δὲ αὐτῶν οὐδὲ κείμενοι τῶν ἐπαίνων ἠμέλουν . ὁ δὲ ἀνθύπατος καὶ δορυφορῶν μετὰ πάντων [ ἢ τῶν δυνάμεων ]
6971580 κατεστρατοπεδευσαντο
καὶ κάοντες τὴν χώραν : καὶ οἱ ἕτεροι μέντοι ἀπελθόντες κατεστρατοπεδεύσαντο , ἔμπροσθεν ποιησάμενοι τὴν χαράδραν : ἐπεὶ δὲ προϊόντες
περὶ τὴν καλουμένην ὕλην κακοῦργον ὀλίγον τὸ μεταξὺ χωρίον ἀφέντες κατεστρατοπεδεύσαντο . τῇ δ ' ἑξῆς ἡμέρᾳ συμπεσόντες ἐμάχοντο καὶ
6969868 ἐφερμηνευτικον
τῆς ἀσπίδος . Ξ πολλὴν ] μεγάλην . κύκλον ] ἐφερμηνευτικόν . οὐ ψευδῶς λέγω ὅτι ἔφριξα . ὁ δὲ
ἐξωμονίτην . ἐφήμισαν : ὠνόμασαν . οὕνεκα : διότι , ἐφερμηνευτικόν . κοίτας : φωλεὰς , στρωμνάς . Τίθεται :
6964469 ἀνασταντος
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας
6955119 πεος
ἔχεις , ἄνθρωπ ' : ἄνω τε καὶ κάτω τὸ πέος διέλκεις πυκνότερον Κορινθίων . Ὦ μιαρὸς οὗτος . Ταῦτ
, ὃ δεῖταί μου σφόδρα , ὅπως ἂν οἰκουρῇ τὸ πέος τοῦ νυμφίου . Φέρε δεῦρο τὰς σπονδάς , ἵν
6948931 ἀναμενω
εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ξεʹ ὧν τελευταῖος : αὐτοῦ φυλάσσων ἀναμένω τέλος δίκης . τοιαύτας ] κοινή . τοιαύτης ]
τὸ ἀγγεῖον ὅτι οὐ τέτρηται καὶ ὄψει , πῶς οὐκ ἀναμένω ἵνα μοι σὺ πιστεύσῃς τὰ σαυτοῦ , ἀλλ '
6947712 ἀπεπυδαρισα
] ὑπερεῖδον , κατεφρόνησα , εἰς οὐδὲν ἡγησάμην . Γ ἀπεπυδάρισα ] ἀπελάκτισα ἢ ἀπέπαρδον . ἵπποι γὰρ καὶ ὄνοι
ἔστι δὲ εἶδος ὀρχήσεως . τινὲς δὲ τὸ μὲν “ ἀπεπυδάρισα ” ἀπέπαρδον . ἄλλοι δὲ ἀπεσκίρτησα καὶ ὠρχησάμην .
6947254 Βλαισος
εἰς τὸ θεῖναι καὶ εἶναι , . . . . Βλαισός : παραλυτικός , οὕτως εἰς τὸ Ῥητορικόν . ὁ
εἰς τὸ θεῖναι καὶ εἶναι , . . . . Βλαισός : παραλυτικός , οὕτως εἰς τὸ Ῥητορικόν . ὁ
6938668 Σχολαστικου
: Κἂν χωρίς σε κεφαλῆς ἐλθόντα ἴδω , εὐφρανθήσομαι . Σχολαστικοῦ υἱὸς ὑπὸ τοῦ πατρὸς εἰς πόλεμον ἐκπεμπόμενος ὑπέσχετο ἑνὸς
ἔλεγεν : Αἰδοῦμαι μικρὸν παιδίον εἰς τοσοῦτον ὄχλον ἐκφέρων . Σχολαστικοῦ παιδίον ἀπέθανεν . ἰδὼν οὖν πλῆθος λαοῦ συνελθὸν ἔλεγεν
6924878 πραγματευτης
Χρεμύλου καὶ τῆς Πενίας ἐστὶ πραγματική . ἔμπορος : ὁ πραγματευτής , κυρίως δὲ ἄνθρωπος ὁ πλέων θάλασσαν , παρὰ
: Ἐλθών . . ἦλθον . . ἔμπορος : Ἤγουν πραγματευτής . . . Πραγματευτὴς , κυρίως ὁ κατὰ θάλατταν
6922449 Πετρα
καὶ μνῆμα τῷ Πύρρωνι οὐ πόρρω τοῦ Ἠλείων ἄστεως : Πέτρα μὲν τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα , λέγεται δὲ ὡς
γʹ καὶ ιεʹ : Τῆς δὲ Πετραίας Ἀραβίας ἡ μὲν Πέτρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ , καὶ διέστηκεν
6910682 Σικιννον
τῶν Ἑλλήνων φυγεῖν διὰ τὸ πλῆθος τῶν Περσῶν , Θεμιστοκλῆς Σίκιννον τὸν παιδαγωγὸν ἔπεμψε πρὸς τὸν Ξέρξην ὡς αὐτομολήσαντα ,
γενέσθαι , ἄλλοι δὲ Κρῆτα λέγουσι τὸ γένος εἶναι τὸν Σίκιννον . ὀρχησταὶ δ ' οἱ Κρῆτες , ὥς φησιν
6908024 σκεπω
τὸ πρόσωπον καλύπτω ὑπ ' αἰσχύνης . . ἀντὶ τοῦ σκέπω ἐμαυτόν , ὡς ἀπορῶν δῆθεν . ἐκκαλύψειν δὲ ἀντὶ
οἷον , βλέπω : δρέπω : ἔπω : τρέπω : σκέπω : λέπω : νέπω τὸ ἐννέπω . Τὰ διὰ
6878956 ἐγκαθευδειν
οἴκησιν , ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν . Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς , τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ
λόγοι γίνωνται σὺν τοῖς συνιοῦσιν ἐπωφελεῖς . εἰώθεισαν δὲ καὶ ἐγκαθεύδειν τινὲς τοῖς χαλκείοις κρυμῶν ὄντων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις
6878448 ἀπαγξεται
τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν
Σελήνην ἴδῃ ἢ πρὸς αὐτὴν συναφὴν ἔχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν
6877863 τετυπε
. τετύφαμεν τετύφατε τετύφαϲι Μέϲου παρακειμένου Ἑν . τέτυπα τέτυπαϲ τέτυπε Δυ . τετύπατον τετύπατον Πληθ . τετύπαμεν τετύπατε τετύπαϲι
η , χαίνω κέχηνα , φαίνω πέφηνα . τέτυπας , τέτυπε : εἴρηται . Δυϊκά . Τετύπατον , τετύπατον .
6877240 συναχθησονται
ἐὰν κρεμάσῃς αὐτὰς ἐν ὑψηλοῖς δένδροις καὶ ἐκτείνῃς αὐτάς , συναχθήσονται ἐν αὐτοῖς πᾶσαι αἱ ἀκρίδες . τὸ αὐτὸ καὶ
τὸ μὴ τούτοις ὧν εἰσιν αὐτὰς παραβάλλειν , ἄπειροι γὰρ συναχθήσονται καθ ' ἕκαστον λόγον τῶν ποιούντων αὐτὰς μὴ προσοριζομένων
6873232 μολωμεν
ἀλλὰ σπουδαιότερον , ἐκπυρούμενοι τῇ συνεχείᾳ τῆς κινήσεως . αὐτὸ μόλωμεν αὐτομόλωμεν : ὡς ἐπιλαμβανόμενος αὐτοῦ τοῦτο λέγει . αὐτομολεῖν
” , εἶτα πάλιν τοῦ “ αὐτὸ ” τὸ “ μόλωμεν ” . βούλεται δὲ λέγειν , “ αὐτομολήσωμεν πρὸς
6861852 σατυρισκος
δὲ ἐπὶ τοῦ μεσεμβολήματος γεννώμενος ἔσται τερατώδης , ἐκβολιμαῖος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , ὁλόλευκος , δίδυμος ἢ δικέφαλος .
. Τὰ εἰς ΣΚΟΣ Ι ἢ Υ παραληγόμενα παροξύνεται : σατυρίσκος νεανίσκος παιδίσκος . τὸ μέντοι Δαμασκός καὶ Ἀρδησκός ὀξύνεται
6860724 ἀντανηγετο
εἰς Ἔφεσον . ἐπιπλεύσας δὲ τοῖς λιμέσιν , ὡς οὐδεὶς ἀντανήγετο , τὰς μὲν πολλὰς ναῦς καθώρμισε περὶ τὸ Νότιον
τὰ τοῦ γραμματιστοῦ ἔργα . Ταῦτα ἐμοῦ λέγοντος ὁ Πρόδικος ἀντανήγετο πρὸς τὸ μειράκιον , ὡς ἀμυνούμενος καὶ ἐπιδείξων ταῦτα
6843099 Μἀλλα
Ζεῦ : καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ ' ἂν λαλῶσι ; Μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι . Τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα
; Αὖθις εἰς τὸ πρόσθεν οἴχεται . Οὐκ ἐγγεταυθί . Μἀλλὰ δεῦρ ' ἥκει πάλιν . Ἰσθμόν τιν ' ἔχεις
6837479 Βλεπεις
εἶναι : ὅμοια γὰρ ἦν πάντα . λέγει μοι : Βλέπεις , φησί , τὰ δένδρα ταῦτα ; Βλέπω ,
τοῦ ἰδεῖν . ἐμβλέψασά μοι ὑπεμειδίασεν καὶ λέγει μοι : Βλέπεις ἑπτὰ γυναῖκας κύκλῳ τοῦ πύργου ; Βλέπω , φημί
6833007 Σαλα
Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν ὢν ἐτῶν ρλʹ , τούτου δὲ υἱὸς Ἕβερ
ὢν ἐτῶν ρʹ ἐτέκνωσεν τὸν Ἀρφαξάθ , Ἀρφαξὰθ δὲ ἐτέκνωσεν Σαλὰ ὢν ἐτῶν ρλεʹ , ὁ δὲ Σαλὰ ἐτέκνωσεν ὢν
6826320 ἀνοιγομεναι
καὶ κλεισίαι αἱ τούτου θύραι πλατεῖαι καὶ εἰς τὸ ἐκτὸς ἀνοιγόμεναι . κλῆσαι οἱ ἀρχαῖοι λέγουσιν , οὐ κλεῖσαι ,
ἐφ ' ] ὧν ὑπῆρχον διτταὶ χαλκαῖ , διὰ μηχανῆς ἀνοιγόμεναι . ταῦτα μὲν οὖν τὰ βασίλεια καὶ τῶι μεγέθει
6824660 Ἀληθες
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς .
6823331 ἀπαξιωσαι
Ὅμηρον , περιθεῖ δὲ αὐτὴν τεῖχος οἷον καὶ θεοὺς μὴ ἀπαξιῶσαι τῆς ἑαυτῶν χειρός , ναύσταθμόν τε ἐπὶ θάτερα ,
οὐκ ἐθελῆσαι ὑβρίσαι καθάπερ αἰχμάλωτον , ἀλλὰ γῆμαι γὰρ οὐκ ἀπαξιῶσαι . καὶ τοῦτο ἐγὼ Ἀλεξάνδρου τὸ ἔργον ἐπαινῶ μᾶλλόν
6815553 ἐκφερε
παύσασθ ' ἐνοχλοῦνθ ' ἡμῖν προσιόντα τ ' ἐνθάδε . ἔκφερε δίκελλαν . τὴν παρ ' ἐμοῦ λαβὼν ἴθι .
τοῖς θάκοις , ὁ δὲ Ἰάρχας πρὸς τὸ μειράκιον ” ἔκφερε ” εἶπε „ τῷ σοφῷ Ἀπολλωνίῳ τὸν Φραώτου θρόνον
6815280 Ἀνθραξ
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος .
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων
6811628 δαιρειν
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν .
6807689 ἀνεβοησα
οὖν σὺ ἐσώθης ; καὶ τότε ἐγὼ συνιδὼν τὸ γενόμενον ἀνεβόησα λέγων Ὁ Κύριος ἔδωκεν , ὁ Κύριος ἀφείλατο :
οὖν ταῦτα ὁ Μενέλαος ἐλθὼν ἀπαγγέλλει μοι , πρὸς τοῦτο ἀνεβόησα , ὡς θᾶττον ἂν ἀποθάνοιμι ἢ περιΐδω Λευκίππης φίλημα
6806356 ἐπεβεβλητο
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον .
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ
6803017 βασιλευω
τοιαύτη . κτῆμα τῶν βασιλέων οἱ ὑπόντες . διὰ τοῦτο βασιλεύω τούτων , ἡγεμονεύω , στρατηγῶ , τυραννῶ . διὰ
γὰρ ἀπὸ βαρυτόνων ῥημάτων θηλυκὰ ὀνόματα εἰς ις ὀξύνεται : βασιλεύω βασιλίς , πλημμύρω πλημμυρίς . τὸ δὲ κατένεικε ἀντὶ
6800932 ἐπεσθιειν
λέγεται γοῦν ὁ Πριηνεὺς Βίας ἀπειλοῦντι Κροίσῳ μάλα καταφρονητικῶς ἀνταπειλῆσαι ἐπεσθίειν τῶν κρομμύων , αἰνιττόμενος τὸ κλαίειν , ἐπεὶ δάκρυα
ὃ λαβὼν ἕσταθι . Ὀστακὸν ἁλίπαστον ἀεὶ τὸν θεράποντ ' ἐπεσθίειν . Ὁ Χῖος οὐκ οἶσθ ' ὡς ἁμαμηλίδας ποιεῖ
6798621 ἐδανεισεν
νόμισμα αὐτὸ [ χρῆμα ] , οἷον ἐπειδὰν λέγωμεν χρήματα ἐδάνεισεν ὁ δεῖνα . τριχῶς οὖν τὸ χρῆμα : ὧν
τοὺς τὰ ἑτερόπλοα δανείσαντας μόλις ἀπήλλαξεν . καὶ οὗτος μὲν ἐδάνεισεν αὐτῷ δισχιλίας δραχμὰς ἀμφοτερόπλουν , ὥστ ' ἀπολαβεῖν Ἀθήνησιν
6797753 προκαταλαμβανεται
σημεῖον , ὅτε οὗ ἐκκαλυπτικόν ἐστι , τὸ σημειωτόν , προκαταλαμβάνεται αὐτοῦ ; ἄλλως τε καὶ μαχόμενόν τι προσδέξονται οἱ
σημειωτοῦ ἢ συγκαταλαμβάνεται αὐτῷ ἢ ἐπικαταλαμβάνεται αὐτῷ : οὔτε δὲ προκαταλαμβάνεται οὔτε συγκαταλαμβάνεται οὔτε ἐπικαταλαμβάνεται , ὡς παραστήσομεν : οὐκ
6796231 Ἀσκον
τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ κατόπιν μὴ προορωμένων . Ἀσκὸν δαίρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως τι ποιούντων . Ἀσκῷ
ἄμφω δεῖ βασιλεύειν , μετέχειν δὲ ἑκάτερον τῆς ἀρχῆς . Ἀσκὸν δαίρειν : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων :
6786515 κειρεις
πράσσῃ . Ὄϊς τις εἶπε πρὸς νομῆα τοιαῦτα : “ κείρεις μὲν ἡμᾶς καὶ πόκους ἔχεις κέρσας , τὸ γάλα
πέξαι τὶς δύναται οὔτε κεῖραι . Λέγεται δὲ καὶ Ὄνον κείρεις , ἐπὶ τῶν ἀνηνύτοις ἐπιχειρούντων . Ὄνου παρακύψεως :
6785558 ναρον
. νῶ τὸ ῥέω , ὁ μέλλων νάσω : καὶ νάρον τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω :
. νῶ τὸ ῥέω , ὁ μέλλων νάσω : καὶ νάρον τὸ ὑγρὸν , ὡς φησὶ Σοφοκλῆς ἐν Τρωίλω :
6785522 κρωσσος
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ
6785485 ἀφυσσω
συρφετόν : παρὰ τὸ ἀφύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἀφύσσω , ὡς ὑλάω ὑλάσσω , ὀδύω ὀδύσσω , γίνεται
, τούτου παράγωγον καπύω καὶ ἕτερον καπύσσω , ὡς ἀφύω ἀφύσσω . . . . . . ἐκάπυσεν : ἐκάπυσσεν
6780143 Αἰπεια
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται
, . , . * . . + , . Αἰπεῖα : πόλις : ἀπὸ τοῦ αἰπύς οἶμαι . εἴρηται
6771416 ἀπεπτοτερον
διὰ οὖν ταύτας τὰς αἰτίας τὸ ἀπολειπόμενον οὖρον τῶν δύο ἀπεπτότερόν ἐστι τοῦ ἀπολειφθέντος ἑνός . Πάλιν ἐναλλάξωμεν τὰ εἰρημένα
διὰ οὖν ταύτας τὰς αἰτίας τὸ ἀπολειπόμενον οὖρον τῶν δύο ἀπεπτότερόν ἐστι τοῦ ἀπολειφθέντος ἑνός . Πάλιν ἐναλλάξωμεν τὰ εἰρημένα
6770119 ταινιδιον
μετὰ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ φαρμάκου , οἴνῳ δεύσαντα πτυγμάτιον ἢ ταινίδιον ἐπιδεσμεῖν : ἔστι δὲ καὶ ἡ μετ ' αὐτὴν
εἴρηται , ἐκ τῶν ἔϲωθεν μερῶν τοῦ βλεφάρου τὸ λαμβδοειδὲϲ ταινίδιον , μὴ πάνυ βαθεῖαν τὴν διαίρεϲιν ποιουμένουϲ , καὶ
6764292 πτερωτας
τὸν δὲ αὐχένα μακρὸν ἔχον καὶ περιφερεῖς τὰς πλευρὰς καὶ πτερωτὰς ὑπὸ τῆς φύσεως δεδημιούργηται . καὶ κεφάλιον μὲν ἀσθενὲς
δὲ ὅλον : εἶδον , φησίν , αὐτὰς ἐν γραφῆι πτερωτὰς , ἀλλ ' οὐχ ἁρπακτικάς . Βδελύτροποι : ἃς
6762559 ἠκρατισω
. τί τὸ κακόν ; ἀλλ ' ἦ κοκκύμηλ ' ἠκρατίσω ; τὸν Πειραιᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν . ἥ
. τί τὸ κακόν ; ἀλλ ' ἦ κοκκύμηλ ' ἠκρατίσω ; τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς
6755338 Χειρ
: δούλῳ εὐπορίαν , παρθένῳ εὐφρασίαν , χήρᾳ ὁμοίως . Χεὶρ δεξιὰ ἁλλομένη ὠφέλειαν σημαίνει , ἡ δὲ εὐώνυμος πίστεως
, κατέχων καὶ τὴν κάλπιν , καὶ κάρα Ἵπποκράτορος καὶ Χεὶρ ἐκτεταμένη καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἴβεως τοῦ τῆς δωδεκαώρου .
6755330 Ναιδ
ᾤκησεν ἐν γῇ Ναὶδ κατέναντι Ἐδέμ ” : ἑρμηνεύεται δὲ Ναὶδ μὲν σάλος , Ἐδὲμ δὲ τρυφή , τὸ μὲν
” ἐξῆλθεν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Ναὶδ κατέναντι Ἐδέμ ” : ἑρμηνεύεται δὲ Ναὶδ μὲν σάλος
6755149 ἠλευατο
τεύξεσθαι ὑπασπίδια προβιβῶντος . ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος : πρόσσω γὰρ κατέκυψε , τὸ δ
ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος τυτθόν : ὃ δὲ Σχεδίον μεγαθύμου Ἰφίτου
6754023 κατηγορησω
λεγόμενον ἐτήτυμον : τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε ,
[ ἐπιτάξαντος ] . καὶ σὺ λέγε τίνος θέλεις [ κατηγορήσω ] . Κλαύδιος Καῖσαρ : ἀσφαλῶς [ ἐκ ]
6752630 βαλανευσω
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων
6750759 σανδαλιον
τὸ κάττυμα ξύλινον τετραδάκτυλον , οἱ δὲ ἱμάντες ἐπίχρυσοι : σανδάλιον γὰρ ἦν , ὑπέδησε δ ' αὐτὸ Φειδίας τὴν
, ἡ δὲ ἠφανίσθη πρὸς τὴν ὑλακήν . τὸ μέντοι σανδάλιον εὑρέθη ὑπὸ τῇ κιβωτῷ καὶ κατεκαύθη ὕστερον . “
6749288 κατασκευασειν
ξύλα αὐτῆς πολλά ἐστιν ἃ δεῖ οἰκεῖα ἔχειν τὸν μέλλοντα κατασκευάσειν ἅμαξαν : τυγχάνει δὲ ἐκεῖνα διὰ τὸ πλῆθος οὐκ
* καὶ ἀναιρῶν * ἐκ τῶν κρανίων ἐκείνων ναὸν ἔμελλε κατασκευάσειν ὥσπερ καὶ Ἀνταῖος καὶ Εὔηνος καὶ Φόρβας καὶ Διομήδης
6745394 ἐκρυβησαν
δύο χιλιάδας πολεμιστῶν . Καὶ ἦλθον εἰς τὸν χείμαρρον καὶ ἐκρύβησαν εἰς τὴν ὕλην τοῦ καλάμου καὶ ἐκάθισαν ἔμπροσθεν πεντακόσιοι
ἐφευρεῖν πολλὰ τῶν μετάλλων . ἄλλως . Πολυδεύκης καὶ Κάστωρ ἐκρύβησαν ἐν κοιλώματι δρυός . Ἴδας δὲ βαλὼν ἀνεῖλε τὸν
6744348 ἐπιβουλευοντος
τοῖς φίλοις κοινῇ συνδοκῇ : ταῦτα δ ' εἶναι μὴ ἐπιβουλεύοντος ἐμοί , τούτων δὲ ἐγγυητὰς γίγνεσθαι σέ τε καὶ
ἑκάστοις λαμβάνειν ἄνδρας Πελοποννησίους ὅτι πλείστους καὶ βελτίστους , ὡς ἐπιβουλεύοντος Τισσαφέρνους ταῖς πόλεσι . καὶ γὰρ ἦσαν αἱ Ἰωνικαὶ
6742507 ἀνελκουσι
ἀνασπᾷ τὴν ταπεινοτέραν , οὕτω καὶ οἵδε πρὸς τὴν κλεῖν ἀνέλκουσι τὴν πρώτην πλευράν . Τῶν τοῦ θώρακος μυῶν οἱ
τὸ κενόν , καὶ κατ ' αὐτοῦ βαίνοντες ἀποδιδράσκουσιν . ἀνέλκουσι δὲ καὶ ἐκεῖνον οὕτως . ἄνωθέν τις τὸν πόδα
6739299 ληιην
δὲ λέγων οὗτος ἐμιμέετο Μελάμποδα , ὡς εἰκάσαι βασι - ληίην τε καὶ πολιτηίην αἰτεομένους . Καὶ γὰρ δὴ καὶ
πολλοῦ διελθόντος ἀναγκαίη κατέλαβε Ἴωνάς τε καὶ Κᾶρας ἄνδρας κατὰ ληίην ἐκπλώσαντας ἀπενειχθῆναι ἐς Αἴγυπτον , ἐκβάντας δὲ ἐς γῆν
6732218 Καρις
. Σαρπίς : ὁ σάρπος . Ῥιπίς : ῥιπίδιον . Καρίς : ἢ καριδάριον . Ψάρ : ὄνομα ἔθνους .
τερπνός . Καρκίνος . παρὰ τὸ κάρη κινεῖν συνεχῶς . Καρίς . παρὰ τὸ σκαίρειν , σκαρίς τις οὖσα .
6726326 Οὐηρου
ἡμέρας ιʹ . γίνεται οὖν ὁ χρόνος τῶν Καισάρων μέχρι Οὐήρου αὐτοκράτορος τελευτῆς ἔτη σκεʹ . ἀπὸ οὖν τῆς Κύρου
ιʹ . ἀπὸ δὲ τῆς Κύρου ἀρχῆς μέχρι αὐτοκράτορος Αὐρηλίου Οὐήρου τελευτῆς ἔτη ψμαʹ . Ὁμοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου συνάγονται
6726212 καταβαινοντα
ἀτρεκέως καταλέξω . Ἐπείτε γὰρ τάχιστά σε ἐπυθόμην ἐπὶ θάλασσαν καταβαίνοντα τὴν Ἑλληνίδα , βουλόμενός τοι δοῦναι ἐς τὸν πόλεμον
συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων . ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ ' ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων ; Ὁρῶ πάνυ
6724341 Σωτηρια
, ἐκ τούτων ὅτι τε εἰσὶ καταλαμβάνω καὶ αἰδοῦμαι . Σωτηρία βίου ἕκαστον δι ' ὅλου αὐτὸ τί ἐστιν ὁρᾶν
πολιτείας . Πολεμικὴ ἐμπειρία πολέμου . Συμμαχία κοινωνία πολέμου . Σωτηρία περιποίησις ἀβλαβής . Τύραννος ἄρχων πόλεως κατὰ τὴν ἑαυτοῦ
6722274 βοιδιον
προβασκάνιον μετὰ τῆς προ : ἀδόκιμον γάρ . Νοίδιον καὶ βοίδιον ἀρχαῖα καὶ δόκιμα , οὐχὶ νούδιον καὶ βούδιον .
διδοὺς , παρ ' ἑαυτῷ πάλιν εὕρισκε . Τὸ βασιλικὸν βοίδιον : ἐπὶ Πτολεμαίου τοῦ νέου βοῦς ἔτεκεν ἓξ βοίδια
6720186 Ξανθιας
φύσει Θηραμένους . Οὐ γὰρ ἂν γέλοιον ἦν , εἰ Ξανθίας μὲν δοῦλος ὢν ἐν στρώμασιν Μιλησίοις ἀνατετραμμένος κυνῶν ὀρχηστρίδ
λοιπὸν τὰ πράγματα . ἦ Ξανθίας : Ὄντως ὑπάρχει ὁ Ξανθίας , ὃν ὁρῶ ; . ἰαῦ : 〚 Μίμημά
6719782 Πατερ
Λέχριός γ ' ἐπ ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας . Πάτερ , ἐμὸν τόδ ' : ἐν ἁσυχαίᾳ Ἰώ μοί
Εἶπεν δὲ αὐτῷ ἡ ἄλλη θυγατὴρ ἡ λεγομένη Κασία : Πάτερ , αὕτη ἐστὶν ἡ κληρονομία ἣν ἔλεγες εἶναι κρείττονα
6719693 μιμῃ
εἰς ἀπόδειξιν ἀρετῆς . ὅτι μὲν οὖν τῷ πόνῳ μὲν μιμῇ τὸν Ἡρακλέα , τῷ τάχει δὲ τὸν Περσέα ,
, ὡς τεχνικήν τε ἅμα καὶ προνοητικὴν τοῦ ζῴου , μιμῇ δ ' αὐτὴν οὐδαμῶς . παμπόλλων γὰρ ὄντων δογμάτων
6716470 ἀπολογου
δὲ τὸ λυσιτελὲς ἢ τὸ ἔθος ἐπιφέρων σοῦ κατηγορήσῃ , ἀπολογοῦ μάλιστα μέν , ὡς οὐ λυσιτελές ἐστι τὸ κατηγορούμενον
γε , ἀλλ ' ὑπὲρ ὧν ἀγωνίζει , περὶ τούτων ἀπολογοῦ : τότε δ ' , ἡνίκ ' ἐκεῖνον ἔκρινες
6715568 ἠπιοι
λάβροι ἄνεμοι τοῖς πᾶσιν ἐναντίοι , οὕτως οἱ εὐκραεῖς καὶ ἤπιοι πλεῖστον καὶ μάλιστα μὲν τοῖς πᾶσι φυτοῖς , ἐξαιρέτως
τῶν δαπανημάτων ἔνδειαν . Εἰσὶ δὲ τοῖς ἐπιξενουμένοις ἐν αὐτοῖς ἤπιοι καὶ φιλοφρονούμενοι : αὐτοὺς διασῴζουσιν κατὰ διαδοχὴν ἐκ τόπου
6714987 ἀγορασον
εὐκαίρως σωμάτια κηρύσσονται : παρελθὼν εἰς διακονίαν καθαρόν μοι σωμάτιον ἀγόρασον . “ ὁ δὲ Ξάνθος ” ποιήσω “ φησίν
εὔχρηστα λαλεῖν , κἀγώ σοι τὰ ἐναντία διατάξομαι . ἀπελθὼν ἀγόρασον , εἴ τι σαπρόν , εἴ τι χεῖρον ,
6713892 ὑπομονητον
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα .
6713460 Ἀμφισσευσι
, ἐδῄωσαν γὰρ καὶ Εὐβοέων τὴν χώραν , τρίτην δὲ Ἀμφισσεῦσι , τεμόντες καὶ τὴν Ἀμφισσέων περὶ ἀκμὴν σίτου .
προστάγματα τῶν Ἀμφικτυόνων . τὰ δ ' αὐτὰ καὶ τοῖς Ἀμφισσεῦσι συνέβη . Λοκρῶν δ ' εἰσὶν οὗτοι τῶν Ὀζολῶν
6712959 ἐσκαψε
αὐτῷ ἀντὶ περιβολαίου . λέγεται δὲ καὶ Σκαπανεύς , διότι ἔσκαψε τὰς κόπρους τῶν Αὐγείου βοῶν , Βοαγίδας δὲ διὰ
γὰρ τὸ τοῦ λέοντος δέρμα * . Σκαπανέως , ὅτι ἔσκαψε τὸ περιτείχειον τῆς ἐπαύλεως τῶν βοῶν Αὐγείου τοῦ Ἠλείων
6712693 τρυφηλοι
τὰ μόρια τῶν γυναικῶν . . . ἤτοι οἱ Πέρσαι τρυφηλοὶ καὶ ἁβρῶς καὶ τεθρυμμένως βαίνοντες ὀδύρεσθε . . δύσβατόν
ἐπὶ τῶν σφόδρα τιμίων . Ἁπαλοὶ θερμολουσίαις : ἀντὶ τοῦ τρυφηλοὶ καὶ τὴν σάρκα διαῤῥέοντες . Ἅπαντα τόλμης καὶ ἀναισχυντίας
6711212 ΕΝΞ
. καὶ ἔστιν ὀρθὴ ἡ Ξ : δέδοται ἄρα τὸ ΕΝΞ τρίγωνον τῷ εἴδει . καὶ ἔστιν ἡ ΞΕ δοθεῖσα
περιφέρεια τοιούτων ἐστὶν ρνδ ι , οἵων ὁ περὶ τὸ ΕΝΞ ὀρθογώνιον κύκλος τξ , αὐτὴ δὲ ἡ ΕΞ εὐθεῖα
6711209 Δαιτα
τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν ,
τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος :
6707904 Ἡκιστα
ὀστέα κατεηγότα ἰητρεύεται , κατάψυχρον δὲ κάρτα μηδὲν προσφέρειν . Ἥκιστα μὲν οὖν τὰ πρῶτα ἄρθρα κινδυνώδεά ἐστι , τὰ
εἰσπεμπόντων , ποιητὴς τῶν λόγων οἷς οἱ ῥήτορες ἀγωνίζονται ; Ἥκιστα νὴ τὸν Δία ῥήτωρ , οὐδὲ οἶμαι πώποτ '
6707782 εἱλησιν
ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ , ] τὴν εἵλησιν . αἱ δὲ αὖραι διακινοῦσι τὴν πλεκτάνην τοῦ καπνοῦ
τὸ χαλῶ , καὶ συγκοπῇ , χλῶ . τὸ κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος
6705170 Ἀπουληιος
γάρ οἱ συνάρχων οὐ συνέθετο . μικρὸν οὖν ὕστερον ὁ Ἀπουλήιος ὡς ἀμυνούμενος τὸν Μέτελλον ἐς ἑτέραν παρήγγελλε δημαρχίαν ,
. ἐπειδὴ παρὰ Ἀπουληίου στρατιάν τέ τινα εἰλήφει , ὅσην Ἀπουλήιος εἶχεν , καὶ χρήματα ἐς ἑξακισχίλια καὶ μύρια τάλαντα
6704104 ἐμπεπτωκοτος
τὸ παρὸν ἡμῖν ὡσαύτως ποιητέον : ἀτόπου γὰρ τὰ νῦν ἐμπεπτωκότος λόγου περὶ νόμων , ἀνάγκη που σκέψιν πᾶσαν ποιήσασθαι
εἰς τὸ πρόσθεν προθείτω , καὶ ἐπιθέων μὲν ἐμβοάτω : ἐμπεπτωκότος δὲ τὴν ὀργὴν τῶν κυνῶν παυέτω , μὴ ἁπτόμενος
6700198 Κοριον
ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν . ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς . Κορκυρίς , πόλις Αἰγύπτου ,
μὲν γὰρ ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον
6699712 προσανεπλασθη
ὅσα βούλοιτο ἑαυτῷ . „ ἐκ τούτων οὖν ὁ μῦθος προσανεπλάσθη , καὶ οἱ γραφεῖς γράφοντες τὸν Ἡρακλέα προσγράφουσι τὸ
τοῦ Πηγάσου τὴν Ἀμισωδάρου Χίμαιραν ἀπώλεσε „ . τούτου γενομένου προσανεπλάσθη ὁ μῦθος . Φασὶν ὅτι Πέλοψ ἦλθεν ἔχων ἵππους
6699409 ἐλελυτο
ὁ νόμος , ᾧ τε μάλιστα τὴν ψυχὴν ἐβαρυνόμην , ἐλέλυτο τῶν ἐμῶν εἰς τὸν ἐμὸν ἐλευθέρως τε ἡξόντων ἐν
, ἀνέστρεφόν τε καὶ αὖθις συνέμισγον , καὶ τὸ αἰσχρὸν ἐλέλυτο , καὶ πᾶς ἦν ἐν τῷ διώκειν : ὥστε
6693376 συναθροιζομενοι
. Ἀγρόμενοι : ἀγειρόμενοι , κατὰ συγκοπὴν , συναθροισθέντες , συναθροιζόμενοι . Πολλοὶ δ ' ἀγρόμενοι : ὅτι τῷ ἔαρι
, ὕστερον , μετὰ ταῦτα . ἀγειρόμενοι : ἀνορθούμενοι , συναθροιζόμενοι , ἀγείροντες . Βαιόν : ὀλίγον , μικρὸν ,
6693005 μασθος
μικρὰ ἐποιήσαντο μυστήρια . οἱ δὲ μυούμενοι μυρσίνῃ ἐστέφοντο . μασθὸς ὁ ἀνδρεῖος παρὰ τὸ μὴ θηλάζεσθαι ἢ ἐσθίεσθαι ,
περὶ πολλῶν καὶ πολλὰ λέγων . μασθὸς μαζοῦ διαφέρει . μασθὸς μὲν γάρ ἐστιν ὁ γυναικεῖος , κυρίως δέ ,
6691696 τοὐξημβλωμενον
οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν
, ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ
6690055 λιθαξ
γίνεται βῶλος , καὶ ἐξ αὐτοῦ βῶλαξ , ὡς λίθος λίθαξ . . . , : γαλαθηνός : παρὰ τὸν
, γίνεται βῶλος καὶ ἐξ αὐτοῦ βῶλαξ , ὡς λίθος λίθαξ . ἢ παρὰ τὸ ὑπὸ τῶν βοῶν ἀλοᾶσθαι κοπτομένη
6689077 ἐγκαναξον
, ὅπερ πάσχουσιν οἱ μεθύοντες καὶ οἱ ὑπτίως ἀνακείμενοι . ἐγκάναξον : ἔγχεε , ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν
ἐκκένωσον . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ἀθρόως πινόντων . ΓΘ ἐγκάναξον : προσένεγκε , ἔκχεον . ἐγκάναξον ] ἔγχεε .
6688751 σχασαμενος
σχάζω τὸ ἀφίημι , ⌈ ὡς ἔχει καὶ τὸ “ σχασάμενος τὴν ἱππικήν ” : ⌈ κυρίως δὲ [ καὶ
σχίζεται ἐρεσσούσῃ . καὶ Πίνδαρος κώπαν ἤδη μοι σχάσον . σχασάμενος : ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐρεσσόντων . σχάσαι γὰρ δεῖ
6687562 Ἀντιλεων
πειθόμενος μὴ ἄν ποτε τελέσειν αὐτὸν τόνδε τὸν ἆθλον . Ἀντιλέων δὲ κρύφα τὸ φρούριον ὑπελθὼν καὶ λοχήσας τὸν φύλακα
οἷον ὅπλα . καὶ ἐν εἰσθέσει ἴαμβοι ιʹ . ΓΓΘ Ἀντιλέων : οὗτος πονηρὸς κωμῳδεῖται καὶ πολυπράγμων . προειρήκει δὲ
6687288 σαγμα
ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ
ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα

Back