] [ ! ! ! ] ! ! ! ἐλπὶς καινὴ [ ] [ ! ] αυσοντων ? [ !
νῦν οὐκέτι γινώσκομεν . ὥστε εἴ τις ἐν Χριστῷ , καινὴ κτίσις : τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν , ἰδοὺ γέγονεν καινά
ἀπειρηκυῖαν καὶ μὴ δυναμένην φέρειν ἑτέρᾳ μίξῃς πάλιν φέρει καθαπερανεὶ καινὴ γεγενημένη , καὶ ἡ καθ ' αὑτὴν οὐ φέρουσα
μετὰ τὸ δειπνῆσαι , λέγων , Τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου , τὸ ὑπὲρ ὑμῶν
8058529 στελλω
τουτέστι κοσμήσας . ὁμώνυμος γάρ ἐστι λέξις . ἔστι γὰρ στέλλω τὸ κοσμῶ , ἐξ οὗ καὶ στολή : στέλλω
μισθός μου μετ ' ἐμοῦ , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ ὡς τὸ ἔργον ἐστὶν αὐτοῦ . ἐγὼ τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὦ
γὰρ στέλλω τὸ κοσμῶ , ἐξ οὗ καὶ στολή : στέλλω τὸ φοβοῦμαι , ἐξ οὗ καὶ συστολή καὶ ὑποστολή
Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , Τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί ; ἔργον γὰρ καλὸν ἠργάσατο εἰς ἐμέ : πάντοτε γὰρ τοὺς
7949098 στραγγευομαι
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ ,
δοῦλον , ἀδελφὸν ἀγαπητόν , μάλιστα ἐμοί , πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν κυρίῳ . Εἰ
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα
οἱ ἀρχιερεῖς . οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς . ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν
7940625 ἐτεμνετο
, πᾶσαν δὲ λίθων φαιδρότητα : ὕλη δὲ εἰς ὀροφὰς ἐτέμνετο , πλοῦτος δὲ εἰς τὴν οἰκοδομίαν ἐξεχεῖτο . ὑπογράφων
αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας , καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ : καὶ ὅσοι
λαΐνοις εὐρεῖα πύργοις ὠχυρωμένη πόλις . οὐ μὴν ἀρότροις ἀγκύλοις ἐτέμνετο μέλαινα καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός , οὐδ ' ἐργάτης
ὥρα καὶ ἐλήλυθεν ἵνα σκορπισθῆτε ἕκαστος εἰς τὰ ἴδια κἀμὲ μόνον ἀφῆτε : καὶ οὐκ εἰμὶ μόνος , ὅτι ὁ
7837834 ἐτυμ
, τὸν Ὠκεανόν . . γνώσῃ ] μαθήσῃ . ὡς ἔτυμ ' ] ὅτι ἀληθῆ . μάτην ] ἤτοι ψευδῶς
πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως , ἐλέγετε ἂν τῇ συκαμίνῳ [ ταύτῃ ] , Ἐκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ :
δηλονότι νείμαιμ ' ] παράσχοιμι τάδ ' ] ἅ φημι ἔτυμ ' ] ἀληθῆ ἐστι μάτην ] ἤτοι ψευδῶς χαριτογλωσσεῖν
καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου , ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ . εἶπεν δὲ Ἀβραάμ , Τέκνον , μνήσθητι ὅτι
7821599 βραχυνεται
. ἰστέον ὅτι τὰ μετὰ συμφώνου γινόμενα ἐν τοῖς συγκριτικοῖς βραχύνεται κατὰ τὰ φωνήεντα , οἷον σωφρονέστατον ὑγιέστερον . τὸ
τὰ σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν ; ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη ; μὴ γένοιτο .
Ἐκ γενεῆς δὲ ἢ ἐν αὐξήσει ἐξαρθρήσαντα , τὰ ὀστέα βραχύνεται τὰ κάτω τοῦ ὀλισθήματος , καὶ σάρκες μινύθουσι τἀναντία
Χρείαν ὑμῶν οὐκ ἔχω : ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τὰ δοκοῦντα μέλη τοῦ σώματος ἀσθενέστερα ὑπάρχειν ἀναγκαῖά ἐστιν , καὶ ἃ
7693961 δυσφιλες
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν
ἐν μέσῳ ὑμῶν , ὡς ἐὰν τροφὸς θάλπῃ τὰ ἑαυτῆς τέκνα : οὕτως ὁμειρόμενοι ὑμῶν εὐδοκοῦμεν μεταδοῦναι ὑμῖν οὐ μόνον
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι
ἐμέ : πλὴν ἐφ ' ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν , ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι ἐν αἷς ἐροῦσιν
7678628 συρφετωδης
. , . ἀγοραῖος νοῦς : ὁ πάνυ εὐτελὴς καὶ συρφετώδης καὶ οὐκ ἀπόρρητος οὐδὲ πεφροντισμένος . οἱ γὰρ ἀγοραῖοι
. τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ
ἔκχυσις . συμβάλλεται : συνάγεται , μίγνυται . ἰλυόεντα : συρφετώδης , βορβορώδης : ἰλὺς λέγεται ὁ πηλώδης καὶ κάθυγρος
ἵνα μὴ γένηται χειμῶνος : ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις οἵα οὐ γέγονεν τοιαύτη ἀπ ' ἀρχῆς κτίσεως ἣν
7666015 Ἰσχυρον
φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ .
ἀλλὰ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ . [ Καὶ ] ἐν τούτῳ γνωσόμεθα ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν , καὶ ἔμπροσθεν
πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν
τοῦ Ἰησοῦ , ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς : νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει
7652700 τιμος
οἷον πόθος ποθή , νόμος νομή , ὦνος ὠνή , τῖμος τιμή , φόνος φονή : ἐν ἀργαλέῃσι φονῇσι .
αὐτὸς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ . Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἰς τὴν ἑορτήν , τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη
αἰκῶς ἐπράθην ὢν ἐλευθέρου πατρός . ποῦ δῆθ ' ὁ τῖμος , ὅντιν ' ἀντεδεξάμην ; αἰσχύνομαί σοι τοῦτ '
ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς . Ἤκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη
7648704 στεφω
μοι ] * Πρῶτον περὶ τοῦ Ἀλκμᾶνος λέγων , ὅτι στέφω αὐτὸν καὶ ῥαίνω ἐν ὕμνῳ , εἶτα διὰ μέσου
πλούσιοι καὶ οἱ ἰσχυροὶ καὶ πᾶς δοῦλος καὶ ἐλεύθερος ἔκρυψαν ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τὰς πέτρας τῶν ὀρέων
, χρωματίζω , κιχρῶ , εὐτρεπίζω ὠνοῦμαι , δεσμεύω , στέφω , κραδαίνω , φιλοποιῶ διαλλάσσω , πατῶ , συγκροτῶ
μαρτυρῆσαι . Γενομένης δὲ ἡμέρας ποιήσαντες συστροφὴν οἱ Ἰουδαῖοι ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς λέγοντες μήτε φαγεῖν μήτε πίειν ἕως οὗ ἀποκτείνωσιν τὸν
7638022 φονη
πολίταις τὰς στρατοπλώτους ἐρεῖ . χέρσου πατρῴας οὐ γὰρ ἂν φονῆ ποσὶ ψαῦσαι , μέγαν πλειῶνα μὴ πεφευγότα , δίκης
εἰρηνική , ἐπιεικής , εὐπειθής , μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν , ἀδιάκριτος , ἀνυπόκριτος : καρπὸς δὲ δικαιοσύνης ἐν
φόνον φεύγειν ἐνιαυτὸν ὅλον μὴ ψαύοντα τῆς πατρίδος . * φονῆ δὲ τὸν φονέα * καὶ Ὅμηρος ἐπὶ Τυδῆ στεῖλαν
' ὃ πρέπει γυναιξὶν ἐπαγγελλομέναις θεοσέβειαν , δι ' ἔργων ἀγαθῶν . γυνὴ ἐν ἡσυχίᾳ μανθανέτω ἐν πάσῃ ὑποταγῇ :
7626196 δισση
ὅμοιος : ῥίζα δὲ λεπτοτέρα δακτύλου , ὑπομέλαινα . Ζέα δισσή : ἡ μὲν γὰρ ἁπλῆ , ἡ δὲ δίκοκκος
ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται : οὗ δὲ οὐκ ἔστιν νόμος , οὐδὲ παράβασις . διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως ,
τὸ ἐκ τῆς Γαλατίας δ ' ἄσπληνον λεγόμενον . Ἀκτῆ δισσή : ἡ μέν ἐστι δενδρώδης , κλάδους καλαμοειδεῖς ἔχουσα
λαοῦ : τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας . ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν , ὁ λόγος
7620860 κυμινοπριστης
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς
ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ θεῷ : ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει , οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ
. συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . Σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς
οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἄρῃ , καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν . πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ
7608102 μυσαρα
καὶ Ζεῦ πανδερκέτα βροτῶν , ἴδετε τάδ ' ἔργα φόνια μυσαρά , δίγονα σώματ ' ἐν † χθονὶ κείμενα πλαγᾶι
Εἰπὸν ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται , καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ ταῦτα συντελεῖσθαι πάντα . ὁ δὲ Ἰησοῦς ἤρξατο
σκῦλα μὲν βροτοφθόρα χαίρεις ὁρῶσα καὶ νεκρῶν ἐρείπια , κοὐ μυσαρά σοι ταῦτ ' ἐστίν : εἰ δ ' ἐγὼ
ἄρα ἔφθασεν ἐφ ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ . ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν , ἐν
7605274 ῥαια
αἶρα ἡ σφαίρα : παρὰ τὸ ῥέω τὸ φθείρω : ῥαῖα : καὶ ἐν ὑπερβιβασμῶ αἶρα . ἀΐθων , ἐκπνέων
ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη ; πῶς οὖν βλέπει ἄρτι ; ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπαν , Οἴδαμεν ὅτι οὗτός
καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀργιόδους , ὡς ἄνοια ἄγνοια καὶ ῥαῖα γραῖα . εἰ γὰρ παρὰ τὸ ἀργός , ἀργόδους
ἀπαγγέλλων ὅτι Ὄντως ὁ θεὸς ἐν ὑμῖν ἐστιν . Τί οὖν ἐστιν , ἀδελφοί ; ὅταν συνέρχησθε , ἕκαστος ψαλμὸν
7586818 ὑπερθεσις
κατὰ τὴν Ἡρώων πόλιν , εἰς ὃν ἐκ Πηλουσίου ἡ ὑπέρθεσις ἐπιτομωτέρα : δι ' ἐρήμων δὲ καὶ ἀμμωδῶν χωρίων
ἵνα μὴ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ βλασφημῆται . τοὺς νεωτέρους ὡσαύτως παρακάλει σωφρονεῖν : περὶ πάντα σεαυτὸν παρεχόμενος τύπον καλῶν
βασιλεῖ , τῷ Ξέρξῃ δηλονότι . κατὰ δὲ τινάς ἐστιν ὑπέρθεσις ἐν τῷ Ἀρταφρένης διὰ τὸ μέτρον . . ὕποχοι
ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθεν . προσελθὼν δὲ τῷ ἑτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως . ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν , Ἐγώ , κύριε
7581040 δορξ
ὀξυδερκές . . . . . δόρξ , , : δόρξ : . . . παρὰ τὸ δέρκω δέρξω δὲρξ
πάλιν ἐρῶ , χαίρετε . τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις . ὁ κύριος ἐγγύς . μηδὲν μεριμνᾶτε , ἀλλ
λέξ : πρόξ : κρόξ : φλόξ : ξόρξ : δόρξ . Εἰς ηξ μονοσύλλαβον διὰ τοῦ η γραφόμενα τρία
πρὸς αὐτούς , Ἄνδρες Ἰσραηλῖται , προσέχετε ἑαυτοῖς ἐπὶ τοῖς ἀνθρώποις τούτοις τί μέλλετε πράσσειν . πρὸ γὰρ τούτων τῶν
7572306 ὀτλος
τε βαρύτονον καὶ τὸ περισπώμενον : ὀπτὴρ ὁ σκοπός : ὄτλος ὁ μόχθος , ὁ πόνος : ὄτλημα ἡ κακοπραγία
ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων . εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον
καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς ὀτραλέως . . , : ὄτλος : παρὰ τὸ τλῶ , τὸ κακοπαθῶ , ῥηματικὸν
ὁ τὰ δύο ἐκέρδησεν ἄλλα δύο . ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν γῆν καὶ ἔκρυψεν τὸ ἀργύριον τοῦ
7565606 Δευτερα
εὐθεῖα δὲ συνωνύμως λέγεται , ἐπεὶ τὸ ὀρθὸν εὐθύ . Δευτέρα ἡ γενική , ἣ καλεῖται καὶ κτητική , ὅτι
τὸ συμφέρον . ᾧ μὲν γὰρ διὰ τοῦ πνεύματος δίδοται λόγος σοφίας , ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ
ἐκκαύλησις εἴπερ ὁ καρπὸς ὡς τέλος , οὐκ ἄλογον . Δευτέρα δὲ ἐκ τῶν παλαιοτέρων , καὶ γὰρ ἐκ τούτων
περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω , τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι . ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι , ἅλατι ἠρτυμένος , εἰδέναι
7562867 ΤΟΣ
. τὸ δὲ Κριτός καὶ Κλιτός ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΤΟΣ διβράχεα ἐπιθετικὰ μὴ ἐπὶ ἀριθμοῦ ταττόμενα ὀξύνεται : βατός
οὖν ἐπιχορηγῶν ὑμῖν τὸ πνεῦμα καὶ ἐνεργῶν δυνάμεις ἐν ὑμῖν ἐξ ἔργων νόμου ἢ ἐξ ἀκοῆς πίστεως ; καθὼς Ἀβραὰμ
. . . . . . . . Τὰ εἰς ΤΟΣ δισύλλαβα παραληγόμενα τῇ ΟΥ ἢ ΟΙ ἢ ΑΙ διφθόγγῳ
αὐτοὺς τοῦτο θέλοντας , ὅτι οὐρανοὶ ἦσαν ἔκπαλαι καὶ γῆ ἐξ ὕδατος καὶ δι ' ὕδατος συνεστῶσα τῷ τοῦ θεοῦ
7552556 Δοξα
ἰδιώτῃσιν , ἐπεὶ οὐδέποτε βλαβερὸν τῆς ἀρετῆς τὸ ἄμετρον . Δόξα δὲ νούσου γίνεται τὸ ὑπερβάλλον διὰ τὴν τῶν κρινόντων
ἡμέρᾳ εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες . μηδὲ ἐκπειράζωμεν τὸν κύριον , καθώς τινες αὐτῶν ἐξεπείρασαν , καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλλυντο
δὲ μή , τοῦ τοῦτο φρονοῦντος . Οὐδὲν γάρ . Δόξα ἄρα ἀληθὴς πρὸς ὀρθότητα πράξεως οὐδὲν χείρων ἡγεμὼν φρονήσεως
κολάζεται μετὰ τῶν δαιμόνων εἰς τὸν ᾅδην , ὅτι , καθώς φησι τὸ Εὐαγγέλιον , πᾶς γὰρ ὁ ποιῶν τὴν
7552454 ἀναριτης
τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται
εὑρήσει αὐτήν . τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ ; ἢ τί
Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς
καθί - σταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν , ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ
7544985 ἀμμωδης
κάτω χρηστότατα τὰ δ ' ὑπὲρ γῆς φαῦλα καθάπερ ὅταν ἀμμώδης ἢ κεραμὶς ἢ κατακεκαυμένη τις τυγχάνῃ : ῥίζωσιν γὰρ
ἁμαρτία , διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον : ἵνα γένηται καθ ' ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς
λέγει . . Λίβυσσαν ψάμμον εἰς τὴν Λιβύην περιφραστικῶς : ἀμμώδης γὰρ ἡ Λιβύη καὶ ἐκκεκαυμένη θάλπει ἡλίου . τὸ
οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται . ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται , οἱ
7539107 καταχρησις
' εἰς τὸ ἀμυνέμεναι καὶ τιμωρῆσαι δοτικῇ , ὅ τι κατάχρησίς ἐστιν . Ἄλλως : τὸ ἀμύνω ποτὲ μὲν λαμβάνεται
ἐστιν ὁ κληρονόμος : δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν , καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία . καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτόν , καὶ
' εἰς τὸ ἀμυνέμεναι καὶ τιμωρῆσαι δοτικῇ , ὅ τι κατάχρησίς ἐστιν . Ἄλλως : τὸ ἀμύνω ποτὲ μὲν λαμβάνεται
κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν . οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν : ἀλλ ' ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν
7528840 ζωικων
καὶ τούτων μέμνηται Ἀριστοτέλης ὡς μικρῶν ἰχθυδίων ἐν τῷ περὶ ζωικῶν . Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων τῶν ἐγκρασιχόλων
οὖν πρὸς αὐτόν , Κύριε , πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον . εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἐγώ εἰμι
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων : ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ περὶ ζωικῶν τρι - χίδα . τῶν δὲ λεγομένων ἐσθ '
ἕως οὗ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἔλθῃ . καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασεν καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων , Τοῦτό ἐστιν
7518316 Δηλα
Τὸν δὲ ἐναντίον τύπον τούτοις λεκτέον τε καὶ ποιητέον ; Δῆλα δή . Καὶ τοὺς ὀδυρμοὺς ἄρα ἐξαιρήσομεν καὶ τοὺς
θεὸς ἐν αὐτῷ μένει . ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ ' ἡμῶν , ἵνα παρρησίαν ἔχωμεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ
δουλεύειν ; Ἔμοιγε . Ποτέρῳ οὖν ἡ ψυχὴ ἔοικεν ; Δῆλα δή , ὦ Σώκρατες , ὅτι ἡ μὲν ψυχὴ
γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ ' ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου
7513079 κατθανηι
τῶι Πανδίονος . σὺ δ ' , ὥσπερ εἰκός , κατθανῆι κακὸς κακῶς , Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνωι πεπληγμένος ,
τι μηδὲν ὤν , φρεναπατᾷ ἑαυτόν : τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ δοκιμαζέτω ἕκαστος , καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ
ἔα . καὶ σὺ τῶνδ ' ἔξω κομίζου τειχέων ἢ κατθανῆι . πρὸς τίνος ; τίς ὧδ ' ἄτρωτος ὅστις
βασιλεία τοῦ θεοῦ . ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν , ἐν εἰρήνῃ ἐστὶν τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ :
7512801 ὑποπικρος
. ἔστι δὲ τῇ γεύσει θερμότερος μὲν ὁ μέλας , ὑπόπικρος δ ' ὁ λευκός . Ἑλξίνη , ἔνιοι δὲ
εἰς ἔπαινον τῆς δόξης αὐτοῦ . Διὰ τοῦτο κἀγώ , ἀκούσας τὴν καθ ' ὑμᾶς πίστιν ἐν τῷ κυρίῳ Ἰησοῦ
, λεπτομερέστερον δέ . Πιστακίου ὁ καρπὸς λεπτομερής ἐστι καὶ ὑπόπικρος ἀρωματίζων : ἐκφράττει γοῦν καὶ διακαθαίρει . Πιτυΐδες μικτῆς
βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι . Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τῶν λόγων τούτων ἤγαγεν ἔξω τὸν Ἰησοῦν , καὶ
7511431 θηλη
τὸ ἕλκειν τὸ γάλα ἐκ τῶν μαστῶν . τούτων δὲ θηλὴ τὸ ἄκρον , ὅθεν τὸ θηλάζειν καὶ θηλὴν ἐπισχεῖν
τινες αὐτῶν ἐξεπείρασαν , καὶ ὑπὸ τῶν ὄφεων ἀπώλλυντο . μηδὲ γογγύζετε , καθάπερ τινὲς αὐτῶν ἐγόγγυσαν , καὶ ἀπώλοντο
ἐκτομῆς γυμνωθῇ τὸ τοῦ ἀποστήματος βάθος , συντηρηθῇ δὲ ἡ θηλὴ ἐπὶ μὲν τῶν ἀρρένων πρὸς εὐπρέπειαν , ἐπὶ δὲ
λέγω ὑμῖν , μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ τί φάγητε , μηδὲ τῷ σώματι τί ἐνδύσησθε . ἡ γὰρ ψυχὴ πλεῖόν
7510266 ἀραγμος
προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ]
ἐξελθεῖν . νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος
πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται
ἐκείνην : ὥρα ἦν ὡς δεκάτη . Ἦν Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ
7508330 ἀτηρος
τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει
ὑμᾶς , καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο , ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς
τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει
ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται : πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται . Καὶ ἐπηρώτων
7503909 ὀλω
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται
. εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια , ἄρα ἔφθασεν ἐφ ' ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ .
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα
κατεργάζομαι αὐτὸ ἀλλὰ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία . Εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλὸν ὅτι
7496952 ὀλωλαμεν
τὰ δ ' ἐκ θεῶν του : πανταχῆι δ ' ὀλώλαμεν . τίς οὖν ἂν εἴη μὴ πεφυκότων γέ πω
σαββάτῳ : ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ ' ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ ' οὐ
ὄγκος καὶ δόμων εὐδοξία : ἡμεῖς δ ' ἀβούλως κἀκλεῶς ὀλώλαμεν . ἐπεὶ γὰρ ἡμᾶς ηὔνας ' Ἑκτόρεια χείρ ,
ἀδελφὸν αὐτοῦ . Ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ ' ἀρχῆς , ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους : οὐ καθὼς
7496938 σεμ
] ! ! [ ] ὣς ἔφατ [ ' ] σεμ ? ? ! [ ] ! ! α ?
τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ . ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσίν με πᾶσαι αἱ γενεαί : ὅτι ἐποίησέν μοι
[ [ ] ! ! [ . . ωσε [ σεμ ? ? ! [ ! ! α ? !
ἐγώ , ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός : ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί , ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ
7493216 τεχνολογια
στησάτων . Πληθ . Στήσατε , στησάτωσαν : πρόδηλος ἡ τεχνολογία ὁμοία οὖσα τοῖς ἀπὸ τῶν εἰς ω . Ἑνικά
Ἰσκαριώτης , πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπεν , Τί θέλετέ μοι δοῦναι κἀγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν ; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ
ἐπὶ τούτοις ἡ θρυλουμένη παρὰ τοῖς διαλεκτικοῖς περὶ τῶν σοφισμάτων τεχνολογία . Παραπλήσια δὲ καὶ ἐπὶ τῆς διαστολῆς τῶν ἀμφιβολιῶν
καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ οἰκοδομῆσαι καὶ δοῦναι τὴν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν . ἀργυρίου ἢ
7478366 ὀνοματοποιϊα
ἑλκόμενοι ἦχον ἀποτελοῦσιν , ὡς δοκεῖν καχλάζειν . ὁ τρόπος ὀνοματοποιΐα . καχλάζοντα : ἀντὶ τοῦ ἠχοῦντα . ὁ δὲ
σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρὸς ἐμέ ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ
ἐστὶ λέξις κατὰ παραγωγὴν τοῦ καθωμιλημένου ἐξενηνεγμένη , λέγεται δὲ ὀνοματοποιΐα ἑπταχῶς : κατὰ ἐτυμολογίαν , κατὰ ἀναλογίαν , κατὰ
οὐαί , ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα , καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις .
7472433 Κοννος
οἷον τὸ μηδέν . Γ Κόννος εὐτελής . Γ ⌈ Κόννος γὰρ Γ [ οὗτος ] τὰ πατρῷα κατέφαγε καὶ
ὄχλου οὖν ἀκούσαντες τῶν λόγων τούτων ἔλεγον , Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης : ἄλλοι ἔλεγον , Οὗτός ἐστιν ὁ
δὲ ὡς περὶ πενήτων . Γ τραγαλίζοντα : ἐσθίοντα . Κόννος ? [ ] κιθαρῳδὸς ἦν πϚ * * .
, Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ , ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε , καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν ,
7468012 δασυντεον
τὸ τοιοῦτον ἧπαρ . καὶ Ἄλεξις δὲ ὁμοίως . ὅτι δασυντέον τὸ ἧπαρ : ἡ γὰρ συναλοιφὴ διὰ δασέως εὕρηται
εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς : καὶ ἦλθον ἰδεῖν τί ἐστιν τὸ γεγονός . καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν
ἀκούειν , ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ τοῦ ἀνιέναι . διὸ καὶ δασυντέον , ἵν ' ᾖ ἀνιεῖσα . διὸ καὶ ἐπιφέρει
τῷ θελήματι τοῦ θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς . ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς , ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς
7466568 Κυφος
φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν τ ' ἐκ Παλαύθρων : *
λαὸς ἅπας καταλιθάσει ἡμᾶς , πεπεισμένος γάρ ἐστιν Ἰωάννην προφήτην εἶναι . καὶ ἀπεκρίθησαν μὴ εἰδέναι πόθεν . καὶ ὁ
] τοῦ ἀπογόνου Κύφου . οὕτως φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν
σαββάτων ἐξήλθομεν ἔξω τῆς πύλης παρὰ ποταμὸν οὗ ἐνομίζομεν προσευχὴν εἶναι , καὶ καθίσαντες ἐλαλοῦμεν ταῖς συν - ελθούσαις γυναιξίν
7464586 ιγῃ
δὲ τῇ ιῃ Δημοκρίτῳ ὕδωρ γίνεται . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ Εὐδόξῳ Ἀρκτοῦρος ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιηῃ
οἱ δὲ πρὸς αὐτόν , Ἀλλ ' οὐδ ' εἰ πνεῦμα ἅγιον ἔστιν ἠκούσαμεν . ὁ δὲ εἶπεν , Εἰς
ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἑῷος ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ ιγῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Ὠρίων ὅλος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ
Οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ : εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος Πολλῆς δὲ γινομένης στάσεως φοβηθεὶς
7461445 ἀκμαιος
αὗται κατὰ τὰς ἐννοίας καὶ τὰ λοιπὰ καὶ λαμπρότητος . ἀκμαῖος μὲν οὖν ὁ λόγος οὐκ ἂν εἴη μόνως ,
τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡς χιών . ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγενήθησαν ὡς νεκροί .
τῶν ὅλων , ἧς τῶν μερῶν μεταβαλλόντων νεαρὸς ἀεὶ καὶ ἀκμαῖος ὁ σύμπας κόσμος διαμένει . καλὸν δὲ ἀεὶ πᾶν
, ὑπέ μει τεῖ ἐστὶν στόμεν καλὸς , στομὲν μετὰ φόβου , καὶ περὶ τοῦ μεγάλου τρισαγίου , καὶ τὰ
7457461 ὑσπληγξ
ὕδασι δ ' αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων
τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καὶ ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ . ἀφ ' ὑμῶν γὰρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ κυρίου οὐ
διέχειαν ποιοῦν . ἔστι δὲ χαλκιδαϊκὸν ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου . ὕσπληγξ δὲ καὶ ὑστριχὶς κυρίως μάστιξ ἦν ἐκ χοιρείων τριχῶν
ὑμῶν ἡ καρδία , καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ ' ὑμῶν . καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ
7454433 τειρω
τάρβος : οἱ γὰρ εὐλαβούμενοι φεύγουσι . τρίτον ἐκ τοῦ τείρω τὸ καταπονῶ , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος
πατήρ : αὐτὸ τὸ πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα θεοῦ . εἰ δὲ τέκνα , καὶ κληρονόμοι
τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα , ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς παρὰ
τοῦ υἱοῦ τῆς ἐλευθέρας . διό , ἀδελφοί , οὐκ ἐσμὲν παιδίσκης τέκνα ἀλλὰ τῆς ἐλευθέρας . τῇ ἐλευθερίᾳ ἡμᾶς
7446168 φυσω
παρὼν ἄεισα νομεῦσι : μηκέτ ' ἐπὶ γλώσσας ἄκρας ὀλοφυγγόνα φύσω . τέττιξ μὲν τέττιγι φίλος , μύρμακι δὲ μύρμαξ
αὐτῶν λέγοντες αὐτῷ : ποῦ ἔστιν ἡ δύναμίς σου ; πῶς ἡμᾶς ἐπλάνησας ; καὶ ἐξεφύγομεν καὶ ἐξεπέσαμεν ἐκ τῆς
ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη . . , : χείμεθλα : * *
Οὐχ ἰδοὺ ἅπαντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι ; καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ
7443358 συμβουλια
, κατήγορος , πανηγυρικός , ἐγκωμιαστικός , ψεκτικός . συμβουλή συμβουλία , νομοθεσία , δημαγωγία , πρεσβεία πρέσβευσις , δίκη
καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τὴν ἐκ νεκρῶν . Οὐχ ὅτι ἤδη ἔλαβον ἢ ἤδη τετελείωμαι , διώκω δὲ εἰ καὶ
καὶ μαθεῖν ὃ μὴ νοεῖς . Σοφία σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία . Στρέφει δὲ πάντα τἀν βίῳ μικρὰ τύχη .
τῷ λόγῳ ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐπορεύετο . ἤδη δὲ αὐτοῦ καταβαίνοντος οἱ δοῦλοι αὐτοῦ ὑπήντησαν αὐτῷ λέγοντες
7442772 ὀρθοτονειται
περὶ τῆς εἷο , ὡς μόνως ὀρθοτονεῖται . Ἡ ἕθεν ὀρθοτονεῖται μέν , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀπὸ ἕθεν ἧκε χαμᾶζε
ἐστίν , καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν αὐτῷ μένουσαν . ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην
, οὐκ ἀναστρέφοντος τοῦ λόγου : οὐ γὰρ εἴ τι ὀρθοτονεῖται , τοῦτο καὶ πρός τι . τὸ ὃς σφῶι
: οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ .
7439762 βαρυφωνος
ἀνασηκῶσαι ἀνδρίζεσθαι ἀνεψιαδοῖ ἀνοητία ἀπαίροντες ἀρτοστροφεῖν ἀσπάλαθος αὐόμενος ἀψευδοῦντες βαρβιτίζειν βαρύφωνος ἡ βάτος βελέκκων βιβλιδάριον βλέπησιν βοηλατεῖν βοῦκλεψ βοῦς βωλοκοπεῖν
. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου , ὅ ἐστιν σημεῖον ἐν πάσῃ ἐπιστολῇ : οὕτως γράφω . ἡ χάρις
εἶτα μήτηρ δευτέρα , εἶτα τηθὶς παραλαλεῖ τις , εἶτα βαρύφωνος γέρων , τηθίδος πατήρ , ἔπειτα γραῦς καλοῦσα φίλτατον
Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ , ζητοῦντες παρ ' αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ , πειράζοντες αὐτόν . καὶ ἀναστενάξας
7438956 πολυπονος
οὑν νεκροῖς , γέρον ; ἐμὸς ἐμὸς ὅδε γόνος ὁ πολύπονος , ὃς ἐπὶ δόρυ γιγαντοφόνον ἦλθεν σὺν θεοῖσι Φλεγραῖον
θεοῦ . λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι Εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δύναμίν
χαλᾷς , αὔδασον , τίς ἔφυς βροτῶν ; τίς ὁ πολύπονος ἄγῃ ; τίν ' ἂν σοῦ πατρίδ ' ἐκπυθοίμαν
φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν . Συνερχομένων οὖν ὑμῶν ἐπὶ τὸ αὐτὸ οὐκ ἔστιν κυριακὸν δεῖπνον φαγεῖν , ἕκαστος γὰρ τὸ
7437301 πενθηρης
ὑπηκόων παραλίων . μελαγχίτων ] ἡ συνετή . μελαγχίτων : πενθήρης , ἢ ἀμφιμέλαινα . ἔστι δὲ παρὰ τὸ ”
ἐφ ' ὑμᾶς , ὅτι ἃ παραγγέλλομεν [ καὶ ] ποιεῖτε καὶ ποιήσετε . Ὁ δὲ κύριος κατευθύναι ὑμῶν τὰς
εἰς ἐμὴν χάριν . ὁ θρῆνος . ἐπεκτεταμένως θρήνει . πενθήρης . οἱ γὰρ Μυσοὶ καὶ οἱ Φρύγες εἰσὶ μάλιστα
ὄχλον , κράζοντες καὶ λέγοντες , Ἄνδρες , τί ταῦτα ποιεῖτε ; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι , εὐαγγελιζόμενοι
7435811 θανουμεθ
ἢν δ ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι , θανούμεθ ' . ἀλλὰ πρὶν θανεῖν νεὼς ἔπι φεύγωμεν ,
, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός , πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας . Ἰωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγεν λέγων ,
οὗ δὴ τὸ δεινὸν παρακέλευσμ ' ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' :
Χριστῷ : ἐν ᾧ καὶ ὑμεῖς ἀκούσαντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας , τὸ εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν , ἐν ᾧ
7431927 κιος
γενικῇ , οἷον Τρώς Τρωός , δμώς δμωός , κίς κιός , λίς λιός . Πρόσκειται μονοσύλλαβον διὰ τὸ Ἀχιλλεύς
ἐλεύθερος κληθεὶς δοῦλός ἐστιν Χριστοῦ . τιμῆς ἠγοράσθητε : μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων . ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη , ἀδελφοί
Ῥίνθωνι ἐγένετο ἡ Διός γενική , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κίς κιός καὶ ἀπὸ τοῦ λίς λιός : ἐκεῖνος γὰρ ἐπλάσατο
οὐκ ἂν ἀφῆκεν διορυχθῆναι τὸν οἶκον αὐτοῦ . καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι , ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς
7426690 Τευθις
, ὡς Στράβων ἑβδόμῃ . οὗτοι λέγονται καὶ Τετράκωμοι . Τευθίς , πόλις Ἀρκαδίας . τὸ ἐθνικὸν πατρωνυμικῶς Τευθίδης .
ἡμέρας τὸ αὐτὸ κάλυμμα ἐπὶ τῇ ἀναγνώσει τῆς παλαιᾶς διαθήκης μένει μὴ ἀνακαλυπτόμενον , ὅτι ἐν Χριστῷ κα - ταργεῖται
, ὡς Στράβων ἑβδόμῃ . οὗτοι λέγονται καὶ Τετράκωμοι . Τευθίς , πόλις Ἀρκαδίας . τὸ ἐθνικὸν πατρωνυμικῶς Τευθίδης .
θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ , ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει : καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν , ὅτι ἐκ τοῦ
7424651 θαψος
εἴρηνται τοῖς ἄλλοις . ἐν τῇ Σικελίᾳ δὲ γίνεται ἡ θάψος . ταύτης δὲ τῷ χυλῷ χρῶνται πρὸς ὄφεις .
] , πάντοτε ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ ὑμῶν ἐν ταῖς προσευχαῖς , ἵνα σταθῆτε τέλειοι καὶ πεπληροφορημένοι ἐν παντὶ θελήματι τοῦ θεοῦ
, διεξελεύσομαι . Ἔστι τις νῆσος Σικελία , ἐν ᾗ θάψος τις λεγομένη γίγνεται βοτάνη . Ταύτης τῆς θάψου τὴν
ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος . βλέπετε ἑαυτούς , ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε ἀλλὰ μισθὸν πλήρη ἀπολάβητε .
7424320 τρωγω
, βαρύνεται , εἰ μὴ παρ ' ὄνομα εἴη : τρώγω φεύγω τμήγω λήγω θήγω . τὸ μέντοι ῥιγῶ ἔχει
καὶ χρίσας ἡμᾶς θεός , ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν .
ἀφέξομαι βώλου , ὑφ ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω . ” “ Μὴ λοξὰ βαίνειν ” ἔλεγε καρκίνῳ
οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ ἀλλ ' ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει , δοὺς δόξαν τῷ θεῷ καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός
7421243 κυναλωπηξ
διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ
δὲ ἐνεργήματα δυνάμεων , ἄλλῳ [ δὲ ] προφητεία , ἄλλῳ [ δὲ ] διακρίσεις πνευμάτων , ἑτέρῳ γένη γλωσσῶν
κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ
ὁ γενόμενος εἰς κεφαλὴν γωνίας . καὶ οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία , οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον
7418322 Βλεπω
Μο ζ ∠ ʹ , ὁ βος Μο ε . Βλέπω οὖν πόθεν ὁ ʂ γέγονεν Μο ζ ∠ ʹ
ὁ θεὸς ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν . πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι
κρύψεις τάφῳ φράζου τὸν ἄνδρα χὤ τι μυθήσῃ τάχα . Βλέπω γὰρ ἐχθρὸν φῶτα , καὶ τάχ ' ἂν κακοῖς
: εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη , ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν . Ὦ ἀνόητοι Γαλάται , τίς ὑμᾶς ἐβάσκανεν ,
7417916 Ἐπιστημη
αἰτεῖν τοὺς θεούς ; Καὶ μάλα , ὦ Σώκρατες . Ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ὁσιότης ἂν εἴη ἐκ
ἐποίησεν σημεῖον ἔλεγον ὅτι Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον . Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν
ἐν ποιότητι ἢ τοῦ ἐν μεγέθει καὶ τοῖς ἑξῆς . Ἐπιστήμη μὲν οὖν πᾶσα ἐκ πεπερασμένων ἀρχομένη [ τῶν ἰδίων
ὁ θεός , ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος , ὁ παντοκράτωρ . Ἐγὼ Ἰωάννης , ὁ ἀδελφὸς
7415420 ἀττικισμος
ἐπιμέλεια , ἀκρίβεια , σκέψις , περίσκεψις , ἑλληνισμός , ἀττικισμός , πολυγνωμοσύνη , πολύνοια , πολυλογία , εὐγλωττία ,
: λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων . εἰ δὲ τὸν
Φερέκλου κατεσκευάσθησαν αἱ νῆες τῷ Ἀλεξάνδρῳ . * ὁλκαίης : ἀττικισμός τριήρεος , νεώς , πλοίου μακροῦ ἀκάτῳ ἴσος :
καὶ εὐσέβειαν δεδωρημένης διὰ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ καλέσαντος ἡμᾶς ἰδίᾳ δόξῃ καὶ ἀρετῇ , δι ' ὧν τὰ τίμια καὶ
7412919 Τοιαυτη
μὴ διαλύεσθαι καὶ γενέσθαι καὶ τοῦ θανάτου κρείττους γίνεσθαι . Τοιαύτη προῆλθεν ἡ ἀνθρώπου ψυχή , οὐσία λογική , ἀεικίνητος
; καὶ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσιν τὰ ἴσα . πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν
τῆς Λιβύης τὸν πλατὺν αὐτῆς κόλπον ἀμφέλκεται ἢ περισύρεται . Τοιαύτη μὲν τῆς Λιβύης ἡ μορφὴ καὶ τὸ σχῆμά ἐστιν
ἀποτελῶ σήμερον καὶ αὔριον , καὶ τῇ τρίτῃ τελειοῦμαι . πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ πορεύεσθαι
7411823 ὀμφη
: φωνὴν , βοήν . Ὄσσα ἡ φήμη καὶ ἡ ὀμφὴ , ἐπὶ τῶν μάντεων παρ ' Ὁμήρῳ : σήμαινε
ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ : ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ , ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου ,
ἐφ ' οἷς ἀπέλιπεν ἄν με καὶ ἡ τοῦ δαιμονίου ὀμφὴ μὴ καθαρὸν ὄντα . καὶ μὴν εἴ τις ἀφελὼν
ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ , αὐτὸς μόνος μένει : ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ,
7411397 ἀγχιπτολις
. ἐγχίπολις ἡ διὰ τοῦ ἔγχους πορθοῦσα τὰς πόλεις . ἀγχίπτολις ] + ἥτις ἐστὶ πλησίον τῆς πόλεως . πύλαισι
οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ θεός , τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν . ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς
Ὄγκα Παλλάς : πρῶτα μὲν ἡ Ἀθηνᾶ ἥτε καὶ ἥτις ἀγχίπτολις πύλαισι γείτων , ἤτοι ἡ πλησίον τῶν τῆς πόλεως
καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη : πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν , ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ
7410195 Κολωνος
ἱππείου δὲ θεοῦ τοῦ Ποσειδῶνος . ἔστι δὲ καὶ ἕτερος Κολωνὸς ἐργάτης : δώμαθ ' ἱππείου θεοῦ : διχῶς δὲ
πατρός μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ . Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν
ἀντὶ τοῦ πόλις : τετράπολις γὰρ ἡ Ἀττική : ἱερὸς Κολωνὸς δώμαθ ' : δέξεταί με δηλονότι . Κολωνὸς ἀκρωτήριον
καὶ λήμψεσθε , ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη . Ταῦτα ἐν παροιμίαις λελάληκα ὑμῖν : ἔρχεται ὥρα ὅτε οὐκέτι
7408309 νησαιος
ὡς Σίφνιος . ἀλλὰ καὶ Πεφναῖος , ὡς τοῦ νῆσος νησαῖος , καὶ Πεφναία τὸ θηλυκόν . Πηγαί , παροικία
οἱ ἀετοί . Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων , ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται , καὶ ἡ σελήνη οὐ
] ἐν [ δικτύωι ἕλκει ] γέρων ? ? ? νησαῖος ; ὡς ? ? [ ἀμήχανον × – ˘
τοῦ οὐρανοῦ καὶ σαλπίσουσιν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ μετὰ τῶν κεράτων ἐκείνων , καθὼς προεῖπεν ὁ προφήτης Δαυίδ , ἐν φωνῇ
7406750 δεικω
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος
κόσμου ἐπιζητοῦσιν : ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων . πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν αὐτοῦ , καὶ ταῦτα
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ
προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι . τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς
7406171 Μετανοια
δαπανᾶται , φονεύεται , ἀναλύεται , διαρρεῖ , κατατήκεται . Μετάνοια , μεταμέλεια , μετάγνωσις , μετάμελος , ἀναλογισμός ,
καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν . σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν . εἰ οὖν τὸ
ἐκ προαιρέσεως συναντήσασα . Εἶτα τί γίνεται , ἐὰν ἡ Μετάνοια αὐτῷ συναντήσῃ ; Ἐξαιρεῖ αὐτὸν ἐκ τῶν κακῶν καὶ
ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται , πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστιν . διὸ λέγει , Ἔγειρε , ὁ καθεύδων
7400916 ἑβδοματη
κοῦφα τίταινον ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη
ὃν οὐκ ἐκηρύξαμεν , ἢ πνεῦμα ἕτερον λαμβάνετε ὃ οὐκ ἐλάβετε , ἢ εὐαγγέλιον ἕτερον ὃ οὐκ ἐδέξασθε , καλῶς
ὡς ἕβδομος ἑβδόματος , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ θηλυκὸν ἑβδομάτη ἑνδεκάτη . ὅτι δὲ ἐκ παραθέσεων δύο ἓν γίνεται
; οὐδὲ τοὺς ἑπτὰ ἄρτους τῶν τετρακισχιλίων καὶ πόσας σπυρίδας ἐλάβετε ; πῶς οὐ νοεῖτε ὅτι οὐ περὶ ἄρτων εἶπον
7398837 εὐπαιδευσια
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ
ἐσθίει , καὶ εὐχαριστεῖ τῷ θεῷ . οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ , καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνῄσκει : ἐάν τε
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ
ἀπὸ τῆς μάστιγος . καὶ εὐθὺς ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ
7392891 Δρυοπις
, ἀπὸ Κύθνου κτίσαντος . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Ὀφίουσα καὶ Δρυοπίς . ὁ νησιώτης Κύθνιος . καὶ Κύθνιος τυρὸς καὶ
ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ . ἦσαν δὲ παρ ' ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί
καὶ τῆς Φωκίδος χώρης , ἥ περ ἦν τὸ παλαιὸν Δρυοπίς : ἡ δὲ χώρη αὕτη ἐστὶ μητρόπολις Δωριέων τῶν
μου ὁ οὐράνιος ποιήσει ὑμῖν ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν . Καὶ ἐγένετο ὅτε
7391626 ἐπιγειος
τοῖς ἀργιλώδεσι . Πολυειδὴς δὲ ὁ κιττός : καὶ γὰρ ἐπίγειος , ὁ δὲ εἰς ὕψος αἰρόμενος : καὶ τῶν
οὐκ ἀνθρώποις , εἰδότες ὅτι ἕκαστος , ἐάν τι ποιήσῃ ἀγαθόν , τοῦτο κομίσεται παρὰ κυρίου , εἴτε δοῦλος εἴτε
ἐλάᾳ , ὁ δὲ μέλας οἷον ἡ μυρίκη σαρκῶδες : ἐπίγειος δὲ μᾶλλον ὁ λευκός : ἔστι δὲ ὀσμώδης ,
ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν , καθὼς γέγραπται , Ἐσκόρπισεν , ἔδωκεν τοῖς πένησιν
7389967 Μολυβδινη
τ . Μολοτός ὁ τόπος . τὸ κτητικὸν Μολοττικός . Μολυβδίνη , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Μολυκρία ,
οὕτως πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ , τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ : οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν
πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος μετὰ δὲ Σίξος πόλις . . Μολυβδίνη : πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Σικάνη
ἐστιν δένδρον καλὸν ποιοῦν καρπὸν σαπρόν , οὐδὲ πάλιν δένδρον σαπρὸν ποιοῦν καρπὸν καλόν . ἕκαστον γὰρ δένδρον ἐκ τοῦ
7388739 ἑαφθη
ἐάγη . πῶς οὖν παρὰ τὸ ἕπω καὶ ἥφθη τὸ ἑάφθη δύναται διαιρεῖσθαι ; διὸ ὁ Τυραννίων ἐκδέχεται ἀπὸ τοῦ
. ὃν γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὰ ῥήματα τοῦ θεοῦ λαλεῖ , οὐ γὰρ ἐκ μέτρου δίδωσιν τὸ πνεῦμα .
ἐκλίνθη δ ' ἑτέρωσε κάρη , ἐπὶ δ ' ἀσπὶς ἑάφθη . . . . Ν : Ἑάφθη : Ἀρίσταρχος
ὄντες ; ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ . ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει
7388709 τετυπωται
ΕΤΟΣ τρισύλλαβα προσηγορικὰ ἢ ἐπιθετικὰ ὀξύνεται , εἰ μὴ παρωνύμως τετύπωται : κοπετός πυρετός τοκετός συρφετός ἀφυσγετός . τὸ μέντοι
ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν , ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα θεοῦ γενέσθαι , τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ , οἳ
τουτέστι τὰ κατὰ μέρος ἐνθυμήματα , ἃ καθάπερ ἐν στήλῃ τετύπωται καὶ ἐγκεχάρακται . Ἀρνὼν δ ' εἰσὶν αἱ στῆλαι
ἔσπευδεν γὰρ εἰ δυνατὸν εἴη αὐτῷ τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα . Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς
7388689 κηωεις
Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . . . . , , : κηώεις : ἐπὶ τοῦ θαλάμου . ἐκ τοῦ κέω ,
τὰ μὲν ὑποδείγματα τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς τούτοις καθαρίζεσθαι , αὐτὰ δὲ τὰ ἐπουράνια κρείττοσιν θυσίαις παρὰ ταύτας . οὐ
σο κέων , ὦ ξεῖνε . κεώεις οὖν θάλαμος καὶ κηώεις . ὁ εἰς τὸ κοιμᾶσθαι εἰργασμένος . οὕτω Φιλόξενος
ὅταν ὑμᾶς καλῶς εἴπωσιν πάντες οἱ ἄνθρωποι , κατὰ τὰ αὐτὰ γὰρ ἐποίουν τοῖς ψευδοπροφήταις οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ
7388475 ἠλυγη
ἐν τῷ δικαστηρίῳ εἰ μὴ τὴν σκιὰν τῆς δίκης . ἠλύγη γὰρ τὸ σκότος , καὶ ἠλυγισμένον τὸ ἐσκοτισμένον .
, τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς ὅτι οὐ κενὴ γέγονεν , ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες καθὼς οἴδατε ἐν Φιλίπποις
καὶ ἰσχυρῶς . Ἐπηλυγάσασθαι : οἷον ἐπισκοτῆσαι καὶ ἀποκρύψαι : ἠλύγη γὰρ ἡ σκιά . Ἐπιτευτάζειν : πραγματεύεσθαι ἢ σκαιωρεῖν
Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη , ἡ δὲ γυνὴ ἐξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονεν . σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας , ἐὰν μείνωσιν
7371400 Ἀνθεια
, . , . . . . + . . Ἄνθεια : ἡ Ἥρα : ὅτι ἀνίησι τοὺς καρπούς ,
ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας : ἐν οἷς καὶ ἡμεῖς πάντες ἀνεστράφημέν ποτε ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῆς σαρκὸς ἡμῶν
Ἄργους , ὡς Φίλων . τὸ ἐθνικὸν Ἀνθεύς . ἔστιν Ἄνθεια καὶ τοῦ Πόντου πόλις πρὸς τῆι Θράικηι . .
ἀπεκτείνατε , ὃν ὁ θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν , οὗ ἡμεῖς μάρτυρές ἐσμεν . καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος
7368068 μυλη
ὧν ἤδη διείληπται , φυλάττει τὸ η : οἷον , μύλη , μυλήφατος : κοτύλη , κοτυλήρυτος : βοὴ ,
προσεφώνει αὐτοῖς μᾶλλον παρέσχον ἡσυχίαν . καὶ φησίν Ἐγώ εἰμι ἀνὴρ Ἰουδαῖος , γεγεννημένος ἐν Ταρσῷ τῆς Κιλικίας , ἀνατεθραμμένος
: ἐὰν δὲ τοιαύτη ᾖ οἷον ὅταν παιδίον ἔχῃ , μύλη θερμή τε καὶ ξηρά ἐστι διὰ τὸ εἴσω τετράφθαι
δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ὑπέστρεψεν . ἐδεῖτο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ ἀφ ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ
7364566 τεμω
νέμω : δέμω : δρέμω : χρέμω τὸ ἠχῶ : τέμω : γέμω : τὸ κρεμῶ : θεμῶ : πολεμῶ
τοῦ θανάτου ἐσχήκαμεν , ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ ' ἑαυτοῖς ἀλλ ' ἐπὶ τῷ θεῷ τῷ ἐγείροντι τοὺς νεκρούς
. . . Ἀτέμβω : στερῶ . εἴρηται παρὰ τὸ τέμω , ὅπερ ἐστὶ πρωτότυπον τοῦ τέμνω : γίνεται ἀτεμῶ
: ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς οὐ συνιᾶσιν . ἡμεῖς δὲ οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα
7361160 κυριευω
γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως , ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί
πεπίστευκεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς υἱοῦ τοῦ θεοῦ . αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις , ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν
τοῦ ἄνασσε σύνταξις τὴν γενικὴν ἀπῄτησεν . οὕτως ἔχει τὸ κυριεύω , δεσπόζω , κρατῶ , ἄλλα πλεῖστα τῆς ἴσης
κύριος : εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον , καὶ αὕτη συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ ' αὐτοῦ , μὴ ἀφιέτω αὐτήν
7357149 ὀκριοεις
ὡς βροτὸς βροτόεις , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ο ὀκριόεις . καὶ τὸ θηλυκὸν ὀκριόεσσα . . , :
Μωϋσέως χωρὶς οἰκτιρμῶν ἐπὶ δυσὶν ἢ τρισὶν μάρτυσιν ἀποθνῄσκει : πόσῳ δοκεῖτε χείρονος ἀξιωθήσεται τιμωρίας ὁ τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ
καὶ σαῦραι χάνναι τε καὶ ὀρφέες ἠδὲ γαρίσκοι , κάραβος ὀκριόεις καὶ εὐόνυχες κήρυκες καὶ λεπάδες χῆμαί τε καὶ ὀξυέθειρες
ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη , καὶ ὁ θεὸς τρέφει αὐτούς : πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν . τίς δὲ ἐξ
7355789 ὀρυνω
ὄνυξ . Ὀτρύνω . πλεονασμῷ τοῦ τ , ὄρω , ὀρύνω , καὶ ὀτρύνω . Ὁδεῖνα . ὅδε , ὅδει
καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν καθ ' ὑμῶν [ ψευδόμενοι ] ἕνεκεν ἐμοῦ : χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε , ὅτι ὁ μισθὸς
, ὁ παθητικὸς ἄχνυμαι καὶ ἀχνύμενος , ὥσπερ ὀρῶ ὀρύω ὀρύνω ὄρνυμι ὄρνυμαι ὀρνύμενος ' . . . . ἄχος
διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους : μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ ἔργον τοῦ θεοῦ . πάντα μὲν
7355264 Ἰωμεν
ἄλλως ἀνδρικόν : καὶ ἡ πλάνη φαίνεται πάντως ἀδικουμένου . Ἴωμεν οὖν Κιλικίαν μὲν ἀφέντες ἐπὶ Καππαδοκίαν καὶ τὸν Πόντον
ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ , πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί , γέγονεν πάντων ἔνοχος . ὁ γὰρ εἰπών ,
μέτρον τις εἰ περιέλοι , ῥητορείαν ἂν εὕροι πολιτικήν . Ἴωμεν ἐπὶ τοὺς τραγῳδούς , οὐκ ἐπειδὴ μὴ προσήκει πᾶσιν
ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ , πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί , γέγονεν πάντων ἔνοχος . ὁ γὰρ εἰπών ,
7355029 ἐμβαρος
οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος ἀρχαϊσμὸς οὗτος ῥημάτων „ . ἄρκτου δὲ γενομένης ἐπ
πνεῦμα κυρίου ἥρπασεν τὸν Φίλιππον , καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος : ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων
μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . Μένανδρος Ῥαπιζομένῃ : ” οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος
οὐδέν ; ἴδε πόσα σου κατηγοροῦσιν . ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη , ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον . Κατὰ
7353049 θεολογικος
ἢ ἀσθένειαν . τί δὲ δή κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι ὁ θεὸς ἀμετάβλητος . εἱλήσεων . τῶν ὑπὸ
κτίσει τῇ ὑπὸ τὸν οὐρανόν , οὗ ἐγενόμην ἐγὼ Παῦλος διάκονος . Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασιν ὑπὲρ ὑμῶν ,
ἢ οὐδὲ ὅλως . τοιοίδε που κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι πάντων ἀγαθῶν ὁ θεὸς αἴτιος : τῶν κακῶν
ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου , οὗ ἐγενήθην διάκονος κατὰ τὴν δωρεὰν τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ τῆς δοθείσης
7347367 ἰωνικη
εἷς τις ἀνεδίδοτο συριγμός : εὐμενίᾳ . ἤγουν εὐμενῶς . ἰωνικὴ συστολή . [ . ] Τότε , φησίν ,
[ ὁ ] Ἰησοῦς , Οὐκ ἔστιν γεγραμμένον ἐν τῷ νόμῳ ὑμῶν ὅτι Ἐγὼ εἶπα , Θεοί ἐστε ; εἰ
. ἀμηχανίῃσι : ἀπορίαις . Ἀνόρουσε : ὥρμησε , συστολὴ ἰωνικὴ , καὶ ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς
Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ , Ὃν ἔγραψεν Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται εὑρήκαμεν , Ἰησοῦν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ
7345022 ὑπερασπιστης
: ἐγὼ γὰρ σύνειμί σοι ἐπίκουρος [ - ] καὶ ὑπερασπιστὴς [ - ] ἐν παντὶ τόπωι ? [ καθ
πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ ' αὐτῆς πάντα καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα , ἀκούσασα
τετράποδος καὶ ἀφηνιαστοῦ πάθους ἀλόγοις ὁρμαῖς ἀφανίσας , βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς ἐγένετο τῆς ὁρατικῆς ψυχῆς , ὡς χαρίσασθαι παντελῆ σωτηρίαν
. πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες : καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς ,
7342532 τριβος
Ὁδιουπολίτης . Ὁδός , παρὰ τὸ ἑδός , ἡ πεπατημένη τρίβος . τὸ παράγωγον ὅδιος καὶ ἐνόδιος , καὶ ὅδιος
αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον , αἰτήσει , καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν , τοῖς ἁμαρτάνουσιν μὴ πρὸς θάνατον .
: ἡ ὁμιλία . καὶ ἡ γυνή . ὁδός : τρίβος . ἢ πλοῦς . οἰκῆες : τοὺς κατὰ γένος
ἔχων λιβανωτὸν χρυσοῦν , καὶ ἐδόθη αὐτῷ θυμιάματα πολλὰ ἵνα δώσει ταῖς προσευχαῖς τῶν ἁγίων πάντων ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ
7340074 ἐκπινεται
τὸ δ ' αἷμα τὸ μὲν παχύτατον ὑπὸ τῶν σαρκωδῶν ἐκπίνεται : ὑπερβάλλον δὲ εἰς τοὺς τόπους τούτους λεπτὸν καὶ
Κηφᾷ ἔμπροσθεν πάντων , Εἰ σὺ Ἰουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς καὶ οὐχὶ Ἰουδαϊκῶς ζῇς , πῶς τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις Ἰουδαΐζειν ;
τῶν ἐφόδων τοῦ ἡλίου καὶ ὑπὸ τὴν μεσημβρίην πνέων , ἐκπίνεται τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τοῦ ἡλίου : ἀποξηραινόμενος δὲ ἀραιοῦται
ἐφείσατο , ἀλλὰ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν , πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται ; τίς
7334372 Εἰκας
ἐστὶν ἑβδόμη , Ἡ δωδεκάτη πέντε σὺν λοιποῖς δέκα , Εἰκάς τε τρίτη τέσσαρα σὺν εἰκάδι . Αἰγοκέρωτος ἡ δυὰς
διάκονός ἐστιν σοὶ εἰς τὸ ἀγαθόν . ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς , φοβοῦ : οὐ γὰρ εἰκῇ τὴν μάχαιραν
ἐσχάτη . Τῶν Ἰχθύων δὲ τὰ δέκα σὺν ἐννέα , Εἰκάς τε σὺν τετράσιν , ἓξ σὺν εἰκάδι , Εἰκάς
γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν , ἀλλὰ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω . εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω [
7333677 ξιφηφορος
ἐπ ' ἀγκύρας λάβω , ἀνὴρ παρ ' ἄνδρα στήσεται ξιφηφόρος . σὲ χρὴ βραβεύειν πάντα : πόμπιμοι μόνον λαίφει
οὖν ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν , Ἐὰν μὴ σημεῖα καὶ τέρατα ἴδητε , οὐ μὴ πιστεύσητε . λέγει πρὸς αὐτὸν
δεκανοὺς γʹ : καὶ τῷ μὲν αʹ δεκανῷ παρανατέλλουσιν Ὠρίων ξιφηφόρος καὶ τὸ ἥμισυ τῆς Πλειάδος καὶ ἥμισυ λειψάνου Νεκρᾶς
μαρτυροῦντι τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ , διδόντι σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τῶν χειρῶν αὐτῶν . ἐσχίσθη δὲ τὸ
7332625 ἀως
, προστιθέασι τὸ υ , τὸ ἀὴρ αὐὴρ καὶ τὸ ἄως αὔως λέγοντες . Ἐπεὶ οὖν οὐ μόνον ἄτη ,
ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῶσιν , οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσιν νόμος : οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ
τὸ υ , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀήρ αὐήρ , καὶ ἄως αὔως . ὅτε δὲ σύμφωνόν ἐστι μεταξὺ , οὐκέτι
κατὰ τῆς ψυχῆς : τὴν ἀναστροφὴν ὑμῶν ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἔχοντες καλήν , ἵνα , ἐν ᾧ καταλαλοῦσιν ὑμῶν ὡς
7331615 ἐπετειος
σπερμάτων χείρω διὰ ταύτας τὰς αἰτίας . Ἡ δ ' ἐπέτειος βλάστησις , αὕτη γὰρ οἷον δευτέρα γένεσίς ἐστιν ,
καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι : ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε : οὕτως γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς
γίνεται μετὰ τὴν βλάστησιν : τὸ δ ' ὅλον οὐκ ἐπέτειος ἡ τούτων , ἀλλ ' εἰς πλείω χρόνον ἡ
χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ . ὥσπερ γὰρ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ θεῷ , νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων
7330813 Λακερεια
χιτῶνος ἡ Χιτώνη καὶ ἡγεμόνος Ἡγεμόνη . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Λακέρεια . Ἑρμιών δὲ ἀπὸ τοῦ τὸν Δία καὶ τὴν
ψυχήν μου ὑπὲρ σοῦ θήσω . ἀποκρίνεται Ἰησοῦς , Τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ ἐμοῦ θήσεις ; ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι
ἀκαταμαχήτῳ δυνάμει ὁρμῶσαν , εἰς τὴν Λακέρειαν . ἡ δὲ Λακέρεια πόλις Θεσσαλίας . ξενίαν κοίταν : ἢ τὴν μετὰ
διὰ τοῦτό με ὁ πατὴρ ἀγαπᾷ ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου , ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν . οὐδεὶς αἴρει
7324639 Βοιβη
ἐν Κρήτῃ Βοίβη τῆς Γορτυνίδος . καὶ ἐν Μακεδονίᾳ λίμνη Βοίβη . τὸ ἐθνικὸν τῆς Βοίβης Βοιβεύς καὶ Βοιβηίς θηλυκόν
σωτηρίας τύχωσιν τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου . πιστὸς ὁ λόγος : εἰ γὰρ συναπεθάνομεν , καὶ συζήσομεν
: σεσημείωται βοικία , ἡ θεράπαινα : βοικεῖ γαμήσκει : Βοίβη λίμνη καὶ πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ : Βοιωτὸς τὸ ἔθνος
κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι , ἵνα ἐλεήμων γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν θεόν , εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι
7321420 Αἰαντειος
εἰς ΕΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα μὴ πλεοναζούσης τῆς ΕΙ διφθόγγου προπαροξύνεται : Αἰάντειος Ὁμήρειος γαλήνειος Ἱππάρχειος . τὸ δὲ ἀδελφειός ἀπὸ τοῦ
χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν , οὕτως καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργων νεκρά ἐστιν . Μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε , ἀδελφοί
ἐλπισάντων νικᾶν , εἶθ ' ὑπ ' ἐκείνων ἁλόντων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἀνίπτοις χερσίν
δικαιοσύνην , καὶ φίλος θεοῦ ἐκλήθη . ὁρᾶτε ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον . ὁμοίως
7320672 ἀρειος
ὄνομα ἀρσενικὸν εἴδους τῶν παραγώγων παρωνύμου κτητικοῦ . ἔστιν Ἄρης ἄρειος , Ἰωνικῇ διαλύσει ἀρέϊος καὶ τροπῇ ἀρήϊος , ὡς
ἢ ἐν διδαχῇ ; ὅμως τὰ ἄψυχα φωνὴν διδόντα , εἴτε αὐλὸς εἴτε κιθάρα , ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ
Ἄρεως ἐτέχθη , διὸ οὕτως ὠνομάσθη . . . . ἄρειος Πάγος : δικαστήριον Ἀθήνησιν οὕτως καλούμενον . καὶ οἱ
μου . τί γάρ ; πλὴν ὅτι παντὶ τρόπῳ , εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθείᾳ , Χριστὸς καταγγέλλεται , καὶ ἐν
7317359 Νωλα
. . Ἀπίολλα : πόλις Ἰταλίας : Ἀπιολλανός , ὡς Νῶλα Νωλανός . . . † Ἀπόβρωτοι : ἔθνος Ἰταλίας
εἰς τὸν κόσμον . οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν . εἶπεν οὖν [ αὐτοῖς ] ὁ Ἰησοῦς ,
ἐξ αὐτοῦ Νυσαιεύς τρισυλλάβως καὶ Νυσαεύς ἄνευ τοῦ ι . Νῶλα , πόλις Αὐσόνων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Νώλην δὲ
οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὰς παραβολάς . καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς , Ὑμῖν τὸ μυστήριον δέδοται τῆς βασιλείας τοῦ
7315305 ΚΟΣ
λευκός γλαυκός πλὴν τῶν παραληγόντων τῷ Ω . Τὰ εἰς ΚΟΣ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς Α παραληγόμενα , οὗ προηγεῖται σύμφωνον
πάντες τέκνα , ἀλλ ' , Ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα . τοῦτ ' ἔστιν , οὐ τὰ τέκνα τῆς
φολκός ἐστι τριγενὲς ἔχον καὶ τὸ Λ . Τὰ εἰς ΚΟΣ δισύλλαβα μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου τοῦ Σ ἀπὸ συμφώνου
ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ , ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει : καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν
7314324 Μηκυβερνα
Λίπαξος : πόλις Θράικης . Ἑκαταῖος . . . . Μηκύβερνα : πόλις Παλλήνης τῆς ἐν Θράικηι χερρονήσου . Ἑκαταῖος
ὅτι ἐγώ εἰμι . οἱ δὲ εἶπαν , Τί ἔτι ἔχομεν μαρτυρίας χρείαν ; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος
Ἔξω δὲ τοῦ ἰσθμοῦ πόλεις αἵδε : Ὄλυνθος Ἑλληνὶς , Μηκύβερνα Ἑλληνὶς , Σερμυλία Ἑλληνὶς καὶ κόλπος Σερμυλικὸς , Τορώνη
παρεισάκτους ψευδαδέλφους , οἵτινες παρεισῆλθον κατασκοπῆσαι τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν ἣν ἔχομεν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ , ἵνα ἡμᾶς καταδουλώσουσιν : οἷς
7313968 πολυπυρος
ἀκμὴ τοῦ πάθους . ὁρμή . : ἄπυρος ] Ἡ πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν πάθος . ἤ , πῦρ
ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν , μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοποῦντες , ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστοι .
καὶ βλάβας διδοῦν . . βέλος . . ἄπυρος ] πολύπυρος , διὰ τὸ σφοδρὸν καὶ πολὺ τοῦ πάθους :
ὅταν μετασταθῶ ἐκ τῆς οἰκονομίας δέξωνταί με εἰς τοὺς οἴκους ἑαυτῶν . καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα ἕκαστον τῶν χρεοφειλετῶν τοῦ κυρίου
7313490 Γελως
. Γυναικὶ μὴ πίστευε , μηδ ' ὅταν θάνῃ . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ
ἀρχιερεὺς διέρρηξεν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων , Ἐβλασφήμησεν : τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων ; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν
χρόνον δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ
ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι , καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι . Ἰδοὺ ἔρχομαι ταχύ , καὶ ὁ μισθός μου

Back