' ἄλγος ἐνὶ φρεσὶν ἀσπαλιήων . ἀλλ ' ἤν μιν καθέλωσιν ὑποφθαδὸν ἐγγύθι γαίης , ἔνθα δὲ καὶ τριόδοντι καὶ
παρασκευὴν τοῦ μειρακίου , ἔκριναν προτέρῳ τῷδε πολεμεῖν , ἔστε καθέλωσιν , καὶ τότε Ῥωμαίοις ἀπαντᾶν . Σύφαξ μὲν οὖν
8130523 ἀμφουδις
ὁ μέλλων οὐδίσω , ἀποβολῇ οὖν οὖδις καὶ ἐν συνθέσει ἀμφοῦδις . οὕτως Ὠρίων , . , . . Ἀμφορεύς
ἀμφοῦδις : παρὰ ἀποβολῇ τοῦ ω οὖδις καὶ ἐν συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον
7970229 καταγαιον
τόπος , ἔνθα κληροῦνται οἱ δικασταί . κατάγειον : οὐχὶ κατάγαιον διὰ τῆς αι διφθόγγου . κυψέλαι φρονημάτων : οἷον
μὲν τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη , καταβὰς δὲ κάτω ἐς τὸ κατάγαιον οἴκημα διαιτᾶτο ἐπ ' ἔτεα τρία . Οἱ δέ
7837150 καρτερικως
πεντήκοντα ἡμέρας , εἰ τύχοι , εἶτα , εἰ ἤγαγε καρτερικῶς , ἐποίουν αὐτὸν ξεσθῆναι ἐπὶ δύο ἡμέρας , εἶτα
εὐπειθές . Τοῖς ἄρχουσιν ὑπάρχει διὰ φόβον : ὅθεν καὶ καρτερικῶς τούς τε πόνους καὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος πολέμους
7810538 ἀπεκρουσθησαν
κατὰ κράτος . μετὰ δὲ ταῦτα τῶν Ἠλείων πανδημεὶ παραταξαμένων ἀπεκρούσθησαν εἰς τὰς ναῦς : εἶτ ' ἀποπλεύσαντες εἰς τὴν
στρατεύσαντες ἐπὶ Ναύπακτον , κατοικούντων ἐν αὐτῇ τότε Μεσσηνίων , ἀπεκρούσθησαν . μετὰ δὲ ταῦτα στρατεύσαντες ἐπὶ τὴν ὀνομαζομένην Μολυκρίαν
7796990 συνεθηκατο
ὁ ὄρθιος . Ἀνακῶς . ἐπιμελῶς , φυλακτικῶς . Ξενίην συνεθήκατο . ἀντὶ τοῦ ὡς ξένιον ἐδωρήσατο . Ἐπιστρεφέως .
ἐπείτε αὐτῶν τοῦτο παρέλαβε , ἐποίεε τά περ τῷ Δαρείῳ συνεθήκατο . Ἐξαγαγὼν γὰρ τῇ δεκάτῃ ἡμέρῃ τὴν στρατιὴν τῶν
7791756 ὑπερηφανῳ
θ ἑδωλίων ] ἀπὸ τῶν παρθενώνων . Ξ ὑπερκόμπῳ ] ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ .
ἐπὶ κλίναις βεβλημένα μάλα ἁβραῖς , καὶ στρωμναῖς ὕφει τινὶ ὑπερηφάνῳ κεκοσμημέναις ἐπιθέντας , ὑπὸ δᾳσὶν ἐνακμαζούσαις τῷ πυρὶ ἐκέλευσεν
7771665 Ῥᾳθυμια
φίλε . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς πλούσιος , πένης ἔσῃ . Ῥᾳθυμία γε τὰ πόλλ ' ἐλαττοῦσθαι ποιεῖ . Ῥᾷον βίον
ἐπικαμπὴς , ἣν ἀεὶ φέρουσιν οἱ κήρυκες . Ὀλιγωρία . Ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια παρὰ τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν καὶ φροντίδα
7743623 Λογχατης
, ὁπλῖται δὲ καὶ πεζοὶ συναμφότεροι δισμύριοι . ὁ δὲ Λογχάτης ἀγνοούμενος παρελθὼν ἐς τὸν Βόσπορον προσέρχεται τῷ βασιλεῖ διοικουμένῳ
χαίροντες . ” “ Οὐ μόνον , ” ἐπεῖπεν ὁ Λογχάτης , “ ἀλλὰ ἕκαστος ἡμῶν ὅλος ὕβρισται , ὁπότε
7742756 Ἀνθραξ
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος .
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων
7740271 Πατρ
δεδουλευκὼς καὶ μὴ παλίμπρατος . Ὑπ . ἐν τῷ κατὰ Πατρ . : ἀδούλευτον ἢ βάρβαρον πριάϲθω . . .
. , . Ὑπ . δ ' ἐν τῷ κατὰ Πατρ . , εἰ γνήσιος ὁ λόγος , τοὺς Ἀρεοπαγίτας
7720688 ξυνεστιοι
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ]
7716177 σκυλευειν
τρέποιντο , ἑαυτῶν δ ' ἀπέχοιντο . Τί δέ ; σκυλεύειν , ἦν δ ' ἐγώ , τοὺς τελευτήσαντας πλὴν
προηγούμενον , ὡς ὅταν ἐναρίζειν λέγῃ τὸ φονεύειν ἀπὸ τοῦ σκυλεύειν . Ἔστι δὲ καὶ ἄλλος τρόπος ἡ μετωνυμία ,
7713275 πελασαντες
δὲ ἐπὶ τοῦ φρουρίου τῇ καταλήψει ὀλίγαις ἡμέραις ὕστερον Ζαριάσποις πελάσαντες τῇ μὲν πόλει προσβαλεῖν ἀπέγνωσαν , λείαν δὲ πολλὴν
. μάχονται δὲ ἀπὸ ἵππων , σειρὰς ἱμάντων ἑλίσσοντες : πελάσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφιᾶσι τοὺς ἀπὸ τῶν ἱμάντων βρόχους
7710743 ἀσωτιον
' ἐν τοῖς Ἀρκαδικοῖς δείπνοις μνήμης ἠξιωμένων . καὶ τὸ ἀσώτιον ποῦ κεῖται ; ἀσώτους μὲν γὰρ οἶδα διαβοήτους :
μηδὲ χέσαι γ ' αὐτῷ σχολὴ γενήσεται μηδ ' εἰς ἀσώτιον τραπέσθαι μηδ ' ἐὰν αὐτῷ ξυναντᾷ τις , λαλῆσαι
7710438 Δημεου
. Ἔῤῥωσο . . ̈ . . Ζήνων Μνασέου ἢ Δημέου , Κιτιεὺς ἀπὸ Κύπρου , πολίσματος Ἑλληνικοῦ , Φοίνικας
Γλαυκίας τοῦ πατρὸς ἀποθανόντος παραλαβὼν τὴν οὐσίαν ἠράσθη Χρυσίδος τῆς Δημέου γυναικός . ἐμοὶ δὲ διδασκάλῳ ἐχρῆτο πρὸς τοὺς λόγους
7709898 Ἀναχρονισμος
πρῶτος ] Ἤγουν ὁ Πιττακός . : ὃς πρῶτος ] Ἀναχρονισμός . : ἐβάστασε ] Ἐδοκίμασεν : ἐπεὶ μέγα τόξον
Ὅθεν ὁ Ἰόνιος κόλπος οὕτω προσηγορεύθη . . , : Ἀναχρονισμός . σημεῖά σοι τάδ ' ἐστί : Ταῦτά σοί
7709406 ἐπανθησαντες
. ἄβυσσος ] πολύς . αὐτοῖς ] ἔσται . . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . . πόνοισι ] δυστυχίαις . .
κοσμήσαντες . ἐπανθήσαντες ] ἀνατραφέντες . ἐπανθήσαντες ] λαμπρυνθέντες . ἐπανθήσαντες ] + ἤγουν ἀνατραφέντες ἐν τοῖς οἴκοις . ἐπανθήσαντες
7709123 ἐτειχισθησαν
αὐτὸν ἐκομίσαντο τοὺς ἰδίους . ἐν δὲ τῶι μεταξὺ χρόνωι ἐτειχίσθησαν αἱ Ἀθῆναι τὸν τρόπον τοῦτον . ὁ μὲν τοῦ
τεῖχος , καὶ ἐπανῆλθε Θεμιστοκλῆς . ἀπεδόθησαν οἱ κατάσκοποι , ἐτειχίσθησαν Ἀθῆναι Λακεδαιμονίων ἀκόντων . Θεμιστοκλῆς ἐν τῷ πρὸς Αἰγινήτας
7709048 Βρεττια
τῆς Βαλήτου . Οἱ οἰκοῦντες Βρέττιοι , καὶ ἡ χώρα Βρεττία , καὶ ἡ γλῶσσα . Ἀντίοχος δὲ τὴν Ἰταλίαν
: ἀπὸ * * * Κελτοῦς τῆς Βρεττάνου θυγατρός . Βρεττία δὲ νῆσος ἐν τῷ Ἀδρίᾳ ποταμὸν ἔχουσα Βρέττιον :
7702514 Βαλανευς
στέαρ γαλῇ : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες
. μεταφορικῶς ἀπὸ τούτου βαθείας φρένας καὶ κεκρυμμένας σημαίνει . Βαλανεύς παρὰ Πλάτωνι καὶ Ἀριστοφάνει Πελαργοῖς . Βάλλ ' ἐς
7684463 Βυζαντις
Ἀκάμαντος διὰ τῆς ει διφθόγγου . λέγεται καὶ Ἀκαμαντίς ὡς Βυζαντίς . Παρθένιος δ ' ἐν Ἀφροδίτῃ Ἀκαμαντίδα αὐτήν φησι
. τὸ δὲ κτητικὸν Βυζαντιακός . λέγεται καὶ Βυζαντιάς καὶ Βυζαντίς . ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας Βυζάντεια διὰ διφθόγγου
7683177 ἐμπηρα
μηδὲ ἔμπηρα μηδὲ ἠκρωτηριασμένα μηδὲ διάστροφα . Σόλων δὲ τὰ ἔμπηρα καὶ ἀφελῆ ὠνόμασε . προσακτέον μέντοι καὶ βοῦς ἄζυγας
ἐν τῷ οἱ Φωκαιέες καταλευσθέντες ἐκέατο , ἐγίνετο διάστροφα καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα , ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζύγια καὶ ἄνθρωποι
7675893 σωφρονιζεσθω
τε καὶ ἀθυμίας . εἰ δὲ ἀσελγαίνοι τι , ἀπειλαῖς σωφρονιζέσθω . ὃ καὶ πρὸς τὸν Ἀλεξανδρέων δῆμον ἐκεῖνον τὸν
σωφρονισθῶσιν . Εἴ τις μὴ ὑπακούσει τῷ ἰδίῳ ἄρχοντι , σωφρονιζέσθω κατὰ τοὺς νόμους . Εἴ τις ζημιώσει στρατιώτην ,
7664685 θαρραλεῳ
τῶν πόνων γενναῖον καὶ τὸ ἐς τὰ τολμώμενα ἅμα τῷ θαρραλέῳ εὔελπι . ἐπεὶ τοίνυν ὅ τε δῆμος αὐτὸν ὑποδεξάμενος
δὲ θαρρούντως πάντα ποιεῖν . ἐναντίον γάρ πως δοκεῖ τῷ θαρραλέῳ τὸ εὐλαβές , τὰ δ ' ἐναντία οὐδαμῶς συνυπάρχει
7663836 διαχειριᾳ
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ]
7657457 Πυκνον
ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις :
: γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς :
7654000 ἀπομεμερισμενον
Ἑρμοῦ . κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Αἰγύπτου ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Λιβί . κυριεύει δὲ κνημῶν . ἀναβαίνει δὲ
. κεῖται δὲ ἐν τῷ κλίματι τῷ τῆς Περσίδος , ἀπομεμερισμένον ἀνέμῳ Ἀπηλιώτῃ . κυριεύει δὲ κεφαλῆς καὶ ὅλου προσώπου
7651482 δρασκαζεις
τρίποδι Μουσῶν : ἐπὶ τῶν λόγους ἀσκούντων . Ἐν ἅλῳ δρασκάζεις : τὸ δρασκάζεις ἀντὶ τοῦ κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν
μεμάντευσαι : ἐπὶ τῶν σκυθρωπῶν καὶ ὠχρῶν . Ἐν ἅλῳ δρασκάζεις : ἤτοι κρύπτῃ . ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων λαθεῖν
7646436 ΠΟΙΗΣΙΣ
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ
7637892 Πενεσται
Ἡρακλείᾳ τῇ Ποντικῇ καὶ Εἵλωτες ἐν Λακεδαίμονι καὶ ἐν Θετταλίᾳ Πενέσται καὶ Καλλικύριοι ἐν Συρακούσαις . κλεισίαι : αὔλειοι πυλῶνες
τῆς χώρας . καὶ ἀπὸ τοῦ μεῖναι Μενέσται καλούμενοι ὕστερον Πενέσται μετωνομάσθησαν παραφθαρέντος τοῦ χαρακτῆρος . περὶ ὄνου σκιᾶς :
7636257 πολυανθρωπιαν
, εὐπορουμένους αὐτοὺς ῥαιδίως τεκνοποιήσειν , καὶ διὰ τοῦτο τὴν πολυανθρωπίαν κατασκευάσειν , ὥστε μὴ προσδεῖσθαι ξενικῆς δυνάμεως τὴν χώραν
ἄνθρωποι , καὶ τοῖς φόνοις , εὔδηλον ὅτι ἡ εἰρήνη πολυανθρωπίαν ἐργάζεται : καὶ διὰ τοῦτο κουροτρόφος . Οὐδέποτε βουλεύει
7635116 ἀσφαλεα
Πέρσαι κακῶς προσεμπικρανέεσθαι ἔμελλον τοῖσι Σαμίοισι , εἰδώς τε ἑωυτῷ ἀσφαλέα ἔκδυσιν ἐοῦσαν ἐκ τῆς νήσου τότε ἐπεὰν αὐτὸς βούληται
, πέμψαντα παρὰ τὸν Ἀραβίων βασιλέα δέεσθαι τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα παρασχεῖν . Μούνῃ δὲ ταύτῃ εἰσὶ φανεραὶ ἐσβολαὶ ἐς
7633641 Παραγγελλει
δεξιά , παραγγέλλει : ! Ἐὰν δὲ ἀριστερά : ! Παραγγέλλει : ! Καὶ κινεῖ . Παραγγέλλει : ! Καὶ
τοῖς δεομένοις , ὡς εἰσὶν ἐν τῇ παρατάξει αὐτῶν . Παραγγέλλει ὁ μανδάτωρ : ! ! ! ! ! !
7630439 ἀγαυρος
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ
πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ
7623365 Κοριον
ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν . ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς . Κορκυρίς , πόλις Αἰγύπτου ,
μὲν γὰρ ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον
7620824 ἀμυνατε
τέχνῃ ] τὸ ” πάσῃ τέχνῃ “ πρὸς τὸ ” ἀμύνατε “ συναπτέον , σπουδῇ . , διὰ κατὰ πάσης
ἀλλ ' ἀπὸ ξυμβάσεως ἐς δίκην σφᾶς αὐτοὺς παραδόντες . ἀμύνατε οὖν , ὦ Λακεδαιμόνιοι , καὶ τῷ τῶν Ἑλλήνων
7620610 βαλετο
δ ' αὐτῷ . ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον χάλκεον , αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε
ξίφους τοῦ Ἀγαμέμνονος : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος : ἐν δέ οἱ ἧλοι χρύσειοι πάμφαινον :
7615570 ζαργαναι
. ἀμφότεραι : δύο γένη εἰσὶ σφυραινῶν . Σφύραιναι : ζαργάναι , οἱ ζαργάναι καλούμεναι . δολιχαί : μακραί .
μόρον ἀγρευτῆρος : τὸν ἀπ ' ἀγρευτῆρος . Σφύραιναι : ζαργάναι . ἐνιπλήξωσι : ἐμπέωσι , πελάσωσιν . Διζόμεναι :
7611501 λεπτυνομενον
τὸ ἐν ἀρχῇ μὲν πέπον , μετὰ δὲ τὴν τετράδα λεπτυνόμενον . Πλευ - ριτικοῖσιν οὖρον αἱματῶδες , ζοφῶδες ,
καταναλίσκεται , τὸ δὲ διὰ τοῦ χρωτὸς ἐξωθέεται θερμαινόμενον καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ τὰ λιπαρὰ
7609120 Πανακος
[ κδʹ . Πρὸς τὰς ἐκ τοκετοῦ χλωράς . ] Πάνακος ῥίζας τρίψας ἐν οἴνῳ γλυκεῖ δίδου πιεῖν νηστικῇ .
νίτρου λεάνας , δίδου πίνειν μεθ ' ὕδατος θαρρῶν . Πάνακος ῥίζης , κυμίνου , ἀνὰ δραχμὰς δύο , νίτρου
7607253 Ἀπριης
μύθου πλάσμα καταχωρισθεῖσα . μετὰ δὲ Ψαμμήτιχον ὕστερον τέτταρσι γενεαῖς Ἀπρίης ἐβασίλευσεν ἔτη δυσὶ πλείω τῶν εἴκοσι . στρατεύσας δὲ
, καὶ τῶν Αἰγυπτίων τῆι μάχηι κρατησάντων , ὁ μὲν Ἀπρίης ζωγρηθεὶς ἀνήχθη καὶ στραγγαλισθεὶς ἐτελεύτησεν , Ἄμασις δὲ διατάξας
7605968 ϘϠ
περιφερείᾳ ἴση ἐστίν : κατὰ κορυφὴν γάρ : ἡ δὲ ϘϠ τῇ ΧΦ : καὶ ἡ ΦΩ ἄρα περιφέρεια ἴση
δὴ παρακείσθω μὲν τῷ ΧΨ τυμπάνῳ ἕτερον τύμπανον ὠδοντωμένον τὸ ϘϠ , τῷ δὲ ἄξονι αὐτοῦ τύμπανον ἔστω συμφυὲς ΜαΜβ
7600909 φρενιτικαι
ἐπὶ τοῖσι προειρημένοισιν . Αἱ δασεῖαι γλῶσσαι καὶ κατάξηροι , φρενιτικαί . Τὰ ἐπὶ ταραχώδεσιν ἀγρύπνοισιν οὖρα ἄχροα , μέλασιν
πυρετοὶ , πολυχρόνιοι . Αἱ τρομώδεες , ψηλαφώδεες παρακρούσιες , φρενιτικαί : καὶ οἱ κατὰ γαστροκνημίην πόνοι ἐν τούτοισι ,
7596814 βλακες
οἰκίσκον τῶν λαμπαδηφόρων τε πλείστων αἰτίαν τοῖς ὑστάτοις πλατειῶν . βλᾶκες φύγεργοι ἦν δ ' ἐγώ ἀναπηρίαν γραΐζειν ἐμπαίζειν ἐπικρούσασθαι
. τὰ δὲ ἐναντία ἀστράτευτοι , ἀπόλεμοι , ἄθυμοι , βλᾶκες , βλακεύοντες , ἀμβλεῖς , βραδεῖς , ἀσθενεῖς ,
7595938 Δαιτα
τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν ,
τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος :
7595263 παντοθ
πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν
ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ '
7590513 ΤΡΙΤΟΝ
ὁ πρὸς ὀλίγον ἀντὶ σώφρονος οὐ καρτερήσας τὴν ἀποκήρυξιν . ΤΡΙΤΟΝ ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ . Ἡ μὲν οὖν ἑταίρα πρὸς τοὺς ἐραστὰς
ὁρᾷ εἰ τῶν πεπραγμένων τι κατηγορεῖ τὴν ἀσέβειαν . ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ . Ὅτι ὑμεῖς μὲν τῆς φιλίας τοὺς θεοὺς θαυμάζετε
7590328 ἐκκλησιαζον
ἔνδηλον εἴη , οἱ Φλειάσιοι ἐν τῷ φανερῷ τοῖς ἔξω ἐκκλησίαζον : ὁ μέντοι Ἀγησίλαος πρὸς τοῦτο ἀντεμηχανήσατο . ὁπότε
ψήφων . πυκνίτης : πνὺξ τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἔστιν ὅτε ἐκκλησίαζον οἱ Ἀθηναῖοι . Γ πυκνίτης : πνὺξ τόπος ἐν
7589958 καρφαλεον
δ ' οἷσι σὺν ὄχλῳ : ἔστι δ ' οἷσι καρφαλέον καὶ περιτεταμένον τὸ δέρμα καὶ ἁλμυρῶδες . Αἱ ναρκώσιες
ὀφθαλμοὶ γὰρ κοῖλοι , κρόταφοι συμπεπτωκότες , ῥὶς ὀξεῖα , καρφαλέον μέτωπον , ἢν μὴ καλῶς ἀκούῃ ἢ ἐνορώῃ ,
7584657 Τροχος
Μίδου πλοῦτον καὶ Κροίσου : ἐπὶ τῶν ὑπερβολικῶς πλουτούντων . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφλὸς τά τ
ἓξ ἦν : τὸ πάλαι δὲ τρεῖς ἐβάλλοντο κύβοι . Τροχὸς τὰ ἀνθρώπινα : ἤτοι εὐμετάβολα . Τυφογέρων : ἐπὶ
7584281 ξυμμαχικον
. ἦλθον δὲ καὶ Θεσσαλῶν ἱππῆς τοῖς Ἀθηναίοις κατὰ τὸ ξυμμαχικόν , οἳ μετέστησαν ἐν τῷ ἔργῳ παρὰ τοὺς Λακεδαιμονίους
ὄντων πρεσβείαν ἀφικέσθαι παρ ' Ἰδομενέως φησὶν ὑπισχνουμένου τὸ Κρητῶν ξυμμαχικόν , εἰ συμμετέχοι τῆς ἀρχῆς τῷ Ἀγαμέμνονι . τὸν
7583651 πλουσιωτεροι
νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία . τίνι μὲν γὰρ φίλοι πλουσιώτεροι ὄντες φανεροὶ ἢ Περσῶν βασιλεῖ ; τίς δὲ κοσμῶν
κρατήσοι , Ἀθηναίων ἔσται Ῥόδος ἅπασα , εἰ δὲ οἱ πλουσιώτεροι , ἑαυτῶν , ἐπλήρωσαν αὐτοῖς ναῦς ὀκτώ , ναύαρχον
7582347 διπλασιαζε
γένεσιν αὐτοῦ . ἐκτίθει τοὺς ἀπὸ μονάδος περιττοὺς καὶ τούτους διπλασίαζε , καὶ οἱ διπλασιαζόμενοι ἀρτιοπέριττοί εἰσιν . ἐκτιθέσθωσαν οὖν
δόρυ κλῖνον , πρόαγε , ἔχου οὕτως . τὸ βάθος διπλασίαζε , ἀποκατάστησον . τὸ βάθος ἡμισίαζε , ἀποκατάστησον .
7581849 ΕΠΗ
ἄρα ἡ διπλασίων τῆς διαμέτρου τῆς σφαίρας πρὸς τὴν τοῦ ΕΠΗ κύκλου διάμετρον μείζονα λόγον ἔχει ἤπερ ἡ ΒΔ περιφέρεια
, ὡς ἄρα τὸ ἀπὸ τῆς ΝΠ πρὸς τὸ ὑπὸ ΕΠΗ , οὕτως τὸ ἀπὸ ΞΡ πρὸς τὸ ὑπὸ ΕΡΗ
7579375 ὀπισθορμητος
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται ,
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν .
7577496 ἀντεπεξῃεσαν
Τυρρηνοὶ κατιόντας αὐτοὺς ἐκ τῶν ἐρυμάτων ἰδόντες ἐθαύμασάν τε καὶ ἀντεπεξῄεσαν ἁπάσῃ τῇ δυνάμει . Ὡς δ ' εἰς τὸ
κατέσχεν ἐν τάξει τὴν φάλαγγα . ὡς δ ' οὐκ ἀντεπεξῄεσαν οἱ πολέμιοι , σκυλεύσας αὐτῶν τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς
7575924 μυμυ
ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν
ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον . Μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ μυμῦ . Τί κινυρόμεθ ' ἄλλως ; Οὐκ ἐχρῆν ζητεῖν
7575769 φυσᾳς
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γύγαρθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : σημαίνει δὲ τὸ
ἀναξίους τινῶν πράξεων , παρόσον Ἡρακλῆς ἐδούλευσεν Ὀμφάλῃ . Γύργαθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται
7571847 Ναυμαχια
. Πόλεμος Αἰγεσταίοις καὶ Σελινουντίοις περὶ τῆς ἀμφισβητουμένης χώρας . Ναυμαχία Ἀθηναίων καὶ Λακεδαιμονίων περὶ τὸ Σίγειον καὶ νίκη Ἀθηναίων
πρὸς Μενέλαον τὸν στρατηγὸν καὶ Σαλαμῖνος πολιορκία . κβʹ . Ναυμαχία Δημητρίου πρὸς Πτολεμαῖον καὶ νίκη Δημητρίου . κγʹ .
7571024 Πολλῳ
τοῦ προστάγματος δὲ τὸ ἀντίγραφον οὐκ ἄχρηστον οἴομαι κατακεχωρίσθαι . Πολλῷ γὰρ ἡ μεγαλομέρεια φανερωτέρα καὶ εὔδηλος ἔσται τοῦ βασιλέως
' εἰς τόδ ' ἥξεις μὴ λέγων γε τοὔνδικον . Πολλῷ γε μᾶλλον , ἢν φράσω , διόλλυμαι . Ἁνὴρ
7570107 Ἐλαφειος
κυβερνήτης ἐπὶ τῆς νηὸς καὶ ἡνίοχος ἐπὶ τῶν ἵππων . Ἐλάφειος ἀνήρ : ἐπὶ τοῦ δειλοῦ , ἐκ μεταφορᾶς τοῦ
: ἐν ταύτῃ γὰρ οἱ θεοὶ τοὺς Γίγαντας ἐνίκησαν . Ἐλάφειος ἀνήρ : ἐπὶ τοῦ δειλοῦ . Ἐλέφας μῦν οὐ
7568769 λαφυττειν
, βαρυδαίμων ἀνήρ , ἀναφανεῖται ἢ ἔμπαλιν ἄσωτος πεφορημένος , λαφύττειν καὶ σπαθᾶν ἑτοιμότατος , ἑταιρῶν καὶ πορνοτρόφων καὶ μαστροπῶν
εἰλαπίνας ἀπὸ τῆς ἐν αὐταῖς παρασκευῆς γινομένης καὶ δαπάνης . λαφύττειν γὰρ καὶ λαπάζειν τὸ ἐκκενοῦν καὶ ἀναλίσκειν , ὅθεν
7566385 τευχηστην
μηχανῆς πεποιημένον . . χρυσήλατον ] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . τευχηστὴν ] ὡπλισμένον . . ἡγουμένη ] προοδοποιοῦσα . .
] ἐκ χρυσοῦ κατεσκευασμένον . θ τευχηστὴν ] ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην , ὁπλίτην . τευχηστὴν ] στρατιώτην .
7561855 ποτιζον
ἔλυσε διὰ τῆς εὐχῆς τοὺς αὐχμούς . καὶ κατερρύη ὕδωρ ποτίζον τὴν Ἑλλάδα . μάλιστα οὖν καὶ ἐκ τούτου ἡ
ἔλυσε διὰ τῆς εὐχῆς τοὺς αὐχμούς . καὶ κατερρύη ὕδωρ ποτίζον τὴν Ἑλλάδα . μάλιστα οὖν καὶ ἐκ τούτου ἡ
7560026 Βορεαδαι
δὲ πρὸς τὴν ἐξόρμησιν οἱ περὶ τὸ Πάγγαιον ὄρος οἰκοῦντες Βορεάδαι τοῖς ἥρωσι συνεστέλλοντο . καὶ γὰρ ἑκών : καὶ
δὴ ἀγώγιμα τῆς νεὼς Διόσκουροι καὶ Ἡρακλῆς Αἰακίδαι τε καὶ Βορεάδαι καὶ ὅσον τῆς ἡμιθέου φορᾶς ἤνθει , τρόπις δὲ
7558520 ἀνετειναν
: καὶ ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα , ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν πάντες . ἀναστὰς δὲ πάλιν εἶπε Ξενοφῶν : Ὦ
, ἔφη , ταῦτα δοκεῖ , ἀράτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν ἅπαντες . Ἀπιόντες τοίνυν , ἔφη , συσκευάζεσθε ,
7558235 Ἐφεσιῳ
λαβὼν ἄγει πρὸς τὴν Ἀνθίαν , ἡσθήσεσθαι νομίζων ἀνδρὶ ὀφθέντι Ἐφεσίῳ . Ἡ δὲ ἐφιλοφρονεῖτό τε τὸν Εὔδοξον καὶ ἀνεπυνθάνετο
μάντις τῆς πόλεως . ἀρέσκει δὲ ταῦτα καὶ Νικοστράτῳ τῷ Ἐφεσίῳ καὶ Πανυάσιδι τῷ Ἁλικαρνασσεῖ γνωριμωτάτοις ἀνδράσι καὶ ἐλλογίμοις .
7551647 Ἀκοντες
; Φαίνεται . Οἱ δὲ ἄδικοι πονηροί ; Ναί . Ἄκοντες ἄρα πονηροὶ καὶ ἄδικοι ; Παντάπασι μὲν οὖν .
. Ναί . Τὸ δὲ ἄδικον ἀκούσιον . Ἀκούσιον . Ἄκοντες ἄρα ἀδικοῦσιν καὶ ἄδικοί εἰσιν καὶ πονηροί . Ἄκοντες
7548752 κρυβεις
ἐλυσθείς : πεσὼν , κρυφθεὶς , τανυσθεὶς , κυλισθεὶς , κρυβείς : ἐλύω τὸ κρύπτω , ὅθεν ἀλύτη ἡ νύξ
τοῖς παθοῦσιν . παθοῦσιν . παθοῦσι . τοῖς κακοῖς . κρυβείς , ἀφανισθεὶς . ἀφανισθεὶς . παντελῶς . ὁμοῦ .
7546946 στευνται
τὸ στεῦνται ἀπὸ τοῦ στέω στεύω στεύονται καὶ κατὰ συγκοπὴν στεῦνται , ὡς χέω χεύω χεύονται χεῦνται . . .
στεῦνται , ὡς χέω χεύω χεύονται χεῦνται . . . στεῦνται ] ὁρμῶσι . ἱεροῦ ] μεγάλου . Τμώλου ]
7545523 Ἀμας
' ἦμες : ἀντὶ τοῦ : ἡμεῖς ποτὲ ἦμεν . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας : δήλη
ἡ δ ' ἐπεισρέει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας . Ἅμ
7545202 Ἰτεαιος
ἀπέφευγεν , ὡς καὶ Θεοδέκτης ἐν τῇ Σωκράτους ἀπολογίᾳ . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι
Κολλυτῷ καταπεσεῖν , καθά φησι Δημοχάρης ἐν τοῖς Διαλόγοις . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι
7544793 κρωβυλους
κεἴ τι πνίγει βρῶμά τι . Στῖμιν , κάτοπτρα , κρωβύλους , κεκρυφάλους . Εὔθυνος δ ' ἔχων σανδάλια καὶ
κεἴ τι πνίγει βρῶμά τι . στίμμιν , κάτοπτρα , κρωβύλους , κεκρυφάλους . Εὔθυνος δ ' ἔχων σανδάλια καὶ
7544446 ἀποπλεειν
αὐτῶν , οἱ μὲν ὡς ἐς τὴν Πελοπόννησον χρεὸν εἴη ἀποπλέειν καὶ περὶ ἐκείνης κινδυνεύειν , μηδὲ πρὸ χώρης δοριαλώτου
, τότε λόγος τοὺς Ἕλληνας νικήσαντας τῇ ἐπὶ Θερμώδοντι μάχῃ ἀποπλέειν ἄγοντας τρισὶ πλοίοισι τῶν Ἀμαζόνων ὅσας ἐδυνέατο ζωγρῆσαι :
7544292 Οὐιεντανους
καὶ παράνομα τῶν ἑορταίων καιρῶν διὰ τὰς μέθας . . Οὐιεντανοὺς πολιορκούντων Ῥωμαίων περὶ τὴν ἐπιτολὴν τοῦ κυνός , ὅτε
τεταγμένος ἦν ὁ ἕτερος τῶν ὑπάτων Οὐαλέριος , ἐνίκων τοὺς Οὐιεντανοὺς καὶ μέχρι τοῦ στρατοπέδου διώξαντες ἐπλήρωσαν νεκρῶν τὸ πεδίον
7542357 ἀτρυμονες
ἀκόρεστοι . ἀτρύμονες ] πολυπαθεῖς . ἀτρύμονες ] ἀδάμαστοι . ἀτρύμονες ] συμβουλευόμενοι τὰ λῷστα . Ξ μέλεοι : ἄθλιοι
. Ξ κακῶν ἀτρύμονες ] ἐν κακοῖς ἀκμῆτες . κακῶν ἀτρύμονες : οἱ ἀκαταπόνητοι ὑπὸ τῶν κακῶν , ἵν '
7541070 καπηλευσειν
] νοθεύσειν , μολύνειν , νενοθευμένην δεῖξαι τὴν μάχην . καπηλεύσειν ] ἀναβαλέσθαι . καπηλεύσειν ] ἐκκλίνειν , οὐ καλῶς
ἐλθὼν ] παραγενόμενος . ἔοικεν ] φαίνεται . Ξ οὐ καπηλεύσειν ] οὐ κιβδηλεύσειν , ἤτοι οὐ ψεύσεσθαι . Ξ
7538553 λεξεται
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους .
7537480 Ἀροτρῳ
χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως τι ποιούντων , καὶ
ἂν ῥηθείη . Ἄρεος νεοττόν : ἐπὶ τῶν φιλοπολέμων . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ
7536243 ἐγραμματευες
' ἐτελούμην : ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ δ ' ἐθεώρουν : ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δ ' ἐκκλησίαζον : ἐξέπιπτες , ἐγὼ
' ἐφοίτων . ἐτέλεις , ἐγὼ δ ' ἐτελούμην . ἐγραμμάτευες , ἐγὼ δ ' ἠκκλησίαζον . ἐτριταγωνίστεις , ἐγὼ
7533070 γλυφω
υφω βαρύτονα διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , γλύφω : στύφω : τύφω . Τὰ διὰ τοῦ ηφω
διὰ τοῦ υφω διὰ τοῦ Υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον γλύφω , στύφω , τύφω . Τὸ ἔχω καὶ τὰ
7532894 θυτηρ
ἀπαραχώρητος , φευκτέα , κεκωλυμένη . Ἐμπελάσειε : πλησιάσει . θυτήρ : θυστάς . φίλος : καλός . Εὐαγέως :
τὸν Οἴτης Ζηνὸς ὕψιστον πάγον ; Οἶδ ' , ὡς θυτήρ γε πολλὰ δὴ σταθεὶς ἄνω . Ἐνταῦθά νυν χρὴ
7532708 Αἰνειωο
οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως
. . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . .
7531103 σημαινεις
δὲ καὶ τῶν πρός τί εἰσι : λέγων γὰρ ἥμισυ σημαίνεις τὸ διπλάσιον , καὶ λέγων διπλάσιον δηλοῖς τὸ ἥμισυ
τόνδ ' ἀγῶν ' ἐμῶν τέκνων ; ἤκουσα καὶ βλέποντι σημαίνεις κακά . τί δῆτά μου κρᾶτ ' ἀνεκάλυψας ἡλίωι
7528913 καταψηφισασθε
νόμοι προδεδώκασιν , ἐγκαταλέλοιπεν ἡ δημοκρατία , ὑμεῖς αὐτοί με καταψηφίσασθε . καὶ πάλιν , γήμας τις καὶ ἐκ τοῦ
καὶ πεφενακίκασι καὶ μόνον οὐ τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται , καταψηφίσασθε , καὶ μὴ πρὸς τοῖς ἄλλοις οἷς ὕβρισθε καὶ
7526843 ὁλκεια
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἠθμὸν ἀργυροῦν . Κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί
ἡδυποτίδας τρεῖς , ἡθμὸν ἀργυροῦν . κρατῆρες , κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί
7526458 προκεχωρηκει
ἔργον ἐπεδείξατο μέγα . τῷ μὲν Αἰγυπτίῳ τὰ μὲν ἄλλα προκεχωρήκει ῥᾳδίως καὶ κύριος ἐγεγόνει τῆς Κοίλης Συρίας ἐξ ἐπιδρομῆς
πύργους ἐπ ' ἄκρου τοῦ χώματος , ὅ τι περ προκεχωρήκει αὐτοῖς ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης , ἐπέστησαν δύο καὶ
7525242 μασθλητινης
μὲν οὖν καλῶς διεπηνίκισας λόγον . Ἔχων τὸ πρόσωπον καρίδος μασθλητίνης . Δασὺν ἔχων τὸν πρωκτὸν ἅτε κυρήβι ' ἐσθίων
προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα . Ἔχων τὸ πρόσωπον καρίδος μασθλητίνης . Τὸ χαλκίον θέρμαινέ θ ' ἡμῖν καὶ θύη
7523420 Θεσπιεις
τῇ Ἀθηνᾷ καθιερωμένης αὐτόθι τὸν Ἔρωτα ἱδρυσάμενοι συνθύουσιν αὐτῷ . Θεσπιεῖς τε τὰ Ἐρωτίδεια τιμῶσιν καθάπερ Ἀθηναῖοι τὰ Παναθήναια καὶ
δ ' οὐχί . τότε δὲ ὁ Ἐπαμινώνδας ὡς τοὺς Θεσπιεῖς καταφεύγοντας ἐς τὸν Κερησσὸν ἐξεῖλε , πρὸς τὰ ἐν
7523330 Νομοισι
ἀνθερίκων ἐνειρμένων περὶ σχοίνους ἐστί , καὶ ταῦτα περιφορητά . Νόμοισι μὲν τοιούτοισι οὗτοι χρέωνται . Τὸ δὲ πρὸς ἑσπέρης
τῶν Ἰσσηδόνων , εἰ μὴ ὅσα αὐτῶν τούτων λεγόντων . Νόμοισι δὲ Ἰσσηδόνες τοιοισίδε λέγονται χρᾶσθαι . Ἐπεὰν ἀνδρὶ ἀποθάνῃ
7522970 ἐστυκως
ἀνδρῶν ὄφελος . οὐδὲν πρὸς ἔπος . οὐδὲν φρονεῖ δίκαιον ἐστυκὼς ἀνήρ . οὐδ ' ὑφ ' ἕνων Ἀττικοὶ ἀντὶ
' ἔπεισας μᾶλλον ἢ νυνδὴ λέγων . οὐδὲν φρονεῖ δίκαιον ἐστυκὼς ἀνήρ . οὐκ ἂν φθάνοιμι τὴν μάχαιραν παρακονῶν .
7521855 τριταιοφυεες
κρίσει , ἐκ τῶν πέντε εἰς τὰς ἑπτά . Ὅσοι τριταιοφυέες , τουτέοισιν ἡ νὺξ δύσφορος ἡ πρὸ τοῦ παροξυσμοῦ
ἀκρώμιον καὶ κληῗδα ἐνστηρίζοντα ἀλγήματα ἐν τούτοισι πονηρά . Οἱ τριταιοφυέες ἀσώδεες πυρετοὶ , κακοήθεες . Αἱ ἐν πυρετῷ ἀναυδίαι
7521582 προσθεμενους
διάφορον δ ' οὐ μικρὸν ἦν , ἢ τῷ βαρβάρῳ προσθεμένους ἀκολουθεῖν ἐπὶ τοὺς ἀντιτείνοντας , ἢ τὴν ἡσυχίαν ἄγειν
' ἡμεῖς , τὰ ἔναγχος ταῦτα , τοὺς Ἰταλῶν Ἀννίβᾳ προσθεμένους διεφθείραμεν , οὐδὲ Βρεττίους , οἳ μέχρι τέλους αὐτῷ
7519296 κειμεθ
. ” Δέρμα καὶ ὀργυιαῖα κέρα βοὸς ἐκ βασιλῆος Ἀμφιτρυωνιάδᾳ κείμεθ ' ἀνὰ πρόπυλον , τεσσαρακαιδεκάδωρα , τὸν αὐχήεντα Φιλίππῳ
, φησί , καλλίνικα σὰ στέφη : ἐν γὰρ κλύδωνι κείμεθ ' , ὥσπερ οἶσθα σύ : οὕτω δὲ κἀγὼ
7516981 ἐπισταζων
γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ : σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι τερπνὰν ἐπιστάζων χάριν . Μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία , σέο ἕκατι
ἐν θυίᾳ μετὰ τοῦ πεπέρεως ἱκανῶς οἶνον ὀλίγον κατὰ βραχὺ ἐπιστάζων , ἐπίβαλλε τῷ μέλιτι , καὶ συλλεάνας ἐπίβαλλε τὸν
7516260 καρφιοις
τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις : γόμφος κυρίως τὸ ξύλινον καρφίον παρὰ τὸ κόπτω
καὶ ἔκπληξιν ἐμποιοῦντα τοῖς βλέπουσι . . γόμφοις ] ἐν καρφίοις . . ἥλοις . λαμπρὸν ] χρυσοειδές . ἔκκρουστον
7516245 περαιωθεν
γενεαῖς ὕστερον ἐκ τῆς Ἰταλίας τὸ τῶν Σικελῶν ἔθνος πανδημεὶ περαιωθὲν εἰς τὴν Σικελίαν , τὴν ὑπὸ τῶν Σικανῶν ἐκλειφθεῖσαν
γενεαῖς ὕστερον ἐκ τῆς Ἰταλίας τὸ τῶν Σικελῶν ἔθνος πανδημεὶ περαιωθὲν εἰς τὴν Σικελίαν τὴν ὑπὸ τῶν Σικανῶν ἐκλει -
7515203 ἀπραγμονας
, φίλους μὲν τοὺς διδόντας νομίζοντες , ἐχθροὺς δὲ τοὺς ἀπράγμονας καὶ πλουσίους . Ἀναμνησθέντες οὖν , ὦ ἄνδρες δικασταί
φανερόν μοι ὅτι αὐταὶ αἱ συμφοραὶ καὶ χρεῖαι τούς τε ἀπράγμονας εἰς ἀγῶνας καταστῆναι τούς τε ἡσυχίους τολμᾶν τά τε
7514306 τετυπυια
Τετυφότες , τετυφυῖαι , τετυφότα . Ἑνικά . Τετυπώς , τετυπυῖα , τετυπός . Δυϊκά . Τετυπότε , τετυπυία .
τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ θηλυκὸν ἡ τετυπυῖα , τὸ οὐδετέρον τὸ τετυπός . Ὁ τύψας μετοχὴ
7513849 Ἀποθανοντος
ὅτι ἰσχυρῶς ἔδεισαν οἱ Ἕλληνες αὐτὸν μὴ τύραννος γένοιτο . Ἀποθανόντος μέντοι ἐκείνου Πολύδωρος ἀδελφὸς αὐτοῦ καὶ Πολύφρων ταγοὶ κατέστησαν
καὶ Δωριέος , ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περὶ τῆς βασιληίης . Ἀποθανόντος δὲ Κλεομένεος ἄπαιδος ἔρσενος γόνου , Δωριέος τε οὐκέτι

Back