| τοὺς σοφιστὰς τὸν μάγειρον ἐγγράφω . ἑστήκαθ ' ὑμεῖς , κάεται δέ μοι τὸ πῦρ , ἤδη πυκνοὶ δ ' | ||
| νύκτας οὐ καθεύδομεν , οὐδ ' ἀνατετράμμεθ ' , ἀλλὰ κάεται λύχνος , καὶ βυβλίον ἐν ταῖς χερσί , καὶ |
| , ποθῶν δὲ τὸ φάσμα τὸ πτηνὸν τὸ φυγὸν εἰς αἶθραν καὶ εἰς τὸν αἰθέρα ποίους θαλάσσης οὐκ ἐρευνήσει μυχούς | ||
| τοῦτον * . . . λέγων τὸν λόγον . * αἶθραν τὸν αἰθέρα * ἢ τὸν ἀέρα λέγει παρὰ τὸ |
| κάεται δέ μοι τὸ πῦρ , ἤδη πυκνοὶ δ ' ᾄττουσιν Ἡφαίστου κύνες κούφως πρὸς αἴθραν , οἷς τὸ γίνεσθαί | ||
| δ ' ἐμοὶ τὸ πῦρ : ἤδη πυκνοὶ δ ' ᾄττουσιν Ἡφαίστου κύνες κούφως πρὸς αἴθραν , οἷς τὸ γίνεσθαί |
| ἔσπασε θήρην , ῥηϊδίως ἁψῖσι περίσχετον ἀμφικαλύψας . Σηπίαι αὖ δυσέρωτες ἐπὶ πλέον ἔδραμον ἄτης : οὐ γὰρ τοῖς οὐ | ||
| ὅτι τοῦ ζῆν φίλτερον ἄλλο σκότος ἀμπίσχων κρύπτει νεφέλαις . δυσέρωτες δὴ φαινόμεθ ' ὄντες τοῦδ ' ὅτι τοῦτο στίλβει |
| τὸ τὴν ἔλην τοῦ ἡλίου . δεέλη ἐστὶ , καὶ δείλη . Δίκτυον . παρὰ τὸ βαλεῖν , ὃ ἐστὶ | ||
| μέρος τῆς ἡμέρας , ὡς Ὅμηρος : ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ . ὁ δὲ Ἡσίοδος οὐ τοῦ |
| : τὸ γὰρ λέγειν καὶ φέρειν οἱ Αἰολεῖς λέγην καὶ φέρην λέγουσι διὰ τοῦ η . οὕτως οὖν καὶ τὸ | ||
| , ἀλλάλοισι πελώμεθ ' Ἀχιλλέιοι φίλοι . αἰ δὲ ταῦτα φέρην ἀνέμοισιν ἐπιτρέπῃς , ἐν θύμῳ δὲ λέγῃς τί με |
| ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη | ||
| . . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ . |
| τοῦ δήγματος ὄντος , σικύαν προσβάλλειν τῷ δήγματι σὺν πολλῇ φλογί , καὶ κατασχάζειν τοὺς πέριξ τόπους . συνεπισπασθήσεται γὰρ | ||
| θερμόν , ἢ φλόξ τιϲ ἢ φύϲιϲ οὖϲα παραπλήϲιοϲ τῇ φλογί , καὶ ἐνδείᾳ καὶ περιουϲίᾳ καὶ κακίᾳ τροφῆϲ διαφθείρεται |
| ὡς ἀδάμαντι μενεῖς , ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος , κἀς νεάτους ἐκ κορυφῆς ὄνυχας . Χαίρετε | ||
| ὕδρος οὐδ ' ἐπὶ χέρσον , ὅθ ' ὕδατα καρκίνος αἴθει , βοσκόμενος , θερμῆς τ ' ἤρξατο πρῶτον ἄλης |
| καλοῦ καὶ ἐπιθυμητοῦ ἔαρος νεωστὶ ἀρχομένου , ἡνίκα ἡ ἡδύφωνος ἀηδὼν χωρὶς καὶ ἄπωθεν τῶν ἀνθρώπων γεννᾷ ἢ νεοττεύει . | ||
| μᾶλλον δὲ διὰ δειλίαν ⋮ Ἔστι δ ' ὅμως ἡ ἀηδὼν φιλόμουσος καὶ φιλόξενος . ἐν γοῦν ταῖς ἐρημίαις ὅταν |
| δὲ ν πέφυκε πλεονάζειν . . . . , . ἀγκάς : τὰς ἀγκάλας . . . . , . | ||
| : τὰ βρέφη , τὰ γεννήματα , τοὺς ἰχθύας . ἀγκάς : εἰς τὰς ἀγκάλας , που καὶ εἰς τὰς |
| οὔατα πᾶσι βαλέσθαι πῶς μύες ἐν βατράχοισιν ἀριστεύσαντες ἔβησαν , γηγενέων ἀνδρῶν μιμούμενοι ἔργα Γιγάντων , ὡς λόγος ἐν θνητοῖσιν | ||
| τοῦ σεύω . πάχεις : ἀπὸ μέρους τὸ ὅλον . γηγενέων : τῶν γιγάντων . ἐφοίβασεν : ἐκάθηρεν . ἀπὸ |
| ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας Βιστονίης , ἵνα κῆρ ὀλοὴν καὶ πότμον ἐπίσπῃ . Αὐτὰρ ἐπεὶ Φινῆος Ἀγηνορίδαο λιπόντες | ||
| . ἀλλ ' ἔμπης μετὰ φῦλον ἐφημερίων ἀλεγεινῶν θηρσὶ Θυεστείην ὀλοὴν παρέθηκε τράπεζαν . Ἔστι δ ' ἐϋκρήμνοις ἐπὶ τέρμασιν |
| θῆρας : οὕτως ἦν ἶσος ἀνέμοις . δολίων θ ' ἑρκέων : τῶν λίνων . ἕρκεα γὰρ τὰ λίνα , | ||
| ' ἔπη , οὐ μνημονεύεις οὐκέτ ' οὐδέν , ἡνίκα ἑρκέων ποθ ' ὑμᾶς οὗτος ἐγκεκλῃμένους , ἤδη τὸ μηδὲν |
| φῶτες , οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι , ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους , ὅστις ἐὼν | ||
| : φιλονείκειαν . Ξυλόχοισιν : συνδένδροις τόποις . Ἀντόμενοι : συναντόμενοι , συναντηθέντες . τοῖς : τούτοις . ἀνάρσιος : |
| ἀεὶ φυλάττων τῆς θεοῦ . Ἀλλ ' ἐκδότω τις δεῦρο δᾷδας ἡμμένας , ἵν ' ἔχων προηγῇ τῷ θεῷ σύ | ||
| καρτερεῖν . τοιοῦτο τῶν ξένων τι καταχεῖται σκότος . Ἀλλὰ δᾷδας ἡμμένας ἐμοὶ δότω τις ἔνδοθεν , καὶ κόρους πλεκτοὺς |
| κράτιστε ἐφήβων † , κρέσσων Νιρῆος καὶ Θέτιδος παϊδός . ἄμμες δὴ αὖθ ' ὑμῖν τοῦτον θαλαμήϊον ὕμνον ξυνὸν ἐπ | ||
| δὲ σὺν τῷ σ ἄμμες ἡμεῖς : “ τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν . ” τὸ δὲ ἄμμι ἡμῖν . ἁμαρτῇ |
| λύπην μεταβληθῆναι εἰς ὄρνιν : καὶ ἡ μὲν Πρόκνη εἰς ἀηδόνα μετεβλήθη ὡς καὶ ἡ Φιλομήλα εἰς χελιδόνα : πρὸς | ||
| εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀηδόνα , οὐ τρυγόνα , οὐ τέττιγα . ἤσθιον δι |
| οἱ τῆς ἀνάνδρου καὶ διεσκατωμένης τρυφῆς ὑφ ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ πονεῖν θέλοντες οὐδὲ βαιά – ˘ – θέλω τύχης | ||
| καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή μου |
| πέπλους . Φοβερὸν ἀνθρώποις τόδ ' αὖ κταμένοις ἐπ ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα . Παντοίοις γε μὴν κεφαλὴν ἀνθέμοις ἐρέπτομαι | ||
| ' ὑπεραχθέα φόρτον . ὠγύγιος δ ' ἄρα μῦθος ἐν αἰζηοῖσι φορεῖται , ὡς , ὁπότ ' οὐρανὸν ἔσχε Κρόνου |
| χὠκός ' ἠράσθην . τὰ δ ' ὄλβι ' ἡμέων δήιοι συνελθόντες φέρουσιν , ὥσπερ ὠμὸν ἔριφον αἱ Βάκχαι . | ||
| ἔτι νῆ ' ἐπιβάντας εἰρεσίῃ περάαν πλόον ἀντίον ᾧ ἐπέχουσι δήιοι . ἠῶθεν γὰρ ἐπαθρήσαντας ἕκαστα ἔλπομαι οὐχ ἕνα μῦθον |
| παρέδωκεν τρέφειν Μενέλαος , ἀγαγὼν Ἑρμιόνην Σπάρτης ἄπο , ταύτηι γέγηθε κἀπιλήθεται κακῶν . βλέπω δὲ πᾶσαν εἰς ὁδόν , | ||
| καταβαλών τε τὰς ὀφρῦς . ὡς ὅς γε πίνων μὴ γέγηθε μαίνεται : ἵν ' ἔστι τουτί τ ' ὀρθὸν |
| . Ἀλλὰ ξενῶνας οἶγε καὶ ῥᾶνον δόμους , στρώννυ τε κοίτας καὶ πυρὸς φλέξον μένος , κρατῆρά τ ' αἴρου | ||
| χρυσανταυγῆ : λευκοῖς δ ' ἐμφὺς καρποῖσιν χειρῶν εἰς ἄντρου κοίτας κραυγὰν Ὦ μᾶτέρ μ ' αὐδῶσαν θεὸς ὁμευνέτας ἆγες |
| τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ ' | ||
| δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι |
| ἐς Ἁγνιάδην Τῖφυν θόρε , τὼ δέ οἱ ὄσσε ὄστλιγγες μαλεροῖο πυρὸς ὣς ἰνδάλλοντο . καί νύ κεν ἂψ ὀπίσω | ||
| δὲ Θέτις τοίῳ προσελέξατο μύθῳ : “ Εἰ μὲν δὴ μαλεροῖο πυρὸς μένος ἠδὲ θύελλαι ζαχρηεῖς λήξουσιν ἐτήτυμον , ἦ |
| κυλλοποδίων , τὰς δύο χαλκείας , δύο δ ' ἔνδοθι κασσιτέροιο , τὴν δὲ μίαν χρυσῆν , τῇ ῥ ' | ||
| οἶμοι ἔσαν μέλανος κυάνοιο , δώδεκα δὲ χρυσοῖο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο : κυάνεοι δὲ δράκοντες ὀρωρέχατο προτὶ δειρὴν τρεῖς ἑκάτερθ |
| ⌊ Ἰνάχου ? ? Ἀργείου ποταμοῦ παισὶν βιοδώροις ⌊ , αἵτε παρίστανται ? πᾶσιν βροτέοισιν ? ἐπ ' ἔργοις ? | ||
| κνημῖδας Ἐρυθραίων Ἀριηνῶν : ἀλλά με Μουσάων φορέει νόος , αἵτε δύνανται νόσφιν ἀλημοσύνης πολλὴν ἅλα μετρήσασθαι οὔρεά τ ' |
| βρότων . σοὶ καὶ ξύνειμι καὶ λόγοις ἀμείβομαι κλύων μὲν αὐδὴν , ὄμμα δ ' οὐχ ὁρῶν τὸ σόν : | ||
| : φθέγμα τὸ αὐτὸ παρὰ τοῖς κοινοῖς . Ἐνταῦθα δὲ αὐδὴν οὐ τὴν φωνὴν λέγει , ἀλλὰ τὰ ὄργανα τῆς |
| ἀντ ' εὐεργεσίης τετανυμμένης πάντοθεν οἰκτρῷ ὔμμι θεὸς πανεπόπτης διπλόον ἐγγυαλίξῃ μακροπόρευτον ἔχειν ἄλυπον βίον ἐκτὸς ἀνίης ἄφθονον αὐτοτέλεστον ἐπ | ||
| δόμους ὀλοῷ πυρὶ δῃώσειαν Αἰήτεω ὅτε μή σφιν ἑκὼν δέρος ἐγγυαλίξῃ . οἱ δὲ οὕτως : οὐ φυκτά οὐκ εὔπλοα |
| εὖ γ ' , ὦ Σιβύνη , τὰς νύκτας οὐ καθεύδομεν οὐδ ' ἀναγεγράμμεθ ' , ἀλλὰ καίεται λύχνος , | ||
| ὅτι τὰ τοιαῦτα ἀπορήματα ὅμοια ὑπάρχουσι τῷ ἀπορεῖν , πότερον καθεύδομεν νῦν ἢ ἐγρηγόραμεν . τὰ γὰρ ὁμολογούμενα οὐ δεῖ |
| καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι πάροιθεν . Ἔρχεται : ἐξέρχεται . ἄησιν : ἀναπνέει , πνέει , ἢ ἀνατέλλει , λάμπει | ||
| βίον † ὃς λύπας φέρει ; καὶ διὰ πλευμόνων θερμὸν ἄησιν ὕπνον Εὐρύμαχος † οὐκ ἄλλος † οὐδὲν ἡσσον – |
| σπόρον θελήσεις εἰπεῖν , τὸν Ὀκτώβριον φήσεις καὶ Νοέμβριον . δμῶές τε καὶ αὐτός : τοῦτο δὲ ὅμοιόν ἐστι τῷ | ||
| καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες . ὁμοίως τῷ ” θῆτές τε δμῶές τε „ . . δ . ζατρεφέων αἰγῶν ὅς |
| βίον ἦσθα κύων , Ἀντίσθενες , ὧδε πεφυκὼς ὥστε δακεῖν κραδίην ῥήμασιν , οὐ στόμασιν : ἀλλ ' ἔθανες φθισικός | ||
| : βίην δ ' Ἡρακληείην εἷλ ] ' ἄχος ἄτλητον κραδίην , ὤλλυντο δὲ λαοί . ἤτοι ] ὁ μὲν |
| : οὐ ποσὶ ῥινόκερως πίσυνος , πόδες ὅπλα λαγωῶν : πόρδαλις οἶδ ' ὀλοὴ παλαμάων λοίγιον ἰόν , καὶ σθένος | ||
| ποιητοῦ λέγοντος ποτὲ μὲν διὰ τοῦ ο στοιχείου , “ πόρδαλις ἠδὲ μέγας σῦς , ” ποτὲ δὲ διὰ τοῦ |
| ] ? [ θανάτοιο ] μέλος σύριζον ? [ ] ὀιστοί . ! [ ! ! ! ! ] δ | ||
| τόξα ἕλκεται , οὐ ξιφέων σελαγή , σιγῶσι δ ' ὀιστοί , ἀλλὰ χοροὶ καὶ μοῦσα μελίπνοος , οὐδ ' |
| μέθυ ἡδύ . ἦμος δ ' ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν , οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα . | ||
| μετ ' ἠὼ πιόμενον : τοὶ δ ' αἶψα κατὰ κνέφας ὁρμηθέντες ἀγρευτῆρες ἄγουσιν ἐείκοσιν ἀμφιφορῆας οἴνου νηδυμίοιο , τὸν |
| παρεπομένων τοῦ ἕλκε δ ' ὁμοῦ καὶ νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν συνίστησι τὴν ἔντασιν γεγενημένην , εἶθ ' ἑξῆς λέγει | ||
| ἀκουστέον , ἐμπεσεῖν ταῖς ναυσίν . . ἀλλὰ σὺν αὐτοῖσιν πέλασεν νήεσσι θοῇσιν , νήπιος , οὐδ ' ἄρ ' |
| Ἀνακρέων τούτῳ τῷ μέτρῳ καὶ ὅλα ᾄσματα συνέθηκεν ἁδύμελες χαρίεσσα χελιδοῖ καὶ μνᾶται δηῦτε φαλακρὸς Ἄλεξις . Ταῦτα μὲν οὖν | ||
| Ὄρνιθες τίνες οἵδ ' οὐδὲν ἔχοντες πτεροποίκιλοι , τανυσίπτερε ποικίλα χελιδοῖ ; Τουτὶ τὸ κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν . Ὅδ |
| ? ? [ ἱπταμένων ] , τόσσην δ ' ἀνεβάλλετο μολπήν [ ! ! ! ! ! ! ! ! | ||
| ὀρεινῇ πεύκῃ οὕτως ὥστε πληρῶσαι καὶ τὸν αἰθέρα τὴν εὔφρονα μολπήν , ἤγουν τὴν εὐφραντικήν τὴν ὀρεσίτροφον τὰς ἕδρας τῶν |
| οὐχ ὑλάουσιν , ἀλλὰ περισσαίνουσι : ποδῶν δ ' ὑπὸ δοῦπον ἀκούω . οὔπω πᾶν εἴρητο ἔπος , ὅτε οἱ | ||
| ἀχαιϊνέης . Ἀζαλέοιο : μεγάλου . Καναχήποδος : ὁ ποιῶν δοῦπον μετὰ ποδῶν . Ὠτίς : ὄνομα θηρός . Ἐπέχραον |
| χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ˘ ˘ – | ||
| ἐπὶ τῶν αἰχμῶν ἀπερείσαντες οἱ πλεῖστοι δυσφορούσας τὰς κεφαλὰς τῷ ἄχει . τὸν Ἀχιλλέα μὴ ἀπὸ τῆς κόμηςοἴχεται γὰρ τοῦτο |
| χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει θύρας ἐπιθεῖσα | ||
| χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . γίνεται δὲ μύρα κάλλιστα κατὰ τόπους , ὡς |
| ὁδὸς ἅδε θαλυσιάς : ἦ γὰρ ἑταῖροι ἀνέρες εὐπέπλῳ Δαμάτερι δαῖτα τελεῦντι ὄλβω ἀπαρχόμενοι : μάλα γάρ σφισι πίονι μέτρῳ | ||
| δ ' αὖ νήκουστος ὁμοκλέων σφάξας ἐν μεγάροισι κακὴν ἀλεγύνατο δαῖτα . ὡς δ ' αὔτως πατέρ ' υἱὸς ἑλὼν |
| Ἶρος : “ οὕνεκ ' ἀπαγγέλεσκε κιὼν ὅτε πού τις ἀνώγοι . ” ἴρεσσιν ἐοικότες οὐ τῷ χρώματι ἀλλὰ τῷ | ||
| , οὐδ ' εἴ κέν ς ' αὐτὸν χρυσῷ ἐρύσασθαι ἀνώγοι Δαρδανίδης Πρίαμος : οὐδ ' ὧς σέ γε πότνια |
| ἀρηρομένῃ δ ' ἐνὶ γαίῃ καὶ θέρεος βαρύθουσι πόδες καὶ χείματος ὥρῃ ἄχρις ἐπισφυρίων ὀλοὴν κρηπῖδα φέρουσιν . Ἤν ποτ | ||
| ! ! ! ! ] ν ! ἐλπὶς ὡρίου ] χείματος [ ] [ ! ! ! ! ] ερ |
| σπαράξομαι κόμαν , οὐκ ἐμῶι ' πιθήσομαι κάραι κτύπημα χειρὸς ὀλοόν ; ὦ πόλις , διπλῶν τέκνων μ ' ἐστέρησε | ||
| ἢ τανύει τὸ ἄκρον ἐκτείνει * ἄκρην : οὐράν * ὀλοόν : φθαρτικόν * ἐπώδυνον : ὀδυνηρόν * ἔπλετο : |
| ἀεικελιᾶν † νούσων εἰσὶ καὶ † ἄνατοι , οὐδὲν ἀνθρώποις ἴκελοι θνατοῖσι δ ' οὐκ αὐθαίρετοι οὔτ ' ὄλβος οὔτ | ||
| ἐκείνοιν , οἳ ἡνίκα ἦσαν καθεστηκότες , τοῖς τοῦ Διὸς ἴκελοι ἐνομίζοντο , ἐμπεσόντες δὲ εἰς τὴν ὀργὴν οὐκέτι Διός |
| δαμέντες φύξιν βουλεύουσι μετὰ σφίσιν , οὐδ ' ἐθέλουσι νύκτα φυλασσέμεναι , καμάτῳ ἀδηκότες αἰνῷ . Ὣς ἔφαθ ' , | ||
| πότνια μήτηρ Θρινακίην ἐς νῆσον ἀπῴκισε τηλόθι ναίειν , μῆλα φυλασσέμεναι πατρώϊα καὶ ἕλικας βοῦς . τὰς εἰ μέν κ |
| πρὸς τοὺς τρίποδας τοὺς ἐν Διονύσου τουτουσὶ , πάντως δὲ χαίρετε αὐτοὺς προσορῶντες . ἆρ ' οὖν ποτ ' ἂν | ||
| οὕτω τελευτῆσαι . Καὶ ἔστιν ἡμῶν εἰς αὐτὸν οὕτω : χαίρετε , καὶ μέμνησθε τὰ δόγματα : τοῦτ ' Ἐπίκουρος |
| μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ | ||
| * οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , |
| ὅταν φῇ „ Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος ” λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων „ . | ||
| ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων , οἵ |
| δὲ Ἀπολλώνιος ἐπὶ τοῦ βλέπειν . λιγνύν : κάπνον . πορφυρέαις ἑλίκεσσιν : ταῖς τοῦ καπνοῦ συστροφαῖς πορφυριζούσαις , ταῖς | ||
| ψαλμοῖσιν ἀντίσπαστ ' ἀείδοντες μέλη σφηκῶσαι λάμπει δ ' ἐπὶ πορφυρέαις παρῇσι φῶς ἔρωτος τό γε μὴν ξείνια δούσας , |
| σύ ποτε χρυσῷ πέρι μαίνεο , μήτ ' ἐπὶ δειρῆς πορφυρέην ὑάκινθον ἔχοις ἢ χλωρὸν ἴασπιν . χρυσός τοι κόνις | ||
| λέγει ἰοειδέα πόντον καὶ οἴνοπα πόντον , καὶ Εὐριπίδης ἅλα πορφυρέην , καὶ εἰ δή τις ἄλλος ἄλλο τι τοιοῦτον |
| Λυδός : λύκος : Λυκοῦργος : λυσιτελής : Λυσίμαχος . λύχνος : Λυκόφρων : Λύκαιστος : σεσημείωται τὸ λοιδορῶ : | ||
| ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων . |
| κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον | ||
| ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω . |
| παγάς τ ' οὐρειᾶν ἐκ μόσχων Βάκχου τ ' οἰνηρὰς λοιβὰς ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν , ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται | ||
| τρίτον Διὸς Σωτῆρος , καθὰ καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἐπιγόνοις : λοιβὰς Διὸς μὲν πρῶτον ὡραίου γάμου Ἥρας τε – × |
| : δόμον δέ οἱ ἔργα τε πάντα χηρωσταὶ μετόπισθεν ἀποφθιμένοιο δάσαντο . Δηίφοβος δὲ Λύκωνα μενεπτόλεμον κατέπεφνε τυτθὸν ὑπὲρ βουβῶνα | ||
| τέχνῃσι : μηχαναῖς , διὰ τῶν τεχνῶν . διὰ μέτρα δάσαντο : ὑπερβατόν . δάσαντο : ἔμαθον , ἐμέρισαν . |
| ἐνὶ δραχμαῖς πέντε δὶς ἑλκόμενον , νᾶμα δὲ θυγατέρων ταύρων χέε Κεκροπίδαισι συγγενές , οὐκ Τρίκκης ὡς ἐνέπουσιν ἐμοί . | ||
| δαῖε δὲ φιτρούς πῦρ ὑπένερθεν ἱείς , ἐπὶ δὲ μιγάδας χέε λοιβάς , Βριμὼ κικλήσκων Ἑκάτην ἐπαρωγὸν ἀέθλων . καί |
| ἀσπασίην ἐπὶ θήρην ἔσσυτο γηθομένη : τὸν δ ' οὐ λάθεν ἐγγὺς ἐοῦσα : ἀλλ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἀτυζόμενος | ||
| δὲ κατασχομένη ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ Σιγῇ , πάσας δὲ Τρῳὰς λάθεν , ἦρχε δὲ δαίμων . . καλῶς ἔχει , |
| παίδων ἐμῶν , ἀλλὰ οὐκ ἐν αὐγαῖς ταῖς ἐμαῖς ζόη σφ ' ἔχειν : τὸ μὴ παρὸν δὲ τέρψιν οὐκ | ||
| νῦν εἴ ποτ [ ὑμεῖς τεας ? [ μνησθέντ [ σφ [ ὦ φίλτατε [ ! ! ] πηστα ? |
| μηρῶν , μαλερὸν τὸ πῦρ ἐχόντων , ἀφελῆ ποίησον αἰδῶ Παφίην θέλουσαν ἤδη . φθονερὴν ἔχεις δὲ τέχνην , ὅτι | ||
| , Παφίης μελῶν , Ἀθήνη , ἐρατοὺς χοροὺς μετέρχου . Παφίην μόνην Ἀθήνης κρατέειν ῥόδον διδάσκει . Δότε μοι ῥόδον |
| . καὶ τὸ πυκνὸν καὶ ἰσχνόν : „ ἀμφ ' ἀδινὸν κῆρ „ . καὶ τὸ ἠρέμα : ” ἀδινῶς | ||
| ἤδη καὶ πυλαωρὸς ἐέλδετο , καί τινα παίδων μητέρα τεθνεώτων ἀδινὸν περὶ κῶμ ' ἐκάλυπτεν , οὐδὲ κυνῶν ὑλακὴ ἔτ |
| κυσαμένη δἤπειτα θεὰ θεοῦ ἐν φιλότητι Λητὼ κυανόπεπλον ἐγείνατο , μείλιχον αἰεί , ἤπιον ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι , μείλιχον | ||
| τοῖς χείλεσιν αἱμύλιον οὐκ ἔξω γοητείας ἐδόκει . καὶ τὸ μείλιχον καὶ ἥμερον ἐπὶ τοῖς λεγομένοις ἐπήνθει καὶ συνεξεχεῖτο τοσοῦτον |
| ῥῆξαι μάλα περ μενεαίνων : ἴσχον γὰρ πυργηδὸν ἀρηρότες , ἠΰτε πέτρη ἠλίβατος μεγάλη πολιῆς ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα , ἥ | ||
| εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν πρωτοτόκου νύμφης ἢ μηκάδος οὐθατοέσσης : τόν ῥα |
| μὴν ἁβροτόνοιο τό τ ' ἄγριον οὔρεσι θάλλει ἀργεννὴν ὑπὸ βῆσσαν , ἢ ἑρπύλλοιο νομαίου , ὅς τε φιλόζωος νοτερὴν | ||
| : Ταύτῃ , φησίν , ἀφίκου πόσις εἰς τήνδε τὴν βῆσσαν , ἤγουν τὸ ὄρος . ἢ ἵκεο καὶ ἐλθέ |
| τε Ἠριδανῷ ἐμπεσεῖται καὶ παρέξει μῦθόν τινα τῷ ὕδατι . κύκνοι γὰρ δὴ ἀναφυσῶντες ἡδύ τι ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ | ||
| ᾆσμα : ἐπὶ τῶν ἐγγὺς θανάτῳ ὄντων : οἱ γὰρ κύκνοι θνήσκοντες ᾄδουσιν . Κορώνη τὸν σκορπίον : ἐπὶ τῶν |
| . , . β . θ . ψ . . τελέουσιν πάροιθεν . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ | ||
| τόδε σῇσι θεοπροπίῃσιν ἐνίσπες , εἰ καὶ ἐμοὶ τοιόνδε θεοὶ τελέουσιν ὄλεθρον οἷον Ἀλωιάδῃσι πατὴρ τεὸς ἐγγυάλιξε : φράζεο δ |
| τῆς μουσικῆς , φησί . οὔτε γὰρ ὕπνος οὔτ ' ἔαρ ἐξαπίνας γλυκερώτερον : οὔτε ὁ ὕπνος ἡμῖν γλυκύτερος οὔτε | ||
| φέρει ὑγρὴ καὶ θερμή : τοιόνδε τὸ ὑγρὸν καὶ θερμὸν ἔαρ : δεύτερον τὸ θέροϲ , μετόπωρον ἧϲϲον , χειμὼν |
| ' ἐν γὰρ Τρώων πεδίῳ πύκα θωρηκτάων πόντῳ κεκλιμένοι ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης : τὼ ἐν χερσὶ φόως , οὐ | ||
| ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε . καί : ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ . |
| τῶν κοιλοτήτων τῶν πετρῶν ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ὦ Ζάραξ ἔχων κοίλας πέτρας . Ὀφέλτης καὶ Ζάραξ ὄρη Εὐβοίας περὶ ἃ | ||
| ἤλυθε πάντας Ἀχαιούς . καί νύ κ ' ἀναΐξαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας , εἰ μὴ ἀνὴρ κατέρυκε παλαιά τε |
| δὲ πυρὰ πρώτης μὲν φυλακῆς ἐκκαῦσαι σφοδρότερον , δευ - τέρας δὲ ἐλαττότερον , τρίτης δὲ μικρὰ παντάπασιν ὡς τὴν | ||
| Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκουσιν , μάκαρες δ |
| [ ! ! ] νιδου ? ? δ ' ἰότητι νεέσθω [ ὑμείων δ ' οὐ δεύεθ ? ' ὑποσχεσίην | ||
| ἑξῆς . εἶτα τίς φησιν : ἀλλὰ καὶ τοίηπερ ἐοῦσα νεέσθω . τὰ δὲ μειράκια τὰ ὡς τὸν Μενέλαον παραγενόμενα |
| οὐ πολλοὶ ἴσασι βροτῶν τόδε θεῖον ἔδεσμα , οὐδ ' ἔσθειν ἐθέλουσιν , ὅσοι κούφαν καὶ λεβώδη ψυχὴν κέκτηνται θνητῶν | ||
| χρόνον . ἡ Λακεδαιμονίων δὲ δίαιθ ' ὁμαλῶς διάκειται , ἔσθειν καὶ πίνειν σύμμετρα πρὸς τὸ φρονεῖν καὶ τὸ πονεῖν |
| ὀχήσω . λεύσσω , Προμηθεῦ : φοβερὰ δ ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων σὸν δέμας εἰσιδούσῃ πέτρᾳ προσαυαινόμενον | ||
| Τιτῆνα δὲ Θοῦρος λεύσσειεν κατέναντ ' ἢ μαρτυρέοι τετράγωνος , ὄσσοις ἀμφοτέροισι βροτῷ σίνος ἐκτελέουσιν . εὖτ ' ἂν δ |
| οὐχ ὑπὲρ τέκνων θάνῃ , τοῦ δὲ προφήτου τοὺς λόγους παραδράμῃ , θνήξει παρ ' ἡμῶν καὶ μεταστὰς τοῦ σκότους | ||
| τὸ καλὸν ὡς ἀγαθὸν μόνον δεξιωσάμενος , τὰς τῶν ἑτεροδόξων παραδράμῃ περὶ τἀγαθοῦ φήμας . ἐν οὖν τοῖς οἴκοις τῆς |
| ' ἀκούους ' , οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα . ἤρξατο δ ' , ὡς πρῶτον | ||
| δ ' ἐκ μεγάροιο γυναῖκες ἤϊσαν , αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ , ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι . |
| πέταται δ ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ ' αὐτῶν : καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος | ||
| τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ ' ὄνυμ ' ἀθάνατον . τερπνᾶς δ ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν |
| τραύματα ἁλίκα ποιεῖς ; Εὐνίκα μ ' ἐγέλαξε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλᾶσαι καί μ ' ἐπικερτομέοισα τάδ ' ἔννεπεν : | ||
| καὶ πολεμικὸς ποιητὴς Ἀλκαῖος ἔφη : κὰδ δὲ χευάτω μύρον ἁδὺ καττῶ στήθεος ἄμμι . καὶ ὁ σοφὸς δὲ Ἀνακρέων |
| τόδε ἔργον ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν οἶος ἐπελθὼν νύκτα δι ' ἀμβροσίην : μάλα τις θρασυκάρδιος ἔσται . Τὸν δ ' | ||
| οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται οὐδὲ Πέλειαι τρήρωνες , ταί τ ' ἀμβροσίην Διὶ πατρὶ φέρουσι . οὐ γὰρ τὰς πελειάδας τὰς |
| ἀμυνέμεν , ἔνθεν ἀπῆλθεν Ἀντίλοχος , μεγάλη δὲ ποθὴ Πυλίοισιν ἐτύχθη : ἀλλ ' ὅ γε τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον | ||
| ὕστατον αὖ καὶ κῶας , ἐφ ' ᾧ πλόος ὔμμιν ἐτύχθη , εἷλες ἐμῇ ματίῃ , κατὰ δ ' οὐλοὸν |
| χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον | ||
| κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ |
| λύεται , ὡς λέων βρυχᾶται , ὡς δένδρον ὀρθοῦται καὶ τέθηλεν . ἐθέλω δὲ ὑμῖν καὶ Πρωταγόρου λόγον τινὰ εἰπεῖν | ||
| τὰς ἀναθυμιάσεις , ὑφ ' ὧν τὸ πνεῦμα τρέφεται καὶ τέθηλεν . Ὡς δὲ Νεῖλον Ὀσίριδος ἀπορροήν , οὕτως Ἴσιδος |
| τὸ γὰρ χαίρετ ' , ἐγὼ δ ' ὔμμιν θεὸς ἄμβροτος , οὐκέτι θνητός καὶ ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ | ||
| ἡ προσθήκη . τῷ γὰρ ἔσσεαι ἀθάνατος θεὸς ἐπήγαγεν : ἄμβροτος , οὐκ ἔτι θνητός , ἵνα κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ |
| δέξαιτο δ ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος , δίκᾳ ξεναρκέϊ κοινόν φέγγος . εἰ δ ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκˈριτος ἁλίῳ σὸς | ||
| τοίνυν μηδὲ εἰς τὰς κοίτας λαμπτῆρας φέρεσθαι μηδὲ ἄλλο νυκτερινὸν φέγγος : ἤδη γάρ τινες , ἐπεὶ πάντῃ ἐξείργονται μηδὲν |
| οὗ δὴ χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρῃκία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον : Ἀργεῖος οὐκ Ἀργεῖος : Ἀργεῖος ἠναγκασμένος , | ||
| παλλομένη κραδίην : τὸ γὰρ ὡς ὕπαρ εἶδεν ὄνειρον . ἑζομένη δ ' ἐπὶ δηρὸν ἀκὴν ἔχεν , ἀμφοτέρας δέ |
| ἐλευθέριον πλούσιος ὢν ἐδίδου : ἀλλὰ πρὶν ἐκτελέσαι κατέβη δόμον Ἄιδος εἴσω , χρήματα δ ' ἀνθρώπων οὑπιτυχὼν ἔλαβεν , | ||
| . . . . εἰ κεῖνόν γε ἴδοιμι κατελθόντ ' Ἄιδος εἴσω , φαίην κε φρέν ' ἄτερ που οἰζύος |
| ' Ἐνυώ . Πάντῃ δ ' αἷμα κελαινὸν ὑπέρρεε , δεύετο δὲ χθὼν Τρώων ὀλλυμένων ἠδ ' ἀλλοδαπῶν ἐπικούρων : | ||
| πέρι τεύχη βλημένου ἐν κονίῃσι , περὶ μελέεσσι δὲ θώρηξ δεύετο φοινήεντι λύθρῳ . Ὃ δὲ λοίγιον ἔγχος ἐκ χροὸς |
| τε φοινίου σάλου , φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός , φθίνουσα δ ' ἀγέλαις βουνόμοις τόκοισί τε ἀγόνοις γυναικῶν : | ||
| κάρα βυθῶν ἔτ ' οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου , φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός , φθίνουσα δ ' ἀγέλαις |
| παραλαμβάνεται , ὡς ἐν τῷ Ν αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ : φανερὸν δὲ ὅτι τὸ ἀντί τινος παραλαμβανόμενον | ||
| . εἰ γάρ τις ἀντὶ τοῦ αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ ἀντιθῇ τὸ Ζεύς , οὐ συνάξει τοὺς δύο |
| τῇ ὑστεραίῃ ἐσενεγκὼν ἐς ἀλέην , ὅκου χαλάσει μάλιστα ὁ παγετὸς , ὁκόταν δὲ λυθῇ , ἀναμετρέειν τὸ ὕδωρ , | ||
| γνῶσις καταλύει τὴν ὠφέλειαν : καὶ οὔτε φθεῖρες , οὔτε παγετὸς ἀδικήσει τὴν ἄμπελον : ἢ χρίε τὰ δρέπανα σκορόδῳ |
| κλυδωνίωι . τοὺς γὰρ κάτω σθένοντας ἐξηιτησάμην τύμβου κυρῆσαι κἀς χέρας μητρὸς πεσεῖν . τοὐμὸν μὲν οὖν ὅσονπερ ἤθελον τυχεῖν | ||
| τί δὴ καλεῖς με ; ” Οὐ μόνος ἐμψύχων ἄπεχες χέρας , ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς . τίς γάρ , ὃς |
| , καὶ ἀκήρατος ἀλυπία καὶ ἡδεῖα δίαιτα : οὔτε γὰρ χεῖμα σφοδρὸν οὔτε θάλπος ἐγγίγνεται , ἀλλ ' εὔκρατος ἀὴρ | ||
| κεν ἰδὼν ἐλέφαντα ἢ κορυφὴν ὄρεος παναπείριτον ἢ νέφος αἰνὸν χεῖμα φέρον δειλοῖσι βροτῶν ἐπὶ χέρσον ὁδεύειν . ἴφθιμον δὲ |
| δοκεῦσι πικρὰ εἶναι , καὶ ἤν τις πλείονα δῷ , ἀναίνονται λαβεῖν , καὶ σχέτλια δρῶσι : παράφοροι δὲ τῇ | ||
| ἐκερτόμουν καὶ τὴν μητέρα , τὸ γῆρας αὐτῶν ἐκφαυλίσαντες . ἀναίνονται οὖν ἐκεῖνοι τὴν σὺν τούτοις διατριβήν , καὶ ᾤχοντο |
| πότνα θεάων , δῖα Θέτις : τὰς δ ' αὐτοὶ ἐθηήσαντο ἰδόντες ἥρωες κρατεροὶ καὶ ἀταρβέες , οὕνεκα πασέων ληιάδων | ||
| : καί μιν ἐνὶ τριόδοισι πολυκρίθοιο Μιδείης ταρβαλέαι σὺν παισὶν ἐθηήσαντο γυναῖκες . Χαλκείῃ ἀκάτῳ βουπληθέος ἐξ Ἐρυθείης Αἳ καὶ |
| τοὺς κλῶνας ἐμίσησεν ἡ Δίκτυννα , καὶ μόνη οὐκ ἐγένετο στέφος τῆς Ἰμβρασίας Ἥρας , ὅτι τὴν Ἀφροδίτην ἐκόσμησεν , | ||
| στέφειν , ὅ ἐστι σκεπάζειν , πλεονασμῷ τοῦ ρ , στέφος καὶ στέρφος . Σκῆνος . παρὰ τὸ σκήνωμα καὶ |
| ἐν δὲ κίρνας οἶνον ἀφειδέως μελιχρόν . θέρους δέ : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἁ | ||
| τῶν γυναικῶν . τοιαῦτα δὲ καὶ τὸν Ἀλκαῖον ᾄδειν : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἀ |
| λέγεται , ἐπικρατοῦντος μέντοι τοῦ ἑνὸς γένους , οἷον ἡ χελιδών ὁ ἀετός ἡ κορώνη : καὶ δεῖ γινώσκειν ὅτι | ||
| ἱλαρότης , ἢ εἰς Ν , ὡς τὸ τρυγών , χελιδών , ἢ εἰς Ρ ὡς τὸ μήτηρ , θυγάτηρ |
| γραῦς τις κακοδαίμων , αὐτόθεν δ ' οὗ νῦν λέγων ἕστηκ ' ἔδειξεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λοφιδίου ἐκεῖ περιφθειρόμενον ἀχράδας | ||
| ' ἠλέκτρῳ βεβαυῖα . νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν ἕστηκ ' ἐν προθύροις : καὶ εἰ μέν τι δώσεις |
| φοινισσομένη , κοκκίνη ἐρυθραινομένη ἐρυθραίνουσα * εἴδεται : φαίνεται * ἄντα : ἄντικρυς * πελιδνή : ὠχρά μέλαινα μολιβδομελάνη . | ||
| ἔχει κόπον Εἰλειθυίης , ἄγχι μάλ ' ἑζόμενος σφέτερον γόνον ἄντα δοκεύει : καί ῥ ' ὅτε νηπίαχον μητρὸς παρὰ |
| ' ἐπὶ γηθοσύνας νόος ἐτράπετ ' : ἀλλ ' ἄρα τοίγε ἤματα μὲν στρεύγοντο περιβληχρὸν βαρύθοντες ὀδμῇ λευγαλέῃ τήν ῥ | ||
| θῆρες ἐς πεδίον δρυμοῖο βοῶν ἕνεκ ' ἀγροτεράων , πρῶτοι τοίγε μάχηνδε κατὰ χροὸς ἤισαν ὀδμήν , δεινὸν δ ' |
| : κεῖνος γὰρ πρόμαχός τε καὶ οὔατα καὶ φάος ἰχθὺς θηρὶ πέλει : κείνῳ δ ' ἀΐει , κείνῳ δὲ | ||
| μὲν γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων |