τοὺς σοφιστὰς τὸν μάγειρον ἐγγράφω . ἑστήκαθ ' ὑμεῖς , κάεται δέ μοι τὸ πῦρ , ἤδη πυκνοὶ δ '
νύκτας οὐ καθεύδομεν , οὐδ ' ἀνατετράμμεθ ' , ἀλλὰ κάεται λύχνος , καὶ βυβλίον ἐν ταῖς χερσί , καὶ
6651143 αἰθραν
, ποθῶν δὲ τὸ φάσμα τὸ πτηνὸν τὸ φυγὸν εἰς αἶθραν καὶ εἰς τὸν αἰθέρα ποίους θαλάσσης οὐκ ἐρευνήσει μυχούς
τοῦτον * . . . λέγων τὸν λόγον . * αἶθραν τὸν αἰθέρα * ἢ τὸν ἀέρα λέγει παρὰ τὸ
6116070 ᾀττουσιν
κάεται δέ μοι τὸ πῦρ , ἤδη πυκνοὶ δ ' ᾄττουσιν Ἡφαίστου κύνες κούφως πρὸς αἴθραν , οἷς τὸ γίνεσθαί
δ ' ἐμοὶ τὸ πῦρ : ἤδη πυκνοὶ δ ' ᾄττουσιν Ἡφαίστου κύνες κούφως πρὸς αἴθραν , οἷς τὸ γίνεσθαί
5352865 δυσερωτες
ἔσπασε θήρην , ῥηϊδίως ἁψῖσι περίσχετον ἀμφικαλύψας . Σηπίαι αὖ δυσέρωτες ἐπὶ πλέον ἔδραμον ἄτης : οὐ γὰρ τοῖς οὐ
ὅτι τοῦ ζῆν φίλτερον ἄλλο σκότος ἀμπίσχων κρύπτει νεφέλαις . δυσέρωτες δὴ φαινόμεθ ' ὄντες τοῦδ ' ὅτι τοῦτο στίλβει
5298627 δειλη
τὸ τὴν ἔλην τοῦ ἡλίου . δεέλη ἐστὶ , καὶ δείλη . Δίκτυον . παρὰ τὸ βαλεῖν , ὃ ἐστὶ
μέρος τῆς ἡμέρας , ὡς Ὅμηρος : ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ . ὁ δὲ Ἡσίοδος οὐ τοῦ
5287611 φερην
: τὸ γὰρ λέγειν καὶ φέρειν οἱ Αἰολεῖς λέγην καὶ φέρην λέγουσι διὰ τοῦ η . οὕτως οὖν καὶ τὸ
, ἀλλάλοισι πελώμεθ ' Ἀχιλλέιοι φίλοι . αἰ δὲ ταῦτα φέρην ἀνέμοισιν ἐπιτρέπῃς , ἐν θύμῳ δὲ λέγῃς τί με
5281450 φλοξ
ἀντίληψιν . μέσην δὲ χώραν αὐγῆς τε καὶ ἄνθρακος εἴληχε φλόξ : σβεσθεῖσα μὲν γὰρ εἰς ἄνθρακα τελευτᾷ , ζωπυρουμένη
. . ; . . , . . . : φλόξ : παρὰ τὸ φλέγω φλέξω φλὲξ καὶ φλόξ .
5228301 φλογι
τοῦ δήγματος ὄντος , σικύαν προσβάλλειν τῷ δήγματι σὺν πολλῇ φλογί , καὶ κατασχάζειν τοὺς πέριξ τόπους . συνεπισπασθήσεται γὰρ
θερμόν , ἢ φλόξ τιϲ ἢ φύϲιϲ οὖϲα παραπλήϲιοϲ τῇ φλογί , καὶ ἐνδείᾳ καὶ περιουϲίᾳ καὶ κακίᾳ τροφῆϲ διαφθείρεται
5217670 αἰθει
ὡς ἀδάμαντι μενεῖς , ἴχνια κολληθείς : τοῖον σέλας ὄμμασιν αἴθει κοῦρος , κἀς νεάτους ἐκ κορυφῆς ὄνυχας . Χαίρετε
ὕδρος οὐδ ' ἐπὶ χέρσον , ὅθ ' ὕδατα καρκίνος αἴθει , βοσκόμενος , θερμῆς τ ' ἤρξατο πρῶτον ἄλης
5216119 ἀηδων
καλοῦ καὶ ἐπιθυμητοῦ ἔαρος νεωστὶ ἀρχομένου , ἡνίκα ἡ ἡδύφωνος ἀηδὼν χωρὶς καὶ ἄπωθεν τῶν ἀνθρώπων γεννᾷ ἢ νεοττεύει .
μᾶλλον δὲ διὰ δειλίαν ⋮ Ἔστι δ ' ὅμως ἡ ἀηδὼν φιλόμουσος καὶ φιλόξενος . ἐν γοῦν ταῖς ἐρημίαις ὅταν
5211288 ἀγκας
δὲ ν πέφυκε πλεονάζειν . . . . , . ἀγκάς : τὰς ἀγκάλας . . . . , .
: τὰ βρέφη , τὰ γεννήματα , τοὺς ἰχθύας . ἀγκάς : εἰς τὰς ἀγκάλας , που καὶ εἰς τὰς
5189934 γηγενεων
οὔατα πᾶσι βαλέσθαι πῶς μύες ἐν βατράχοισιν ἀριστεύσαντες ἔβησαν , γηγενέων ἀνδρῶν μιμούμενοι ἔργα Γιγάντων , ὡς λόγος ἐν θνητοῖσιν
τοῦ σεύω . πάχεις : ἀπὸ μέρους τὸ ὅλον . γηγενέων : τῶν γιγάντων . ἐφοίβασεν : ἐκάθηρεν . ἀπὸ
5188575 ὀλοην
ἐκύλινδεν διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλας Βιστονίης , ἵνα κῆρ ὀλοὴν καὶ πότμον ἐπίσπῃ . Αὐτὰρ ἐπεὶ Φινῆος Ἀγηνορίδαο λιπόντες
. ἀλλ ' ἔμπης μετὰ φῦλον ἐφημερίων ἀλεγεινῶν θηρσὶ Θυεστείην ὀλοὴν παρέθηκε τράπεζαν . Ἔστι δ ' ἐϋκρήμνοις ἐπὶ τέρμασιν
5170609 ἑρκεων
θῆρας : οὕτως ἦν ἶσος ἀνέμοις . δολίων θ ' ἑρκέων : τῶν λίνων . ἕρκεα γὰρ τὰ λίνα ,
' ἔπη , οὐ μνημονεύεις οὐκέτ ' οὐδέν , ἡνίκα ἑρκέων ποθ ' ὑμᾶς οὗτος ἐγκεκλῃμένους , ἤδη τὸ μηδὲν
5148519 συναντομενοι
φῶτες , οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι , ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους , ὅστις ἐὼν
: φιλονείκειαν . Ξυλόχοισιν : συνδένδροις τόποις . Ἀντόμενοι : συναντόμενοι , συναντηθέντες . τοῖς : τούτοις . ἀνάρσιος :
5147937 δᾳδας
ἀεὶ φυλάττων τῆς θεοῦ . Ἀλλ ' ἐκδότω τις δεῦρο δᾷδας ἡμμένας , ἵν ' ἔχων προηγῇ τῷ θεῷ σύ
καρτερεῖν . τοιοῦτο τῶν ξένων τι καταχεῖται σκότος . Ἀλλὰ δᾷδας ἡμμένας ἐμοὶ δότω τις ἔνδοθεν , καὶ κόρους πλεκτοὺς
5132979 ἀμμες
κράτιστε ἐφήβων † , κρέσσων Νιρῆος καὶ Θέτιδος παϊδός . ἄμμες δὴ αὖθ ' ὑμῖν τοῦτον θαλαμήϊον ὕμνον ξυνὸν ἐπ
δὲ σὺν τῷ σ ἄμμες ἡμεῖς : “ τὸ μὲν ἄμμες ἐΐσκομεν . ” τὸ δὲ ἄμμι ἡμῖν . ἁμαρτῇ
5105926 ἀηδονα
λύπην μεταβληθῆναι εἰς ὄρνιν : καὶ ἡ μὲν Πρόκνη εἰς ἀηδόνα μετεβλήθη ὡς καὶ ἡ Φιλομήλα εἰς χελιδόνα : πρὸς
εἶδον οὔτε κερκώπην , γύναι , οὐ κίτταν , οὐκ ἀηδόνα , οὐ τρυγόνα , οὐ τέττιγα . ἤσθιον δι
5096967 κεαρ
οἱ τῆς ἀνάνδρου καὶ διεσκατωμένης τρυφῆς ὑφ ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ πονεῖν θέλοντες οὐδὲ βαιά – ˘ – θέλω τύχης
καὶ ἀντιστροφῆς παράγραφος . μέλει φόβῳ δ ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ : φησὶν ὁ χορός : μέλει ἡ ψυχή μου
5089937 αἰζηοισι
πέπλους . Φοβερὸν ἀνθρώποις τόδ ' αὖ κταμένοις ἐπ ' αἰζηοῖσι καυχᾶσθαι μέγα . Παντοίοις γε μὴν κεφαλὴν ἀνθέμοις ἐρέπτομαι
' ὑπεραχθέα φόρτον . ὠγύγιος δ ' ἄρα μῦθος ἐν αἰζηοῖσι φορεῖται , ὡς , ὁπότ ' οὐρανὸν ἔσχε Κρόνου
5080222 δηιοι
χὠκός ' ἠράσθην . τὰ δ ' ὄλβι ' ἡμέων δήιοι συνελθόντες φέρουσιν , ὥσπερ ὠμὸν ἔριφον αἱ Βάκχαι .
ἔτι νῆ ' ἐπιβάντας εἰρεσίῃ περάαν πλόον ἀντίον ᾧ ἐπέχουσι δήιοι . ἠῶθεν γὰρ ἐπαθρήσαντας ἕκαστα ἔλπομαι οὐχ ἕνα μῦθον
5077798 γεγηθε
παρέδωκεν τρέφειν Μενέλαος , ἀγαγὼν Ἑρμιόνην Σπάρτης ἄπο , ταύτηι γέγηθε κἀπιλήθεται κακῶν . βλέπω δὲ πᾶσαν εἰς ὁδόν ,
καταβαλών τε τὰς ὀφρῦς . ὡς ὅς γε πίνων μὴ γέγηθε μαίνεται : ἵν ' ἔστι τουτί τ ' ὀρθὸν
5067690 κοιτας
. Ἀλλὰ ξενῶνας οἶγε καὶ ῥᾶνον δόμους , στρώννυ τε κοίτας καὶ πυρὸς φλέξον μένος , κρατῆρά τ ' αἴρου
χρυσανταυγῆ : λευκοῖς δ ' ἐμφὺς καρποῖσιν χειρῶν εἰς ἄντρου κοίτας κραυγὰν Ὦ μᾶτέρ μ ' αὐδῶσαν θεὸς ὁμευνέτας ἆγες
5064617 σελας
τῶν τοιούτων ἐστὶ ζῴων : διὸ καί τινες ἀπὸ τοῦ σέλας ἔχειν ὠνομάσθαι φασὶν αὐτὰ σελάχια . μαλακὴν δ '
δὴ σύνοδον τούτοις ἐνὶ τείρεσι θείη , ἢ διχόμηνον ἄγοι σέλας ἔκφατον , εὖτέ σε χρειὼ τέχνην ἢ σοφίην δεδαήμεναι
5059429 μαλεροιο
ἐς Ἁγνιάδην Τῖφυν θόρε , τὼ δέ οἱ ὄσσε ὄστλιγγες μαλεροῖο πυρὸς ὣς ἰνδάλλοντο . καί νύ κεν ἂψ ὀπίσω
δὲ Θέτις τοίῳ προσελέξατο μύθῳ : “ Εἰ μὲν δὴ μαλεροῖο πυρὸς μένος ἠδὲ θύελλαι ζαχρηεῖς λήξουσιν ἐτήτυμον , ἦ
5030743 κασσιτεροιο
κυλλοποδίων , τὰς δύο χαλκείας , δύο δ ' ἔνδοθι κασσιτέροιο , τὴν δὲ μίαν χρυσῆν , τῇ ῥ '
οἶμοι ἔσαν μέλανος κυάνοιο , δώδεκα δὲ χρυσοῖο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο : κυάνεοι δὲ δράκοντες ὀρωρέχατο προτὶ δειρὴν τρεῖς ἑκάτερθ
5029157 αἱτε
⌊ Ἰνάχου ? ? Ἀργείου ποταμοῦ παισὶν βιοδώροις ⌊ , αἵτε παρίστανται ? πᾶσιν βροτέοισιν ? ἐπ ' ἔργοις ?
κνημῖδας Ἐρυθραίων Ἀριηνῶν : ἀλλά με Μουσάων φορέει νόος , αἵτε δύνανται νόσφιν ἀλημοσύνης πολλὴν ἅλα μετρήσασθαι οὔρεά τ '
5021514 αὐδην
βρότων . σοὶ καὶ ξύνειμι καὶ λόγοις ἀμείβομαι κλύων μὲν αὐδὴν , ὄμμα δ ' οὐχ ὁρῶν τὸ σόν :
: φθέγμα τὸ αὐτὸ παρὰ τοῖς κοινοῖς . Ἐνταῦθα δὲ αὐδὴν οὐ τὴν φωνὴν λέγει , ἀλλὰ τὰ ὄργανα τῆς
5001793 ἐγγυαλιξῃ
ἀντ ' εὐεργεσίης τετανυμμένης πάντοθεν οἰκτρῷ ὔμμι θεὸς πανεπόπτης διπλόον ἐγγυαλίξῃ μακροπόρευτον ἔχειν ἄλυπον βίον ἐκτὸς ἀνίης ἄφθονον αὐτοτέλεστον ἐπ
δόμους ὀλοῷ πυρὶ δῃώσειαν Αἰήτεω ὅτε μή σφιν ἑκὼν δέρος ἐγγυαλίξῃ . οἱ δὲ οὕτως : οὐ φυκτά οὐκ εὔπλοα
4995566 καθευδομεν
εὖ γ ' , ὦ Σιβύνη , τὰς νύκτας οὐ καθεύδομεν οὐδ ' ἀναγεγράμμεθ ' , ἀλλὰ καίεται λύχνος ,
ὅτι τὰ τοιαῦτα ἀπορήματα ὅμοια ὑπάρχουσι τῷ ἀπορεῖν , πότερον καθεύδομεν νῦν ἢ ἐγρηγόραμεν . τὰ γὰρ ὁμολογούμενα οὐ δεῖ
4978408 ἀησιν
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι πάροιθεν . Ἔρχεται : ἐξέρχεται . ἄησιν : ἀναπνέει , πνέει , ἢ ἀνατέλλει , λάμπει
βίον † ὃς λύπας φέρει ; καὶ διὰ πλευμόνων θερμὸν ἄησιν ὕπνον Εὐρύμαχος † οὐκ ἄλλος † οὐδὲν ἡσσον –
4971639 δμωες
σπόρον θελήσεις εἰπεῖν , τὸν Ὀκτώβριον φήσεις καὶ Νοέμβριον . δμῶές τε καὶ αὐτός : τοῦτο δὲ ὅμοιόν ἐστι τῷ
καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες . ὁμοίως τῷ ” θῆτές τε δμῶές τε „ . . δ . ζατρεφέων αἰγῶν ὅς
4957699 κραδιην
βίον ἦσθα κύων , Ἀντίσθενες , ὧδε πεφυκὼς ὥστε δακεῖν κραδίην ῥήμασιν , οὐ στόμασιν : ἀλλ ' ἔθανες φθισικός
: βίην δ ' Ἡρακληείην εἷλ ] ' ἄχος ἄτλητον κραδίην , ὤλλυντο δὲ λαοί . ἤτοι ] ὁ μὲν
4950000 πορδαλις
: οὐ ποσὶ ῥινόκερως πίσυνος , πόδες ὅπλα λαγωῶν : πόρδαλις οἶδ ' ὀλοὴ παλαμάων λοίγιον ἰόν , καὶ σθένος
ποιητοῦ λέγοντος ποτὲ μὲν διὰ τοῦ ο στοιχείου , “ πόρδαλις ἠδὲ μέγας σῦς , ” ποτὲ δὲ διὰ τοῦ
4943871 ὀιστοι
] ? [ θανάτοιο ] μέλος σύριζον ? [ ] ὀιστοί . ! [ ! ! ! ! ] δ
τόξα ἕλκεται , οὐ ξιφέων σελαγή , σιγῶσι δ ' ὀιστοί , ἀλλὰ χοροὶ καὶ μοῦσα μελίπνοος , οὐδ '
4940943 κνεφας
μέθυ ἡδύ . ἦμος δ ' ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν , οἱ μὲν κοιμήσαντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα .
μετ ' ἠὼ πιόμενον : τοὶ δ ' αἶψα κατὰ κνέφας ὁρμηθέντες ἀγρευτῆρες ἄγουσιν ἐείκοσιν ἀμφιφορῆας οἴνου νηδυμίοιο , τὸν
4932659 πελασεν
παρεπομένων τοῦ ἕλκε δ ' ὁμοῦ καὶ νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν συνίστησι τὴν ἔντασιν γεγενημένην , εἶθ ' ἑξῆς λέγει
ἀκουστέον , ἐμπεσεῖν ταῖς ναυσίν . . ἀλλὰ σὺν αὐτοῖσιν πέλασεν νήεσσι θοῇσιν , νήπιος , οὐδ ' ἄρ '
4926314 χελιδοι
Ἀνακρέων τούτῳ τῷ μέτρῳ καὶ ὅλα ᾄσματα συνέθηκεν ἁδύμελες χαρίεσσα χελιδοῖ καὶ μνᾶται δηῦτε φαλακρὸς Ἄλεξις . Ταῦτα μὲν οὖν
Ὄρνιθες τίνες οἵδ ' οὐδὲν ἔχοντες πτεροποίκιλοι , τανυσίπτερε ποικίλα χελιδοῖ ; Τουτὶ τὸ κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν . Ὅδ
4923886 μολπην
? ? [ ἱπταμένων ] , τόσσην δ ' ἀνεβάλλετο μολπήν [ ! ! ! ! ! ! ! !
ὀρεινῇ πεύκῃ οὕτως ὥστε πληρῶσαι καὶ τὸν αἰθέρα τὴν εὔφρονα μολπήν , ἤγουν τὴν εὐφραντικήν τὴν ὀρεσίτροφον τὰς ἕδρας τῶν
4911815 δουπον
οὐχ ὑλάουσιν , ἀλλὰ περισσαίνουσι : ποδῶν δ ' ὑπὸ δοῦπον ἀκούω . οὔπω πᾶν εἴρητο ἔπος , ὅτε οἱ
ἀχαιϊνέης . Ἀζαλέοιο : μεγάλου . Καναχήποδος : ὁ ποιῶν δοῦπον μετὰ ποδῶν . Ὠτίς : ὄνομα θηρός . Ἐπέχραον
4897582 ἀχει
χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ˘ ˘ –
ἐπὶ τῶν αἰχμῶν ἀπερείσαντες οἱ πλεῖστοι δυσφορούσας τὰς κεφαλὰς τῷ ἄχει . τὸν Ἀχιλλέα μὴ ἀπὸ τῆς κόμηςοἴχεται γὰρ τοῦτο
4895491 ἀυτμη
χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι Ζηνόδοτος γράφει θύρας ἐπιθεῖσα
χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . γίνεται δὲ μύρα κάλλιστα κατὰ τόπους , ὡς
4894089 δαιτα
ὁδὸς ἅδε θαλυσιάς : ἦ γὰρ ἑταῖροι ἀνέρες εὐπέπλῳ Δαμάτερι δαῖτα τελεῦντι ὄλβω ἀπαρχόμενοι : μάλα γάρ σφισι πίονι μέτρῳ
δ ' αὖ νήκουστος ὁμοκλέων σφάξας ἐν μεγάροισι κακὴν ἀλεγύνατο δαῖτα . ὡς δ ' αὔτως πατέρ ' υἱὸς ἑλὼν
4893519 ἀνωγοι
Ἶρος : “ οὕνεκ ' ἀπαγγέλεσκε κιὼν ὅτε πού τις ἀνώγοι . ” ἴρεσσιν ἐοικότες οὐ τῷ χρώματι ἀλλὰ τῷ
, οὐδ ' εἴ κέν ς ' αὐτὸν χρυσῷ ἐρύσασθαι ἀνώγοι Δαρδανίδης Πρίαμος : οὐδ ' ὧς σέ γε πότνια
4893280 χειματος
ἀρηρομένῃ δ ' ἐνὶ γαίῃ καὶ θέρεος βαρύθουσι πόδες καὶ χείματος ὥρῃ ἄχρις ἐπισφυρίων ὀλοὴν κρηπῖδα φέρουσιν . Ἤν ποτ
! ! ! ! ] ν ! ἐλπὶς ὡρίου ] χείματος [ ] [ ! ! ! ! ] ερ
4892127 ὀλοον
σπαράξομαι κόμαν , οὐκ ἐμῶι ' πιθήσομαι κάραι κτύπημα χειρὸς ὀλοόν ; ὦ πόλις , διπλῶν τέκνων μ ' ἐστέρησε
ἢ τανύει τὸ ἄκρον ἐκτείνει * ἄκρην : οὐράν * ὀλοόν : φθαρτικόν * ἐπώδυνον : ὀδυνηρόν * ἔπλετο :
4875678 ἰκελοι
ἀεικελιᾶν † νούσων εἰσὶ καὶ † ἄνατοι , οὐδὲν ἀνθρώποις ἴκελοι θνατοῖσι δ ' οὐκ αὐθαίρετοι οὔτ ' ὄλβος οὔτ
ἐκείνοιν , οἳ ἡνίκα ἦσαν καθεστηκότες , τοῖς τοῦ Διὸς ἴκελοι ἐνομίζοντο , ἐμπεσόντες δὲ εἰς τὴν ὀργὴν οὐκέτι Διός
4875095 φυλασσεμεναι
δαμέντες φύξιν βουλεύουσι μετὰ σφίσιν , οὐδ ' ἐθέλουσι νύκτα φυλασσέμεναι , καμάτῳ ἀδηκότες αἰνῷ . Ὣς ἔφαθ ' ,
πότνια μήτηρ Θρινακίην ἐς νῆσον ἀπῴκισε τηλόθι ναίειν , μῆλα φυλασσέμεναι πατρώϊα καὶ ἕλικας βοῦς . τὰς εἰ μέν κ
4870396 χαιρετε
πρὸς τοὺς τρίποδας τοὺς ἐν Διονύσου τουτουσὶ , πάντως δὲ χαίρετε αὐτοὺς προσορῶντες . ἆρ ' οὖν ποτ ' ἂν
οὕτω τελευτῆσαι . Καὶ ἔστιν ἡμῶν εἰς αὐτὸν οὕτω : χαίρετε , καὶ μέμνησθε τὰ δόγματα : τοῦτ ' Ἐπίκουρος
4863110 ἑρπει
μετάβαϲιϲ ἐϲ νώτου μύαϲ καὶ θώρηκοϲ . ἄπιϲτον ἐϲ ὅϲον ἕρπει τὸ κακόν . ϲπόνδυλοι ἀλγέουϲι ῥάχιόϲ τε καὶ αὐχένοϲ
* οἴμῳ : τῇ πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ ,
4860645 κηρ
ὅταν φῇ „ Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος ” λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων „ .
ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν . Παφλαγόνων δ ' ἡγεῖτο Πυλαιμένεος λάσιον κῆρ ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων , οἵ
4858093 πορφυρεαις
δὲ Ἀπολλώνιος ἐπὶ τοῦ βλέπειν . λιγνύν : κάπνον . πορφυρέαις ἑλίκεσσιν : ταῖς τοῦ καπνοῦ συστροφαῖς πορφυριζούσαις , ταῖς
ψαλμοῖσιν ἀντίσπαστ ' ἀείδοντες μέλη σφηκῶσαι λάμπει δ ' ἐπὶ πορφυρέαις παρῇσι φῶς ἔρωτος τό γε μὴν ξείνια δούσας ,
4852277 πορφυρεην
σύ ποτε χρυσῷ πέρι μαίνεο , μήτ ' ἐπὶ δειρῆς πορφυρέην ὑάκινθον ἔχοις ἢ χλωρὸν ἴασπιν . χρυσός τοι κόνις
λέγει ἰοειδέα πόντον καὶ οἴνοπα πόντον , καὶ Εὐριπίδης ἅλα πορφυρέην , καὶ εἰ δή τις ἄλλος ἄλλο τι τοιοῦτον
4851907 λυχνος
Λυδός : λύκος : Λυκοῦργος : λυσιτελής : Λυσίμαχος . λύχνος : Λυκόφρων : Λύκαιστος : σεσημείωται τὸ λοιδορῶ :
ἁμίς , λεκάνη , θυΐα , κάνθαρος , σείσων , λύχνος . ὑπηρεσία σοι παντελής , γραῦ , κεραμίων .
4848138 ῥοδον
κρίνον ἠδ ' ὑάκινθον πορφυρέην γλαύκου τε χελιδονίοιο πέτηλα καὶ ῥόδον εἰαρινοῖσιν ἀνοιγόμενον ζεφύροισιν : οὔπω γὰρ φύεν ἄνθος ἐπώνυμον
ῥόδον τότε φθονεῖ μοι . Ἀμελῶ πόθου κρατοῦντος : τὸ ῥόδον πλέον με τέρπει , ὅτε καὶ Δάφνην ἐάσω .
4844420 λοιβας
παγάς τ ' οὐρειᾶν ἐκ μόσχων Βάκχου τ ' οἰνηρὰς λοιβὰς ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν , ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται
τρίτον Διὸς Σωτῆρος , καθὰ καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἐπιγόνοις : λοιβὰς Διὸς μὲν πρῶτον ὡραίου γάμου Ἥρας τε – ×
4842615 δασαντο
: δόμον δέ οἱ ἔργα τε πάντα χηρωσταὶ μετόπισθεν ἀποφθιμένοιο δάσαντο . Δηίφοβος δὲ Λύκωνα μενεπτόλεμον κατέπεφνε τυτθὸν ὑπὲρ βουβῶνα
τέχνῃσι : μηχαναῖς , διὰ τῶν τεχνῶν . διὰ μέτρα δάσαντο : ὑπερβατόν . δάσαντο : ἔμαθον , ἐμέρισαν .
4842413 χεε
ἐνὶ δραχμαῖς πέντε δὶς ἑλκόμενον , νᾶμα δὲ θυγατέρων ταύρων χέε Κεκροπίδαισι συγγενές , οὐκ Τρίκκης ὡς ἐνέπουσιν ἐμοί .
δαῖε δὲ φιτρούς πῦρ ὑπένερθεν ἱείς , ἐπὶ δὲ μιγάδας χέε λοιβάς , Βριμὼ κικλήσκων Ἑκάτην ἐπαρωγὸν ἀέθλων . καί
4837431 λαθεν
ἀσπασίην ἐπὶ θήρην ἔσσυτο γηθομένη : τὸν δ ' οὐ λάθεν ἐγγὺς ἐοῦσα : ἀλλ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἀτυζόμενος
δὲ κατασχομένη ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ Σιγῇ , πάσας δὲ Τρῳὰς λάθεν , ἦρχε δὲ δαίμων . . καλῶς ἔχει ,
4835171 σφ
παίδων ἐμῶν , ἀλλὰ οὐκ ἐν αὐγαῖς ταῖς ἐμαῖς ζόη σφ ' ἔχειν : τὸ μὴ παρὸν δὲ τέρψιν οὐκ
νῦν εἴ ποτ [ ὑμεῖς τεας ? [ μνησθέντ [ σφ [ ὦ φίλτατε [ ! ! ] πηστα ?
4833572 Παφιην
μηρῶν , μαλερὸν τὸ πῦρ ἐχόντων , ἀφελῆ ποίησον αἰδῶ Παφίην θέλουσαν ἤδη . φθονερὴν ἔχεις δὲ τέχνην , ὅτι
, Παφίης μελῶν , Ἀθήνη , ἐρατοὺς χοροὺς μετέρχου . Παφίην μόνην Ἀθήνης κρατέειν ῥόδον διδάσκει . Δότε μοι ῥόδον
4831128 ἀδινον
. καὶ τὸ πυκνὸν καὶ ἰσχνόν : „ ἀμφ ' ἀδινὸν κῆρ „ . καὶ τὸ ἠρέμα : ” ἀδινῶς
ἤδη καὶ πυλαωρὸς ἐέλδετο , καί τινα παίδων μητέρα τεθνεώτων ἀδινὸν περὶ κῶμ ' ἐκάλυπτεν , οὐδὲ κυνῶν ὑλακὴ ἔτ
4829108 μειλιχον
κυσαμένη δἤπειτα θεὰ θεοῦ ἐν φιλότητι Λητὼ κυανόπεπλον ἐγείνατο , μείλιχον αἰεί , ἤπιον ἀνθρώποισι καὶ ἀθανάτοισι θεοῖσι , μείλιχον
τοῖς χείλεσιν αἱμύλιον οὐκ ἔξω γοητείας ἐδόκει . καὶ τὸ μείλιχον καὶ ἥμερον ἐπὶ τοῖς λεγομένοις ἐπήνθει καὶ συνεξεχεῖτο τοσοῦτον
4823226 ἠϋτε
ῥῆξαι μάλα περ μενεαίνων : ἴσχον γὰρ πυργηδὸν ἀρηρότες , ἠΰτε πέτρη ἠλίβατος μεγάλη πολιῆς ἁλὸς ἐγγὺς ἐοῦσα , ἥ
εὐχομένῳ τοι ἀρηγόνα λᾶαν ὀπάσσω , θεσπεσίοιο γάλακτος ἐνίπλεον , ἠΰτε μαζὸν πρωτοτόκου νύμφης ἢ μηκάδος οὐθατοέσσης : τόν ῥα
4820417 βησσαν
μὴν ἁβροτόνοιο τό τ ' ἄγριον οὔρεσι θάλλει ἀργεννὴν ὑπὸ βῆσσαν , ἢ ἑρπύλλοιο νομαίου , ὅς τε φιλόζωος νοτερὴν
: Ταύτῃ , φησίν , ἀφίκου πόσις εἰς τήνδε τὴν βῆσσαν , ἤγουν τὸ ὄρος . ἢ ἵκεο καὶ ἐλθέ
4819370 κυκνοι
τε Ἠριδανῷ ἐμπεσεῖται καὶ παρέξει μῦθόν τινα τῷ ὕδατι . κύκνοι γὰρ δὴ ἀναφυσῶντες ἡδύ τι ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ
ᾆσμα : ἐπὶ τῶν ἐγγὺς θανάτῳ ὄντων : οἱ γὰρ κύκνοι θνήσκοντες ᾄδουσιν . Κορώνη τὸν σκορπίον : ἐπὶ τῶν
4818678 τελεουσιν
. , . β . θ . ψ . . τελέουσιν πάροιθεν . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ
τόδε σῇσι θεοπροπίῃσιν ἐνίσπες , εἰ καὶ ἐμοὶ τοιόνδε θεοὶ τελέουσιν ὄλεθρον οἷον Ἀλωιάδῃσι πατὴρ τεὸς ἐγγυάλιξε : φράζεο δ
4809198 ἐαρ
τῆς μουσικῆς , φησί . οὔτε γὰρ ὕπνος οὔτ ' ἔαρ ἐξαπίνας γλυκερώτερον : οὔτε ὁ ὕπνος ἡμῖν γλυκύτερος οὔτε
φέρει ὑγρὴ καὶ θερμή : τοιόνδε τὸ ὑγρὸν καὶ θερμὸν ἔαρ : δεύτερον τὸ θέροϲ , μετόπωρον ἧϲϲον , χειμὼν
4799653 ἡμεθα
' ἐν γὰρ Τρώων πεδίῳ πύκα θωρηκτάων πόντῳ κεκλιμένοι ἑκὰς ἥμεθα πατρίδος αἴης : τὼ ἐν χερσὶ φόως , οὐ
ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε . καί : ἥμεθα δαινύμενοι κρέα τ ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ .
4793743 κοιλας
τῶν κοιλοτήτων τῶν πετρῶν ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ὦ Ζάραξ ἔχων κοίλας πέτρας . Ὀφέλτης καὶ Ζάραξ ὄρη Εὐβοίας περὶ ἃ
ἤλυθε πάντας Ἀχαιούς . καί νύ κ ' ἀναΐξαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας , εἰ μὴ ἀνὴρ κατέρυκε παλαιά τε
4792609 τερας
δὲ πυρὰ πρώτης μὲν φυλακῆς ἐκκαῦσαι σφοδρότερον , δευ - τέρας δὲ ἐλαττότερον , τρίτης δὲ μικρὰ παντάπασιν ὡς τὴν
Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος , πόντου θύγατερ , χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας , ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκουσιν , μάκαρες δ
4791976 νεεσθω
[ ! ! ] νιδου ? ? δ ' ἰότητι νεέσθω [ ὑμείων δ ' οὐ δεύεθ ? ' ὑποσχεσίην
ἑξῆς . εἶτα τίς φησιν : ἀλλὰ καὶ τοίηπερ ἐοῦσα νεέσθω . τὰ δὲ μειράκια τὰ ὡς τὸν Μενέλαον παραγενόμενα
4791549 ἐσθειν
οὐ πολλοὶ ἴσασι βροτῶν τόδε θεῖον ἔδεσμα , οὐδ ' ἔσθειν ἐθέλουσιν , ὅσοι κούφαν καὶ λεβώδη ψυχὴν κέκτηνται θνητῶν
χρόνον . ἡ Λακεδαιμονίων δὲ δίαιθ ' ὁμαλῶς διάκειται , ἔσθειν καὶ πίνειν σύμμετρα πρὸς τὸ φρονεῖν καὶ τὸ πονεῖν
4785231 ὀσσοις
ὀχήσω . λεύσσω , Προμηθεῦ : φοβερὰ δ ' ἐμοῖσιν ὄσσοις ὁμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων σὸν δέμας εἰσιδούσῃ πέτρᾳ προσαυαινόμενον
Τιτῆνα δὲ Θοῦρος λεύσσειεν κατέναντ ' ἢ μαρτυρέοι τετράγωνος , ὄσσοις ἀμφοτέροισι βροτῷ σίνος ἐκτελέουσιν . εὖτ ' ἂν δ
4778907 παραδραμῃ
οὐχ ὑπὲρ τέκνων θάνῃ , τοῦ δὲ προφήτου τοὺς λόγους παραδράμῃ , θνήξει παρ ' ἡμῶν καὶ μεταστὰς τοῦ σκότους
τὸ καλὸν ὡς ἀγαθὸν μόνον δεξιωσάμενος , τὰς τῶν ἑτεροδόξων παραδράμῃ περὶ τἀγαθοῦ φήμας . ἐν οὖν τοῖς οἴκοις τῆς
4778803 παρος
' ἀκούους ' , οὐδέ οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα . ἤρξατο δ ' , ὡς πρῶτον
δ ' ἐκ μεγάροιο γυναῖκες ἤϊσαν , αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ , ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι .
4778761 ὀνυμ
πέταται δ ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ ' αὐτῶν : καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος
τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ ' ὄνυμ ' ἀθάνατον . τερπνᾶς δ ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν
4778379 ἁδυ
τραύματα ἁλίκα ποιεῖς ; Εὐνίκα μ ' ἐγέλαξε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλᾶσαι καί μ ' ἐπικερτομέοισα τάδ ' ἔννεπεν :
καὶ πολεμικὸς ποιητὴς Ἀλκαῖος ἔφη : κὰδ δὲ χευάτω μύρον ἁδὺ καττῶ στήθεος ἄμμι . καὶ ὁ σοφὸς δὲ Ἀνακρέων
4776663 ἀμβροσιην
τόδε ἔργον ἄνδρας δυσμενέας σκοπιαζέμεν οἶος ἐπελθὼν νύκτα δι ' ἀμβροσίην : μάλα τις θρασυκάρδιος ἔσται . Τὸν δ '
οὐδὲ ποτητὰ παρέρχεται οὐδὲ Πέλειαι τρήρωνες , ταί τ ' ἀμβροσίην Διὶ πατρὶ φέρουσι . οὐ γὰρ τὰς πελειάδας τὰς
4776246 ἐτυχθη
ἀμυνέμεν , ἔνθεν ἀπῆλθεν Ἀντίλοχος , μεγάλη δὲ ποθὴ Πυλίοισιν ἐτύχθη : ἀλλ ' ὅ γε τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον
ὕστατον αὖ καὶ κῶας , ἐφ ' ᾧ πλόος ὔμμιν ἐτύχθη , εἷλες ἐμῇ ματίῃ , κατὰ δ ' οὐλοὸν
4775463 δεμας
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ
4773084 τεθηλεν
λύεται , ὡς λέων βρυχᾶται , ὡς δένδρον ὀρθοῦται καὶ τέθηλεν . ἐθέλω δὲ ὑμῖν καὶ Πρωταγόρου λόγον τινὰ εἰπεῖν
τὰς ἀναθυμιάσεις , ὑφ ' ὧν τὸ πνεῦμα τρέφεται καὶ τέθηλεν . Ὡς δὲ Νεῖλον Ὀσίριδος ἀπορροήν , οὕτως Ἴσιδος
4769578 ἀμβροτος
τὸ γὰρ χαίρετ ' , ἐγὼ δ ' ὔμμιν θεὸς ἄμβροτος , οὐκέτι θνητός καὶ ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ
ἡ προσθήκη . τῷ γὰρ ἔσσεαι ἀθάνατος θεὸς ἐπήγαγεν : ἄμβροτος , οὐκ ἔτι θνητός , ἵνα κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ
4769191 φεγγος
δέξαιτο δ ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος , δίκᾳ ξεναρκέϊ κοινόν φέγγος . εἰ δ ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκˈριτος ἁλίῳ σὸς
τοίνυν μηδὲ εἰς τὰς κοίτας λαμπτῆρας φέρεσθαι μηδὲ ἄλλο νυκτερινὸν φέγγος : ἤδη γάρ τινες , ἐπεὶ πάντῃ ἐξείργονται μηδὲν
4768748 ἑζομενη
οὗ δὴ χείλεσιν ἀμφιλάλοις δεινὸν ἐπιβρέμεται Θρῃκία χελιδὼν ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον : Ἀργεῖος οὐκ Ἀργεῖος : Ἀργεῖος ἠναγκασμένος ,
παλλομένη κραδίην : τὸ γὰρ ὡς ὕπαρ εἶδεν ὄνειρον . ἑζομένη δ ' ἐπὶ δηρὸν ἀκὴν ἔχεν , ἀμφοτέρας δέ
4767704 Ἀιδος
ἐλευθέριον πλούσιος ὢν ἐδίδου : ἀλλὰ πρὶν ἐκτελέσαι κατέβη δόμον Ἄιδος εἴσω , χρήματα δ ' ἀνθρώπων οὑπιτυχὼν ἔλαβεν ,
. . . . εἰ κεῖνόν γε ἴδοιμι κατελθόντ ' Ἄιδος εἴσω , φαίην κε φρέν ' ἄτερ που οἰζύος
4767223 δευετο
' Ἐνυώ . Πάντῃ δ ' αἷμα κελαινὸν ὑπέρρεε , δεύετο δὲ χθὼν Τρώων ὀλλυμένων ἠδ ' ἀλλοδαπῶν ἐπικούρων :
πέρι τεύχη βλημένου ἐν κονίῃσι , περὶ μελέεσσι δὲ θώρηξ δεύετο φοινήεντι λύθρῳ . Ὃ δὲ λοίγιον ἔγχος ἐκ χροὸς
4760205 φθινουσα
τε φοινίου σάλου , φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός , φθίνουσα δ ' ἀγέλαις βουνόμοις τόκοισί τε ἀγόνοις γυναικῶν :
κάρα βυθῶν ἔτ ' οὐχ οἵα τε φοινίου σάλου , φθίνουσα μὲν κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός , φθίνουσα δ ' ἀγέλαις
4757867 ὀσσε
παραλαμβάνεται , ὡς ἐν τῷ Ν αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ : φανερὸν δὲ ὅτι τὸ ἀντί τινος παραλαμβανόμενον
. εἰ γάρ τις ἀντὶ τοῦ αὐτὸς δὲ πάλιν τρέπεν ὄσσε φαεινώ ἀντιθῇ τὸ Ζεύς , οὐ συνάξει τοὺς δύο
4755043 παγετος
τῇ ὑστεραίῃ ἐσενεγκὼν ἐς ἀλέην , ὅκου χαλάσει μάλιστα ὁ παγετὸς , ὁκόταν δὲ λυθῇ , ἀναμετρέειν τὸ ὕδωρ ,
γνῶσις καταλύει τὴν ὠφέλειαν : καὶ οὔτε φθεῖρες , οὔτε παγετὸς ἀδικήσει τὴν ἄμπελον : ἢ χρίε τὰ δρέπανα σκορόδῳ
4751208 χερας
κλυδωνίωι . τοὺς γὰρ κάτω σθένοντας ἐξηιτησάμην τύμβου κυρῆσαι κἀς χέρας μητρὸς πεσεῖν . τοὐμὸν μὲν οὖν ὅσονπερ ἤθελον τυχεῖν
τί δὴ καλεῖς με ; ” Οὐ μόνος ἐμψύχων ἄπεχες χέρας , ἀλλὰ καὶ ἡμεῖς . τίς γάρ , ὃς
4748269 χειμα
, καὶ ἀκήρατος ἀλυπία καὶ ἡδεῖα δίαιτα : οὔτε γὰρ χεῖμα σφοδρὸν οὔτε θάλπος ἐγγίγνεται , ἀλλ ' εὔκρατος ἀὴρ
κεν ἰδὼν ἐλέφαντα ἢ κορυφὴν ὄρεος παναπείριτον ἢ νέφος αἰνὸν χεῖμα φέρον δειλοῖσι βροτῶν ἐπὶ χέρσον ὁδεύειν . ἴφθιμον δὲ
4747776 ἀναινονται
δοκεῦσι πικρὰ εἶναι , καὶ ἤν τις πλείονα δῷ , ἀναίνονται λαβεῖν , καὶ σχέτλια δρῶσι : παράφοροι δὲ τῇ
ἐκερτόμουν καὶ τὴν μητέρα , τὸ γῆρας αὐτῶν ἐκφαυλίσαντες . ἀναίνονται οὖν ἐκεῖνοι τὴν σὺν τούτοις διατριβήν , καὶ ᾤχοντο
4747366 ἐθηησαντο
πότνα θεάων , δῖα Θέτις : τὰς δ ' αὐτοὶ ἐθηήσαντο ἰδόντες ἥρωες κρατεροὶ καὶ ἀταρβέες , οὕνεκα πασέων ληιάδων
: καί μιν ἐνὶ τριόδοισι πολυκρίθοιο Μιδείης ταρβαλέαι σὺν παισὶν ἐθηήσαντο γυναῖκες . Χαλκείῃ ἀκάτῳ βουπληθέος ἐξ Ἐρυθείης Αἳ καὶ
4741161 στεφος
τοὺς κλῶνας ἐμίσησεν ἡ Δίκτυννα , καὶ μόνη οὐκ ἐγένετο στέφος τῆς Ἰμβρασίας Ἥρας , ὅτι τὴν Ἀφροδίτην ἐκόσμησεν ,
στέφειν , ὅ ἐστι σκεπάζειν , πλεονασμῷ τοῦ ρ , στέφος καὶ στέρφος . Σκῆνος . παρὰ τὸ σκήνωμα καὶ
4738819 τεγγε
ἐν δὲ κίρνας οἶνον ἀφειδέως μελιχρόν . θέρους δέ : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἁ
τῶν γυναικῶν . τοιαῦτα δὲ καὶ τὸν Ἀλκαῖον ᾄδειν : τέγγε πλεύμονας οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἀ
4735258 χελιδων
λέγεται , ἐπικρατοῦντος μέντοι τοῦ ἑνὸς γένους , οἷον ἡ χελιδών ὁ ἀετός ἡ κορώνη : καὶ δεῖ γινώσκειν ὅτι
ἱλαρότης , ἢ εἰς Ν , ὡς τὸ τρυγών , χελιδών , ἢ εἰς Ρ ὡς τὸ μήτηρ , θυγάτηρ
4724015 ἑστηκ
γραῦς τις κακοδαίμων , αὐτόθεν δ ' οὗ νῦν λέγων ἕστηκ ' ἔδειξεν αὐτὸν ἐπὶ τοῦ λοφιδίου ἐκεῖ περιφθειρόμενον ἀχράδας
' ἠλέκτρῳ βεβαυῖα . νεῦμαί τοι νεῦμαι ἐνιαύσιος ὥστε χελιδὼν ἕστηκ ' ἐν προθύροις : καὶ εἰ μέν τι δώσεις
4721635 ἀντα
φοινισσομένη , κοκκίνη ἐρυθραινομένη ἐρυθραίνουσα * εἴδεται : φαίνεται * ἄντα : ἄντικρυς * πελιδνή : ὠχρά μέλαινα μολιβδομελάνη .
ἔχει κόπον Εἰλειθυίης , ἄγχι μάλ ' ἑζόμενος σφέτερον γόνον ἄντα δοκεύει : καί ῥ ' ὅτε νηπίαχον μητρὸς παρὰ
4721184 τοιγε
' ἐπὶ γηθοσύνας νόος ἐτράπετ ' : ἀλλ ' ἄρα τοίγε ἤματα μὲν στρεύγοντο περιβληχρὸν βαρύθοντες ὀδμῇ λευγαλέῃ τήν ῥ
θῆρες ἐς πεδίον δρυμοῖο βοῶν ἕνεκ ' ἀγροτεράων , πρῶτοι τοίγε μάχηνδε κατὰ χροὸς ἤισαν ὀδμήν , δεινὸν δ '
4713972 θηρι
: κεῖνος γὰρ πρόμαχός τε καὶ οὔατα καὶ φάος ἰχθὺς θηρὶ πέλει : κείνῳ δ ' ἀΐει , κείνῳ δὲ
μὲν γυῖα † φέρεσκον . Πάντῃ δ ' ἀμφιθέεσκεν ἀναιδέι θηρὶ ἐοικώς , ὅς τε βαθυσκοπέλοιο διέσσυται ἄγκεα βήσσης ἀφριόων

Back