μὲν οὖν ἁρμόδια ἀνδράφαξίϲ τε καὶ βλίτον καὶ μαλάχη καὶ θριδακίνη καὶ κολοκύνθη : τῶν δ ' ἄλλων ὅ τε | ||
ἐπικαίειν , ἐπιφλέγειν , ἐπιορύττειν , πυρπολεῖν . λαχάνων ὀνόματα θριδακίνη , ῥάφανος : ἡ κράμβη δὲ οὕτως ἐκαλεῖτο . |
τὸ λίπος ἕψουσι . κατασκευάζεται δὲ οὕτω . χόνδρος ἢ ὄρυζα ἕψεται ἢ σεμίδαλις ἀρκούντως , εἶτα ἀποχεῖται τὸ ὕδωρ | ||
γυναικείοις εἰς ἅπαν ἀναδεδεμένοι . Γίνεται δὲ παρ ' αὐτοῖς ὄρυζα , μέλι , ζιγγίβερι , βήρυλλος , ὑάκινθος , |
νάρκη τε καὶ τρυγὼν ὑπέρχονται μετρίως : μαλάχη μετρίως . τεῦτλον , λάπαθον , κνίδη ἡ καὶ ἀκαλήφη ὅ τε | ||
ϲελαχίων νάρκη τε καὶ τρυγὼν ὑπέρχονται μετρίωϲ , μαλάχη καὶ τεῦτλον μετρίωϲ ὅ τε νεοπαγὴϲ τυρὸϲ μετὰ μέλιτοϲ ἀτράφαξιϲ κολοκύνθη |
τὰ μὲν ἄλλα τὴν ἐξομοίωσιν ἀποδίδωσι , ῥάφανος δὲ καὶ μαλάχη δοκεῖ παραλλάττειν καὶ δενδρικώτερα : τὰς δ ' ἐκφύσεις | ||
παρῴδηται ἐκ τῶν Ἡσιόδου : “ οὐδ ' ὅσον ἐν μαλάχη τε καὶ ἀσφοδέλῳ μέγ ' ὄνειαρ ” . ἢ |
ἀλφίτων εὖ κατωπτημένων ἐπιτήδειος : λαχάνων δὲ σεῦτλον καὶ ῥάφανος ἑφθὴ καὶ κεφαλωτὸν πράσον δυσὶν ὕδασιν ἀπογλυκανθὲν καὶ κράμβη κάθεφθος | ||
, ἄγριον πήγανον , ὀρνίθων κατοικιδίων ἐγκέφαλοϲ , πάνακοϲ ῥίζα ἑφθὴ ϲὺν οἴνῳ , ἀγαρικοῦ ⋖ α , ἀρκευθίδεϲ , |
. [ Πρὸς ὑπώπια . ] Ὑπώπια παραχρῆμα καταπλασσομένη ἡ ῥάφανος λεῖα αἴρει : αἴρει δὲ αὐτὴν ὅταν ἄρξηται δάκνειν | ||
τεῦτλα , λάπαθον , ὀξυλάπαθον , ἀνδράχνη , τρύχνος , ῥάφανος , γογγυλίς , νάπυ , κάρδαμον , πύρεθρον καὶ |
, αἱ γλυκεῖαι τῶν σταφυλῶν , αἱ γλυκεῖαι σταφίδες , μαλάχαι μετρίως , σέλινον , σμύρνιον , εὔζωμον , ῥάφανος | ||
συμφέρει : μάλιστα δ ' ἂν ἁρμόσειε λαχάνων θριδακίναι καὶ μαλάχαι καὶ βλίτον καὶ κολοκύνθη καὶ σίκυος πέπων καὶ ἀτράφαξυς |
οὖν ἐπιτήδεια βλίτα , ἀτράφαξυς , μαλάχη , θριδακίνη καὶ κολοκύντη , τῶν δ ' ἄλλων κατ ' ἀρχὰς μὲν | ||
λέγω : βολβός , ἐλαία , σκόροδον , καυλός , κολοκύντη , ἔτνος . καὶ μυρία τοιαῦτ ' εἰπὼν ἐπάγει |
, σημεῖον ἀκμῆς , ψυδράκια μικρά , φλύκταιναι ὑπόπυοι . φακὸς ὅμοιόν τι τῷ ὀσπρίῳ , συγγενὲς ἢ ἐπιγενές . | ||
, ῥοῦς , σίκυς πέπων , στρύχνον τὸ κηπευόμενον , φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων , φῦκος χλωρὸν ἔτι καὶ |
, ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν φρυγανικῶν καὶ ποιωδῶν , οἷον κάππαρις καὶ θέρμος . ἥμερον δὲ καὶ ἄγριον δίκαιον καλεῖν | ||
ὀξυακάνθης τε καὶ βρυωνίας . βολβοὶ εἰς ὄρεξιν ἐπεγείρουσιν , κάππαρις ταριχευθεῖσα . κιτρίου τὸ ἐκτὸς ῥώννυσιν ἐν φαρμάκου μοίρᾳ |
τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κε - καυμένη . τοῖϲ δὲ ἀνίκμοιϲ καὶ προϲφάτοιϲ | ||
τε διὰ τοῦ κεκαυμένου χάρτου καὶ ἄνηθον κεκαυμένον ξηρὸν καὶ κολοκύνθη κεκαυμένη . τοῖς δ ' ἀνίκμοις καὶ προσφάτοις τῶν |
, κριθαί , ὀροβάκχη , πλάτανος , ῥάμνος συμπληρουμένης , σέρις , ἥν τινες πικρίδα καὶ κιχόριον προσαγορεύουσι : καὶ | ||
λάχανα , θριδακίνη , χονδρίλη , σκάνδιξ , γιγγίδιον , σέρις , κιχώριον . οἴνων οἱ παχεῖς ἅμα καὶ δυσώδεις |
οἱ γλυκεῖς φοίνικες , σταφίδες αἱ γλυκεῖαι καὶ λιπαραί , γογγυλίς , βολβοὶ τροφιμώτατοι , καὶ μᾶλλον δίσεφθοι . μέλι | ||
ὁ ἥμερος ὁ ἀπὸ τῆς κράμβης ἐκκαυλούμενος . κολοκύντη , γογγυλίς , πυροί , κριθαί , ὄσπρια , κατερεικτά , |
ἀκαλήφη ὅ τε νεοπαγὴς τυρὸς μετὰ μέλιτος , ἀτράφαξυς , βλίτον , κολοκύντη , πέπονες , μηλοπέπονες , σῦκα , | ||
ψυχόντων , οἷά εἰϲι λάχανα μὲν θριδακίναι καὶ μαλάχαι καὶ βλίτον καὶ κολοκύνθη καὶ ϲίκυοϲ καὶ πέπων ἀτράφαξύϲ τε καὶ |
πυροὶ , κριθαὶ , λάθυροι , ὦχροι , φακοὶ , κύαμοι , ζειαὶ , βρόμος , παλάθιον , μέλι , | ||
τράχουροι ὠὰ ἑφθὰ ὀπτὰ τηγανιϲτὰ τυροὶ ἑφθοὶ ἄλφιτα τίφαι βρόμοϲ κύαμοι δόλιχοι φάϲιλοι λάθυροι ἐρέβινθοι ὄρυζα θέρμοι μελίνη κέγχροϲ καὶ |
τοῦ δριμυτέρου . δοκεῖ δ ' ἐν τού - τοις ῥαφανὶς εὐδοκιμεῖν καὶ εὔζωμον καὶ τάριχος παλαιὸν καὶ ὀρίγανις χλωρὰ | ||
ἐν ταῖς θερμημερίαις σπαρέντα θᾶττον ἐκκαυλεῖ καὶ ἐκσπερματοῦται , καθάπερ ῥαφανὶς γογγυλίς . ἔνια δὲ οὐκ ἐνιαύσια φέρει τὸν καρπὸν |
Δία , πάνυ φέρει . βοσκήματ ' , ἔρια , μύρτα , θύμα , πυρούς , ὕδωρ , ὥστε καὶ | ||
γενομένῃ συλλαβέσθαι κλοπῇ , καὶ ἕρπυλλος ἡ βοτάνη , καὶ μύρτα ὁμοίως , ὅ τε τῆς σίδης ἐπὶ τούτοις ἀποβρεχθεὶς |
. Ἐκ δὲ τῶν ξηρῶν ὀπωρῶν , κάρυα βασιλικά , πιστάκια , ἀμύγδαλα , κοκκονάρια , καὶ κάρυα ποντικά , | ||
τριπτοῦ . ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν σταφίδας , ἀμύγδαλα , πιστάκια καὶ κουκονάρια . τοῖς δὲ εὐρώστοις καὶ κυδωνάτα λαμβάνειν |
, σταφίς , ὀπός , χαλκοῦ λεπίς , ὤχρα , ἀνδράχνη , μήκωνος ὀπός , μανδραγόρας . τὰ δ ' | ||
ἡ τοῦ συμφέροντος τήρησις γίγνεται , ὡς ἐπὶ αἱμωδίας ἡ ἀνδράχνη . οὔτε γὰρ τὸ συνεκτικὸν αἴτιον ἐνταῦθά γε δηλοῖ |
βουληθέντες ὑγρὰν γαστέρα , ὅταν ἤδη μετρίως ἡψῆσθαι δοκῇ ἡ κράμβη , τὸ πρότερον ὕδωρ ἀποχέαντες ἐμβάλλομεν εὐθέως ἐν ἑτέρῳ | ||
εὔζωμον , ῥάφανος τελευταία λαμβανομένη : τῶν δ ' ἑφθῶν κράμβη , λάπαθον , γογγύλη , καὶ μᾶλλον ἕωλος . |
καὶ ψύλλιον ὅ τε ἐπὶ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ τὸ στρύχνον : ἢ τοῦτο μὲν οὐδ ' ὑγρόν ἐστι τὴν | ||
ἅμα τῇ στύψει : ἔχει γάρ τι καὶ δριμύτητος . στρύχνον δραστήριον ψῦξιν στύφουσαν ἔχει . ὕδωρ , ὑδατώδης οἶνος |
' ὅθ ' ὁ Μῆδος ἀφίκετο ; Σαπφώ : χρύσειοι ἐρέβινθοι ἐπ ' ἀιόνων ἐφύοντο . Θεόφραστος δ ' ἐν | ||
ἐϲφιγμένῃ καὶ πυκνῇ ϲαρκί , ἀλλὰ χαυνοτέρᾳ μᾶλλον . καὶ ἐρέβινθοι τρέφουϲι μᾶλλον , φάϲιλοι καὶ ὦχροι τήλεωϲ πλέον . |
καὶ τελειοῦται τάχιστα καὶ θησαυρίζεται κράτιστα , καθάπερ ἔλυμος καὶ κέγχρος : ἔνια δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ σήπεται | ||
ὦχροι , λάθυροι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , μελίνη , κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα , κύαμοι , μᾶζα ἐξ ἀλφίτων |
, ἔλυμον ἤτοι μελίνη , κέγχρος , τηγανιστὰ πάντα , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος | ||
ἐπέχει , ἔλυμος ἤτοι μελίνη , κέγχρος , ταγηνιστά , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος |
μελίλωτα ἑφθὰ μετὰ ἀμύλου αὐτοὺς τοὺς ὀφθαλμοὺς κατάπλασον , ἢ ἄμυλον σὺν οἴνῳ λευκῷ , ἢ ὠοῦ λευκῷ . [ | ||
καὶ ὅλως δακνομένων τὸ ἔντερον : ὕλη δ ' αὐτῶν ἄμυλον καὶ ἀστὴρ Σάμιος καὶ πομφόλυξ καὶ κόμμι καὶ τραγάκανθα |
δ ' ὁ σεμιδαλίτης , καὶ τρίτος ὁ συγκομιστός . ἑφθοὶ πυροί , σεμίδαλις , χόνδρος . κύαμοι σαρκοῦσι τὴν | ||
δὲ θήλεις μονοχρώματοί τέ εἰσι καὶ γλυκύτεροι . λαμβάνονται δὲ ἑφθοὶ καὶ τηγανιστοί : κρείττονες δ ' εἰσὶν οἱ μέχρι |
δι ' οἴνου αὐστηροῦ ποθέντα ξηραίνει . ὄρυζα ἐπέχει , ἔλυμος ἤτοι μελίνη , κέγχρος , ταγηνιστά , λάγεια κρέα | ||
ἐξ ἀλφίτων κριθῆς , βρόμος , κέγχρος , καὶ μᾶλλον ἔλυμος , ὄρυζα , κύαμοι χλωροί , μήκωνος σπέρμα , |
γραμματείων ἤσθιον . ἀκροκώλι ' , ἀρτοί , κάραβοι , βολβοί , φακῆ πτισάνην διδάσκεις αὐτὸν ἕψειν ἢ φακῆν ; | ||
ἄμητες , πράσα , γήτειον , κρόμμυα , φύστη , βολβοί , καυλοί , σίλφιον , ὄξος , μάραθ ' |
Ὅϲα ψύχει . Κριθὴ κατὰ πάνταϲ τρόπουϲ τῆϲ χρήϲεωϲ , κέγχροϲ ἔλυμον ὕδνα κολοκύνθη ἑφθὴ πέπονεϲ μηλοπέπονεϲ ϲίκυοι κοκκύμηλα ϲυκόμορα | ||
κύαμοϲ , καὶ ὄροβοϲ , ἢν ἐξοιδαίνῃ ἡ γαϲτήρ . κέγχροϲ δὲ φωχθεῖϲα ἐν μαρϲίποιϲι , πυρίημα κοῦφον καὶ μαλθακόν |
, ἔλυμον , ὕδνα , κολοκύνθη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες , κοκκύμηλα , συκόμορα , αἱ αὐστηραὶ | ||
ἢ ἧττον . Πτισάνη , κολοκύντη ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυοι , κάρυα χλωρά , σούσινα , κοκκύμηλα |
γεννητική . Δαμασώνιον ῥυπτικὴν ἔχει δύναμιν . Δαῦκος ὁ καὶ σταφυλῖνος ὁ μὲν ἄγριος τοῦ ἡμέρου σφοδρότερος ἐν πᾶσι , | ||
, ὤκιμον , γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα , βολβοὶ ὠμότεροι , σταφυλῖνος , δαῦκος , κάρω καὶ πᾶσαι αἱ ῥίζαι τῶν |
λεῖα μεθ ' ἁλῶν ὀλίγων καταπλαϲϲομένη . Ἔλυμοϲ καλεῖται καὶ μελίνη : Ἐϲτὶ δὲ ἐκ τῶν ὀϲπρίων ὅμοιον κέγχρῳ τήν | ||
: Αἰητίνη : Ἀδρηστίνη Εὐηνίνη : Μενεκίνη ἡ πόλις : μελίνη κέγχρος : χοιρίνη ἡ δικαστικὴ ψῆφος Καρίνη ἡ πόλις |
, ῥαφίς . ἢ πάλιν ὄψων οὕτως : ἔτνος , φακῆ , τάριχος , ἰχθύς , γογγυλίς , σκόροδον , | ||
οὔδ ' ἂν ἐπὶ πλεῖϲτον ἑψηθῇ . ἀφαιρεθεῖϲα δὲ ἡ φακῆ τοῦ λέμματοϲ τὸ ἰϲχυρῶϲ ϲτυπτικὸν ἀπόλλυϲι καὶ οὐχ ὁμοίωϲ |
τίφης καὶ τῶν ἄλλων τῶν μοχθηρῶν σπερμάτων οἵ τε ἁπαλοὶ τυροὶ καὶ φακὸς καὶ βῖκος καὶ τῶν οἴνων οἱ παχεῖς | ||
πλήϲμιον : ἔριφοϲ δὲ οὐ πάντῃ κακόϲ , γάλα καὶ τυροὶ κεφαλαλγέεϲ . ἰχθύων οἱ πετραῖοι ἠδὲ ὁκόϲοι κατὰ χώρην |
μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , κνῆκος , ἐλᾶαι , στέμφυλ ' , ἄμητες | ||
καρπὸν ἀποβάλλει τὰ φύλλα , καθάπερ αἱ ὄψιαι συκαῖ καὶ ἀχράδες . Τῶν δ ' ἀειφύλλων ἡ ἀποβολὴ καὶ ἡ |
ἔλαιον ποιεῖ ἴσα μαλάγματι . Ἄλλο . Αἴρινον ἄλευρον καὶ ἐρύσιμον μετὰ μέλιτος ἔχοντος ἀντὶ τοῦ ἐλαίου πίσσαν ὑγράν . | ||
σβέσαι . Καὶ κολοκύντη ἀγρίη , λινόζωστις , νίτρον καὶ ἐρύσιμον . Θᾶσσον κατασπᾷ καὶ μανδραγόρου ῥίζα , κανθαρὶς , |
ἀνδράχνη καὶ ψύλλιον ὅ τε ἀπὸ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ κοτυληδὼν στρύχνον τε καὶ ὑοσκύαμος καὶ θριδακίνη καὶ γλαύκιον αἵ | ||
ἀνδράχνη καὶ ψύλλιον ὅ τε ἀπὸ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ κοτυληδὼν στρύχνον τε καὶ ὑοσκύαμος καὶ θριδακίνη καὶ τεῦτλον καὶ |
μεμαθήκασι , καὶ ὑγροτέρην μᾶζαν ἀντὶ ἄρτου , καὶ λαχάνων λάπαθον , ἢ μαλάχην , ἢ πτισάνην , ἢ σεῦτλα | ||
. * . . Ἀλαπάξαι : ἐκπορθῆσαι : παρὰ τὴν λάπαθον τὴν βοτάνην , ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός . καὶ |
, κινάρα , καὶ μᾶλλον ὅταν σκληροτέρα γένηται , σίκυοι πέπονες , μηλοπέπονες δ ' ἧττον . κολοκύντη τούτων μὲν | ||
πιφαύσκω , ὅτι καὶ τὸ παρ ' Ὁμήρῳ „ ὦ πέπονες „ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν πεποίηται ὡς ἀπὸ τοῦ φόνου μεταπεσόντος |
, καὶ ἀμβλύνειν τὴν δριμύτητα δυνάμενα , οἷά ἐστιν ᾠὰ ῥοφητὰ , καὶ σεμίδαλις , καὶ χόνδρος ἐσκευασμένος ἐν ῥοφήματος | ||
, οἷον ῥοιᾶϲ ἢ μύρτων ἢ ὀμφακομέλιτοϲ , ἢ ᾠὰ ῥοφητὰ ἢ τῶν διὰ γάλακτόϲ τι πεμμάτων μετά τινοϲ τῶν |
κεφαλαλγῆ γινομένην , ὥσπερ ἡ διὰ γάρου . ἐσθίεται δὲ τῆλις καὶ πρὶν ἐκκαρπῆσαι εἰς ὄξος καὶ γάρον , ἔνιοι | ||
τερμίνθου ὁ φλοιὸς καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπός , τῆλις , χαμαιλέοντος ἑκατέρου ἡ ῥίζα , χαμαιπίτυς , ὤκιμον |
λιβανωτίδες αἱ τρεῖς , μελάνθιον , μηδίου τὸ σπέρμα , μήκων κερατῖτις , μυρρίδος ἡ ῥίζα , ὀνωνίδος ὁ φλοιός | ||
, ὀμφάκιον , κεδρίδες , κάρυα , σεῦτλον λευκόν , μήκων , σίλφιον , βάλσαμον , σαγαπηνόν , πάνακες , |
ὠὰ πρὸς ὑπαγωγὴν γαστρὸς καὶ λαχάνων τεῦτλα καὶ μαλάχαι καὶ κράμβαι καὶ τῶν κογχαρίων ὁ ζωμός : καὶ ἴσως ἐξαρκεῖ | ||
ἐναντιοῦται τοῖς περὶ γῆς δικαζομένοις : πρόρριζα γὰρ ἀνασπᾶται . κράμβαι δὲ πρὸς οὐδέν εἰσι χρήσιμοι , μάλιστα δὲ καπήλοις |
βότρυες , σῦκα , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , κνῆμος ἐλᾶαι , στέμφυλα | ||
καὶ ἡ σικύα καὶ ἄλλ ' ἄττα καὶ τῶν ἐλαττόνων ἕρπυλλος , ἰασιώνη : πάντα γὰρ ταῦτα ζῇ πρὸς ἑτέρῳ |
ἄρτων ἐϲτίν , μέλιτοϲ δὲ προϲλαβοῦϲα ὑπέρχεται . ὁ δὲ βρόμοϲ θερμόϲ τε καὶ ὀλιγότροφοϲ . ἡ δὲ κέγχροϲ καὶ | ||
. Πυροὶ ἑφθοὶ καὶ οἱ ἀπ ' αὐτῶν ἄρτοι τίφη βρόμοϲ τῆλιϲ οἱ γλυκεῖϲ φοίνικεϲ μῆλα τὰ μετρίωϲ γλυκέα ϲήϲαμον |
σφαιρία ἢ σέσελι ἢ πέπερι ἢ καρκίνοι ποτάμιοι ἑφθοὶ ἢ ὀπτοί . Μηλέας φύλλα κόψας καὶ ἀποθλίψας δίδου τὸν χυλὸν | ||
, χορίων , πυρῶν , καρύων , χόνδρου . κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί |
περιστερεὼν ὕπτιος , Καρκίνου σύμφυτον , Λέοντος κυκλάμινον , Παρθένου καλαμίνθη , Ζυγοῦ σκορπίουρος , Σκορπίου ἀρτεμισία , Τοξότου ἀναγαλλὶς | ||
ὁρμὴν λαμβάνον ϲυνεξάγει τὸν ἰόν : καὶ πήγανόν τε καὶ καλαμίνθη καταπλαϲϲόμενα ὠφελεῖ , καὶ ϲκόροδα μεθ ' ἁλόϲ , |
ἀμύγδαλα πικρὰ ἔφηλιν ἀποκαθαίρει καὶ αἱ ῥίζαι τούτου τοῦ δένδρου ἑφθαὶ καταπλασσόμεναι . κόστος πρὸς ἐφήλεις ποιεῖ μεθ ' ὑγρομέλιτος | ||
σφαιρία σὺν ἀλφίτοις καὶ σταφὶς ἐκγιγαρτισμένη καὶ λειωθεῖσα καὶ ἰσχάδες ἑφθαὶ ἐν οἴνῳ κοπεῖσαι . Καὶ οἱ καρκῖνοι δ ' |
μηδὲ ἀνευρύνειν καὶ ἀναστομοῦν τοὺς πόρους δυναμένῃ , οἷάπερ ἐστὶν εὔζωμα καὶ κάρδαμα καὶ πρᾶσα καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα : | ||
γλυκεῖαι σταφίδες , μαλάχαι μετρίως , σέλινον , σμύρνιον , εὔζωμα , ῥάφανος , γογγυλίς , ῥαφανίς , νάπυ , |
ἐπὶ τῷ καταβάντι στρατεύματι προεῖπεν Ἀγησιλάῳ πόλεμον , εἰ μὴ ἀπίοι ἐκ τῆς Ἀσίας , οἱ μὲν ἄλλοι σύμμαχοι καὶ | ||
ἄδην εἶχεν , ὁ μὲν ᾔτει τὸν ἵππον , ὡς ἀπίοι ἐπὶ τὸ βασιλέως στράτευμα : οἱ δὲ γυναῖκας εὐπρεπεῖς |
δριμύτητά τινα καὶ πικρότητα χυλοῦ καθάπερ ὁ θέρμος καὶ ὁ ἐρέβινθος καὶ ὁ ὄροβος : μόνα γὰρ δὴ καὶ οὐ | ||
καὶ ἐν ταῖς ψαφαρωτέραις ἐκφέρειν : τῶν δὲ χεδροπῶν μάλιστα ἐρέβινθος καίπερ ἐλάχιστον χρόνον ἐν τῇ γῇ μένων , ὁ |
ὡς ἐν λαχάνοις , αἷμα γεννᾷ , καὶ μετὰ ταύτην ἴντυβοι . οἱ εὐώδεις οἶνοι εὔχυμοι : τῶν εὐχυμοτάτων δ | ||
οὐ μὴν κακόχυμός γέ ἐστιν , ὡς ἔφην . Οἱ ἴντυβοι ταῖς θρίδαξι παραπλησίαν ἔχουσι δύναμιν , ἀπολειπόμενοι καὶ καθ |
ἰσχάδες λεπτύνουσι καὶ τέμνουσιν , ὅθεν καὶ νεφροὺς ἐκκαθαίρουσιν . ἀρκευθίδες ἐκκαθαίρουσι τὰ καθ ' ἧπαρ καὶ νεφροὺς καὶ λεπτύνουσι | ||
ἰσχάδες λεπτύνουσι καὶ τέμνουσιν , ὅθεν καὶ νεφροὺς ἐκκαθαίρουσιν . ἀρκευθίδες ἐκκαθαίρουσι τὰ καθ ' ἧπαρ καὶ νεφροὺς καὶ λεπτύνουσι |
βρύον θαλάσσιον , γλαύκιον , δορύκνιον , ἐπιμήδιον μετρίως , θρίδαξ , ἰξός , ἴου τὰ φύλλα , κολοκύντη , | ||
τοιαῦται ψύχουσιν . οἱ στύφοντες φοίνικες ψυχρὸν ἔχουσι χυμόν , θρίδαξ , ἴντυβοι μετριώτερον , ἀνδράχνη , μήκωνος σπέρμα . |
ὥρας τοῦ ἔαρος : χειμῶνα δὲ δηλοῖ . Γ ἡ ἀκαλήφη λάχανόν ἐστιν ἄγριον , λέγουσι δὲ εἶναι τὴν κνίδην | ||
τοὺς θηρεύοντας αὐτήν : ὑφ ' ὧν κατὰ παραφθορὰν νῦν ἀκαλήφη ὀνομάζεται : τάχα δὲ ἴσως διὰ ταύτην καὶ ἡ |
κολοκύνθη , πέπονες , μηλοπέπονες , σῦκα , ἰσχάδες , σταφυλαὶ γλυκεῖαι , καὶ μάλιστα ὅταν ὦσιν ὑγραί . συκάμινα | ||
κολοκύντη , πέπονες , μηλοπέπονες , σῦκα , ἰσχάδες , σταφυλαὶ γλυκεῖαι , καὶ μάλιστα ὅταν ὦσιν ὑγραί . συκάμινα |
μαϲτίχηϲ κρόκου ἀνὰ ⋖ λ ὀπίου ⋖ ιε : τὸ ψύλλιον βαλὼν ὕδατι θερμῷ ξε γ , ἔα βρέχεϲθαι ὀλίγον | ||
σκευάσας χρῶ . ποιεῖ δὲ καὶ καθ ' ἑαυτὸ τὸ ψύλλιον ἑψόμενον καὶ καταπλαττόμενον , ἔσθ ' ὅτε δὲ καὶ |
τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰσχυρῶς , καννάβεως ὁ καρπός , κάρδαμον , καυκαλὶς ὡς δαῦκος , κερατωνία , ὥσπερ καὶ | ||
δ ' ἐστὶ τεύτλιον θριδακίνη εὔζωμον λάπαθον νᾶπυ κορίαννον ἄνηθον κάρδαμον : καλοῦσι δὲ καὶ πρῶτον τοῦτον τῶν ἀρότων . |
πέπειρα , ἄπιοι πρὶν πεφθῆναι , περσικά , ῥοιαί , μέσπιλα , κράνα , προῦμνα , κεράτια , ὁ τῆς | ||
, ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας . |
καθ ' αὑτὸν ἢ μετὰ χρυσαττικοῦ ἢ ὑδρομήλου γλυκέος καὶ κτένια πεπλυμένα καὶ ἀστακὸς δίσεφθος ἐν ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ ὕδατι | ||
μάλιϲτα τοὺϲ νεοϲϲοὺϲ καὶ ἰχθύων τοὺϲ πετραίουϲ καὶ ἐχῖνον καὶ κτένια καὶ τὰ παραπλήϲια παραιτουμένων αὐτῶν ἅπαντα τὰ θερμαίνοντα καὶ |
τε καὶ γάρου . λαπάττει δὲ γαϲτέρα καὶ τὰ ξηρὰ κοκκύμηλα , μάλιϲτα τὰ ἀπὸ τῆϲ Ϲπανίαϲ κομιζόμενα , οὐ | ||
ξηρῶν προαποβεβρεγμένων ὕδατι παραπλησία γίνεται τοῖς χλωροῖς ἡ δύναμις . κοκκύμηλα τὰ ὑγρὰ ὑπάγει : τὰ δὲ ξηρὰ αὐτῶν μελικράτῳ |
. ἐγκέφαλος , νωτιαῖος , καλλῶσον , σπλήν , ὠὰ τηγανιστά , τυροὶ ἁπαλοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις | ||
, γλαῦκοι , ζύγαιναι , γόγγροι , ὠὰ ἑφθά , τηγανιστά , τυροὶ ἑφθοί , ἄλφιτα , τίφαι , βρόμος |
ἀπαρίνη ἀριϲτολοχία ἀρνόγλωϲϲον ξηρὸν ἀϲφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ἡ κεκαυμένη βάλϲαμον βράθυ πάνυ βάτου ἡ ῥίζα γλυκυρρίζηϲ ἡ ῥίζα | ||
ὀξυϲχοίνου καρπόϲ , κνίδηϲ φύλλων χυλόϲ , χαλκῖτιϲ , ἀνθυλλὶϲ κεκαυμένη , τρίχεϲ λαγωοῦ , νάρθηκοϲ τὸ μέϲον καυθὲν ϲὺν |
εὐθαλέεσσι κατάσκιον , ᾧ ἔνι πολλαί δάφναι τ ' ἠδὲ κράνειαι ἰδ ' εὐμήκεις πλατάνιστοι : ἐν δὲ πόαι ῥίζῃσι | ||
σχαδόνες , βότρυες , σῦκα , πλακοῦντες , μῆλα , κράνειαι , ῥόαι , ἕρπυλλος , μήκων , ἀχράδες , |
τὸ σπέρμα , ἀμύγδαλα πικρὰ καὶ τὸ δένδρον αὐτό , ἀδίαντον , ἄρου αἱ ῥίζαι , γλήχων , δρακόντιον , | ||
πυρέσσουσι δὲ μετ ' εὐκράτου . ποτήματα δὲ ἁπλᾶ μὲν ἀδίαντον παλιούρου φύλλα καὶ ἡ ῥίζα , σχοίνη λεία καὶ |
ἀείζῳόν τε καὶ ἀνδράχνη καὶ ψύλλιον ὅ τε ἀπὸ τῶν τελμάτων φακὸς καὶ τὸ στρύχνον καὶ ἡ κοτυληδὼν ὅ τε | ||
[ Πρὸς πυρώδεις φλεγμονάς . ] Φακὸν τὸν ἐπὶ τῶν τελμάτων ὄξει καὶ ῥοδίνῳ κατάπλασσε . ἄλλο . πτελέας φύλλα |
αὐστηροί , σταφίδες αἱ αὐστηραί , συκάμινα , βάτινα , προῦμνα , μῆλα τὰ στύφοντα καὶ ἄπιοι ὁμοίως καὶ ῥοιαί | ||
αἱ δρυπεπεῖϲ λεπτοκάρυα καὶ μᾶλλον τὰ βαϲιλικὰ κάρυα ϲηρικὰ κράνα προῦμνα βάτινα κάππαριϲ καὶ μάλιϲτα ἡ ταριχευθεῖϲα τῆϲ τερμίνθου πάντα |
ἀνθεμὶϲ ἀνίϲου ϲπέρμα ἀριϲτολοχίαϲ ῥίζα ἀϲφοδέλου ῥίζα καὶ μᾶλλον κεκαυμένη ἀτράφαξιϲ βολβὸϲ βράθυ βρύον ὃ καὶ ϲπλάγχνον καὶ ὕπνον καλεῖται | ||
εὐχύμων καὶ κακοχύμων θρίδαξ ἐϲτὶ καὶ ἴντυβοι καὶ μαλάχη βλίτον ἀτράφαξιϲ . αἱ δὲ ῥίζαι τῶν λαχανωδῶν φυτῶν κακόχυμοι μὲν |
τοὺς ὑδεριῶντας . θύμον δὲ καὶ ἐπίθυμον καὶ ἀμάρακος καὶ ὀρίγανος ἢ κονίλη μελάνων εἰσὶ καὶ φλεγματωδῶν κάθαρσις , ἀλλὰ | ||
τοῖς κραιπαλῶσιν ἁρμόζει καὶ οὐρεῖται . τῶν δ ' ἀγρίων ὀρίγανος μὲν εὔστομον καὶ ὀφθαλμοῖς ἀγαθὸν καὶ ὑπάγει χολώδη , |
, ὅροι τῆς πατρίδος πυροί , κριθαί , ἄμπελοι , ἐλάαι , συκαῖ . Καλός γ ' ὦ ἄνδρες καὶ | ||
ἡλίου καῦσις . διαφθείρονται δ ' ἐνίοτε καὶ αἱ νέαι ἐλάαι διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς πολυκαρπίας . ἡ δὲ ψώρα |
δὲ θερμαί , ὁκοῖον αὐτὸ τὸ καϲτόριον ἢ θύμβρα ἢ γλήχων ἢ θύμοϲ , χλωρὰ ἢ ξηρὰ δευθέντα ὄξεϊ . | ||
κάρδαμα πράϲα νᾶπυ πέπερι ϲμύρνιον πύρεθρον ὀρίγανον καλαμίνθη ὕϲϲωπον ϲιϲύμβριον γλήχων θύμα θύμβρα χλωρὰ προϲφερόμενα : ξηρανθέντα γὰρ ἤδη φάρμακά |
δὲ οὐ τὰ ἀπὸ τῆς Αἰγυπτίας συκῆς , ἅ τινες συκόμορα λέγουσιν . ἅπερ οἱ ἐπιχώριοι ἐπὶ βραχὺ κνίσαντες σιδηρίῳ | ||
ἑφθή , πέπονες , μηλοπέπονες , σίκυες , κοκκύμηλα , συκόμορα , αἱ αὐστηραὶ καὶ ὀξεῖαι σταφυλαί , αἱ αὐστηραὶ |
. ἡ ῥητίνη δ ' αὐτῆς θερμοτέρας δυνάμεώς ἐστιν . Ἀκακία ξηραίνει μὲν σφοδρῶς , ψύχει δ ' ἱκανῶς ἐπειδὰν | ||
: καὶ ἡ χονδρίλη δ ' εἶδός ἐστι σέρεως . Ἀκακία πεπλυμένη , ἀρνόγλωσσον καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ , βλίτον |
, ἢ σκόροδον χυλώσας ἔνσταξον εἰς τὸ οὖς , ἢ πράσον χυλώσας χλιαρὸν ἢ ἕψημα χλιαρὸν , ἢ πράσου χυλὸν | ||
, ἄσαρον . Σελίνου σπέρμα , πέπερι , σταφυλῖνος , πράσον , κνίκος , βρυωνίας τῶν ῥιζῶν ὁ φλοιός , |
καὶ γλαυκίου καὶ ἀλόηϲ καὶ τὰ διάκροκα τῶν κολλουρίων καὶ ὑοϲκύαμοϲ ἐν οἴνῳ ἑψηθεὶϲ καὶ ἐπιτιθέμενοϲ καὶ ὀλίγη ϲτυπτηρία ϲὺν | ||
τῶν τελμάτων φακὸϲ καὶ ϲέριϲ καὶ κολοκύντη ϲτρύχνον τε καὶ ὑοϲκύαμοϲ καὶ θριδακίνη καὶ γλαύκιον , ἔτι γε μὴν ϲέλινον |
κρέασι , κρέασι δὲ ὀρνιθείοισι καὶ μηλείοισιν ἑφθοῖσι , καὶ τεῦτλα καὶ κολοκύνθην , τῶν δ ' ἄλλων ἀπέχεσθαι . | ||
καὶ τὰ τρώξιμα ἐπιτήδεια καὶ κιχώρια καὶ σόγχοι καὶ ἁπαλὰ τεῦτλα καὶ περιστερὰ καὶ ἰχθὺς ἀπὸ ζέματος . τὰ δὲ |
πηγνύντα ἐπέχει τὸ σπέρμα , οἷον θριδακίναι καὶ βλίτα , ἀτράφαξυς , κολοκύνθη , μόρα , μηλοπέπονες , σίκυες : | ||
ἐξυγραίνει ἀνδράχνη , αὐτή τε καὶ ὁ χυλὸς αὐτῆς , ἀτράφαξυς , βλίτον , κολοκύνθη , μηλέας Ἀρμενιακῆς ὁ καρπός |
ὁ ὄμβρος πέφυκεν . . Ἀλλὰ γάρ τοι καὶ τὸ σμύρνιον ἀνθοῦν διηνεκῶς οἰκείως ἔχον εὕροις ἂν εἰς τὴν τούτων | ||
, πάπυρος καυθεῖσα , πενταφύλλου ἡ ῥίζα , πετροσέλινον , σμύρνιον , πευκεδάνου ἡ ῥίζα , ὁ δ ' ὀπὸς |
καὶ σικύων σπέρμα μεθ ' ὕδατος καὶ γλυκὺν Κρητικὸν ἢ ἀβρότονον ἢ ἀψίνθιον ἢ Συριακῆς νάρδου ἀπόβρεγμα ἢ Κρητικῆς τραγοριγάνου | ||
, καὶ ὁ παχὺς καὶ νέος . ὡς ἐν φαρμάκοις ἀβρότονον , σέριφον , ἀφρόνιτρον . Συκάμινα , βάτινα κεφαλαλγῆ |
λεπτοκάρυα , καὶ μᾶλλον τὰ βασιλικὰ κάρυα , σηρικά , κράνα , προῦμνα , βάτινα , κάππαρις , καὶ μάλιστα | ||
λεπτοκάρυα , καὶ μᾶλλον τὰ βασιλικὰ κάρυα , σηρικά , κράνα , προῦμνα , βάτινα , μαμαίκυλα , ζίζυφα , |
ἐσθίωσι , σηπίας ὄστρακα καυθέντα . πρὸς δὲ ψώρας ποιεῖ σταφὶς ἀγρία , ἐλλέβορος ἑκάτερος , θέρμοι πικροί , ὡς | ||
καστόριον , ἀβρότονον , στύραξ , βδέλλιον , σίλφιον , σταφὶς ἄνευ γιγάρτων , στροβίλια , ὀμφάκιον , ἀριστολοχία , |
λίτρα , ἀφρόλιτρα , ἀλκυόνια πάντα , γῆ Σαμία ἡ ἄπλυτος μετρίως , ἰός , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον | ||
κεκαυμένος χαλκὸς καὶ μάλιστα ὁ πεπλυμένος : ὁ μὲν γὰρ ἄπλυτος ἔχει τι καθαιρετικόν , ὥσπερ καὶ ἡ τοῦ χαλκοῦ |
φλόμου τῆς βοτάνης , αἰγιλοπός τε μετὰ τούτων καὶ χελιδόνιον δαῦκός τε ὁμοίως , εἶτα πρὸς ταῖσδε δὴ βρυωνίας ῥίζα | ||
φλόμου τῆς βοτάνης , αἰγιλοπός τε μετὰ τούτων καὶ χελιδόνιον δαῦκός τε ὁμοίως , εἶτα πρὸς ταῖσδε δὴ βρυωνίας ῥίζα |
ἀρκευθίδες , οἱ γλυκεῖς φοίνικες , μῆλα τὰ γλυκέα , σήσαμον , ἐρύσιμον , καννάβεως σπέρμα , αἱ γλυκεῖαι τῶν | ||
ἐν τοῖς γάμοις ἔθος : ἐδόκουν γὰρ ἐν τοῖς γάμοις σήσαμον διδόναι . σησαμὴ : πλακοῦς γαμικὸς ἀπὸ σησάμων πεποιημένος |
ὀφθαλμῶν καὶ πρὸς ὦτα πυορροοῦντα σὺν λιβάνῳ καὶ μέλιτι . ἀρνόγλωσσον δύναμιν ἔχει τηκτικὴν καὶ ἀφλέγμαντον : κοπεῖσα γὰρ μετὰ | ||
, ἀμάρακον , ἄσφαλτος , ἀμόργη ἐπιτεταμένης , ἄνηθον , ἀρνόγλωσσον καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ , βάλσαμον , γίγαρτα , |
καὶ ἔρσω , τὸ σπερῶ , καὶ ὀρῶ , καὶ καρῶ , καὶ ἐρῶ , ἤγουν φθερῶ . . ΠΑΓΑΣΑΙΟΥ | ||
καὶ ἔρσω , τὸ σπερῶ , καὶ ὀρῶ , καὶ καρῶ , καὶ ἐρῶ , ἤγουν φθερῶ . . ΠΑΓΑΣΑΙΟΥ |
' αὐτῶν ἄρτοι , κύαμοι , ὦχροι , δόλιχοι , φάσιλοι , λάθυροι , ἄρακοι , ἐρέβινθοι , ὄρυζα , | ||
μᾶλλον ὀπτά , καὶ ἔτι μᾶλλον ταγηνιστά , θέρμοι , φάσιλοι , πισσοί , σήσαμον , ἐρύσιμον , βάλανοι , |
καὶ ἐπὶ τοῦ φυρᾶν ἄρτους τίθεται , ὅθεν καὶ ἡ μᾶζα καὶ ἡ μαγίς . ἐκολλόπωσε : ἐκόλλησε . κόλλοπες | ||
δὲ καθ ' ἡμέραν δίαιτα ἄρτος μετὰ τὸ γυμνάσιον καὶ μᾶζα καὶ κάρδαμον καὶ ἁλῶν χόνδρος καὶ κρέα ὀπτὰ ἢ |
. . . . . δραχ . βʹ . ἡ χαλβάνη μετ ' ἀμυγδάλων λειοῦται κατ ' ἰδίαν καὶ ἀναλαμβάνεται | ||
οἷόν ἐϲτι τὸ καϲτόριον ἐλλύχνιον ἐϲβεϲμένον πίϲϲα : ὑγρὰ ἄϲφαλτοϲ χαλβάνη : καὶ ὑποθυμιώμενα δὲ διεγείρει τοὺϲ ληθαργικούϲ : λίθοϲ |
ὅτῳ φίλον ἤ τι τῶν οὐρητικῶν ἠδὲ εὐπνόων ϲπερμάτων . φακόϲ , ἢν μὲν ἡ αἱμορραγίη ἐπείγῃ , ξὺν ἀρνογλώϲϲου | ||
χρήϲιμόϲ ἐϲτιν . Ἀφάκη ϲτυπτικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ , ὥϲπερ ὁ φακόϲ , ἐϲθιομένη δὲ δυϲπεπτοτέρα τοῦ φακοῦ ἐϲτιν , ἰϲχυρότερον |
, νάρδος Κελτική , πόλιον , πήγανον , σέσελι , σίκυος ὁ ἐδώδιμος , μηλοπέπων , σίνων , σκάνδιξ , | ||
τὸν καρπὸν καὶ ὁ μέλανα . Φύεται δὲ καὶ ὁ σίκυος ὁ ἄγριος , ἐξ οὗ τὸ ἐλατήριον συντίθεται : |
καὶ στρογγύλη καὶ ὑγρά . ἀρίστη δ ' ὑπάρχει ἡ σχιστὴ καὶ ταύτης ἡ πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄρριζος | ||
: πρὸς δὲ τὰς ἐν δακτυλίῳ καὶ αἰδοίοις ὑπεροχὰς στυπτηρία σχιστὴ μετὰ χαλκάνθου καὶ σμύρνης στακτῆς . Διαφοραὶ τῶν μαλαγμάτων |
ὑπακτικά . τὰ δὲ πετραῖα , κωβιοί , σκορπιοί , ψῆτται , τὰ ὅμοια ξηρὰν δίδωσι τροφήν , εὔογκα δ | ||
βάτραχοι , πέρκαι , συνόδοντες , ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι , |
μετὰ κονίας στακτῆς πεφυραμένη , γάρου δριμέος , ταρίχου : πράσα τε καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα , ποτὲ μὲν ὡς | ||
, ὑδαρέα , καὶ σέλινα τρωγέτω ἐπὶ τῷ σιτίῳ καὶ πράσα . Ποιεέτω δὲ ταῦτα ἑπτὰ ἡμέρας , καὶ ἢν |
σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι , ὀρφοί , γλαῦκοι , ζύγαιναι , σάλπαι , γόγγροι , φάγροι , λάμιαι , | ||
τροφήν . Τὰ κητώδη , οἷον φάλαιναι καὶ φῶκαι καὶ ζύγαιναι καὶ δελφῖνεϲ καὶ οἱ μεγάλοι θύννοι , ϲκληρὰν καὶ |
τῆς μακροθυμίας , εἰ ἐλπίζοιεν τέως ἀνθέξειν ἕως τελεσφορήσειεν ἡ γογγύλη : καὶ δὴ περιγενέσθαι πάντας φασὶ πλὴν ἀνδρῶν ὀλίγων | ||
. λέγε οὖν ἐπὶ τοῦ λαχάνου γογγυλίς , ἀλλὰ μὴ γογγύλη . Πάντοτε μὴ λέγε , ἀλλ ' ἑκάστοτε καὶ |
ἀφροδισιάς . ἀντὶ κρόκου , κροκόμαγμα . ἀντὶ κροκομάγματος , ἀλόη Ἰνδικὴ ἢ ἀγάλλοχον Ἰνδικόν . ἀντὶ κροκοδείλου στέατος , | ||
. Ἀγριελαία ἀχράδοϲ τὸ φυτὸν ϲχῖνοϲ ϲέλινον ἀείζωα μήκων κύτιϲοϲ ἀλόη ἀκαλήφη ἢ κνίδη γίγαρτα ἄπιοι κρόκοϲ ἀλθαία τερέβινθοϲ βάλανοϲ |
. ἀγγελεῖ : Λέξει . . ἄλφιτ ' : Ἤγουν ἄρτοι . . ἄλευρα . . ἐν τῷ θυ - | ||
δ ' οὖν . ἄρτοι ὀβελίαι , ἄρτοι κριβανῖται , ἄρτοι καχρυδίαι , ἄρτοι ἀπυρῖται . τῶν δ ' ἄρτων |
ἰχθύας Γ ] ἀγρευόντων . Γ φυστὴν μάζαν : ⌈ φυστὴ μάζα Γ ⌈ ποιὰ Γ [ ἡ ] ἐξ | ||
χορηγός . τὸ δὲ δεῖπνον ἦν τοιοῦτο : τυρὸς καὶ φυστὴ μᾶζα νόμου χάριν ἐπὶ χαλκῶν κανῶν τῶν παρά τισι |
, ἐναφηψημένου αὐτῷ καὶ πηγάνου . κοπτέσθω δ ' ἡ ἐντεριώνη καὶ σηθέσθω λεπτοτάτῳ κοσκίνῳ , ἔπειτα λεανθεῖσα πολλάκις πάλιν | ||
' ὄξους ἑφθοῦ δίς , γίγαρτα ναρδοστάχυος νάρθηκος χλωροῦ ἡ ἐντεριώνη , ὀξυακάνθης ὁ καρπὸς , ἀκάνθης λευκῆς κορωνοποδίου ἡ |
ἐπαινεῖν καὶ λαχάνων τὸ ὅρμινον καὶ τὸ ἐρύσιμον καὶ τὸ εὔζωμον , καὶ εἴ τι ἄλλο προτρέπει μίσγεσθαι : πήγανον | ||
, ἢ ὡς κυανὸς ἔχων χρυσὰς ἶνας . Τὸ οὖν εὔζωμον θερμαίνει . ἐπεὶ πλάνη ἐστὶ παρὰ πολλοῖς μὴ εἰδόσι |