θοινᾶσθαι βρέφη . : Ἕκτωρ γὰρ θνητός τε γυναῖκά τε θήσατο μαζόν , διὰ τὸ ἐντίθεσθαι τὰς θηλὰς εἰς τὰ | ||
τοῦ τὸν τοῦ Ἀλεξάνδρου . καὶ Ὅμηρος ” γυναῖκά τε θήσατο μαζόν ” ἀντὶ τοῦ γυναικός , καὶ „ Τρῶας |
ἡ τροφός . παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω . . . . , . . . . | ||
ἀθρεῖν . ἢ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω , οἷον : γυναῖκά τε θήσατο μαζόν , γέγονεν |
γὰρ αὐτὸν ἦγεν ὡς τίκτουσα καὶ τεκνοποιουμένη : καὶ ὅτε ἐθήλασεν αὐτὸν ἀναπεισθεῖσα ὑπὸ Ἀθηνᾶς ἔδωκεν αὐτόν : ὁ δὲ | ||
: ” γυναῖκά τε θήσατο μαζόν ” , ἀντὶ τοῦ ἐθήλασεν . . . . , . . . : |
ταῦτα δέ τινες ἀντὶ κτητικῶν εἰρῆσθαι φασίν , οἷον γυναικεῖον μαζόν καὶ Τρωϊκὰς στίχας καὶ Ἑλληνικὸν στρατόν καὶ ἀδελφικὸν αἷμα | ||
τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω , οἷον „ γυναῖκά τε θήσατο μαζόν „ , γέγονεν ὄνομα ῥηματικὸν θήνη καὶ μετὰ τοῦ |
θια [ ] ψε [ ] ο ! [ ] θηνη ? [ ! ! ! ] [ ] θ | ||
θια [ ] ψε [ ] ο ! [ ] θηνη ? [ ! ! ! ] [ ] θ |
' ἀίσσοντος ὑπέστη , κρᾶτα παρακλίνας , ὤμῳ δ ' ἀνεδέξατο πῆχυν . τυτθὸν δ ' ἄνδιχα τοῖο παρὲκ γόνυ | ||
Κεμελετῶν ὑπὸ λῃστῶν καὶ δραπετῶν ᾠκισμένη τὸν πρὸς Ῥωμαίους πόλεμον ἀνεδέξατο , πρέσβεις δὲ ἐξαπέστειλε πρὸς Φόλουιον ὑπὲρ ἑκάστου τῶν |
ὁ μέλλων ἀποβάλλων τὸ ω ἀποτελεῖ ὄνομα : ἀΐσσω ἀΐξω ἄϊξ . ἄλλως τε τὰ εἰς ξ λήγοντα ὀνόματα ἀποστρέφονται | ||
ἀποστρέφονται γὴν ει δίφθογγον : τέττιξ πέρδιξ , οὕτως καὶ ἄϊξ . πρόσκειται τὴν ει δίφθογγον διὰ τὸ γλαῦξ καὶ |
αὑτοῦ στολὴν ἀφεὶς τὴν Ὀλυμπικὴν ἔλαβεν , ὁ δέ τις ἑλλανοδίκης ὤφθη καὶ τὸν ἐκ δάφνης ἀμφέθετο στέφανον , κοσμοῦντες | ||
οἷον ἀράχνη ἀράχνης ἀράχνου , λέσχη λέσχης λέσχου , δίκη ἑλλανοδίκης ἑλλανοδίκου , κόμη ἀκερσεκόμης ἀκερσεκόμου : οὕτως οὖν καὶ |
τὰ μὲν ἐνεργητικὰ τὸν παροξύτονον , τὰ δὲ παθητικὰ τὸν προπαροξύτονον * ἢ τὰ μὲν ἐνεργητικὰ τὸν ὀξύτονον , τὰ | ||
καὶ τὸ Ὀσίρειον : Ἀνούβειον : Τεχόσειον : Μενδίδειον δὲ προπαροξύτονον : ἐφύλαξεν γὰρ τὸ δ τῆς Μενδίδος γενικῆς : |
: καὶ τροπὴ μὲν παραγωγῆς ἐστιν , ὡς ἐπὶ τοῦ νέμω νόμος , λέγω λόγος , ἐπιστέλλω ἐπιστολή : διαλέκτου | ||
ο , καὶ αὖθις ἔκτασις τοῦ ο εἰς ω : νέμω , νωμῶ : λέγω , λωγῶ : τρέχω , |
τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικὴν τῷ λόγῳ τοῦ Κόμης Κόμου καὶ γύης γύου : ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ δίκη | ||
τοῦ κλυτοτέχνου : οὕτως οὖν καὶ κόμη ὁ Κόμης τοῦ Κόμου καὶ γύη ὁ γύης τοῦ γύου : καὶ γύη |
ὁ κλυτοτέχνης τοῦ κλυτοτέχνου : οὕτως οὖν καὶ κόμη ὁ Κόμης τοῦ Κόμου καὶ γύη ὁ γύης τοῦ γύου : | ||
εἰς τὴν ου δίφθογγον ἔχει τὴν γενικὴν τῷ λόγῳ τοῦ Κόμης Κόμου καὶ γύης γύου : ὥσπερ γὰρ ἀπὸ τοῦ |
Ῥόδιος ὁ ἀπὸ τῆς Ῥόδου : τὸ ἐρῳδιὸς τὴν γραφὴν φυλάξαν τὸν τόνον ἤμειψεν , ὀξύνεται γὰρ καὶ τὴν τρίτην | ||
σημασίαν παρήμειψεν : τὸ ὦμος ἐπὶ τοῦ σώματος τὴν σημασίαν φυλάξαν καὶ τὴν γραφὴν , περὶ τὸν τόνον διενήνοχε : |
ποιμένα λαῶν συνεξέδραμε κατὰ κλίσιν . Τὸ Ἀχέρων Ἀχέροντος ὡς μετοχικόν : ἐν τῷ τέλει τὸ ῥέων ἔχον τῷ λόγῳ | ||
ὦ τυπτόμενε ἐστίν , καὶ ὁ ἐρώμενος τοῦ ἐρωμένου ὄνομα μετοχικόν , καὶ τούτου ἡ κλητικὴ ὦ ἐρώμενε ἐστίν . |
ἐπὶ τοὺς βόας γύης καλεῖται , τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ γύου ἱστοβοεύς . τοῦ δὲ ζυγοῦ τὰ ἐπὶ τοὺς αὐχένας | ||
κόμου ἔχομεν ἀντικείμενον τῷ κανόνι τοῦ τεχνικοῦ καὶ τὸ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα , ἀλλὰ καὶ τὸ Γράδης Γράδου : |
ὀνόμηνεν , ὅ μιν κύθε φώριον ἄγρην : ἐκ τοῦ φωριαμὸς κικλῄσκεται ἀνθρώποισι . Λάδωνος περὶ χεῦμα Αἱ δὲ πέρην | ||
ὀνόμηναν , ὅ μιν κύθε φώριον ἄγρην : ἐκ τοῦ φωριαμὸς κικλήσκεται ἀνθρώποισιν . ῥαιστήρια : φθαρτικά . ἀσταγές : |
πρόπαν̆ ἢ σύμπαν̆ : πάλιν γὰρ ἀπὸ ὀνοματικῆς συντάξεως εἰς ἐπιρρηματικὴν ἐχώρησεν . ἔστι τὸ πᾶν , ὅπερ μονοσύλλαβον μὲν | ||
παρηγμένων . πρόκειται δὲ ὅτι αἱ προθέσεις , παραγόμεναι εἰς ἐπιρρηματικὴν προφοράν , τόπου σχέσιν ἐπαγγέλλονται . εἰ οὖν μόνον |
ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ | ||
βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο |
θάρσει , Τριτογένεια , φίλον τέκος καὶ ἐν ἄλλοις Φοῖβος ἀκερσεκόμης : τὸ μὲν γὰρ τὴν Ἀθηνᾶν , τὸ δὲ | ||
ἦλθεν Ἀπόλλων : χρυσείοις δ ' ἑκάτερθε τινασσόμενος πλοκάμοισι βότρυς ἀκερσεκόμης ζεφύρῳ στυφελίζετο χαίτης . τὸν δὲ μεθ ' ὡμάρτησε |
βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι πατέρι Ταντάλωι , ὃς ἔτεκεν ἔτεκε γενέτορας ἐμέθεν , δόμων | ||
, ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ δοτικὴ πέπονθεν , οἷον πατέρος πατέρι καὶ μητέρος μητέρι , καὶ κατὰ συγκοπὴν πατρός καὶ |
τὰ ὀξύτονα : ὅθεν οὐ παράδοξον καὶ ἀπὸ τοῦ Στάφυλος βαρυτόνου ὠνομάσθαι καὶ τὸ θῆλυ βαρυτονεῖν σταφύλην . Τινὲς δὲ | ||
ἤτοι ἀπὸ περισπωμένου ἢ ἀπὸ ὀξυτόνου ἐγκεκλίσθαι : ἀπὸ γὰρ βαρυτόνου ἀδύνατον : πῶς , ἦλθέ πως , Ἀρίσταρχός ποτε |
δὲ πύρνων ὀχὴν τὴν ἐκ τῶν δρυῶν τροφήν : ὀχὴ χὰρ ἡ τροφή . ἐκγόνων δὲ δρυὸς ἐπεὶ Ἀρκὰς κυνηγῶν | ||
καὶ σύμμετρον ὁποιανδήτινα βλάβην ἐπιγεγονέναι τῷ σώματι : τάς τε χὰρ ἐπιταθείσας δυσκρασίας ὁμοιομερῶν τε καὶ ἀπεψίας καὶ τὰ λοιπὰ |
: κοὐ τὸ σὸν μὲν εὖ παρὰ δίκην ἔσται κακίστης εὔνιδος τιμωρίαι , ἐμὲ δὲ συντήξουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις | ||
δος κλίνεται , γύννις γύννιδος ἀπὸ τοῦ γυνή , εὖνις εὔνιδος , λάτρις λάτριος ἀντὶ τοῦ λάτριδος . Καὶ αὕτη |
φιάλην ἀργυρέην ἢ χαλκέην ἔλαιον λευκὸν αἰγύπτιον καὶ ἅλας , καλυψαμένη δὲ καθέζεσθαι ἀμφὶ τὴν φιάλην : κἢν μὲν ἴῃ | ||
οὔ τοι τηλίκος εἰμὶ μαθεῖν . Ἐχθαίρω κακὸν ἄνδρα , καλυψαμένη δὲ πάρειμι σμικρῆς ὄρνιθος κοῦφον ἔχουσα νόον . Ἐχθαίρω |
οὕτω Φιλόξενος . . , : ξυρόν : παρὰ τὸ ξύω ξυρόν . . . . . ὀβολός , , | ||
παρὰ τὸ κνάπτω , ὅ ἐστιν ἀπὸ τοῦ κνῶ τὸ ξύω . ξύουσι γὰρ τὴν τῶν ἀκνάπτων ἱματίων κροκίδα . |
θύγατερ , ϝάδοι Διὸς δόμωι χορὸς ἁμὸς καὶ τοί , ϝάναξ ϝέκατον μὲν Διὸς υἱὸν τάδε Μώσαι κροκόπεπλοι ἦρα τὸν | ||
: ἅδοι Διὸς δόμῳ ὁ χορὸς ἁμὸς καὶ τοί , ϝάναξ . Λέγεται δὲ καὶ τίν καὶ ἔτι μετ ' |
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς | ||
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης |
πρὸ τοῦ γ οὐχ εὑρίσκεται πλὴν τῶν γεγονότων παρὰ τὸ ἀΐσσω , ὡς ἔχει τὸ αἰγίς : αἴγειρος : Αἴγυπτος | ||
φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω : κατὰ συναίρεσιν αἴξω , ὄνομα αἴγλη |
τυχῶ : σίνω , σινῶ : οἷς ἀκόλουθον καὶ τὸ λούω , λοῶ : πείρω , περῶ : κείρω : | ||
ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , δεσμεύω , λύω , πλήσσω , φονεύω , |
ὁμιλοῖεν , ἃ μὴ μόνον ἐκ τοῦ ἀστείου τε καὶ χαρίεντος ψιλὴν παρέξει τὴν ψυχαγωγίαν , ἀλλά τινα καὶ θεωρίαν | ||
τοῦ ἀρσενικοῦ μακρά ἐστι : καὶ πάλιν παντός πᾶσα , χαρίεντος χαρίεσσα , Φοίνικος Φοίνισσα , ἄνακτος ἄνασσα , Κίλικος |
ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι . Ἦ ῥα , καὶ ἐκ νεκροῖο ἐρύσσατο χάλκεον ἔγχος , καὶ τό γ ' ἄνευθεν ἔθηχ | ||
καὶ Ἰλιονῆι συνήντετο δημογέροντι , καί οἱ ἔπι ξίφος αἰνὸν ἐρύσσατο : τοῦ δ ' ἄρα πάγχυ γηραλέου κλάσθησαν ἄδην |
ἀγωγεύς : ὁ ἐμάγων καὶ ὁ λῶρος τῆς ἀσπίδος καὶ ἱμάς , ᾧ ἄγεται ὁ ἵππος . ἀγωγίμων : φορτίων | ||
κῦδος ὁ τοῦ Ἀτρέως , εἰ μὴ ἐρράγη μὲν ὁ ἱμάς , αὐτὸν δὲ ἐξήρπασεν ἡ Διὸς καὶ Διώνης αἰσχίστην |
ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη γενικῇ δοτικῇ καὶ αἰτιατικῇ . Ἡ ἀπό ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη γενικῇ . Ἡ ὑπέρ ἐγκλινομένη καὶ ἀναστρεφομένη | ||
, τοῦτο γὰρ δασύνεται : καὶ τὸ ἡμῖν οὖν ἀντωνυμία ἐγκλινομένη καὶ συστελλομένη παρ ' Ἴωσι δασύνεται , παρὰ γὰρ |
εἴτε ἄρα πρόθεσιν αὐτῶν δεῖ τὸ ἡγούμενον καλεῖν , τὸ προσηγορικὸν ἐπικείμενον μόριον τὸ κλυτὰν ἀντίτυπον πεποίηκε καὶ τραχεῖαν τὴν | ||
εἰκόνα ἔστησαν οἱ πολέμιοι ὁπότερον δὴ προσέλθοι πρόσωπον ὡρισμένον ἢ προσηγορικὸν , σώζουσι τὴν ἑαυτῶν δύναμιν : καὶ γὰρ ἐξὸν |
τε , τά τε ζώει τε καὶ ἕρπει , εὐνάζων ἤμειψεν ὑπὸ χρυσέαις πτερύγεσσιν . Ἷξε δ ' ὑπὸ στυφελῶν | ||
εἰ μετανάστασιν ἐζήτει τὴν ἀπ ' αὐτῶν , τὸν ἐναντίον ἤμειψεν ἂν χῶρον : ἔδει γὰρ αὐτὸ πάντως καθ ' |
ἄρσην ἄρσενος , ἔχει γὰρ οὐδέτερον τὸ ἄρσεν , τέρην τέρενος , ἔχει γὰρ οὐδέτερον τὸ τέρεν : τέρεν δέ | ||
, οἷον Πλάτωνος ὦ Πλάτων , Ἕλληνος ὦ Ἕλλην , τέρενος ὦ τέρεν , Τρύφωνος ὦ Τρύφων , Μαχάονος ὦ |
δὲ περιττοσυλλάβως κλίνοιτο μονογενῆ ὄντα ὀξύνεται : Πράς Ζάς Φθάς κράς . τὸ μέντοι πᾶς παντός τριγενές . Τὸ ναῦς | ||
Ζάς Φθάς , τοῦτο δὲ μόνον , φημὶ δὴ τὸ κράς , προσηγορικόν ἐστι : τὴν γὰρ κεφαλὴν σημαίνει : |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ ἀμφίβληστρον . . . . . ἀπαφῶ , , : ἀπαφῶ : σημαίνει τὸ ἀπατῶ . | ||
ἢ παρὰ τὸ φῶ , τὸ ἀπατῶ , ὅθεν τὸ ἀπαφῶ . . . . ἀποφράδες : ἀποφράδας ἔλεγον οἱ |
, κρατῶ Κράτεια , μήδω Μήδεια ἐπὶ τῆς γυναικὸς τῆς ἡρωΐδος , ἐπὶ δὲ τῆς χώρας διὰ τοῦ ι , | ||
ἐπέων [ μνάσει δὲ καί τινα ναίονθ [ ' ἑκὰς ἡρωΐδος θεαρίας : βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος ! [ γνώμας |
ο ἐπὶ τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων κατὰ ποιητάς : βοάω βοόω , κομάω κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω : | ||
δὲ δευτέρα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ αω ῥημάτων γίνεται , βοάω , ναρκάω , διψάω , καὶ διὰ τοῦτο τὴν |
: οἷον , φωλεύω φωλεός : κηδεύω κηδεός : ὀχεύω ὀχεός : καὶ ἐν πλεονασμῷ τοῦ σ ὀσχεός : ὀρεύω | ||
φωλεύω , φωλεός : κηδεύω , κηδεός : ὀχεύω , ὀχεός : ὠρεύω , ὠρεός : μεδεύω , μεδεός : |
– – ] φαίνω , ξενίαν τε [ φιλάγλαον ] γεραίρω , τὰν ἐμοὶ Λάμπων [ ˘˘˘˘ – – ] | ||
Παφίῃ κλέος προσάπτει . Ἄγαμαι φύσιν πετήλων , κάλυκας πλέον γεραίρω διὰ τῶν ῥόδων γὰρ ἄρτι σοφίης κρατοῦσα λάμπω . |
ἐπιτήδεια . . . ἢ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τέκω γίνεται τέκανον καὶ κατὰ συγκοπὴν τέκνον , οὕτως καὶ παρὰ τὸ | ||
ἄπτερος : πολύπτερος : ἐξάπτερος . Ἀπὸ τοῦ τέκω , τέκανον , ὡς λείψω , λείψανον : πήσσω , πήγανον |
δ ' Ἄμμωνα σιτοδείαι πιεζόμενον φυγεῖν εἰς Κρήτην , καὶ γήμαντα τῶν τότε βασιλευόντων Κουρήτων ἑνὸς θυγατέρα Κρήτην δυναστεῦσαί τε | ||
ς ' , ὡς ἀπαγγέλλουσί μοι , τὸν δόντα καὶ γήμαντα καὶ γαμουμένην δράσειν τι . ταῦτ ' οὖν πρὶν |
ὁ δὲ οἰκεῖ ἐν τοῖς ἐσχάτοις τῆς Λακεδαιμονίας καὶ γαμεῖ Λήδαν τὴν Θεστίου τοῦ Αἰτωλοῦ , ἐξ ἧς ἔσχε Κάστορα | ||
γ ' ἐμοὶ δοκεῖ : οὗτος δέ φησι ταῦτα τὴν Λήδαν τεκεῖν . Ἐπαίνετος δὲ καὶ Ἡρακλείδης ὁ Συρακούσιος ἐν |
δὲ καὶ Σίγειον ἀκρωτήρια τῆς Ἰλίου . Ἀβαρνίδος : ἡ Ἀβαρνὶς πόλις τῆς Λαμψάκου . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ αἰτίας τοιαύτης | ||
αὐτῆς καὶ Ὅμηρος : καὶ Πιτύειαν ἔχον . ἡ δὲ Ἀβαρνὶς τοῦ Ἑλλησπόντου , ἣ τὸ παλαιὸν Ἀπαρνὶς ἐκαλεῖτο , |
οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τῆς Α . . . . ᾄδω : ἀπὸ τοῦ εἴδω γίνεται ἀείδω καὶ ἀποβολῇ τοῦ | ||
τοῦ ι ἀμύσσω , ὡς μάθω μάθος καὶ μῦθος , ᾄδω ὕδω , τὸ ὑμνῶ : σημαίνει δὲ τὸ αἱματῶ |
Ξενοφῶν δ ' ἐν Κυνηγετικῷ χωρὶς τοῦ ν λαγῶ καὶ περισπωμένως , ἐπεὶ τὸ καθ ' ἡμᾶς ἐστι λαγός . | ||
φαμὲν , οἳ τοὺς νόμους ἐπὶ μισθῷ πωλοῦσιν . . περισπωμένως ὡς Μηλιᾶς . λέγει γὰρ τοὺς πολίτας . τὸ |
ὡρονομοῦντος Ἄρεος ἐξετέλεσσεν ἐπὶ πλέον , οὕνεκα τῆμος δάκρυα καὶ στοναχὰς φθιμένοις ὤπασς ' ἐπὶ τέκνοις , καὶ δ ' | ||
τῆς Αἴαντος , γενεᾶς χθονίων ἀπ ' Ἐρεχθειδᾶν , ἔχομεν στοναχὰς οἱ κηδόμενοι τοῦ Τελαμῶνος τηλόθεν οἴκου : νῦν γὰρ |
θέρμην φησί . σμήριγγας τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας . × σμήριγγας τρίχας παρὰ τὸ μερίζω μερίσω μέριγξ καὶ μῆριγξ : | ||
τοῦ ἐγκεφάλου ἀραιὰς μήνιγγας τῆς κατοικίδος ὄρνιθος . γράφεται καὶ σμήριγγας : οὕτω δὲ λέγουσι τὰς τρίχας τὰς ἐπὶ τῶν |
Ἠετίωνος , ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα . ἀμφὶ δέ μιν γαλόῳ τε καὶ εἰνατέρες ἅλις ἔσταν , αἵ ἑ μετὰ | ||
Λαέρτιος γεγονός . . . . : Βαρύνειν δεῖ τὸ γαλόῳ : τὰ γὰρ εἰς ως θηλυκὰ ὑπὲρ μίαν συλλαβήν |
Μενάλκαν ᾄδοντα Πανὸς κρίναντος , γαμηθῆναι δὲ αὐτῷ καὶ Νύμφην Θάλειαν . Ἀλέξανδρος δέ φησιν ὁ Αἰτωλὸς ὑπὸ Δάφνιδος μαθεῖν | ||
, ἐξ Εὐρυνόμης δὲ τῆς Ὠκεανοῦ χάριτας , Ἀγλαΐην Εὐφροσύνην Θάλειαν , ἐκ δὲ Στυγὸς Περσεφόνην , ἐκ δὲ Μνημοσύνης |
. . ἢ ἀπὸ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἆτος καὶ ἄατος . . . . , . | ||
Σωσικράτης Σωσίβιος , ἀρκέσω Ἀρκεσίλαος , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἄσω καὶ φηλῶσαι γίνεται ἀσίφηλος καὶ ἀσύφηλος , ὡς δίφρος |
γεωμέτρου ὦ γεωμέτρα , πωλῶ παντοπώλης παντοπώλου ὦ παντοπῶλα , τρίβω παιδοτρίβης παιδοτρίβου ὦ παιδοτρίβα : ἰδοὺ γὰρ ταῦτα ἀπὸ | ||
. . εἰσὶ μὲν γὰρ σωματικαὶ διαθέσεις αἱ τοιαῦται , τρίβω σε , νίπτω σε , ῥήσσω σε , ἕλκω |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ . τὸ δὲ στίζω παρὰ τὸ στῶ στίζω , ὡς φοιτῶ φοιτίζω . τὸ τὸν διακεχυμένον | ||
ὀστέον μόνον ἐν τόνῳ διήλλαξεν : γέγονεν δὲ παρὰ τὸ στῶ στέον , καὶ ὀστέον , τὸ τῆς στάσεως αἴτιον |
καὶ γάρ μ ' ἔθρεψε σμικρὸν ὄντα , πολλὰ δὲ φιλήματ ' ἐξέπλησε , τὸν Ἀγαμέμνονος παῖδ ' ἀγκάλαισι περιφέρων | ||
] τῆι τε παιδὶ [ περιβολαὶ ] τὸ πρῶτον [ φιλήματ ] ' : οὐκ ἀηδὴς διατριβή τις αὐτῶν [ |
νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον , πλήσσω πλῆκτρον . Νεαρός . παρὰ τὸ κῆρ νεκηρὸς καὶ | ||
ἀλλ ' ἐν διαστάσει , οἷον πάλλω , τίλλω , πλήσσω , σάκκος , πυρρὸς , ἄγγελος , συμμίγδην : |
ἐκ δὲ τοῦ διώκω γίνεται διωκή καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ ἰωκή . . . . ἀνιηρέστερον : ἀπὸ τοῦ ἀνιαρός | ||
τοῦ δ , δυσμίνη καὶ ὑσμίνη , ὡς διωκὴ καὶ ἰωκή . Ὑπερφίαλος . τροπῇ τοῦ υ εἰς ι , |
πρόχουν τινὰ ἔχων προσοίσει , νεαροῦ τοῦ ὕδατος ἐπιχέων κατὰ λέβητος ἢ λουτηρίου τινός , ἐπεὶ καὶ τοῦτο τοὔνομα ἐπὶ | ||
' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ χρυσείῃ , ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος , νίψασθαι : παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν . |
ἐντὸς τοῦ σώματος : ἔστι δὲ παρὰ τὸν κενεῶνα . Ἴτωνα : ὄνομα τόπου . Ἁνδάνω : ἀρέσκω : ἐξ | ||
ἐντὸς τοῦ σώματος : ἔστι δὲ παρὰ τὸν κενεῶνα . Ἴτωνα : ὄνομα τόπου . Ἁνδάνω : ἀρέσκω : ἐξ |
τὸν τυρὸν ἀδικεῖν ὅτι μόνος κατήσθιεν τὸν Σικελικόν . τίμημα κλῳὸς σύκινος . ” θάνατος μὲν οὖν κύνειος , ἢν | ||
δηλοῖ δὲ καὶ ὄνομα κύριον φλοιός : κλοιὸς ὃ καὶ κλῳὸς λέγεται : τοῖος : ποῖος : τό τε προπερισπώμενον |
ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . . | ||
, τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α . |
ἦρκται κατὰ τὸ δεύτερον ζυγόν . . Ἐνυάλιος ὁ Ἄρης ἐπιθετικῶς καὶ οὐχ ἕτερος θεός . . . . ὃν | ||
τὸ ὀψινός ἀπέστησε τὸ ἐπίρρημα πτῶσιν καὶ γένος ἐπιδεξάμενον , ἐπιθετικῶς ἐπ ' ὄνομα φερόμενον καὶ οὐκέτι ἐπὶ ῥῆμα , |
ἐμοῦ παρασκευάζοντος . ἱπποδιώκτας : ὁ ἱππικός . τὸ δὲ θηλάζοντα παθητικὸν ἀντὶ τοῦ θηλαζόμενον . θηλάζοντά τε χοῖρον : | ||
αὐτὸν εἰς τὸν κόλπον σου , ὡσεὶ ἄραι τιθηνὸς τὸν θηλάζοντα ; „ καὶ τὸ ” πόθεν μοι κρέα δοῦναι |
ἐν ταύτῃ , ἔξωθεν κλίνονται , μύω καμμύω ἐκάμμυον , εὕδω καθεύδω ἐκάθευδον : τὸ δὲ ἤθελον ἤμελλον καὶ τὰ | ||
ἡ μυοκτόνος μήτηρ , ἀλλ ' ἡσυχάζω καὶ πρὸς ἑστίην εὕδω : σὺ δ ' ἄρτι πως ὠνητός , ὡς |
εἰ Δημοσθένην ἤγαγες ; Ἤγαγον ὡς ἐδυνάμην : ὑδρίαν γὰρ κομίζω τῶν Δημοσθένους λειψάνων . Ἀπ ' ἐλπίδος γε μήν | ||
, κἂν Φειδίας ᾖ . Ταῦτά σοι παρ ' ἐκείνης κομίζω καὶ αὐτὸς παραινῶ ἑταῖρός τε καὶ εὔνους ὤν . |
τέκεα καὶ τὸ καλλίνικον κάρα . ἑκαστέρω πρόβατε , μὴ κτυπεῖτε , μὴ βοᾶτε , μὴ τὸν εὔδι ' ἰαύονθ | ||
Σίγα , σίγα : λευκὸν ἴχνος ἀρβύλης τιθεῖτε , μὴ κτυπεῖτε : ἄπο πρόβατ ' ἐκεῖσε : ἄπο πρό μοι |
τοιούτου γυνή , κηδεσταὶ δὲ ὑμεῖς . ἢν δὲ καὶ τέκω προϊόντος τοῦ χρόνου , μήτηρ μὲν ἐγὼ δηλαδή , | ||
δισύλλαβα βαρύτονα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : πλέκω : τέκω : κρέκω : δέκω . Τὰ διὰ τοῦ ηκω |
Ἡρακλέους , καὶ Διόμεια ἑορτή . καὶ ἐν ἑτέρᾳ παραγωγῇ κτητικῶς ἀνδρόμεος , ὡς κέρτομος κερτόμεος : ὁ δὲ ἵετο | ||
ἔθυον . . . ΠΟΛΕΜΗΙΑ . Τὸ πολεμήϊον πολέμειον ἦν κτητικῶς , καὶ διαλύσει πολεμέϊον , καὶ ἐκτάσει πολεμήϊον . |
. . ] διὰ τὴν εἰς α κατάληξιν , ὡς μαῖα καὶ ὦ μαῖα . οὐκοῦν ] τὸ λοιπόν . | ||
παλαιός , καὶ περαιῶ τὸ πέρας , καὶ μαιῶ τὸ μαῖα , καὶ ματαιῶ τὸ μάταιος . Τὰ εἰς Ω |
ἰθαίνω , ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω | ||
ὄνομα γεγόνασι : φαίνω φαίνομαι , μαίνω μαίνομαι , ῥαίνω μιαίνω . τὸ μέντοι αἰνῶ περισπώμενον ἔχει τὸ αἶνος , |
, ἔνθα πύλας Πέλοπος ἔχουσιν ἕδραι . εἴθ ' ἀκάτου Μενέλα μέσον πέλαγος ἰούσας δίπαλτον ἱερὸν ἀνὰ μέσον πλατᾶν πέσοι | ||
ὁπόταν εὑρεῖν θέλωσι καιρόν . ἔδειξεν ἁ Λάκαινα τοῦ στρατηλάτα Μενέλα : διὰ γὰρ πυρὸς ἦλθ ' ἑτέρωι λέχει , |
ᾗ ἐν Ἀπόλλων μαντοσύνας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν : μὶξ δὲ κονυζῆεν φυτὸν ἔγχλοον ἠδὲ καὶ ἀκτῆς καυλοὺς ἠνεμόεντας | ||
ἐπιτάξω , ἀποβολῇ τοῦ ω , ὡς παρὰ τὸ μίγω μὶξ ἐπιμίξ . Ἔναρα . κυρίως ἐν οἷς ἀρήρεται τὸ |
' αὐδῶσαν θεὸς ὁμευνέτας ἆγες ἀναιδείαι Κύπριδι χάριν πράσσων . τίκτω δ ' ἁ δύστανός σοι κοῦρον , τὸν φρίκαι | ||
ἐξ Ἀχιλλέως θανόντ ' ἐσεῖδον , παῖδά θ ' ὃν τίκτω πόσει ῥιφθέντα πύργων Ἀστυάνακτ ' ἀπ ' ὀρθίων , |
ἀναλώματα , ἃ ἐγὼ ὑπὲρ τούτου ἀνήλωσα , τὸν οὐ διαδεξάμενον τὴν ναῦν ; Ὅτι δ ' οὐκ ἐμοὶ μόνῳ | ||
καθόλου λέγει : ἐπεὶ πλοῦτος ὁ ἐπακτὸν λαχὼν ποιμένα τὸν διαδεξάμενον τῷ καταλιπόντι καὶ ἀποθνήσκοντι στυγερός ἐστιν . διὰ δὲ |
ὡς εὑρὼν κριθὰς αὐτὸς μὲν οὐκ ἔφαγεν , αὐτῷ δὲ ἐφύλαξεν , ἐπεὶ καὶ ἡδέως αὐτοῦ τὸν ψόφον τῶν ὀδόντων | ||
ἀλλὰ μὴν οὔτε ἔτρεψε τὸ α εἰς τὸ ο οὔτε ἐφύλαξεν αὐτὸ ἐκτεταμένον , οὐκ ἄρα ἐστὶν ἐξ αὐτοῦ ἡ |
οὕτως καὶ παρὰ τὸ εἴκω , τὸ ὁμοιῶ , γίνεται εἴκιος : καὶ ἐπειδὴ πολλάκις τὰ τοιαῦτα διὰ χρείαν μέτρου | ||
ε : εἴκελος ἀστεροπῇ : οὕτω καὶ παρὰ τὸ εἴκω εἴκιος ἐνείκιος , καὶ χωρὶς τοῦ ε , καὶ προσιόντος |
τὸ Αἴσων Αἴσονος . Δεῖ δὲ γινώσκειν , ὅτι τὰ μετοχικά , κἂν ὑποπίπτῃ τινὶ τῶν προειρημένων , διὰ τοῦ | ||
: Ἐρίγων Ἐρίγωνος , ὄνομα κύριον : τὸ Οὐκαλέγοντος Ἁρπάγοντος μετοχικά : τὸ προάγωνος σύνθετον ὂν τοῦ ἁπλοῦ τὴν κλίσιν |
ἀπὸ τοῦ δώσω ἔδωσα καὶ ἥσω ἧσα : ἀλλά φαμεν σεσημειῶσθαι τοὺς τρεῖς τούτους ἀορίστους ἐν τοῖς εἰς μι , | ||
εἰ γένοιτο πλύνης διὰ τοῦ τος κλίνεται . Δοκεῖ δὲ σεσημειῶσθαι τὸ Σκύθης Σκύθου : ἔχει δὲ ἀπολογίαν , ὅτι |
καταλειφθῆναι ; Ἢ οὐκ ᾔδεις ἐν τῇ ἐπιδικασίᾳ τοῦ κλήρου νόθην καθισταμένην τὴν ἀδελφιδῆν τὴν σαυτοῦ ; Ὁπότε γάρ τις | ||
περιῆπται δὲ δίκτυα καὶ πάγας ἐπὶ τῇ σῇ θήρᾳ , νόθην καὶ κίβδηλον εὐμορφίαν , ἃ προϊδόμενος , ἢν εὖ |
καὶ ἀκαταπόνητος : παρὰ τὸ τείρω , τὸ καταπονῶ , τερῶ ἀτερής καὶ ἀτειρής : ἢ παρὰ τὸ τέρεν , | ||
ὂν ἄτρεπτον : παρὰ γὰρ τὸν τείρω ἐνεστῶτα μέλλων γίνεται τερῶ , ὡς κείρω κερῶ : τοῦ δὲ ω σιγηθέντος |
λαοῖς κατασχεῖν τὰς πύλας ἐπιτρέπει , καὶ τὸ πρόσωπον χερσὶ τύψας , ὁ δράκων , ἀφῆκε καπνὸν συμφορῶν ἐκ καρδίας | ||
⌈ ἑαυτόν , [ σεαυτόν . / ] κόψας ] τύψας ἀττικῶς . κρημνός τις ἦν ἐν Ἀθήναις , ἐν |
οὐκ ἰσοσυλλαβεῖ τῇ γενικῇ : διὸ ἀπὸ μὲν τοῦ Τυνδάρεος Τυνδαρέου Τυνδαρέῳ πρὸ μιᾶς ὁ τόνος , ἀπὸ δὲ τοῦ | ||
βοῶπις Αἰτωλ ? ? ? ? [ ἣ μὲν [ Τυνδαρέου θαλερὸν λέχος ] εἰσαναβᾶσα Λήδη ἐυπλόκαμος ? [ ἰκέλη |
διάφοροι δέ εἰσιν αἱ σικελικαί : Ἄλεξις : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν πάνυ κομψάς . ὅτι ἐν νήτταις μείζων | ||
εἴρηκε καὶ ὅτι αἱ Σικελικαὶ διάφοροί εἰσι : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάς . Φερεκράτης ἐν Γραυσί |
τὸ τιννύω : γίνω τὸ κατασκευάζω , ἐπὶ γὰρ τοῦ γεννῶ διὰ τῆς ει διφθόγγου : κτείνω δὲ καὶ τείνω | ||
τὸ ὑπάρχω , γενῶ γενέτης : ἢ ἐκ τοῦ γεννάω γεννῶ . . . . αἰέλουρος : τοῦτο παρὰ γὰρ |
τῇ κλίσει τοῦ ὀνόματος ἅλις κέχρηται ὁ ποιητής : “ Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ὀϊκλῆα μεγάθυμον ” καὶ “ τεύχεα Σαρπήδοντος . | ||
: “ Σαρπήδοντος ἑταῖρον Ὀϊκλῆα μεγάθυμον ” καὶ “ τεύχεα Σαρπήδοντος . ” Αἰολικὸν δὲ τὸ σχῆμα , ἀπὸ βαρυτόνου |
ἔστι τῆς τοπικῆς παραγωγῆς , σαφὲς ἐντεῦθεν . τὰ τοπικὰ παραχθέντα μετὰ τοῦ σημαινομένου καὶ τρίτην ἀπὸ τέλους ἔχει τὴν | ||
ἕτερος κανών ἐστιν ὁ λέγων , ὅτι τὰ εἰς θι παραχθέντα προστακτικὰ κατ ' ἀρχὴν οὐ συντίθενται πλὴν τῶν προθέσεων |
καὶ δεικανῶ . βαρύνεται δὲ ταῦτα : λείπω λιμπάνω , λήβω λαμβάνω , μήθω μανθάνω , δήκω δαγκάνω , φεύγω | ||
τὴν αὐτὴν φυλάττει τῷ ἐνεστῶτι : τύπτω τέτυμμαι τύμμα : λήβω λέλημμαι λῆμμα : τοῦτο συστέλλουσι τινὲς , καὶ διὰ |
ὕδωρ , ὥσπερ ὁρμιάν : εἶτα ἐπιτηροῦσιν εἴ τις ἔγχελυς προσδραμοῦσα δάκοι τὸ ἔντερον , παραχρῆμά τε αὐτὸ φυσήσαντες ἐξογκοῦσι | ||
διεξελθεῖν ἐθέλων ἠχήσει , τῷ κτύπῳ δ ' ἡ γέρανος προσδραμοῦσα τήν τε κεφαλὴν καθεῖσα καὶ ἑλοῦσα τὸν κάνθαρον καὶ |
τὴν Δίρκην , περιφραστικῶς δὲ τὰς Θήβας , τὴν τῆς Ἰοκάστης πατρίδα . ἕτεροι δὲ ὡς ἓν ἀναγινώσκοντές φασιν οὕτως | ||
εἰς γάμον . . αἱ φιλιώσεις τοῦ Οἰδίποδος καὶ τῆς Ἰοκάστης . . τὸ γὰρ διὰ πολέμου καὶ μάχης αὐτοὺς |
: σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : Φαίναξ ὄνομα κύριον : | ||
στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : φονῶ τὸ φονεύω : κορῶ : φθονῶ : τονῶ : λοχῶ , |
ᾠδή . ἀπὸ τούτου τὸ ἀοιδῶ , εἶτα ὡς τὸ κνήθω κνηθιῶ , ἀτῶ ἀτιῶ , μείδω μειδιῶ , οὕτως | ||
τῶν ἀφροδισίων ἢ παρὰ τὸ ψῶ , τὸ ἅπτομαι καὶ κνήθω : κνησμός ἐστι τὰ τῆς ἡδονῆς . σηραγγῶδες νεῦρον |
' οὐδ ' ἀθέριξε : μόλις δ ' ἀέκοντα θύραζε πέμπω , ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι . ” Ὧς | ||
παρὰ τοὺς κρείττονας ; ὦ δεξιώτατε παίδων , οἷόν σοι πέμπω βιβλίον , οἵων τὰ νῦν ἀπολαύεις λόγων . Ἀλλὰ |
Φερεκράτης δὲ τὴν γεραιτέραν ὡς ἀφηλικεστέραν , ὡς καὶ Κρατῖνος ἀφήλικα γέροντα . ἐρεῖς δὲ παρθένος ὡραία γάμου . Ἀριστοφάνης | ||
γὰρ ἣ δεῖ χρῶνται : τὸν μὲν γὰρ πρεσβύτερον ῥητέον ἀφήλικα : οἱ δ ' ἐπὶ τοῦ μηδέπω τῆς ἐννόμου |
, ἅς ποθ ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπˈλέκτοις ἁμᾶ Λατοΐδα στεφάνοις ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος . Ζεῦ πάτερ , | ||
υἱὸν τάδε Μώσαι κροκόπεπλοι ἦρα τὸν Φοῖβον ὄνειρον εἶδον ἐμὲ Λατοΐδα τέο † δ ' αχοσχορον † πρόσθ ' Ἀπόλλωνος |
καὶ παράγωγον ἀχόω : ὡς ἄνω ἀνέω : καὶ ὡς πλήθω πληθύω πληθύνω , οὕτως ἀχύνω καὶ ὑπερθέσει ἀχνύω . | ||
περισπᾶται , ἀπὸ ὀνόματος γέγονε : ἀλήθω κνήθω λήθω πήθω πλήθω πρήθω . τὸ δὲ βοηθῶ ἀηθῶ παρ ' ὄνομα |
γαμεῖ δὲ Λάϊός μ ' : Ἐπιμενίδης [ . ] Εὐρύκλειαν τὴν Ἔκφαντός φησιν αὐτὸν γεγαμηκέναι , ἐξ ἧς εἶναι | ||
Οἰδίποδα : οἱ δὲ δύο τὸν Λάιον γῆμαι γυναῖκας , Εὐρύκλειαν καὶ Ἐπικάστην . καὶ τὸν Οἰδίποδα δέ φασιν Ἐπικάστην |
ἀθρήσειεν ὄρυξ κρατερόφρονα θῆρα , ἢ σῦν χαυλιόδοντ ' ἢ καρχαρόδοντα λέοντα ἢ κρυερῶν ἄρκτων ὀλοὸν θράσος , αὐτίκ ' | ||
τριπόδων ἐριτίμων . Σῴζεσθαί ς ' ἐκέλευ ' ἱερὸν κύνα καρχαρόδοντα , ὃς πρὸ σέθεν χάσκων καὶ ὑπὲρ σοῦ δεινὰ |
Ἕκτωρ : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γρά - φει τὸν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ | ||
] ηι λεμ [ ] δωρον ? ἐπιστέλλ [ ] φει ? γράφων αλ [ ] πειν φιλτατ [ ] |
ἀμφὶ δέ οἱ Χάριτές τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ : ἀμφὶ δὲ τήν γε Ὧραι καλλίκομοι | ||
: Σαπφὼ δέ φησι τὴν Πειθὼ Ἀφροδίτης θυγατέρα . ὅρμους χρυσείους : ὅρμος γίνεται ἐκ τοῦ εἵρω τὸ συμπλέκω : |
ἀποβολῇ τοῦ ν καίω καὶ τὸ κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ | ||
ὡς πρῶ πρήθω , νῶ νήθω , κνῶ κνήθω : ἀλήθω τὸ αὐτὸ † σημαῖνον τῷ πρωτοτύπῳ . οὕτως Μεθόδιος |