. [ ≌ . . . , . ] : θετὸς υἱός : προσποιητός . παρ ' Αἰσχύλωι . τοὺς
δὲ ὁ Λοκρὸς θεασάμενος τὸν παῖδα , ὃς ἦν μὲν θετὸς αὐτοῦ κατὰ φύσιν , ἐκ δὲ τῆς ἀγνοίας ἴδιος
6192599 Κρης
ἐυπλόκαμος Δημήτηρ , ὧι θυμῶι εἴξασα , μίγη ] οὗτος Κρὴς τὸ γένος , Κατρέος καὶ Φρονίας υἱός . ὡς
αἰεί ] . . . . ἦλθεν Ἀθήναζε καὶ ἄλλος Κρὴς ἀνὴρ ὄνομα Ἐ . : οὐδὲ οὗτος ἔσχεν εἰπεῖν
6156576 εὐγενης
, ἐκκάλυψον ἄθλιον κάρα , βλέψον πρὸς ἡμᾶς . ὅστις εὐγενὴς βροτῶν φέρει † τὰ τῶν θεῶν γε † πτώματ
δάμαρτα κἀφελοῦ πρὸς Ἑλλάδος ψόγον τὸ θῆλύ τ ' , εὐγενὴς ἐχθροῖς φανείς . ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου
6060473 ἀδελφιδους
ὑπῆν τὸ πολλὰ πολλάκις δεδῆχθαι . Ἀκακίου τοῦ σοφιστοῦ καὶ ἀδελφιδοῦς καὶ μαθητὴς Εὐτρόπιος οὑτοσί . ἔοικε δὲ αὐτῷ κατὰ
καὶ διδάσκειν τοὺς παῖδας γράμματα . Δημοχάρης δ ' ὁ ἀδελφιδοῦς Δημοσθένους , εἰ ἄρα πιστευτέον αὐτῷ λέγοντι περὶ Αἰσχίνου
5936667 Ἑλλην
κτησάμενος ἀπαλλαγῇ τῆς ὑπαρχούσης πενίας : ἐπὶ δὲ τὴν Ἑλλάδα Ἕλλην ' οὐδέν ' ἂν ἐλθεῖν ἡγοῦμαι . ποῖ γὰρ
τοῦ μαντείου ἐπαναστρέφοντας μηδὲν ἕτερον λέγειν ἢ τὸ : τὴν Ἕλλην καὶ τὸν Φρύξον αὑτῷ τυθῆναι ὁ Ἀπόλλων ἀνείρηκεν .
5929042 ἀγρος
ἀντωνυμικὴ σύνταξις ἀρξαμένη ἀπαράδεκτός ἐστιν δύο ἄρθρων , ὁ ἐμὸς ἀγρός , ὁ ἐμὸς δοῦλος : καθὼς πρόκειται δέ ,
γινόμενα φυλάττουσι τὸ ω , οἷον ἁγνός Ἅγνων Ἅγνωνος , ἀγρός Ἄγρων Ἄγρωνος , μακρός Μάκρων Μάκρωνος , πατρός Πάτρων
5861860 ἐτυμος
ἀλαλκομένη καὶ Ἀλαλκομενηΐς ἐν διπλασιασμῷ , ὡς ἀτηρός ἀταρτηρός , ἔτυμος ἐτήτυμος , ἀτάλλειν καὶ ἀτιτάλλειν . ἢ ἀπὸ Ἀλαλκομενέως
. . . . ἀταρτηροῖς : παρὰ , ἀταρτηρός ὡς ἔτυμος ἐτήτυμος ' . . . . ἀταρπός : σημαίνει
5856612 γεγονε
ἵνα οὕτω λέγῃ ἔδει τόδε γενέσθαι πρὸ τοῦ πράγματος , γέγονε . ταῦτα μὲν ἀπὸ τῶν πρὸ τοῦ πράγματος :
ἡ ἀπόστασις : ὑπόκειται γάρ που . καὶ ἐπὶ τούτῳ γέγονε κρίσις , ἀλλ ' ἀτελής . τότε λέγομεν ὅτι
5848618 θυγατριδους
ταύταις , καὶ ὅσοι Μουσῶν παῖδες ἐκλήθησαν ὑπὸ Ἑλλήνων , θυγατριδοῦς εἶναι σφᾶς Πιέρου : Μίμνερμος δέ , ἐλεγεῖα ἐς
παῖς ἱκέτης ἐς τὸν Πομπήιον , καὶ ταῦτα ὢν Μιθριδάτου θυγατριδοῦς . ἀλλὰ μέγα δικαιοσύνης καὶ πίστεως κλέος ἦν τοῦ
5820362 ἐμος
ἐστιν , ὡς ὁ σὸς λόγος . ὁ δὲ δὴ ἐμὸς ὅστις , πολλάκις μὲν ἤδη εἴρηται , οὐδὲν δὲ
οὐδὲν κρεῖσσον οἰκείου φίλου . νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς μέριμναν ἕξει , κοὐκ ἐμὸν κρίνειν τόδε . ἀλλ
5803116 δοτος
ἄθετος καὶ εὔθετος καὶ ἵημι ἑτὸς καὶ ἄφετος καὶ δίδωμι δοτὸς καὶ Ἡρόδοτος , καὶ δέδεμαι δετός , οὕτως σχῆμι
' ἀδικήμασί τισι τῆς οἰκίας ἐκβληθείς , ἐκποίητος δὲ ὁ δοτὸς εἰς ποιητά . ἀπεκήρυξε καὶ ἐπικήρυξε διαφέρει . κηρύξαι
5789539 ἐκγονος
ἀκουσίων ἐργάζεται παραίτησιν . ὁ μὲν οὖν οὕτως ταπεινὸς Λάμεχ ἔκγονος μέν ἐστι Σήθ , πατὴρ δὲ τοῦ δικαίου Νῶε
τοῦ ἀδελφοῦ μου υἱός ἐστι , φησὶ τοῦ πατρός μου ἔκγονος . ἔκγονος γὰρ τοῦ Ἀτρέως Ὀρέστης : ἄλλως :
5720246 Ἀττεω
ὅτι ἡ μὲν θεὴ Ῥέη ἐστίν , τὸ δὲ ἱρὸν Ἄττεω ποίημα . Ἄττης δὲ γένος μὲν Λυδὸς ἦν ,
τῆς Ῥέας ὄργια παρὰ τούτοις μένει , ὅ τε τοῦ Ἄττεω γάμος καὶ τὰ ἐπὶ τούτοις , ὅσα παρά σφι
5666494 Βηθλεεμ
Βέλβινα : πόλις Λακωνική . . . Βηθλεεμμίτης : ἀπὸ Βηθλεέμ . . . Βηρυτός : πόλις Φοινίκης , κτίσμα
αὐτοῦ , ὄντων ἡμῶν ἐν Γαδέρ , πλησίον Ἐφραθὰ οἴκου Βηθλεέμ , Βάλλα ἦν μεθύουσα καὶ κοιμωμένη ἀκάλυφος κατέκειτο ἐν
5656924 παις
δεῖ ἡμέας ἀλλήλων πειρηθῆναι ; Εἶς μέν μεο τῆς ἀδελφεῆς παῖς , ἔχεις δέ μεο ἀδελφεόν . Σὺ δή μοι
ἡμᾶς ὁμολογίαν . Καὶ ἧς μὲν ἐγὼ ἐπεδικασάμην , ἡ παῖς τύχῃ χρησαμένη καμοῦσα ἀπέθανεν : ἡ δ ' ἑτέρα
5652203 πολιτης
σωτηρίας τῆς πολιτείας ἐχομένοις συντελῶν καὶ ἔστιν ἀνήρ τε καὶ πολίτης ἀγαθὸς ὁ αὐτός : μοχθηρᾶς δὲ πολιτείας ὁ τὴν
ὑφορᾶται τῶν ἀστειοτέρων τὰ σκώμματα πάντων ἀσχολουμένων τοῖς ὁρωμένοις . πολίτης γὰρ ξένον παραλαβὼν ὅ τι θέας ἄξιον ὑποδείκνυσι .
5615608 Νωε
γεωργικὴν ὡς ἐναρμόνιον καὶ ἐπιβάλλουσαν τέχνην ἀνατίθησι λέγων „ ἤρξατο Νῶε ἄνθρωπος εἶναι γεωργός „ , τῷ δὲ ἀδίκῳ τὴν
τὸ σωτήριον αὐτοῦ πᾶσι τοῖς ἔθνεσι . Τότε ὄψεσθε Ἐνὼχ Νῶε καὶ Σὴμ καὶ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἀνισταμένους
5575035 ὑμετερος
πληθυντικαὶ ] καὶ ἐκτὸς ? [ ἑνικαί , ἡμέτερος , ὑμέτερος , σφέτερος ] [ ] ς ? ἡμετέρα ,
ἔσσεται : ὣς οὐ τοῦτον ἐγώ ποτε μῦθον ἐνίψω . ὑμέτερος δ ' εἰ μὲν θυμὸς νεμεσίζεται αὐτῶν , ἔξιτέ
5555206 θεωρος
οὕνεκα ἀντὶ τοῦ διότι . Θεατὴς ἀγώνων καὶ θεάτρων : θεωρὸς δὲ ὁ εἰς θεῶν ἑορτὰς πεμπόμενος . ὅθεν καὶ
διὰ τὸ κυκλοτερῆς [ ] εἶναι . Ἄμυρις μαίνεται : θεωρὸς γὰρ ὀνόματι Ἄμυρις ὑπὸ Συβαριτῶν πεμφθεὶς εἰς Δελφοὺς περὶ
5554086 Ἡρως
κεῖται ] Ἤγουν ἰδίᾳ καὶ μόνος ἀπ ' ἄλλων . Ἥρως δ ' ἔπειτα λαοσεβὴς ] Ἤγουν μετὰ θάνατον ἥρωσιν
ἀγελείην . . . . , . ἀγρεύς : ὁ Ἥρως : εἴρηται παρὰ τὸ ἐν ἀγρῷ γεγεννῆσθαι : ἀπὸ
5531811 ἀστος
κέχρηται ἐν Ἡρακλείδαις τε καὶ Θησεῖ , βελτίω δ ' ἀστός , ἐπιχώριος , ἐγχώριος , ἡμεδαπός , ὁμόφυλος ,
νήσων εὐδείελος ἠέ τις ἀκτή . ξεῖνος αἴτ ' ὦν ἀστός : καὶ ξένος ὢν καὶ πολίτης ὁ Ἰάσων ,
5510641 ἀγαπητος
ἐπιόντι , ξὺν νῷ ἑλομένῳ , συντόνως ζῶντι κεῖται βίος ἀγαπητός , οὐ κακός . μήτε ὁ ἄρχων αἱρέσεως ἀμελείτω
ἱερὸν ἐξ ἱερῶν ὠδίνων τέλεον εὐθὺς καὶ ὁλόκληρον , ὁ ἀγαπητός , ὁ πολύευκτος , ὁ σεβαστὸς ἐκ τοῦ λίκνου
5500988 ἐλεημονος
τὸ ο ἐν τῇ γενικῇ , ὥσπερ ἐλεῶ ἐλεήσω ἐλεήμων ἐλεήμονος , φιλῶ φιλήσω Φιλήμων Φιλήμονος , νοῶ νοήσω νοήμων
ω ἐπὶ τῆς γενικῆς διὰ τοῦ ο κλίνεται : ἐλεήμων ἐλεήμονος : οἰκτίρμων οἰκτίρμονος : πρόσκειται μὴ ἀπὸ ἁπλῶν τῶν
5496748 γεγως
οἶδ ' ἄνδρα Μυσὸν Τήλεφον . . εἴτε δὲ Μυσὸς γεγὼς ἦν εἴτε κἄλλοθέν ποθεν , πῶς . . .
αἴθων εὐνάσῃ βαρὺν κλόνον ἀπ ' Αἰακοῦ τε κἀπὸ Δαρδάνου γεγὼς Θεσπρωτὸς ἄμφω καὶ Χαλαστραῖος λέων πρηνῆ θ ' ὁμαίμων
5478774 κακοηθης
ὑπάρχων , ὅτε ἐν αὐτῷ μόνῳ συνίσταται τῷ δέρματι , κακοήθης δέ , ὅταν ἐκ πλείονος ἀνίσχῃ βάθους . διαγνώσῃ
ἐπὶ πολλῶν ἀγώνων τῶν πρότερον , καὶ νυνὶ παράσχεσθε . κακοήθης δ ' ὤν , Αἰσχίνη , τοῦτο παντελῶς εὔηθες
5458240 εὐσεβης
ἄρα τὰ περὶ τοὺς θεοὺς νόμιμα εἰδὼς ὀρθῶς ἂν ἡμῖν εὐσεβὴς ὡρισμένος εἴη ; Ἐμοὶ γοῦν , ἔφη , δοκεῖ
Κοριολανὸς ἔπαθεν , ἐδάκρυσεν , ἀνέζευξεν . ἡ μὲν ἀνάζευξις εὐσεβὴς , ὀλέθριος δὲ τῷ στρατηγῷ : Τυρρηνοὶ γὰρ ὡς
5455313 ἡμετερος
τι τοῖοι ἀμυνέμεναι καὶ ἐφ ' ἑνὸς τοῦ Πατρόκλου , ἡμέτερος θεράπων : τοιοῦτον οὖν καὶ τὸ ἁμόνπρὸς . οἷς
, ὅτε ἐπὶ δείξεως λαμβάνεται , ἐμὸς εἶ φίλος , ἡμέτερος ὑπάρχεις οἰκέτης , Χρὴ ἄρα καλεῖν , καθάπερ καὶ
5427659 Θεωνος
ἢ Διονυσίῳ , ἢ ἐμοῦ ἀκούει Τρύφων ἢ σοῦ ἢ Θέωνος , καὶ σαφὲς ὅτι τὸ παρεμπῖπτον ἀλλότριον τῆς πτώσεως
συμβαίνειν . ἐπὶ δὲ τῶν ἰδίως ποιῶν οἶον Δίωνος καὶ Θέωνος καὶ αὐξήσεις καὶ μειώσεις γίνεσθαι . διὸ καὶ παραμένειν
5426161 κατεσκαφη
πάσης ἐπάρξασα τῆς Ἀσίας , ὡς ἅπαξ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων κατεσκάφη , τὸν αἰῶνα ἀοίκητός ἐστι ; τοῦτο δὲ Μεσσήνην
ὅτι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Κασσίου ἥ τ ' οἰκία κατεσκάφη , καὶ μέχρι τοῦδε ἀνεῖται ὁ τόπος αὐτῆς αἴθριος
5423894 θυγατριδεος
Ὁ δὲ δὴ Ἀθηναῖος Κλεισθένης , ἐὼν τοῦ Σικυωνίου τούτου θυγατριδέος καὶ τὸ οὔνομα ἐπὶ τούτου ἔχων , δοκέειν ἐμοὶ
τοῦ θυγατριδοῦ . γέγονε δὲ ] ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδέος καὶ θυγατριδέος [ κατὰ κρᾶσιν : οὐδέποτε γὰρ εὐθεῖα διαλύεται ]
5418616 Ἰουλιδος
. Πρόδικος Κεῖος ἀπὸ Κέω τῆς νήσου , πόλεως δὲ Ἰουλίδος , φιλόσοφος φυσικὸς καὶ σοφιστής , σύγχρονος Δημοκρίτου τοῦ
. Ἰουλίς , πόλις ἐν Κέῳ τῇ νήσῳ , ἀπὸ Ἰουλίδος κρήνης . ἀφ ' ἧς Σιμωνίδης ἐστὶν ὁ μελοποιὸς
5399430 νοθος
οὗτος δεκατέσσαρσιν , εἴ γε ἀκριβὴς εἴη : εἰδέ γε νόθος ἐν ὥραις περιορίζεται δώδεκα . Τὸ δ ' ὑποκείμενον
ναοῦ τῆς Ἥρας μὴ ἔχοντες βοῦς . Λιτυέρσης Μίδου υἱὸς νόθος , ὃν ὁ Ἡρακλῆς ἀνεῖλεν ὄντα κακόξενον . ἠνάγκαζε
5398157 Ἀρκας
αὐτὸς ποιῶν ἄλλοις παρέχειν διὰ πενίαν Ἀρκάδας μιμεῖσθαι ἔφη . Ἀρκὰς κυνῆ : Ἀρκαδικὸς πῖλος . . Ἀρκὰς φελλός :
οὐρανίου αἵματος ἅμα τῇ Ἀφροδίτῃ . Κράτης δ ' ὁ Ἀρκὰς εἰπών : πομπίλος , ὃν γαλέουσιν ἁλίπλοοι ἱερὸν ἰχθύν
5392239 ἀπαις
παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν μὲν Αὔγην γυναῖκα ποιεῖται , τὸν δὲ
πατρός , ἀποδοχῆς ἐτύγχανε τῆς μεγίστης . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν ἀρρένων παίδων τὴν θυγατέρα Ἀργιόπην συνῴκισε τῷ Τηλέφῳ
5391111 ξενος
τὸν ξενίζοντ ' οὐδεὶς πώποτ ' ᾐτιάσαθ ' ὡς εἴη ξένος . καί μοι λαβὲ τὰς μαρτυρίας . Περὶ μὲν
τὴν πόλιν ταύτην λίθον προσενέγκηι , ἐλεύθερος γίνεται , κἂν ξένος ἦι . ἔστι καὶ ἑτέρα Ἱεροδούλων , ἐν ἧι
5377926 ἀξα
καὶ ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσα καὶ βῆσσα , ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , πείσω πεῖσα : ” τῷ δ
, . , . Ἄμαξα : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα : Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις :
5363559 παρασυνθετον
τῶν εἰδῶν . Σχήματα δέ εἰσι τρία , ἁπλοῦν σύνθετον παρασύνθετον : καὶ ἁπλοῦν μέν ἐστι τὸ μὴ ἐκ διαφόρων
ἀκούω „ προπαροξύνεται : ὑπήκοος ἀνήκοος . τὸ δὲ ἐπακουός παρασύνθετον [ γίνεται γὰρ ] ἐκ τοῦ ἐπακούω . Τὰ
5362970 Ῥαδαμανθυς
αὖ σοι κράτος τε ἐν δικαστηρίοις κἀκ τῶν νῦν ὄνομα Ῥαδάμανθυς . τὸν οὖν αὖ τοιοῦτον εἰς διδασκάλους ἐπαινεῖν τε
καίτοι πολλοί γε πονοῦμεν . τὸν ἀσύμβολον εὗρε γέλοια λέγειν Ῥαδάμανθυς καὶ Παλαμήδης . βρέτας ἄγκυρα , λέμβος , σκεῦος
5358785 Ἑλληνος
. . ; , περὶ μον . λέξ . . Ἕλληνος δ ' ἐγένοντο φιλοπτολέμου βασιλῆος Δῶρός τε Ξοῦθός τε
δ ' ] ὁ Ξέρξης . ξυνεὶς ] γνούς . Ἕλληνος ] τοῦ μηνύσαντος τὰ τοιαῦτα . φθόνον ] τὴν
5353319 φαινω
βέβαιος : φέριστος : φέναξ ὁ ἀπατεών : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ
ἕω ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα . ἐγὼ δείκνυμι : ἐνδείκνυμι καὶ φαίνω . ἐνδεικνύναι δὲ ἔλεγον τὸ καταγγέλλειν τινὰ κακουργοῦντα περὶ
5352762 ἀοικος
ὅτι οὐδὲν ἔχω , οὐδενὸς δέομαι : ἴδετε , πῶς ἄοικος ὢν καὶ ἄπολις καὶ φυγάς , ἂν οὕτως τύχῃ
εἰς ος δισύλλαβα προπερισπώμενα ἐν τῇ συνθέσει προπαροξύνονται , οἶκος ἄοικος , κοῦρος ἐπίκουρος : οὕτως καὶ πῶλος αἰολόπωλος ,
5348102 ἑξαετης
Οὗτος ὑπὸ τῶν δορυφόρων ἀνῃρέθη . Ὁ δὲ δʹ Φίωψ ἑξαέτης ἀρξάμενος ἐβασίλευσε μέχρις ἐτῶν ἑκατόν . Γίνονται οὖν σὺν
δὲ τοῖς Ἀθηναίοις βαρύνονται : οἱ γὰρ Ἀθηναῖοι διέτης τριέτης ἑξαέτης λέγουσι βαρυτόνως , ὁμοίως τῷ εὐνέτης οἰκέτης καὶ ἱκέτης
5332002 οἰκετης
καὶ τὸ καινότατον αὑτοὺς ζηλοτυπούντων , ἀγνοούντων δὲ ὡς κατάρατος οἰκέτης ἢ οἰκονόμος πεδότριψ ὑπεισιὼν λαθραίως ἐμπαροινήσει , τὸν κακοδαίμονα
σύμμαχος ἐπὶ ποδάγραν : ἀγροὶ δὲ καὶ ἵπποι καὶ πονηρὸς οἰκέτης οὐχ ὑποδεξάμενος φερόμενον νῦν μὲν ᾄδεται πρὸς ἡμᾶς ,
5322907 πατρις
, πατρὸς δ ' αὖ κητοφάγοιο , μητρόθεν Ἰδογενής , πατρὶς δέ μοί ἐστιν ἐρυθρή Μάρπησσος , μητρὸς ἱερή ,
ἔθηκε τὰ ὅπλα πρὸ τοῦ στρατηγίου καὶ εἰπὼν , Ὦ πατρὶς , βεβοήθηκά σοι καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ , ἀπέπλευσεν
5312517 ἀκλεης
πολέμου καὶ τὴν ἐν τῇ πατρίδι διατριβὴν ἀγαπῶν πολυχρόνιος μὲν ἀκλεὴς δέ , καὶ προτιμῆσαι τὴν εὔκλειαν τοῦ εἰς γῆρας
ἐστιν , ἄν τις μὴ πειραθῇ πράξεων ἀγαθῶν , οὗτος ἀκλεὴς γίνεται . γελοίως . ἔστι δ ' ἀφάνεια τύχας
5306613 νυμφιος
, πάντας ἐψυχαγώγησεν : ἦν δὲ διθυραμβοποιός . καὶ ὁ νυμφίος Φιλόξενε , εἶπε , καὶ αὔριον ὧδε δειπνήσεις :
, εἰ γάμου χρῄζεις , μηδ ' ἄγριος θὴρ ἀλλὰ νυμφίος γίνου . ” ὁ δὲ πτερωθεὶς τῇ δόσει τε
5305074 ἐρευνησας
ἐλθὼν ἀπὸ Ἀβδήρων φυσικὸς ὢν , καὶ πάντα τὰ φυσικὰ ἐρευνήσας καὶ συγγραψάμενος τὰ ὄντα κατὰ φύσιν . Ἄβδηρα δέ
κόσμῳ ξυνεώραται καὶ ἀμειψιρυσμέοντα τέτευχε , ταῦτα νόος ἐμὸς φύσιν ἐρευνήσας ἀτρεκέως ἐς φάος ἤγαγεν : μάρτυρες δὲ τουτέων βίβλοι
5294553 ἀδελφειος
ἀφενειός , καὶ συγκοπῇ ἀφνειός , ὡς ἀδελφεός , καὶ ἀδελφειός . Αὖος , ὁ ξηρός , ἀπὸ τοῦ ὕω
: καὶ μετὰ τοῦ ι , ζαχρειής : ὡς ἀδελφὸς ἀδελφειός . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Μονοσυλλάβων . Εἰρά
5242087 προγονος
ἡ γῆ καταβραβεύειν τῶν λοιπῶν ἐπέχουσα αὐτὴ τὰ πάντα ὡς πρόγονος . Πᾶσαι μὲν οὖν αἱ προκείμεναι ἀγωγαὶ χρηματιστικαὶ καὶ
, ἄνδρες γενειοσυλλεκτάδαι , ἰχθὺν ἐσθίει ; ἢ καθάπερ ὁ πρόγονος ὑμῶν Μελέαγρος ὁ Γαδαρεὺς ἐν ταῖς Χάρισιν ἐπιγραφομέναις ἔφη
5230851 υἱος
ἀρίστης τῶν εὐπαθειῶν , χαρᾶς , γέλως , ὁ ἐνδιάθετος υἱὸς θεοῦ τοῦ διδόντος αὐτὸν μείλιγμα καὶ εὐθυμίαν εἰρηνικωτάταις ψυχαῖς
, Μιτυληναίων ἄποικος , ἧς οἰκισταὶ Σκαμάνδριος καὶ Ἀσκάνιος , υἱὸς Αἰνείου . . . . Κεφάλων δέ φησιν ὅτι
5223055 ἀνεκαθεν
. Οἷα δὲ χρημάτων εὖ ἥκοντες καὶ ἐόντες ἄνδρες δόκιμοι ἀνέκαθεν ἔτι , τὸν [ τε ] νηὸν ἐξεργάσαντο τοῦ
ὅσον μὲν ἦν σατραπικὸν Μιθριδάτῃ προσέθετο : καὶ γὰρ ἦν ἀνέκαθεν ἐκ Βάκτρων , εἰς Καρίαν δὲ ὕστερον μετῳκίσθη :
5203182 θεοφιλης
μάλιστα καὶ εὐτυχὴς καὶ μακάριος καὶ ὄλβιος καὶ εὐσεβὴς καὶ θεοφιλὴς καὶ ἀξιωματικός , βασιλικός τε καὶ στρατηγικὸς καὶ πολιτικὸς
πράξεων . τοιγαροῦν μετ ' ὀλίγων ἄλλων φιλόθεός τε καὶ θεοφιλὴς ἐγένετο , καταπνευσθεὶς ὑπ ' ἔρωτος οὐρανίου καὶ διαφερόντως
5202812 ποιητος
: μεμπτὸς μεμπτέος : λαλητὸς λαλητέος : νοητὸς νοητέος : ποιητὸς ποιητέος : γνωστὸς γνωστέος : εἰ οὖν εὐκτὸς εὐκτέος
παρελθούσαις ἀρχαιρεσίαις ταύταις παρασκευασάμενός τινας τῶν δημοτῶν ἠξίου οὗτος ἐγγράφεσθαι ποιητὸς υἱὸς τῷ Ἀρχιάδῃ . ἀντιλεγόντων δ ' ἡμῶν καὶ
5198899 γαμβρος
οἷον ἐπὶ ἰαμβικοῦ χαίροισα νύμφα , χαιρέτω δ ' ὁ γαμβρός : ἐνταῦθα γὰρ ἡ βρος τελευταία συλλαβὴ ἀντὶ ὅλου
, γάμος γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν
5185879 θηνη
θια [ ] ψε [ ] ο ! [ ] θηνη ? [ ! ! ! ] [ ] θ
θια [ ] ψε [ ] ο ! [ ] θηνη ? [ ! ! ! ] [ ] θ
5179644 μετοχη
ἥλην . ἀφ ' οὗ τὸ ἐάλην , παράκειται , μετοχὴ ἀλεὶς , ὡς ἐνύγην νυγείς . τὸ δὲ ἀλῶ
τοῦ ῥήματος : μετέχει γὰρ καὶ ἀμφοτέρων , διὸ καὶ μετοχὴ ὀνομάζεται , καθόσον γὰρ ἐπιδέχεται ἡ μετοχὴ γένη καὶ
5178491 γεγονεν
ἡσυχάζοντος , ᾐσθάνοντό σου τῆς ἀρετῆς , πόση νῦν αὐτοῖς γέγονεν αἴσθησις παρὰ τὴν σὴν ἀπουσίαν τοσούτων ἐμπεπλησμένοις κακῶν ;
ἔοικεν καὶ ἐξ ἀρχῆς τοῦτο , ὡς ἡμῖν νῦν φανερὸν γέγονεν , οὐ δυνάμενοι δὲ πεῖσαι . ὁ γὰρ Πρῶτος
5177276 οἰκειος
κρατούντων , καταλιπὼν τούτους ἐπεθύμησας τῆς ἐμῆς ἀγραυλίας καὶ ἀγενείας οἰκεῖος γενέσθαι ; Ἦν δὲ οὗτος κατὰ τὰς ὁμιλίας εὔστοχος
: οὗτος γὰρ καὶ τὸ τῆς πρεσβείας εἶχε κῦρος ἅτε οἰκεῖος ὢν βασιλεῖ : ὁ δὲ ἕτερος χάριν τοῦ πείθειν
5174492 νεωτερος
εἰ γὰρ συνετάχθη τῷ πρεσβυτάτῳ χρηστὰ καὶ φιλάνθρωπα βουλευομένῳ , νεώτερος μὲν ἐκείνου , τῶν δ ' ἄλλων πρεσβύτερος ὤν
ὦ βουλή , καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι , ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ . ἐγὼ δὲ
5173349 ἐπιδημος
' ὦ φίλ ' ἥλιε . Ἀλλ ' οὐ τυγχάνει ἐπίδημος ὤν . Καταλιπὼν Παναίτιον πίθηκον . Θλαστὰς ποιεῖν ἐλάας
ἀθάνατοι δ ' ἀνένευον ἀνηνύστους ἑκατόμβας . εἰλαπίνη δ ' ἐπίδημος ἔην καὶ ἀμήχανος ὕβρις , ὕβρις ἐλαφρίζουσα μέθην λυσήνορος
5156948 παππος
παιδός σου παῖς τοιοῦτός ἐστιν , οἷον εὔξαιτο ἂν ὁ πάππος , λόγων ἐραστής , σωμάτων οὐκ ἐραστής , θράσους
τοῦ Ἀσκληπιοῦ οὗτος ὁ ἔτι νῦν ὢν καὶ ὁ τούτου πάππος , ἐφ ' οὗ τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα ὡς
5149084 σεμνος
αὐτὴν τιθεμένην , χωρὶς τῶν προοιμίων . σεμνὸς ] τὸ σεμνός διττῶς λέγεται , καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερηφάνου καὶ ἐπὶ
: καὶ γὰρ ἐκ τοῦ ἐναντίου σώφρων μὲν λόγος ὁ σεμνός , ὁ δὲ τὸ ἐκπρεπὲς κάλλος ἐπιτηδεύων ἐπίβουλος .
5148620 Πιτθευς
, ὡς ἐγᾦμαι , Μέλητον . ἔστι δὲ τῶν δήμων Πιτθεύς , εἴ τινα νῷ ἔχεις Πιτθέα Μέλητον οἷον τετανότριχα
ἄλλως : Ἀτρεύς : Θυέστης : Ἀλκάθους : Ἵππαλκμος : Πιτθεύς : Δίας : ἢ Χρύσιππος , ἐξ Ἀξιόχης νύμφης
5143747 βεβηκα
ῥέξω πόρτιν Ἔρωτι καὶ αὐτᾷ βοῦν Ἀφροδίτᾳ . παρθένος ἔνθα βέβηκα , γυνὴ δ ' εἰς οἶκον ἀφέρπω . ἀλλὰ
τὸ μέντοι μάτην μάταιος , καὶ τὸ βέβαιος παρὰ τὸ βέβηκα . τὰ δὲ παρώνυμα παρ ' οὐδετέρων γινόμενα ὀξύνεται
5140588 ἀσυλος
ἕως μὲν οὖν φῶς ἡλίου τόδ ' ἔβλεπεν Πρωτεύς , ἄσυλος ἦ γάμων : ἐπεὶ δὲ γῆς σκότωι κέκρυπται ,
αἰσυλοεργός , οἷον : σχέτλιος αἰσυλοεργός . παρὰ τὸ συλῶ ἄσυλος πλεονασμῷ τοῦ α τοῦ ἐπιτατικοῦ , ὡς τὸ ἀχανὲς
5138071 Πυλαδου
τὸ ξένου Λάκωνος Ὀρέστα τοιοῦτον : ἐν τῇ χώρᾳ τοῦ Πυλάδου , ὅστις ἦν τοῦ Λάκωνος Ὀρέστου ξένος . τὸ
τῆς γὰρ Φωκίδος ἡ Πυθὼν , ἧς Στρόφιος ὁ πατὴρ Πυλάδου ἐβασίλευσε : καὶ ὅτι τὸ ξένου Λάκωνος Ὀρέστα τοιοῦτον
5135103 ἑταιρος
ἐνενόουν ὅτι ἐν ὀνείρῳ τοῦτο ὁρῶ , καὶ ὁ ἐμὸς ἑταῖρος ἰδὼν τὸν πάνσεπτον ἡμῶν καθηγεμόνα , ὅτι ἀνέστη ἐκ
, μέλλοντι συγγίγνεσθαι βασιλεῖ πρεσβυτέρῳ , αἰδουμένῳ καὶ ἀπορουμένῳ ὁ ἑταῖρος λέγει : Τηλέμαχ ' , ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ
5134914 ἀλαζων
τρόπον : ἕως δ ' ἂν ᾖ οὗτος ἄπληστος ἀνελεύθερος ἀλαζὼν δειλός , ἐν ἐνδείᾳ καὶ σπάνει ἔσται . Καὶ
. Γ ὡς ἀλαζὼν Γ : ὡς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀλαζὼν φαίνεται . Γ Ἱεροκλέης Γ : οὗτος μάντις ἦν
5124240 ἀθεος
Μιλήσιος καὶ Ἵππων [ . ] , ὃς δοκεῖ καὶ ἄθεος γεγονέναι , ὕδωρ ἔλεγον τὴν ἀρχὴν ἐκ τῶν φαινομένων
Διὸς οὐδὲ θεῶν μακάρων . Παρεσκευάσατο δὴ μέλλων πλεῖν ὁ ἄθεος οὗτος καὶ ἀθάλαττος βασιλεὺς μεγάλην καὶ εὐρύχωρον ναῦν ,
5122743 σος
λαὸς ἅλις ὃς κεῖται νεκρός . τοσαῦτ ' ἔλεξε . σὸς δὲ Πολυνείκης γόνος ἐκ τάξεων ὤρουσε κἀπήινει λόγους .
δειροτομῆσαι . καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ ' εἴποι , σὸς φίλος υἱός , ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς
5119880 ληθω
τέ μοι αἰεὶ ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίστασαι , οὐδέ σε λήθω κινύμενος : νῦν αὖτε μάλιστά με φῖλαι Ἀθήνη ,
καὶ Ὀδυσσεὺς καὶ Σωκράτης , οἱ λέγοντες ὅτι οὐδέ σε λήθω Κινύμενος . Πολὺ πρότερον οὖν ἀναγκαῖόν ἐστι περὶ ἑκάστου
5115318 Τρωος
δοτικὴν τῶν πληθυντικῶν , οἷον λέβης λέβητος λέβησι , Τρώς Τρωός Τρωσί , Πηλεύς Πηλέως Πηλεῦσιν , Αἴας Αἴαντος Αἴασιν
ἕνδεκα . ἐκαλεῖτο δὲ Λαομεδόντεια , ἴσως ἀπὸ Λαομέδοντος τοῦ Τρωός . τὸ ἐθνικὸν ἀμφότερον Λαομεδοντίτης καὶ Λαοδαμαντίτης . Λαοδίκεια
5111819 παλαιος
καὶ ἱεράκων πιστεύεται . τὴν γονὴν δ ' αὐτοῦ τοιάνδε παλαιός τις εἶναι βούλεται λόγος : ἔστι τι γένος οὕτω
καὶ γὰρ πληρωτικός ἐστι τῆς κεφαλῆς καὶ μάλισθ ' ὁ παλαιός . στομάχου δὲ χάριν τῷ συνεργῆσαι τῇ πέψει οὐδὲν
5095886 Ἠλειος
οὕτω δὴ πέντε σφι μαντευόμενος ἀγῶνας τοὺς μεγίστους Τεισαμενὸς ὁ Ἠλεῖος , γενόμενος Σπαρτιήτης , συγκαταιρέει . Μοῦνοι δὲ δὴ
Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὁ Ἠλεῖος . ἄλλως : Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὁ Ἠλεῖος , ἤτοι ἀπὸ Αἰτωλοῦ τοῦ Ἐνδυμίωνος , ὃς ἦν
5085251 ἀδωροδοκητος
καὶ οὐδὲν ἐλάττονος ἢ τούτου ; ἵνα τὴν ὅτ ' ἀδωροδόκητος ὑπῆρχε προαίρεσιν αὐτοῦ τῆς πολιτείας ἀναμνησθέντες , ὡς προβεβλημένη
λέγειν ὕστερον ὡς μόνος εἴη Ξενοκράτης τῶν πρὸς αὐτὸν ἀφιγμένων ἀδωροδόκητος . ἀλλὰ καὶ πρεσβεύων πρὸς Ἀντίπατρον περὶ αἰχμαλώτων Ἀθηναίων
5076019 συγγενης
πατρωνύμιον ] τὸ πατρωνύμιον γένος , ἤτοι ὁ κατὰ πατέρα συγγενὴς ἡμῖν , τουτέστιν ὁ ἐκ προγόνων ἰθαγενής . .
κείμεθα . φιλήδονος δ ' ἦν καὶ Σπεύσιππος ὁ Πλάτωνος συγγενὴς καὶ διάδοχος τῆς σχολῆς . Διονύσιος γοῦν ἐπιστείλας αὐτῷ
5074018 συνετος
, ἀνὴρ Ἰταλὸς καὶ τῶν εὖ γεγονότων . ὃς ἄγαν συνετὸς ὢν καὶ πεπαιδευμένος καὶ ψυχῆς ἀνδρείαν πλουτῶν τοῖς τε
ἡδύβιος , κατωφερὴς εἰς γυναῖκας , Ἑρμοῦ δὲ εὐπαίδευτος , συνετὸς καὶ ἐρωτικὸς εἰς παῖδας , Ἡλίου δὲ καὶ Σελήνης
5072384 ἀοριστος
χρόνου γίνεται , ὁ ἐνεστὼς ἀπὸ τοῦ ἐνεστῶτος , ὁ ἀόριστος ἀπὸ τοῦ ἀορίστου καὶ ὁ μέλλων ἀπὸ τοῦ μέλλοντος
' . . . . ἀτυχθείς : τεύχω ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔτυχον ἐτύχην , ἡ μετοχὴ τυχείς καὶ πλεονασμῷ τοῦ
5070953 Ἠετιων
κατὰ διάστασιν ψιλοῦται : ἀάπτους ἀήσυλα ἀΐσσω ἰάπτω ἰατρός ἠΐθεος Ἠετίων ἠέλιος ὀΐω ὀϊστός . σεσημείωται τὸ ἵημι , καὶ
εἴς , εἰς Λῆμνον . . . . . Ἴμβριος Ἠετίων : πρὸς τὴν ὁμωνυμίαν . . ἤτοι ὁ μὲν
5069110 εὐδοκιμωτατος
ἂν καὶ ἄνδρες οὐ παραπολὺ Ἀχιλλέως τὴν ἀνδρίαν καὶ ἀγὼν εὐδοκιμώτατος . Παλαμήδους δὲ μνημονεύσας οὐκ ἂν εὗρεν , ὅτῳ
ὡς ἀληθέσι γράφεται αὐτὸν φόνου Βραδούας ὁ τῆς Ῥηγίλλης ἀδελφὸς εὐδοκιμώτατος ὢν ἐν ὑπάτοις καὶ τὸ ξύμβολον τῆς εὐγενείας περιηρτημένος
5068266 Θυεστης
πρὸ τέλους γραφήν : οἷον , κηδεστής : Ὀρέστης : Θυέστης : σεσημείωται τὸ παλαίστης διὰ διφθόγγου . Τὰ διὰ
Ἔτι τὰ διὰ τοῦ ΕΣΤΗΣ μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ : Ὀρέστης Θυέστης Ἀκέστης . τὸ μέντοι κηδεστής καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται
5064779 Ἀμυτις
, σπουδῆι σπείσασθαι . πέμπεται οὖν Ἀρτάριός τε αὐτὸς καὶ Ἄμυτις ἡ γυνὴ καὶ Ἀρτοξάρης , ἐτῶν ἤδη ὢν εἴκοσι
Ξέρξου ἐτύγχανεν , ὡς μεμοιχευμένης λόγους ἐκίνει : καὶ ἐπιτιμᾶται Ἄμυτις λόγοις ὑπὸ τοῦ πατρός , καὶ ὑπισχνεῖται σωφρονεῖν .
5063341 εὐτυχης
, νυνὶ στρατηγούς . ὦ πόλις , πόλις , ὡς εὐτυχὴς εἶ μᾶλλον ἢ καλῶς φρονεῖς . οἱ δὲ οἰνόπται
Τιμόθεος στρατηγὸς ἦν Ἀθηναίων , πατὴρ Κόνωνος τοῦ στρατηγοῦ , εὐτυχὴς δὲ σφόδρα ἐξ ἀρχῆς γενόμενος , εἴπερ τις ἄλλος
5062043 παθητικος
Χ ἀεὶ ἐκφέρεται λέλεχα , πέπλεχα : ἔτι καὶ ὁ παθητικὸς παρακείμενος τῆς τοιαύτης συζυγίας διὰ τοῦ Γ καὶ Μ
, ὁ μέλλων ἕσω , ὁ παρακείμενος εἷκα , ὁ παθητικὸς εἷμαι καὶ ἡ μετοχὴ εἱμένος , οἷον : εἱμένος
5054007 Κολλυτευς
, Πολύκριτον Ἀπημάντου Κοθωκίδην . πρυτανεία φυλῆς Ἱπποθωντίδος , Ἀριστοφῶν Κολλυτεὺς πρόεδρος εἶπεν . ] Ὥσπερ τοίνυν ἐγὼ ταῦτα δεικνύω
. . . , , : Ἦν δὲ τὸν δῆμον Κολλυτεὺς , ὥς φησιν Ἀντιλέων ἐν δευτέρῳ Περὶ χρόνων .
5051793 πατροθεν
. ἔλεγχε δὲ πρῶτον τοῦτο . ” καὶ εἰπὼν ταῦτα πατρόθεν τε διῄει τὸν Ἀπολλώνιον καὶ μητρόθεν καὶ τὰ ἐν
ἦσαν : τοῦτο καθ ' ὑπερβατόν : συντακτέον δὲ τῷ πατρόθεν ἐπονομάζων καὶ τῆς ἐν αὐτῇ ἀνεπιτάκτου . . .
5046260 τραφεις
δ ' , ὡς ἐν ἱερῶι μάντεσίν τ ' ἐσθλοῖς τραφείς , οἰωνὸν ἔθετο κἀκέλευς ' ἄλλον νέον κρατῆρα πληροῦν
καὶ ἐν ᾧ διηγοῖτο ὁ ἐναντίως ἐκείνῳ φύς τε καὶ τραφείς . Ποῖα δή , ἔφη , ταῦτα ; Ὁ
5043330 μιαιφονος
ἐρᾶν , καὶ νέος μὲν τυραννεύσας οὔπω κακός , ἢν μιαιφόνος παρὰ τὴν τυραννίδα καὶ ὠμὸς καὶ ἀσελγὴς δόξῃ ,
! ! ! ! [ [ ] αἴνιγμ ' ἡ μιαιφόνος [ κόρη [ ἐπειποῦς ] ? ' ἑξάμετρ ?
5036841 ῥηματικον
ἐστὶ ῥῆμα , δηλοῦν τὸ ὑπάρχω . ἀφ ' οὗ ῥηματικὸν ὄνομα ἀρ , ὡς θένω θέναρ , ἔβω ἔβαρ
κάζω ῥῆμα : ὅθεν κέκασμαι , κέκασται , κεκασμένος ὄνομα ῥηματικὸν κασμὸς , καὶ μεταθέσει τοῦ α εἰς ο ,
5031550 νεος
ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο , κὰδ δ ' ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρῴροιο [ τυτθόν , ἐδεύησεν δ ' οἰήϊον ἄκρον
' εὐρυτάτῃς μὲν ἐπὶ πλευρῇς ἀραρυῖαν γαστέρα κοιλήνας , ὁπόσον νεὸς ἀμφιελίσσης ὀρθὸν ἐπὶ στάθμην μέγεθος τορνώσατο τέκτων . αὐχένα
5025924 ἡρωϊκων
αὐτοὺς στίχους ἀντὶ μὲν ἑξαμέτρων ποιήσω τετραμέτρους , ἀντὶ δὲ ἡρωϊκῶν προσοδιακοὺς τὸν τρόπον τοῦτον : ἀλλ ' ἔχεν ὥςτε
τῆς ἰατρικῆς μέρους , καὶ ὅτι οὐκ ἦν ἐπὶ τῶν ἡρωϊκῶν χρόνων , ἀλλ ' ἤρξατο ἀπὸ Ἡροδίκου τοῖς Ἕλλησιν
5014099 Αἰτωλιδος
ἄλση τὸ μὲν Ἥρας Ἀργείας δείκνυται τὸ δ ' Ἀρτέμιδος Αἰτωλίδος . προσμυθεύουσι δ ' , ὡς εἰκός , τὸ
' , ὦ κακοὶ καὶ ἀνάξιοι τῆς ἐμῆς σπορᾶς , Αἰτωλίδος ἀγάλματα μητρός ; οὐκοῦν αὑτῷ πρώτῳ χρὴ καὶ τοῖς
5013268 ἀδελφη
λογισμὸν ἡ φωνή . θεοῦ δὲ τοῦτο . πρόσταξις ἧκεν ἀδελφὴ τῆς προτέρας προστιθεῖσα θαλαττίῳ χλαμύδος βαφῇ λιθοκόλλητον ταινίαν φέρουσάν
. Παλεῦσαι γὰρ τὸ ἀπατῆσαι φασίν . Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς
5012612 οἰκω
, ἀφ ' οὗ δημόσιος , καὶ δημοτεύομαι ἀντὶ τοῦ οἰκῶ . καὶ δήμιος , καὶ δημότερος συγκριτικόν , οὐκ
: ἰτέον οὖν αὖθις ἐπὶ τὰ παραδείγματα : ναίω τὸ οἰκῶ : ἐπὶ γὰρ τοῦ κλίνω διὰ τοῦ ε ψιλοῦ
5004176 αὐτοχθων
κατηγήσασθαι ἐπὶ τὰς Ἀφίδνας , τὰς δὴ Τιτακός , ἐὼν αὐτόχθων , καταπροδιδοῖ Τυνδαρίδῃσι . Τοῖσι δὲ Δεκελεῦσι ἐν Σπάρτῃ
ἡ Ἀττικὴ ἐκαλεῖτο ἀπὸ Ἀκταίου τινός . ἀνὴρ δὲ ἦν αὐτόχθων , ὡς Φαβωρῖνος , ὃς ἐβασίλευσεν ἐκεῖ καὶ ἀφ
5003060 ἀδελφιδεος
, ἔστι δὲ ὁ ἔγγονος . γέγονε δὲ ἀπὸ τοῦ ἀδελφιδέος καὶ θυγατριδέος κατὰ κρᾶσιν , οὐχ ὥς τινες λέγουσι
Βαγαίου καὶ Ἀρταΰντης ὁ Ἀρταχαίεω : συνῆρχε δὲ τούτοισι καὶ ἀδελφιδέος Ἀρταΰντεω αὐτοῦ προσελομένου , Ἰθαμίτρης . Ἅτε δὲ μεγάλως
5000316 ἀδοξος
ἀνεπιτήδειος , μάταιος εἰς τὸ ἀνεπιτήδειος διαλέγεσθαι , ἄκαιρος , ἄδοξος . καταπύγων ] πορνευόμενος , φλύαρος , μιαρός .
νικητήρια φέροντες ; Σωκράτης πένης , Σωκράτης αἰσχρός , Σωκράτης ἄδοξος , Σωκράτης δυσγενής , Σωκράτης ἄτιμος . Πῶς γὰρ
4990950 εὐγενεστερος
ἐμοὶ δὲ οὐδὲν μέλει τούτων , εἴτε ἐστὶ καὶ Κόδρου εὐγενέστερος εἴτε Κροίσου πλουσιώτερος . τί μοι καταλέγεις σωρὸν ἀλλοτρίων
ἡ εὐτυχὴς καὶ τὸ εὐτυχὲς καὶ τὸ συγκριτικὸν εὐτυχέστερος , εὐγενέστερος ἐμμελέστερος ὑγιέστερος σαφέστερος πληρέστερος εὐωδέστερος ἐμβριθέστερος προγενέστερος . Καλλίμαχος
4989027 Ἰαμου
ὁ Ἀγησίας γένει μὲν ἦν Ἀρκὰς καὶ Ἀργεῖος ὡς ἀπὸ Ἰάμου οὕτω : Πιτάνη γὰρ γέγονεν Εὐρώτα Λακωνικοῦ ποταμοῦ :
[ δεδροσισμένος ] : διόπερ καὶ τὴν κλῆσιν τὴν τοῦ Ἰάμου αὐτῷ ἡ μήτηρ ἔθετο ἀπὸ τῆς τῶν ἴων αἰτίας
4988750 μαντις
καὶ Διόνυσος μάντις , καὶ ἐν Βάκχαις φησὶ [ ] μάντις δ ' ὁ δαίμων ὅδε : τὸ γὰρ βακχεύσιμον
: χορὸς γεωργῶν ἀθμονέων : θεράπων Τρυγαίου ἕτερος : Ἱεροκλῆς μάντις χρησμολόγος : δρεπανουργός : λοφοποιός : θωρακοπώλης : σαλπιγγοποιός
4978743 Πρωτεως
κατηφὴς καὶ ἀγέλαστος τῆς Τορώνης , ἡ Τορώνη δὲ γυνὴ Πρωτέως . ἡ δὲ σύνταξις καθ ' ὑπερβατὸν ἀπὸ τοῦ
δ ' αὐτοὺς ἐν Σαμοθρᾴκῃ : ἐκ δὲ Καβειροῦς τῆς Πρωτέως καὶ Ἡφαίστου Καβείρους τρεῖς καὶ νύμφας τρεῖς Καβειρίδας ,

Back