ἕξιν ἔχων τοιαύτην ; εἰ οὖν γοργὸς εἶ , ταύτην θεράπευσον . Εἰ μὴ καθήκει , μὴ πράξῃς : εἰ
, ἔξωθεν δὲ διὰ πόνου καὶ ἡλίου θερινοῦ καὶ ἐσθῆτος θεράπευσον . λαʹ . Βρώματα τὰ μὲν ταχέως κρατεῖται ,
5709063 θες
τὴν διόπτραν ἐπὶ τὴν μοῖραν τοῦ Κριοῦ τὴν πεντεκαιδεκάτην καὶ θές τε εἰς τὰ γράμματα τῶν παραλλήλων κύκλων ἔνθ '
' ἐν ἀγκάλαις λαβὼν βωμοὺς ἐπ ' ἄλλους δαιμόνων ἐγχωρίων θές , ὡς ἴδωσι τῆσδ ' ἀφίξεως τέκμαρ πάντες πολῖται
5429045 φορει
τρίς , καὶ μύροις ἀλείφεται . αἰεὶ δὲ χαίτην ἐκτενισμένην φορεῖ βαθεῖαν , ἀνθέμοισιν ἐσκιασμένην . καλὸν μὲν οὖν θέημα
ἵνα θεωρῶς ' οἱ παρόντες τὸ στόμ ' ὡς κομψὸν φορεῖ . ἂν δὲ μὴ χαίρῃ γελῶσα , διατελεῖ τὴν
5386384 ἐπιθες
” εἶπεν ” ἀκροάσει ἀπολογουμένου , κἂν ἀδικοῦντα εὕρῃς , ἐπίθες δίκην . „ ταυτὶ δὲ ἔγραφεν οὐ τὸν Νικήτην
κάτειπε , ἐλθέ ἄπελθε . τῶν μέντοι μονοσυλλάβων : θές ἐπίθες , δός ἀπόδος , σχές ἐπίσχες . Τὰ εἰς
5321718 ἀποδος
τὸν σκύφον μεστόν . τάλαινα Κοικόα , κατὰ χειρὸς δοῦσα ἀπόδος τάχ ' ἁμὶν τὰν τράπεζαν . πίμπλη δέ ,
, τί τὸ στυγνὸν σκότος ; μειδίασον , κατάστηθι , ἀπόδος ἡμῖν τὴν τῶν ὀμμάτων ἡμέραν . κεʹ . Χθές
5306143 ὁλμον
πλείους λαλοῦσιν . Ἕρμιππος [ . ] δέ φησιν εἰς ὅλμον αὐτὸν βληθῆναι καὶ κατακοπῆναι . καὶ εἰς αὐτὸν ἡμεῖς
ἐν δʹ Πολιτικῶν γράφει οὕτως : ἀλβατάνης δὲ στρεπτὸν καὶ ὅλμον χρυσοῦν . ὁ δὲ ὅλμος ἐστὶ ποτήριον κερατίου τρόπον
5276810 ἐνθεις
, σκότος γὰρ γίγνεται , καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία .
μηδὲν προσενεγκὼν ἥδυσμ ' , ἀλλ ' ἐς ὕδωρ μόνον ἐνθεὶς καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο
5255330 Μιϲυοϲ
μίϲυοϲ κεκαυμένου ⋖ ι , χαλκοῦ κεκαυμένου ⋖ ε . Μίϲυοϲ # ε , κηκίδων # δ , χαλκίτεωϲ #
καὶ βολβοὶ ἑφθοὶ καὶ τέφρα μετ ' ὄξουϲ μιχθεῖϲα . Μίϲυοϲ ⋖ β ∠ ʹ , χαλκίτεωϲ ⋖ β ∠
5251124 ἀσημην
τον ὅλον , καὶ ἔπαρέ τον : καὶ τότε βάλε ἀσήμην οὐγγίας δʹ , καὶ χάλκωμα οὐγγ . ηʹ ,
καὶ ἀφ ' οὗ ἀναλύσῃ καλῶς , βάλε καὶ τὸ ἀσήμην , καὶ τότε ἀφ ' οὗ ἀναλύσῃ καὶ αὐτὸ
5210992 ἰου
. ἡμῖν γε μὲν δὴ πιστὰ θεσπίζειν δοκεῖς . ἰοὺ ἰού , ὢ ὢ κακά . ὑπ ' αὖ με
, ὦ Τίμων ; μαρτύρομαι : ὦ Ἡράκλεις , ἰοὺ ἰού , προκαλοῦμαί σε τραύματος εἰς Ἄρειον πάγον . Καὶ
5167401 φιλησαι
ἐς τὸ μέσον ἀναστᾶσαν ὀρχήσασθαι αὐτοῦ διακωλύοντος καὶ μετὰ ταῦτα φιλῆσαι Λαμπρίαν τὸν ἑταῖρον αὐτοῦ , καὶ ἐπεὶ ἐχαλέπηνέ σοι
' Ἔρως ἔχ ' αὐτό φησιν . Χαλεπὸν τὸ μὴ φιλῆσαι , χαλεπὸν δὲ καὶ φιλῆσαι : χαλεπώτερον δὲ πάντων
5156156 βαλλε
Οὗτος αὐτός ἐστιν , οὗτος : βάλλε , βάλλε , βάλλε , βάλλε , παῖε παῖε τὸν μιαρόν . Οὐ
ἔα τριάκοντα ἡμέρας , μεθ ' ἃς διυλίσας τὸν οἶνον βάλλε εἰς πέντε ξέστας μέλιτος ξέστην α καλῶς τετριμμένου ,
5146071 ὑπαγει
εὐώδη δέ : καὶ τροφὰς ἐμποιεῖ τοῖς σώμασιν ὑγράς , ὑπάγει δὲ καὶ τὰς κοιλίας μάλιστα πάντων τῶν ἑψομένων ἰχθύων
γλυκὺς συλλαμβάνει τι βραχὺ τῇ κατὰ γαστέρα διεξόδῳ . γλεῦκος ὑπάγει , καὶ ὠὰ πρόσφατα μετὰ πολλοῦ γαρελαίου πρῶτα ῥοφούμενα
5134932 Λαβων
. Λίπηται ἀδιάλυτον χρόνον τὸ χλωρόν . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν τὸν θηλυκὸν πυρίτην καὶ τὸν καὶ ἀργυρίζοντα , ὃν
στήλης ἔχοιμεν τὴν ὑπόμνησιν , οὕτως διασκεπτέον ὑπὲρ φύσιν . Λαβὼν ῥᾶ ποντικὸν , λείωσον οἴνῳ ἀμιναίῳ σκληρῷ , καὶ
5130954 ἀποθου
καπυρὰ γένηται , ὥϲτε καὶ τοῖϲ δακτύλοιϲ ἀποκλᾶϲθαι καὶ ψύξαϲ ἀπόθου εἰϲ ἀγγεῖον ὀϲτράκινον . γίνεται δὲ οὕτωϲ λευκοτάτη .
' ἀνθράκων , κινῶν συνεχῶς , καὶ ὅταν συστραφῇ , ἀπόθου , καὶ χρῶ ὁμοίως . [ Πρὸς χολέραν .
5124199 θελησον
σκέψιν ἀρκέσθητι : ἂν ἀνδρὸς δεηθῇς , τοῦτον σύνοικον ἑλέσθαι θέλησον : εἶτα μετὰ τὸν θάνατον ἀναλαβὼν ἐπὶ τῆς οἰκίας
τῷ τὸν Κυριεύοντα ἐρωτῆσαι . Πῶς οὖν γένηται τοῦτο ; θέλησον ἀρέσαι αὐτός ποτε σεαυτῷ , θέλησον καλὸς φανῆναι τῷ
5111147 μαγνητην
ὑπὸ τὸν λίθον γράψε ταῦτα : ΜΑΛΛΕΝΕΚΑΑ , καὶ εἰς μαγνήτην ζῶντα τὴν αὐτὴν γλυφήν , ὑπὸ δὲ τὸν λίθον
καὶ ὑποκάτωθεν τοῦ λίθου γράφε τοῦτο : ΜΑΛΑΑ καὶ εἰς μαγνήτην λίθον τὴν αὐτὴν γλυφήν . ὑποκάτωθεν δὲ τοῦ λίθου
5107140 φαγε
Ἀττικοὶ καὶ τὸ ἰδέ ὀξύνουσι καὶ τὸ λαβέ καὶ τὸ φαγέ , ὁμοίως τῷ ἐλθέ , εὑρέ , εἰπέ .
ἰδέ ὀξυνόμενα Ἀττικά , Ἀθηναῖοι γὰρ αὐτὰ ὀξύνουσιν , οἷον φαγέ πιέ καὶ ὅσα τοῦ δευτέρου ἀορίστου . Τύπτου :
5099735 τρεφε
ἐπεὶ προμολοῦσα κάλεσσε μήτηρ , γρηῦς Σικελή , ἥ σφεας τρέφε καί ῥα γέροντα ἐνδυκέως κομέεσκεν , ἐπεὶ κατὰ γῆρας
ἔχειν τονδὶ λόφον , φρούρει , στρατεύου , μισθοφορῶν σαυτὸν τρέφε . Τὸν πατέρ ' ἔα ζῆν . Ἀλλ '
5087824 ἱδρωσῃ
κατὰ τὴν κοιλίην : καὶ ἢν τούτων οὕτως ἐχόντων μὴ ἱδρώσῃ , μηδέ οἱ ἡ κύστις διηθῇ , μηδὲ ἡ
ἐς τοὺς πόδας , καὶ οὔρου διελθόντος , κἢν μὴ ἱδρώσῃ , πάντα λωφᾷ : κατὰ τόνδε οὖν τὸν καιρὸν
5046059 μαλθακου
ἀγαπῶν τὰ ἀνδρικώτερα τῶν κρουμάτων καὶ τοῖς μαθηταῖς ἐπικελεύων τοῦ μαλθακοῦ ἀφεμένους φιλεργεῖν τὸ ἀρρενωπὸν ἐν τοῖς μέλεσιν . ἐπειδὴ
τῆς χειρὸς τῆς σιναρῆς ἐπὶ θάτερα τεινομένης : ἔπειτα ἱμάντος μαλθακοῦ πλάτος ἔχοντος ἱκανόν , ὅταν ἡ σφαῖρα ἐντεθῇ εἰς
5034153 κολλουρια
τε τοῦ Μούϲα καὶ οἱ παραπλήϲιοι . καὶ ὑπόθετα δὲ κολλούρια τῶν πάνυ πρακτικωτάτων εἰϲίν , ἐφ ' ὧν μάλιϲτα
καὶ τὸ δι ' ὀποβαλϲάμου καὶ τὰ διὰ τούτων ϲκευαζόμενα κολλούρια πέφυκεν ὠφελεῖν , καὶ τοῦ μαράθρου τὸ ἀφέψημα προϲαντλούμενον
5027688 εὐτονωτερα
ζ ἢ θ . ἐὰν δὲ θέλῃς φλεγμαγωγὰ ποιῆσαι ἢ εὐτονώτερα , πρόσβαλλε τῇ ζύμῃ εὐφορβίου ⋖ α εἰς τὸ
ταῖς μὲν νέαις τὰ ἁπλούστερα , ταῖς δὲ προβεβηκυίαις τὰ εὐτονώτερα : καὶ ταῖς μὲν διατάσεως αἰσθανομέναις ἐφ ' ὅλου
5002077 προσφατον
τῶν δὲ ἄλλων ὁκόσον δοκέει καιρὸς εἶναι . Στέαρ συντήξας πρόσφατον , ἀποχέας ἐς ἕτερον χυτρίδιον , καὶ τῆς μολυβδαίνης
καὶ λύει τοῦτο λέγων ὅτι ἡ κρᾶσις ἡ ποιήσασα τὸ πρόσφατον χρῶμα καὶ τὸ ἐκ γενετῆς ἐποίησεν , οἷον ὡς
5001022 ὑποθυμια
ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ . Ἢν δὲ μὴ δύναιτο τίκτειν , ὑποθυμία ῥητίνην ἢ κύμινον ἢ πίτυος φλοιόν : καὶ τούτῳ
Αἰγὸς κέρας καὶ κηκίδα καὶ στέαρ ὑὸς κεδρίῃ δεύσας , ὑποθυμία . Ὄνων τὴν ἐπὶ τῷ ποδὶ γῆν ξύσας καὶ
4995813 ἀστραγαλον
ἡμέραν , κογχύλης ὄστρακον κεκαυμένον ἐπίπασσε τῷ τόπῳ λεῖον ἢ ἀστράγαλον χοίρου κεκαυμένον ἢ μόλυβδον κεκαυμένον ἐπίχριε μετ ' οἴνου
' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ , νείατον ἀστράγαλον , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : τοῦ
4979319 περιαπτε
τοῦδε ἢ τῆσδε . καὶ λαβὼν τὸ ἄκρον τῆς ῥίζης περίαπτε τῷ πάσχοντι φυλάττων ἄβροχον , τὸ δὲ λοιπὸν κρέμα
. [ ζʹ . Κατόχιον ἐμβρύων . ] Ἀετίνην λίθον περίαπτε : κατέχει δὲ ἔμβρυον λίθος ὁ βλαστήσας εἰς ἀχράδα
4971800 πλειοτερη
πανταχοῦ , καὶ οὐ διὰ τοῦ η . καὶ τὸ πλειοτέρη ἀντὶ τοῦ μείζων τῷ στόματι . στικτέον γὰρ εἰς
στικτέον γὰρ εἰς τὸ ἀντομένοισι : ἀπὸ κοινοῦ δὲ τὸ πλειοτέρη καὶ παλίγκοτος : τῷ δήγματι γὰρ παλίγκοτος καὶ κατὰ
4962423 παραφερω
ἔντερ ' ἁλὶ καὶ σιλφίῳ σφενδονῶν , ἀλλᾶντα τέμνω , παραφέρω χορδῆς τόμον , ῥύγχος εἰς ὄξος πιέζων , ὥστε
περιφύςπεριέφυν . οὕτως γὰρ καὶ τὸ παραφέροντος πάλιν συνυπάρχοντος τοῦ παραφέρω καταστήσεται εἰς ἓν μέρος λόγου : εἰ μέντοι εἴη
4959428 ἐθεραπευσεν
, παῖδες : ἐλθόντ ' εἰς νόσον τὸν ἔχοντα ταύτην ἐθεράπευσεν ἐπιμελῶς , ἀτυχοῦντι συμπαρέμεινεν , ἀποθανόντα τε ἔθαψε ,
ἄλλοις κακοῖς πιεσθέντας εὐμένεια καὶ συνήθεια καὶ δεξιότης φίλων πολλάκις ἐθεράπευσεν , οὕτως οὐ πολλάκις ἀλλ ' ἀεὶ τὸ βαρύτατον
4952034 βαψας
τῆς Ὕδρας ἀνασχίσας , καὶ τῇ χολῇ ταύτης τοὺς ὀϊστοὺς βάψας , θανατηφόρους εἰργάσατο . Ὑγιέστερος κρότωνος : ἐπὶ τῶν
γίγαρτα ἢ ῥοιᾶς κυτίνους κόψας ἐπιτίθει : ἢ σπόγγον καινὸν βάψας εἰς πίσσαν ὠμὴν κατάκαυσον καὶ λεάνας χρῶ . χρήσιμον
4951231 πυξιδα
ὄρνις ἔσομαι . ἡ δὲ τὸ δωμάτιον ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα . ἐγὼ δὲ σπεύδων ἤδη ἀποδύσας χρίω ὅλον ἐμαυτόν
καὶ ἕψε πυρὶ μαλακῷ χρώμενος , εἶτα ἀπόθου εἰς χαλκῆν πυξίδα ἡ Ἐρασιστράτου πάγχρηστος , ὑγρά , θαυμαστή : ποιοῦσα
4946251 ποιησον
Ξάνθος λέγει ” ἔπαρε τὰ σανδάλιά μου καὶ τὰ ἑξῆς ποίησον . “ εἶτα λέγει τοῖς ἑαυτοῦ φίλοις ” ἄνδρες
καλῶς περισκεπάσας . ὅταν οὖν βούλῃ ἔνδειξιν μεγίστην ποιῆσαι , ποίησον οὕτως : λύχνου τεθέντος , ἐὰν στέαρ οἵου βούλει
4944218 σανδαραχης
ὡς μηδὲ κάτοπτρον κεκτῆσθαι : εἰ γὰρ εἶδεν ἑαυτὴν χρῶμα σανδαράχης ἔχουσαν , οὐκ ἂν ἡμᾶς εἰς ἀμορφίαν ἐβλασφήμει .
. βρυωνίας ῥίζης κεκαυμένης ἐμφύσα . ἄλλο . χαλκάνθου καὶ σανδαράχης ἴσα , λεῖα ἐμφύσα . ἄλλο . κέρατος ἐλαφείου
4940525 κολλουριον
μετρίους ὄνυχας συντέλει μελίκρατον καὶ τῆς τήλεως ὁ χυλὸς καὶ κολλούριον τὸ διὰ λιβάνου γινόμενον : πρὸς τοὺς δὲ μείζονας
. δραχ . δʹ ὕδατι ἀναλαβὼν χρῶ . Τοῦτο τὸ κολλούριον ἀποσμήχει οὐλὰς καὶ πρὸς τύλους ποιεῖ καὶ μυοκέφαλα καὶ
4937937 ἀλφον
λέπραν τε ἐξελαύνειν ἐν ὄξει τριβόμενος καὶ ξυσθεὶς ἐπαλειφόμενος καὶ ἀλφὸν ὡσαύτως : ἀναιρεῖ δὲ καὶ τοὺς κύνας . Μήκωνες
ταῦτα Θεόπομπον . Εὔδοξον δὲ τὴν ἐν Ἄλῳ Ὀφιοῦσσαν τὸν ἀλφὸν παύειν . Λύκον δὲ τὸν Ῥηγῖνον λέγειν τὴν μὲν
4937404 ὀσφρασθαι
οὖν αἴσθησις ὄσφρησις καλεῖται , τὸ δὲ δι ' αὐτῆς ὀσφρᾶσθαι , ὀσφρώμενος , ὀσμώμενος . καὶ ὀσμὴ πνεῦμα αὔρα
οὐ πεσεῖται . καὶ συμφέρει τοῦ πευκεδάνου τε καὶ πίσσης ὀσφρᾶσθαι . [ ζʹ . Ἐπιθυμίαμα τῷ γνῶναι εἰ ἔστιν
4930260 λωφᾳ
θεῖόν φησιν , ᾧ [ δὴ ] πάντα γίνεται καὶ λωφᾷ . ‖ ‖ Οὐκ ἦν γὰρ εὔλογον ὕδωρ τοσοῦτον
, καὶ οὔρου διελθόντος , κἢν μὴ ἱδρώσῃ , πάντα λωφᾷ : κατὰ τόνδε οὖν τὸν καιρὸν δεῖ τὸ ῥόφημα
4926951 χυλον
διαλύσας ὕδατι θερμῷ δίδου πίνειν : ἢ κράμβης ἢ σεύτλου χυλὸν μετὰ μέλιτος γλυκάνας πρόσβαλλε καὶ ἅλας ὀλίγον καὶ δὸς
καὶ χαμαίζηλα , βαρύοσμα , πικρὰ ἐν τῇ γεύσει : χυλὸν δ ' ἔχει πολύν , κροκίζοντα : ταύτης τὰ
4916613 λυπουμενον
ἀνακρούων : ἀνασείων . γενύεσσι : στόμασιν . Ἀσχαλόωντα : λυπούμενον . ἀσπαίροντα : ψυχοῤῥαγοῦντα . Ἐνίπαπε : ἐνέπληξεν ,
καὶ συνεχοῦς ἡμέραις τε καὶ νυξίν , ὁρῶν ἐπὶ τούτοις λυπούμενον βασιλέα ” μὴ λυποῦ “ φησίν , ” ὦ
4903899 τευχος
ἃ νεκροῖς θελκτήρια χεῖται . ἀλλ ' ἔνδος μοι πάγχρυσον τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα . ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον θάλος
, ἐπὶ πυρὸς θάλψας , ὅ ἐστι θερμάνας , τὸ τεῦχος ἠρέμα πόσιν ] τὸ ποτόν νέμε ] δόθι τεῦχος
4901700 προσενεγκων
τινες θνητῶν ψαμμῖτιν ὀρυκτήν . ταύτης τὴν κεφαλὴν ἕψειν μηδὲν προσενεγκὼν ἥδυσμ ' , ἀλλ ' ἐς ὕδωρ μόνον ἐνθεὶς
θράσος κατὰ τῶν ἀμεινόνων . Ἑρμῆν τις ξύλινον κατασκευάσας καὶ προσενεγκὼν εἰς ἀγορὰν ἐπώλει . μηδενὸς δὲ ὠνητοῦ προσιόντος ἐκκαλέσασθαί
4900412 ἀμβλυνει
δὲ καὶ θερμότατον εἶναι τοῦτο : σημεῖον δὲ ὅτι μάλιστα ἀμβλύνει τὰ σιδήρια : τὴν γὰρ βαφὴν ἀνίησι διὰ τὴν
δὲ τυρῶδεϲ καὶ παχὺ ἐμπλάττεται μᾶλλον καὶ διὰ τοῦτο δριμύτηταϲ ἀμβλύνει . ἑψηθὲν δὲ τὸ γάλα ἤτοι διὰ καχλήκων ἢ
4900389 ἐρεβινθον
πότιζε δὲ ἀβροτόνου ϲπέρμα καὶ ἄνηθον | καὶ ἀριϲτολοχίαν καὶ ἐρέβινθον ἄγριον καὶ κύμινον Αἰθιοπικὸν καὶ κεδρίδαϲ λείαϲ καὶ πλατάνου
: ἔπαιξε πρὸς τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνδρός , ἐπεὶ καὶ ἐρέβινθον αὐτὸ καλοῦσιν . Γ Φιβάλεως ἰσχάδας : τόπος Μεγαρίδος
4890994 βαλαυστια
Βαρμουχᾶ ἤτοι κύπεριν . βοανθέμιστον τὸ τῆς τήλεως ἄλευρον . βαλαύστια τοῦ ῥοϊδίου τὰ ἄνθη τὰ μικρά . βετόνικα ἡ
ταῦτα : οἷον μύρτων μελανῶν τὰς κολλητικὰς κορυφὰς σίδια κενταύρια βαλαύστια ῥοῦ βυρσοδεψικοῦ πτέριν ἐλελίσφακον λιβανωτίδα βάτους . βρᾶσον ὁμοῦ
4889561 ἐπιτιθειϲ
, καὶ ἀναμαλάξαϲ ἐπίχριε τὸν ϲτόμαχον καὶ τὸ μετάφρενον καὶ ἐπιτιθεὶϲ ἐρέαϲ πορφυρᾶϲ πτυγμάτια ἐπίδηϲον : ποιεῖ γὰρ ἀλύπωϲ .
λίβανον , ἄχριϲ οὗ πληθῇ τὸ κένωμα : καὶ τότε ἐπιτιθεὶϲ τὸ ἴδιον πῶμα καὶ πηλῷ περιπλάϲαϲ ἢ ϲταιτὶ ϲιτίνῳ
4886854 μαγνησιας
ἐτησίου μέρος αʹ , κροτήματος σιδήρου μέρος αʹ , σώματος μαγνησίας μέρος αʹ : τρίψον ὁμοῦ : ὄπτα ἡμέρας εʹ
ποιήσεως τοῦ χρυσοῦ : Λαβῶν ὑδράργυρον , πῆξον τῷ τῆς μαγνησίας σώματι . Ἰδοὺ οὖν προτετίμηται ἡ ὑδράργυρος ; Ναὶ
4879069 δακτυλιος
τὸ δὲ γλύφειν Κρατῖνος , καὶ τὸ γλύμμα Εὔπολις . δακτύλιος δακτυλίδιον : καὶ τοῦ δακτυλίου τὸ μέν τι ὁ
πονηρίαν ἀφαιροῦνται τοῦ οἴνου . Ἄρτος θερμὸς ἐμβληθείς , ἢ δακτύλιος σιδηροῦς , τὸν ἰὸν ἀφαιρεῖται . Ἀμόργης ἐπὶ τρίτῳ
4875458 ἀρον
ἐνλίτες , ὥστε μὴ εἶναι ἀφαίρεσιν δύο συλλαβῶν : ἐνδελίτες ἆρον τὴν μέσην ἐνλίτες εἶτα λίτες . οὐκ ἄρα ἀφαίρεσις
ὑπολειφθήσεται . Ἆρον τὴν ὑπόληψιν , ἦρται τὸ βέβλαμμαι : ἆρον τὸ βέβλαμμαι , ἦρται ἡ βλάβη . Ὃ χείρω
4874359 παραμυθειται
τι χρὴ λέγεινπρὸς δύο δέ φασιν οὐδ ' Ἡρακλῆςἔργῳ καλῷ παραμυθεῖται ἀμφοτέρους . λαβὼν γὰρ ἐπιστολὴν οὐκ ἄδηλον ὡς ἐθελήσει
ταύτην θεραπεύομεν . χρυσὸς δὲ οὐ παύει δίψαν οὐδὲ λιμὸν παραμυθεῖται , οὐ τραῦμα θεραπεύει , οὐ νόσον ἰᾶται ,
4869594 κικινῳ
τουτέστιν οὔρῳ ἀφθόρῳ ἡμέραν αʹ , καὶ πότισον πάλιν ἐλαίῳ κικίνῳ ἕως μέλιτος πάχος , καὶ βάλε εἰς βίκον πλατὺν
αὐτοῦ κομίζουϲιν . Ῥαφάνινον . Τὸ δὲ ῥαφάνινον ὅμοιον τῷ κικίνῳ κατὰ τὰ ἄλλα ἐϲτί , θερμότερον δέ . Αἰγείρινον
4864379 δριμυτερῳ
, ὅτι δι ' ἁλοπεπέρεως : τὸ γὰρ ἁλυκὸν τῷ δριμυτέρῳ συγκέκραται τῆς γλώσσης ἵνα τὸ εὔστομον καὶ τὸ δάκνον
εἰ προπετεϲτέρα ϲὺν ὄγκῳ φαίνοιτο , τήν τε κοιλίαν κλυϲτέον δριμυτέρῳ κλύϲματι καὶ τοὺϲ πόδαϲ ἐπαντλητέον ὕδατι θερμῷ καὶ διαδετέον
4858628 χυτραν
τι τῆς δυσωδίας ὑπολείπηται , ἀνελόμενος τὸ προειρημένον εἰς ἑτέραν χύτραν καινὴν προσεπίχεον οἶνον εὐώδη καὶ τὰ αὐτὰ τοῖς προειρημένοις
ὑποδηλοῖ δὲ Εὔνικος ἐν Ἀντείᾳ λαβοῦσα τῶν ὤτων φίλησον τὴν χύτραν . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ βαῦνον ἂν εἴποις τὸν
4855221 θυμιαμα
νεαροῦ καὶ δορκείου τὸ ἴσον κέρατος προφυλακτικὸν τῶν ἑρπετῶν ἐναποτελέσεις θυμίαμα . Ὁμοίως δὲ καὶ τὸ μελάνθιον ἡ βοτάνη ,
, ἀλλαχοῦ δὲ τοῦ Ἐρυθραίου καλάμουὅπερ ἐστὶν εἶδος ἀρώματος καὶ θυμίαμα παρ ' αὐτοῖςαἱ ὗλαι πάνυ θάλλουσι τὸ δὲ Ἐρυθραῖον
4852415 ἐγχεας
τῷ τρόπῳ ; ὄξος λαβὼν ἢν εἰς λεκάνην τιν ' ἐγχέας ψυχρόν , ξυνιεῖς , εἶτα θερμὴν τὴν χύτραν εἰς
καὶ πολλοὺς ἤδη παραλαβὼν ὥσπερ σὲ ἡμιμανεῖς καὶ κορυζῶντας ἀπήλλαξεν ἐγχέας φάρμακον . χαῖρε , Σώπολι , καὶ τουτονὶ Λεξιφάνην
4850642 λυϲαϲ
, μετὰ δὲ τὰϲ μ ἡμέραϲ τῆϲ τοῦ κυνὸϲ ἐπιτολῆϲ λύϲαϲ εὑρήϲειϲ ἐξερρυηκὸϲ τὸ ϲῶμα τῆϲ ϲκίλληϲ : ἀνελόμενοϲ οὖν
γ , μίϲυοϲ ⋖ β , ϲώρεωϲ ⋖ β : λύϲαϲ τὸ ξηρὸν ἐν τῷ ἀφεψήματι καταιόνηϲον ἑπτάκιϲ τῆϲ ἡμέραϲ
4850509 φακον
ψύχοντα καὶ ξηραίνοντα : μήτε οὖν θριδακίνην προσαγέτω τις μήτε φακὸν τὸν ἐπὶ τῶν τελμάτων μήτε ἀνδράχνην ἢ ἀείζῳον ἤ
ῥήματι τὸ πέρας ἔχει . Ὁ πέπερι ἔχων καὶ εἰς φακὸν βάλλει . Ἑρμηνεία . Ἀφθονίαν χρημάτων ἄνθρωπος λαχὼν Ἀλλοκότοις
4849923 ἀνιεις
τοῦ | δικαίου θεῷ . συντείνων οὖν ἔσπευδε μηδὲν τάχους ἀνιείς , ἕως καιροφυλακήσας νυκτὸς ἐπιπίπτει τοῖς πολεμίοις δεδειπνοποιημένοις ἤδη
ἐφέλκηται τὸ ἔμβρυον μήτε σπαράττων ἐν τοῖς ἐπισπασμοῖς μήτε πάλιν ἀνιείς , ἀλλ ' , ὅταν δέῃ τὴν ἐφολκὴν ἐπισχεῖν
4847226 κοκκουϲ
μαϲτίχηϲ ϲτρο - βιλίων ϲταφίδων ἐκγιγαρτιϲμένων ἑκάϲτου κόκκουϲ ιε κυμίνου κόκκουϲ ιε ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ β ἢ πλέον ἢ ἔλαττον μέλιτοϲ
τὸ μὴ ἅπτεϲθαι τῆϲ καταπόθραϲ ὕδωρ ἄγει : δοτέον δὲ κόκκουϲ ἢ κ ἢ κε ἢ λ , τοῖϲ δὲ
4844417 λῃδιον
Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς κναφεῖον , εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ
ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον ἔδωκεν εἰς γναφεῖον : εἶτ ' ἐπεὶ τέλος ἔδοξ
4843507 ϲτρυχνου
ῥίζα ἢ ὑοϲκυάμου ϲπέρμα ἢ τὰ φύλλα ἢ γλήχων ἢ ϲτρύχνου ὁ χυλὸϲ ἢ καππάρεωϲ ῥίζα ἢ μυρϲίνηϲ φύλλα ἢ
τινοϲ τῶν ῥηθέντων ϲτεάτων . ἔξωθεν δὲ περίχριε ψιμμύθιον μετὰ ϲτρύχνου ἢ πολυγόνου ἢ κορίου χυλὸν ἢ ῥόαϲ γλυκείαϲ ϲίδια
4842666 μαϲτιχην
ε μέλιτοϲ # α μαϲτίχηϲ # γ . λειώϲαϲ τὴν μαϲτίχην καὶ ἐνδήϲαϲ ὀθόνῃ ἀποκρέμαϲον ἐν τῷ οἰνομέλιτι καὶ ἔα
ὅταν διαλυθῇ , τὴν χαλβάνην προμεμαλαγμένην ἐπίβαλλε : τὴν γὰρ μαϲτίχην παραιτούμεθα . Ἄλλο . λιβάνου ⋖ η ϲμύρνηϲ ⋖
4842515 δακτυλιον
κοινοῖϲ βοηθήμαϲι χρηϲτέον . Θεραπεία τῆϲ περὶ τὸ ὄϲχεον καὶ δακτύλιον ἑλκώϲεωϲ ἐν πυρετοῖϲ ἐκ τῶν Φιλουμένου . πολλάκιϲ ἐπὶ
; Οὐ μανθάνω . Καλεῖς δέ τι χειρός ; οἷον δακτύλιον ἔστιν ὅτου ἂν ἄλλου τῶν τοῦ ἀνθρώπου φαίης ἢ
4841968 σπαθῃ
Γουλῆς τὸ ἐπώνυμον , γνωρίσας τὸν Βασιλάκην παίει τοῦτον τῇ σπάθῃ κατὰ τοῦ κράνους : τῆς δὲ σπάθης κατεαγείσης ἐγγὺς
Σκυθικῷ παρόσον οἱ Χάλυβες εὗρον αὐτόν . θ σιδήρῳ ] σπάθῃ . παμπησίαν : περιουσίαν παρὰ τὸ πῶ τὸ κτῶμαι
4833371 κηπαιου
, σικύου πέπονος τὸ περικείμενον τῇ σαρκὶ δέρμα ἢ στρύχνου κηπαίου τὸν χυλὸν μετὰ ῥοδίνου . Ῥευματιζομένου δὲ τοῦ βρέφους
, ϲικύου πέπονοϲ τὸ περικείμενον τῇ ϲαρκὶ δέρμα ἢ ϲτρύχνου κηπαίου τὸν χυλὸν μετὰ ῥοδίνου . Τοὺϲ νηπίουϲ καὶ ἀπὸ
4833290 τριψαι
. Ἕλκεα ἐν στόματι ἀποξηραίνει : ἀργύρου ἄνθος ἐν οἴνῳ τρῖψαι καὶ κλύσαι . Ἢ βούτυρον μετὰ μέλιτος κλύσαι .
σκάλευθρον . τὰ δ ' ἔργα δεῦσαι , φυρᾶσαι , τρῖψαι , διαττῆσαι : καὶ ἀρτοστροφεῖν δ ' Ἀριστοφάνης λέγει
4831187 τριψον
μεθ ' ὕδατος τρίψας ἐπίχριε : ἐὰν δὲ φλεγμάνῃ , τρῖψον μετ ' οἴνου . ἢ κώνειον λεάνας ἐπιτίθει .
Ἀλθαίαϲ νεαρᾶϲ φύλλων ἁπαλῶν λι . α ἑψήϲαϲ ἐν ὑδρελαίῳ τρῖψον καλῶϲ καὶ προϲβαλὼν ῥοδίνου # δ , λιθαργύρου ,
4829448 σχιστον
κολοκυνθίδος ἱερὰ δόσις : καὶ δὴ καὶ τὸ γάλα τὸ σχιστὸν ὁμοῦ κάθαρσιν καὶ ἐπικράσεις παρέχειν δυνάμενον : αἵ τε
[ ὁποἷον ] ὁ κύαμος . ἐρεικτόν : τὸν δίχα σχιστὸν πυρὸν καὶ μὴ εἰς ἄλευρα ἀληλεσμένον , ἀλλ '
4825569 ἐπιβαλλομενος
κισσὸς θυμιώμενος . Ὑγρὰ πίσσα καὶ ἀγρίου σικύου ὁ χυλὸς ἐπιβαλλόμενος ἐν κλίνῃ ἀναιρεῖ τὰς κόρεις . ὁμοίως δὲ καὶ
. δηλοῖ τε καὶ προλέγει τὸ σύμβολον ἐναργῶς ὅτι φιλοσοφεῖν ἐπιβαλλόμενος χώριζε σαυτὸν πάντων σωματικῶν καὶ αἰσθητῶν , καὶ ὄντως
4823720 ἀσκον
Ἀθήνας ἐρημωθῆναι , τούτοις ἔχρησεν ἡ Πυθία τὰ ἐς τὸν ἀσκὸν ἔχοντα . Σύλλᾳ δὲ ὕστερον τούτων ἐνέπεσεν ἡ νόσος
ὄνομα τῆς γυναικὸς , ἧς ἥρπασε τὸ παιδίον ἤτοι τὸν ἀσκὸν ὁ κηδεστής . ὁ Εὐριπίδης . ὁ γὰρ Εὐριπίδης
4819646 λυχνον
ἐστι σκεῦός τι ἐν κύκλῳ ἔχον κέρατα , ἔνδον δὲ λύχνον ἡμμένον , διὰ τῶν κεράτων τὸ φῶς πέμποντα .
τούτους λέγεις ; Προσκάλει μοι , ὦ Ἑρμῆ , τὸν λύχνον αὐτοῦ καὶ τὴν κλίνην : μαρτυρήσουσι γὰρ αὐτοὶ παρελθόντες
4818095 γευομενος
, τῶν μὲν ὑείων οὐδέποτε , τῶν ἄλλων κρεῶν ἐλάχιστα γευόμενος , τὸ δὲ θεῖον θεραπεύων συντονώτατα . τῆς τε
μέν ἐστιν ἡδονὴ , τοῦτο δὲ πόνος ; Ἢ ὅτι γευόμενος , ἢ ὁρῶν ἢ ἀκούων πάσχοι τι ; Καὶ
4813743 ὀνυχα
: οἱονεὶ ξαίνει τὴν ἑαυτῆς παρειὰν τιθεμένη ἐν τοῖς σπαραγμοῖς ὄνυχα δίαιμον : πᾶς γὰρ ὁ τὴν παρειὰν ξαίνων ἀνάγκῃ
καί μοι τόδε ἀπόκριναι : ὁ Φειδίας ἄν ποτε ἰδὼν ὄνυχα λέοντος ἔγνω ἂν ὅτι λέοντός ἐστιν , εἰ μὴ
4808302 περικαθισας
φθοΐσκους ὅσον δραχμιαίους , ὀστράκινον κυθρίδιον καινὸν διάπυρον ποιήσας , περικαθίσας , καὶ περιστείλας ἱματίοισι , θυμιῇν ἐς τὰς μήτρας
ἐξελάσαι : ἰτέης φύλλα ἐπὶ πῦρ ἐπιθεὶς θυμιῇν , καὶ περικαθίσας τὴν γυναῖκα ἐῇν ἄχρις ἂν ὁ καπνὸς ἐς τὴν
4802036 ἐντεθεντα
ποιήσει , ὥστε πάντας θαυμάζειν . καὶ εἰς χύτραν καινὴν ἐντεθέντα , καὶ εἰς πίθον οἰνηρὸν τῆς χύτρας ἐμβληθείσης ,
σκληροτέρου τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος , καθάπερ εἰς πῦρ σίδηρον ἐντεθέντα γιγνόμενον , καὶ οὕτως εὐπλαστότερον εἶναι ; πρῶτον μὲν
4785614 ἀπελθ
Εἶδος ἀετοῦ [ ὁ ἁλιαίετος ] ἐν θαλάσσῃ διαιτώμενος . ἄπελθ ' ἀφ ' ἡμῶν καὶ σὺ καὶ τὰ στέμματα
δ ' ὅτῳ πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ ' ἡμέραν ἄπελθ ' , ἄπελθε , παῖ : τάδ ' οὐκ
4778164 ἑϲπεραϲ
α : ἔμπαϲϲε τῷ ποτῷ ἢ φυρῶν ὀξυμέλιτι πρωὶ καὶ ἑϲπέραϲ . Ἄλλο . μύρτων μελάνων κοχλιάριον α ∠ ʹ
μῖϲγε τῷ χυλῷ ὠοῦ τὸ λευκὸν καὶ ἀνάτριβε τὰϲ τρίχαϲ ἑϲπέραϲ καὶ ἐπιδέϲμει τὴν κεφαλήν : τῇ δὲ ἑξῆϲ ἀπόπλυνε
4776674 ὀνησεις
ἐπιχειρεῖν δεῖ θεραπεύειν : ὅσοι δ ' εὐπειθεῖς εἰσιν , ὀνήσεις αὐτοὺς μέγιστα κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἦρος προκενώσας μὲν
χυλῷ δ ' ἀρνογλώσσου ἢ στρύχνου διεὶς [ οἴνῳ ] ὀνήσεις οὐ μικρῶς . λίνου σπέρμα φώξας καὶ ἐν οἴνῳ
4775054 φλουν
τὴν ἐντεριώνην φασὶν οὕτω καλουμένην . ὁ δὲ Ἀρίσταρχος τὸν φλοῦν . ὁ δὲ Κράτης τὴν δασύτητα τῶν φύλλων μελάνδρυον
. [ Πρὸς αἷμα ῥέον ἐκ μυκτήρων . ] Ὠοῦ φλοῦν ἀκέραιον καύσας καὶ ποιήσας στακτὴν μῖξον σὺν σχιστῷ ἀρσενικῷ
4774150 λεπρον
οὖν ἰδὼν τὸν Μελάνθιον οἷόν ἐστι κακόν , βδελύττομαι τὸν λεπρόν . Λήψῃ δὲ τὸν λόγον ἐπὶ τῶν ὁμοίων κακῶν
οὖν ἰδὼν τὸν Μελάνθιον οἷόν ἐστι κακόν , βδελύττομαι τὸν λεπρόν . Λήψῃ δὲ τὸν λόγον ἐπὶ τῶν ὁμοίων κακῶν
4772101 ἀλωπεκος
ἐπιθυμίαν καὶ ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι ἀναδῦναι μετὰ τῆς ἀλώπεκος σκοποῦντος χρήσιμόν τι ἡ ἀλώπηξ ἔφη ἐπινενοηκέναι εἰς τὴν
προσβιβάζῃ τὸ ἐπαινούμενον . Οἷον εἴ τις κύνα ἐπαινῶν εἴποι ἀλώπεκος εἶναι μείζω αὐτὸν ἢ αἰλούρου , ἆρά σοι δοκεῖ
4766591 ὑποβαλλεται
λέξεσι φαντασίαν πέμπουσαν ἀποτελεῖ τὴν φράσιν : οὕτω δὲ προσφυῶς ὑποβάλλεται τὴν πρᾶξιν , ὡς τήν τε καινοτομίαν μὴ δοκεῖν
τῇ δὲ Νομιτωρίᾳ δίδωσι τὸ παιδίον : ἡ δὲ λαβοῦσα ὑποβάλλεται καὶ τρέφει παίδων οὔτ ' ἀρρένων οὔτε θηλειῶν οὖσα
4755642 θυειαν
ἐν Λευκαδίᾳ Ἀρτέμιδος τὸ ξόανον [ ἐπὶ ] τῆς κεφαλῆς θυείαν ἔχει ? δι ' αἰτίαν ταύτην : Ἠπειρῶται τνηη
θεὸν ἐστεμμένην χρυσῷ στεφάνῳ : τοῦτον ἐπιχλευάσαντες ἀφεῖλον καὶ τὴν θυείαν , ἐν ᾗ σκόρδα ? τρίψαντες ἔφαγον , τῇ
4755436 ἀναπλασσεται
πείσεσι καὶ ἐποχαῖς καταμηνίων καὶ σκληρίαις καὶ χρονίαις ψύξεσιν . ἀναπλάσσεται καὶ σῦκον μετὰ νίτρου καὶ ἀσταφὶς χωρὶς προσλαβοῦσα νίτρον
ἀνωδυνώτερον . ἡ δὲ χλόη κοπεῖσα καὶ μιγεῖσα σιτανίῳ ἀλεύρῳ ἀναπλάσσεται εἰς τροχίσκους καὶ ἀποτίθεται . Ὑπερικόν φύλλα ἔχει πηγάνῳ
4754071 ϲτομωματοϲ
καδμίαϲ , ϲιδίων , κηκίδων , ἀριϲτολοχίαϲ ϲτρογγύληϲ , λεπίδοϲ ϲτομώματοϲ , ἰοῦ ξυϲτοῦ ἀνὰ # α , ὄξουϲ τὸ
δ , κιϲήρεωϲ ⋖ γ , χαλκοῦ κεκαυμένου , λεπίδοϲ ϲτομώματοϲ ἀνὰ ⋖ β : ἐὰν δὲ δοκῇ ϲκληρότερον εἶναι
4753300 στρουθιον
θέλοιμεν , πέπερι καστορίῳ συμπλέξομεν : εἰ δὲ μᾶλλον , στρούθιον πυρέθρῳ ἢ σταφίδι ἀγρίᾳ μετὰ πεπέρεως : εἰ δὲ
. Ὦ μάκαρ ἥτις ἔχους ' ἐν δώματι * * στρούθιον ἀεροφόρητον λεπτότατον περὶ σῶμα συνίλλεσται τε ἡδυπότατον περὶ νυμφίον
4751286 ἀναβαλλει
καταπηδήσας δέ τις ἀπὸ τοῦ ἵππου τῶν τοῦ Κύρου ὑπηρετῶν ἀναβάλλει αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἵππον . ὡς δ '
χορεύειν . καὶ Σθένελος : οἶνος καὶ φρονέοντας εἰς ἀφροσύνας ἀναβάλλει . Φωκυλίδης δέ φησι : χρὴ δ ' ἐν
4748847 μαλθακτικον
καὶ λιβανωτοῦ βάλανον ποιήσας ἐν μέλιτι πρόσθες . Προσθετὸν καθαρτήριον μαλθακτικόν : ἰσχάδα λαβὼν , ἑψήσας , ἕως ἂν τὰς
γε μὴν ἧσσον τοῦ γλυκέος οἴνου : πλεύμονός τε γὰρ μαλθακτικόν ἐστι , καὶ πτυέλου ἀναγωγὸν μετρίως , καὶ βηχὸς
4748098 ἐμπασον
. Βάλε εἰς κέραμον περσικὰ τρυφερά , καὶ κριθὰς φρύξας ἔμπασον , καὶ ἄφες ἡμέρας συσσαπῆναι , εἶτα διυλίσας χρῶ
' ἀνθράκων πεπυρωμένων θεὶς ὄστρακον καινόν , μάλιστα Ἀττικόν , ἔμπασον λεῖον τὸ ψιμύθιον καὶ κίνει συνεχῶς : ὅταν δ
4745686 φοινισσεται
παλαιοῦ χλωρᾶς τῆς πόας τὰ φύλλα καὶ ἐπιρρίπτεται . καὶ φοινίσσεται μὲν ἱκανῶς καταλειφθέντα τὰ μέρη , στέλλεται δὲ ῥᾳδίως
γλήνη , ἤτοι κατὰ τὰς κόρας τῆς ἐνωπῆς καὶ ὄψεως φοινίσσεται βάπτει τεθοωμένος : ἤγουν παρωξυμένος , τεταραγμένος . *
4744913 ἀφες
διδακτόν , δίδασκε : εἰ δὲ σὺ μὴ δύνασαι , ἄφες με μαθεῖν παρὰ τῶν λεγόντων εἰδέναι . ἐπεὶ τί
τε γάρ ἐστιν καὶ εἰδεχθὴς καὶ σκληρὸς καὶ ἄτιμος : ἄφες αὐτὸν ἐπὶ κεφαλὴν κατὰ τῆς πέτρας : σὺ δὲ
4737043 μεταθες
τῇ ἁμαρτίᾳ , σταυρώθητι τῷ Χριστῷ , ὅλην τὴν ἀγάπην μετάθες ἐπὶ τὸν Κύριον . Ἅπερ οἱ γῦπες : λείπει
τε ※ ※ ※ ἐπείτοιγε ἐκ τῆς ἰδίας αὐτὸ χώρας μετάθες ὅποι δὴ ἐθέλεις , ” τοῦτο τὸ ψήφισμα ὥσπερ
4729971 καταποτον
ἀπέσφαξεν αὑτὴν , ἐπνίγετο , καὶ ἐδόθη αὐτῇ ὕστερον πολλῷ κατάποτον ἐλατήριον , καὶ ἐξεχώρησεν αὐτῇ . Ὁ ἐξ Εὐβοίης
τοῦτον τὸν χρόνον , ὃν καθαίρεις τὴν τεταραγμένην ὑγρότητα , κατάποτον δίδου , ὡς μὴ τρέφηται ἀπὸ τούτου τοῦ χρόνου
4727901 θυιαν
καὶ τὰς πυξίδας ἀνατρέπων καὶ τὰ φάρμακα συγχέων καὶ τὴν θυίαν περιτρέπων , καὶ μάλιστα ἐπειδὰν τὴν θυσίαν ὑπερβαλώμεθα ,
ὑγρασίαν ἔχει πλείστην ὑπὸ ψύξεως πεπηγυῖαν : εἰ γοῦν τις θυίαν σκευάσας ἐκ μολύβδου μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου , βαλὼν εἰς
4724597 ὀθονιον
ἔξωθεν ἐμπλάστρου λεπτυνούσης τὰ χείλη πλάτυσμα κατά τε τούτου πάλιν ὀθόνιον ἔξωθεν ἴσον πάντῃ καὶ κατ ' αὐτοῦ σπόγγον ἐξ
μετ ' ὄξουϲ καὶ προεκνιτρώϲαϲ , ἐπίχριε καὶ ἐπιτίθει ἀραιὸν ὀθόνιον , ἀφαίρει δὲ προβρέχων τὸν τόπον . Ἄλλο .
4718943 τεττιγα
τοῦ τεμένους παρέχει τοιοῦτον εἰκάζειν . ἀηδόνα μὲν οὖν καὶ τέττιγα , τὰς ὄρνις τῶν ποιητῶν , ἀπεδοκίμασεν εὖ ποιῶν
, οὐκ ἀνδόν ' , οὔτε τρυγόν ' , οὐ τέττιγα . Τοῦτ ' ἔστιν Ἀκαδήμεια , τοῦτο Ξενοκράτης ;
4717308 ϲηϲαϲ
⋖ α λαθυρίδων ἢ ἀντ ' αὐτῶν τιθυμάλλου ὀπτοῦ κόψαϲ ϲήϲαϲ λέαινε μετ ' ἐλαίου ἁλῶν πλεῖϲτον ἔχοντοϲ καὶ ϲφαῖραν
, κάχρυοϲ , θείου ἀπύρου ἴϲα , ἕκαϲτον κόψαϲ καὶ ϲήϲαϲ ἰδίᾳ , εἶθ ' ὁμοῦ μετ ' ὄξουϲ λειοτριβήϲαϲ
4717205 διεγειρει
πρότερον ῥητόρων ἀκμασάντων οὐθενὸς ἂν δόξειεν εἶναι καταδεέστερος , οὐ διεγείρει δὲ τὸν ἀκροατὴν ὥσπερ Ἰσοκράτης [ ἢ Δημοσθένης ]
αὐτῶν τοῦτο ποιεῖ , ἐπὶ γὰρ τὰ συνήθη τῶν ἔργων διεγείρει , ἐκ δευτέρου ἔλεγεν : ” ἀλλὰ καὶ ἀσεβὴς
4714960 ἑψηθηναι
ἡ ῥίζα ἑψημένη ὑδρομέλιτι . κἂν τούτῳ ἐπιβαλλομένου μετὰ τὸ ἑψηθῆναι λινοσπέρμου μέρη βʹ , θερμίνου ἀλεύρου μέρος ἓν καὶ
# α . τὴν σκίλλαν ἐμβαλὼν ζύμῃ καὶ ὀπτήσας ὥστε ἑψηθῆναι , τὴν σκίλλαν ἐξελὼν καὶ ἐξινιάσας στάθμισον καὶ βαλὼν
4714195 ὑστεριζων
δωδεκάποδος ὄρθριος πρὸς τὴν σελήνην ἔτρεχε τὴν σκιὰν ἰδὼν ὡς ὑστερίζων καὶ παρῆν ἅμ ' ἡμέραι . ἐπ ' ἀμφότερα
δωδεκάποδος ὄρθριος πρὸς τὴν σελήνην ἔτρεχε τὴν σκιὰν ἰδὼν ὡς ὑστερίζων καὶ παρῆν ἅμ ' ἡμέρᾳ . ὁ λιμὸς ὑμῖν
4713522 ποιηϲαϲ
ὑγροτέρου , εἶτα ἐπίπαϲϲε τὴν ϲκαμμωνίαν καὶ τὴν μαϲτίχην λειοτάτην ποιήϲαϲ καὶ ἕψε ἐπ ' ὀλίγον , καὶ ἄραϲ ἀπὸ
καὶ τοῦ αἵματοϲ ἴϲα , καϲτορίου τὸ ϲύμμετρον , λειότατον ποιήϲαϲ τὸ καϲτόριον , ἀναλάμβανε τῷ αἵματι καὶ τῇ χολῇ

Back