| ταὐτῶ ῥυθμῶ . Φανιέως : Ἄνθρωπος ὢν ἤμαρτον : οὐ θαυμαστέον : μήποτ ' ἐπαννέσης πρὶν ἄνδρα ἴδης σώφρονα . | ||
| μᾶλλον δὲ πολλαπλοῦ . ἔχοι τις ἂν εἰπεῖν ὡς ἐξίσου θαυμαστέον ἐστὶ πρεσβύτην σωφρονοῦντα καὶ νέον ; ἢ τὸν ἐν |
| τῶν πέντε φωνῶν προτάσσεσθαι : εἰ γὰρ δι ' ὑπογραφῶν διδάσκεται τὸ γένος καὶ τὸ εἶδος , ἡ δὲ ὑπογραφὴ | ||
| δέ ἐστι λέγειν ὑπάρχειν τὸ μὴ ὄν : οὐκ ἄρα διδάσκεται τὸ μὴ ὄν . ἀλλ ' οὐδὲ τὸ ὄν |
| τὸν Ἥφαιστον εἰς θυμόν . ἔχθιστον ] ἐχθρότατον . οὐ στυγεῖς ] οὐ μισεῖς . . ἔχθιστον ] ἀπὸ τοῦ | ||
| σύμβουλον δέχῃ , ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων , στυγεῖς πολέμιον δυσμενῆ θ ' ἡγούμενος . Ὅμως δὲ λέξω |
| εἰσὶ γὰρ Φαληρικοί . ἄλλοι δ ' ἐπώλουν , ὡς ἔοικ ' , Ὀτρυνικούς . μὴ μεστὰς ἀεὶ ἕλκωμεν , | ||
| [ δ ' ] οὐθέν [ ] , ὥστ ' ἔοικ [ ] ? ' ἐ - [ πάγειν ] |
| , ἀνυποδητεῖν , τὸ δ ' ὑμέτερον ὅμοιον τῷ τῶν κιναίδων , καὶ διακρίνειν οὐδὲ εἷς ἂν ἔχοι , οὐ | ||
| τῶν καρπῶν μέλει θεοῖς θυρωρὸς ἄρχοντος κιναίδου καθίσταται καὶ ᾧ κιναίδων ἔδει , καὶ τὸ τὰ τοιαῦτα τοῦτον ὑπηρετεῖν δύνασθαι |
| τὸν βίον διάπλεκε . Ἡ τῶν φίλων σοι πίστις ἔστω κεκριμένη . Ἀλλ ' Ἀλκιβιάδην τὸν ἁβρόν , ὦ γῆ | ||
| Ἀφροδίτη . ἴαμβοι : ἡ τῶν φίλων σοι πίστις ἔστω κεκριμένη . ἀπὸ τοῦ ι ἐπὶ τὸ ι Ὁμήρου : |
| φάσκοντας μηδὲ διδακτὸν εἶναι , ἀλλὰ καὶ τὸν λέγοντα ὡς διδακτὸν ἑτοίμους κατατέμνειν , αὐτοὺς δὲ αὐτῷ ἀεὶ τῷ ναυκλήρῳ | ||
| ἀνδράσι καὶ σοφοῖς ἔνεστι τὸ αἰδημονικόν . ὅσοις οὖν μηδὲν διδακτὸν καὶ ἐκ βίας φύσεως ἔγνωσται , ἀλλὰ φύσει τὴν |
| πλείους ἴσως τοῦ δέοντος ἐπαινοῦσιν , αὐτὸς οὕτως ἀνομοίως αὐτοῖς προσενήνεκται . ἀτὰρ , ὦ ἄριστε Καπίτων , ἐνεθυμήθην καὶ | ||
| καὶ τῶν ἐπὶ γῆς βασιλέων οὐ Ῥωμαίοις μόνον ὡς πατὴρ προσενήνεκται , ἀλλ ' ἤδη καὶ Σκύθαις , οὗτός ἐστιν |
| Δία οὐκ ἔγωγε . Τί οὖν ἄρτι ἤρου ὅτι μοι νοοῖ τὸ ῥῆμα ; Τί ἄλλο γε , ἦν δ | ||
| . ὡς δὲ ἤρετο Ἀλέξανδρος δι ' ἑρμηνέων ὅ τι νοοῖ αὐτοῖς τὸ ἔργον , τοὺς δὲ ὑποκρίνασθαι ὧδε : |
| πρίω μοι σελάχιον . τί δ ' ἢν λύκον ; κεκράξεται φράσει τε πρὸς τὸν αἰπόλον . Πλὴν ἅπαξ πότ | ||
| τὸν Δία , οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος τῶι τρόπωι |
| ἐνιαυτῷ . ” οἱ δὲ τῆς Πελοποννήσου , κακῶς . ἀπινύσσων ἀπινυτῶν , οὐ σωφρονῶν , οὐκ ὢν ἐν αὑτῷ | ||
| ἡ διπλῆ ὅτι κατὰ τὸ πλῆρες ἐκληπτέον κῆρ , εἶτα ἀπινύσσων , τὸ κέαρ ἀπινυτῶν . . αἷμ ' ἐμέων |
| χρὴ τὸ ἐκβησόμενον ἐκ τῆς ἐμπειρίης : ἔνδοξον γὰρ καὶ εὐμαθές . Ἐν δὲ τῇ εἰσόδῳ μεμνῆσθαι καὶ καθέδρης , | ||
| εὐκόλως καταλαμβανόμενος . ὡς ἐνταῦθα καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ : ὡς εὐμαθές μοι , κἂν ἄγνωστος ᾖς ὅμως , φώνημ ' |
| ἔστι τοῦτο Κορίσκος , εἶναι τοῦτο Κορίσκον : ἀλλαττόμενα δὲ σολοικίζει . καὶ ἐπὶ τῶν λεγομένων σκευῶν , ἐχόντων δὲ | ||
| , ὁ δὲ οὐλόμενον φαίνεται μέν , ἀλλ ' οὐ σολοικίζει . . . . τί γὰρ ἄν τις ὑπολάβοι |
| : ἡ διπλῆ πρὸς τὸ ἀκέων , ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀκέουσα ἐξενήνεκται : οὐ γάρ ἐστιν ἀντὶ τοῦ ἡσύχως . | ||
| ' ἔδεισεν δὲ βοῶπις πότνια Ἥρη , καί ῥ ' ἀκέουσα καθῆστο ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ : ὄχθησαν δ ' ἀνὰ |
| ἔργον . αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Τηλέμαχ ' , ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν | ||
| τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε : “ Τηλέμαχ ' ὑψαγόρη , μένος ἄσχετε , ποῖον ἔειπες . |
| . πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ | ||
| Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν |
| ἐστιν . Πᾶν ἁμάρτημα μάχην περιέχει . ἐπεὶ γὰρ ὁ ἁμαρτάνων οὐ θέλει ἁμαρτάνειν , ἀλλὰ κατορθῶσαι , δῆλον ὅτι | ||
| οὕτως . ὁ γὰρ ὡς φρόνιμος ἐνεργῶν , εἶτα ἑκὼν ἁμαρτάνων , ἢ πρὸς τοὐναντίον τοῦ τέλους ἀπένευσεν ἀντὶ τοῦ |
| . . . . [ . ] Ἀνάξαρχόν φησι τὸν εὐδαιμονικὸν φιλόσοφον ἕνα τῶν Ἀλεξάνδρου γενέσθαι κολάκων καὶ συνοδεύοντα τῶι | ||
| . Σάτυρος δ ' ἐν τοῖς βίοις Ἀνάξαρχόν φησι τὸν εὐδαιμονικὸν φιλόσοφον ἕνα τῶν Ἀλεξάνδρου γενέσθαι κολάκων καὶ συνοδεύοντα τῷ |
| καὶ λέγοις πρόσω . μακράν γε μὲν δὴ ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις . βραχὺς τορός θ ' ὁ μῦθος : | ||
| νοητέον καὶ ἐπὶ τῆς Γλαύκης , εἴπερ με τῷ ὄντι στέργει ἡ γυνή , καὶ ἄνευ τοῦ λαβεῖν τὰ δῶρα |
| Χαναὰν ἐπρίαντό με . Ὁ δὲ ἠπίστησε , λέγων ὅτι ψεύδῃ : καὶ γυμνόν με ἐκέλευσε τύπτεσθαι . Ἡ δὲ | ||
| ἂν αὐτὴν ἐπιλύσῃς . ” καὶ ὁ Αἴσωπος : „ ψεύδῃ : θεὸς γὰρ παρὰ ἀνθρώπου οὐδὲν δεῖται μαθεῖν . |
| καὶ δὴ καὶ νῦν εὖ οἶδ ' ὅτι οὐκ ἐμοὶ χαλεπαίνεις , γιγνώσκεις γὰρ τοὺς αἰτίους , ἀλλὰ ἐκείνοις . | ||
| ἔχει ἀκολουθῆσαι ἢ τῷ φαινομένῳ ; οὐδενί . τί οὖν χαλεπαίνεις αὐτῇ , ὅτι πεπλάνηται ἡ ταλαίπωρος περὶ τῶν μεγίστων |
| ἕτερον εἰ πύθοιο Σωκράτους φρόντισμα ; ποῖον ; ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀνήρετ ' αὐτὸν Χαιρεφῶν ὁ Σφήττιος ὁπότερα | ||
| ' φήμερε ; πρῶτον μὲν ὅτι δρᾷς , ἀντιβολῶ , κάτειπέ μοι . ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . ἔπειτ |
| δὲ κατάϲταϲιϲ καὶ ἐν γλυκέϲι καὶ ἐν πικροῖϲι γεύμαϲι . ἀπατηλῶν ἄρα γευμάτων προκάλυμμα ἡ χολή . ἢν μὲν ὦν | ||
| ' ὄμματ ' εἶ . Τυφλὸν ὄνειρον : ἐπὶ τῶν ἀπατηλῶν . Τυφογέρων : ἐπὶ τῶν τυφομανῶν γερόντων . Τῶν |
| ἐμβαλὼν καὶ νηξάμενοϲ ἱδρῶτα κινήϲειεν . εἰ δὲ καὶ ψυχρολουϲίαϲ ϲυνήθηϲ εἴη , πάνυ θαρρῶν κέχρηϲο τῷ βοηθήματι . αὐτίκα | ||
| ϲκευαζομένου πεπτικοῦ ὀξυπορίου δοτέον ὅϲον κοχλιάριον . εἰ δέ τιϲ ϲυνήθηϲ ᾖ ψυχροποϲίαϲ καὶ δίψηϲ πλείονοϲ αἰϲθάνοιτο , οὐκ ἀνάρμοϲτον |
| Ἄρηος ἔμεν κρατεροῖο θύγατρα : τῶ οἱ θηλυτέρην τιν ' ἐριζέμεν οὔ τι ἔοικεν : ἠὲ τάχ ' ἀθανάτων τις | ||
| ] ν ἐρυκέμεν , [ ] [ ] ουσιν ? ἐριζέμεν ου [ ] [ ] οντες ἐν ἀσπίσιν [ |
| αὐτὸ ἔξω ζητεῖτε ; ἐν σώματι οὐκ ἔστιν . εἰ ἀπιστεῖτε , ἴδετε Μύρωνα , ἴδετε Ὀφέλλιον . ἐν κτήσει | ||
| , ἦ μὴν οὐκ ἐγερεῖσθαι τὸ τεῖχος . εἰ δὲ ἀπιστεῖτε , τοὺς ἀρίστους ἐκπέμψατε κατασκόπους ἐμὲ κατασχόντες . οἱ |
| τοῦ ἀβέλτερος μετὰ τοῦ στερητικοῦ α , τοῦτο παρὰ τὸ βέλτερος : τὸ θηλικὸν , ἀβελτηρία : καὶ τροπῆ τοῦ | ||
| εἰς τὸ Περὶ συγκριτικῶν . . . . . . βέλτερος : βέλτερος : . . . ὁ δὲ Φιλόξενος |
| ἡνίκα ἔλθῃ ἐν τῷ ἐσχάτῳ γήρᾳ καὶ ἄρξηται ληρεῖν καὶ παραφρονεῖν . πάλιν διαλύεται τὸ συμπόσιον , ἡνίκα οἱ ἑστιώμενοι | ||
| ἀλλὰ καὶ τοῖς μανδραγόραν ἢ κώνειον προςενεγκαμένοις : τό τε παραφρονεῖν οὐ μόνον ὑοςκύαμος ἐπιφέρει , ἀλλὰ καὶ τὰ τοξικὰ |
| . πρέποντες : ὄνομα ἰχθύος . Ἴφθιμοι : ἰσχυροί : ἴφθιμον τὸ ἰσχυρὸν , καὶ ὁ μὲν Ἡρόδοτος σύνθετον αὐτὸ | ||
| ἔγχεα χερσὶν ἔχοντες , οἵ ἑ μέγαν περ ἐόντα καὶ ἴφθιμον καὶ ἀγαυὸν ὦσαν ἀπὸ σφείων : ὃ δὲ χασσάμενος |
| καὶ τήμερον ἠθέληκάς με εἰσαγγεῖλαι παραπρεσβεύσασθαι ; οὐ γὰρ δὴ φθονεῖς γέ μοι τῶν εἰς τὸ σῶμα τιμημάτων . Τοιγάρτοι | ||
| σῶν χρυσοποιιῶν . Ἀεὶ σύ μου τῷ πλούτῳ προσπολεμεῖς καὶ φθονεῖς . Οὐ φέρει ὁ Λυδός , ὦ Χάρων , |
| τι καὶ ταράττεται . τοὺς μὲν οὖν ἀρτίως ἐπιστρατεύσαντας οὐδὲν ὑφορῶμαι νομίζων ἀείμνηστον αὐτοῖς γενέσθαι τὴν πληγήν , ὡς μηκέτι | ||
| ἐπί τι , οἴομαί σε , ὑπολαμβάνω , ὑπονοῶ , ὑφορῶμαι . . Καὶ τὰ προαιρετικὰ δὲ τῶν ῥημάτων τὰ |
| ὅτι εἰ τότε ἐψεύσω , πόθεν δῆλον , εἰ νῦν ἀληθεύεις ; εἰκὸς γὰρ καὶ νῦν ψεύδεσθαί σε . οὐ | ||
| ἠδυνάμην ἣν λέγεις σεαυτοῦ ἐσχάτην ἡμέραν αἰῶνα ποιῆσαι , ἐὰν ἀληθεύεις ὅτι Αἴσωπος ζῇ . ἐκεῖνον γὰρ τηρήσας ἐφύλαξας εἰς |
| εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον : | ||
| , τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ |
| ἐγκρατέςτερον | . πτωχεῦσαί με [ θέλεις ; οὐκ ] ἀναίνομαι : | πτωχεύσω δὲ Ἴρου [ μετριώτερον ] . | ||
| ὁμολογήσουσι καὶ τῷ Διῒ χάριν τῷ τάδε διαπραξαμένῳ . οὐκ ἀναίνομαι ] χαίρω ἐν τῷ μὴ ἀντιλογεῖν . ἡβᾷ τοῖς |
| ἔφαθ ' , Ἕκτωρ δ ' αὖτις ἐδύσετο οὐλαμὸν ἀνδρῶν ταρβήσας , ὅτ ' ἄκουσε θεοῦ ὄπα φωνήσαντος . ἐν | ||
| ' οἴκτιρέ με . Τί δῆτα δράσω ; Μή με ταρβήσας προδῷς : ἥκει γὰρ αὕτη διὰ χρόνου , πλάνοις |
| ἐμὲ καὶ πάνδεινα ποιεῖ πράγμαθ ' ἡ Χρυσίς . τί φήις ; τὴν γυναῖκά μου πέπεικε μηθὲν ὁμολογεῖν ὅλως μηδὲ | ||
| [ ἔμ ' ἐπρ [ ἔδεις [ ] [ τί φήις , Ὀνήσιμ [ ' ] , ἐξεπειράθη [ αὕτη |
| , ὡς ἰατροῖς πρᾶγμα μηνυθῆι τόδε . εἶἑν , τί σιγᾶις ; οὐκ ἐχρῆν σιγᾶν , τέκνον , ἀλλ ' | ||
| χρῆν θεσπιωιδεῖν , ὃς δέδοικεν οὐδένα . Κρέον , τί σιγᾶις γῆρυν ἄφθογγον σχάσας ; κἀμοὶ γὰρ οὐδὲν ἧσσον ἔκπληξις |
| ] μαχα ? ? ? ? [ ὦ φίλτατ [ ποεῖϲ δικ ! ! [ οὐθὲν τοιοῦτ [ ! ! | ||
| πάλιν ϲτέλλει διδοὺϲ τὰϲ ϲυμβολὰϲ εἰ μή τι κακὸν ἡμᾶϲ ποεῖϲ ; λῆροϲ : κελεύϲω τοῦτον ἐπὶ δεῖπνον πάλιν τὸν |
| συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
| οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
| οἴκοι τῆς κεκτημένης κομψεύεται , ἄφνω δὲ φανείσης αὐτῆς ἠρεμεῖ σωφρονοῦσα τῷ δέει , οὕτως ἡ πόλις καθαπερεὶ δέσποινά τις | ||
| ἁγνός εἰμι τῶι κτανόντι κατθανών : πόλις τ ' ἀφῆκε σωφρονοῦσα , τὸν θεὸν μεῖζον τίουσα τῆς ἐμῆς ἔχθρας πολύ |
| μέλεος εἰρήσεται αἶνος , ” ποτὲ δὲ γνώμης παραμυθία καὶ παραβεβλημένος λόγος πρός τι ὑποκείμενον , οἷον “ αἶνος μέν | ||
| κύβοισι παραβεβλημένος ] κύ - , - σι παρα - παραβεβλημένος ] ἐκδεδυμένος . ἐκδεδομένος ἀκαρεῖ ] βραχυτάτῳ μετρίου ] |
| παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
| μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
| Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς Ὑπομνήμασί | φησιν , ὅτι Θόας ὁ Ἰθακήσιος ἱστορεῖ παρὰ Φρυξὶ πικέριον καλεῖσθαι τὸ βούτυρον . πηρῖνα | ||
| ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε : τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ Εὐρυβάτης Ἰθακήσιος ὅς οἱ ὀπήδει : αὐτὸς δ ' Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος |
| μοι ἀπειλητῆρες Ἀχαιΐδες οὐκέτ ' Ἀχαιοί : ἦ μὲν δὴ λώβη τάδε γ ' ἔσσεται αἰνόθεν αἰνῶς εἰ μή τις | ||
| κατ ' αἶσαν : καὶ πινυτὸν δεδάηκ ' ἐρεθιζέμεν ἀνέρα λώβη , πολλάκι δ ' ἤπιος ἄνδρα καὶ ἄφρονα μῦθος |
| οὐκ οἰητέον εἶναι συγκριτικά : θέματα δέ εἰσι συμπεπτωκότα τύποις συγκριτικοῖς . . . . . γεραίτερος : γεραίτερος : | ||
| ἐν τῷ Πριαμίδην νόθον υἱόν . ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς συγκριτικοῖς ἔγκειται τὸ μᾶλλον , καὶ πολλάκις συμπαραλαμβάνεται ἡ τοῦ |
| ᾤχεο νηῒ Πύλονδε , οὔ πώ μίν φασιν φαγέμεν καὶ πιέμεν αὔτως , οὐδ ' ἐπὶ ἔργα ἰδεῖν , ἀλλὰ | ||
| ἐπὶ δὲ τοῦ αὕτως “ οὕτως μίν φασιν φαγέμεν καὶ πιέμεν αὕτως . ” αὐλός ἐπὶ μὲν τοῦ εὐθὺς ἐξακοντισμοῦ |
| καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
| δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
| κατηγορούμενος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει : ἀντὶ τοῦ κλεπτικόν . Γ “ κλέπτον ” βαρέως Ἀττικοί , καθὸ | ||
| κυνῶν . κλέπτον τὸ χρῆμα : ⌈ ἀντὶ τοῦ Γ κλεπτικόν . Γ ἔπαιξε δέὲ ⌈ : ὡς ἐν κωμῳδίᾳ |
| μή οἱ ἐπ ' ἀκάματος πέλοι αἰών . ἀλλ ' ἔχετ ' αὐτοῦ νῆα θελήμονες ἐκτὸς ἐρωῆς πετράων , εἵως | ||
| ' αὐτῷ πελεμίξαι ἐρείδοντες βελέεσσιν . αἰεὶ δ ' ἀργαλέῳ ἔχετ ' ἄσθματι , κὰδ δέ οἱ ἱδρὼς πάντοθεν ἐκ |
| ἄνστησον : σὺ γάρ ἐσσι νεώτερος : εἴ μ ' ἐλεαίρεις . Ὣς φάθ ' , ὃ δ ' ἀμφ | ||
| πάτερ , οὔ τις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλος : οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας , ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός , μισγέμεναι κακότητι |
| τῶν ψηφιζομένων ἀργύριον λαμβανόντων καὶ χειροτονούντων τοὺς διδόντας πλέον . ἀκράχολος δέ , εἰς ὀργὴν εὔκολος . κυαμοτρώξ : τρεφόμενος | ||
| σοι δράσω , κακόδαιμον , ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς ; καὶ κύων ἀκράχολος Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι . λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων |
| τι ἀγαθόν , καλόν . ἢ τοῦτο μὲν καὶ αὐτόθεν ἔσφαλται : οὐ γὰρ ἀντιστρέφει : ἐπὶ πλέον γὰρ τὸ | ||
| , κατὰ ῥητὸν καὶ διάνοιαν ἔστιν ἡ πρώτη ἐξέτασις , ἔσφαλται : τοῦτο δὲ ἔπταισεν ἀγνοήσας τὴν καθ ' ὁμωνυμίαν |
| λέγει ἐν τῇ πρώτῃ : ” † καὶ † ἀπεμάχετο ἀρρωδέων ” . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ Περὶ Ἰάδος διαλέκτου | ||
| τὴν τέχνην εἰ ἐπίσταιτο : ὁ δὲ οὐκ ὑπεδέκετο , ἀρρωδέων μὴ ἑωυτὸν ἐκφήνας τὸ παράπαν τῆς Ἑλλάδος ᾖ ἀπεστερημένος |
| ὁ δυστυχής , ὥστε βελτιῶσαι τὸν Γάιον . ὁ δὲ φίλερις καὶ φιλόνεικος ὢν ἐπὶ τἀναντία τὴν διάνοιαν ἔτρεπεν , | ||
| ὁ μὲν μὴ τιμῶν ἀπειθής , ὁ δ ' ἀτιμάζων φίλερις . καὶ πάλιν τοῦ τὴν πατρίδα σῴζειν ὄντος δικαίου |
| τῆς καρδίας , γλυκύτατον , ὥσπερ ἀστρατείας καὶ μύρου . Μῶν οὖν ὅμοιον καὶ γυλιοῦ στρατιωτικοῦ ; Ἀπέπτυς ' ἐχθροῦ | ||
| μοι τοῦ λόγου νῦν τε καὶ σμικρὸν ἔμπροσθεν ἐλλείπεται . Μῶν , ὦ Φίληβε , τὸ τί πρὸς ἔπος αὖ |
| δ ' ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ κέκλυτέ μευ , | ||
| , ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε . τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος προσέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ Τηλέμαχ ' , |
| Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
| λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
| πορφύροντ ' ἐν χθονὶ σεῖε νέφη : ἢν γάρ με κτείνῃς , τότε παύσομαι : ἢν δέ μ ' ἀφῇς | ||
| βίας ἀποτείσεαι ἐλθών : αὐτὰρ ἐπὴν μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδὸν ὀξέϊ χαλκῷ , ἔρχεσθαι δὴ |
| ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο „ . ἄμμορον : τὸ κακόμορον . ἢ τὴν ἄμοιρον . ἀμύνειν βʹ : τὸ | ||
| περιέσχεν . ἀμφασίη ἀφασία , ἀφωνία . ἄμμορον ποτὲ μὲν κακόμορον , “ ἄμμορος ἣ τάχα χήρη σεῦ ἔσομαι : |
| ὁ Ἀχιλλεύς , ὅπερ διὰ τοῦ νύξε σημαίνεται , ἀλλὰ βέβληκε τὸ δόρυ : διὸ καὶ ἑξῆς αὐτὸ βέλος εἴρηκεν | ||
| νομίσας λῃστρικόν τινα εἶναι ἄνδρα ἐπαφῆκε λίθον , ὃς ἀναστραφεὶς βέβληκε τὸν Ἡρακλῆν . Βέλλερος : * * Βελλεροφόντης καθ |
| αὐτὸ ζῷον εἶναι . εἰ ἄρα ἀληθεύει ἡ ἀπόφασις , ψεύσεται ἡ κατάφασις . οὕτω δὲ μεταχειρισάμενος τὴν ἀπόδειξιν ὁ | ||
| τῆς δεούσης σπουδῆς : πράττων : πρὸς γάμον διδούς : ψεύσεται * * τινὲς οὕτως : ψευδῆ σε νομίσει ὁ |
| ἀνάγνωθι ἃ λέγει ἡ Θέτις . Ὠκύμορος δή μοι τέκος ἔσσεαι , οἷ ' ἀγορεύεις : αὐτίκα γάρ τοι ἔπειτα | ||
| φασιν ἐπιπλήξαντα εἰπεῖν : ὠκύμορος δή μοι , τέκος , ἔσσεαι , οἷ ' ἀγορεύεις . καὶ δὴ καὶ ἐγένετο |
| μεγίστων ψευδόμενος δοκεῖς ἀληθῆ λέγειν , διὰ ταῦτά σε ἐγὼ ψέγω . ταῦτά μοι δοκεῖ , ὦ Πρόδικε καὶ Πρωταγόρα | ||
| δ ' ἦν ἀτύχημα , τοῦτ ' ἐλε [ ] ψέγω οὐκοῦν ἔνεστι [ ταύτην ἀπολαβεῖν [ πολλαχοῦ ] οὕτως |
| ἀναβὰς ἑαυτὸν ἐγκωμιάσει , βαρύτερον τῶν ἔργων ὧν πεπόνθαμεν τὸ ἀκρόαμα γίγνεται . Ὅπου γὰρ τοὺς μὲν ὄντως ἄνδρας ἀγαθοὺς | ||
| παραλλήλου τέθεικε τὰς λέξεις μόνος γὰρ ἦν λέγων ἄκουσμα καὶ ἀκρόαμα . , . . , . ἀκούεις ἃ λέγει |
| [ . ] οὐχ ? ? ? ὁρᾶιϲ με , κακόδαιμον , πάλαι ; ἀπροϲδόκητον [ ] . οὐχ ὑγιαίνει | ||
| , ὃν χρῆν φράζειν ἀνθρωπείως ; Ἀλλ ' , ὦ κακόδαιμον , ἀνάγκη μεγάλων γνωμῶν καὶ διανοιῶν ἴσα καὶ τὰ |
| καὶ τοῖς ὁμοειδέσιν ὁμοίως . Ὤμοκε ἄηθες : χρὴ γὰρ ὀμώμοκε λέγειν . Ἀλκαϊκὸν ᾆσμα οὐκ εἴποις , ἀλλ ' | ||
| . τοὺς φίλους : Ἐμέ . . ἡ γλῶττ ' ὀμώμοκε : Παρὰ τὰ ἐξ Ἱππολύτου [ ] ἡ γλῶττ |
| ὁ πατήρ , φησίν , ὁ Ποσειδῶν ἰάσεται σε . Θάρρει , ὦ τέκνον : ἀμυνοῦμαι γὰρ αὐτόν , ὡς | ||
| ἤδη ἀκροάσασθαι αὐτοῦ , μὴ καὶ λάθω τελέως ἀπολειφθείς . Θάρρει , ὦγαθέ . τὸ τήμερον γὰρ ἐκεχειρία ἐπήγγελται . |
| σφισιν οὐ πείθομαι , πειθέσθω δὲ ὅστις τὰ Ἐπιδαυρίων οὐ πέπυσται . τὸ δ ' ἐπιφανέστατον Ἀργείοις τῶν Ἀσκληπιείων ἄγαλμα | ||
| ' ἐνὶ μεγάρῳ : μήτηρ δ ' ἐμὴ οὔ τι πέπυσται , οὐδ ' ἄλλαι δμῳαί , μία δ ' |
| ἀλλὰ κατὰ τοὺς κίμβικας καὶ σκιφοὺς διακείμενος : ὁ δὲ φιλοκερδὴς εἰς ταὐτὸν ἥκει τῷ ἀνελευθέρῳ : εἰκὸς γὰρ τὸν | ||
| τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ' ὑμῶν δωρεάν , οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα |
| τοῦ λόγου , τουτέστι ψευδοῦς φανέντος . καμεῖν ] ἤτοι λυπηθῆναι . Ἴσως τὴν κερκίδα ἢ τὸν ἄτρακτον λέγει γυναικὸς | ||
| Ἀλλ ' , ὦ Σίμων , εἰκός γε ἐνδείᾳ τροφῆς λυπηθῆναι αὐτόν . Ἀγνοεῖς , ὦ Τυχιάδη , ὅτι ἐξ |
| ἀμήχανον ἄτην : χρῆν γὰρ ἐφιεμένοιο καταντικρὺ Πελίαο αὐτίκ ' ἀνήνασθαι τόνδε στόλον , εἰ καὶ ἔμελλον νηλειῶς μελεϊστὶ κεδαιόμενος | ||
| ἀνανῶ ἀνήνακα ἀνήναμαι καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἀνήνασθαι : αἴδεσθεν μὲν ἀνήνασθαι , δεῖσαν δ ' ὑποδέχθαι : ἀντὶ τοῦ † |
| , εἰ νοσήσας ἀξιοῦντος φίλου πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν ὥστε νοσοκομηθῆναι ὑπακούσει , Ποῦ δὲ φίλον μοι δώσεις Κυνικοῦ ; ἔφη | ||
| τοῦ ἱματίου λαβόμενοι σε ἐπιστρέψωμεν , ὦ Ἀδείμαντε , οὐχ ὑπακούσει ἡμῖν βοῶσιν , ἀλλὰ καὶ φροντίζοντι ἔοικας ἐπὶ συννοίας |
| προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , | ||
| ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν |
| , φησί , τοῦ Αἰήτου ἐσμὲν χείρους . τὸ δὲ ἠθεῖε οἶμαι κατ ' ἐπένθεσιν τοῦ η γεγονέναι , ὥσπερ | ||
| τὸν πρότερος προσέειπε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : τίφθ ' οὕτως ἠθεῖε κορύσσεαι ; ἦ τιν ' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον |
| . Ἀλλ ' ἄγ ' ἐμεῖο πίθεσθε , ἐπεί ῥα γεραίτερός εἰμι λίην , οὐκ ὀλίγον περ : ἔχω δ | ||
| . Ἀλλ ' ἄγ ' ἐμεῖο πίθεσθε , ἐπεί ῥα γεραίτερός εἰμι λίην , οὐκ ὀλίγον περ : ἔχω δ |
| . Ἄλεξις Δημητρίῳ ἢ Φιλεταίρῳ : ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ | ||
| τὸ λοιπὸν ἡμῖν ἡ μάχη . Ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ |
| ἐλεεινόν τι καὶ ἀλγεινὸν ἔστενε πρὸς τὴν ἀπουσίαν ἀνιώμενος . ἠπόρει δὲ οὐδὲ δακρύων ὁ λίθος , ἀλλ ' εἶχεν | ||
| τούτων θεωρῆσαι , ὃ καὶ αὐτὸς ἐζήτει † τοῦτο καὶ ἠπόρει ἐν τῷ πρὸ τούτου . Ἀρχὴν λέγει τὴν ἐναντίωσιν |
| τὰ καίρια ; Ἐγὼ μὲν οὐδέν ' οἶδ ' : ἐποικτίρω δέ νιν δύστηνον ἔμπας , καίπερ ὄντα δυσμενῆ , | ||
| σποδόν . Ὦ δύσποτμ ' , ὡς ὁρῶν ς ' ἐποικτίρω πάλαι . Μόνος βροτῶν νυν ἴσθ ' ἐποικτίρας ποτέ |
| πραπίδων τε νόου τ ' ἐπιτιμητῆρες πρεσβύτεροι : γῆρας γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν : ὣς ἄρα καὶ δελφῖνες ἑοῖς παίδεσσι | ||
| . πρεσβύτεροι : οἱ δέ . γῆρας : γνώμη . ἐναίσιμον : ἔντιμον , συνετὸν , δίκαιον , ἐπαινετόν . |
| , κἂν μὴ τοιαῦτα τὰ πράγματα ἐν αὐτοῖς , ὅτι κακοῦργον οὐδὲν ἐπιφαίνουσιν ἐπὶ τῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' εἰσὶν | ||
| σὺν ὀποβαλσάμῳ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . Ζμύραινά ἐστιν θηρίον θαλάσσιον κακοῦργον καὶ πονηρὸν καὶ ἀλέπιδον , ἔχον φολῖδας μελαίνας ἐν |
| μετώπω ἱδρώς μευ κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις , οὐδέ τι φωνῆσαι δυνάμαν , οὐδ ' ὅσσον ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα | ||
| τὰ πορνεῖα παρὰ Λυκόφρονι : καὶ βοῆσαι μὲν τὸ τρανῶς φωνῆσαι , βρῶσαι δὲ τὸ εἰς βοῦν μεταποιῆσαι : καὶ |
| κεν αὐτὸς ἕλωμαι ἐλθὼν σὺν πλεόνεσσι : τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται . Ὣς εἰπὼν προΐει , κρατερὸν δ ' | ||
| . Ὑστρίγγων δ ' οὔπω τι πέλει κατὰ δάσκιον ὕλην ῥίγιον εἰσιδέειν οὔτ ' ἀργαλεώτερον ἄλλο : τῶν ἤτοι μέγεθος |
| . Κοινὸς Ἑρμῆς : οἷον , κοινὸν τὸ εὕρεμα : κλεπτίστατος γὰρ ὢν ὁ Ἑρμῆς κατέδειξε κοινὰ εἶναι τὰ φώρεια | ||
| λάλιστος λαλίστατος , ψευδὴς ψευδίων ψεύδιστος ψευδίστατος , κλέπτης κλέπτιστος κλεπτίστατος . οὕτως οὖν καὶ καλὸς καλίων καὶ πλεονασμῷ ἑτέρου |
| δὲ θεοῦ , τουτέστι τῆς φύσεως , ἕκαστον πρᾶγμα οὐ σκαιότερόν ἐστιν , ἀντὶ τοῦ οὐκ ἀπρεπές , σεσιγημένον , | ||
| δέ , φησι , πρᾶγμα τὸ θεοῦ χωρὶς πραττόμενον οὐ σκαιότερόν ἐστι σιωπώμενον , οἷον σοφώτερόν ἐστι : τὸ γὰρ |
| ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , | ||
| ⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα |
| ἰδοίατο νοστήσαντα . ” τὸν δ ' αὖτ ' Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε : “ ὦ Ὀδυσεῦ , τὸ μὲν | ||
| υἷα Ἥρη ἀκηχεμένη . Ὃ δ ' ἄρ ' οὐκ ἀπαμείβετο μύθῳ : ἅζετο γὰρ παράκοιτιν ἑοῦ πατρὸς ἀκαμάτοιο , |
| τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός . οὐ γὰρ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖς , εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει ; Ὀρθῶς ἐπέπληξας | ||
| δ ' ἀναγκαζόμενος χρῆσθαι οὐ μῶρος οἴει εἶναι εἰ μὴ σκοπεῖς ὅπως μὴ ἰδιώτης ἔσει τούτου τοῦ ἔργου , ἄλλως |
| τὸν Πλάτωνα καὶ ἐπερωτῆσαι : τοῦ δ ' εἰπόντος : ἐννοεῖς , ὡς πάντηι τὸ βάρβαρον ἀμαθές [ ] , | ||
| οὔ ; Ὅταν δὲ οἰκεῖόν τινι ἡμῶν κῆδος γένηται , ἐννοεῖς αὖ ὅτι ἐπὶ τῷ ἐναντίῳ καλλωπιζόμεθα , ἂν δυνώμεθα |
| τὸν Σοφοκλέα τὸ πῶμα τῆς λάρνακος . κοινῶς ἔφηλις . ἐπηλυγάζονται : ἐπισκιάζονται , ἐπικρύπτονται . λύγην γὰρ καλοῦσιν οἱ | ||
| Θουκυδίδης ἐν Ϛʹ φησί : τῷ κοινῷ φόβῳ τὸ σφέτερον ἐπηλυγάζονται . ἐσαφάσῃς τῷ δακτύλῳ : ἀντὶ τοῦ ἐφάψῃ . |
| ἀρετὴν ὡς ἀληθῶς ἠσκημένους ταῖς ὑπὲρ αὑτῶν εὐφημίαις ἐρυθριᾶν . Ἔοικα δὲ τοῦ γάμου τὸ πάντων ἥδιστον παρατρέχειν . τί | ||
| ὕβρεως , ἀλλὰ καὶ ψιλῇ κατηγορίᾳ πρὸς δικαστήριον ἄγεται . Ἔοικα δὲ τὸ μέγιστον οὔπω διάφορον εἰρηκέναι . τί οὖν |
| καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀήκεστος καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀνήκεστος : πολλάκις γὰρ τὸ ν εἴωθε πλεονάζειν , ὡς | ||
| ὧν οὐκ ἄδηλον ἅπασιν ἦν , ὅτι μεγάλη τις καὶ ἀνήκεστος ἐξ ἐκείνης τῆς φιλονεικίας ἀναστήσεται τῇ πόλει συμφορά . |
| βοτρύχοισι κομῶν . Μηδὲν κοτυλίζειν , ἀλλὰ καταπάττειν χύδην . Τουτὶ τί ἐστιν ; ὡς ἀνεκὰς τὸ κρίβανον . Ἀδώνι | ||
| δή , μή πώς σε δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας ἰκτῖνος μάρψῃ Τουτὶ μέντοι σὺ φυλάττου , ὡς οὗτος φοβερὸς τοῖς σπλάγχνοις |
| ' ἂν καὶ κοκκίσαι ῥόαν κατ ' Ἀριστοφάνην : ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν . τουτὶ δὲ τὸ ἰαμβεῖον Ἀριστοφάνης οὐκ | ||
| ' ἂν καὶ κοκκίσαι ῥόαν κατ ' Ἀριστοφάνην : ὀξυγλύκειάν τἆρα κοκκιεῖς ῥόαν . τουτὶ δὲ τὸ ἰαμβεῖον Ἀριστοφάνης οὐκ |
| κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ . | ||
| . Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων |
| μου τὴν μόνην ξυνωρίδα . Πῶς εἶπας ; Οἷά περ πέπονθ ' ἀκήκοας . Οὔκουν τις ὡς τάχιστα προσπόλων μολὼν | ||
| με περιελαύνεις . Οὔκ , ἀλλ ' ὅπερ πίνων ἀνὴρ πέπονθ ' ὅταν χεσείῃ , τοῖσιν τρόποις τοῖς σοῖσιν ὥσπερ |
| πρὸς αὐτοῦ τοῦ μοιχοῦ πεσεῖν ἀδήλως ἢ δικασταῖς παραδίδοσθαι . Δεινὸν ὁ μοιχὸς καὶ πᾶσαν παρῆλθεν ἀδικημάτων ὑπερβολήν : ὅθεν | ||
| κατελειπόμην . Ἐγάμησεν ἣν ἐβουλόμην ἐγώ . Ἐξάραντες ἐπικροτήσατε . Δεινὸν σὺ φράγμα τῆς νύμφης λέγεις . Τηρῶ τὸν Δία |
| μορφὴν ἡμετέρην καὶ σκῆπτρα καὶ Ἀσίδα κάλλιπε γαῖαν . ἔργα μόθων οὐκ οἶδα : τί γὰρ σακέων Ἀφροδίτῃ ; ἀγλαΐῃ | ||
| , τὸ δ ' αὐτὸ καὶ κρουσίθυρον , κνισμός , μόθων . ταῦτα δὲ πάντα μετ ' ὀρχήσεως ηὐλεῖτο . |
| τὸ ἀπαθές . Ταῖς οὖν σκολιαῖς δίκαις ἕπεται καὶ ἡ ἐπιορκία : οἱ γὰρ ὀρθῶς δικάζειν δόξαν ἔχειν ἐθέλοντες , | ||
| εἶναι μὲν γὰρ ἔνια τῶν τελουμένων παιγνίων , ἐν οἷς ἐπιορκία τίς ἐστιν , οὐκ ἀντιλέγω : οὐ μὴν διὰ |
| τε ἤγουν τῆς Ἀφροδίτης ὁ ἄριστος ἐν ταῖς βουλαῖς οὐδὲ μεμπτὸς ἐν ταῖς μάχαις τοιούτους λείψει βʹ νέους λέοντας ἔξοχον | ||
| Ὠαριωνείαν ἔλαχεν : τουτέστιν οὐχ ὑπερμεγέθης ἦν , ἀλλὰ τοὐναντίον μεμπτὸς μὲν καὶ εὐτελὴς κατὰ τὴν τοῦ σώματος ὄψιν , |
| ' Ἀκέστορ ' αὐτὸ τὸν στιγματίαν παθόντα : σκῶμμα γὰρ εἶπ ' ἀσελγές , εἶτ ' αὐτὸν ὁ παῖς θύραζε | ||
| : ‚ Ἐπίχαρμοϲ ϲοφόϲ τιϲ ἐγένετο [ πόλλ ' ὃϲ εἶπ ] ? ' ἀϲτεῖα καὶ παντοῖα ? ? ? |
| ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν . ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς . Κορκυρίς , πόλις Αἰγύπτου , | ||
| μὲν γὰρ ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον |