δὲ τῷ τρίτῳ περὶ τὴν Τρωικήν φησιν Ἴδην γίνεσθαι συκῆν θαμνώδη , φύλλον ὅμοιον ἔχουσαν τῷ τῆς φιλύρας : φέρειν | ||
, ὥσθ ' ὁμολογουμένως ταῦτα γίνεται δένδρα : καί τοι θαμνώδη γέ ἐστιν . ὁ δὲ μύρρινος μὴ ἀνακαθαιρόμενος ἐκθαμνοῦται |
πόσιν , ἢ ἀπὸ δάφνης Τεμπίδος ἢ δαυχμοῖο φέροις ἐκ καυλέα κόψας ἣ πρώτη Φοίβοιο κατέστεφε Δελφίδα χαίτην , ἢ | ||
πῖον ἀρήξει : ἠὲ σύ γ ' ἀμπελόεντα γλυκεῖ ἔνι καυλέα κόψαις χλωρά , νέον πετάλοισι περιβρίθοντα κολούσας : ἠὲ |
πέτραις καὶ θριγκοῖς : καυλία ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πολλά , περίπλεα φυλλαρίων λιπαρῶν , μικρῶν , ὀξέων ἀπ ' ἄκρου | ||
τοῦ καυλοῦ , μικρὰ ὡς πηγάνου : τὰ δὲ ῥαβδία περίπλεα σπερματίων , ἐοικότα βοτρυδίοις μηδέπω ἀνθοῦσιν : ὀσμὴ οἰνώδης |
οἴνῳ γλυκεῖ πότιζε . Ἄλλο . πηγάνου φύλλα κ , κάρυα βασιλικὰ β , ἁλὸς χόνδρον α , ἰσχάδας β | ||
καρπὸς τῆς περσέας κάρυα ] πάντα τὰ κελύφη τῶν ἀκροδρύων κάρυα λέγεται βλάβος ] βλάβην ἐρύξει ] κωλύσει Περσεὺς ἥν |
Δία , πάνυ φέρει . βοσκήματ ' , ἔρια , μύρτα , θύμα , πυρούς , ὕδωρ , ὥστε καὶ | ||
γενομένῃ συλλαβέσθαι κλοπῇ , καὶ ἕρπυλλος ἡ βοτάνη , καὶ μύρτα ὁμοίως , ὅ τε τῆς σίδης ἐπὶ τούτοις ἀποβρεχθεὶς |
καὶ γυναιξί : καὶ τὰ κοΐκινα δὲ πλέγματα Αἰγυπτιακά ἐστι φυτοῦ τινος , ὅμοια τοῖς σχοινίνοις ἢ φοινικίνοις . τὸ | ||
ἁδρὰν λαμβάνουσιν , οὐδαμοῦ μὲν τῆς ἄλλης οἰκουμένης εὑρισκομένου τοῦ φυτοῦ τούτου , τῆς δ ' ἐξ αὐτοῦ χρείας εἰς |
τοῦ φλοιοῦ ἁρμόϲει τὸ ἀφέψημα ἢ ϲίδια καταπλαϲθέντα ἢ μυρϲίνηϲ φύλλα ϲὺν κηρωτῇ μυρϲίνῃ ἐπιτιθέμενα : κρατύνεϲθαι γὰρ δεῖται τὰ | ||
οἰδήματα τῶν ποδῶν ἐξαίρετα ἀνθήλην ἐν ὄξει βεβρεγμένην ἐπιδεῖν καὶ φύλλα κράμβηϲ πλατέωϲ ἐπιτιθέναι καὶ τὴν Κιμωλίαν μετ ' ὄξουϲ |
. ὑπεσσεῖται : ὑποστρωθήσεται δέ σοι τὰ τῶν αἰγῶν δέρματα ἁπαλώτερα καὶ τῶν νέων προβατείων . γαυλώς : ἀγγεῖα χυτροειδῆ | ||
ποτέ με Χλόης ἐργάζεται τὸ φίλημα ; Χείλη μὲν ῥόδων ἁπαλώτερα καὶ στόμα κηρίων γλυκύτερον . τὸ δὲ φίλημα κέντρου |
τρίτη δὲ τῶν θερινῶν ἣν εἴπομεν , ἐν ᾗ κέγχρος σπείρεται καὶ μέλινος καὶ σήσαμον , ἔτι δ ' ἐρύσιμον | ||
, τὸ σπέρμα τῆς δάφνης συλλέγεσθαι περὶ καλάνδας Δεκεμβρίας . σπείρεται δὲ μετὰ εἰδοὺς Μαρτίας . μεταμοσχεύεται δὲ Ὀκτωβρίῳ , |
ἰδέας τεύχειν , ὡς ἂν σὺ κελεύῃς . βολβῶν καὶ καυλῶν χαίρειν λέγω ὀξυβάφοισι ταῖς τ ' ἄλλαις πάσῃσι παροψίσιν | ||
. οὐκ ἄλογος δὲ ἀλλ ' ὁμολογουμένη τῇ ἐκ τῶν καυλῶν . οὐδὲν γὰρ ἕτερον ἀλλ ' ἢ ξυνηθροισμένην δεῖ |
βουληθέντες ὑγρὰν γαστέρα , ὅταν ἤδη μετρίως ἡψῆσθαι δοκῇ ἡ κράμβη , τὸ πρότερον ὕδωρ ἀποχέαντες ἐμβάλλομεν εὐθέως ἐν ἑτέρῳ | ||
εὔζωμον , ῥάφανος τελευταία λαμβανομένη : τῶν δ ' ἑφθῶν κράμβη , λάπαθον , γογγύλη , καὶ μᾶλλον ἕωλος . |
θῖνα καλεῖ τοὺς βρυώδεις τόπους , τοὺς ἔχοντας δηλονότι βρύα χλωρά . πρασόεσσαν : τὴν βοτανώδη , χλοερὰν , τὸν | ||
τέταρτον βοτάνας ἔχον ἡμιξήρους , τὰ μὲν ἐπάνω τῶν βοτανῶν χλωρά , τὰ δὲ πρὸς ταῖς ῥίζαις ξηρά : τινὲς |
δι ' οἴνου αὐϲτηροῦ ποθέντα ξηραίνει : ὄρυζα ἐπέχει , ἔλυμον ἤτοι μελίνη κέγχροϲ λάγεια κρέα : οἶνοϲ αὐϲτηρὸϲ καὶ | ||
δι ' οἴνου αὐστηροῦ ποθέντα ξηραίνει : ὄρυζα ἐπέχει , ἔλυμον ἤτοι μελίνη , κέγχρος , ταγηνιστά , λάγεια κρέα |
' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον | ||
Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς |
ὡς τὸ σημεῖον , ἢ τὸ μικρότατον , ὡς ὁ κόκκος τῆς ψάμμου , ἢ τὸ μὴ σωζόμενον ἐν τῇ | ||
βραχεῖάν τινα πάμπαν , δι ' ὃ καὶ ὁ μὲν κόκκος οὐδὲν μείζων τῆς ῥόας γίνεται , τὸ δὲ σίδιον |
οὕτω καλεῖται καὶ κογχυλίων κόγχους καὶ ὀστρέων κόγχας καὶ ἰχθύων λέπη καὶ καράβων ὄστρακα καὶ κρεῶν ὀστᾶ καὶ ὀπώρας μίσκους | ||
εὐτρεφέος ] θρεπτικοῦ νέα δὲ τέρφη : ἀντὶ τοῦ χλωρὰ λέπη καστάνου τοῦ εὖ τρέφειν δυναμένου νέα τέρφη ] ἁπαλοὺς |
σόγχος ὁ μηδέπω ξηρανθείς , στρατιώτης , τρίβολοι ἀμφότεροι , φοίνικος τῶν κλάδων ὁ χυλὸς καὶ ὁ ἐγκέφαλος καὶ ὁ | ||
τῶν χειρῶν στέφανον περσαίας , τῇ δ ' ἑτέρᾳ ῥάβδον φοίνικος : ἐκαλεῖτο δὲ αὕτη Πεντετηρίς . Ταύτῃ δ ' |
ἀπανθεῖ δὲ καὶ καρποφορεῖ τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ ἐξ ἑνὸς μίσχου πλείους ἔχειν , σχεδὸν δὲ καὶ τοῖς χρόνοις παραπλησίως | ||
ἀκρεμόνος : τὸ δὲ δι ' οὗ , ἢ διὰ μίσχου ἢ δι ' αὐτοῦ καὶ εἰ δὴ πολλὰ ἐκ |
κάτω προσδεδεμένου , βρόχος ἀνισότονος τῷ πήχει περιτιθέσθω πλησίον τοῦ καρποῦ , οὗ αἱ ἀρχαὶ ἀναγέσθωσαν καὶ ἀποδεδέσθωσαν ἑνὶ κλιμακίῳ | ||
δὲ κοινὸν ἐπὶ πάντων ἀπόρημα τί δή ποτε ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῆς χειρὸς ἥδιστα φαίνεται , διὸ καὶ οἱ μυροπῶλαι |
ὄμφακα ξηρὸν κοπέντα καὶ σησθέντα : ἔστω δ ' Ἀμιναίας σταφυλῆς . Πότημα κοιλιακοῖς . Ἀκάνθης Αἰγυπτίας , ῥοιᾶς χυλοῦ | ||
τῶν ἀμπέλων πολλὰ κράζῃ , εὐοινίαν σημαίνει . Ἄνθρωπον ὑπὸ σταφυλῆς βλαβέντα , καὶ ἑαυτὸν θεραπεύοντα βουλό - μενοι σημῆναι |
δι ' ἐνιαυτοῦ θεραπείας τυγχάνον . ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ οἰνάνθη , καὶ γὰρ τοῦτο ἀνθικὸν μὲν ποῶδες δὲ τὴν | ||
Βοηθεῖν δὲ προσήκει καὶ ἔξωθεν τῷ στομάχῳ ἐξησθενηκότι τοιούτοις : οἰνάνθη , βαλαύστιον , ῥόδα , κίτυνοι , μύρτοι , |
τὴν κλαδείαν δρέπανα ὀξύτατα καὶ τομώτατα εἶναι . Εὐφορήσει ἡ ἄμπελος , τοῦ κλαδεύοντος αὐτὴν κισσῷ στεφομένου . εἰ δὲ | ||
: ” ἐκ γὰρ ἀμπέλου ” φησί „ Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν , καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας : |
οὐ γίνεται , οὐ γὰρ γίνεται ἐξ ἑτέρου ὅθεν τὸ φύλλον τὸ πρῶτον τροφὴν ἕξει , ἀλλ ' αὐτὸς ὁ | ||
δὲ βάλανος ἔχει μὲν τὴν προσηγορίαν ἀπὸ τοῦ καρποῦ : φύλλον δ ' αὐτῇ παραπλήσιον τῷ τῆς μυρρίνης πλὴν προμηκέστερον |
χρόαν κυανίζων , πυκνός . Μελαντηρία διαφέρει ἡ θειόχρους , λεία , ὁμαλή , καθαρὰ καὶ ἐν τῷ θιγεῖν ὕδατος | ||
Ἄλλο ἐξεϲθίει τοὺϲ ἡλκωμένουϲ τόπουϲ καὶ πόλυπαϲ . δρακοντίου ῥίζα λεία ἐπιπαϲϲομένη ἢ ὁ χυλὸϲ αὐτῆϲ διαχριόμενοϲ ἢ κυπαρίϲϲου ϲφαιρία |
οἱ φλοιοὶ πλὴν τῶν γλυκέων , περσικῆς ὁ καρπός , πλάτανος , κιτρίου ἡ σάρξ , τὸ ἀπὸ τοῦ σίτου | ||
σημεῖόν τι καὶ παρακολούθημα . ἢ ὅτι διὰ τί ἡ πλάτανος φυλλορροεῖ ; ὅτι λευκή ἐστιν . οὐ γὰρ τὸ |
, ὁ δὲ οἶκος αὐτῶν χῆρός ἐστι , καὶ τὰ ἄνθη τὰ ἐν τῷ λειμῶνι περὶ αὐτὰ γηρᾷ . ἐγὼ | ||
δόξαν κεκτῆσθαι , καὶ κομίζειν αὐτὸν τῇ Αἰγίνῃ φαιδρὰ τὰ ἄνθη τῶν στεφάνων μετὰ τῶν Χαρίτων φθέγξαι . προθύροις δέ |
. καί τε σύ γ ' ἠρύγγοιο καὶ ἀνθήεντος ἀκάνθου ῥίζεα λειήναιο , φέροις δ ' ἰσορρεπὲς ἄχθος ἀμφοῖιν κλώθοντος | ||
ἠὲ μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις σκορπιόεντα χαδὼν ψαθυρῆς ἐκ ῥίζεα γαίης αἰὲν κεντρήεντα : πόη γε μὲν ὕψι τέθηλεν |
λιβανωτίδες αἱ τρεῖς , μελάνθιον , μηδίου τὸ σπέρμα , μήκων κερατῖτις , μυρρίδος ἡ ῥίζα , ὀνωνίδος ὁ φλοιός | ||
, ὀμφάκιον , κεδρίδες , κάρυα , σεῦτλον λευκόν , μήκων , σίλφιον , βάλσαμον , σαγαπηνόν , πάνακες , |
τοῦ ἦροϲ γίνεται , ὅτε πολλὴ περὶ τὸ ϲπέρμα ἐϲτὶ ῥητίνη : τοὺϲ γὰρ κόκκουϲ ἐνθλάϲαντεϲ τῆϲ αἰγείρου # δ | ||
ἄλλων τῶν ἐχόντων ἐμβληθῆναι πρότερον ὁ κηρὸς ἐμβάλλεται . Ἡ ῥητίνη ἡ ξηρὰ ἐμβάλλεται μετὰ κηροῦ : ἡ δ ' |
καὶ τελειοῦται τάχιστα καὶ θησαυρίζεται κράτιστα , καθάπερ ἔλυμος καὶ κέγχρος : ἔνια δὲ βλαστάνει μὲν εὖ ταχέως δὲ σήπεται | ||
ὦχροι , λάθυροι . Ἐρέβινθοι , θέρμοι , μελίνη , κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα , κύαμοι , μᾶζα ἐξ ἀλφίτων |
ἄλλος τε μέμνηται καὶ Ἱππῶναξ : στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης . Ἄλεξις : καὶ μὴν ἐνύπνιον οἴομαί γ ' | ||
ἀκαλήφης ῥίζα , κράμβης ἀγρίας σπέρμα ὁμοίως , λαπάθου , μίνθης , σιλφίου , σέσελι , ἄνθος ἀνεμώνης , ἀβρότονον |
ἀκαλήφη ὅ τε νεοπαγὴς τυρὸς μετὰ μέλιτος , ἀτράφαξυς , βλίτον , κολοκύντη , πέπονες , μηλοπέπονες , σῦκα , | ||
ψυχόντων , οἷά εἰϲι λάχανα μὲν θριδακίναι καὶ μαλάχαι καὶ βλίτον καὶ κολοκύνθη καὶ ϲίκυοϲ καὶ πέπων ἀτράφαξύϲ τε καὶ |
πεύκη ἄρκευθος μίλος θυία καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη | ||
. . . χαλβάνη ἄκνηστίς τε καὶ ἡ πριόνεσσι τομαίη κέδρος . . . . . . : Ἄκνηστις δὲ |
, μέλιτι δευόμενα : ἐπὶ δὲ τούτοις μελίκρατόν τε καὶ ῥοιᾶς γλυκείας ὁ χυλός . Τὰ δὲ κατὰ μηροὺς ἐκτρίμματα | ||
θαυμαστῶς . Κυπαρίσσου σφαιρίων τῶν μικρῶν καὶ ἁπαλῶν , σιδίων ῥοιᾶς ἀνὰ # γ , μέλανος οἴνου ὅσον ἐξαρκεῖ . |
προσφερέσθωσαν τῶν τε φασιανῶν καὶ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ ἀτταγῆνας καὶ πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας . | ||
καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ τὰ λιπαρὰ πληρωτικά ἐστι , διότι ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι |
ἡμῖν τῆς χώρας πῶς ἔχει ; Οὐκ ἔστιν οὔτε τις ἐλάτη λόγου ἀξία οὔτ ' αὖ πεύκη , κυπάριττός τε | ||
οὗτοι μὲν οὖν ἐοίκασι τοῖς ὀνόμασι διαφωνεῖν . ἡ δὲ ἐλάτη ταύτας ἔχει τὰς διαφορὰς πρὸς τὴν πεύκην καὶ ἔτι |
τὸ σπέρμα αὐτοῦ , καρπήσιον , καυκαλίς , κόστος , κοτυληδόνος τὰ φύλλα σὺν τῇ ῥίζῃ ἐσθιόμενα , κροκοδειλίου τὸ | ||
ἀντὶ κόστου , ἀμμωνιακὸν , κεδρίδες , ἑλένιον . ἀντὶ κοτυληδόνος , ὀνοκάρδιον ἢ ἀναγαλλίς . ἀντὶ κρινανθέμου , ἀφροδισιάς |
ἀραιοτέρης : μάλα δ ' ἂν καὶ ἀμάρακος εἴη χραισμήεις πρασιῇσι καὶ ἀνδήροισι χλοάζων : ἐν δὲ τίθει τάμισον σκίνακος | ||
' ἐκ ῥαφάνοιο γενέθλη μακρή τε στιφρή τε φαείνεται ἐν πρασιῇσι . καὶ τὰς μέν τ ' αὔηνον ἀποπλύνας βορέῃσι |
ἀπαρίνη ἀριϲτολοχία ἀρνόγλωϲϲον ξηρὸν ἀϲφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον ἡ κεκαυμένη βάλϲαμον βράθυ πάνυ βάτου ἡ ῥίζα γλυκυρρίζηϲ ἡ ῥίζα | ||
ὀξυϲχοίνου καρπόϲ , κνίδηϲ φύλλων χυλόϲ , χαλκῖτιϲ , ἀνθυλλὶϲ κεκαυμένη , τρίχεϲ λαγωοῦ , νάρθηκοϲ τὸ μέϲον καυθὲν ϲὺν |
δὲ ἀγάλματα ἐν τῷ οἰκήματι εὑρέθη καὶ τράπεζά τε καὶ σίλφιον ἐπ ' αὐτῇ . τάδε μὲν οὕτω γενέσθαι λέγουσιν | ||
ὀπός , ἡ Μηδικὴ βοτάνη . Στράβων „ φέρει δὲ σίλφιον ἡ χώρα , ἀφ ' ἧς ὁ Μηδικὸς καλούμενος |
, κριθαί , ὀροβάκχη , πλάτανος , ῥάμνος συμπληρουμένης , σέρις , ἥν τινες πικρίδα καὶ κιχόριον προσαγορεύουσι : καὶ | ||
λάχανα , θριδακίνη , χονδρίλη , σκάνδιξ , γιγγίδιον , σέρις , κιχώριον . οἴνων οἱ παχεῖς ἅμα καὶ δυσώδεις |
πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει . φύεται δ | ||
εὔοσμα δὲ οὐδὲ μεγάλα τοῖς μεγέθεσιν . τὰ δὲ πεντάφυλλα εὐώδη μᾶλλον ὧν τραχὺ τὸ κάτω . εὐοσμότατα δὲ τὰ |
γῆν ἐστιν ἢ τὴν γῆν χώννυται . ἔστω δὲ ἐκ πρίνου δένδρου : οὗτος γὰρ εἰς τὸ ἀροτριᾶν τοῖς βουσὶ | ||
πλὴν οὖλον ἐξ ἄκρου δὲ ἐπακανθίζον , ὥσπερ τὸ τῆς πρίνου . Ἔφασαν δὲ οὗτοι κατὰ τὸν παράπλουν ὃν ἐξ |
Τὰ εἰς Η συναληλιμμένα περισπᾶται : λεοντέα λεοντῆ , συκέα συκῆ , γαλέα γαλῆ , ἀμυγδαλέα ἀμυγδαλῆ . Τὰ εἰς | ||
οὖσαν ἐφυδρεύωσι πολλῷ . ῥόα δὲ καὶ ἄμπελος φίλυδρα . συκῆ δὲ εὐβλαστοτέρα μὲν ὑδρευομένη τὸν δὲ καρπὸν ἴσχει χείρω |
, τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος . Λαλῶ Πτολεμαίῳ , γογγυλίδος ὀπτῶν τόμους . Ἑρμῆ θεῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε | ||
. Ἡ ῥίζα τοῦ ἄρου παραπλησίως μὲν ἐσθίεται τῇ τῆς γογγυλίδος : ἐν χώραις δέ τισι δριμυτέρα γίνεται ὡς ἐγγὺς |
, καὶ ὀδύναι ἔστιν οἷσιν ἀπὸ πράσων , ἀτὰρ καὶ σκορόδου τούτου ὕστερον . κηʹ . Ἐρυσίπελας ἔστιν οἷσιν ἀπὸ | ||
καὶ ὀπώρας ξηρᾶς παντοίας ἀπέχεσθαι οἷον πηγάνου , θρύμβης , σκορόδου , πράσων , καρδάμου , ῥεφάνου καὶ σινήπεως . |
τῆς κρο συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ ο μικροῦ γράφεται : κρόκος : κρόκαλος αἰγιαλός : κροταφὶς , σφύρα μικρά : | ||
δʹ . ἀνίσου ⋖ αʹ . ὄξος καὶ μέλι καὶ κρόκος ἀληθινὸς , ἑψείσθωσαν πάντα χωρὶς τοῦ κρόκου καὶ μετὰ |
σκόροδον , σέλινον , μαλάχη , τεῦτλον , κορίαννον , κινάρα : ἀσφάραγος ὁ ἀκανθίας λέγεται , ὄρμενος δὲ ὁ | ||
ἄπιοι πρὶν πεφθῆναι , ὁ τῆς τερμίνθου καρπὸς κακόχυμος , κινάρα , καὶ μᾶλλον ὅταν σκληροτέρα γένηται , σίκυοι πέπονες |
' εὐθὺ πολλὰς ἐξ ἄκρου καὶ εὐπαχεῖς καὶ μακροτέρας τῆς ἀδραφάξυος . Τῶν δὲ ῥιζῶν ξυλωδέσταται πασῶν αἱ τοῦ ὠκίμου | ||
οἷος ὁ τῶν ἱπποσελίνων . ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ τῆς ἀδραφάξυος μία μὲν εἰς βάθος ἐκ ταύτης δὲ ἄλλαι . |
οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν , ὅς τ ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε | ||
ἀντιτυπεῖ δὲ ἔνδοθεν ταῖς τῶν λόγων ὁδοῖς παθήματα χαλεπὰ καὶ ἄγρια , καὶ ἐθισμοὶ φαῦλοι , καὶ ἀσκήσεις ἄδικοι , |
, σπόρον δὲ πλεῖστον δέχεται τὸν ἐκ τῆς ἐλύμου καὶ κέγχρου , μᾶλλον δὲ ἀνέκλειπτον : αὐχμοῦ γάρ ἐστι κρείττων | ||
ταῖς ῥόαις ἀλλὰ περιφερεῖς μικροὺς δὲ καὶ οὐ πολλῷ μείζους κέγχρου : τὸν δὲ χυλὸν ὑδατώδη τινά , καθάπερ ὁ |
δὲ καὶ τῶν ῥοῶν καὶ εἴ τι ἄλλο μέχρι τοῦ ἄνθους ἀφικνεῖται μόνον . ἐν γὰρ τῇ ἰδίᾳ φύσει τὰς | ||
σὺν δὲ τριάκοντα δραχμαῖς ἔτι καὶ δύο μίσγε ὁλκὰς ἐξ ἄνθους νάμασι πηγὸς ἁλός . καὶ † Ζακορίσου Μούσαις ἰσάριθμον |
ἔνιοι πλεῖστα φέρουσι τῶν φύλλων , αὐτὸς δὲ ὥσπερ ἐκ θάμνου πέφυκε . σχεδὸν δέ τινές φασι καὶ τῶν λιμναίων | ||
πέλοι καταμέστιος οἴνης σὺν δὲ καὶ ἁβροτόνοιο ταμὼν ἄπο καυλέα θάμνου ἢ χλοεροῦ πρασίοιο τὸ δὴ μελίφυλλον ὑδεῦσι : καί |
οὗ φαντάζεσθαι τοὺς πλέοντας τὴν ἀπόκλεισιν τῶν πετρῶν : τμηθεῖσα πεύκη : συνεκδοχὴ , ἀπὸ μέρους τὸ πᾶν . ἀπὸ | ||
δοκεῖ διαμένειν ὥσπερ εἰπεῖν τελείως τῶν ἀπὸ σπέρματος , καὶ πεύκη ἡ κωνοφόρος καὶ πίτυς ἡ φθειροποιός . ταῦτα μὲν |
ἐρεβίνθων ἄλευρον σὺν μελικράτῳ ἑφθῷ , ἢ κολόκυνθα ὠμὴ ἢ κυδώνια ἑφθά . φλεβοτομία ἀπὸ σφυροῦ βοήθημα ὄρχεων φλεγμαινόντων . | ||
καὶ δίδου κοτύλ . αʹ ἢ βʹ . Λαβὼν μῆλα κυδώνια ηʹ βάλλε σκαμμωνίας οὐγ . αʹ καὶ περίπλασσε ἔξωθεν |
: ἀβέβαιος γάρ ἐστιν ὁ βίος οὗτος . ἡμίονος ἐκ κριθῆς παχυνθεὶς ἀνεσκίρτησε βοῶν καὶ λέγων : „ πατήρ μού | ||
τὸ ἀσθενέστερον μεταβάλλειν : ἡ δὲ αἶρα καὶ πυροῦ καὶ κριθῆς ἰσχυρότερον ὥσθ ' ἅμα συμβαίνει καὶ τὸ παρὰ φύσιν |
τελμάτων ψυλλίου τὸ ϲπέρμα μόλυβδοϲ . Ὅϲα λεπτομερῆ . Ἀβρότονον κεκαυμένον ἄγνοϲ ϲκάνδιξ αἰγείρου τὰ ἄνθη ἀκαλήφηϲ ὁ καρπὸϲ καὶ | ||
ϲτέαρ λέοντοϲ καὶ παρδάλεωϲ καὶ ὑαίνηϲ πάνυ καϲτόριον ϲηπίαϲ ὄϲτρακον κεκαυμένον ἔρια κεκαυμένα . Ὅϲα παχυμερῆ . Ἀρνογλώϲϲου ἡ ῥίζα |
μίνθην εὐώδη προσαγορεύουσιν : ἔστι γὰρ ἑτέρα τις οὐκ εὐώδης μίνθη , ἣν δὴ καὶ καλαμίνθην καλοῦσι : δριμεῖαι δ | ||
, εἰ δὲ μή , φυμάτων πλῆρες . ἡ δὲ μίνθη τοσοῦτόν ἐστι κακόν , ὥστε εἰ ἐμβάλοις τὸ γάλα |
πέπειρα , ἄπιοι πρὶν πεφθῆναι , περσικά , ῥοιαί , μέσπιλα , κράνα , προῦμνα , κεράτια , ὁ τῆς | ||
, ὁ πρῖνος ἀκύλους , ὁ κόμαρος μιμαίκυλα , κράνεια μέσπιλα . Πίνους ' ἑκάστης ἡμέρας δι ' ἡμέρας . |
τὸ λίπος ἕψουσι . κατασκευάζεται δὲ οὕτω . χόνδρος ἢ ὄρυζα ἕψεται ἢ σεμίδαλις ἀρκούντως , εἶτα ἀποχεῖται τὸ ὕδωρ | ||
γυναικείοις εἰς ἅπαν ἀναδεδεμένοι . Γίνεται δὲ παρ ' αὐτοῖς ὄρυζα , μέλι , ζιγγίβερι , βήρυλλος , ὑάκινθος , |
ἴσα ἑκάστου ἐν οἴνῳ λευκῷ δίδου πιεῖν . ἄλλο . γίγαρτα σταφυλῆς μελαίνης ξηρὰ λειώσας ἐν οἴνῳ μελαυστηρῷ δίδου πίνειν | ||
αἷμα μεταβαλλόμενον διά τε τὸ ἔξωθεν περικείμενον δέρμα καὶ τὰ γίγαρτα ξηρὰ καὶ ϲτύφοντα τὴν οὐϲίαν ὑπάρχοντα . διό τινεϲ |
βρυωνίας ῥίζα ἢ πρασίου χυλὸς ἢ σμύρνα ἢ κιννάμωμον ἢ ἀριστολοχία ἢ ἄγνου σπέρμα ἢ κυπαρίσσου σφαιρία ἢ σέσελι ἢ | ||
αὐτά . καθαίρει δὲ τὰ ῥυπαρὰ πράσιον μετὰ μέλιτος , ἀριστολοχία σὺν μέλιτι , ἐλαῖαι κολυμβάδες καταπλασθεῖσαι . Ξηραίνοντες καὶ |
κερατίτιδος μήκωνος , λιπαρώτερα δὲ καὶ χαμαίζηλα , βαρύοσμα , πικρὰ ἐν τῇ γεύσει : χυλὸν δ ' ἔχει πολύν | ||
ἁπλῶς , ὃ ἁρμόττει τοῖς νοσοῦσιν : ὁμοίως δὲ καὶ πικρὰ καὶ γλυκέα καὶ θερμὰ καὶ βαρέα τὰ μέν ἐστιν |
ἰάσεις τῷ δακτυλίῳ περιάπτων . Κεκαυμένη δὲ ὅλη καὶ μετὰ σκόρδου ἐνωθεῖσα καὶ συντριβεῖσα , σιδηρᾶ βέλη καὶ ἀκίδας καὶ | ||
ἐλελισφάκου , πρασίου , ἀρτεμισίας , κενταυρίου , δικτάμνου , σκόρδου καὶ πολίου , ὑποτιθεμένης τῆς χύτρας τῷ δίφρῳ , |
, Μο α , Μο κηνγ / : καὶ πάντα κηκις : γίνεται ἄρα τὸ τρίγωνον ʂ με , ʂ | ||
, Μο α , Μο κηνγ / : καὶ πάντα κηκις : γίνεται ἄρα τὸ τρίγωνον ʂ με , ʂ |
Ἀπίων ψιλῶς γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο . | ||
λέγει ὑπὸ πάντων πίπτειν . παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἀστεϊζομένη ἡ ἐλαία φησίν , ἐγὼ φαύλη πάντων τῶν δένδρων εἰμί . |
ἀνώδυνον ἐπίθεμα κατ ' αὐτοὺς τοὺς παροξυσμοὺς χρωμένων : ὀποῦ μήκωνος , κρόκου ἀνὰ ⋖ δ λειώσας μετὰ γάλακτος βοείου | ||
' ἱκανῶς ψύχειν πέφυκεν . οὕτω δὲ καὶ τὸ τῆς μήκωνος σπέρμα καὶ τὸ τοῦ κωνείου , καίτοι τοῦτο σφοδρότατον |
, ὡς πτῶ πτύον καὶ θῶ θύον , οἷον „ κέδρου τ ' εὐκεάτοιο θύου τ ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει | ||
ἀρτίως ἐδηδεσμέναι οἷα ] ὥσπερ καρφεῖα ] ὁ καρπὸς τῆς κέδρου νέον ] νεωστί βεβρωμένα ] κεκομμένα βεβρωμένα ] ἐσθιόμενα |
δὲ βίος ἔστ ' ἀλαζονείας δεόμενος . ἱμάτιον ἐφόρει μαλακὸν ἐρίων Σικελικῶν . τὸ δὲ προσκεφάλαιόν φησιν ἅμα σοὶ βούλομαι | ||
πορφύραν , οὐκ ἐς ἀνθρώπων τροφήν , ἀλλ ' ἐς ἐρίων βαφήν , εἰ μέλλοι μένειν ἡ ἐκ τοῦ ζῴου |
χυλός , θρίδαξ μετρίως , ἴου τὰ φύλλα μετρίως , μηλέας Περσικῆς ὁ καρπός , μύκητες , πολύγαλον , ῥόδινον | ||
καὶ τοῦ κιττοῦ : τὰ δὲ φυλλώδη , καθάπερ ἀμυγδαλῆς μηλέας ἀπίου κοκκυμηλέας . καὶ τὰ μὲν μέγεθος ἔχει , |
ἐπὶ τοῦ εἰς ὄξος μεταβάλλοντος οἴνου καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ὄμφακος εἰς γλυκὺν χυμὸν μεταβαλλούσης σταφυλῆς ἢ τοῦ ἄλλοτ ' | ||
“ εὗδον Βορέω ὑπιωγῇ . ” ὑποπερκάζουσι μεταβάλλουσιν ἀπὸ τοῦ ὄμφακος . ὑπεκπροθέων ὑπεκτρέχων . ὑπὲρ τοκήων κατὰ τῶν γονέων |
ἀλφίτων εὖ κατωπτημένων ἐπιτήδειος : λαχάνων δὲ σεῦτλον καὶ ῥάφανος ἑφθὴ καὶ κεφαλωτὸν πράσον δυσὶν ὕδασιν ἀπογλυκανθὲν καὶ κράμβη κάθεφθος | ||
, ἄγριον πήγανον , ὀρνίθων κατοικιδίων ἐγκέφαλοϲ , πάνακοϲ ῥίζα ἑφθὴ ϲὺν οἴνῳ , ἀγαρικοῦ ⋖ α , ἀρκευθίδεϲ , |
. . . . . δραχ . βʹ . ἡ χαλβάνη μετ ' ἀμυγδάλων λειοῦται κατ ' ἰδίαν καὶ ἀναλαμβάνεται | ||
οἷόν ἐϲτι τὸ καϲτόριον ἐλλύχνιον ἐϲβεϲμένον πίϲϲα : ὑγρὰ ἄϲφαλτοϲ χαλβάνη : καὶ ὑποθυμιώμενα δὲ διεγείρει τοὺϲ ληθαργικούϲ : λίθοϲ |
λεκάνην . τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος . καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος . ῥόδα μ ' εἴρηκας . καὶ βωμολόχος . κρίνεσι στεφανοῖς | ||
γε λευκὰ πικρὰ καὶ κακώδη παλαιούμενα καὶ οὐχ ὥσπερ τὰ ῥόδα διατηρεῖ τὴν εὐοσμίαν ἀποξηραινόμενα μέχρι οὗ ἂν ἐκλίπῃ : |
, τεταρταῖον καὶ πάντα πυρετὸν ἰάσεις . Ταύτης καυθείσης ἡ τέφρα σὺν ἐλαίῳ ἐπιχριομένη , μυρμηκίας χειρῶν καὶ ποδῶν ἀνασπᾶν | ||
τῶν ἀρχαίων . . πειθόμενος ] πεισθείς , καταπειθόμενος . τέφρα ] ἡ στάκτη . , ἰδιωτικῶς πεπελᾶ . τέφρᾳ |
. Εὔζωμον , μάραθρον , ἄνηθον , σμύρνιον ὁμοίως , σέλινον , σήσαμον , σικύου σπέρμα , κάχρυ , σμύρνα | ||
ἀγώνων , οἷον Ὀλυμπίων κότινος , Πυθίων δάφνη , Νεμέων σέλινον χλωρὸν , Ἰσθμίων σέλινον ξηρόν . δᾶμον Ὑπερβορέων : |
γλυκύτατον ἐκ δρυπεποῦς μάλιστα τοῦ καρποῦ . Κασία , κηκὶς ὀμφακῖτις : στοιχὰς ῥώννυσι τά τε σπλάγχνα πάντα καὶ πᾶσαν | ||
ἄξομεν τὸ ἕλκος : ἐπιτήδεια δ ' εἰς τοῦτο κηκὶς ὀμφακῖτις καὶ τὰ τῆς ῥοιᾶς λέμματα μετρίως ξηραίνοντα . ὅσα |
. ἢ ὥς τις εἶπεν , ὅτι : λεπταῖς ὑπεσύριζε πίτυς αὔραις : περὶ μὲν δὴ τὴν λέξιν οὕτως . | ||
κυπάρισσος , δάφνη , μηλέα , σφένδαμνος , ἐλάτη , πίτυς . ταῦτα δὲ μεταφυτευόμενα βελτίονα ἔσται . Ἀπὸ δὲ |
. εἰ δ ' ἐπιμένει , κατακλίνας τὸν πάσχοντα καὶ λίτρον ὠμὸν λεῖον ἐμπλάσας εἰς τὸ οὖς , ὄξος δριμὺ | ||
καθαρῷ , δίδου προστίθεσθαι . Ἄλλο : κυκλάμινον ἡμίξηρον , λίτρον , κανθαρίδας , στέαρ , σανδαράκην . Περὶ παρθένου |
αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί , ὃς ἀντὶ δίας ψακάδος Αἰγύπτου πέδον λευκῆς τακείσης χιόνος ὑγραίνει γύας . Πρωτεὺς δ ' ὅτ | ||
τὴν κοινὴν ἐκτροχάσομεν . Δεῖ τοίνυν καρκίνους ποταμίους ἐπὶ κληματίδος λευκῆς ἀμπέλου καῦσαι , καὶ τὴν τέφραν αὐτῶν λειοτριβήσαντα ἔχειν |
μικρότερος γίνηται καὶ ἀμυδρῶς , ἢ μηδ ' ὅλως βλέπῃ τραχέα δὲ τὰ βλέφαρα λέγεται , ὅταν ἐκστραφέντα ἐναιμότερα φαίνηται | ||
χωρίων , καὶ οὔτε πεδίον οὔτε ὄρος οὔτε τὰ λίαν τραχέα οὔτε χαράδρα ἢ ῥεῦμα ἀποκωλύει αὐτήν , πολλούς τινας |
δ ' ὄγκους μείζους ὥσπερ ἡ ἀμυγδαλῆ καὶ μηλέα καὶ ἄπιος : ἱκανὸν γὰρ καὶ ὁτιοῦν διυγρᾶναι καὶ ἀσθενὲς ποιῆσαι | ||
ἄμπελος : ἐκ δὲ τῶν ἔνων ἐλάα ῥόα μηλέα ἀμυγδαλῆ ἄπιος μύρρινος καὶ σχεδὸν τὰ τοιαῦτα πάντα : ἐκ δὲ |
ποιήεντος ] βοτανώδους ἀειθαλέος δὲ ὅτι ἀεὶ χλωρά ἐστιν ἡ χαμελαία καλουμένη βοτάνη χαμελαίης ] χαμελαία βοτάνη τίς ἐστι βλάστην | ||
μίσυ , χαλκὸς κεκαυμένος , κόκκος Κνίδιος , χάλκανθος , χαμελαία , δαφνίδες , κεδρέα , θεῖον , ἐλελίσφακον , |
ἄλλοι δέ φασι ζῷον εἶναι ὅμοιον κανθαρίδι . ἄλλως : βούπρηστις δὲ ζῷόν ἐστι παραπλήσιον φαλαγγίῳ , ὃ διατίθησι τοὺς | ||
: ζῶα μὲν οὖν ἐστι φθαρτικὰ τάδε : κανθαρὶς , βούπρηστις , σαλαμάνδρα , πιτυοκάμπη , λαγωὸς θαλάσσιος , φρῦνος |
ἀγαγόντες δὲ εἰς τὰς κώμας τοὺς ἁλόντας τοῦ τε χλωροῦ καλάμου καὶ τῆς πόας τὰ πρῶτα ἐμφαγεῖν ἔδοσαν , οἳ | ||
τε τυγχάνουσι μετὰ τὸν ἔμετον λαμβάνοντες ἄκρατον πολὺν , καὶ καλάμου ῥίζης ⋖ βʹ , ἢ κυπείρου τὸ αὐτό : |
πενίας τοῦ ἀνδρὸς ὁμολογουμένοις . . . . : Σίλφιον βοτάνη πολυτί - μητος : ἡ δὲ αἰτία τοιαύτη ἐστί | ||
τῆς σελήνης καὶ τὸν δακτύλιον καὶ τὸ κολλούριον . Ῥάμνος βοτάνη , ἐν παντὶ κλίματι φυομένη , γνωστή , ἀκανθώδης |
μὲν ἡμέρων ἀείφυλλα ἐλάα φοῖνιξ δάφνη μύρρινος πεύκης τι γένος κυπάριττος : τῶν δ ' ἀγρίων ἐλάτη πεύκη ἄρκευθος μίλος | ||
πλείων , ἐλάτη τε καὶ πεύκη καὶ κέδρος , ἔτι κυπάριττος δρῦς καὶ ἄρκευθος : ὡς δ ' ἁπλῶς εἰπεῖν |
ὡϲ ἄλφιτον ἐμπάϲαϲ ὕδατι πότιζε ἢ μαϲτίχηϲ κοχλιάριον α ἢ θρίδακοϲ λευκῆϲ ϲπέρματοϲ κοχλιάρια β . ϲύνθετον δὲ τοῦτο : | ||
ἐντατικὰ τῶν αἰδοίων πίνεται καὶ ἀντιπεπονθέναι γε μάλιϲτα αὐτοῖϲ δοκεῖ θρίδακοϲ ϲπέρμα μεθ ' ὕδατοϲ πινόμενον . ἔνιοι δὲ καὶ |
οὖν ἐπιτήδεια βλίτα , ἀτράφαξυς , μαλάχη , θριδακίνη καὶ κολοκύντη , τῶν δ ' ἄλλων κατ ' ἀρχὰς μὲν | ||
λέγω : βολβός , ἐλαία , σκόροδον , καυλός , κολοκύντη , ἔτνος . καὶ μυρία τοιαῦτ ' εἰπὼν ἐπάγει |
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ | ||
συνθέσει [ ? ] ὀξύνεται : στοιά στοά , ῥοιά ῥοά . Τὰ διὰ τοῦ ΟΙΑ μακρὰ , ὅσα ἀπὸ |
λεπτοκάρυα , καὶ μᾶλλον τὰ βασιλικὰ κάρυα , σηρικά , κράνα , προῦμνα , βάτινα , κάππαρις , καὶ μάλιστα | ||
λεπτοκάρυα , καὶ μᾶλλον τὰ βασιλικὰ κάρυα , σηρικά , κράνα , προῦμνα , βάτινα , μαμαίκυλα , ζίζυφα , |
καὶ σικύων σπέρμα μεθ ' ὕδατος καὶ γλυκὺν Κρητικὸν ἢ ἀβρότονον ἢ ἀψίνθιον ἢ Συριακῆς νάρδου ἀπόβρεγμα ἢ Κρητικῆς τραγοριγάνου | ||
, καὶ ὁ παχὺς καὶ νέος . ὡς ἐν φαρμάκοις ἀβρότονον , σέριφον , ἀφρόνιτρον . Συκάμινα , βάτινα κεφαλαλγῆ |
ἤν τι καὶ μικρὸν τῶν ἰδίων ἐγκαλέσωσι , πολὺς ὁ μόλυβδος , ὁποῖον δή τι καὶ τὸ νῦν , ὡς | ||
πρᾶγμα , καὶ τοσοῦτον ἐοικότας ἀλλήλοις τοὺς βίους , ὅσον μόλυβδος ἀργύρῳ καὶ χαλκὸς χρυσῷ καὶ ἀνεμώνη ῥόδῳ καὶ ἀνθρώπῳ |
ἄπυρον , ϲυκῆϲ φύλλα ξηρά , ἀφόνιτρον , ἀλκυόνιον , Κιμωλία , μυρϲίνη : μετ ' ὄξουϲ χρῶ . ] | ||
τρεῖς εἰσιν ἢ τέτταρες , ἥ τε Μηλιὰς καὶ ἡ Κιμωλία καὶ ἡ Σαμία καὶ ἡ Τυμφαϊκὴ τετάρτη παρὰ ταύτας |
ἕλκη καὶ τὰ κακοήθη πάντα . ἔστι δὲ καὶ ἡ λέκιθος τῶν ὠῶν ἄδηκτος ἑψηθέντων ἢ ὀπτηθέντων . ὅλῳ δὲ | ||
, ἐὰν δὲ τέσσαρας κατὰ τοὺς ἄλλους , ὅλη ἡ λέκιθος ἀντὶ τῆς γῆς ἔσται , οὐ κατὰ τὸ μέγεθος |
ἐξ αὐτῆς ἀναφύσεται πολύκλαδα καὶ πυκνά χλοεροῦ ] τοῦ χλωροῦ χλοεροῦ πρασίοιο : τρία γένη τοῦ πρασίου εἰσί , δηλοῖ | ||
ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , οἱ δ ' ἄφαρ ἔζωον χλοεροῦ θ ' ἅπτοντο νομοῖο . ἤδη καὶ θιάσοισιν ἐμέμβλετο |
: τὰ μὲν αὐτοῦ χρυσόκομα τῶν πτερῶν , τὰ δὲ ἐρυθρά : ἐς τὰ μάλιστα αἰετῶι περιήγησιν ὁμοιότατος καὶ τὸ | ||
πλῆθος ἢ ἀδυναμίαν τῆς ἀπωστικῆς δυνάμεως ὑποφαίνεται . ἐνίοις δὲ ἐρυθρά τινα ἢ πορφύρεα καὶ ἔτι μέλανα ὑποφαίνετκι , ὁποῖα |
μόνον ἦν τοῦτο ὃ λέγεται , ψυχρὰ ἂν ὑπῆρχε καὶ ξηρὰ καὶ διὰ τοῦτο κρᾶσιν θανάτου κομίζουσα νεκρά τε ἂν | ||
τερεβινθίνης χίας δραχμὰς ζ : μυρσινίνου δραχμὰς ρο . Τὰ ξηρὰ κόψας , σήσας , τρῖβε ἐν θυίᾳ μολυβδίνῃ καὶ |
τὰ μύρα κατασκευάζοντας ὡς διαφθείροντας τοὔλαιον : καὶ τοὺς τὰ ἔρια δὲ βάπτοντας ὡς ἀφανίζοντας τὴν λευκότητα τῶν ἐρίων . | ||
δὲ τῶν πτερυγωμάτων καὶ κατὰ τοῦ ἤτρου καὶ τῆς ὀσφύος ἔρια οἰσυπηρὰ ἢ καθαρὰ ἐλαίῳ δεδευμένα ἐπιτιθέσθω , τῇ δὲ |
τραφερὴν ἀνανίσσεται , ἐκ δὲ βολάων ἠελίου φολίδας περιδαίεται , αὖα δὲ γυῖα ἐς πόντον φορέει , τὴν δ ' | ||
ἀλγῇ : καὶ γὰρ τὰ δένδρα , ὅταν κεραυνωθῇ , αὖα γίνεται καὶ τοὺς βλαστοὺς ἀπόλλυσιν . [ ὥσπερ δὲ |
δι ' οἴνου αὐστηροῦ ποθέντα ξηραίνει . ὄρυζα ἐπέχει , ἔλυμος ἤτοι μελίνη , κέγχρος , ταγηνιστά , λάγεια κρέα | ||
ἐξ ἀλφίτων κριθῆς , βρόμος , κέγχρος , καὶ μᾶλλον ἔλυμος , ὄρυζα , κύαμοι χλωροί , μήκωνος σπέρμα , |