| χρήσονται αὐτῷ οἱ ἄνθρωποι περὶ τὰς οἰκείας πράξεις καὶ ἔσται εὐπρόσδεκτος τοῖς λόγοις καὶ διαβήσεται ἡ πρόσταξις αὐτοῦ εἰς τὴν | ||
| πυρί , καὶ ἐξ αὐτῶν σημείοις τισὶ κατανοεῖν , εἰ εὐπρόσδεκτος ἡ θυσία , καὶ ἄλλα τινὰ πρὸς τὰ † |
| ἂν καὶ παγγενεί , πανστρατιᾷ , παναισχές , παμπρασία , πανδαισία , πανθοινία , παγκαρπία , πανοπλία . Ἀντιφῶν δὲ | ||
| στῖφος αὐτῶν φαίνεται καὶ πυκνὸν καὶ γοργὸν ὥσπερ μᾶζα καὶ πανδαισία . Νὴ Δί ' , ἡ γὰρ σφῦρα λαμπρὸν |
| μύθους εἰς οὖς : ἐπὶ τοῦ μὴ ἐπαΐοντος . Νεφέλας ξαίνειν : ἐπὶ ματαίου ἢ ἀδυνάτου . Νοῦς οὐ παρὰ | ||
| δακτύλων τεταμένα γίνονται διὰ τὸ ψύχος . τὰ ἐκ τοῦ ξαίνειν γενόμενα ταῖς γυναιξὶ πάθη ἐν χειμῶνι ξανάα λέγεται , |
| ὀγδοάτης ἀνάγηται νόστος μὲν χρόνιος τότε ἔσται , ἀλλ ' ἐπιτερπής . Καρκίνος αὖ πολλαῖς κεν ἀνιήσειε γαλήναις , ἀλλ | ||
| τὰ βάρη τιθέναι . Ἡ αὐτάρκεια καθάπερ ὁδὸς βραχεῖα καὶ ἐπιτερπής , χάριν μὲν ἔχει μεγάλην , πόνον δὲ μικρόν |
| αὐτὸ δύναμιν , οὐ τῶν φθειρόντων ἔχει , θριδακίναι καὶ βλίτα , ἀτραφάξυες καὶ κολοκύνθαι καὶ μόρα καὶ μηλοπέπονες καὶ | ||
| χλωρὰ κοκκύμηλα ϲυκάμινα ϲυκόμορα θρίδακεϲ ἴντυβοι . μαλάχη δὲ καὶ βλίτα καὶ ἀτράφαξιϲ ὑδατωδέϲτατα λαχάνων ἐϲτίν . κύαμοι χλωροὶ ὑγραίνουϲι |
| . Ἡ δὲ τροφὴ τὸ μὲν πλέον ἔστω σιτώδης καὶ εὐχυμοτάτη ἐπὶ πάντων , ἁπλουστέρα δὲ καὶ εὐδιοικητοτέρα ἐπὶ τῶν | ||
| καὶ μαλακὴ τροφὴ πρὸς ὑγείαν ἐστὶν ἐπιτηδειοτάτη , διότι καὶ εὐχυμοτάτη πάντων ἐστίν . αἱ σάρκες τῶν ζῴων , ὅταν |
| ' ἐξοίσει , ἔστ ' ἂν νόωι ? ? ? πεισθῆτε [ μὴ λέγειν ] [ ] ψευδέα Κέρδωνα . | ||
| παρρησίας εἴρηται , τοῖς μὲν πεισθησομένοις ὑμῶν , ἐὰν ἄρα πεισθῆτε , ἔν τε τῷ παρόντι χρήσιμα καὶ εἰς τὸ |
| εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι . Σιτία μὲν οὖν ὑγρότερα ταύταις ἐπιτήδεια , λαχάνων μὲν θριδακίναι | ||
| γῆς ἔντερα ἑφθὰ , μετὰ χυλοῦ τινος τῶν προειρημένων . Σιτία δὲ προσφέρεσθαι τὰ εὔχυμα , καὶ ἄδηκτα , καὶ |
| , τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς κλάδοις ἢ ἄνθεσι δασεῖα . κάλχη δὲ ἄνθος , ἢ τὸ ζῷον , ᾗ βάπτεται | ||
| ὅτι οὐ τέγγομαι τῷ τῶν ἱερείων αἵματι , ὁποῖα ἡ κάλχη , ὅ ἐστιν [ ἱερεῖον ] . . . |
| , Διὸς μεγάλοιο τιθήνη , πολλή τε λιπαρή τε καὶ εὔβοτος , ἧς ὕπερ Ἴδη , Ἴδη , καλλικόμοισιν ὑπαὶ | ||
| νομή νομεῖς , νέμειν κατανέμειν ἐπινέμειν . μηλόβοτος γῆ , εὔβοτος καὶ εὔνομος καὶ εὔχιλος , καὶ εὔχορτα πεδία , |
| εὐθαλέστερον καὶ ἀπαρενόχλητον , δενδρώδη καὶ κατάσκιον , εἰς ὃν χλοερᾶς βοτάνης παμποίκιλον ἄνθος ἐπηύξανεν καὶ διὰ τὴν παρακειμένην ὕλην | ||
| ἐπειδὰν πρὸς ὥραν ἀφίκηται , ἑτοίμως ἔχειν ἱζάνειν καὶ τῆς χλοερᾶς κόμης ἀπόνασθαι , ἀλλ ' οὖν τήν γε γλαῦκα |
| ὀμπνίου τροφός , οὐδ ' ἐργάτης σίδηρος εὐιώτιδος θάλλοντας οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει , ἀλλ ' ἦν ἀκύμων † κωφεύουσα ῥέουσα | ||
| τοῦ Ἡλίου ἵππων φησὶν εἶναι Βακχίου φιλανθέμου Αἴθοπα πεπαίνοντ ' ὀρχάτους ὀπωρινούς : ἐξ οὗ βροτοὶ καλοῦσιν οἶνον αἴθοπα . |
| ὁ τρέφων καὶ αὔξων τοὺς καρπούς . ἢ παρὰ τὸ βορὰ αἴτιος αὔξων τοὺς καρπούς . . . . βόρβορος | ||
| οὗ ὁ μέλλων βόσω , ἀφ ' οὗ βορὸς καὶ βορὰ καὶ βοτήρ . . . . , . : |
| δόμους φυτὸν γέγηθε κόσμον προστιθεὶς ἀγάλματι καλὸν κακίστωι καὶ πέπλοισιν ἐκπονεῖ δύστηνος , ὄλβον δωμάτων ὑπεξελών . [ ἔχει δ | ||
| γῆς , ἀφ ' ἧς ποικίλων λόγων ἰδέας ὁ ἀσκητὴς ἐκπονεῖ : μετὰ γὰρ τοὺς διαλεύκους εὐθὺς τοὺς ποικίλους εἶδε |
| προσήκει αὐτὴν σφόδρα σιμοτομεῖν ἐν τῇ κλαδείᾳ , ἵνα μὴ πολυφόρος οὖσα ταχέως ἀποκάμνῃ . καὶ ἡ ἄμπελος αὐτὴ σφόδρα | ||
| . ἔστι δὲ πᾶσα ἡ χώρα αὕτη πάμφορός τε καὶ πολυφόρος , ἵπποις δὲ καὶ προβάτοις ἀρίστη : ἡ δ |
| οὐχ ὁμοίως δυναμένοις τὰ λεπτότερα τῶν προβάτων θύειν καθέστηκε , καθαγίζειν δὲ τὰ ἱερεῖα ὁμοίως πάντα . σὺν δέ σφισι | ||
| ἀπαρχὰς ἀπονέμειν : καὶ τὰ μὲν παρατιθέναι , τὰ δὲ καθαγίζειν αὐτοῖς : † αὐτὸν δὲ τῆι αὐταρκείαι προσεσχηκότα τὸ |
| . ἀλλοιοῦται δ ' οὐ λίαν , οὐ διὰ τὸ δύσπεπτον αὐτῶν , ἀλλ ' ὅτι καταπίνομεν τε ταχέως οὐ | ||
| ἡ κοιλία γίνεται : τροφήν τε δίδωσιν ὕγραν τε καὶ δύσπεπτον ἅπαν ὄστρεον καὶ πρὸς τὰς οὐρήσεις ἐστὶν οὐκ εὔοδα |
| σχεδὸν γὰρ οὗτος σύμβολος οὐ μόνον εὐφημότατος , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος , [ καὶ ] ὅτῳ ἂν ἐντύχῃ ἀνὴρ εὔνους | ||
| οὐ μόνον αὐτὸς ἀβλαβής ἐστι τοῖς ἀνθρώποις , ἀλλὰ καὶ ὠφελιμώτατος : τοὺς γὰρ ὄφεις καὶ τὰ λοιπὰ ἑρπετὰ συλλαμβάνων |
| δὲ καὶ οἴνου ἀπέχεϲθαι , παραιτεῖϲθαι δὲ δεῖ πάντα τὰ παχύνοντα . ἐπὶ δὲ τῶν νύκτωρ μὲν βέλτιον ὁρώντων , | ||
| μηδὲν βλάπτειν τὰ ναρκωτικὰ τῶν φαρμάκων ἔτι καὶ μᾶλλον ὠφελεῖ παχύνοντα καὶ εἰς πέψιν ἄγοντα καὶ εἰς εὐκρασίαν μεταβάλλοντα τὸν |
| εἰδότι ἐπαγωγότατον κατὰ ἀνάμνησιν . Τίς ἂν οὖν γένοιτο ψυχαῖς εὐωχία λόγων ταύτης προσηνεστέρα ; Χαλεπὸν μὲν εἰπεῖν καὶ ἀντιτάξασθαι | ||
| ΔΑΙΤΑ ΘΑΛΕΙΑΝ , καὶ ΜΟΥΣΑΝ ΘΑΛΕΙΑΝ . Αὕτη δὲ ἡ εὐωχία , καὶ ἡ Χάρις , καὶ ἡ Νηρηΐς , |
| ποιεῖν . ἥδιστον μὲν γὰρ θεαμάτων ἡ διὰ τῶν θηρίων λειτουργία : θηρία δ ' ἂν ἡμῖν ἐκεῖθεν οἰόμεθα πλείστου | ||
| λόγος οὐ λείπεται . ἡ γὰρ δὴ περὶ τὴν ναῦν λειτουργία γέλως , ποιεῖ δὲ ἡ πενία τὸν γέλωτα . |
| ἰσχυρός , ἐάν τε μικρὸς καὶ ἀσθενής , καὶ ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα | ||
| καὶ ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾶλλον , ᾖ δὲ ἄδικος |
| δ ' ἀνέρες ἀλκήεντες Αἴθοπες ἠνορέῃ πίσυνοι πίσυρες τελέουσι . πλεκτὰ σάκη τεύχουσιν ἐϋστρέπτοισι λύγοισι καρτερὰ καὶ πλευρῇσι περίδρομα , | ||
| λέγει τὰ ὀξύβαφα , ἐξ ὧν τοὺς κύβους ἠφίεσαν : πλεκτὰ δὲ ⌈ ἦν Γ [ ἦσαν ] ⌈ καὶ |
| διότι ἡ ῥητορικὴ φύσει μὲν ἀεὶ παρῆν , ἦν δὲ δύσληπτος καὶ οὐ ῥᾳδίαν ἑαυτῆς τὴν χρῆσιν παρεχομένη : διὸ | ||
| στέαρ διδοῦσιν αὐτῷ ἀλείφεσθαι , ἵνα εὐχερῶς ὀλισθαίνειν δύνηται καὶ δύσληπτος ᾖ τῷ ἀνταγωνιστῇ . οὐκ ἀργῶς δὲ τὸ λίπος |
| ἔστιν ἰδεῖν : τοὐναντίον μὲν οὖν εὐπειθεῖ ταῦτα χερσὶ τεχνιτῶν εὔεργά τε καὶ ἐπιτήδεια ποιεῖν , ὅτι καὶ θέλοιεν , | ||
| ἔστιν ἰδεῖν : τοὐναντίον μὲν οὖν εὐπειθεῖ ταῦτα χερσὶ τεχνιτῶν εὔεργά τε καὶ ἐπιτήδεια ποιεῖν , ὅτι καὶ θέλοιεν , |
| γίνονται γυναιξὶ μόναις συμφέρουσιν . ὅρμοι δὲ καὶ ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ | ||
| . ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα . τὸ δὲ μορόεντα ἀντὶ τοῦ μετὰ |
| , καὶ κατὰ μέσον ἔχει νῆσον εὔυδρον καὶ δυναμένην ἔχειν κηπεύματα . καθόλου δ ' ἐμφερέστατός ἐστι τῷ κατὰ τὴν | ||
| τὰ ἔργα γεωργήματα , φυτεύματα , φυτουργήματα ἀμπελουργία ἀμπελουργήματα , κηπεύματα κῆποι , παράδεισοι , ἄλση . καὶ γεωργικοί , |
| , ἀπατηλαὶ αἰσθήσεις , πάθη ἐπίβουλα , κακιῶν ὁ βαρύτατος ἐπιτειχισμός , ἐν ᾧ δὲ οὐδὲν μὲν τῶν ἐπ ' | ||
| , ὁ τὰ ἄψυχα θεοπλαστῶν , ὁ μέγας καὶ δυσάλωτος ἐπιτειχισμός , οὗ τοῖς σοφίσμασι καὶ στρατηγήμασι πᾶσα πόλις δελεάζεται |
| τῶν μεγάλων μυστηρίων . ἱερῶν ] θυσιῶν , ἑορτῶν . μυστοδόκος ⌈ δῆμος [ δόμος ] ⌈ γρ . δόμος | ||
| ⌈ Δημήτερος [ Δήμητρος ] καὶ τῆς Κόρης ἐτελοῦντο . μυστοδόκος ⌈ δόμος [ δῆμος ] ] ὁ δεχόμενος τοὺς |
| μετανοήσετε , καὶ ἐπιστρέψει ὑμᾶς , ὅτι ἐλεήμων ἐστὶ καὶ εὔσπλαγχνος , μὴ λογιζόμενος κακίαν τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων , | ||
| , τί τοσοῦτον παρέβην , ὅσον αὐτὸς δύνασαι συμπαθεῖν , εὔσπλαγχνος καὶ μακρόθυμος ὤν ; οὐδὲν μέγα πάντα τὰ τῶν |
| τινα τῶν ὁρώντων , καὶ ἔοικεν ὡς ἂν εἴποις ἀντὶ περιάπτων τὸ ᾆσμα . ἐκθεοῦνται δὲ ἄρα παρ ' αὐτοῖς | ||
| μάντεις , ἔνιοι δὲ προσδέχονται τὰς ἐπῳδὰς καὶ παντοδαπὰ γένη περιάπτων , καὶ οἱ Ῥόδιοι παραλόγως ἐν πάσαις ταῖς ἐπιβολαῖς |
| γάρ ἐστι τὸ θεωρεῖν , ὑπερορᾶν δὲ τὸ καταφρονεῖν . ὀρνιθευτὴς καὶ ὀρνιθοσκόπος διαφέρει . ὀρνιθευτὴς μὲν γάρ ἐστιν ὁ | ||
| ὑπερορᾶν δὲ τὸ καταφρονεῖν . ὀρνιθευτὴς καὶ ὀρνιθοσκόπος διαφέρει . ὀρνιθευτὴς μὲν γάρ ἐστιν ὁ θηρεύων ὄρνιθας , ὀρνιθοσκόπος δὲ |
| ἡ δυσχερὴς ταῖς χερσὶ λαβέσθαι , καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ἄχερδος , ὡς ὕω ὕδω , δείω δείδω , . | ||
| , ἄχερός τις οὖσα , ἡ δυσχερὴς , τοῦ δ ἄχερδος ' . . . . ἀχερδούσιος : οἷον : |
| στησόμενος ἐπὶ τῶν αὐτῶν , εἰ μειζόνων λάβοιτο χρημάτων : διαβήσεται γὰρ εὐθὺς ἐπὶ πόλεις τε καὶ χώρας καὶ ἔθνη | ||
| . Κροῖσος Ἅλυν διαβὰς μεγάλην ἀρχὴν καταλύσει : ὅτι μὲν διαβήσεται οὐ λέγει , τί δὲ πείσεται διαβὰς λέγει . |
| λαμβάνειν τὴν διάθεσιν : διδόναι δὲ καὶ κρέα ὀρνίθεια καὶ ἄρνεια , δελφάκεια καὶ ἐρίφεια , λιπαρὰ δὲ ταῦτα καὶ | ||
| καὶ πλεῖον τοὺς ἑφθούς : κρέα δ ' ἐρίφεια καὶ ἄρνεια τῶν νέων πάνυ , ὕεια δὲ τῶν ἀκμαζόντων , |
| . στασιώτης Ἀττικοί , στασιαστής Ἕλληνες . στερίφη Ἀττικοί , στερρά Ἕλληνες . σκιμαλίσαι Ἀττικοί , καταδακτυλίσαι Ἕλληνες . σιτίζειν | ||
| καρδίᾳ νεανικόν . σπλὴν βόειος , νεφροὶ ὑικοί , κύστις στερρά : κάτω δὲ ἡ μήτρα μεταξὺ ἀρχοῦ καὶ κύστεως |
| καὶ γῆ καὶ θάλασσατὸ μέγιστον ὁ χαλκός ἐστιν , ὃς ἄφθονος ἀνορυττόμενος αὐτοῦ γεωργεῖται καὶ διαδιδόμενος πανταχοῦ τῆς Ἀσίας τε | ||
| τις μέμψασθαι . ἔστι δὲ ἐνταῦθα τὸ ἀμεμφής ὅμοιον τῷ ἄφθονος . λέγει δὲ ὡς ἐστὶ μέν τις πλούσιος σφόδρα |
| τυγχάνοι . ἔστι δέ τι παράκομμα ταύτης , κυριώτατα φάναι κακοτεχνία , ἣν μηναγύρται καὶ βωμολόχοι μετίασι καὶ γυναίων καὶ | ||
| πάντως τὰ πολλὰ καὶ μεγάλα τέχνην ποιεῖ , ἐπεὶ καὶ κακοτεχνία ἐκ πολλῶν μὲν ἔστιν ὅτε καὶ μεγάλων συνέστηκεν : |
| χειμῶνος ἰδεῖν εἰαρινὸν Στέφανον : ἥδιον δ ' , ὁπόταν κρύψῃ μία τοὺς φιλέοντας χλαῖνα καὶ αἰνῆται Κύπρις ὑπ ' | ||
| τῇ φύσει , σοφισμάτων δεῖ πρὸς τὴν βλάβην , ἵνα κρύψῃ τὸ ἐλλιπὲς ἡ τέχνη , ὅπου δὲ ἀρκεῖ τὸ |
| ποντίαν ἣ καὶ καρπὸν φέρει , καὶ ἡ βάλανος αὐτῆς χρησίμη : τοὺς δὲ σκινθοὺς καὶ κολυμβητὰς λέγειν ὅτι καὶ | ||
| εἴπερ διὰ τὸ πολλὰ καλῶς εἰρῆσθαι τοῖς ποιηταῖς καὶ βιωφελῶς χρησίμη ἐστὶν ἡ προφῆτις γραμματικὴ αὐτῶν , ἐπεὶ πολλαπλασίονα τούτων |
| , ἐὰν μὴ αὐταὶ ἱκαναὶ ὦσι , καὶ αὐτῶν τούτων ἐπιμελήσονται ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται , ἀγρυπνίας δὲ καὶ τὸν | ||
| μὴ πείσονται ἡμῖν , ἀκλεεῖς γενήσονται , εἰ δ ' ἐπιμελήσονται , τάχ ' ἂν τῶν ὀνομάτων ἄξιοι γένοιντο ἃ |
| πλείστη γὰρ ἦν αὐτοῖς , τοῖς Ἕλλησί φημι , σπουδὴ νικητάς τε γενέσθαι καὶ στέφανον ἐν τῇ κεφαλῇ δέξασθαι καὶ | ||
| πλείστη γὰρ ἦν αὐτοῖς τοῖς ἕλλησι , φημί , σπουδὴ νικητάς τε γενέσθαι καὶ στέφανον ἐν τῇ κεφαλῇ δέξασθαι καὶ |
| τὸ δ ' ἐναντίον συνάχθεσθαι καὶ συναλγεῖν : τὸ γὰρ συλλυπεῖσθαι εὐτελές , τὸ δὲ συνανιᾶσθαι ἑτέρας ἐστὶ χρείας . | ||
| , βουλήσεται δηλονότι καὶ τῷ φίλῳ συνδιάγειν καὶ συνήδεσθαι καὶ συλλυπεῖσθαι . τούτου γὰρ δεῖ προσυπακούειν . Εἴρηται μικρὸν ἔμπροσθεν |
| Δαρείῳ ἰδιωτεύοντι δωρησάμενος ἔτυχε τῆς εἰς Σάμον καθόδου . Ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ : ἐπὶ τῶν δεικνυόντων ἀπὸ μικρᾶς | ||
| : τουτέστι τὸ ἄκρον τοῦ πυρὸς ἐσκόπουν , ὃ καλεῖται κέρκος . οἱ δὲ τὴν καρδίαν διὰ τὸ εἶναι πυρώδη |
| ὡς λέγω σοι , σύγχεον . ἰχθὺς ἁδρὸς πάρεστι : τἀντός ἐστι σά . κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι , καὶ | ||
| ὡς λέγω σοι , σύγχεον . ἰχθὺς ἁδρὸς πάρεστι : τἀντός ἐστι σά . κἂν τέμαχος ἐκκλίνῃς τι , καὶ |
| γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες . Τέτταρες δ ' αὐλητρίδες ἔχουσι | ||
| ἐδάκρυεν ἐφ ' ἑκάστῳ τούτων ἀπαλλαττόμενος : καὶ οὔτε τοὺς γαυλοὺς ἀνέθηκε πρὶν ἀμέλξαι , οὔτε τὸ δέρμα πρὶν ἐνδύσασθαι |
| . Παραπλήσιον δέ τι τούτοις καὶ ἐπὶ τῶν ῥιζῶν τῶν ἐδωδίμων ἐστὶν ὧν τὰ μὲν φύλλα σχεδὸν ἄβρωτα διὰ τὸ | ||
| δὲ τὰ ἔλυτρα τῶν καρύων ἐπολυπραγμόνει μή πού τι τῶν ἐδωδίμων ἐναπομεῖναν διέλαθεν , ὁ δὲ τῶν ῥοιῶν τὰ περικάρπια |
| πως ἤδη τοῖς σώμασι , τὰ δὲ ἔτι ἁπαλὰ καὶ ἔνικμα χοῖροι . . . . , : Ἰστέον δὲ | ||
| , μήτε μανὰ ἵνα μὴ διίῃ : ταῦτα δὲ καὶ ἔνικμα καὶ πυκνότητα ἔχει , τὰ δὲ τῆς φιλύρας καὶ |
| ὁμοίως καὶ δι ' οὗ ἐπλάττοντο . εἴρηται δὲ καὶ σεμίδαλις παρά τε Λυκούργῳ τῷ ῥήτορι καὶ πολλοῖς τῶν κωμῳδοδιδασκάλων | ||
| σκληρυνόμενα ἐν τῇ ἑψήσει ἢ ὀπτήσει ἢ τηγάνῳ , καὶ σεμίδαλις χωρὶς μέλιτος διὰ λιπαρῶν ζωμῶν ἐσκευασμένη , καὶ ἴτρια |
| ποιεῖται , ὅ ἐστι μετατροπὴν λαμβάνει . ἐντροπαλιζομένη ἐπιστρεφομένη . ἐντύνεαι παρασκευάζῃ . ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ . τῶν ἅπαξ εἰρημένων | ||
| φιλομβρότου ἵμερος αἱρεῖ , καί τ ' ἐπὶ χρυσείης γενεῆς ἐντύνεαι ἔργα γαῖαν ἐπὶ ζείδωρον ἄγων εὐκαμπὲς ἄροτρον , ἢ |
| ἢ τῷ νέῳ χαρίζεσθαι , ὅπερ αὐτῷ δοκεῖ ἔνδοξον , πάγκακόν ἐστιν , ἅτε τῷ μὲν δυναμένῳ , τῷ δὲ | ||
| ἢ τῷ νέῳ χαρίζεσθαι , ὅπερ αὐτῷ δοκεῖ ἔνδοξον , πάγκακόν ἐστιν , ἅτε τῷ μὲν δυναμένῳ , τῷ δὲ |
| κατὰ τὸν χρόνον : οὔτε γὰρ ὀξυτονεῖσθαι ἔμελλεν οὔτε φορβειά ζειά : εἰ οὖν τὸ ἀρειά οὐ τίθεται ἐπὶ οὐσίας | ||
| * λιβανωτίδι : εἶδος λαχάνου * ἀπαρίνη : εἶδος φυτοῦ ζειά , εἶδος βοτάνης * πουλυβάτεια : ἄλλη βοτάνη κουλυβάτεια |
| ἀγκυλομήτεω . . . . , . ἀγμούς : τοὺς ὀρεινοὺς καὶ κρημνώδεις τόπους . . . . , . | ||
| Ἀρμενίας πλησίον Γουρανίων καὶ Μήδων , θηριώδεις ἀνθρώπους καὶ ἀπειθεῖς ὀρεινοὺς περισκυθιστάς τε καὶ ἀποκεφαλιστάς : τοῦτο γὰρ δηλοῦσιν οἱ |
| προσφερομένων ἀνεπιτηδειότητα . Ἤτοι γὰρ διὰ ποιότητα τῶν προσφερομένων ἡ πεπτικὴ πάσχειν εἴωθε δύναμις , ἢ διὰ ὑπερβάλλουσαν ποσότητα . | ||
| ἀλθαία . Ἐϲτὶ δὲ μαλάχη ἀγρία διαφορητικὴ χαλαϲτικὴ ἀφλέγμαντοϲ πραϋντικὴ πεπτικὴ φυμάτων δυϲπέπτων , καὶ ἡ ῥίζα δὲ αὐτῆϲ καὶ |
| καὶ τῇ φορᾷ , τότε γίνεται τὸ κακὸν ἀβοήθητον καὶ ἀθεράπευτον . Ποῦ τὸ ἀγαθόν ; Ἐν προαιρέσει . Ποῦ | ||
| διὰ δὲ τὸ ὑπὸ ταῖς ἐρημίαις καταγινομένην αὐτὴν ἄλουτον καὶ ἀθεράπευτον εἶναι , ἐδόκει θηρίον ὑπάρχειν . Ἱστοροῦνται ὄρνιθες γενέσθαι |
| , τρυφαί εἰσι βλαβεραί ; Πᾶσα , φησί , πρᾶξις τρυφή ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ ὃ ἐὰν ἡδέως ποιῇ : καὶ | ||
| ἀντὶ τῶν πατρῴων περίεστι βδελυρία , συκοφαντία , θράσος , τρυφή , δειλία , ἀναίδεια , τὸ μὴ ἐπίστασθαι ἐρυθριᾶν |
| . ἰὼ ] φεῦ . μοῖρα ] τύχη . . πέφρικ ' ] ἐφοβήθην . . πρό γε στενάζεις ] | ||
| κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν . ἰὼ ἰὼ μοῖρα μοῖρα , πέφρικ ' εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς . πρῴ γε στενάζεις καὶ |
| , καὶ σμήνη τίκτουσιν . ἐλελίσφακόν τε καὶ θύμβρα καὶ κύτισσον ἥδισται μελισσῶν τροφαί , τά τε νέα σμήνη προσιζάνει | ||
| , καὶ κάλλιον γάλα ποιήσει , καὶ πολλῷ μᾶλλον , κύτισσον . Τὸ γάλα δὲ μένει ἐπὶ ἡμέρας γʹ , |
| , καὶ σικύας , πέπονας , πράσα , κρόμμυα , σκόρδα : νυνὶ δὲ ἡ ψυχὴ ἡμῶν κατάξηρος , οὐδὲν | ||
| γλυκίζουσαν ὀπώραν καὶ ῥᾳδίως ἀποξυνομένην φευκτέον , κρόμμυά τε καὶ σκόρδα καὶ πράσα καὶ ῥαφανῖδας καὶ γογγυλίδας , ἀλλὰ καὶ |
| πάντα ἐφεξῆς οἰομένους δεῖν λέγειν , ὡς ἂν μή τῳ δοκοίημεν ἀπει - ροκάλως ἔχειν , ταῦτά ἐστιν . ἰσχυρίζεται | ||
| . Τοὺς φίλους ὁποῖοι ἂν ὦσι συντηρεῖν , ἵνα μὴ δοκοίημεν πονηροῖς κεχρῆσθαι ἢ χρηστοὺς παρῃτῆσθαι . , . Εὐήθη |
| . κοινὸν φέγγος τῆς ξεναρκοῦς δίκης ἡ τῶν Αἰακιδῶν πόλις παραδέξαιτο , ὡς ἔστι δίκαιον ξένους ἀποδέχεσθαι . ἕδος δίκᾳ | ||
| τάσιν . διὸ καὶ ἕνεκα τῶν τοιούτων μᾶλλον ἄν τις παραδέξαιτο τὸ τὸ δέ ἐπὶ τοπικῶν ἐπιρρημάτων , πολλοῖσιν γὰρ |
| λέγεσθαι , καὶ ὡς τρόφιμα καὶ τὰ λυτικά , καὶ στατικά , καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια . Ὑγιεινὰ μὲν γὰρ | ||
| ἐπισκεπτικὰ καί , ὡς ἄν τις εἴποι , μετρητικὰ καὶ στατικά . τίς λέγει ταῦτα ; μόνος Χρύσιππος καὶ Ζήνων |
| ἀξιωματικὰ καὶ πολὺ τὸ αὐστηρὸν ἔχει τραχύνει τε ἀλύπως καὶ πικραίνει μετρίως τὰς ἀκοὰς ἀναβέβληταί τε τοῖς χρόνοις καὶ διαβέβηκεν | ||
| , ὁ ἰοβόλος : ἀλλοπαθὲς τὸ σχῆμα , ἐπειδὴ ἄλλως πικραίνει ὁ ὄφις . ἔχις : ὄφις . τάχα : |
| λευκὸν ὑπάρχον . φύεται ἐν γεωλόφοις καὶ εὐγείοις χωρίοις . Πίσσα ὑγρὰ συνάγεται ἐκ τῶν λιπαρωτάτων ξύλων , πεύκης καὶ | ||
| τὴν κατὰ ἀλλήλων ὑποθήγωσι , τὴν θήλειαν ἑκάστῳ παρεστάναι . Πίσσα ναυπηγῶν κάκ ' ἐλέγχεα πάντα καλύπτει : ἐπὶ τῶν |
| δοκεῖ δὲ καὶ ἡ χώρα συμβάλλεσθαι καὶ ὁ τόπος ὁ ἔνικμος πρὸς τὸ διαμένειν . τὰ γὰρ ἐν τοῖς ξηροῖς | ||
| τῶν πυρεσσόντων ἔρευθος καὶ ἡ τῶν ἀγγείων προπάλεια καὶ ὁ ἔνικμος χρὼς καὶ ἡ πλείων θερμασία καὶ ἡ σφοδρότης τῶν |
| Ἕλληνες . εὐθύ Ἀττικοί , ἐπ ' εὐθείας Ἕλληνες . ἐπείσιον Ἀττικοί , ἐφήβαιον Ἕλληνες . ἐρρηφόροι Ἀττικοί , αἱ | ||
| παραγενόμενος δὲ εἰς Ἀθήνας ἤκουσε τῆς θυγατρὸς γυμνῆς τυπτούσης τὸ ἐπείσιον καὶ λεγούσης δίζεο σευ μάλα ἐς θαλερὸν πόσιν ἢ |
| ὁπόταν αὐτῷ καρπὸς ᾖ πολύς , καὶ τοὺς τῆς πτελέας κωρύκους : ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ' ἄττα | ||
| Πᾶς δ ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῦχος ἢ κόϊκ ' ἢ κωρύκους . Πάντως γάρ εἰσι τῶν φίλων ἑνός γέ του |
| ἐστιν , εἰς ὃ τὰ κηρία συνάγεται ἀγγεῖον , ἡ κυψέλη . καπνῷ τυφόμεναι : ἀντὶ τοῦ καπνιζόμεναι : σημαίνει | ||
| τούτου καὶ Εὔπολις ἐν Πόλεσιν καὶ τῷ Πυριλάμπους ἆρα Δήμῳ κυψέλη ἔνεστιν . ἦν δὲ καὶ εὔμορφος ὁ Δῆμος . |
| , ὅπερ ἐστὶ δριμύ , τὴν σύνθεσιν ποιήσας , εἰς σμικρολογίαν , Γ παίζει ἐνταῦθα σμικρολόγον αὐτὸν καὶ ὀξύθυμον λέγων | ||
| οὐ διὰ καρτερίαν καὶ ἀρετὴν τοῦτο ἐποίουν , ἀλλὰ διὰ σμικρολογίαν . ἃ γοῦν ἀπ ' ἐγκρατείας ἐποίουν οὗτοι , |
| τοὺς φρυκτοῖς γνωρίζοντας τὰ ἀλλήλων πάθη , ὅπως τὰ μέρη βοηθῇ , ἄν τι δέωνται ἀλλήλων . Ἂν δὲ μὴ | ||
| δαίμονα λέγει αὐτὸς τὸ θεῖον . ὅταν γὰρ τὸ θεῖον βοηθῇ καὶ πάντα τὰ καλὰ χορηγῇ , χρεία φίλων οὐκ |
| Ἀπόλλωνός ἐστι , καὶ ὁ τοῦδε τοῦ θεοῦ ἱερεὺς κρέα μόσχεια διασπείρει τῶν τῷ θεῷ τεθυμένων , ὀρφῴ τε οἱ | ||
| τὴν αὐτὴν τράπεζαν κρέα ἄρνεια , ἐρίφεια , χοίρεια , μόσχεια , ὀρνίθεια , σὺν πολλοῖς ἄρτοις τοῖς μὲν πυρίνοις |
| καὶ ὕδωρ πᾶν βραδύπορόν ἐστιν . Περσικά , ἀρμένια καὶ πραικόκκια : καὶ πᾶσι δὲ τοῖς ὡραίοις ἐδέσμασιν , ὅσα | ||
| ὑπάρχει , λέλεκται πρόσθεν . ἔστι δ ' ἀμείνω τὰ πραικόκκια τῶν ἀρμενιακῶν . Ὅσα μὲν στύφει τῶν μήλων , |
| ὡς οἱ ἐν ὅλμῳ κοιμώμενοι μαντικοὶ γίνονται . ἔνρινον καὶ ἔρρινον : ἄρωμα , ᾧ τὰς ῥῖνας ἐνεχρίοντο . ἐξούλης | ||
| τοῖς πυρικαύστοις ἁρμόττειν . ὁ δὲ χυλός ἐστι μὲν καὶ ἔρρινον , καὶ τὰ χρόνια δὲ τῶν ὤτων ἰᾶται ῥεύματα |
| ἄκρως Ὅμηρος τὰς τοιαύτας διαφοράς . εὔμορφος εὐειδοῦς διαφέρει . εὔμορφος μὲν γάρ ἐστιν ὁ τὴν μορφὴν εὖ ἔχων , | ||
| εὐμορφότερός εἰμι , ὦ Μένιππε ; Οὔτε σὺ οὔτε ἄλλος εὔμορφος : ἰσοτιμία γὰρ ἐν ᾅδου καὶ ὅμοιοι ἅπαντες . |
| Ἑλληνικοῦ παντὸς ἐν αὐτῇ , φασί , τῇ ἀποβάσει ; Εὔηθες τουτί σοι , ξένε , ψυχαῖς γὰρ θείαις οὕτω | ||
| λέγειν ἀληθεῖς εἶναι καὶ τὰς τῶν παρορώντων καὶ παρακουόντων . Εὔηθες γὰρ ἂν ἦν τὸ λεγόμενον , ὡς ὁ παρορῶν |
| τὰ γὰρ ἆθλά οἱ κλεινὰ καὶ ἦν καὶ ἐδόκει , κότινος Ὀλυμπικὸς καὶ Ἰσθμικὴ πίτυς καὶ δάφνη Πυθική , καὶ | ||
| κάμινος : ἴκτινος : κύμινος : κυκλάμινος : κόφινος : κότινος : διὰ τοῦ ι γραφόμενα , εἰ καὶ μὴ |
| τὸ θρόνος : θρόος ὁ φθόγγος : θρόννα ἄνθεα , βάμματα , διὰ τοῦ ο μικροῦ γραφόμενα . Ἡ υ | ||
| ἢ μεθ ' ἑτέρων ἀντιτέχνων , ἵνα ὁποιαοῦν ἀποδιδῶται τὰ βάμματα ταῖς γυναιξίν ; ἀγαπήσουσι γὰρ ὠνούμεναι κἂν ὀλίγῳ βελτίω |
| δακτύλου τὸ πάχος . Ἄλιμος θάμνος ἐστὶ φραγμίτης , ὅμοιος ῥάμνῳ , οὐκ ἔχων ἀκάνθας : φύλλα ἐλαίᾳ παραπλήσια , | ||
| ἡ δὲ ἄγνος λύγος καὶ αὐτὴ κατὰ ταὐτά ἐστι τῇ ῥάμνῳ . τοῦ Ἀσκληπιοῦ δὲ οὐ πόρρω τρόπαιον ἕστηκε , |
| Ψύλλων θεραπεύεται . ἀντιπαθὴς δὲ τῶι κινάδηι ἐστὶν ἡ κατοικίδιος γαλέα : ταύτης γὰρ οὔτε τὴν ὀσμὴν οὔτε τὸ εἶδος | ||
| δὲ καὶ πρὸς τῶι φωλεῶι εὕροι , διασπαράσσει τοῦτον ἡ γαλέα . αὕτη τῆς ἀντιπαθείας ἡ ἐνέργεια . . . |
| νέφη : ἐὰν δὲ γεύσωνται τῶν προειρημένων , ἴσασιν οἱ Ἑνετοὶ ὅτι ἄρα αὐτοῖς πρὸς τοὺς ὄρνιθας τοὺς προειρημένους ἔνσπονδά | ||
| νέφη , ἐὰν δὲ γεύσωνται τῶν προειρημένων , ἴσασιν οἱ Ἑνετοὶ ὅτι ἄρα αὐτοῖς πρὸς τοὺς ὄρνιθας τοὺς προειρημένους ἔνσπονδά |
| . . . οὐγγ . ζʹ . ἔνεστι δέ σοι πολύχρηστον τὸ φάρμακον ποιεῖν , ποτὲ μὲν ἐκλύοντι αὐτοῦ τὴν | ||
| ξηρὰ λεῖα καὶ ἀποτίθει εἰς πυξίδα θαρρῶν : ἔστι γὰρ πολύχρηστον τὸ βοήθημα : οὐ μόνον γὰρ χολὴν , ἀλλὰ |
| ὅμοιον τῷ Ϛʹ : τὸ ζʹ ” ἐν τελεταῖς ἁγίαις ἀναδείκνυται “ δακτυλικὸν ὅμοιον τῷ ζʹ : τὸ ηʹ ” | ||
| ] ἤγουν ὁ διδάσκαλος . τελεταῖς ] ἑορταῖς τῶν μυστηρίων ἀναδείκνυται ] ἀναφαίνεται . , ἀποφαίνεται . δωρήματα ] ἀναθήματα |
| μεμφόμενος λέγει : ἡ γνῶσις φυσιοῖ , ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ . Ὁ γὰρ νομίζων εἰδέναι τι ἄνευ γνώσεως ἀληθοῦς | ||
| ἡ οἰκοδομικὴ ἐν αὐτῇ . ἀλλ ' ὥσπερ ὁ οἰκοδόμος οἰκοδομεῖ , οὐχ ἡ τέχνη , καὶ ὁ κιθαριστὴς κιθαρίζει |
| χόνδρος , πτισάνη καλῶς ἡψημένη , κύαμοι : κάστανα οὐ κακόχυμα . σῦκα πέπειρα καὶ σταφυλὴ πέπειρος κρεμασθεῖσα ἄμεμπτα . | ||
| καὶ ὅσα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ ζῴων κητωδῶν , πάντα κακόχυμα . καὶ οἱ ὡραῖοι καρποὶ καλούμενοι πάντες κακόχυμοι , |
| οὐδὲν παρὰ τὴν ἄκανθαν . τὰ δὲ φυλλάκανθα , καθάπερ ἄκανος ἠρύγγιον κνῆκος : ταῦτα γὰρ καὶ τὰ τοιαῦτα ἐπὶ | ||
| κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ ἄνθος ἢ καὶ ὁ καρπὸς ἄκανος ἢ ἀκανῶδες πάντων ἐστί . διαφορὰν δὲ ἔχει ἐν |
| τῷ ὕδατι ἰτέα κάλαμος , πλὴν τοῦ αὐλητικοῦ , κύπειρον τύφη φλεὼς βούτομος : ἐν δὲ τῷ ὕδατι μόνον σίδη | ||
| σίδη κάλαμος ὅ τε αὐλητικὸς καὶ ὁ ἕτερος κύπειρον φλεὼς τύφη , ἔτι γε μήνανθος ἴκμη καὶ τὸ καλούμενον ἴπνον |
| τοῦ σώματος ἰσχὺς ὑποφθίνει , τοσοῦτον ἡ τῆς διανοίας αὔξεται ῥῶσις . Τίνα τοίνυν παρεισελθὼν ὁ νοῦς ἐξεπαίδευσε τὸν Τηλέμαχον | ||
| γὰρ πόνῳ πραΰνεται πόνος , καὶ ὑγεία , ἔτι δὲ ῥῶσις καὶ θρέψις γίνεται σωμάτων διὰ πόνων , τέχνας τε |
| . πρῶτον δὲ τὸ εἰδικὸν καὶ τὸ ὑλικὸν ἔταξεν ὡς συντεταγμένα τῷ πράγματι , καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἡμῖν γνωριμώτερα | ||
| ἀσφάλειαν οὕτως ἐπιφέρεν , αἴκα σύνθετος ἁ πολιτεία ᾖ καὶ συντεταγμένα ἐκ πασᾶν τᾶν ἀλλᾶν , λέγω δὲ οὐ τῶν |
| ξυμβαλόντας ἀλλήλοις εἰς μάχην οὐκ ἂν ἅπερ ἔπαθον ἐμαντεύσατο ; ξυναυλίαν δὲ δορὸς λέγει τὴν ἕνωσιν καὶ τὴν συμβολὴ τοῦ | ||
| Ἴαινα ἱερόλας ἱκτορεύσομεν ἐν στερνομάντεσι ὡς ἐπιψάλλειν βίδην τε καὶ ξυναυλίαν ˘ – βοᾷ τις , ὤ : ἀκούετ ' |
| ' αὖτε διέτμαγον : ἤτοι Ἰήσων εἰς ἑτάρους καὶ νῆα κεχαρμένος ὦρτο νέεσθαι , ἡ δὲ μετ ' ἀμφιπόλους . | ||
| : κωκύει . κνυζεῖ : κνυζεῖν ἐστι τῶν κυνῶν . κεχαρμένος : χαιρόμενος . λιβραί : αἱ βισζάνουσαι . Σκιρτεῦσι |
| ἡμῖν . . . παιδικῶν ἅλις οκως περ ἀρνῶν ἐστι γαλαθηνῶν τε καὶ χοίρων . Σιμωνίδης δ ' ἐπὶ τοῦ | ||
| ἱερείων ὅταν εἰς ταύτην ἀφίκηται τὴν τάξιν , τῶν μὲν γαλαθηνῶν ἐστι σκληρότερα καὶ δυσπεπτότερα , τροφὴν δὲ ξηροτέραν δίδωσιν |
| ἐστι κομιζόμενος ἐκ τῆς βαρβάρου , ὑπόξανθος , παχύς , στύφων ἱκανῶς κατὰ τὴν γεῦσιν . Μαλαβάθρου φύλλον ἐστὶ καλὸν | ||
| ἀμπέλου , ἢ βάτου , ἢ κυνοσβάτου , ἢ μήλων στύφων , ἢ οὔων ἀώρων , ἢ ῥοῦ , τοῦ |
| ὁ Συρακούσιος , Ἡράκλειτος ὁ Μιτυληναῖος . γεγόνασι δὲ καὶ πλάνοι ἔνδοξοι , ὧν Κηφισόδωρος καὶ Πανταλέων . Φιλίππου δὲ | ||
| προσάγειν ἐκ τοῦ ἐμέτου ἐς ἡμέρας πέντε . Ἀλλὰ καὶ πλάνοι καὶ ἀναβάσιες χαλεπαὶ ταὐτὰ σημαίνουσιν . Ποταμῶν διαβάσιες καὶ |
| ἃ ὑπέσχου αὐτοῖς : σοὶ γὰρ ἔγωγε οὐχ ἧττον ἐνόμιζον σύμφορον εἶναι ἀποδοῦναι ἢ ἐκείνοις ἀπολαβεῖν . πρῶτον μὲν γὰρ | ||
| Αἰγυπτίῳ ἐγκαταλιπὼν καὶ τοὺς μεγίστους ὅρκους παραβὰς βασιλεῖ δόξῃ τι σύμφορον ποιῆσαι , οὗτοί εἰσιν οἱ ταῖς μεγίσταις τιμαῖς γεραιρόμενοι |
| περιπεπηγὼϲ φορυτῷ τε καὶ καλάμοιϲ , δριμυτάτη δέ ἐϲτι καὶ θερμαντικὴ ἐγγὺϲ τοῦ καίειν ἔξωθεν προϲτιθεμένη ϲὺν ἄλλοιϲ : εἴϲω | ||
| ἔνιοι δὲ αὐτὴν ψευδοκινάμωμον ὀνομάζουϲιν . Κιρκέαϲ ἡ μὲν ῥίζα θερμαντικὴ καὶ εὐώδηϲ ἐϲτίν , ἥτιϲ ϲὺν οἴνῳ πινομένη ὑϲτέραϲ |
| . ἐμοί , φησί , δοκεῖ , ὅτι ἐν τῷ λιμώττειν ἤρατο καὶ ἐπεθύμει ὀπτοῦ ἀλεύρου , ὅθεν καὶ ὠχρός | ||
| πρὶν ἀρχῆς τινος λαβέσθαι Τουσκιανόν , ὡς ἐν ἐκείνῳ γε λιμώττειν ἐθελήσει . Ὡς ἡδίστη γε ὑμῶν ἡ συνουσία τῶν |
| τῶν κυουσῶν γυναικῶν . ἢ ἐπειδὴ ἀδηφάγον ἡ ὄρνις ἡ κίττα , κιττᾶν λέγοιτο ἂν τὸ ἐπιθυμεῖν . εἴρηται δὲ | ||
| ἀπὸ τῶν κυουσῶν γυναικῶν . ἐπειδὴ ἀδηφάγον τὸ ὄρνεον ἡ κίττα καὶ περίεργον εἰς ἐπιθυμίαν . παμφάγον γὰρ τὸ ὄρνεον |
| εἰς Κρότωνα ἐπεδήμησε , τίνα τε ἔπραξεν ἐν τῇ πρώτῃ ἐπιφοιτήσει , καὶ τίνας λόγους εἶπεν εἰς τοὺς νεανίσκους . | ||
| ἐπιφοιτήσει , τοῦτο ἤδη μαθητέον ἐστί : εἰ γὰρ δὴ ἐπιφοιτήσει γε συνεχέως , φαίην ἂν καὶ αὐτὸς θεῖον εἶναι |
| εὐφυής ἐστιν εἴτε οὐχί εἴτε ἀφυής , δοκιμὴν λάμβανε , δοκίμαζε , δοκίμασον . , ἀπόπειραν ⌈ καὶ δοκιμὴν ποιοῦ | ||
| βραδέως , ὑπηρέτηκά γέ σοι , καὶ λαβὼν τὰ Κέλσου δοκίμαζε . δοκεῖς γὰρ ἐπὶ βασάνῳ μοι μᾶλλον ἢ τοῦ |
| περὶ τῆς τούτου κολάσεως , ἀλλ ' ἐὰν καὶ μὴ κολάζητε τοὺς τοιούτους . κοινῇ μὲν γὰρ ἅπαντας ἀνθρώπους ἠδίκει | ||
| . Ὡς δ ' ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι , ἐὰν μὲν κολάζητε τοὺς ἀδικοῦντας , ἔσονται ὑμῖν οἱ νόμοι καλοὶ καὶ |
| ἀεί . ἅβραν γὰρ ἀντωνούμενος ἐρωμένην , ταύτηι μὲν οὐ παρέδωκ ' ἔχειν , ἔτρεφε δὲ χωρὶς ὡς ἐλευθέραι πρέπει | ||
| ὑψιφρόνων τιν ' ἔκαμψε βˈροτῶν , ἑτέροισι δὲ κῦδος ἀγήραον παρέδωκ ' : ἐμὲ δὲ χˈρεών φεύγειν δάκος ἀδινὸν κακαγοριᾶν |