κακόν : ἄτρωτοι γὰρ οὗτοι : τὰ δὲ τῶν ἀνθρώπων εὐμεταπτωτά φησιν εἶναι . Τοῦ τετάρτου εἴδους ἡ στροφὴ καὶ
κακόν : ἄτρωτοι γὰρ οὗτοι : τὰ δὲ τῶν ἀνθρώπων εὐμεταπτωτά φησιν εἶναι . Τοῦ τετάρτου εἴδους ἡ στροφὴ καὶ
6845269 τοξειας
πάντων τε τῶν : ἄλλων βελῶν ὑπερβολὴν εὗρον μήκει τε τοξείας καὶ βάρει τῶν βαλλομένων , λέγω δὲ οἷον κατά
στρατὸν κούφοις ὅπλοις , τοτέστι τόξοις , καὶ τοὺς ἀπείρους τοξείας , κονταρίοις , κινῆσαι ἐπὶ τὸ κυνήγιον , τῶν
6617276 ἑτοιμης
παντελῶς ἀπίστου : ἑψήματα γὰρ αὐτοῖς χορηγοῦσιν ἔκ τινος εὐτελείας ἑτοίμης γινόμενα , καὶ τῶν ἐκ τῆς βύβλου πυθμένων τοὺς
διδακτῆς τε καὶ αὐτομαθοῦς , τὸ μὲν ἀσθενέστερον διδασκομένης , ἑτοίμης δὲ τὸ ἐρρωμένον . ” Εἰς δὲ τὸν καιρὸν
6415473 Γρυττον
ζημίαν . Γρύττον ] τὸν ῥύπον τῆς πορνείας , ἢ Γρύττον τινὰ πόρνον διαβάλλει . πρωκτοτηρεῖν : πρωκτὸν ἐπιτηρεῖν τῶν
ἔχειν ὅσων πέπονθας ; ὅστις ἔπαυσα τοὺς κινουμένους , τὸν Γρύττον ἐξαλείψας . Οὔκουν σε δῆτα ταῦτα δεινόν ἐστι πρωκτοτηρεῖν
6406163 ἐνοχλουσης
μεγάλην τὴν ἐγγὺς τοῦ πάσχοντος μέρους : κακοχυμίας δὲ μόνης ἐνοχλούσης , καθαρτέον : συνελθόντων δ ' ἀμφοῖν , ἀμφοτέραις
δὲ τοῦ παιδὸς καὶ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῷ σφοδρότερον τοῦ θεράποντος ἐνοχλούσης καιρὸν ἐπιτηρήσας ὃν ᾠήθη καλῶς ἕξειν αὑτῷ , πεῖραν
6360139 πυριγενεταν
. πηδαλίων ] τροπικόν . στόμα ] τῶν ἵππων . πυριγενετᾶν χαλινῶν : τῶν ὑπὸ τοῦ πυρὸς χαλκευθέντων : λέγω
διὰ τοὺς θεούς . εὑρήσεις δὲ καὶ προϊὼν διὰ στόμα πυριγενετᾶν χαλινῶν . οἱ πολλοὶ δὲ ἀγνοοῦντες ἀντὶ τῆς εἰς
6298542 προυπεμπε
τὰς πόλεις νομίσαντος . ὡς δέ ποτε ᾔσθετο , Μιθροβαρζάνην προύπεμπε μετὰ δισχιλίων ἱππέων , Λούκουλλον ἐπισχεῖν τοῦ δρόμου .
κεφάλαιον τοῦ πολέμου , ἐν ᾧ Λεύκιον εἶχε περιειλημμένον . προύπεμπε δὲ καὶ ἑτέρους , ἐμποδὼν εἶναι τοῖς ἀμφὶ τὸν
6211507 μεσογειου
γένος τῶν Πελασγῶν οὕτως ἐφθάρη . Οἱ δὲ διὰ τῆς μεσογείου τραπόμενοι , τὴν ὀρεινὴν τῆς Ἰταλίας ὑπερβαλόντες , εἰς
ὁδὸν Καμαριναίους καὶ Γελῴους : ἔτι δὲ τῶν ἐκ τῆς μεσογείου μεταπεμψάμενοί τινας ἐπ ' Ἀκράγαντος τὴν πορείαν ἐποιοῦντο ,
6193536 δινης
ἐκ λίμνης καὶ ἐκ δίνης , τὸ μὲν οὖν ἐκ δίνης , ἐκ τῆς συστροφῆς τοῦ ῥοῦ , τὸ δὲ
καὶ παρὰ τὸ τὴν ἐναντίαν κινεῖσθαι ἀντισπώμενα ὑπὸ τῆς αὐτῆς δίνης : καὶ παρὰ τὸ περιφέρεσθαι τὰ μὲν διὰ πλείονος
6184329 πυρωσεως
τις ἐκ τῆς μολυβδίτιδος λεγομένης ἄμμου γίνεται χωνευομένης ἄχρι τελέας πυρώσεως , ἡ δ ' ἐξ ἀργύρου , ἡ δ
μήτε παροξυσμοὺς ἐπιφέρων . ρπηʹ . Καῦσός ἐστιν ὁ μετὰ πυρώσεως πολλῆς γινόμενος ἀναστολὴν μηδεμίαν τῷ σώματι παρέχων , γλῶσσαν
6156845 ἀποπιεσματα
, βρύων ] αὔξων καὶ τεθηλώς . στέμφυλα κυρίως τὰ ἀποπιέσματα τῶν ἐλαῶν . Θ περιπτίσματα δὲ τὰ ἐκ τῶν
. στάσιμος , ἰσχυρός . Στέμφυλα . ἐλαιῶν καὶ σταφυλῶν ἀποπιέσματα , οἷς ἀντὶ ὄψων ἐχρῶντο . Στεργέτω , οἷον
6117495 ἐγερθηναι
ἐπὶ ἵππου , ἐπιβάτης δὲ ἐπὶ νηός . ἀναστῆναι καὶ ἐγερθῆναι διαφέρει . ἀναστῆναι μὲν ἐπὶ ἔργον , ἐγερθῆναι δὲ
ἢ κατὰ τὸ εἰωθὸς ᾄδουσαν : τὸν δὲ ὑπὸ καμάτου ἐγερθῆναι μὲν ἀδυνάτως ἔχειν ἐκ τοῦ ὕπνου , ἐνοχλούμενον δὲ
6072751 ἀνωμαλοτητα
: καὶ τὴν ἡμέραν τοσαύτην εἶναι τῷ μήκει . Ἀναξαγόρας ἀνωμαλότητα τοῦ συγκρίματος διὰ τὸ ψυχρομιγὲς ἅμα καὶ γεῶδες :
οὕτω δὴ στάσιν μὲν ἐν ὁμαλότητι , κίνησιν δὲ εἰς ἀνωμαλότητα ἀεὶ τιθῶμεν : αἰτία δὲ ἀνισότης αὖ τῆς ἀνωμάλου
6070969 κατηρεφη
φανται Βάκχαι ἐν Τμώλῳ καὶ Διονύσου τὰ ἐν Λυδίᾳ . κατηρεφῆ δὲ τὴν ναῦν ἀμπέλῳ καὶ κιττῷ φαίνεσθαι καὶ βότρυς
ἐπὶ δὲ τῶι τέλει κορωνίς . γνώμη . ὀρθὸν ἢ κατηρεφῆ ] καταβάλλει γὰρ ἢ ὀρθοῖ . μὴ οὐ ]
6035795 καθεδρας
αἰώρας ἔστω ἐπὶ μὲν πυρετῶν , τῆς διὰ φορείου ἢ καθέδρας γινομένης αἰώρας , τὸ πρῶτον μήτε ἔλαττον σταδίων πέντε
ἥκοντα τῇ εἰσόδῳ τῇ παρ ' αὐτὸν ὑπαναστάς τε τῆς καθέδρας αὐτῷ εἰσιόντι ἐς τὴν σκηνὴν καὶ δεξιὰν δοὺς καὶ
6023967 Νωρικοι
φύλου καὶ Ληπόντιοι καὶ Καμοῦνοι . οἱ δὲ Ὀυινδολικοὶ καὶ Νωρικοὶ τὴν ἐκτὸς παρώρειαν κατέχουσι τὸ πλέον μετὰ Βρεύνων καὶ
ἐπενόησεν . Ἀλλὰ καὶ Νώροπεςἔθνος ἐστὶ Παιονικὸν , νῦν δὲ Νωρικοὶ καλοῦνταικατειργάσαντο χαλκὸν καὶ σίδηρον ἐκάθηραν πρῶτοι . Ἄμυκός τε
6018445 διεξεπεσε
καλούμενα Τέμπη καὶ τὴν Ὄσσαν ἀποσχίσαντος ἀπὸ τοῦ Ὀλύμπου , διεξέπεσε ταύτῃ πρὸς θάλατταν ὁ Πηνειὸς καὶ ἀνέψυξε τὴν χώραν
καὶ τοὺς ἵππους περιϊστάμενοι ἔκοπτον . ἔστι δὲ ἃ καὶ διεξέπεσε διὰ τῶν τάξεων : διέσχον γάρ , ὥσπερ παρήγγελτο
6014345 ἀπειθουντα
ὁ δῆμος ἔδωκέ μοι τὴν Κελτικὴν νόμῳ , καὶ Δέκμον ἀπειθοῦντα τῷ νόμῳ μετελεύσομαι καὶ τοῦ φόνου δίκας ἀπαιτήσω μόνον
ἑκάστοτε παραγωγαὶ γιγνόμεναι μὴ λανθάνωσιν αὐτούς , ἀλλὰ κολάζωσι τὸν ἀπειθοῦντα ἅμα νόμῳ καὶ τῷ θεῷ . ὅσον γὰρ δὴ
6010291 ΔΘΛ
ΗΑ , οὕτως τὸ ὑπὸ ΕΘΖ , τουτέστιν τὸ ὑπὸ ΔΘΛ , πρὸς τὸ ἀπὸ ΔΘ , τουτέστιν ἡ ΛΘ
, τουτέστι τὸ ὑπὸ τῶν ΕΘΔ πρὸς τὸ ὑπὸ τῶν ΔΘΛ , οὕτως τὸ ὑπὸ τῶν ΠΓΒ πρὸς τὸ ἀπὸ
6005681 εὐδιαχυτον
ἀλγοῦν ἐπανάγουσιν ἐὰν μὴ συμπληρωθῶσιν οὐκ εἰσὶν ἀναγκαῖαι ἀλλ ' εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν , ὅταν δυσπόριστοι ἢ βλάβης ἀπεργαστικαὶ
σκληρότητα πλέω καὶ πῆξιν : τὸ δὲ ἄγαν σκληρὸν οὐκ εὐδιάχυτον . Ὃ καὶ ἐπὶ τῆς ἅλω φασί τινες ἂν
6005679 φθειριασεως
σῶμα , τὰ δ ' ἐπὶ πιτυριάσεως καὶ ψώρας καὶ φθειριάσεως ἢ κονίδων ἐνοχλουσῶν . ῥυπτικὰ μὲν οὖν ἐστι νίτρον
ιαʹ περὶ κριθῆς . ιβʹ περὶ λιθιάσεως . ιγʹ περὶ φθειριάσεως . ιδʹ περὶ τριχιάσεως . ιεʹ περὶ φαλαγγώσεως .
6000255 ἀνοιξεως
τὰ δ ' ἄλλα τῶν στοιχείων διὰ βραχείας ἐκφωνήσεως καὶ ἀνοίξεως τοῦ στόματος ἐκφωνοῦνται καὶ ἀπαγγέλλονται . Οὐκ εἶχον δὲ
καὶ ἀφιᾶσι πόρρω τὰς ἀποπνοίας , τὰ δ ' οἷον ἀνοίξεως δέονται τῶν πόρων , ὅθεν διαιρούμενα καὶ κοπτόμενα πάντ
5992705 ἐμφερειας
ἐπὶ τῆς ἐπιγονατίδος . ἀπὸ τῆς ἔξω πρὸς τὴν μηχανὴν ἐμφερείας . διὰ τὸ ἄνω εἶναι τοῦ ἄρθρου τὸ κοῖλον
. οζʹ . Εἴρηται μὲν ἀπὸ τῆς πρὸς τοὺς στάχυας ἐμφερείας ἐκ τῆς τῶν ἐπινεμήσεων γινομένης . εὐχρηστεῖ τε ἐπί
5979062 Γορτυνος
εὐδοκιμοῦν τὰ νῦν ἐνθάδε γένος , τὸ Γορτυνικόν : ἐκ Γόρτυνος γὰρ τυγχάνει ἀπῳκηκὸς ταύτης τῆς Πελοποννησιακῆς . Οὐ τοίνυν
ληγόντων . Πύθιον , τὸ πάλαι μεσαίτατον τῆς ἐν Κρήτῃ Γόρτυνος . οἱ κατοικοῦντες Πυθιεῖς καὶ οἱ τὸ Πύθιον οἰκοῦντες
5964081 συμπτωσεως
τομὴν καὶ τὴν τὰς ἁφὰς ἐπιζευγνύουσαν , ἡ μεταξὺ τῆς συμπτώσεως καὶ τῆς τὰς ἁφὰς ἐπιζευγνυούσης δίχα τμηθήσεται ὑπὸ τῆς
ἐπ ' εὐθείας τῆς παρὰ τὴν πλαγίαν ἠγμένης μεταξὺ τῆς συμπτώσεως τῶν εὐθειῶν καὶ τῶν τομῶν τετράγωνα λόγον ἔχουσιν ,
5957081 ΕΞΖ
μεγίστων κύκλων οὖσαι τῶν παραλλήλων κύκλων περιφέρειαι αἱ ΚΡΛ , ΕΞΖ , ΑΝΒ , ΗΟΘ , ΓΠΔ περιφέρειαί εἰσιν .
τὸ Α στερεὸν τῆς πυραμίδος τῆς βάσιν μὲν ἐχούσης τὸ ΕΞΖ ΟΗΠΘΡ πολύγωνον , κορυφὴν δὲ τὸ Ν σημεῖον .
5956162 συντονιαν
καὶ κατὰ τὴν τοῦ πνεύματος ἐκπύρωσιν τὴν γινομένην διά τε συντονίαν φορᾶς καὶ διὰ σφοδρὰν κατείλησιν : καὶ κατὰ ῥήξεις
ἄπρακτοι καὶ τὴν ἐν τοῖς ἄλλοις μέρεσι τῆς ἡμέρας ἀμβλύνουσι συντονίαν . τὸν μὲν οὖν Ὅμηρόν φησιν ὁ Πλούταρχος ἐπιθέτοις
5949277 γλιϲχροιϲ
: τοῖϲ δὲ ὑπὸ πλήθουϲ λύζουϲιν ἢ ἐπὶ ψυχροῖϲ καὶ γλίϲχροιϲ χυμοῖϲ καϲτόριον δίδου πίνειν δι ' ὀξυκράτου : καὶ
χυμοῖϲ , αἱ δὲ δακνώδειϲ καὶ λεπτύνουϲαι τοῖϲ παχέϲι καὶ γλίϲχροιϲ . θερμαίνειν δὲ ὑποχόνδρια καταπλάϲμαϲιν ἢ αἰονήϲεϲιν οὐ διαπαντὸϲ
5945833 διασκιδνασθαι
ἀπορίαν εἶναι περὶ τὸ στῆθος , ὅταν δὲ εὕρωσιν , διασκίδνασθαι καὶ ἀνακουφίζεσθαι τῆς λύπης . . Α . Δ
Ἰβηρικῷ καὶ Τυρρηνικῷ πελάγει : κἀντεῦθεν κατὰ τὴν ἄλλην θάλασσαν διασκίδνασθαι . Ἱκέσιος δὲ τοὺς μὲν ἐν Γαδείροις ἁλισκομένους πιμελεστέρους
5942249 ἀκροχλιερον
Μάλαγμά τι ἐν ὕδατι ζέσας , ἀποχέας τὸ ὕδωρ , ἀκροχλίερον κλύζειν . Κυπαρίσσου πρίσματα καὶ ἀμάρακον ἐν γλυκεῖ κεκρημένῳ
ἢ ῥοιῆς , ἢ λευκοΐου ῥίζης , ἢ σχοίνου , ἀκροχλίερον , ἢ τὸ διὰ βουτύρου καὶ ῥητίνης καὶ χηνείου
5938817 πορδης
Ἀθηναίων . Οἷον , οἱ δωροδοκούμενοι ἐσιώπων . Βὴξ ἀντὶ πορδῆς : ἐπὶ τῶν ἐν ἀπορίᾳ προσποιουμένων ἕτερόν τι πράττειν
ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιστα μιγνύντων τοῖς αἰσχίστοις . Βὴξ ἀντὶ πορδῆς : ἐπὶ περδόντων καὶ προσποιουμένων βήχειν ἢ γελᾶν .
5928312 λεπρων
θερινὸν διὰ λειχήνων , περὶ δὲ τὸ μετοπωρινὸν τὰ διὰ λεπρῶν , περὶ δὲ τὸ χειμερινὸν τὰ διὰ φακῶν καὶ
ὁμώνυμον ὅτι δυνήσεται θεοὺς ἰδεῖν , εἰ καθαρὰν ἀπό τε λεπρῶν καὶ τῶν ἄλλων μιαρῶν ἀνθρώπων τὴν χώραν ἅπασαν ποιήσειεν
5926880 ἀπολελυμενης
Αἰολικώτερα τὰ τῆς προφορᾶς καθίστατο . ὅθεν οὐδὲ ἐπὶ τῆς ἀπολελυμένης σημασίας δεῖ τὸν τόνον τῆς περισπωμένης τρανότερον προφέρεσθαι ,
περιπατεῖ , οὐδένα εὗροντὸν . αὐτὸν δὴ τρόπον ὑπούσης ἐκφορᾶς ἀπολελυμένης φήσομεν φιλολογῶ , φιλολογεῖς : εἰ μέντοι γε τὴν
5912812 ἀλδησκοντος
θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος , καὶ ἀναλδήσκοντες ἀπὸ χθονός , ἀντὶ τοῦ ἀναδιδόμενοι
δὲ θυμὸς ἰάνθη ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος , ὅτε φρίσσουσιν ἄρουραι : ὣς ἄρα σοὶ Μενέλαε
5905369 λιγυρας
ἡ παροξύνουσά με καὶ παρορμῶσα . ἢ οὕτω : τῆς λιγυρᾶς ἀκόνης ἔχω δόκησιν ἐπὶ τῆς γλώσσης , ἥτις κραίνει
. διὰ τοῦτο ματρομάτορα ἰδίαν λέγει τὴν Μετώπην . ἀκόνας λιγυρᾶς : ἀκόνην ὀξεῖάν φησι τὴν μουσικήν : λιγὺς γὰρ
5904218 ἀθερων
τοῦ καὶ τοῖς θρέμμασι χιλὸν τεταμιεῦσθαι , τῶν ἀχύρων καὶ ἀθέρων ἐκ τῆς τοῦ καρποῦ καθάρσεως διακρινομένων . ἐπιμελητὴν δὲ
: αἶπος γὰρ τὸ ἀκρώρειον . Ἀθερίζειν , ἀπὸ τῶν ἀθέρων , ἢ ἀπὸ τῶν θερίζεσθαι μὴ δυναμένων καρπῶν διὰ
5894138 λεπτολογιας
πλαγίων παροξύνεται . ⌈ σκινδαλαμοὺς [ σκινδαλάμους / ] ] λεπτολογίας . ἰτητέον ] ἄξιόν ἐστι πορευθῆναι . ἔχων ]
βραδὺς ] ἀργός . λόγων ἀκριβῶν σκινδαλμοὺς : λόγων ἰσχνῶν λεπτολογίας , λεπτουργίας : λεπτὰ γὰρ καὶ ἰσχνὰ τὰ τῶν
5893218 τελειοτερας
ἄρχοντα ὑπήκοοι τὸ περὶ πάντα μεγαλεῖον τῆς φύσεως αὐτοῦ καταπληττόμενοι τελειοτέρας οὔσης ἢ κατὰ ἄνθρωπον : οὐδὲ γὰρ ὁμιλίαις ἐχρῆτο
ἀσκηταῖς ἀνάγκη πρότερον ἐντυχεῖν τῇ νεωτέρᾳ παιδείᾳ , ἵνα τῆς τελειοτέρας αὖθις ἀπόνασθαι βεβαίως δυνηθῶσι . παρὸ καὶ μέχρι νῦν
5883248 ξυντομως
ἔσεσθαι γὰρ Περσέων τοῖς ἀρίστοις ἰσότιμον . Σὺ οὖν παραγίνου ξυντόμως . Ἔῤῥωσο . Ἱπποκράτης ἰητρὸς Ὑστάνει Ἑλλησπόντου ὑπάρχῳ χαίρειν
δυσεντερίαι καὶ ὀφθαλμίαι ξηραὶ γίνονται , τοῖσι δὲ πρεσβυτέροισι κατάῤῥοοι ξυντόμως ἀπολλύντες . Ἢν δὲ τὸ θέρος αὐχμηρὸν καὶ βόρειον
5876439 νωθη
σώματος ὁρῶμεν αὐτὸν καὶ ὑπό τι καὶ κυανοῦ προσβάλλοντα , νωθῆ δὲ καὶ ἔχοντα χηλὰς μεγίστας καὶ ταῖς τῶν καρκίνων
προκοπή , ἀδυναμία δὲ ἡ δυσκολία , καθώς φαμεν τὸν νωθῆ ἀδυνάτως ἔχειν πρὸς γεωμετρίας μάθησιν . καὶ αὕτη δὲ
5871793 ἁρματοκτυπον
ἔδεις ' ] ἐφοβήθην . ἀκούσασα ] συνίουσα . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον .
] τὸν ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ἁρμάτων ἦχον . τὸν ἁρματόκτυπον ] τὸν γεγονότα ἀπὸ ἵππων τῶν ἁρμάτων . τὸν
5864465 κιναιδιας
, οἷον ὁ τὰ τύμπανα καὶ τἄλλα τῶν μαλθακῶν ὄργανα κιναιδίας εἰπὼν καὶ Ἀριστοτέλης τὸν ἐλεφαντιστήν : ἢ παρὰ τὰ
ὡς καταπύγων κωμῳδεῖται . φησὶ δὲ ὅτι οὐκ ἀνέξει τῆς κιναιδίας καὶ μαλακίας Πρέπιδος . οὐδ ' ὠστιεῖ Κλεωνύμῳ :
5859704 χαλασθαι
. ἤτοι οὖν τὰς ἡνίας δεκτέον χαλινοὺς εἰρῆσθαι διὰ τὸ χαλᾶσθαι αὐτὰς καὶ πάλιν ἀνέλκεσθαι , ἢ καὶ ἐπὶ τῶν
σύμφυτος ἐνέργεια τοῖς μυσί , τὸ δ ' ἐκτείνεσθαι καὶ χαλᾶσθαι τῶν ἀντιτεταγμένων ἐνταθέντων τε καὶ πρὸς ἑαυτοὺς ἑλκυσάντων γίνεται
5856494 ψυχομενης
γενέσεων ἀναγκαῖον ἀλλοιουμένου τινός , οἷον τῆς ὕλης πυκνουμένης ἢ ψυχομένης , οὐ μέντοι τὰ γινόμενά γε ἀλλοιοῦται , οὐδὲ
χιόνος τῆς ἐν τῆι Αἰθιοπίαι τηκομένης μὲν τῶι θέρει , ψυχομένης δὲ τῶι χειμῶνι . Δημόκριτος τῆς χιόνος τῆς ἐν
5856047 χωριζομενους
ἰδίων ὅπλων , ἀνυπονοήτους δὲ ἔξω τοῦ χάρακος περιστήσας τοὺς χωριζομένους ἁλίσκεσθαι προσέταττεν καὶ ἀνερευνᾶσθαι . Ὅτι καὶ Πομπίσκος κατασκόπους
ἡμέραν . καὶ μὴ μέχρι τῶν δεκαπέντε ἢ εἴκοσι μιλίων χωριζομένους ἐπιποιεῖσθαι τὰς τοιαύτας αἰφνιδίους ἐπελεύσεις , ἵνα φθάζουσιν ἀμφότεροι
5852006 Καλουνται
πόλις ἐστὶν ἐν τῷ ἐνδοτάτῳ τόπῳ τοῦ Ἀραβικοῦ κόλπου . Καλοῦνται δὲ οἱ ἐνοικοῦντες Ἐλάσιοι . Τὸ ἐτάνυσεν οὐκ ἀντὶ
τὸν τελευταῖον ] , ὅπερ ἀναπαίστου μιᾷ ἐνδεῖ συλλαβῇ . Καλοῦνται δὲ ταῦτα πάντα ἀποθέσεις . Παντὸς μέτρου ἀδιάφορός ἐστιν
5843984 ἀναστομωσεως
. καὶ αἵματα μὲν φέρεται , ῥήξεως ἢ διαβρώσεως , ἀναστομώσεώς τε καὶ διιδρώσεως τῶν περὶ τοὺς νεφροὺς φλεβῶν γινομένης
. καὶ αἵματα μὲν φέρεται , ῥήξεως ἢ διαβρώσεως , ἀναστομώσεώς τε καὶ διιδρώσεως τῶν περὶ τοὺς νεφροὺς φλεβῶν γινομένης
5834407 ἱππομαχιας
ἐπεχείρησαν διακωλύειν τοὺς οἰκοδομοῦντας τὸ τεῖχος : γενομένης δ ' ἱππομαχίας συχνοὺς ἀποβαλόντες ἐτράπησαν . οἱ δ ' Ἀθηναῖοι τῷ
κατέβη . γενομένης δ ' αὐτῷ τε καὶ Μιθριδάτῃ τινὸς ἱππομαχίας , ἡττώμενος αὖθις ἐς τὸ ὄρος ἀνέθορεν . ὁ
5832726 κινυρονται
διάδετοι γενύων ἱππείων ] πανταχόθεν δεδεμένοι ἱππικῶν στομάτων . . κινύρονται ] ἀπὸ κινήσεως ποιοῦνται φόβον . . ἠχοῦσιν ἡμῖν
. θ κιννύρονται ] βοῶσι , μηνύουσιν , ἠχοῦσιν . κινύρονται ] πέμπουσι , σημαίνουσι . κιννύρονται ] ἀπηχοῦσι .
5832091 Πρεττανικης
τοῦ συμβεβηκότος Καττιτερίδας ὠνομασμένας . πολὺς δὲ καὶ ἐκ τῆς Πρεττανικῆς νήσου διακομίζεται πρὸς τὴν κατ ' ἀντικρὺ κειμένην Γαλατίαν
* * . . : Αἰβοῦδαι , νῆσοι πέντε τῆς Πρεττανικῆς , ὡς Μαρκιανὸς ἐν Περίπλῳ . Ἔστι δὲ τῆς
5829580 ΗΒΘ
, ἐλλείψει τῆς ἐπὶ τὸ Θ ἀπόγειον ἀποκαταστάσεως τὴν ὑπὸ ΗΒΘ γωνίαν , ἥτις συντεθεῖσα μετὰ τῆς ὑπὸ ΑΖΒ ,
οἵων αἱ δ ὀρθαὶ τξ , τὴν δὲ ὑπὸ τῶν ΗΒΘ τῶν αὐτῶν ξ . συνάγεται οὖν ἡ ΕΗ διὰ
5825987 ἐπαιροντα
οἶμαι , οἷόν τί ἐστι μαστιγοῦσθαι γυμνὸν ἄνω τὰς χεῖρας ἐπαίροντα μηδενὸς ἕνεκα ὠφελίμου ἢ αὐτῷ ἑκάστῳ ἢ κοινῇ τῇ
θεῶν τὸν Ὀρέστην , ὥστε τὸν ὀμφαλὸν ἔχειν αἵματα ἄγος ἐπαίροντα . . . . στροφὴ ἑτέρα κώλων εʹ .
5825544 ἀτροφωτεροι
πολύτροφοι , οἱ δὲ παλαιοὶ τοὐναντίον ἀχυλότεροι καὶ ξηρότεροι καὶ ἀτροφώτεροι , οἱ δὲ μεταξὺ τούτων κατὰ χρόνον τὰς μεσότητας
ὄντες τοιοῦτοι . οἱ δὲ τῶν κηρύκων τράχηλοι εὐστόμαχοι καὶ ἀτροφώτεροι μυῶν καὶ χημῶν καὶ κτενῶν : τοῖς δ '
5822194 εὐστοχιαν
ζόφον ἀποδειχθῆναι ” . καὶ ὁ Νεκτεναβὼ τὴν τῶν λόγων εὐστοχίαν ἐκπλαγείς , „ ἤνεγκας ἡμῖν „ ἔφη ” τοὺς
ἐτύγχανεν , καὶ ᾤετο δήπου μέγα εἶναι αὐτῷ ἀγαθὸν τὴν εὐστοχίαν τῆς βελόνης , οὐχ ἧττον ἢ ὁ Ἀχιλλεὺς τὴν
5822082 Βρεττανιας
ἰσημερινοῦ μοίρας ξα καὶ γράφεται διὰ τῶν βορείων τῆς μικρᾶς Βρεττανίας . κηʹ . ὅπου δὲ ἡ μεγίστη ἡμέρα ὡρῶν
οὗτος τοῦ ἰσημερινοῦ μοίρας νζ καὶ γράφεται διὰ Κατουρακτονίου τῆς Βρεττανίας . ἔστι δὲ ἐνταῦθα , οἵων ὁ γνώμων ξ
5821723 πανσεληνων
τριῶν ἡμερῶν ἢ μετὰ τρεῖς παρόδοις τῶν τε συνόδων ἢ πανσελήνων ἢ διχοτόμων . λεπτὴ μὲν γὰρ καὶ καθαρὰ φαινομένη
τῶν φώτων , ἐπί τε τῶν διχοτόμων μάλιστα καὶ τῶν πανσελήνων καὶ ἀμφικύρτων καὶ μηνοειδῶν , τῆς σελήνης περὶ τὴν
5820531 ἱεροσκοπιας
θεολογίαν ἐπιτετμημένην παρέδωκε , καὶ ἀντὶ τῆς διὰ τῶν θυσιῶν ἱεροσκοπίας τὴν διὰ τῶν ἀριθμῶν πρόγνωσιν παρέδωκεν , ἡγούμενος ταύτην
πανουργίᾳ καὶ φιλοτεχνίᾳ διενεγκεῖν τῶν ἄλλων , καὶ διὰ τῆς ἱεροσκοπίας ἅπαντα εὑρίσκειν καὶ προλέγειν τοῖς ἀνθρώποις . Ὅτι ὁ
5818737 καταψυξιος
, ἄφωνοι , ἐφιδροῦντες , ἐπανενέγκαντες θνήσκουσιν . Αἱ μετὰ καταψύξιος δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον .
δυσφορίαι κάκισται . Κατάψυξις μετὰ σκληρυσμοῦ , ὀλέθριον . Ἐκ καταψύξιος φόβος καὶ ἀθυμίη ἄλογος ἐς σπασμὸν ἀποτελευτᾷ . Αἱ
5812842 διαλειποντα
καὶ τῶν μητρέων νοσεόντων . Ἀλλὰ δεῖ ταύτῃ κατωτερικὰ διδόναι διαλείποντα , καὶ πυριῇν ὅλον τὸ σῶμα , καὶ τὰς
ὑπάρχειν τοῖς διαλείπουσι παρεῖναι , ἴσθι τὸν τοιοῦτον μὴ εἶναι διαλείποντα , ἀλλὰ συνεχῆ . Εἰ δὲ καὶ ἀνώμαλον ποιήσαιτο
5809085 περισχεθεντα
: κρανείας δέ ἐστι ταῦτα , ἰσχυρὰ ἄγαν . εἶτα περισχεθέντα τῷ ἀγκίστρῳ καὶ τὸ δέλεαρ καταπιόντα τὸν σκώληκα ἀνέλκουσι
τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα καὶ κλάδοις περισχεθέντα καὶ ἐμποδίζοντα ἐς τὸν ὠκὺν δρόμον ὑπὸ ῥύμης τὸ
5804685 καταχασμου
χυλῶν ἐπιτιθέναι ἢ τὸ Μνασαίου μάλαγμα , ἔπειτα σικύας μετὰ καταχασμοῦ προσάγειν , τροφὰς δὲ εὐχύμους διδόναι . Ταῦτα μὲν
περὶ τὸ ὀμφαλοῦ μέσον καὶ ἑκατέρωθεν μετὰ πολλῆς φλογὸς ἄνευ καταχασμοῦ . σὺν τούτοις δὲ πᾶσιν ἐμβοείτω τις αὐτῇ τραχυτέραις
5802511 τραχυνουσαν
μορίων τὴν ἀξιωματικὴν καὶ αὐστηρὰν καὶ στιβαρὰν καὶ βεβηκυῖαν καὶ τραχύνουσαν ταῖς τῶν γραμμάτων ἀντιτυπίαις τὰς ἀκοὰς ἀντὶ τῆς λιγυρᾶς
τῶν τοιούτων μελῶν ἐστερημένους , λελωβημένους . λέπραν δὲ τὴν τραχύνουσαν τὸ δέρμα καὶ οἷον ὁρᾶται ἐπὶ τῶν λεπρῶν ,
5801842 ἑλκωσιος
πολλοῖσιν . Ἢν δὲ πρὸς ταύτην τὴν δίαιταν τῆς μὲν ἑλκώσιος καὶ τῆς φλεγμασίης ἀπαλλάσσωνται , ὑγραὶ δὲ ὦσιν αἱ
ἔσω ὀλισθάνει . Ἐπὴν δὲ κνήμης ὀστέα ἀμφότερα καταγῇ ἄνευ ἑλκώσιος , κατατάσιος ἰσχυροτέρης δεῖται . Τείνειν δὲ τουτέων τῶν
5798616 κινδυνωδεις
τοῦ κατὰ φύσιν ῥεύματος ἐπὶ πλείστους σταδίους . Διὸ καὶ κινδυνώδεις εἰσὶν αἱ τῶν πλοίων προσαγωγαὶ καὶ ἐξαγωγαὶ τοῖς ἀπείροις
† συνδραμεῖ τῷ καταγομένῳ χρόνῳ , κλιμακτὴρ μὲν ἰσοθάνατος καὶ κινδυνώδεις αἰτίαι γενήσονται , οὐ παρακολουθήσει δὲ θάνατος διὰ τὸ
5796837 ῥωθωνων
γλώττης ἄκροις τοῖς ὀδοῦσι προσανισταμένης καὶ τοῦ πνεύματος διὰ τῶν ῥωθώνων μεριζομένου , τοῦ δὲ π μύσαντός τε τοῦ στόματος
τὰς κινήσεις καὶ διώξεις . ἢ σκαρθμὸς ὁ διὰ τῶν ῥωθώνων ἀποσπασμὸς τῶν θηρίων : αὗται γὰρ ἐπισπῶνται τοῖς μυκτῆρσι
5795358 ἐπιτεινουσι
θερμαινόντων αὐτοὺς ὠφελεῖν δύναται : τήν τε γὰρ δίψαν αὐτῶν ἐπιτείνουσι τὰ τοιαῦτα καὶ τὸν πυρετὸν ἐξάπτουσι καὶ τὰ φλεγμαίνοντα
δὲ τοὺς διὰ ῥύσιν ληθαργικοὺς εἰς αὐγὴν ἄγοντες τοῖς αὐτοῖς ἐπιτείνουσι τὴν ῥύσιν . πρὸς ταῦτα λέγουσιν : οὐκ ,
5788470 χλωροιϲ
μετὰ ἀνδράχνηϲ ἢ ἀειζώου ἢ κοτυληδόνοϲ ἢ ὑοϲκυάμου ἢ ῥόδοιϲ χλωροῖϲ ἢ ξηροῖϲ ἡψημένοιϲ μετὰ μελιλώτου καὶ φοίνιξι καταχρίομεν ,
' ὕδατοϲ λείῳ ἢ φοίνικι μετ ' οἴνου ἢ ῥόδοιϲ χλωροῖϲ ἢ ξηροῖϲ ἀποβεβρεγμένοιϲ ὕδατι λείοιϲ ἢ ἀλφίτῳ μεθ '
5788355 ἐπειγοντα
τούτων ὅμοια πάσχουσι πνιγμῷ , ἐφ ' ὧν ὡς πρὸς ἐπείγοντα κίνδυνον ἱστάμενοι προσοίσομεν τὸ ποτὸν καὶ πρὸ ἀκμῆς .
καὶ ταῖς Ῥωμαίων ναυσὶν αὐτίκα ταῖς πανταχοῦ χρῆσθαι εἰς τὰ ἐπείγοντα , θαυμάζουσα ἕκαστα ἡ βουλὴ μετὰ προθυμίας ἐξεδέχετο καὶ
5787711 ἀνυδριαν
. Παραπλήσιον δὲ τὸ συμβαῖνον καὶ ὅταν ἐξαυχμῶσι δι ' ἀνυδρίαν , οὐδὲ γὰρ τότε διαδιδόασιν . Βοήθεια δὲ καὶ
: σπανία δὲ καὶ αὕτη διὰ τὰ καύματα καὶ τὴν ἀνυδρίαν : οὐχ ὕει γὰρ ἀλλ ' ἢ δι '
5787564 Δωτιας
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ
5782964 ΓΖΗ
ὅλη ἄρα ἡ ὑπὸ τῶν ΕΖΓ ὅλῃ τῇ ὑπὸ τῶν ΓΖΗ γωνίᾳ ἴση ἐστίν : ἔστιν ἄρα ὡς ἡ ΒΓ
ΗΖΓ , [ καὶ ] ἐκβεβλήσθω ἐπ ' εὐθείας ἡ ΓΖΗ ἐπὶ τὸ Θ σημεῖον , καὶ ἐπεζεύχθωσαν αἱ ΑΗ
5782445 συμμεσουρανησεων
τοῦ ἐξάρματος τῶν πόλων ἡ ΖΒ , διὰ δὲ τῶν συμμεσουρανήσεων τό τε Θ σημεῖον τοῦ ἰσημερινοῦ καὶ ἡ ΘΗ
ἢ νυκτῶν τῆς ἐλαχίστης διαφέρει . παρὰ δὲ τὴν τῶν συμμεσουρανήσεων ἀνισότητα τὸ πλεῖστον πάλιν γίνεται διάφορον ἐπὶ τῶν δύο
5780125 διαστελλομενης
λέγω τὸ μὲν μέσον σημεῖον κατὰ τὴν σύμπτωσιν τῆς ἀρτηρίας διαστελλομένης οὑτωσοῦν ἐπὶ τὰ ἔξω ῥεῖν καὶ πάλιν ἀπὸ τῶν
τῆς ἀποθεραπείας τρόπος οὐκ ἔναιμος , ἀλλὰ συσσαρκωτικὸς ἐπαγέσθω , διαστελλομένης σφόδρα τῆς διαιρέσεως ἢ τῶν διαιρέσεων πρὸς τὸ μὴ
5779965 κλωθειν
τὸ δὲ πολλὸν ἀνέδραμεν αὐτόθεν οἶδος . ἄλλως . Διογενιανὸς κλώθειν ἢ καλῶς αὔξεσθαι ἢ βλαστάνειν . Θέων δὲ ἐν
ἤγουν δεδομένα καὶ εἱμαρμένα , Λάχεσις παρὰ τὸ ἐπιλαγχάνον τινὶ κλώθειν , Ἄτροπος δὲ παρὰ τὸ ἄτρεπτον εἶναι τὸ μέλλον
5779312 πληξαντες
οἱ μύωπες διὰ τὴν ἀντιπάθειαν . εἰ δὲ καὶ φθάσειαν πλήξαντες , ψιμύθιον μετὰ ὕδατος τρίψαντες περιχρίουσιν . Κυτίσσῳ ἢ
τὰς θύρας ἤνοιξαν , ἐξέπτησαν ἀντὶ στρουθίων καὶ πρὸς τάφρον πλήξαντες ἀντανακλάσει τὴν τάφρον ἀντέβαινον : ἀλλ ' ἐμπροσθίως πληγέντες
5777039 ῥευματισμοις
πᾶσαν τροφήν : πολεμιώταται γὰρ αἱ πολυποσίαι τοῖς τῆς γαστρὸς ῥευματισμοῖς . Γνωστέον μέντοι , ὅτι ἐπὶ τῶν μετὰ δήξεως
καὶ ἀποσβέσαι σφοδρὸν καὶ περικαὲς δίψος θέλοιμεν , καὶ ἐν ῥευματισμοῖς , συνδιδομένων δριμέων πολλῶν καὶ χολωδῶν εἰς τὸν στόμαχον
5775342 ἀνακλασθαι
πλήττεσθαι τὸν ἐν τῇ κεφαλῇ ἀέρα , τοῦτον δ ' ἀνακλᾶσθαι εἰς τὰ ἡγεμονικὰ καὶ γίγνεσθαι τῆς ἀκοῆς τὴν αἴσθησιν
τοῦ ἡλίου ἀκτῖσι διὰ τὸ πρὸς ἴσας τε καὶ αὐτὰς ἀνακλᾶσθαι γωνίας . καὶ ἡ ἀνάκλασις δὲ , ὡς ὕστερον
5773110 ἀνωφελων
τοῖς πολεμίοις τιτρώσκωνται . Πρωκτὸς λουτροῦ περιγίνεται : ἐπὶ τῶν ἀνωφελῶν καὶ εἰκῇ πραττομένων ἐλέγετο : οἱ γὰρ παχύπρωκτοι καὶ
τῆς τιμωρίας ἀπότομον ἠλαττωκέναι , ταῖς δὲ πόλεσιν ἀντὶ προστίμων ἀνωφελῶν μεγάλην εὐχρηστίαν περιπεποιηκέναι . τὴν δὲ τῆς εὐσεβείας ὑπερβολὴν
5769589 στραγγως
φυσικὸν δὲ ἐνέργημα καὶ ἡ σύλληψις : δεύτερον , ὅτι στραγγῶς τινὲς καθαιρόμεναι καὶ ὑστερικὰς ὑπομένουσαι θλίψεις συλλήψεσι χρησάμεναι τῶν
συναχθέν , ὅταν χωρισθεῖσαι τῶν σωμάτων ἀπεμέσωσι τὸ αἷμα . στραγγῶς δ ' αὐτῶν ἐμφυομένων , ἀμυκτέον ἐπιπολαίως τοὺς τόπους
5769098 Φυτευεται
βάλανον καλοῦσι , ψαμμώδει γῇ καὶ ψυχροῖς τόποις χαίρει . Φυτεύεται δὲ καὶ διὰ τῶν ἐνρίζων , καὶ διὰ σπέρματος
ἔχοντα . Τὰ κάρυα φυτεύεται τῷ καιρῷ τῆς ἀμυγδαλῆς : Φυτεύεται δὲ καὶ ἀπὸ σπέρματος , καὶ ἀπὸ παρασπά -
5767552 ἐξαρθρηματα
, ὡς ἐπὶ ποδὸς γυμνάζει τὸν λόγον καὶ βούλεται τὰ ἐξαρθρήματα ἡμῖν αὐτοῦ παραδοῦναι . Ὅθεν καὶ ζητοῦσίν τινες ,
ἐξοχὰς ἡ κνήμη , αἵτινες οὐκ ἐῶσιν εὐκόλως γίνεσθαι τὰ ἐξαρθρήματα . οὐ μόνον δὲ ταύταις ἡ φύσις ἠρκέσθη ,
5767310 αἰγειων
καὶ ἄγκιστρα καὶ οὐ πολλή τις τροφὴ καὶ ἀντὶ τῶν αἰγείων ἀσκῶν ξηρᾶς κοιλώματα κολοκύνθης , δι ' ὧν ὡς
δὲ ἄρνεια κουφότερα τῶν ὀΐων , καὶ τὰ ἐρίφεια τῶν αἰγείων , διότι ἀναιμότερα καὶ ὑγρότερα . Ξηρὰ γὰρ καὶ
5761878 τεκμηραμενος
ἐκέλευεν ἡμέρᾳ μιᾷ πάντας ἀποδοῦναι : καὶ ὥριζε τὴν ἡμέραν τεκμηράμενος , ὅτε μάλιστα ἐς τὴν πορρωτάτω πόλιν ἀφίξονται .
νομίζων ἀνάγκας εἴτε καὶ τῆς Καίσαρος γνώμης τι προμαθὼν ἢ τεκμηράμενος . καὶ Μηνόδωρος μὲν αὖθις ηὐτομόλει καὶ τὸν Καίσαρα
5759216 Ῥαιτοι
- ται δὲ τῆς λίμνης ἐπ ' ὀλίγον μὲν οἱ Ῥαιτοί , τὸ δὲ πλέον Ἑλουήττιοι καὶ Ὀυινδολικοί . .
πόλις μεταξὺ Σκυθίας καὶ Ὑρκανίας . τὸ ἐθνικὸν Ῥαιαῖος . Ῥαιτοί , Τυρρηνικὸν ἔθνος . Ῥάκηλος , πόλις Μακεδονίας .
5756329 ὀργιλα
τὰ στήθη , διὸ νωθῆ τε εἶναι καὶ ἄφρονα . ὀργίλα δὲ καὶ ὅλως ὀξύρροπα καὶ εὐμετάπτωτα διὰ τὸ ἐκ
τὰ στήθη : διὸ νωθῆ τε εἶναι καὶ ἄφρονα : ὀργίλα δὲ καὶ ὅλως ὀξύρροπα καὶ εὐμετάπτωτα διὰ τὸ ἐκ
5751802 μαρμαρυγης
: κονταρίοις . καταΐγδην : ὁρμητικῶς . Σμαραγῆς : γράφεται μαρμαρυγῆς . μαρμαρυγῆς : φαντασίας , κινήσεως , ἐκλάμψεως .
πάλιν τῶν νεφῶν φωτὸς ἀναπτομένου καὶ σβεννυμένου ἢ ἐκ πυρὸς μαρμαρυγῆς ἐκπεμπομένης . ὄμβροι δὲ ἐξ ὑγρασίας ἀναδόσεως καὶ νεφελῶν
5749899 πειραθειη
, οὐδὲν δὲ ἀρχαιότερόν ἐστι τῆς ἀντιφάσεως . εἰ οὖν πειραθείη τις ἀποδεῖξαι αὐτήν , τὸ ἐν τῇ ἀρχῇ αἰτεῖται
θεοὶ καὶ μάλιστα τῇ τελευτῇ τιμῆσαι , ὡς ἂν μηδενὸς πειραθείη τῶν χαλεπῶν . ἀνάγκη γὰρ αὐτῷ ἦν προβαίνοντι ἀντὶ
5749785 ἀθεραπευτος
ἐδυσωπεῖτο ἢ ἐνουθετεῖτο , ἀλλ ' ἔτι ἦν ὁ αὐτὸς ἀθεράπευτος , κινοῦσι δίκην : ὅτι διαφθείρει τοὺς νέους καταφρονεῖν
, ἔνθα τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα διήγαγεν ὑπαίθριος , ἀσκευής , ἀθεράπευτος , οὐδὲ τῆς ἀναγκαίας εὐποροῦσα τροφῆς , ὥστε καὶ
5747320 συμπτωσεων
ἐκβαλλομένη συμπεσεῖται ἑκατέρᾳ τῶν ἀντικειμένων , καὶ αἱ ἀπὸ τῶν συμπτώσεων ἐπὶ τὸ Δ ἐφάψονται τῶν τομῶν . ἤχθωσαν γὰρ
ἢ ἀνθωροσκοποῦντος ζῶντας καιομένους , ἐν δὲ τοῖς τετράποσιν ἀπὸ συμπτώσεων καὶ θραυσμῶν καὶ συρμάτων ἀποθνῄσκοντας , τοῦ δὲ Διὸς
5745498 κυρβασιην
καὶ παρ ' ἐλευθέρων γαμοῦσι . . . , : κυρβασίην : τὴν λεγομένην τιάραν . Ἑκαταῖος δέ φησιν ,
ἐν τοῖς Ταγηνισταῖς . . . . . , : κυρβασίην : τὴν λεγομένην τιάραν . Ἑκαταῖος δέ φησιν ὅτι
5743041 μυκτηροκομποις
τῶν Ἑλλήνων , ὥσπερ καὶ ὁ Ἐτεοκλῆς οὗτος . . μυκτηροκόμποις πνεύμασι ] ἡ δοτικὴ ἀντὶ γενικῆς . . τοῖς
πνεύμασι ] τοῖς ἐκ τῶν μυκτήρων σφοδρῶς ἐκπνεομένοις . θΞ μυκτηροκόμποις πνεύμασι ] ταῖς ἐκ τῶν μυκτήρων σφοδρῶς ἐκπνεομέναις πνοαῖς
5741725 μανδατων
. ΙΑʹ . Περὶ μανδάτων καθολικῶν . ΙΒʹ . Περὶ μανδάτων τοῖς τῆς πρώτης τάξεως διδομένων . ΙΓʹ . Περὶ
. Περὶ μανδάτων τοῖς ὑπερκερασταῖς διδομένων . ΙΕʹ . Περὶ μανδάτων τῇ δευτέρᾳ τάξει διδομένων . ΙϚʹ . Περὶ μανδάτων
5741655 ἀνομοιοτητος
ἰσότητος . Ἐλέγομεν γὰρ οὖν . Καὶ μὴν καὶ ὅτι ἀνομοιότητός τε καὶ ἀνισότητος οὐ μετέχει , καὶ τοῦτο ἐλέγομεν
νῦν δὲ οὐκ ἔστιν ὁ διαλεκτικὸς περὶ γένος οὐ τῆς ἀνομοιότητός ἐστιν , ἀλλὰ μᾶλλον τῆς ὁμοιότητος : ἀόριστος γὰρ
5738786 ἀλλασσε
λειώσας ἐπίχριε πτερῷ ἢ βρέχων ῥάκει ἐπιτίθει , καὶ συνεχῶς ἄλλασσε . Τῶν ἑρπήτων οἱ μέν εἰσι φλυκταινώδεις καὶ ὑπέρυθροι
κατασκευαζομένων . τὰ μέντοι σκευάρια μετὰ πρώτην ἢ δευτέραν χρῆσιν ἄλλασσε . Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ , ἐννεακαιδεκάτῃ
5737325 ἑλεων
αὐτοῦ κελεύσαντος ἐπιτελέειν . Ταῦτα μὲν πάντα οἱ κατύπερθε τῶν ἑλέων οἰκέοντες Αἰγύπτιοι νομίζουσι . Οἱ δὲ δὴ ἐν τοῖσι
διῶξαι ψιλώσαντας τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος , ἐκ δὲ τῶν ἑλέων ὁρμώμενον μὴ ἐπιμίσγεσθαι τῇ ἄλλῃ Αἰγύπτῳ . Τὸν δὲ
5729515 Διαλεκτου
ἀπὸ τῆς ῥύσεως . ΣΑΝΝΑΚΙΑ . Κράτης ἐν πέμπτῳ Ἀττικῆς Διαλέκτου ἔκπωμά φησιν εἶναι οὕτως καλούμενον . ἐστὶ δὲ Περσικόν
δοκοῦντος τοῦ ὀνόματος Ἀσιαγενοῦς εἶναι , Κράτης ἐν δευτέρῳ Ἀττικῆς Διαλέκτου , ἐν τοῖς Ὕμνοις τοῖς ἀρχαίοις φάσκων ἀντὶ τοῦ
5729405 Ὀϊστου
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . .
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . Ἵππος
5727453 ἰσχνων
κατὰ χώραν , κἂν ἐμβληθῇ , καὶ μάλιστα ἐπὶ τῶν ἰσχνῶν : εἰ δ ' ὁ σύνδεσμος ἐπιτρέψειεν ἐκπεσεῖν τῷ
δὲ γραῦν . Χαιρεφῶν αὐτόχρημα : ἐπὶ τῶν ὠχρῶν καὶ ἰσχνῶν : καὶ ἐπὶ τῶν διεστώτων ἐκ τῶν ἀδελφῶν σφίσιν
5726305 ἀλεας
πειρῶνται τοῦ μετοικισμοῦ καὶ τῆς ἐπὶ τὸν Νεῖλον ὁρμῆς , ἀλέας τε καὶ χειμερίου συντροφίας πόθῳ τῆς ἐκεῖθι . μελλουσῶν
ἢ εἰς ἣν χαλᾶται ὁ μῦς : ἢ ἀπὸ τῆς ἀλέας τῆς διὰ τὴν καμπὴν τοῦ σώματος . οὕτω Σωρανός
5723320 φιλικοι
ἀνειμένου τύχοιμεν , φεῦ τῶν ὀφθαλμῶν ὡς ἐπαφρόδιτοί τε καὶ φιλικοὶ φαίνονται . καὶ μὴν καὶ κόμης ξανθῆς ἔχει τὸ
καὶ ὅσα δὴ παθαινόμενοι καὶ γράφοντες ὑγροί τινες εἶναι καὶ φιλικοὶ δοκοῦσι . ταῦτα γὰρ ἐν ἄλλοις τε πολλοῖς Ἐπίκουρος
5722451 πεφοβημενους
καὶ ἀνδράσιν οὓς δεῖ ἐλευθέρους εἶναι , δουλείαν θανάτου μᾶλλον πεφοβημένους . Παντάπασι μὲν οὖν . Οὐκοῦν ἔτι καὶ τὰ
' ἀστυγείτονας καὶ συνήθεις ἐκ παλαιοῦ καὶ νῦν ὑπὲρ ὑμῶν πεφοβημένους οἰκειοῦσθε , χρήσασθε τῷ καιρῷ , σκεψάμενοι πρὸς ἅπασι

Back