, ὧν ἡγεῖτο Ἐρίγυιος ὁ Μιτυληναῖος . ἑξῆς δ ' εἱστήκεισαν Θετταλοί , Φίλιππον μὲν ἔχοντες ἡγεμόνα , ἀνδρείᾳ δὲ
, θεωρήσαντες τὰ γενόμενα , τύπτοντες τὰ στήθη ὑπέστρεφον . εἱστήκεισαν δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν , καὶ
πάντων ὧν ἐληλύθει . αἱ δὲ παρθένοι κύκλῳ τοῦ πύργου εἱστήκεισαν τηροῦσαι αὐτόν . λέγω τῷ ποιμένι : Πῶς οὗτοι
τοῦ ἀνθρώπου τούτου ; λέγει ἐκεῖνος , Οὐκ εἰμί . εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν πεποιηκότες ,
7685228 ἑκτορας
τὰ κύματα τοὺς καμπύλους τῆς νεὼς ὀδόντας καὶ τῆς πλημμυρίδος ἕκτορας σχάσας τοὺς ὀδόντας τῆς νεὼς ἤτοι τὰ σίδηρα καὶ
αὐτοῦ : καὶ ἦν ὄχλος πολὺς τελωνῶν καὶ ἄλλων οἳ ἦσαν μετ ' αὐτῶν κατακείμενοι . καὶ ἐγόγγυζον οἱ Φαρισαῖοι
, ἐν αἷσι πρὸς κύνουρα καμπύλους σχάσας πεύκης ὀδόντας , ἕκτορας πλημμυρίδος , σκαρθμῶν ἰαύσεις εἰναφώσσωνα στόλον . καὶ τὴν
ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν τοῦ νυμφίου . πέντε δὲ ἐξ αὐτῶν ἦσαν μωραὶ καὶ πέντε φρόνιμοι . αἱ γὰρ μωραὶ λαβοῦσαι
7662696 ἀειλα
, καὶ ἀείζωον ἕλκος . , . . , . ἄειλα : τὰ πολύσκια χωρία κατὰ στέρησιν τῆς ἕλης .
ἐρριμμένοι ὡσεὶ πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα . τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ , Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς , οἱ δὲ
ἥλιον θάλποντα κἀκχέοντα ? ? ? [ ] βλαστημὸν θέρος ἄειλα ἄνω ποταμῶν ἄχνη . . καπνός ἀπτῆνα , τυτθόν
αὐτοῦ . Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος : ἐφανέρωσεν δὲ οὕτως
7631350 ἡμιξεστον
μεθυούσας . κοτύλη δέ ἐστιν εἶδος μέτρου ὃ νῦν καλεῖται ἡμίξεστον . ἠσπάζοντο : ἐφιλοφρονοῦντο . κυρίως δὲ ἀσπάζεσθαί ἐστι
τοῦ θεοῦ , ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν : καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν , ὅτι πᾶν τὸ
τῆς χειρὸς , ἀλλὰ καὶ εἶδος μέτρου , ὃ ἡμεῖς ἡμίξεστον λέγομεν . λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ πολύποδος
παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον , καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει
7570590 κὠξυρυγχοι
. σκορπίοι τε ποικίλοι γλαῦκοί τε , σαῦροι πίονες . κὠξύρυγχοι ῥαφίδες ἵππουροί τε καὶ χρυσόφρυες . καρκίνοι θ '
ἔστιν ἐμὸν δοῦναι , ἀλλ ' οἷς ἡτοίμασται . Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου .
. μνημονεύει δ ' αὐτῶν Ἐπίχαρμος ἐν Ἥβας γάμῳ : κὠξύρυγχοι ῥαφίδες ἵππουροί τε καὶ χρυσόφρυες . Νουμήνιος δ '
ὃν δ ' ἂν πέσῃ λικμήσει αὐτόν . 〛 Καὶ ἀκούσαντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν
7553329 στεναις
στενωτάτοις μέρεσι τῆς θαλάσσης καὶ τοῖς αἰγιαλοῖς διατρίβοντες καὶ οἰκοῦντες στεναῖς καταδύσεσι καὶ χωρήμασι τῶν πετρῶν , οὗτοι δ '
θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον ; Καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν , καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ . Πρωῒ δὲ
ζητῶν ἑαυτὸν καὶ γένους φυτοσπόρον . εὑρὼν δὲ τλήμων ἐν στεναῖς ἁμαξιτοῖς ἄκων ἔπεφνε Λάιον γεννήτορα . Σφιγγὸς δὲ δεινῆς
καὶ ἀπὸ δυσμῶν πυλῶνες τρεῖς : καὶ τὸ τεῖχος τῆς πόλεως ἔχων θεμελίους δώδεκα , καὶ ἐπ ' αὐτῶν δώδεκα
7536217 γρᾳδια
τραγικὸν πέσημα . πάντων γέ τοι μέτρον ἐστὶ τοὐπιεικές . γρᾴδια μεθύοντα καὶ λυττῶντα . . ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος
, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς : γέγραπται γὰρ ὅτι Ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς . Γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος
καὶ ἕωθεν μὲν εὐθὺς ἦν ὁρᾶν παρὰ τῷ δεσμωτηρίῳ περιμένοντα γρᾴδια χήρας τινὰς καὶ παιδία ὀρφανά , οἱ δὲ ἐν
ἥτις ἐὰν μὴ ἀκούσῃ τοῦ προφήτου ἐκείνου ἐξολεθρευθήσεται ἐκ τοῦ λαοῦ . καὶ πάντες δὲ οἱ προφῆται ἀπὸ Σαμουὴλ καὶ
7530038 δεσμουμενοι
ἀπόδεσμον χόρτου συρφετώδους . ὥσπερ κέραμον : οἱ γὰρ καλῶς δεσμούμενοι κέραμοι δυσχερῶς καὶ μόλις κλῶνται . Γ ἔνδησον ὦ
ἐκείνῃ , καὶ ἔπεσεν , καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη . Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους
μὴ σαλεύηται ὑπὸ τῶν κυμάτων : οἱ μὲν γὰρ λίθοι δεσμούμενοι τοῖς τοιούτοις κάτω συνέχουσιν , οἱ δὲ φελλοὶ ἄνω
εἰς τὴν θάλασσαν λέγων , Οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται Βαβυλὼν ἡ μεγάλη πόλις , καὶ οὐ μὴ εὑρεθῇ ἔτι . καὶ
7506619 ἐνεδρευοντες
μέλλοιεν ἀποδιδράσκειν καὶ ὅθεν καὶ πηνίκα . οἱ μὲν δὴ ἐνεδρεύοντες παρεφύλαττον . Κόνων δὲ προεῖπε τοῖς συμμάχοις ἀσφαλέστερον ἀναχωρεῖν
ἐπικαλεσάμενος τὸ ὄνομα αὐτοῦ . Ἐγένετο δέ μοι ὑποστρέψαντι εἰς Ἰερουσαλὴμ καὶ προσευχομένου μου ἐν τῷ ἱερῷ γενέσθαι με ἐν
τοῖς τελευταίοις τὸν αὐτὸν τρόπον . οἱ δὲ τῶν Ἑλλήνων ἐνεδρεύοντες [ ] , ὡς ἦσαν κατ ' αὐτούς ,
ἐφ ' ὑμᾶς , καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως
7504299 χειραγωγων
ἅπαντα ἑξῆς ἀπέσταλτο ἄν : ” καὶ ἅμα λέγων εἰσῄει χειραγωγῶν τὸν Θεσμόπολιν ἐπερειδόμενον καὶ τοῖς οἰκέταις . ἐγὼ μὲν
Θεσσαλονίκης Ἰουδαῖοι ὅτι καὶ ἐν τῇ Βεροίᾳ κατηγγέλη ὑπὸ τοῦ Παύλου ὁ λόγος τοῦ θεοῦ , ἦλθον κἀκεῖ σαλεύοντες καὶ
εἰ καὶ τυφλοί τινες ἦτε περὶ τοὺς λόγους , ἀντὶ χειραγωγῶν ἐκείνοις χρωμένους κοινωνεῖν τῆς βακχείας . ἀλλ ' οὐκ
τὸν ἐφεστῶτα καὶ διὰ τὸ ψῦχος . συστρέψαντος δὲ τοῦ Παύλου φρυγάνων τι πλῆθος καὶ ἐπιθέντος ἐπὶ τὴν πυράν ,
7500878 διαχρυσοι
δὲ κίονες πεντήκοντα κατεῖχον αὐτήν , οἱ δὲ ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι ἦσαν . καὶ πρῶτοι μὲν Πέρσαι φʹ μηλοφόροι περὶ
ἐὰν διψᾷ , πότιζε αὐτόν : τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ . μὴ νικῶ ὑπὸ
. περιεβέβληντο δὲ ἐν τῷ περιβόλῳ πολυτελεῖς αὐλαῖαι ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι , κανόνας ἔχουσαι περιχρύσους καὶ περιαργύρους . τῆς δ
καὶ οὓς μὲν ἐλεᾶτε διακρινομένους , οὓς δὲ σῴζετε ἐκ πυρὸς ἁρπάζοντες , οὓς δὲ ἐλεᾶτε ἐν φόβῳ , μισοῦντες
7499245 ὑφεντες
. ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες : Ἀρίσταρχος ἀφέντες , Ζηνόδοτος ὑφέντες . . . . . , . . παῖδά
ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἐσμὲν ἀδόκιμοι . εὐχόμεθα δὲ πρὸς τὸν θεὸν μὴ ποιῆσαι ὑμᾶς κακὸν μηδέν , οὐχ ἵνα ἡμεῖς
ἀμοιβῆς . συναψάσθω δὲ Μενάλκας : συνεργάτης ἔστω . βουσὶν ὑφέντες : ταῖς βουσίν , θηλυκῶς : τοὺς μόσχους ταῖς
' οἴκους , διαμαρτυρόμενος Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησιν τὴν εἰς θεὸν μετάνοιαν καὶ πίστιν εἰς τὸν κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν .
7497051 ἀνελκουσι
ἀνασπᾷ τὴν ταπεινοτέραν , οὕτω καὶ οἵδε πρὸς τὴν κλεῖν ἀνέλκουσι τὴν πρώτην πλευράν . Τῶν τοῦ θώρακος μυῶν οἱ
Σίλαν εἰς Βέροιαν , οἵτινες παραγενόμενοι εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων ἀπῄεσαν . οὗτοι δὲ ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ
τὸ κενόν , καὶ κατ ' αὐτοῦ βαίνοντες ἀποδιδράσκουσιν . ἀνέλκουσι δὲ καὶ ἐκεῖνον οὕτως . ἄνωθέν τις τὸν πόδα
: καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν , Χαῖρε , βασιλεῦ τῶν Ἰουδαίων : καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον
7490534 ὑπεδεικνυε
ξίφος τῆς χειρὸς ἀφέντα , ὁ δὲ τὴν κώπην εὐθὺς ὑπεδείκνυε καὶ τῆς μέμψεως ἀπελύετο : καί τις ἀνὴρ Μακεδών
πέτραις , Πέσετε ἐφ ' ἡμᾶς καὶ κρύψατε ἡμᾶς ἀπὸ προσώπου τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ ἀπὸ τῆς ὀργῆς
τοῖς δυσί ; ὁ δὲ τὴν χεῖρα προτείνας τοὺς δύο ὑπεδείκνυε δακτύλους . Ἀφυὴς γραμματικὸς ἐρωτηθείς : Ἡ μήτηρ Πριάμου
καὶ ὁ παράδεισος ἕν , καὶ ἔσονται οἱ δίκαιοι ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς μετὰ τῶν ἀγγέλων μου , καθὼς
7488001 Ἀποκρινου
Γλώττης ἄρχε . Σαυτὸν εὖ ποίει . Εὐπροσήγορος γίνου . Ἀποκρίνου ἐν καιρῷ . Πόνει μετὰ δικαίου . Πρᾶττε ἀμετανοήτως
, Βαβυλὼν ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά , ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου . Καὶ οἱ ἔμποροι τῆς γῆς
Ἀγαθοὺς τίμα . Ἄκουε τὰ προσήκοντα . Αἰσχύνην φεῦγε . Ἀποκρίνου ἐν καιρῷ . Πρᾶττε ἀμεταμέλητα . Μηδενὶ φθόνει .
κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν : ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶνος
7486613 ΤΜ
ΚΛ δύνει ἤπερ ἡ ΛΞ . πάλιν , ἐπεὶ ἡ ΤΜ τῆς ΗΞ μείζων ἐστὶν ἢ ὁμοία , ἔστω τῇ
ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ , ποιῆσαι κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἐλέγξαι πάντας τοὺς ἀσεβεῖς περὶ πάντων τῶν ἔργων ἀσεβείας αὐτῶν ὧν
μείζων ἐστὶν ἡ μὲν ΛΤ τῆς ΝΧ , ἡ δὲ ΤΜ τῆς ΧΞ , ὅλη ἄρα ἡ ΛΜ ὅλης τῆς
καὶ τοὺς κερματιστὰς καθημένους , καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ , τά τε πρόβατα καὶ
7480732 Γερασα
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως .
λέγοντες ὅτι Ἀνασείει τὸν λαὸν διδάσκων καθ ' ὅλης τῆς Ἰουδαίας , καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἕως ὧδε .
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . .
εἰς γῆν Ἰσραήλ . ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν :
7480521 πολυσκια
ἕλκος . , . . , . ἄειλα : τὰ πολύσκια χωρία κατὰ στέρησιν τῆς ἕλης . οὕτως Αἰσχύλος .
Φαρισαῖοι καὶ νομοδιδάσκαλοι οἳ ἦσαν ἐληλυθότες ἐκ πάσης κώμης τῆς Γαλιλαίας καὶ Ἰουδαίας καὶ Ἰερουσαλήμ : καὶ δύναμις κυρίου ἦν
μάλιστα δὲ ἐπὶ ταύτης τῆς λέξεως . ἄειλα : τὰ πολύσκια χωρία κατὰ στέρησιν τῆς ἕλης . οὕτως Αἰσχύλος .
ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη εἰς τὸν Ἰορδάνην ὑπὸ Ἰωάννου . καὶ
7471610 ἐπισκοπης
: ἱκετεύω , ἀμφιπόλει , ἤγουν περιπόλει , περίεπε , ἐπισκοπῆς ἀξίου τὴν Ἱμέραν τὴν πόλιν τὴν πολλὴν ἔχουσαν δύναμιν
Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως , ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες , Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων
ἀμφέπει ποιητικὸν ἀντὶ περιέπει , ἤγουν φυλάττει καὶ κυβερνᾷ καὶ ἐπισκοπῆς ἀξιοῖ . Ἀγλαΐζεται ] Ἤγουν κοσμεῖται . Ἀγλαΐζεται ]
διεπορεύετο κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν ποιούμενος εἰς Ἱεροσόλυμα . εἶπεν δέ τις αὐτῷ , Κύριε , εἰ
7467512 Δωτιας
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ
πεντηκοστὸς δὲ ἀμετανόητος ἐπικατάρατος , ὅτι λευκαίνουν αἱ τρίχας τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ . ἐὰν δὲ ἁμαρτάνῃ γέρων ἄνευ τε τῆς
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ
τοῦ ἄνδρὸς αὐτῆς . ἐἃν της κόψι τρίχας ἀπὸ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς , ἐστὶν ἐπὶκατάρατος . Ὁ δὲ Ἰωάννης εἶπεν
7465525 Λοιπη
εἰρηνικοὺς ἀλλὰ καὶ πολιτικοὺς ἤδη τινὰς αὐτῶν ἀπεργασάμενος τυγχάνει . Λοιπὴ δ ' ἐστὶ τῆς Ἰβηρίας ἥ τε ἀπὸ τῶν
, ἐπώλουν , ἐφύτευον , ᾠκοδόμουν : ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθεν Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων , ἔβρεξεν πῦρ καὶ θεῖον ἀπ
καὶ δρυμῶν ἀβάτων ἐφ ' ἡμέρας πλείους ἐποίησαν μεστήν . Λοιπὴ δ ' ἐστὶ τῆς μεταξὺ Ἴστρου καὶ τῶν ὀρῶν
καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον ἀφ ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξῆλθεν ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ,
7459614 ψαλιδος
τθʹ . Θραῦσίς ἐστιν ἀνώμαλος τριχῶν ἀπόπτωσις παραπλησία τοῖς ἀπὸ ψαλίδος κεκαρμένοις . τιʹ . Ἀτροφία τριχῶν ἐστιν ὑπερβάλλουσα ἰσχνότης
ὁ Ἰησοῦς λέγων , Ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω . οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ . Αὐτῶν
ὑπαρχούσῃ συμβαίνει ἀκολουθεῖν καὶ παρεκτείνεσθαι τὴν ὑγίειαν , καθάπερ τῇ ψαλίδος οἰκοδομίᾳ τὴν ἰσχὺν ἐπιγίνεσθαι . καλοῦνται δ ' ἀθεώρητοι
, ὅτι Ἀπέσταλκαν οἱ στρατηγοὶ ἵνα ἀπολυθῆτε : νῦν οὖν ἐξελθόντες πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ . ὁ δὲ Παῦλος ἔφη πρὸς
7457386 ὠνερ
σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ
καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν . προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπαν , Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας
εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ
πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν ἤρξαντο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ
7444292 διαχρυσους
' οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾶς ἐφαπτίδας , πολλοὶ δὲ καὶ διαχρύσους καὶ ζῳωτάς . ἐπὶ δὲ τούτοις ἕξιππα μὲν ἦν
ὀνοματί σου ψαλῶ . καὶ πάλιν λέγει , Εὐφράνθητε , ἔθνη , μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ . καὶ πάλιν ,
τῶν ἄλλων τοῖς τάχεσι , καὶ σκηνὰς εἰς τὴν πανήγυριν διαχρύσους καὶ πολυτελέσι ποικίλοις ἱματίοις κεκοσμημένας . ἔπεμψε δὲ καὶ
οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ θεοῦ . ὅτε δὲ ἀνέβη
7426816 Ἐκπαγλως
πνεούσης . ἔξοχα : πλέον . δαιτός : εὐωχίας . Ἐκπάγλως : λίαν , ἐξόχως . ἐπιτέρπεται : ἐπιχαίρει .
καὶ πνοὴν καὶ τὰ πάντα : ἐποίησέν τε ἐξ ἑνὸς πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ παντὸς προσώπου τῆς γῆς ,
, χαριέστατον . ὕδωρ : καὶ ἡ θάλασσα ἐκείνη . Ἐκπάγλως : ἐξόχως , ἔξω πάσης γλώττης , λίαν ,
εἰς τιμήν , ἡγιασμένον , εὔχρηστον τῷ δεσπότῃ , εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἡτοιμασμένον . τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῦγε
7426081 λευον
! ! ! ! ! ! ! ] ον . λευον ? ? [ ! ! ! ! ! !
τὸν τόπον , ὅτι πολλάκις συνήχθη Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ . ὁ οὖν Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ
Βάρκα τε καὶ Ἀσρούβα : καὶ τὰς δωρεὰς ἐκέ - λευον αὐτούς , ὅσας μεγάλας Ἀσρούβας τε καὶ Βάρκας αὐτοῖς
οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ . ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν [ αὐτοῦ ] εἶπεν αὐτῷ , Κύριε , ἐπίτρεψόν
7423919 ἀδιναων
Τ ῥαψῳδίας Ὀδυσσείας , “ ἡ δ ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἤκουσεν , ” συνεχῶς ᾀδουσῶν . ἐπὶ δὲ
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες , ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσιν καὶ μὴ στενάζοντες , ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν
μειρακίων . . . . ἀληθινός : ζήτει εἰς τὸ ἀδινάων τὸν κανόνα . ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης
ἀγρῷ , ὃν εὑρὼν ἄνθρωπος ἔκρυψεν , καὶ ἀπὸ τῆς χαρᾶς αὐτοῦ ὑπάγει καὶ πωλεῖ πάντα ὅσα ἔχει καὶ ἀγοράζει
7414914 θηευντο
καπνὸν ἰόντα . Ἀμφὶ δὲ Κασσάνδρην ἐρικυδέα παπταίνουσαι πᾶσαί μιν θηεῦντο θεοπροπίης ἀλεγεινῆς μνωόμεναι : ἣ δέ σφιν ἐπεγγελάασκε γοώσαις
. Καὶ εὐθὺς πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον δήσαντες τὸν Ἰησοῦν
δὲ κλαγγή τε καὶ ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις : θηεῦντο δὲ μέρμερα ἔργα ὅσς ' ἄνδρες ῥέξαντες ἔβαν κοίλας
τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ
7402623 ὀπισθορμητος
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται ,
ἀπορίψαντας πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι , καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ σανίσιν οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν ἀπὸ
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν .
κἀκεῖνον ἀπέκτειναν , καὶ πολλοὺς ἄλλους , οὓς μὲν δέροντες οὓς δὲ ἀποκτέννοντες . ἔτι ἕνα εἶχεν , υἱὸν ἀγαπητόν
7398937 ἀησυροι
, οὐ ξυλουργίαν : κατώρυχες δ ' ἔναιον ὥστ ' ἀήσυροι μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις . ἦν δ '
ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες , οἵτινες ἀκούουσιν τὸν λόγον καὶ παραδέχονται καὶ καρποφοροῦσιν ἓν τριάκοντα
. : ὥστ ' ἀείσυροι ] Γρ . ὥστ ' ἀήσυροι . ἢ ἐν αἴῃ συρόμενοι , ἢ οἱ ἀεὶ
, Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσίν τινες ὧδε τῶν ἑστηκότων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν
7394177 Ἀμενωφις
ἔτη θʹ , μῆνας ηʹ . . Καὶ μετὰ τοῦτον Ἀμένωφις ἔτη λʹ , μῆνας ιʹ . . Μετὰ δὲ
ἀπὸ τοῦ θεοῦ , ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς . καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ θρόνου λεγούσης
κβʹ αὐτοῦ ἐκολόβωσεν . Ϛʹ Τούθμωσις ἔτη θʹ . ζʹ Ἀμένωφις ἔτη λαʹ . Οὗτός ἐστιν ὁ Μέμνων εἶναι νομιζόμενος
αὐτῇ ὡς μῆνας τρεῖς , καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς . Τῇ δὲ Ἐλισάβετ ἐπλήσθη ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν
7389070 ΠΟΙΗΣΙΣ
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν
, ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς . καὶ εὐθὺς ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ
, καὶ λευκανθήσεται ἡ γῆ ὥσπερ χιών , καὶ γενήσεται ὡς χαρτίον , μὴ ἔχουσα σπήλαιον ἢ ὄρος ἢ βουνὸν
7388399 Βριαρηο
Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ
τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσιν τοῖς λοιποῖς . ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία ἡ Ἰακώβου : καὶ
εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ
, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων , ἦλθεν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον . καὶ
7387001 ὑπανταξ
Τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . Ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . Οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε ;
καταβαινόντων αὐτῶν ἐκ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ ἃ εἶδον διηγήσωνται , εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου
τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε :
ὢν οὗ ἀπέκοψεν Πέτρος τὸ ὠτίον , Οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ ' αὐτοῦ ; πάλιν οὖν
7385581 Θετταλικως
Θετταλοὶ δὲ ὡς πολυφάγοι διεβάλλοντο , ὡς Κράτης : τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα . τοῦτο δ ' εἶπεν ὡς τῶν Θετταλῶν
δὲ ὁ Ἰησοῦς ὄχλον περὶ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν . καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ , Διδάσκαλε
; Ἔχοντες εὐπαθῆ βίον παρουσίαν τε χρημάτων . Ἔπη τριπήχη Θετταλικῶς τετμημένα . Ἡμίεκτόν ἐστι χρυσοῦ , μανθάνεις , ὀκτὼ
, Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλίμ , ὁδὸν θαλάσσης , πέραν τοῦ Ἰορδάνου , Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν , ὁ λαὸς
7382540 ἁρπαλιζετε
φησι πρὸς τὸν χορὸν ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως ἱστάμενον : μὴ ἁρπαλίζετε ἐν κωκυτοῖς , μὴ ἁρπάζετε τὸ θρηνεῖν , ἐάν
πάντα τὰ ῥήματα αὐτοῦ εἰς τὰς ἀκοὰς τοῦ λαοῦ , εἰσῆλθεν εἰς Καφαρναούμ . Ἑκατοντάρχου δέ τινος δοῦλος κακῶς ἔχων
] μὴ ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] ταράσσεσθε , ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] βάλλετε εἰς δειλίαν ,
πάντα τόπον τῆς περιχώρου . Ἀναστὰς δὲ ἀπὸ τῆς συναγωγῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος . πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος
7381923 ἐκρυβησαν
δύο χιλιάδας πολεμιστῶν . Καὶ ἦλθον εἰς τὸν χείμαρρον καὶ ἐκρύβησαν εἰς τὴν ὕλην τοῦ καλάμου καὶ ἐκάθισαν ἔμπροσθεν πεντακόσιοι
. καὶ ἀπῆλθεν μετ ' αὐτοῦ . Καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς , καὶ συνέθλιβον αὐτόν . καὶ γυνὴ οὖσα
ἐφευρεῖν πολλὰ τῶν μετάλλων . ἄλλως . Πολυδεύκης καὶ Κάστωρ ἐκρύβησαν ἐν κοιλώματι δρυός . Ἴδας δὲ βαλὼν ἀνεῖλε τὸν
αὐτοῦ κατῃσχύνοντο πάντες οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ , καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἔχαιρεν ἐπὶ πᾶσιν τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ '
7375857 φωλεαις
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί
τοῦ Ἰορδάνου , Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν , ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει φῶς εἶδεν μέγα , καὶ τοῖς καθημένοις
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον
[ ὅτι ] τὰ πρῶτα ἀπῆλθαν . Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ , Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα .
7375857 βρεμονται
ἠχώ , μελάμφυλλά τ ' ὄρη δάσκια πετρώδεις τε νάπαι βρέμονται : κύκλῳ δὲ περί σε κισσὸς εὐπέταλος ἕλικι θάλλει
. Ὅσοι εἰσὶν ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι , τοὺς ἰδίους δεσπότας πάσης τιμῆς ἀξίους ἡγείσθωσαν , ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ
δόρει καίνεται : βλαχαὶ δ ' αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται . ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες : ξυμβολεῖ φέρων φέροντι
ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας τῷ θεῷ ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους , καὶ
7375103 Διονυσιακης
μέρος αὐτῶν αἱ τῶν πενταετηρίδων δηλοῦσι γραφαί . τῆς δὲ Διονυσιακῆς πομπῆς πρῶτον μὲν προῄσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σιληνοί
δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρελεύσονται . Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν , οὐδὲ οἱ
βιαζόμενος δ ' ἂν καὶ ἐπ ' ἐκείνων εἴποι τις Διονυσιακῆς ἀγωνίας ἀθληταί . καὶ καλοῦνται μουσικοὶ καὶ Διονυσιακοὶ τεχνῖται
εὑρόντες ὑπέστρεψαν εἰς Ἰερουσαλὴμ ἀναζητοῦντες αὐτόν . καὶ ἐγένετο μετὰ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ
7373688 ἐξεβακχευθη
. θέλει δὲ εἰπεῖν : τὴν πρὸς σὲ διάθεσιν καταλιποῦσα ἐξεβακχεύθη : τὸ σὸν λιποῦσα : ἀντὶ τοῦ φίλτρον .
τῇ ἀποκαλύψει τοῦ κυρίου Ἰησοῦ ἀπ ' οὐρανοῦ μετ ' ἀγγέλων δυνάμεως αὐτοῦ ἐν πυρὶ φλογός , διδόντος ἐκδίκησιν τοῖς
ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν ; ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω
ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων . λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς , εἰσίν τινες τῶν
7370989 φρυκτωριαι
. ὀλολυγμὸν ] μετὰ θρήνου ὕμνον . λαμπάδι ] τῆι φρυκτωρίαι . ἐπορθιάζειν ] ὀξέως ποιεῖν προσφέρειν ἐκείνηι . Ἰλίου
γῆν : καὶ ἐγένετο ἕλκος κακὸν καὶ πονηρὸν ἐπὶ τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἔχοντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας
ἀλεκτόρων πικρὰς στεγανόμους ὄρνιθας . οὐδὲ ναυφάγοι λήξουσι πένθους δυσμενεῖς φρυκτωρίαι πτόρθου διαρραισθέντος , ὃν νεοσκαφὲς κρύψει ποτ ' ἐν
μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους , ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν :
7370203 ἐστυκως
ἀνδρῶν ὄφελος . οὐδὲν πρὸς ἔπος . οὐδὲν φρονεῖ δίκαιον ἐστυκὼς ἀνήρ . οὐδ ' ὑφ ' ἕνων Ἀττικοὶ ἀντὶ
γέγραφα , γέγραφα . Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη ,
' ἔπεισας μᾶλλον ἢ νυνδὴ λέγων . οὐδὲν φρονεῖ δίκαιον ἐστυκὼς ἀνήρ . οὐκ ἂν φθάνοιμι τὴν μάχαιραν παρακονῶν .
μετεπέμψατο τὸν Παῦλον καὶ ἤκουσεν αὐτοῦ περὶ τῆς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν πίστεως . διαλεγομένου δὲ αὐτοῦ περὶ δικαιο - σύνης
7366541 Οἰνηιδος
καὶ Πύλῳ . τὸ ἐθνικὸν Πρωταῖος . Πτελέα , δῆμος Οἰνηίδος φυλῆς . ὁ δημότης Πτελεάσιος . τὰ τοπικὰ Πτελέαθεν
ἐν Δαμασκῷ πρῶτόν τε καὶ Ἱεροσολύμοις , πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπήγγελλον μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν
. . : Λουσιεύς . . . Δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηίδος Λουσία , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης Λουσιεύς ,
περιεπάτει ἐν τοῖς Ἰουδαίοις , ἀλλὰ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς τὴν χώραν ἐγγὺς τῆς ἐρήμου , εἰς Ἐφραὶμ λεγομένην πόλιν ,
7366295 ἐμπυροι
καὶ ἔργον καὶ πλάσμα καὶ κατασκεύασμα . τέχναι δ ' ἔμπυροι καὶ ἄπυροι . Αἱ μὲν ἐκ τοῦ πωλεῖν ,
ὅτι Οὕτως οὐδέποτε εἴδομεν . Καὶ ἐξῆλθεν πάλιν παρὰ τὴν θάλασσαν : καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἤρχετο πρὸς αὐτόν ,
οἱ χαλεπώτατοι καὶ φλέγοντες τοῖς ἀλγήμασι τοὺς πληγέντας . * ἔμπυροι : φλογώδεις μεταμώνιον : οὐ μάταιον , ἀλλὰ δεινόν
καὶ μήτηρ ἐστίν . Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν . καὶ συνάγεται πρὸς αὐτὸν ὄχλος πλεῖστος , ὥστε
7363802 καρφιοις
τε . πεπέδηται : δεδέσμηται . Γόμφοισιν : ἥλοις , καρφίοις : γόμφος κυρίως τὸ ξύλινον καρφίον παρὰ τὸ κόπτω
καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις . καὶ ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμεν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ , καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ
καὶ ἔκπληξιν ἐμποιοῦντα τοῖς βλέπουσι . . γόμφοις ] ἐν καρφίοις . . ἥλοις . λαμπρὸν ] χρυσοειδές . ἔκκρουστον
ἔμποροι τούτων , οἱ πλουτήσαντες ἀπ ' αὐτῆς , ἀπὸ μακρόθεν στήσονται διὰ τὸν φόβον τοῦ βασανισμοῦ αὐτῆς , κλαίοντες
7362645 πεφευγοτος
πράγματα . καὶ οὗτος κατὰ τοὺς αὐτοὺς χρόνους εἴρηται , πεφευγότος ἤδη τοῦ ῥήτορος , ὡς ἐν αὐτῷ τῷ λόγῳ
πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς εἰς Δαμασκὸν ἐπορευόμην ἄξων καὶ τοὺς ἐκεῖσε ὄντας δεδεμένους εἰς Ἰερουσαλὴμ ἵνα τιμωρηθῶσιν . Ἐγένετο δέ μοι
τὰ σφέτερα ἀφιγμένοις ἐκδίδοσθαι , εἰ μή γε ὑπὲρ ἑκάστου πεφευγότος τοῖς κατὰ πόλεμον κτησαμένοις ὀκτὼ δοθεῖεν χρυσοῖ : ἔθνει
γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς . Καὶ ὑμᾶς ποτε ὄντας ἀπηλλοτριωμένους καὶ ἐχθροὺς τῇ διανοίᾳ ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς
7361650 Σιληνοι
τούτους ἐπορεύοντο ὄνων ἶλαι πέντε , ἐφ ' ὧν ἦσαν Σιληνοὶ καὶ Σάτυροι ἐστεφανωμένοι . τῶν δὲ ὄνων οἳ μὲν
καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἰερουσαλὴμ σφόδρα , πολύς τε ὄχλος τῶν ἱερέων ὑπήκουον τῇ πίστει . Στέφανος
οἳ δὲ μίλτῳ καὶ χρώμασιν ἑτέροις . μεθ ' οὓς Σιληνοὶ δύο ἐν πορφυραῖς χλανίσι καὶ κρηπῖσι λευκαῖς . εἶχε
Ἰησοῦν . καὶ ἦν χεὶρ κυρίου μετ ' αὐτῶν , πολύς τε ἀριθμὸς ὁ πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν κύριον .
7361398 Αὐλη
. βοῶ . Αὔω : πνέω : ἐξ οὗ καὶ Αὐλή . Εὔβοια : ὄνομα πόλεως . Εὔμηλος : ἡ
χήρα τέκνα ἢ ἔκγονα ἔχει , μανθανέτωσαν πρῶτον τὸν ἴδιον οἶκον εὐσεβεῖν καὶ ἀμοιβὰς ἀποδιδόναι τοῖς προγόνοις , τοῦτο γάρ
στρατόν , . , , . , . . . Αὐλή : ὁ περιτετειχισμένος καὶ ὕπαιθρος τόπος , οἷον :
: ἀμήν . Ἄσπασαι Πρίσκαν καὶ Ἀκύλαν καὶ τὸν Ὀνησιφόρου οἶκον . Ἔραστος ἔμεινεν ἐν Κορίνθῳ , Τρόφιμον δὲ ἀπέλιπον
7361178 ἐρειψιτοιχοι
. ἐρειψίτοιχοι ] οἱ καταβάλλοντες . ἐρειψίτοιχοι ] καταβολεῖς . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί . ἐρειψίτοιχοι ] οἱ ῥίψαντες . ἐρειψίτοιχοι
εἶδεν καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη , ἃ ἡτοίμασεν ὁ θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν .
ἐρειψίτοιχοι ] ὄλεθροι , πορθηταί θ ἐρειψίτοιχοι ] ὀλέθριοι . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί , ἀνατραπεῖς . Ξ πικρὰς μοναρχίας :
Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου . Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος : καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθαν αὐτῷ
7361047 πιεζομαι
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν ,
δόξης πολλῆς : καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος μεγάλης , καὶ ἐπισυνάξουσιν τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . .
, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου μεγάλης , καὶ ἐσκοτώθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ
7359816 Ἀδιαβηνη
γὰρ ἀναφερομένης ἀναθυμιάσεως τελευτᾷ καὶ πᾶν ζῶον ἄλογον . ἡ Ἀδιαβήνη δὲ χώρα τῆς Μεσοποταμίας ἐστὶ καὶ τῆς περὶ Νῖνον
, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι , καθὼς καὶ Ἰωάννης ἐδίδαξεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ . εἶπεν δὲ αὐτοῖς , Ὅταν προσεύχησθε ,
γὰρ ἀναφερομένης ἀναθυμιάσεως τελευτᾷ καὶ πᾶν ζῶον ἄλογον . ἡ Ἀδιαβήνη δὲ χώρα τῆς Μεσοποταμίας ἐστὶ καὶ τῆς περὶ Νῖνον
τοὺς ἄρτους ] πεντακισχίλιοι ἄνδρες . Καὶ εὐθὺς ἠνάγκασεν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ
7359645 τελης
ἐκ τῶν ἀρχῶν . καὶ ταῦτα μὲν ὁ Ἀριστο - τέλης : ὁ δὲ ἡμέτερος φιλόσοφός φησι πρὸς αὐτὸν ὅτι
λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες . καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τοῦτό ἐστιν τὸ αἷμά
καὶ Νουμήνιος , ὧν τὰ μαρτύρια πρόκειται . Ἀριστο - τέλης ἐν τῷ περὶ ζωικῶν ἀκανθοστεφῆ φησιν εἶναι καὶ ποικιλόχροα
δὲ ἐπιούσῃ εἰσῄει ὁ Παῦλος σὺν ἡμῖν πρὸς Ἰάκωβον , πάντες τε παρεγένοντο οἱ πρεσβύτεροι . καὶ ἀσπασάμενος αὐτοὺς ἐξηγεῖτο
7356426 Χηλης
Κάνωβος κρύπτεται . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς νοτίου Χηλῆς ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ
Πάντως φονεύς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος οὗτος ὃν διασωθέντα ἐκ τῆς θαλάσσης ἡ δίκη ζῆν οὐκ εἴασεν . ὁ μὲν οὖν
. δʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τῆς βορείου Χηλῆς κρύπτεται . Αἰγυπτίοις καὶ Καλλίππῳ χειμάζει , δυσαερία .
γράψῃς . Καὶ ὁ ἄγγελος ὃν εἶδον ἑστῶτα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἦρεν τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν
7355673 ἑλης
τὰ [ πολύσκια ] χωρία : κατὰ στέρησιν τῆς † ἕλης , . , . . . Ἀειλογία : τὸ
τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικεν πάντα τὰ ἔθνη . Καὶ ἄλλος ἄγγελος τρίτος ἠκολούθησεν αὐτοῖς λέγων ἐν φωνῇ μεγάλῃ , Εἴ
τὸ κύριον , διπλασιάζουσα τὸ λ πρὸς διαστολὴν τῆς θερμαινούσης ἕλης , ἀπέβαλε νῦν αὐτὸ διὰ μέτρου ἀνάγκην . τὸ
, καὶ πᾶς χόρτος χλωρὸς κατεκάη . Καὶ ὁ δεύτερος ἄγγελος ἐσάλπισεν : καὶ ὡς ὄρος μέγα πυρὶ καιόμενον ἐβλήθη
7351597 Αἰαιος
πόλις Θρᾴκης προσεχὴς τῇ Παλλήνῃ . Αἰσαῖος , ὡς Αἶα Αἰαῖος . Αἰσύμη , πόλις Θρᾴκης . Ὅμηρος ” τόν
Σίλαν , ἄνδρας ἡγουμένους ἐν τοῖς ἀδελφοῖς , γράψαντες διὰ χειρὸς αὐτῶν , Οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἀδελφοὶ τοῖς
πόλις Ἰβηρίας πλησιόχωροι Καρχηδόνος . τὸ ἐθνικὸν Ἀλθαῖος , ὡς Αἰαῖος , ἢ Ἀλθαιάτης , ἢ Ἀλθαιανός . . .
αἰῶνος προφητῶν αὐτοῦ , σωτηρίαν ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν μισούντων ἡμᾶς : ποιῆσαι ἔλεος μετὰ τῶν
7348917 ἁλκυονιδες
. , ἐν δὲ τῆι δ Δωι ποικίλαι ἡμέραι γίνονται ἁλκυονίδες καλούμεναι . . , ἐν δὲ τῆι ιδ Δωι
πατέρα ὑμῶν καὶ θεόν μου καὶ θεὸν ὑμῶν . ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι Ἑώρακα τὸν κύριον
ἁλκυόνες ἐκλήθησαν . αἱ δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἁλκυονίδες καλοῦνται . ἄλλην δρῦν βαλάνιζε : ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς
, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν . Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ
7348171 μιξοθροου
ἢ διὰ τὸ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων οἰκούντων τὰς Θήβας . μιξοθρόου ] διὰ τὸ εἶναι ἐκεῖσε πολλαὶ γλῶσσαι διὰ τοῦτο
ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτόν . καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαριάμ , [ ἣ ] καὶ παρακαθεσθεῖσα πρὸς τοὺς πόδας
ἢ διὰ τὸ εἶναι καὶ νέων φωναὶ καὶ γερόντων . μιξοθρόου ] ἤτοι τῆς θροῦν καὶ βοὴν ποιουμένης . μιξοθρόου
ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ κυρίου . Καὶ εἶπεν Μαριάμ , Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν κύριον , καὶ
7347726 κακηγοροι
ἀκέρδεια εἴληχε πυκνῶς τοὺς κακηγόρους : ὅ ἐστιν , οἱ κακήγοροι τῶν ἀνθρώπων πυκνῶς ἐν ἀκερδείᾳ εἰσίν . ἢ οὕτως
καλεῖ , καὶ πῶς αὐτοῦ υἱός ἐστιν ; Ἀκούοντος δὲ παντὸς τοῦ λαοῦ εἶπεν τοῖς μαθηταῖς [ αὐτοῦ ] ,
τιθασόν σοι ὑπέστην ποιῆσαι . ὅτι οἱ πλείστοι τῶν φιλοσόφων κακήγοροι μᾶλλον τῶν κωμικῶν . Αἰσχίνης οὖν ὁ Σωκρατικὸς Κριτόβουλον
ὅτι ἐὰν δύο συμφωνήσωσιν ἐξ ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται , γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ
7346237 λαβρωνιοι
καὶ ποικίλη . ἔμβαρος ἤδη δ ' ἐπιχύσεις διάλιθοι , λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . οὐ
καὶ πᾶς εἰς αὐτὴν βιάζεται . Εὐκοπώτερον δέ ἐστιν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν παρελθεῖν ἢ τοῦ νόμου μίαν κεραίαν
ᾖ καὶ ποικίλη . Ἤδη δ ' ἐπίχυσις , διάλιθοι λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . Ὥστ
τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν . καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ , καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς
7342802 ἱστοδοκῃ
: ἔστι γὰρ περὶ γυναικός . . . . . ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες : Ἀρίσταρχος ἀφέντες , Ζηνόδοτος ὑφέντες
παρέσται . ὧδε ὁ νοῦς ὁ ἔχων σοφίαν . αἱ ἑπτὰ κεφαλαὶ ἑπτὰ ὄρη εἰσίν , ὅπου ἡ γυνὴ κάθηται
θέσαν δ ' ἐν νηῒ μελαίνῃ , ἱστὸν δ ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες καρπαλίμως , τὴν δ ' εἰς
. Καὶ εἶδον ὅτε ἤνοιξεν τὸ ἀρνίον μίαν ἐκ τῶν ἑπτὰ σφραγίδων , καὶ ἤκουσα ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ζῴων
7335462 Αἰγοσθενα
τε καὶ ἐν φόβῳ ἀπιόντες καὶ χαλεπὴν ὁδόν , εἰς Αἰγόσθενα τῆς Μεγαρικῆς ἀφικνοῦνται . ἐκεῖ δὲ περιτυγχάνουσι τῷ μετὰ
σάββατον ἀναγινωσκόμενος . Τότε ἔδοξε τοῖς ἀποστόλοις καὶ τοῖς πρεσβυτέροις σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς
ὑμεῖς δ ' Αἰγιέες οὔτε τρίτοι οὔτε τέταρτοι „ . Αἰγόσθενα , πόλις Μεγαρίδος , οὐδετέρως , ὡς Παυσανίας .
Ἰούδας Ἰακώβου . οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ σὺν γυναιξὶν καὶ Μαριὰμ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῖς
7335403 ἀνῃρημενην
: Μελίτην μὲν εἶναι τὴν μισθωσαμένην , Λευκίππην δὲ τὴν ἀνῃρημένην . εἰ δὲ ταῦτα γέγονεν οὕτως , ἐγὼ μὲν
λέγουσα , Γέγονεν . καὶ ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί , καὶ σεισμὸς ἐγένετο μέγας οἷος οὐκ ἐγένετο ἀφ
φόνον , εἰπάτω τίς ἐστιν ὁ μεμισθωμένος , δειξάτω τὴν ἀνῃρημένην . εἰ δὲ μήθ ' ὁ ἀποκτείνας ἐστὶ μήθ
βρονταὶ τὰς ἑαυτῶν φωνάς . καὶ ὅτε ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί , ἔμελλον γράφειν : καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ
7331818 ͵͵α
ἀριστερῶν μερῶν , μέχρι τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου στάδιοι ͵͵α ͵αχοʹ . Ἀπὸ δὲ τῶν στενῶν τοῦ Ἀραβίου κόλπου
μακρὰ προσεύχονται : οὗτοι λήμψονται περισσότερον κρίμα . Ἀναβλέψας δὲ εἶδεν τοὺς βάλλοντας εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τὰ δῶρα αὐτῶν πλουσίους
τὸ μὲν ἀρκτῷον αὐτῆς ἄκρον ἀπὸ τοῦ ἀρκτῴου ὁρίζοντος σταδίους ͵͵α ͵δσνʹ : τὸ δὲ δυτικὸν αὐτῆς ἄκρον [ ἀπὸ
Διαβὰς εἰς Μακεδονίαν βοήθησον ἡμῖν . ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν , εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς Μακεδονίαν , συμβιβάζοντες ὅτι
7328164 σφενδαμνινοι
, στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε ,
: καὶ ἐγένοντο φωναὶ μεγάλαι ἐν τῷ οὐρανῷ λέγοντες , Ἐγένετο ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ τοῦ
τῶν ὀσπρίων ἀτεράμονα λέγεται , οἷον οὐχ ἁπαλά . Γ σφενδάμνινοι : ἰσχυροί : τοιοῦτον γὰρ τὸ τῆς σφενδάμνου ξύλον
ἐκοιμήθη . Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ . Ἐγένετο δὲ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ διωγμὸς μέγας ἐπὶ τὴν
7326665 ῥυπαρως
ἕνεκα , ὅταν τῶν αἰδοίων , ὅταν εἰκῇ , ὅταν ῥυπαρῶς , ὅταν ἀνεπιστρέπτως , ποῦ ἀπεκλίναμεν ; ἐπὶ τὰ
κύριε : καὶ οὐκ ἀπῆλθεν . τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησεν τὸ θέλημα τοῦ πατρός ; λέγουσιν , Ὁ πρῶτος
. . . καὶ θεραπαινὶς ἦν μία : αὕτη συνύφαινεν ῥυπαρῶς διακειμένη . ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται . πᾶς
καὶ ἀπῆλθεν . ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησεν , τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια . προσελθόντες δὲ
7323657 Βοστρηνος
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα
. Καὶ μεθ ' ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ , καὶ
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα
ἰδὼν δὲ ὅτι ἀρεστόν ἐστιν τοῖς Ἰουδαίοις προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον , ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν , παραδοὺς
7323338 φοινικιδας
μαλακῶς καθέζωνται , τὰ καλούμενα ὑπηρέσια . . . . φοινικίδας ] οἱονεὶ πυρρὰ παλλία . . . . ἢ
ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ εἰς Ἰκόνιον καὶ εἰς Ἀντιόχειαν , ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν , παρακαλοῦντες ἐμμένειν
Ἰνδοὶ καὶ ἀποθλίβουσι , καὶ ἐξ αὐτῶν βάπτουσι τάς τε φοινικίδας καὶ τοὺς ὑπ ' αὐταῖς χιτῶνας καὶ πᾶν ὅ
σὺν ὅλῃ τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι εἰς Ἀντιόχειαν σὺν τῷ Παύλῳ καὶ Βαρναβᾷ , Ἰούδαν τὸν καλούμενον
7322265 ἐδυνηθης
ἀγριαίνουσαν θάλατταν . μὴ γὰρ εἴποι τις ὡς βουληθεὶς οὐκ ἐδυνήθης : τὸ γὰρ ὡς οὐκ ἐβουλήθης , οὐκ ἔστιν
ἡ μεγάλη , Βαβυλὼν ἡ πόλις ἡ ἰσχυρά , ὅτι μιᾷ ὥρᾳ ἦλθεν ἡ κρίσις σου . Καὶ οἱ ἔμποροι
γὰρ ἦν καὶ πρέπον ἐρωτικῇ ὁμιλίᾳεἰ καὶ μὴ τῆς παροινίας ἐδυνήθης : ἐβουλόμην οὖν ἀκριβῶς ἕκαστα ἐπιστεῖλαι καὶ προὐτράπην :
λόγον τοῦ θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες . Ἐγένετο δὲ ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ
7322079 οἰες
τὸν ποιμένα δεῖ ἐπιμελεῖσθαι , ὅπως σῶαί τε ἔσονται αἱ οἶες καὶ τὰ ἐπιτήδεια ἕξουσι καί , οὗ ἕνεκα τρέφονται
καὶ Ἰάκωβον Ἁλφαίου καὶ Σίμωνα τὸν καλούμενον Ζηλωτὴν καὶ Ἰούδαν Ἰακώβου καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώθ , ὃς ἐγένετο προδότης . Καὶ
ἐπὶ πλεῖον ἔσεσθαι τὸν χειμῶνα δηλοῦσι . καὶ αἶγες καὶ οἶες ὀχευθεῖσαι , καὶ πάλιν ὀχεύεσθαι βουλόμεναι μακρότερον σημαίνουσι χειμῶνα
ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία ἡ Ἰακώβου : καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς ἔλεγον πρὸς τοὺς
7321086 διαστροφοι
ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι , νωθροί , ἄθυμοι ,
ἀπὸ θεοῦ ἄνθρωποι . Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ , ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι , οἵτινες
περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί . καὶ οὐλοὸς αἶα
βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ . καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν
7321007 ἐνδεδυμεναι
πρεσβῦτις δὲ Ἑστίαν : τρεῖς γυναῖκες Μοίρας , ὅταν ὦσιν ἐνδεδυμέναι : γυμναὶ δὲ Ὥρας , λουόμεναι δὲ Νύμφας .
ἡ οὖν Μαριὰμ ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν Ἰησοῦς ἰδοῦσα αὐτὸν ἔπεσεν αὐτοῦ πρὸς τοὺς πόδας , λέγουσα αὐτῷ , Κύριε
. ὑπενοήθησαν εἰς ὄψιν ἡμετέραν ἐλθεῖν . εὐείμονε ] καλὰ ἐνδεδυμέναι ἱμάτια . πέπλοισι ] ἐνδύμασι . ἠσκημένη ] κεκοσμημένη
τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ . παραχρῆμά τε ἔπεσεν ἐπ ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος , καὶ περιάγων
7320459 Χολης
πρόσθες . [ θʹ . Ἐκβόλιον ἐμβρύου τεθνηκότος . ] Χολῆς ταύρου τὸ μέγεθος ἀμυγδάλου διεὶς οἴνῳ ὕδατι κεκραμένῳ ,
θανάτου τοῦ δευτέρου . Καὶ τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν Περγάμῳ ἐκκλησίας γράψον : Τάδε λέγει ὁ ἔχων τὴν ῥομφαίαν τὴν
ἑψεῖν ἐν πυρῶν κρίμνοισιν , ἔλαιον ἐπιχέας , δίδου . Χολῆς καθαρτικὰ ἐκ μήτρης : σικύης τὴν ἐντεριώνην λείην τρίψας
Ἀπαγγελῶ τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου , ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε : καὶ πάλιν , Ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς
7312832 Παροσον
: ἐπὶ τῶν ὀξὺ λαμβανόντων τέλος ἡ παροιμία εἴρηται . Παρόσον ἡ ἀφύη ἰδοῦσα τὸ πῦρ μόνον ἕψεται , οὕτως
γεννῶσα , ἥτις ἐστὶν Ἁγάρ . τὸ δὲ Ἁγὰρ Σινᾶ ὄρος ἐστὶν ἐν τῇ Ἀραβίᾳ , συστοιχεῖ δὲ τῇ νῦν
Ἡ Περγαία Ἄρτεμις : ἐπὶ τῶν πλανητῶν καὶ ἀγυρτῶν . Παρόσον ἡ θεὸς ἀγείρειν καὶ πλανᾶσθαι λέγεται . Ἡράκλειος ψώρα
τοὺς ὄχλους . καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ ' ἰδίαν προσεύξασθαι . ὀψίας δὲ γενομένης μόνος
7310062 πνευστιωντα
Πολυδεύκης ἦλθεν ὑποστρέψας , καὶ δὴ αὐτὸν οὔπω τεθνηκότα , πνευστιῶντα δὲ κατέλαβεν . οὔπω , φησί , τὸν Κάστορα
προσεύξωμαι . καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ [ τὸν ] Ἰάκωβον καὶ [ τὸν ] Ἰωάννην μετ ' αὐτοῦ ,
. ἄσθματα : καὶ ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος
χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας . ἀνεῖλεν δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρῃ . ἰδὼν δὲ ὅτι ἀρεστόν
7308951 ἀποκλειομενου
φύσει γεώδους . Ἀναξίμανδρος τοῦ στόματος τῆς τοῦ πυρὸς διεκπνοῆς ἀποκλειομένου . Ξενοφάνης κατὰ σβέσιν τὴν ἔκλειψιν γίνεσθαι , ἕτερον
ἦν , ὁ ὅσιος , ὅτι ταῦτα ἔκρινας , ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν , καὶ αἷμα αὐτοῖς δέδωκας
δὲ τὴν ἔκλειψιν 〛 τοῦ στομίου τῆς τοῦ πυρὸς ἐκπνοῆς ἀποκλειομένου . 〚 γίνεσθαι δὲ τὴν ἔκλειψιν 〛 κατὰ τὴν
οἱ τῇ σκηνῇ λατρεύοντες . ὧν γὰρ εἰσφέρεται ζῴων τὸ αἷμα περὶ ἁμαρτίας εἰς τὰ ἅγια διὰ τοῦ ἀρχιερέως ,
7308558 αὐλειας
αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο . πρὸς τὸν στροφέα τῆς αὐλείας σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . μή τἄρ ' εἶναι μ
ἐπὶ τοῦ χόρτου , λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας , ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησεν καὶ κλάσας
αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο . πρὸς τὸν στροφέα τῆς αὐλείας σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . μὴ τἄρ ' εἶναί μ
προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ] , καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν : ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ
7307145 ἠιξαν
. δούρατα μακρά ἐκ χειρῶν ἤιξαν : ὅτι τὰ δόρατα ἤιξαν . . . . . . . αἰχμὴ δὲ
ἀσχημοσύνην αὐτοῦ . καὶ συνήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸν τόπον τὸν καλούμενον Ἑβραϊστὶ Ἁρμαγεδών . Καὶ ὁ ἕβδομος ἐξέχεεν τὴν φιάλην
, ἐπεὶ [ ρ ' ] ἐνεδέξατο μῦθον , / ἤιξαν [ ] κοίληις ' ἀσπίσι φραξάμενοι . , ,
ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθφαγὴ καὶ Βηθανιὰ πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον Ἐλαιῶν , ἀπέστειλεν δύο τῶν μαθητῶν λέγων , Ὑπάγετε
7306778 κληιθρα
ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ
. Καὶ ἔρχονται εἰς Ἱεροσόλυμα . καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ
ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ
ταύτης . ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκον . Παραγενόμενος δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ
7306776 ἐμβριμωμενας
πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχον . ἵππους δ ' ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας δινεῖ , θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναι . φιμοὶ δὲ
εἰς τὸ καταξιωθῆναι ὑμᾶς τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ , ὑπὲρ ἧς καὶ πάσχετε , εἴπερ δίκαιον παρὰ θεῷ ἀνταποδοῦναι τοῖς
λέγει τοὺς κυκλοτερεῖς χαλινούς . Ξ ἐμβριμωμένας ] ὁρμωμένας . ἐμβριμωμένας ] ὁρμώσας . ἐμβριμωμένας ] φρυαττομένας . ἐμβριμωμένας ]
. ὑμεῖς ἐστε οἱ υἱοὶ τῶν προφητῶν καὶ τῆς διαθήκης ἧς διέθετο ὁ θεὸς πρὸς τοὺς πατέρας ὑμῶν , λέγων
7303622 τετρυπημενην
ἢ καταδικάσαι . Γ τηνδὶ λαβὼν τὴν ψῆφον : τὴν τετρυπημένην αὐτῷ δείκνυσι ψῆφον . Γ δύο ⌈ γὰρ ἀμφορεῖς
ἄνθρωπον . Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος . καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ
δὲ αἱ πλήρεις . δεῖται οὖν αὐτοῦ , ἵνα τὴν τετρυπημένην εἰς τὸν ὕστερον τὸν ἄκυρον καταθῇ καὶ ἀπολύσῃ τὸν
ἀπελθεῖν : χρηματισθεὶς δὲ κατ ' ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας , καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην
7300368 σκεπω
τὸ πρόσωπον καλύπτω ὑπ ' αἰσχύνης . . ἀντὶ τοῦ σκέπω ἐμαυτόν , ὡς ἀπορῶν δῆθεν . ἐκκαλύψειν δὲ ἀντὶ
ἀγγελικὸς , καὶ παρακλίσει τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων , διὸ λέγει πάσαν οὖν βιοτικὴν ἀποθόμεθαν μέριμναν , ὡς τὸν βασιλέαν τῶν
οἷον , βλέπω : δρέπω : ἔπω : τρέπω : σκέπω : λέπω : νέπω τὸ ἐννέπω . Τὰ διὰ
ἀγγελικὸς , καὶ παρακλίσει τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων , διὸ λέγει πάσαν οὖν βιοτικὴν ἀποθόμεθαν μέριμναν , ὡς τὸν βασιλέαν τῶν
7300091 περιστρωματα
ἤτοι λευκὰ καὶ μὴ βεβαμμένα ἢ πεποικιλμένα , τὰ δὲ περιστρώματα ῥήγεα καλά , πορφύρεα . πρῶτοι δὲ Πέρσαι ,
εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων . καὶ οἱ εἴκοσι τέσσαρες πρεσβύτεροι οἳ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ κάθηνται ἐπὶ τοὺς θρόνους αὐτῶν
, χλαῖναι , τάπιδες , ξυστίδες : τάχα δὲ καὶ περιστρώματα . Εἴρηται γὰρ παρά τε Φιλίστου ἐν τῇ ἕκτῃ
τὸν νόμον Μωϋσέως . Συνήχθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἰδεῖν περὶ τοῦ λόγου τούτου . πολλῆς δὲ ζητήσεως
7297651 ἐπεβεβλητο
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον .
ἐγένοντο ἀστραπαὶ καὶ φωναὶ καὶ βρονταί , καὶ σεισμὸς ἐγένετο μέγας οἷος οὐκ ἐγένετο ἀφ ' οὗ ἄνθρωπος ἐγένετο ἐπὶ
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ
ἔτι ἐν τῷ οὐρανῷ . καὶ ἐβλήθη ὁ δράκων ὁ μέγας , ὁ ὄφις ὁ ἀρχαῖος , ὁ καλούμενος Διάβολος
7292752 ΟΥΤΕ
πολὺ τῶν προτέρων προμηθέστεροι , καὶ πανουργότεροι . . ΧΡΥΣΕΩι ΟΥΤΕ ΦΥΗΝ ΕΝΑΛΙΓΚΙΟΝ , ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Τῷ χρυσῷ γένει
οἱ περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον . καὶ ἐλθόντες οἱ πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλεῖον λήμψονται : καὶ ἔλαβον
εἶναι . Καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ . . ΟΥΤΕ ΝΟΗΜΑ . Κατὰ τὸ ἁπλοῦν ἐκεῖνο λέγει , καὶ
: τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ . Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ , ὅ ἐστιν Κρανίου Τόπος
7291786 κακουχιᾳ
κακουχίᾳ ] κακώσει , καποποιήσει . κακουχίᾳ ] κακώσει . κακουχίᾳ ] τῇ πορθήσει . κακουχίᾳ ] ὀλέθρῳ . θ
οὐδέν . μετὰ τοῦτον ἀνέστη Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ἀπογραφῆς καὶ ἀπέστησεν λαὸν ὀπίσω αὐτοῦ : κἀκεῖνος
προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο : οὐδ ' ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας . ἦ δῆτ
' αὐτῆς ὁ ἄγγελος . Ἀναστᾶσα δὲ Μαριὰμ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς εἰς πόλιν
7285361 Αἰνειωο
οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως
Ἴδε ἡ μήτηρ σου . καὶ ἀπ ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν αὐτὴν ὁ μαθητὴς εἰς τὰ ἴδια . Μετὰ
. . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . .
δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης . περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ
7283478 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
φυλακὴ παντὸς ὀρνέου ἀκαθάρτου καὶ μεμισημένου , ὅτι ἐκ τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς πορνείας αὐτῆς πεπότικεν πάντα τὰ ἔθνη
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
μεγάλη ἐμνήσθη ἐνώπιον τοῦ θεοῦ δοῦναι αὐτῇ τὸ ποτήριον τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ . καὶ πᾶσα νῆσος
7283121 Αὐχην
πολιτικῇ ὁμιλίᾳ : ἀστυκὸς δὲ ὁ ἐν ἄστει διατρίβων . Αὐχὴν καὶ δέρη διαφέρει . αὐχὴν μὲν λέγεται τὸ ὄπισθεν
ἀλλὰ διὰ ἐπιστροφῆς θερμῆς στεναγμῶν καὶ δακρύων μέχρι τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν ὁ βυθὸς ἐγεμίσθη καὶ συνεχωρήσθη ἐκ τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν
δηλοῖ . Τενάντιον προστασίαν πόλεως καὶ ἀλλοτρίων πραγμάτων σημαίνει . Αὐχὴν κακόν τι ὑπόμνημα σημαίνει . Κατακλεὶς εὐώνυμος ἐπιβουλὴν σημαίνει
ταῖς ἐρήμοις καὶ προσευχόμενος . Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἦν διδάσκων , καὶ ἦσαν καθήμενοι Φαρισαῖοι
7282701 ἀνεχουσαν
προσέσχον , τὴν δὲ ἄκρην , ἥντινα καταντικρὺ τῆς Καρμανίης ἀνέχουσαν λέγει φανῆναι σφίσι Νέαρχος , οὐκ ἔστιν ὅστις ὑπερβαλὼν
γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε , καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός , καὶ
Ἠλείαν ὀνομάζουσι τὴν μεταξὺ Ἀχαιῶν τε καὶ Μεσσηνίων παραλίαν , ἀνέχουσαν εἰς τὴν μεσόγαιαν τὴν πρὸς Ἀρκαδίᾳ τῇ κατὰ Φολόην
ὁ θεὸς τὸν κόσμον , ὥστε τὸν υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται
7282578 ποδαποι
λέγεις ; πόλλ ' ἐσθίουσιν , ὡς ἐπασκούντων τρόπος . ποδαποὶ γάρ εἰσιν οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . γυμνοὶ γὰρ
ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος . οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως αὐτὸν θανατώσωσιν
λέγεις ; πόλλ ' ἐσθίουσιν , ὡς ἐπασκούντων τρόπος . ποδαποὶ γάρ εἰσιν οἱ ξένοι ; Βοιώτιοι . ἐκ τούτων
τοῦ ἐρωτῆσαί σε ὅπως αὔριον τὸν Παῦλον καταγάγῃς εἰς τὸ συνέδριον ὡς μέλλον τι ἀκριβέστερον πυνθάνεσθαι περὶ αὐτοῦ . σὺ
7282550 ταρβοσυνῳ
. πάταγον ] κτύπον . θ κτύπον ] πάταγον . ταρβοσύνῳ ] ταρακτικῷ . ταρβοσύνῳ ] τῷ τείροντι διὰ βοῆς
δὲ ἀφ ' ἧς εἰσῆλθον οὐ διέλιπεν καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας . ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας : αὕτη
τάρβοντι διὰ τῆς βοῆς . ταρβοσύνῳ ] μετὰ φόβου . ταρβοσύνῳ ] φοβουμένῳ . ταρβοσύνῳ ] + δειλίαν ποιοῦντι .
καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης , καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης , ἐν πᾶσιν
7282162 Ἰτεαιος
ἀπέφευγεν , ὡς καὶ Θεοδέκτης ἐν τῇ Σωκράτους ἀπολογίᾳ . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι
τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα ἡ ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστὶ Βηθζαθά , πέντε στοὰς ἔχουσα . ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος τῶν ἀσθενούντων , τυφλῶν
Κολλυτῷ καταπεσεῖν , καθά φησι Δημοχάρης ἐν τοῖς Διαλόγοις . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι
Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ , προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου βαρυτίμου καὶ κατέχεεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ
7280747 ὑπομονητον
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα
καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν εἱστήκει . καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς λέγων , Ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα .
ἀλεύρου σάτα τρία ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον . Ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις , καὶ χωρὶς
7279902 ματτουσι
Μεσαππίων . ὑπὸ δὲ τρυφῆς οἱ Τυῤῥηνοὶ πρὸς αὐλὸν καὶ μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . διαβόητοι δ ' ἐπὶ
ἠκολούθησαν αὐτῷ . Καὶ προβὰς ὀλίγον εἶδεν Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ , καὶ αὐτοὺς ἐν
τρυφῆς οἱ Τυρρηνοὶ , ὡς Ἄλκιμος ἱστορεῖ , πρὸς αὐλὸν μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . : , , .
τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσὴφ μήτηρ καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου . Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας
7279397 ἐντυχωσιν
τῆς πράξεως ποιούμεθα . βουλευόμενοι δέ , ἂν μὲν ἀδυνάτῳ ἐντύχωσιν , ἀφίστανται , ἂν δὲ δυνατῷ ἐγχειροῦσι πράττειν .
ὕδατι , ὑμεῖς δὲ ἐν πνεύματι βαπτισθήσεσθε ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας . Οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἠρώτων αὐτὸν
θυγατέρας τρεῖς : μὴ ἄρα καταφύγωσιν εἰς ἑτέρας χώρας καὶ ἐντύχωσιν καθ ' ἡμῶν ὡς τυραννούντων , καὶ λοιπὸν ἐπαναστάντες
σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν , καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν ; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι Οὐδέποτε ἔγνων
7278472 ἀντιδουπα
δ ' ἴθι . διαίνομαι γοεδνὸς ὤν . βόα νυν ἀντίδουπά μοι . δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος
' αὐτῶν ἐστιν νηστεύειν ; ὅσον χρόνον ἔχουσιν τὸν νυμφίον μετ ' αὐτῶν οὐ δύνανται νηστεύειν : ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι
. ἀμφίδρομοϲ πορθμόϲ . ἀνακαλπάζει . ἀναπλήϲαϲ . βόα νῦν ἀντίδουπά μοι . Πλάτωνοϲ ] : [ . . .
δέδωκάς μοι , θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσιν μετ ' ἐμοῦ , ἵνα θεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν
7277287 Ξυπετη
ἄλλαι Τροῖαι . ἐν Ἀττικῇ κώμη , ἥ τις νῦν Ξυπετή δῆμος καλεῖται . ἔστι καὶ πόλις ἐν Κεστρίᾳ τῆς
ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν . Καὶ ἀπῆλθεν πάλιν πέραν τοῦ Ἰορδάνου εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Ἰωάννης τὸ πρῶτον βαπτίζων
Ἰλιεύς . καὶ Ξυνιὰς λίμνη , ἣν Βοιβιάδα φασίν . Ξυπετή , δῆμος Κεκροπίδος φυλῆς . ὁ δημότης Ξυπετεών ὡς
Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου , καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ '
7276930 κληιδες
θύρας ῥητέον , μοχλοὶ καὶ ὀχλεῖς καὶ κλεῖδες εἰσὶν καὶ κληῖδες , καὶ βάλανοι καὶ βαλανάγραι , καὶ κλεῖθρα καὶ
ἡμῶν πρῶτον : καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἀνεγνωρίσθη Ἰωσὴφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ , καὶ φανερὸν ἐγένετο τῷ Φαραὼ τὸ γένος
θνητῶν πολυμόχθων : ἐν σοὶ γὰρ λύπης τε χαρᾶς † κληῖδες ὀχοῦνται . τοιγάρ τοι , μάκαρ , ἁγνέ ,
υἱοῦ αὐτοῦ , εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς : οὓς δὲ προώρισεν , τούτους καὶ ἐκάλεσεν :
7276712 περιβαλουμεν
ϲημείωϲιν : ἔπειτα τὸ μέϲον ἀνατείναντεϲ ἀγκίϲτρῳ λίνον ἢ νεῦρον περιβαλοῦμεν περὶ τὴν ἐγχάραξιν ἀγκύλην κατὰ τῆϲ ἐφάψεωϲ τάττοντεϲ .
ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστιν ; ἔλεγεν δὲ τὸν Ἰούδαν Σίμωνος Ἰσκαριώτου : οὗτος γὰρ ἔμελλεν παραδιδόναι αὐτόν , εἷς
τῆς σαρκὸς ὑπεροχὰς ἀποξύσομεν . μετὰ δὲ τοῦτο μολύβδου σωλῆνα περιβαλοῦμεν τῇ βαλάνῳ πάσῃ , κατειλήσαντες αὐτὴν ἐσκελετευμένῃ παπύρῳ :
αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ , Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου , Ἔστιν παιδάριον ὧδε ὃς ἔχει πέντε ἄρτους
7276546 Διθυραμβοις
παλιναιρέτους . ἐπὶ δὲ τῶν καθαιρεθέντων οἰκοδομημάτων καὶ ἀνοικοδομηθέντων Πίνδαρος Διθυράμβοις . . . . , . , . Κατὰ
τοῦ Ἰησοῦ , καὶ καθελὼν ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι , καὶ ἔθηκεν αὐτὸν ἐν μνήματι λαξευτῷ οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὔπω
λυγκῶν ἔκγονα ὁμοίως ὀνομάζεσθαι . ἐν γοῦν τοῖς Λάσου λεγομένοις Διθυράμβοις οὕτως εὑρίσκεται εἰρημένον τὸ βρέφος τὸ τῆς λυγκός .
ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδομοῦντι οἰκίαν ὃς ἔσκαψεν καὶ ἐβάθυνεν καὶ ἔθηκεν θεμέλιον ἐπὶ τὴν πέτραν : πλημμύρης δὲ γενομένης προσέρηξεν

Back