: ἐξαπίνης γὰρ εἰρύεται : ὑφεῖναι τῶν πόνων , ᾗ εἰρύεται : ὁμοίως γὰρ ὅλον ξυμπίπτει : ὅταν δὲ δὴ
σημεῖον τὴν αὐτὴν ὥρην τῆς ἡμέρης φυλάσσειν : ἐξαπίνης γὰρ εἰρύεται : ὑφεῖναι τῶν πόνων , ᾗ εἰρύεται : ὁμοίως
7463880 Νω
. Ἀλλ ' εἴπατόν μοι σφὼ τίν ' ἐστόν ; Νώ ; βροτώ . Ποδαπὼ τὸ γένος ; Ὅθεν αἱ
δή . „ Νυνί . ἐν τῷ ἐνεστῶτι χρόνῳ . Νώ . ἡμεῖς . Νωθρός . ἔστι γὰρ καὶ τοῦτο
7353826 ἐμεει
προσπέσωσι [ πρὸς ] τὰ ὑποχόνδρια , πνίγουσι , καὶ ἐμέει φλέγμα ὀξὺ , καὶ τοὺς ὀδόντας αἱμωδέειν ποιέει ,
ὀφρύες ἐπικρέμασθαι δοκέουσι , καὶ τὴν κεφαλὴν ἀλγέει , καὶ ἐμέει σίαλον θερμὸν καὶ χολὴν πολλήν : ἐνίοτε καὶ κάτω
7186489 προστερνιδια
πάντες [ οἱ μετὰ Κύρου ] εἶχον καὶ προμετωπίδια καὶ προστερνίδια : εἶχον δὲ καὶ μαχαίρας οἱ ἱππεῖς Ἑλληνικάς .
στόμα κεχηνὸς πάμμεγα ὡς καταπιόμενος τοὺς θεατάς . ἐῶ λέγειν προστερνίδια καὶ προ - γαστρίδια , προσθετὴν καὶ ἐπιτεχνητὴν παχύτητα
7173632 δολοιο
. γναμπτοῖο : ἐπικαμποῦς . σιδήρου : ἀγκίστρου . γναπτοῖο δόλοιο : τὸ ἄγκιστρον . Ῥίμφα : εὐθύς . τιταινόμενοι
καὶ ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο καὶ ἐξήλυξαν ὄλεθρον . χείματι
7166669 ἡλκωμενας
Ἄλλο . Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ
ἔχειν λύπην ἢ πένθος σημαίνει : ἰσχνὰς μὲν λύπην , ἡλκωμένας δὲ πένθος : καὶ γὰρ ἐν τοῖς πένθεσι λωβῶνται
7117935 πιεζομαι
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν ,
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . .
7116364 ταλαιπωριην
ἄλλα ποιέειν τἀναντία κείνοισιν οἷσιν ἔφην , καὶ νήστιας μηδεμίην ταλαιπωρίην ποιέεσθαι . Τοῖσι δὲ ἐμέτοισι χρὴ καὶ τοῖσι κατακλύσμασι
παρὰ ἄνδρα ἀφικνεύμεναι , καὶ ἐν γαστρὶ ἴσχουσι διὰ τὴν ταλαιπωρίην καὶ ἰσχνότητα τῆς σαρκός . Ἔτι τε πρὸς τουτέοισιν
7105416 σκιρρουμενους
λεπτομερῆ τὴν σύστασιν : κινεῖ γοῦν οὖρα καὶ σπλῆνας ὠφελεῖ σκιρρουμένους . Ἀλόη θερμαίνει μὲν σφοδρῶς , ξηραίνει δὲ καὶ
ἀλύπως . καππάρεως τῆς ῥίζης ὁ φλοιὸς οὐδενὸς ἔλαττον ὠφελεῖ σκιρρουμένους σπλῆνας ἔξωθέν τε ἐπιτιθέμενος καὶ πινόμενος ἐν ὄξει ἢ
7068395 ἀδυναμιη
: καὶ ὁ τόνος τοῦ σώματος , ἔκτηξις ἐσχάτη καὶ ἀδυναμίη , οὐδ ' ἀνίστασθαι ἄλλου ἐπαίροντος ἔτι δυνατὸς ἦν
τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ κενεῶνας καὶ ἰσχία καὶ ἰξύας , ἀδυναμίη ψυχρὴ , καὶ ἡ χροιὴ τρέπεται ὡς ἰκτερώδης .
7059889 ἐξισχει
μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν , ἔξω δ ' ἐξίσχει κεφαλὰς δεινοῖο βερέθρου : αὐτοῦ δ ' ἰχθυάᾳ ,
ἕλκος μὲν ἐγένετο , τὰ δὲ ὀστέα τὰ κατεηγότα οὐκ ἐξίσχει , οὐδ ' ὁ τρόπος τῆς κατήξιος τοιοῦτος ,
7056293 μαστιζομενος
προσεκρούετο , ἐταράσσετο . Ξαινόμενος : συρόμενος , τυπτόμενος , μαστιζόμενος , ξυνθλιβόμενος , συντριβόμενος . ἠϊόνεσσιν : αἰγιαλοῖς .
κλαγγαίνεις ] βοᾷς . ἄλγησον ἧπαρ ] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . τοκεῦσιν πικρὸν ] συλληπτικῶς χρὴ λέγεσθαι τὸν μητραλοίαν
7053987 σοβαρως
τὸ ξίφος . ἔθαψάν τε ἐκείνους αὐτόθι σεμνῶς τε καὶ σοβαρῶς ἐπιστήματα ἐπέστησαν . νεανία ἤστην , ὃ μὲν ἤδη
. τῇ πέμπτῃ δὲ ὁ Δομίτιος ἐξέτασσεν αὖθις καὶ ἐπέβαινε σοβαρῶς . οὐκ ἀντεπιόντος δὲ τοῦ Ἀντιόχου τότε μὲν ἐγγυτέρω
7046588 διαμαρτιαν
, ἃ δὴ κατὰ τὸ μᾶλλόν τε καὶ ἧττον τὴν διαμαρτίαν ἐπισημαίνει τῆς πέψεως : ὠχρὰ μὲν γὰρ ἧττον διαπεφευγέναι
: καὶ εὐστοχίαν ἐπιτυχίαν εὐτυχίανοὐ γὰρ καὶ ἐπισκοπίανκαὶ ἀστοχίαν δυστυχίαν διαμαρτίαν ἀτυχίαν : καὶ εὐστόχως καὶ ἐπισκόπως , εὐτυχῶς ἐπιτυχῶς
7030581 λαψῃ
καὶ τὸ λαψῇ . ἀποισῇ : κομίσῃ , ὡς τὸ λαψῇ ἀντὶ τοῦ λήψῃ : τοὺς γὰρ μέλλοντας περισπῶσιν οἱ
Διδύμαρχος δέ φησι γηγενῆ αὐτὸν εἶναι . ἀποισῇ [ καὶ λαψῇ ] περισπαστέον , ἐπεὶ τοὺς μέλλοντας τῶν ὁριστικῶν περισπῶσιν
7026541 ἐπιβαθρας
μηχανήματα ὅταν ἐγγὺς ᾖ , καὶ τοὺς κριοὺς καὶ τὰς ἐπιβάθρας πρῶτον μὲν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπᾶραι τὸ τεῖχος
ἐργάσασθαι θέλων : τὰ γάρ τοι κατολισθαίνοντα οὐ κρατεῖ τῆς ἐπιβάθρας , ἀλλ ' ἐκεῖνα μὲν κατηνέχθη , ὁ δὲ
7026519 μετενοουν
τῆς ἐνέδρας τότε πρῶτον ᾔσθοντο καὶ τὴν Μακεδονίαν δόντες αὐτῷ μετενόουν . ἰδίᾳ τε αὐτῶν οἱ δυνατοὶ ἐπέστελλον τῷ Δέκμῳ
“ [ ὑπὸ δυστήνων δουλαρίων ] . οἱ δὲ οὐ μετενόουν . Αἴσωπος καταρασάμενος αὐτούς , καὶ τὸν προστάτην τῶν
7016957 παναιολα
ἄγοιτε . Νῦν δ ' ἄγε μοι , σκηπτοῦχε , παναίολα δήνεα τέχνης ἰχθυβόλου φράζοιο καὶ ἀγρευτῆρας ἀέθλους , θεσμόν
' ὀψὲ μιῆς ὠρέξατο βουλῆς : ὣς ἄρα καὶ κεστρῆϊ παναίολα μερμηρίζει θυμὸς ὀϊομένῳ τε δόλον καὶ ἀπήμονα φορβήν :
7002473 κοινολεκτρον
] ἤγουν προιξίν . ἐν ἄγαγες ] ἤγουν ἠγάγου δάμαρτα κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα
κοινόλεκτρον Ἡσιόναν ] τὴν πιθὼν ] καταπείσας δάμαρτα ] γυναῖκα κοινόλεκτρον ] ποταπήν ; ὁμόκοιτον . στροφὴ κώλων λβʹ ἡμέτερον
6999828 μαθουσαι
οἵδε κατήνεγκαν πόλεις αὐτοὶ ποιεῖν ἠναγκάζοντο , καὶ χεῖρες αἱ μαθοῦσαι κατασκάπτειν ἀνορθοῦν ἐπαιδεύοντο . λεὼς δὲ τοῖς ἄστεσιν οὐκ
ἐκέλευσεν ἐνσωματισθῆναι . αἱ δὲ τότε πρῶτον στυγνάσασαι κατακρίτους ἑαυτὰς μαθοῦσαι ἐθαύμασα οὖν καὶ τοὺς τῶν ψυχῶν λόγους : ὅτε
6999792 πονεει
ὑγιέα ποιέειν . Ἡ φύσις αὐτομάτη ταῦτα ἐπίσταται : καθήμενος πονέει ἀναστῆναι , κινεύμενος πονέει ἀναπαύσασθαι , καὶ ἄλλα τοιαῦτα
ὁκόσῳ δ ' ἂν ὁ χρόνος τῇ νούσῳ ἀπομηκύνηται , πονέει ἅπαντα μᾶλλον , καὶ τὰ σκέλεα οἰδέει ὡς ἀπὸ
6996829 ἀποθνῃσκω
ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους
ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ ,
6991373 προσκαθημενοι
τι ἔτι παρεῖχε πονηρότερα τῶν σφετέρων ἔσεσθαι , ἢν καρτερῶσι προσκαθήμενοι : χρημάτων γὰρ ἀπορίᾳ αὐτοὺς ἐκτρυχώσειν , ἄλλως τε
προδόντων τινῶν αὐτήν : τὴν δὲ Σκιώνην περιετείχισαν , καὶ προσκαθήμενοι τῇ πολιορκίᾳ συνεχεῖς προσβολὰς ἐποιοῦντο . οἱ δ '
6989344 ὀξεη
ἠπάτησε τοιούτῳ : “ κόραξ , καλαί σοι πτέρυγες , ὀξέη γλήνη , θεητὸς αὐχήν : στέρνον αἰετοῦ φαίνεις ,
, καὶ ἔγκειται βαρὺ ἐν τῷ πλευρῷ , καὶ ὀδύνη ὀξέη ἐς τὸ αὐτὸ ἀεὶ χωρίον λαμβάνει , καὶ δίψα
6972815 πλυνομενα
τοῦ ἐλέγξω . ὅθεν καὶ τοῖς εὐλαβουμένοις ἐλεγχθῆναι πονηρὸν τὸ πλυνόμενα ἱμάτια ἰδεῖν . Δακτύλιοι σιδηροῖ ἀγαθοὶ μέν , οὐκ
ἄλλα πολλά . μεμάθηκας δὲ καὶ ὅτι πάντα τὰ κεκαυμένα πλυνόμενα μετριώτερα καὶ ἀδηκτότερα γίνεται . Χαλκὸς κεκαυμένος ἔχει μέν
6971461 ἁπαϲαι
' ἀμφότερα , καὶ μία ἢ δύο ἢ πλείουϲ : ἅπαϲαι δὲ ἐν ὑμέϲιν ἰδίοιϲ περιέχονται , καθάπερ ϲτεατώματα καὶ
ἄκριτον ἅπαν ἐϲτίν , ὡϲ αἵ γε μετὰ τὴν τεϲϲαρακοϲτὴν ἅπαϲαι τελείωϲ εἰϲὶν ἔκλυτοι πέψεϲι μᾶλλον καὶ ἀποϲτάϲεϲιν , οὐ
6958961 ἐστεφον
Ἀργείων οὗ γαμβρὸς ὁ Πολυνείκης . ἔστεφον ] ἐπλήρουν . ἔστεφον ] ἐζωγράφουν . ἔστεφον ] ἐτίθουν . ἔστεφον ]
λάβρον ἐφέλκετο πένθος ἄλαστον . ἄνθεα δὲ δροσόεντος ἀμησάμενοι ποταμοῖο ἔστεφον αὐχενίους πλοκάμους σφετέροιο φονῆος . γαῖα δὲ χαλκείοισιν ἐρεικομένη
6956333 ἐσφιγξε
μελέων ἐρατῶν ἀπεδύσατο πέπλα ἀμφοτέραις παλάμῃσιν , ἑῷ δ ' ἔσφιγξε καρήνῳ , ἠιόνος δ ' ἐξῶρτο , δέμας δ
ἀπολέλοιπε τοῦ κόσμου , πάντα δὲ συναγαγὼν διὰ πάντων ἀοράτοις ἔσφιγξε δεσμοῖς , ἵνα μή ποτε λυθείη , οὗ χάριν
6952285 ἐχαλασεν
τὸν ἱδρῶτα ἔληξαν αἱ ὀδύναι : ἐς τὴν ἑσπέρην πάντα ἐχάλασεν . Ἐνάτῃ , οὐκ ἔτι ἤμεσεν : ἐθερμάνθη μᾶλλον
ἤλγησεν : πυρετὸς ἐπεῖχε βληχρός : ὁ δὲ πνιγμὸς τριταίῃ ἐχάλασεν . Τετάρτῃ , σπασμώδης , ἄφωνος : ῥέγχος ,
6950483 χνʹ
Ἰὸν στάδιοι χνʹ . Ἐκ Δήλου εἰς τὰς Κορσίας στάδιοι χνʹ . Ἐκ Δήλου εἰς Κίμωλον στάδιοι ωʹ . Ἐκ
. Ἀπὸ δὲ τῆς Χερσονήσου εἰς Βρισοάνα ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι χνʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ Βρισοάνα ποταμοῦ εἰς Αὐσίνζα στάδιοι
6947516 ἐγκρινουσι
καὶ μελαίνας καὶ πυρρὰς καὶ μεσαιπολίους : τῶν δὲ βαπτομένων ἐγκρίνουσι τὰς γλαυκὰς καὶ τὰς ἁλιπορφύρους : αἱ γὰρ ἄλλαι
τὸ κάλλος . καὶ γὰρ ἐν ταῖς Εὐανδρίαις τοὺς καλλίστους ἐγκρίνουσι καὶ τούτους πρωτοφορεῖν ἐπιτρέπουσιν . ἐν Ἤλιδι δὲ καὶ
6946015 ὀνιδας
ὑποθυμία . Ὄνων τὴν ἐπὶ τῷ ποδὶ γῆν ξύσας καὶ ὀνίδας οἴνῳ μέλανι δεύσας , ὑποθυμιῇν . Κλυσμοί : μυρσίνης
κυμίνου λειοτάτου # ε , ὀνίδας ε . καὶ τὰς ὀνίδας ξηρὰς μὲν κόπτε καὶ σῆθε , νεαρὰς δὲ συλλέαινε
6945072 τραγιζειν
Ὁκόταν ἀφροδισιάζειν ἄρχωνται ἢ τραγίζειν , αἱμοῤῥαγέουσιν . Εἰ τὸ τραγίζειν σαφηνισθείη , πᾶς ὁ λόγος σαφὴς γενήσεται . τράγον
, καὶ ἐρχόμενον κατὰ τῆς τραχείας ἀρτηρίας , ποιεῖ τὸ τραγίζειν , καὶ ὡς περιττὸν ἐκ τοῦ πολλοῦ βρασμοῦ καὶ
6941135 εἰρερον
, , , . . Σ . εἴρερον εἰσανάγουσι . εἴρερον ἅπαξ εἰρημένον . . . . . , .
δέ τ ' ὄπισθε κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους εἴρερον εἰσανάγουσι , πόνον τ ' ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν :
6936688 Ἐνατῃ
νύκτα εὐφόρως : οὖρα εὐχρούστερα : ὑπόστασιν εἶχε σμικρήν . Ἐνάτῃ ἵδρωσεν : ἐκρίθη : διέλιπεν . Πέμπτῃ ὑπέστρεψεν :
δὲ νύκτα ἄγρυπνος , καὶ ἐπόνει μᾶλλον ἐς νύκτα . Ἐνάτῃ ἡ γαστὴρ ἐξεταράχθη ὑδατώδεα διαχωρήσασα , ὡσαύτως δὴ καὶ
6935211 θησσαν
Ὦ δώματ ' Ἀδμήτει ' , ἐν οἷς ἔτλην ἐγὼ θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι θεός περ ὤν . Ζεὺς γὰρ κατακτὰς
ἣν χαλκομίτρου . . . λέγουσι γενέσθαι θυγατέρα ἥντινα Κλήτην θῆσσαν ἤτοι δούλην τῆς Πενθεσιλείας λέγει . ἥντινα Κλήτην τὴν
6934737 κυσαι
τῆς κεφαλῆς κείμενος . καὶ ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας . κύσαι : φιλῆσαι . προσκυνῆσαι . κῶπαι : αἱ λαβαὶ
, αἰσχρὸν γὰρ ἐπὶ τόνου γε . Δός μοί νυν κύσαι . Ἰδού . Παπαιάξ . Ἧκέ νυν ταχέως πάνυ
6934572 συνοδιαν
οὔθ ' αἱ κατολισθάνουσαι πλάκες τῶν κρυστάλλων ἄνωθεν ἐξαίσιοι , συνοδίαν ὅλην ἀπολαμβάνειν δυνάμεναι καὶ συνεξωθεῖν εἰς τὰς ὑποπιπτούσας φάραγγας
τῶν Πληιάδων , ἥτις πορθουμένης τῆς Τροίας τὴν ἀδελφικὴν πέφευγε συνοδίαν καὶ πρὸς τὸν ῥυμὸν τῆς Ἁμάξης ἐξέδραμεν . ὅθεν
6933544 ἐκδιδρασκουσιν
τῶν δὲ Θηβαίων οἱ μὲν αὐτίκα ὡς ἡττήθησαν ὁμοῦ Λαοδάμαντι ἐκδιδράσκουσιν , οἱ δὲ ὑπολειφθέντες πολιορκίᾳ παρέστησαν . ἐποιήθη δὲ
ἡμέραν ἐπολιόρκουν : ὑπὸ δὲ νύκτα αὐλισαμένου τοῦ στρατεύματος ἄπωθεν ἐκδιδράσκουσιν οἱ ἐκ τῶν Ὀρνεῶν . καὶ τῇ ὑστεραίᾳ οἱ
6929967 Ὀϊστου
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . .
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . Ἵππος
6926137 διωκω
γάρ ἐστιν ἡ αἴκεια . καὶ τοὺς μάρτυρας διὰ τοῦτο διώκω τῶν ψευδομαρτυρίων , ὅτι ἐμαρτύρησαν ἐθέλειν παραδιδόναι τὸν Θεόφημον
οὐκ ἂν γένοιτο τούτου μείζων ἀγών μοι . νῦν γὰρ διώκω μὲν κακηγορίας , τῇ δ ' αὐτῇ ψήφῳ φόνου
6922460 ἀνοιδισκεται
ψύξας ἐπίβαλλε τὸν χυλὸν κατὰ βραχὺ προσέχων μήπως ἀναβράσῃ : ἀνοιδίσκεται γὰρ ὡς ὑπερχεῖσθαι τῆς χύτρας : ὅταν δὲ καταστῇ
, ἢν μὲν ᾖ δριμὺ καὶ κολλῶδες , φλεγμαίνει καὶ ἀνοιδίσκεται καὶ ξυντείνει ὁ τράχηλος , καὶ οὕτω προΐει ἐς
6922238 πολυστονα
κληῖδες ὀχοῦνται . τοιγάρ τοι , μάκαρ , ἁγνέ , πολύστονα κήδε ' ἐλάσσας , ὅσσα βιοφθορίην πέμπει κατὰ γαῖαν
μόνου . ὀθνείαν : ξένην . ὀρεκτόν : ἐπιθυμητόν . πολύστονα : πολυστένακτα . πήματα : βλάβη . παρειμένας :
6916554 σειον
* ) ὅτι καὶ θηλυκὸν λέγεται . τ , . σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες . * ) [ ἡ διπλῆ
τὸ ] ἔτρεχον , ὡς ἐκεῖ ” οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγόν ” . . γ . ἔνθ ' ἤτοι
6915061 σκοτωδης
ἐμπέσῃ τὸ καταπληκτικὸν θηρίον ἢ ἐπιβάλῃ . * ὑποζοφόωσα : σκοτώδης * ἄκροθεν οὐρή : κατὰ τὸ ἄκρον ἡ οὐρά
. ὁ μὲν γὰρ ἥλιος φαεινός , ὁ δὲ ἀὴρ σκοτώδης καὶ ἐναντίος τούτου ἐστίν . ἣν Ὕδραν , ἤγουν
6902044 μικροτεραν
τίποτας ὅπου νὰ ποιήσῃς τρῦπαν ὅσον σακκοράφης , ἢ καὶ μικροτέραν , ὅσον βελόνης χοντροῦ . Εἶτα ποίησον φουρνόπουλον ,
γίγνοιντο , σὺ μὲν ὁ πέμψας τοὺς δύο τούτους παῖδας μικροτέραν , ἐγὼ δὲ ὁ λαβὼν μείζω τὴν οὐσίαν ἀποφανοῦμαι
6897681 δαμαλεις
τινων . περί : ἕνεκα . πόρτεις : τὰς νέας δαμάλεις , μικρὰς , τὰς νέας , δαμάλεις , τὰς
] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] τὰς βοῦς ἐριγάστορας ] βρωτικάς μόσχους ] τοὺς
6892891 σβεσεις
τῆς γῆς ἄλλου καὶ ἄλλου γινομένου , δεήσει καὶ τὰς σβέσεις καὶ τὰς ἐξάψεις τῶν ἄστρων ἀπλέτους γίνεσθαι . Ὧν
. τὰς γὰρ ἀνατολὰς καὶ τὰς δύσεις ἐξάψεις εἶναι καὶ σβέσεις . Ἡρακλείδης καὶ οἱ Πυθαγόρειοι ἕκαστον τῶν ἀστέρων κόσμον
6888460 προεληλυθεσαν
ὅσοι τῶν βαρβάρων , πρὶν ἀφικέσθαι Λούκουλλον , ἐπὶ χορτολογίαν προεληλύθεσαν , οὐκ ἔχοντες ἐσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν Λουκούλλου περικαθημένου
' οὐχ ὑπήκουον . ἐπεὶ δ ' ὅσον τριάκοντα στάδια προεληλύθεσαν , ἀπαντᾷ Σεύθης . καὶ ὁ Ξενοφῶν ἰδὼν αὐτὸν
6888135 πλεκτανην
Δί ' οὐχὶ κατέλιπον δ ' ἐγὼ οὐδέν . καὶ πλεκτάνην στιφρὰν σφόδρ ' , ἐν τούτοις τέ που αἰσχυνόμενον
πλεκτάνην ἐπιθῇ , τοὺς ὀδόντας ἀποβάλλει : ἀστακῷ ἐὰν πολύπους πλεκτάνην εἰς τὰς χηλὰς ἐπιθῇ , εὐθέως αὐτὰς ἀποβάλλει .
6885661 Σκοπελος
. Κεῖται δὲ ἐπὶ τῶν ἄκρων νησίον , ὃ καλεῖται Σκόπελος . Ἔχει δὲ διέκπλουν τοῖς ἐλάττοσι πλοίοις : τὰ
γοʹʹ καὶ ἡ Ἐρικοῦσα νῆσος μδʹ γοʹʹ ληʹ καὶ ἡ Σκόπελος νῆσος μεʹ λζʹʹʹ ∠ γʹʹ ιβʹʹ καὶ ἡ Λευκὰς
6882103 Γαστρος
καὶ κορύζαις : οὐ μὴν φαλακροῦνταί γε οἱ τοιοῦτοι . Γαστρὸς γνωρίσματα τῆς μὲν φύσει ξηροτέρας , εἰ ταχέως διψώδεις
δ ' ἀτάλαντον πρέσβυν ὁμήλικα πατρὸς ἴσαις τιμαῖσι γέραιρε . Γαστρὸς ὀφειλόμενον δασμὸν παρέχειν θεράποντι . δούλωι τακτὰ νέμοις ,
6881643 δρυας
, οὐ μαλάχην ἄνεμός ποτε , τὰς δὲ μεγίστας ἢ δρύας ἢ πλατάνους οἶδε χαμαὶ κατάγειν . Εἰπέ μοι εἰρομένῳ
ἄκρα κάρηνα καὶ ἄγκεα δενδρήεντα Πηλίου , ὑψηλάς τε μετὰ δρύας ἤλυθε γῆρυς . Καί ῥ ' αἱ μὲν πρόρριζοι
6880051 διεσχε
τοῦτο καὶ λέγει : ” μετὰ τῆς μὲν προθέσεως τὸ διέσχε καὶ διασχὼν εὕρηται παρ ' Ὁμήρῳ , παρὰ δὲ
δέ μιν κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθε , ἀντικρὺ δὲ διέσχε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή . ῥίγησέν τ ' ἄρ '
6875248 ἀπεκοψεν
: καὶ Ὅμηρος : ἄχρις ἀπηλοίησεν , ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀπέκοψεν . ἄχρι δὲ χωρὶς τοῦ σ χρονικὸν ἐπίρρημα .
ἐκεῖ Κρόνον τὸ δρέπανον ἀποκρύψαι , ᾧ τὰ τοῦ πατρὸς ἀπέκοψεν αἰδοῖα . Νίκανδρος ἐν τῷ ηʹ Σικελίας „ καί
6872846 Στηθος
νόσον : καὶ γὰρ οἱ ὦμοι ἀδελφοί εἰσιν ἀλλήλων . Στῆθος ὑγιὲς καὶ ἀπαθὲς ἀγαθόν . τὸ δὲ λάσιον καὶ
ἐπισπᾶσθαι πρὸς ἐπικαμπίαν . Στέρνον . παρὰ τὸ στερεόν . Στῆθος . ὅτι ἕστηκεν ἀσάλευτον : ὡς δὲ ἄλλοι ,
6871087 ὀζωδεις
καὶ τοῖς ξύλοις : ἐν γὰρ τοῖς ὄρεσι μικραὶ καὶ ὀζώδεις καὶ ἀκανθώδεις γίνονται : πάντα δὲ καὶ ἐν τοῖς
μᾶλλον , ὥσπερ αἱ τῆς δρυός , αἱ δὲ οἷον ὀζώδεις καὶ θυσανώδεις , ὥσπερ αἱ τῆς ἐλάας : τοῦτο
6865708 ἐξαυαινεται
ὁ δὲ φοῖνιξ , ὅταν ἐξαιρεθῇ ὁ ἐγκέφαλος , ὅλος ἐξαυαίνεται . Νίκανδρος Γεωργικοῖς : σὺν καὶ φοίνικος παραφυάδας ἐκκόπτοντες
μόνον . ἐναυλιζόμενον : ἐμμένον . εὐπετίην : εὐχέρειαν . ἐξαυαίνεται : ξηραίνεται . ἐκπεπταμένα : ἐξεπτυγμένα καὶ ἐξηπλωμένα .
6862836 παλαμναιοι
καθάρσιοι , ἁγνῖται , φύξιοι , σωτῆρες , ἀσφάλειοι , παλαμναῖοι , προστρόπαιοι , γενέθλιοι , γαμήλιοι , φυτάλιοι ,
τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος . λογισταὶ δὲ ἀλιτήριοι καὶ παλαμναῖοι πρακτῆρες ἐξώρων ἐλλειμμάτων καὶ ἐξιτήλων φροῦδοι καὶ ἀνώνυμοι ἤδη
6856999 κληιθρα
ἀκούσαθ ' οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει . σὺ παρὰ κλῆιθρα , σοὶ μέλει πομπίμα φάτις δωμάτων : ἔνεπε δ
ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί , κἀκκομίζεθ
6854235 παρελεγε
καὶ πάλιν ἔγερσις : ἀνήϊσσε , κατέχειν οὐκ ἠδύνατο , παρέλεγε πολλά : πυρετὸς ὀξύς : ἐς νύκτα δὲ ταύτην
πρὸς χεῖρα λεπτοί : ἀκρέων ψύξις . Ἐνάτῃ , πολλὰ παρέλεγε , καὶ πάλιν ἱδρύνθη : σιγῶσα . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ,
6849692 φυσωντος
διὰ τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ ἔρωτος . ἀκραέος : τοῦ ἄκρως φυσῶντος ἢ εὐκραοῦς , καλοῦ καὶ ἀμιγοῦς ἢ ἠρέμα πνέοντος
ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος ἀντὶ τοῦ σοβαρῶς καὶ
6848183 λιθουριαν
Ἐχίνου θαλασσίου ἡ σὰρξ ἐσθιομένη κοιλίαν μαλάσσει καὶ νεφροὺς καὶ λιθουρίαν ἄκρως θεραπεύει σὺν κονδίτῳ λαμβανομένη . αὐτὸς δὲ ὁ
. τῆς νόσου . τοῦ Ἱέρωνος νοσήσαντος . ὅτι διὰ λιθουρίαν φορείῳ φερόμενος ἐνίκα τὰς μάχας ὁ Ἱέρων . παραβάλλων
6840169 μακροισιν
ἐς κληῗδα καὶ τὰ νῶτα ἐμπίπτοντα , ὀλέθρια . Ἐν μακροῖσιν ὀλεθρίοισιν , ἕδρης ἄλγημα , θανάσιμον . Τοῖσιν ἀσθενέως
καθυγραίνονται ; Ἐκ κενεώνων μεθιστάμενα ἀλγήματα ἐς τὸ λεπτὸν ἐν μακροῖσιν , ἐκ διαφθορῆς καὶ μὴ λίην καθαρθείσης , ὀλέθριον
6837630 πλαδοωσιν
πάλιν δὲ εὐθέως ἀναδίδωσι καὶ γεμίζει τὸ κοίλωμα . * πλαδόωσιν . ἐξηνθημένοι εἰσίν ἐγείρονται διυγραίνουσι ὑγραίνονται * ὕπερθεν :
ἀντὶ τοῦ κεκαυμένου ὑπὸ πυρός . * πυρικμήτοιο : πυρικαύστου πλαδόωσιν : κυρίως τὸ μὴ ἀντίτυπον πλαδόεν καλεῖται . πλαδόωσιν
6831620 προμετωπιδια
τάγμα . Ξ ἐν ἀμπυκτῆρσιν : οἱ κορυφιστῆρες , τὰ προμετωπίδια κυρίως . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς ἵν '
ἐν ἀμπυκτῆρσιν ] ἀμπυκτῆρες οἱ κορυφιστῆρες , τὰ κυρίως λεγόμενα προμετωπίδια . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς , ἵν '
6829756 χαλατε
ἀλλ ' ἀνοίξατε ὅπως τάχιστα , καὶ γυναικείους πύλας μοχλοῖς χαλᾶτε : καὶ μάλ ' ἡβῶντος δὲ δεῖ οὐχ ὥστ
' ἕδρας ἡ Τυνδαρὶς παῖς ἐκπεπόρθμευται χθονός . ὠή , χαλᾶτε κλῆιθρα , λύεθ ' ἱππικὰς φάτνας , ὀπαδοί ,
6829002 ἀκονῃ
πύξῳ φλοϊσθὲν δὲ μέλαν γίνεται : χρήσιμον δὲ πρὸς ὀφθαλμίας ἀκόνῃ τριβόμενον . Ἡ δὲ ἀριστολοχία παχεῖα καὶ ἐσθιομένη πικρὰ
λευκογραφίδα καλοῦϲιν . ὑπόχλωροϲ γὰρ φαινόμενοϲ οὗτοϲ , εἰ παρατριβείη ἀκόνῃ ἢ καὶ ἱματίῳ τραχυτέρῳ , λευκαίνει τὸν τόπον .
6828793 ἐμφωνοι
. προσήγοροι ] αἱ προσαγορεύουσαι καὶ μαντευόμεναι δρύες , αἱ ἔμφωνοι , ὑφ ' ὧν μαντείων καὶ τῶν μαντικῶν δρυῶν
κλεινὴ δάμαρ μέλλουσα ἔσεσθαι . : αἱ προσήγοροι ] Αἱ ἔμφωνοι . : ὑφ ' ὧν ] Τῶν δρυῶν .
6824766 Ἀμαθια
βέλτιον αἱρεῖσθαι , μηδὲ σφαλέντας μεταμέλειαν ἔχειν τοῦ γνωσθέντος . Ἀμαθία γὰρ οὐκ ἐπαινεῖται , διότι καὶ σφάλλεται : εὐβουλία
ἂν λανθάνοι . Τί δὴ τοῦτο φράζεις τὰ νῦν ; Ἀμαθία τις μάλα χαλεπή , δοκοῦσα εἶναι μεγίστη φρόνησις .
6821572 Σειρηνος
καὶ παλίσσυτος ποσὶν ἔβαινεν εἱρκτῆς ἐντός , ἐν δὲ καρδίᾳ Σειρῆνος ἐστέναξε λοίσθιον μέλος , Κλάρου Μιμαλλὼν ἢ Μελαγκραίρας κόπις
ἡδὺ καὶ ἁπαλόν : εἶπεν ἄν τις λαλούσης αὐτῆς ἀκούειν Σειρῆνος . πολυπραγμοσύνης δὲ ἁπάσης γυναικείας καὶ περιεργίας ἀπήλλακτο .
6821248 μεταρσιος
πετόμενος ἐξεύρω εἰς τὰ προοίμια λέξεις νιφοβόλους καὶ ἀεροδονήτους . μετάρσιος : Ἐπῃρμένος , ὑψωθείς . . ἀναβολὰς : Προοίμια
Ποτιδαιάτης ἔστη ἐν χειμερινῷ καιρῷ παννύχιος εὐχόμενος . καὶ τοσοῦτον μετάρσιος , φησί , γέγονε τὴν ψυχήν , ὥστε μὴ
6818209 διαδιδοναι
δὲ εἰς αὐτὰς τὰς ῥίζας δύεται καὶ οὐ δύναται πᾶν διαδιδόναι τοῖς καρποῖς οὐχ ὁμοίως εὔτροφον οὐδὲ πολύχουν , ὥστε
εἰργασμένοι , πλείους τῶν μυρίων τετρακισχιλίων . τούτους δὲ διενοεῖτο διαδιδόναι τοῖς ἱππεῦσι καὶ τῶν πεζῶν τοῖς ἐφ ' ἡγεμονίας
6815815 ἀρτηριην
ξυμπαθήϲῃ , προϲδιδοῖ τοῦ ἀφρώδεοϲ : ὁδὸϲ γὰρ θώρηκοϲ ἐϲ ἀρτηρίην πνεύμων . ἢν δὲ ἀπὸ πλευρῆϲ , ξὺν βηχὶ
, καὶ οὐ μάλα βήϲϲουϲι . ἢν δὲ ἐϲ τὴν ἀρτηρίην ἀπὸ τῆϲ ὑπερώηϲ ἐϲρυῇ , τότε βήϲϲοντεϲ ἀνάγουϲι :
6814962 ῥεγχος
Τρίτῃ , ἐχάλασεν . Τετάρτῃ , σπασμώδης , ἄφωνος , ῥέγχος , ὀδόντων ξυνέρεισις , γνάθων ἔρευθος . Ἐτελεύτησε τῇ
καὶ φροντίζοντας φίλων μέν , οὐκ ὄντων δὲ πολιτῶν . ῥέγχος : ὁ ῥωχμός , ὡς κἀν τῷ Περὶ πτισάνης
6812653 διαψαιρουσι
δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ οἱ ἐγγὺς
ἐξ αὐτοῦ λάχνη : οὐδὲν γὰρ εὐληπτότερον τῆς τριχός . διαψαίρουσι : διαξαίνουσι , διακινοῦσι , κινοῦσι , σκαλεύουσιν :
6812513 προσβας
ὑποδήματος τὸν πόδα δηλοῖ : ὁ δὲ ὀρέστης φησὶ παραχρῆμα προσβὰς τὸν πόδα ἐξέτεινε τὴν χεῖρα : θέλων σφάξαι αὐτὴν
' ἐὰν βαδίζων ποιῇ τὸν περίπατον Μέγαράδε καὶ κατὰ Ἡρόδικον προσβὰς τῷ τείχει πάλιν ἀπίῃς , οὐ μή σου ἀπολειφθῶ
6811204 ὀδοντοφυει
ἔκφυσιν τῶν ὀδόντων παντελῆ : τὸ γὰρ ἀνωτέρω φάτνιον οὐκ ὀδοντοφυεῖ , ἀλλ ' ὅσοι τομίαι τῶν ὀδόντων κατ '
. ὀδοὺς δὲ ἀλώπεκος περιαφθεὶς ἐσχάρας ὠφελεῖ καὶ παῖδας ἀνωδύνως ὀδοντοφυεῖ . μετὰ δὲ ἀσφάλτου καὶ ἐλαίου ὀμφακίνου προλειωθέντων ὀνύχων
6809853 θεινεται
καὶ πολλῆς ἵππου , ἤτοι ὁ ἔχων ἵππους πολλούς , θείνεται καὶ τύπτεται καὶ σφάττεται παρὰ τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς
καὶ πολλῆς ἵππου , ἤτοι ὁ ἔχων ἵππους πολλοὺς , θείνεται καὶ τύπτεται καὶ σφάττεται παρὰ τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς
6809078 ἐνοχλουσης
μεγάλην τὴν ἐγγὺς τοῦ πάσχοντος μέρους : κακοχυμίας δὲ μόνης ἐνοχλούσης , καθαρτέον : συνελθόντων δ ' ἀμφοῖν , ἀμφοτέραις
δὲ τοῦ παιδὸς καὶ τῆς ἐπιθυμίας αὐτῷ σφοδρότερον τοῦ θεράποντος ἐνοχλούσης καιρὸν ἐπιτηρήσας ὃν ᾠήθη καλῶς ἕξειν αὑτῷ , πεῖραν
6806722 ἐλυπηθη
ὁ δὲ Χαιρέας ἀκούσας , καίτοι φιλοπάτωρ ὤν , ὅμως ἐλυπήθη πλέον ὅτι ἔμελλεν ἀπελεύσεσθαι μόνος : οὐ γὰρ οἷόν
κατώικησαν . ὁ δὲ Ψαμμήτιχος ἐπὶ μὲν τούτοις οὐ μετρίως ἐλυπήθη , τὰ δὲ κατὰ τὴν Αἴγυπτον διατάξας καὶ τῶν
6805513 ὑποφευγων
Ἠλέκτρας . τοῖσδε μελήσει γάμος . ἀλλὰ κύνας τάσδ ' ὑποφεύγων στεῖχ ' ἐπ ' Ἀθηνῶν : δεινὸν γὰρ ἴχνος
ἐμάχετο . ὃ δ ' ὠκυτάτοις ἵπποις αὐτὸν ἐνοχλῶν καὶ ὑποφεύγων καὶ πάλιν ἱστάμενος καὶ ἐπιὼν ἐκείνην τε τὴν ἡμέραν
6805239 ἰϲχνοι
ἔκκριϲιϲ τῆϲ ὕληϲ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν ὁρμὴν ἐχούϲηϲ . ἰϲχνοὶ δὲ ὡϲ ἐπίπαν γίγνονται καὶ νωθροὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἐπιβολήν
γένεϲιϲ , ἄμφω μελαγχολίηϲ ἡ τροφή . τάμνειν δὲ κἢν ἰϲχνοὶ ἔωϲι καὶ λείφαιμοι : ϲμικρὸν δὲ ἀφαιρέειν , ὁκόϲον
6803192 ἐπιστρεψουσιν
γῆ καὶ ἡ ὕπαρξις αὐτῶν ἀφανισθήσεται . Καὶ ἐμπέμπτῃ ἑβδομάδι ἐπιστρέψουσιν εἰς γῆν ἐρημώσεως αὐτῶν , καὶ ἀνακαινοποιήσουσιν οἶκον Κυρίου
θηλάζουσαι ῥίψουσιν [ τὰ τέκνα ] αὐτῶν καὶ οὐ μὴ ἐπιστρέψουσιν [ ] ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐδὲ [ ἐπὶ
6803104 αἰτιωμεθ
πλεῖστος οἶνος ἐκποθῇ . εἶθ ' ὅταν τὸν οἶνον αὐτὰς αἰτιώμεθ ' ἐκπιεῖν , λοιδοροῦνται , κὠμνύουσι μὴ ' κπιεῖν
πλεῖστος οἶνος ἐκποθῇ . εἶθ ' ὅταν τὸν οἶνον αὐτὰς αἰτιώμεθ ' ἐκπιεῖν , λοιδοροῦνται κὠμνύουσι μὴ πιεῖν ἀλλ '
6802912 ἀπορριψασα
ὄψεως ] ἐμμανὴς οὖσα : τὴν κροκοειδῆ στολὴν ἀποβαλοῦσα , ἀπορρίψασα τῆς τρυφῆς : στολίδα κροκόεσσαν : τὴν ἐκ κρόκης
καὶ πορεύῃ „ ; τὰ ἄδηλα μετατρέχεις , τὰ ὁμολογούμενα ἀπορρίψασα . καλὸν οὖν αὐτὴν ἐπαινέσαι χαίρουσαν ἐπὶ νουθεσίᾳ :
6802329 ἀλγησον
. Ὀνειροπολοῦσαι διώκειν Ὀρέστην ἐοίκασιν . κλαγγαίνεις ] βοᾶις . ἄλγησον ] οὕτως ἄλγησον ὡς μαστιζόμενος . ὡραῖον . Ἐπουρίσασα
πόνος , μηδ ' ἀγνοήσῃς πῆμα μαλθαχθεῖς ' ὕπνῳ . ἄλγησον ἧπαρ ἐνδίκοις ὀνείδεσιν : τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται
6794587 ψηφιζουσιν
τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . Ἀβέβηλον καὶ βέβηλον [ ] [ ] διαφέρει
τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . ἀβέβηλα καὶ βέβηλα διαφέρουσιν , ἄμφω ἐπ '
6793439 μελιχρος
γλυκύτατε , ἡδύτατε , προσφιλέστατε , ἐπεὶ καὶ ὁ πέπων μελιχρός . βάσκετε : γράφεται καὶ βάσκ ' ἴθι .
γλυκύτατε , ἡδύτατε , προσφιλέστατε , ἐπεὶ καὶ ὁ πέπων μελιχρός . βάσκετε : γράφεται καὶ βάσκ ' ἴθι .
6791066 ἐπῃσαν
οἱ Ἕλληνες ἐγγύς τε ὄντας καὶ παρατεταγμένους , αὖθις παιανίσαντες ἐπῇσαν πολὺ ἔτι προθυμότερον ἢ τὸ πρόσθεν . οἱ δ
τε κυνῶν τε περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖϊν , ὡς ἐπάγοντες ἐπῇσαν : ὁ δ ' ἀντίος ἐκ ξυλόχοιο , φρίξας
6786638 ἀνασταντος
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας
6785760 εὐκολωτατα
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' :
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν
6785125 Ἀπαιολη
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ
6784441 ἀϋτμῃ
. οἱ δ ' ὥστ ' οἰνοβαρεῖς , ὀλοῇ μεθύοντες ἀϋτμῇ , πάντῃ δινεύουσι καὶ οὔποθι χῶρον ἔχουσι λειπόμενον κακότητος
ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ ' ἀνίσταται ἄσθματι λάβρῳ
6784032 ὑπεστρεφεν
Πέλοψ νικήσας τὸν ἀγῶνα , καὶ λαβὼν τὴν Ἱπποδάμειαν , ὑπέστρεφεν ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον μετὰ τῶν ὑποπτέρων ἵππων καὶ τοῦ
καὶ ἔμεινε τὸ διάλειμμα ἄχρι . * τεσσαράκοντα ἡμέρας κακοηθέστερον ὑπέστρεφεν . εἶπε γὰρ ὁ Γαληνὸς , ὅτι πολλάκις εἰσβάλλει
6783000 Δεινη
πολυπνείων . Λαιψηρότεροι : κουφότεροι . Ἔργμοσι : ἔργμασιν . Δεινή : σοφή . Ἅμματα : δέσματα . Ἐνθάδε πάντων
. Καὶ πῶς με τὸν δύστηνον ἔτι νέον κρατεῖ ; Δεινή περ οὖσα , φείδεται γὰρ οὐδενός . Σωτήρ ,
6781910 βωλοκοπειν
συκᾶς συκάζειν : ἐπὶ δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι
καὶ ἀμπελοστατεῖν , κηπουρεῖν , ἀλσοκομεῖν , ἐλαιοκομεῖν : καὶ βωλοκοπεῖν δὲ Ἀριστοφάνης λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων
6778424 κατεμαρψε
προθυμουμένην , ὁρμῶσαν , προθυμοῦσαν . Αἶψα : ταχέως . κατέμαρψε : κατέλαβεν . γένυν στόμα . ἐνέρεισε : ἐστήριξεν
ἕρπων νηχομένην τε καὶ ἄσχετα μαιμώωσαν . αἶψα δέ μιν κατέμαρψε γένυν τ ' ἐνέρεισε δαφοινήν : πούλυπος αὖτ '
6778369 μαρμαρυγης
: κονταρίοις . καταΐγδην : ὁρμητικῶς . Σμαραγῆς : γράφεται μαρμαρυγῆς . μαρμαρυγῆς : φαντασίας , κινήσεως , ἐκλάμψεως .
πάλιν τῶν νεφῶν φωτὸς ἀναπτομένου καὶ σβεννυμένου ἢ ἐκ πυρὸς μαρμαρυγῆς ἐκπεμπομένης . ὄμβροι δὲ ἐξ ὑγρασίας ἀναδόσεως καὶ νεφελῶν
6773457 Χειρ
: δούλῳ εὐπορίαν , παρθένῳ εὐφρασίαν , χήρᾳ ὁμοίως . Χεὶρ δεξιὰ ἁλλομένη ὠφέλειαν σημαίνει , ἡ δὲ εὐώνυμος πίστεως
, κατέχων καὶ τὴν κάλπιν , καὶ κάρα Ἵπποκράτορος καὶ Χεὶρ ἐκτεταμένη καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἴβεως τοῦ τῆς δωδεκαώρου .
6772253 λακτιζει
κέντρα κῶλον ] πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνει ὁ βοῦς : λακτίζει γὰρ κεντούμενος ὑπὸ κέντρου : ὥστε λακτίζων πρὸς κέντρον
τοῦ φόβου . ἡ καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει , καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα

Back