φησὶν ὑποκοριστικῶς . ἄπιτ ' ] ἀπέλθετε . Γ τὴν εἰρεσιώνην μου : κλάδος ἐλαίας ἐρίοις περιπεπλεγμένος 〚 ἀναδεδεμένος 〛
ὧραι φέρουσιν , ἀνατιθέναι τῷ Ἀπόλλωνι ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν , εἰρεσιώνην ὀνομάσαντας , ἀπαρχὰς ποιησαμένους τῶν γιγνομένων πάντων ἐκ τῆς
5833222 ὀνομασαντας
σώματος εἰς τὸ θεραπεῦσαί τινα δύναμιν εἴληχε , λεκτέον ἕβδομον ὀνομάσαντας αὐτὸ σύμπαν ἡμῶν εἶναι τροφόν , εἰ μή τι
φέρουσιν , ἀνατιθέναι τῷ Ἀπόλλωνι ἔμπροσθεν τῶν θυρῶν , εἰρεσιώνην ὀνομάσαντας , ἀπαρχὰς ποιησαμένους τῶν γιγνομένων πάντων ἐκ τῆς γῆς
5821351 κατεθυσε
νήσων σχεδὸν ἐπῆρξεν . ὀργισθεὶς δὲ αὐτῷ Ποσειδῶν ὅτι μὴ κατέθυσε τὸν ταῦρον , τοῦτον μὲν ἐξηγρίωσε , Πασιφάην δὲ
αὑτὸν Ῥωμαίων σχεδόν τι πλουσιώτατος ὢν διατιμησάμενος τὴν ἰδίαν οὐσίαν κατέθυσε τῷ θεῷ πᾶσαν τὴν δεκάτην , εὐωχίας ποιῶν συνεχεῖς
5689957 ἀποθυσαι
ἣν ηὔξαντο παρεσκευάζοντο : ἦλθον δ ' αὐτοῖς ἱκανοὶ βόες ἀποθῦσαι τῷ Διὶ τῷ σωτῆρι καὶ τῷ Ἡρακλεῖ ἡγεμόσυνα καὶ
θυγατέρας ἔφη τὰς Χάριτας διὰ τὸ Ἐτεοκλέα τὸν Κηφισοῦ πρῶτον ἀποθῦσαι Χάρισιν ἐν Ὀρχομενῷ τῷ Μινυείῳ . ἀπεχθόμενον δὲ αὐτὸν
5622774 ἐπιπνοιαν
ἐκ φαύλων σπουδαίας ἀπεργάζεσθαι , πάντα δὴ ταῦτα ἔξωθεν τὴν ἐπίπνοιαν γίγνεσθαι διασημαίνει : χρὴ δὲ οὐ τοῦτο μόνον προλαμβάνειν
οὐδ ' εἶναι τέχνην , τὴν ποιητικὴν , ἀλλ ' ἐπίπνοιαν ἐκ Μουσῶν , ὃς δ ' ἂν ἄνευ μανίας
5607778 καταγωγην
χρόνον ἐκμηκυνθησομένην ὑπάρξαι . ταύτην μὲν οὖν ἐν τῷ παρόντι καταγωγὴν ἔσεσθαι τοῖς Τρωσί : μετὰ δὲ τοσούτους ἐνιαυτοὺς ὅσους
, αὐλούμενος κατέπλει , τὰς ἰδίας ναῦς ἐφέλκων , τὴν καταγωγὴν ὀψὲ ποιούμενος . Καρδιανοὶ μὲν πρὸς [ τὰς ]
5584641 καρποφορον
καὶ Δαλίδα καὶ Ὠκεανίδα . τὴν δὲ χώραν ὅλην εἶναι καρποφόρον , καὶ μάλιστα οἴνων παντοδαπῶν ἔχειν πλῆθος . εἶναι
ῥώμαις . ἀμφότεραι δ ' αἱ νῆσοι χώραν ἔχουσιν ἀγαθὴν καρποφόρον καὶ πλῆθος τῶν κατοικούντων ὑπὲρ τοὺς τρισμυρίους , τῶν
5570410 ἱκετηρια
μετὰ κλάδων ἐλαΐνων , ὅτε αὐτοὺς ἐκ Πελοποννήσου ἀπήλασαν . ἱκετηρία δέ ἐστι κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ λευκῷ περιειλημένος , ὡς
] ἱκετηρία μέν ἐστιν ἡ ὑπέρ του γινομένη δέησις , ἱκετηρία δὲ οὕτως ἐγίνετο : ῥάβδον θαλλῷ ἐλαίας στέψας καθῆστο
5540215 Πανι
αὐτὴν ὁμοίῳ διαδόχῳ . Ὁ δὲ τὴν ἰδίαν ἀναθεὶς τῷ Πανὶ τὴν σμικρὰν καὶ φιλήσας ὡς ἐκ φυγῆς ἀληθινῆς εὑρεθεῖσαν
, τὰ ὑπὸ κεράτων δεδεμένα τοὺς αἰφνιδίους φόβους ἀνῆψαν τῷ Πανὶ σφοδροὺς ὄντας καὶ ἐκπληκτικούς . γίνονται δὲ ἐν τοῖς
5530960 ἐλαιαν
ἔχεις τὸν σηκόν , ἵλεως γενοῦ . ἔτι δὲ καὶ ἐλαίαν , οὐ μονοστελέχη , ἀλλὰ πολύκλαδον ὥστε καὶ καλάμην
: ἐπὶ τῶν πάνυ πενομένων . Λάκωνες γὰρ τὴν ἀγρίαν ἐλαίαν ἄγριππον καλοῦσιν . Ἄκρῳ ἅψασθαι δακτύλῳ : ἐπὶ τῶν
5485049 Τρωγλοδυτικην
τόν τε περὶ τὴν Σκυθίαν ἀέρα καὶ τὸν περὶ τὴν Τρωγλοδυτικήν , καὶ τὰς ἑκατέρων διαφορὰς ἰδών , οὐκ ἀπιστήσει
: εἴρηται δὲ ἐπὶ πλέον . τὸ δὲ κατὰ τὴν Τρωγλοδυτικήν , ὅπερ ἐστὶν ἐν δεξιᾷ ἀποπλέουσιν ἀπὸ Ἡρώων πόλεως
5435001 φατνην
ἐργάζεται τῷ σώματι καὶ πάσχει τὰ δεινότατα κἂν σχῇ τινα φάτνην , ἐμπέπτωκεν εἰς δουλείαν πολὺ τῆς προτέρας χαλεπωτέραν ἢ
μὲν τοῦ Μενάνδρου Θήρων μέγα φρονεῖ , ὅτι ῥινῶν ἀνθρώπους φάτνην αὐτοὺς ἐκείνους εἶχε : Κλείσοφος δὲ καὶ τὸν ὀφθαλμὸν
5423117 περικειμενην
ὁ Δ . εἴη καλῶν τῆς ἴτυος τὴν τῶι κοίλωι περικειμένην ὀφρὺν ἄμβην . . . . . , .
ἀρίστη κρόκος φύεται . ἔστι δὲ κοιλὰς μεγάλη κυκλοτερὴς ἔχουσα περικειμένην ὀφρὺν πετρώδη πανταχόθεν ἱκανῶς ὑψηλήν : καταβάντι δ '
5402542 κιβωτον
τεκτονικὴ μία οὖσα διὰ τοῦτό ἐστιν ἵνα ποιήσῃ θρόνον ἢ κιβωτὸν ἢ πλοῖον ἀπὸ μιᾶς φύσεως τοῦ ξυλίνου . Οὐκοῦν
ὕπνου . Τοὺς δὲ χρηματισμοὺς ἐποιεῖτο τοῖς βουλομένοις αὐτῷ προσιέναι κιβωτὸν τοῦ σώματος προβαλλόμενος . Οἱ δὲ οὐδὲ κιβωτόν φασιν
5373868 ἡρωι
τοὔνομα ἀπὸ τῆς κεραμικῆς τέχνης καὶ τοῦ θύειν Κεράμωι τινὶ ἥρωι . . . . Κολωνέτας : Ὑπερείδης ἐν τῶι
τὰ μὲν ἐσθίουσιν ὡς ἀπὸ ἱερείου , τὰ δὲ ὡς ἥρωι τῶν κρεῶν ἐναγίζουσι . τῆς ἑορτῆς δέ , ἣν
5346989 Ζωστηρι
Ἀλιμουσίοις μὲν Θεσμοφόρου Δήμητρος καὶ Κόρης ἐστὶν ἱερόν , ἐν Ζωστῆρι δὲ ἐπὶ θαλάσσης καὶ βωμὸς Ἀθηνᾶς καὶ Ἀπόλλωνος καὶ
. . : Λητώ τε γὰρ λυσαμένη τὴν ζώνην ἐν Ζωστῆρι τῆς Ἀττικῆς καὶ λιποῦσα τὴν ἐπωνυμίαν τῷ τόπῳ ,
5333761 ἀναδενδραδα
τοῦ Λυδοῦ , ὃς καὶ τῷ Δαρείῳ πρὶν ἐδωρήσατο χρυσὴν ἀναδενδράδα καὶ πλάτανον , καὶ τῷ Ξέρξῃ τότε ἐχαρίσατο ἀργυρίου
παρὰ Πυθίου , ὃς καὶ τῷ Δαρείῳ πρὶν ἐδωρήσατο χρυσῆν ἀναδενδράδα ἤγουν πλάτανον , καὶ τῷ Ξέρξῃ τότε ἐχαρίζετο ἀργυρίου
5333552 ἐπετειον
καὶ ἁπαλὰ ταῦτα καὶ αὖα . Τὴν δὲ βύβλον τὴν ἐπέτειον γινομένην ἐπεὰν ἀνασπάσωσι ἐκ τῶν ἑλέων , τὰ μὲν
τισι τόποις ὥστ ' ἐπάνω τοῦ ὀμφαλοῦ . λέγεται δὲ ἐπέτειον εἶναι καὶ φύεσθαι μὲν τοῦ ἦρος λήγοντος , ἀκμάζειν
5320673 χασματι
φλύαρος * οὗτος εἶπεν ὁ Λυκόφρων πρώην πορθουμένης τῆς Τροίας χάσματι γῆς ὑποδεχθῆναι . μέσῳ δὲ τούτων ποιεῖται ἐμπερίβολον παραβολὴν
εἰρηνικὸν προσβλέπων , τοὺς δὲ πειρῶντας ἀποδιδράσκειν ὑλακτῶν καὶ τῷ χάσματι δεδιττόμενος . περαιωθέντας δὲ τὴν λίμνην εἰς τὸ εἴσω
5314007 Δημητραν
γελάσσαι : γελάσειεν , ἱλαρὰ γένοιτο . δράγματα : τὴν Δήμητράν φησι μὴ μόνον ἀστάχυς , ἀλλὰ καὶ μήκωνας ἔχειν
ἀσπιδιῶται καὶ εὐκνήμιδες . κούρη θ ' ἥ : τὴν Δήμητράν φησι καὶ τὴν Περσεφόνην εἰληχέναι τὸ τῶν Ἐφυραίων ἄστυ
5303228 ἐδωρησαντο
ὅτι δῶρον πάντων τῶν θεῶν . ἐδώρησαν : ἀντὶ τοῦ ἐδωρήσαντο , Ἰωνικῶς : ἢ οὐ πάντες ἐδώρησαν ἀλλ '
τῶν ἀλγούντων μερῶν . ἀπενέγκαντες δ ' εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐδωρήσαντο τῷ βασιλεῖ , παράδοξον θέαμα καὶ τοῖς ἀκούσασιν ἀπιστούμενον
5300226 θυσιαν
καὶ Λευκοθέαν τε ὀνομασθῆναι παρὰ σφίσι πρώτοις φασὶν αὐτὴν καὶ θυσίαν ἄγειν ἀνὰ πᾶν ἔτος . λέγουσι δὲ εἶναι καὶ
τὴν τοῦ τράγου πρὸς τῶν αἰγῶν ὄρεξιν πειρᾶται καταστέλλειν ἐπινίκιον θυσίαν ταῖς Νύμφαις εὐτρεπίζων . Συβαρίταν : ὄνομα πόλεως ἢ
5286330 χωριζομενην
ἡ δύναμις . δύναμιν ἔοικεν καλεῖν τὴν ἐπιτηδειότητα τὴν παντάπασιν χωριζομένην ποτὲ τοῦ κατ ' ἐνέργειαν , ὡς ἐν τῷ
, ὡμολόγησε τῷ δεσπότῃ . Ὁ δὲ ἔφη ἐπιτηρῆσαι τὴν χωριζομένην . Ἐπιτηρήσας οὖν εἶδεν ἐπί τινα ὑψηλὸν ὄχθον ἀναβαίνουσαν
5284063 Πετρας
Ἀντίπυγος λιμήν : πλοῦς ἥμισυ ἡμέρας . Ἀπὸ δὲ Ἀντιπύγου Πέτρας ὁ μικρὸς , λιμήν : πλοῦς ἥμισυ ἡμέρας .
ὁδεύουσιν ἀσφαλῶς καὶ εὐπόρως εἰς Πέτραν [ καὶ ] ἐκ Πέτρας , ὥστε μὴ διαφέρειν μηδὲν στρατοπέδου . Συνέβαινε δὲ
5275586 βαθυχθονα
: οἷον τὴν εὔγειον ταύτην καταλείψαντες εἰς τίνα χωρήσετε ; βαθύχθονα ] τὴν εἰς βάθος ἐγκειμένην . βαθύχθονα ] τὴν
. βαθύχθονα ] εὔκαρπον . βαθύχθονα ] τὴν λιπαράν . βαθύχθονα ] λιπαράν , τὴν εἰς βάθος δεχομένην τὰ σπέρματα
5248510 Περσεφονην
“ ὁ ἐχῖνος . ” ναὶ τὰν Κόραν : τὴν Περσεφόνην Κόρην ὠνόμασεν : ὀνομάζουσι γὰρ αὐτὴν καὶ οὕτω .
* Λέπτυννιν οἱ μὲν τὸν ᾅδην , οἱ δὲ τὴν Περσεφόνην οἷον τὴν λεπτύνουσαν τὰ σώματα τῶν ἀποθνησκόντων * .
5234577 κατακλυσμῳ
ἔνοχος νοῦς ᾠήθη μόνος ἵστασθαι δύνασθαι , φορούμενος ὥσπερ ἐν κατακλυσμῷ καὶ κατασυρόμενος ταῖς τῶν ἐπιρρεόντων διὰ τοῦ νεκροφορουμένου σώματος
Φέρε δή , νοήσωμεν μίαν τῶν πολλῶν ταύτην τὴν τῷ κατακλυσμῷ ποτε γενομένην . Τὸ ποῖόν τι περὶ αὐτῆς διανοηθέντες
5229686 Διονυσῳ
τὰς γραφάς : αἱ δὲ Ἀντίνου εἰσὶν αἱ πολλαί , Διονύσῳ μάλιστα εἰκασμέναι . καὶ δὴ καὶ τῆς ἐν Κεραμεικῷ
τὰ κυλικεῖα δὲ ἐξεῦρεν ἡμῖν . ἐν δὲ Σεμέλῃ ἢ Διονύσῳ : Ἑρμῆς ὁ Μαίας λίθινος , ὃν προσεύγμασιν ἐν
5228730 ἐξεπιε
ἐκπιόντι χοᾶ ἆθλον ἔθηκε στέφανον χρυσοῦν : καὶ ὅτι πρῶτος ἐξέπιε Ξενοκράτης ὁ φιλόσοφος καὶ λαβὼν τὸν χρυσοῦν στέφανον καὶ
κωνείου τοῖς λοιποῖς Στωϊκοῖς εἰπὼν προπίνειν , τὴν τοῦ οἰνομέλιτος ἐξέπιε , διαπαίζων τὴν σπουδὴν τῶν ἑκουσίως ἐκλειπόντων τὸν βιόν
5216978 σποραν
ἀνεπίληπτον , οὐχ ἡδονὴν ἔχοντα τὸ τέλος ἀλλὰ γνησίων παίδων σποράν . ‖ Διὰ τί [ δὲ ] μὴ τῷ
ὁ μὲν ναστὸς περιαπτόμενος τοῖς ἀνδράσι συμβάλλεται αὐτοῖς περὶ τὴν σποράν : ὁ δὲ κοῦφος περιαπτόμενος ταῖς γυναιξὶ τελεσφορεῖ τὰ
5211404 ἐασωσι
δέ , ἵνα ἐν τῷ μέσῳ διὰ τὸ ἀπαντᾶν μὴ ἐάσωσι τοὺς ἐν τῇ Σφακτηρίᾳ ἐξελθεῖν καὶ προσβολὰς ποιούμενοι τῷ
πόλις , ὡς ἂν πρὸς τὴν ἐκείνων φυλακὴν ἑαυτοὺς περιστρέψαντες ἐάσωσι τὸ πολεμεῖν ἐκείνους . Ἀλλὰ καὶ ἐάν τις τὸν
5207521 ταυρομορφῳ
μὴ οὕτως εἴπῃ τις τὴν ἐποχουμένην τῷ ταύρῳ ἤτοι τῷ ταυρομόρφῳ πλοίῳ . οὐ γὰρ ἀρρενόθηλυς ἦν ὥστε λέγειν αὐτὴν
αὐτὴν γυναῖκα . ᾧ ποτ ' ᾧτινί ποτε ταύρῳ ἤτοι ταυρομόρφῳ Διονύσῳ κατάρξεται καὶ θύσει κρυφαίας καὶ μυστικὰς χερνίβας ἐν
5200176 στιλβουσαν
: κυανώσει γὰρ κέχρωσται , ὃ πορφύρας μέν ἐστι μελάντερον στίλβουσαν δ ' ἔχει τὴν ποιότητα : καὶ διὰ ταύτην
κωθωνόχειρον , ψηφοπεριβομβήτριαν , μέλαιναν , εὐκύκλωτον , ὀξυπίνδακα , στίλβουσαν , ἀνταυγοῦσαν , ἐκνενιμμένην , κισσῷ καταβρύουσαν , ἐπικαλούμενος
5190827 προσπλευσαι
, τοὺς δ ' Ἀργοναύτας κατὰ στόμα τοῦ Πόντου γενομένους προσπλεῦσαι τῆι γῆι βασιλεύοντος τότε τῆς χώρας Βύζαντος , ἀφ
νίκην ἀμελῶς ἔχοντας συνέταξε τοῖς ἐπὶ τῶν νεῶν διὰ τάχους προσπλεῦσαι τῷ Δείγματι τοῦ Πειραιέως καὶ ἀπὸ τῶν τραπεζῶν ἁρπάσαι
5184279 ἐθυσεν
ὄμβροις . τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ : τουτέστι πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσεν ὡς ἐντοπίῳ θεῷ . μετὰ δώδεκ ' ἀνάκτων :
ὑμῶν καὶ βασιλεὺς τριακοσίους ἐν Πύλαις , ἀλλ ' οὐκ ἔθυσεν : ὑμεῖς δὲ παρεστήσασθε τριακοσίους ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς καὶ
5169771 εὐχρηστιαν
προσόδους , αὑτοῦ δὲ μνημεῖον ἀθάνατον κατέλιπεν , εἰς κοινὴν εὐχρηστίαν φιλοτιμηθείς . κατέμιξε δὲ καὶ τὴν σύγκλητον , οὐ
οἰκείως τοῖς ὑποκειμένοις καιροῖς ἁρμοζομένην πρὸς τὴν ἐκ τῆς ἐλπίδος εὐχρηστίαν . ἐπειδὰν δ ' ἀθροί - σωσιν ἰχθύων παντοδαπῶν
5167423 ψαρος
δικαστικὴ λέξις ἐστίν , ὡς δηλοῖ καὶ τὸ παρόν . ψαρὸς ἢ ὁ ποικίλος κατὰ τοὺς ψᾶρας , ἢ ὁ
, διὰ μέσου ἐστίν . ὠνούμενος ] ἀγοράζων . . ψαρὸς εἶδος χρώματος : ἢ ταχὺς ἀπὸ τοῦ ψαίρειν ,
5166261 δενδροφορον
ἱερὰς κατ ' ἀλωάς „ . ἢ τὴν ἀμπελόφυτον καὶ δενδροφόρον γῆν , ὡς ” οὐδ ' ἄρα ἕρκεα ἴσχει
λέγεται τῷ τὴν μὲν πίειραν ἀμείνω σιτοφόρον τὴν δὲ λεπτοτέραν δενδροφόρον εἶναι . Λαμβάνει γὰρ ὥσπερ καὶ πρότερον εἴπομεν ὁ
5159122 γεννηματων
εὔκλεια τῷ θεῷ , τὸ μείζονα αὐτὸν εἶναι τῶν ἑαυτοῦ γεννημάτων καὶ τὰ προοίμια καὶ τὴν ἀρχὴν καὶ μεσότητα καὶ
ἀλλαγάς , τὴν δὲ ἀνάβασιν τοῦ Νείλου ὀλίγην καὶ σπάνιν γεννημάτων : ἐν δὲ Λέοντι εὐετηρίαν καὶ ἀνάβασιν , τῶν
5154619 παραπετασμασι
τινες ἐπὶ τὴν αὐτοῦ ἀνῆγον εὐνὴν καλυπτομένην ὀθόναις καὶ ποικίλοις παραπετάσμασι κόσμου χάριν , καθάπερ ἐπὶ τῶν γαμούντων Ἕλληνές τε
ἢ ὡς ἀηδής . Θ . ὥσπερ σύ . . παραπετάσμασι : 〚 Ταῖς σκηναῖς , 〛 τοῖς Περσικοῖς βήλοις
5132491 Βαβυλωνιαν
, τῷ χρώματι δὲ ὁμαλοὶ καθάπερ οἱ γινόμενοι περὶ τὴν Βαβυλωνίαν , οὕτω δὲ τοῖς τριχώμασι στίλβοντες ὥστε ἀπὸ τῶν
τῇ δὲ Παρθένῳ καὶ τῷ τοῦ Ἑρμοῦ τὰ περὶ τὴν Βαβυλωνίαν καὶ Μεσοποταμίαν καὶ Ἀσσυρίαν , διὸ καὶ παρὰ τοῖς
5131311 κρατουσαν
ὁντιναοῦν , ὁμολογίας τίθεται πρὸς τὸν ἐπισκοποῦντα τὸ τηνικαῦτα τὴν κρατοῦσαν δόξαν . , . . Ὡραπόλλων ὁ δὲ Ὡραπόλλων
εἶτα μετὰ τὸ πρᾶγμα , ὅτι ἀπεστέρησε τὴν φυλὴν , κρατοῦσαν τῆς νίκης διαφθείρας τοὺς κριτάς : αὔξεται δὲ ,
5130066 Πιθωνι
Ἀλεξάνδρου γυναικός , τῆς δὲ Ἰνδικῆς τὰ μὲν συνορίζοντα Παροπανισάδαις Πίθωνι τῷ Ἀγήνορος , τὰς δ ' ἐχομένας βασιλείας τὴν
πατρί : τῆς δὲ Ἰνδῶν γῆς τὰ μὲν ξύνορα Παραπαμισάδαις Πίθωνι τῶι Ἀγήνορος : τὰς δὲ ἐχομένας ξατραπείας , τὴν
5128355 Ἰουδαιαν
καὶ τοῦ ἄλσους αὐτὸ θαυμάσας . Ἐντεῦθεν δὲ ἐπὶ τὴν Ἰουδαίαν ὁρμηθεὶς , τρίτῳ τῆς ἐφόδου μηνὶ τὴν βασιλικὴν αὐτῶν
εἶτ ' αὐτὸς ὁμολογῶν χρόνῳ πάλιν ὕστερον ἐκπεσόντας τὴν νῦν Ἰουδαίαν κατασχεῖν , καὶ κτίσαντες Ἱεροσόλυμα τὸν νεὼν κατασκευάσασθαι ,
5126167 ἀγελαρχην
ἡνιοχῶμεν ὁρμὰς μὴ ἐπιτρέποντες αὐταῖς ἀφηνιάζειν καὶ ἀνασκιρτᾶν τρόπον θρεμμάτων ἀγελάρχην οὐκ ἐχόντων . ἃς δὲ παρέχεται τοῖς ἐπὶ γῆς
ἀγέλην εἶναι , παρόσον ἀποτέτμηται ψυχῆς τὸ ἄλογον στῖφος , ἀγελάρχην δὲ τὸν ἡγεμόνα νοῦν ; ἀλλ ' ἕως μὲν
5122427 ὡραιοτητα
ἀφορμῆς σπεύδων ἀμύνασθαι τὸν Δημήτριον , μετεπέμψατο μειρακίσκον τινὰ τὴν ὡραιότητα τῆς ὄψεως καὶ τὴν ἡλικίαν ὁμοίαν ἔχοντα καθ '
κληθῆναι δὲ τὰ Σοῦσά φησιν Ἀριστόβουλος καὶ Χάρης διὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ τόπου : σοῦσον γὰρ εἶναι τῇ Ἑλλήνων φωνῇ
5117108 Τευθραντι
δὲ ἔδωκε Ναυπλίῳ τῷ Ποσειδῶνος ὑπερόριον ἀπεμπολῆσαι . ὁ δὲ Τεύθραντι τῷ Τευθρανίας ἔδωκεν αὐτὴν δυνάστῃ , κἀκεῖνος γυναῖκα ἐποιήσατο
ἐπέστειλεν , ἄγων αὐτὴν ἀπέδοτο καὶ τὸ παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν
5115633 ἀμπελον
κερασέας . Τῷ αὐτῷ μηνὶ κλαδεύειν χρὴ καὶ τὴν χαμῖτιν ἄμπελον , ὀξυτάτοις δρεπάνοις , φυλαττομένους ἡμέρας καὶ ὥρας εὐδινάς
ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες ὂν εὐοινοτάτην ἄμπελον τρέφει τὴν δενδρῖτιν . πόλεις δ ' ἐπὶ θαλάττῃ
5103927 αἰγειρον
νύμφην ὁμώνυμον . Μεσσάπιοι παῖδες εἰς δένδρα . Δρυόπη εἰς αἴγειρον . Ἀλκμήνη εἰς λίθον μετὰ θάνατον . Σμύρνα εἰς
ἐκτάσει τοῦ ο εἰς ω ἀχερωΐς . Ἀριστοτέλης δὲ τὴν αἴγειρον λέγει , ὅτι πάντα τὰ ὑλώδη φυτὰ ἀχερούσια λέγει
5100105 ἐρεικην
μνησάμεναι Δηοῖ πολυωπέας ἤνυσαν ὄμπας βοσκόμεναι θύμα ποσσὶ καὶ ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος εὔτριχι
νομὸν στείβουσι δράκοντε . λάζεο δ ' ἀνθεμόεσσαν ἄφαρ τανύφυλλον ἐρείκην , ἥν τε μελισσαῖος περιβόσκεται οὐλαμὸς ἕρπων : καὶ
5099636 κληματι
παντελῶς ὑπερήφανον . ἔχων γὰρ προχειρότατον ἀμπέλινον βακτήριον περιέγραψε τῷ κλήματι τὸν Ἀντίοχον καὶ διεκελεύσατο τὴν ἀπόκρισιν ἐν τούτῳ τῷ
, ἐκ τῶν βραχιόνων δὲ μάλιστα . ἐξαρκοῦσι δὲ τῷ κλήματι δύο ἢ τρεῖς ὀφθαλμοί , εἰ δὲ τῇ γῇ
5096868 ἐμερισαν
Ὑδροχόος παραποταμίους καὶ ἑλώδεις . Τινὲς δὲ καὶ τὰ κέντρα ἐμέρισαν οὕτως : τὸ μὲν δῦνον τῷ φεύγοντι , τὸ
ἔτυχε καὶ πορισμοῦ τῷ μθʹ ἔτει . Ἥλιος καὶ Κρόνος ἐμέρισαν ιθʹ καὶ λʹ , γίνονται μθʹ : οἱ οὖν
5091760 πρωτογεννηματων
τὰ θέρη συγκομίζεσθαι , δημοτελεστάτη δ ' ἄγεται ἑορτὴ προσαγορευομένη πρωτογεννημάτων ἐτύμως ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος , ἐπειδὴ τῶν γεννημάτων τὰ
προσφέρειν ἀπαρχὴν σίτου , τῆς ἀρίστης τροφῆς . ὠνομάσθη δὲ πρωτογεννημάτων ἢ διότι , πρὶν εἰς τὴν ἀνθρώπων χρῆσιν ἐλθεῖν
5074918 ποαν
χρηστὰ τῶν ὑδάτων καὶ ἐκεῖθεν ποτίζει , ἔπειτα τὴν λυσιτελεστάτην πόαν καὶ ἐν ἐκείνῃ βόσκει καὶ καθεύδειν τε καὶ μεσημβριάζειν
τὴν νομὴν δὲ διαφορὰ πλείϲτη ἐν τῷ γάλακτι εὑρίϲκεται . πόαν γὰρ ϲιτεῖται μὲν ἄλλα ἄλλην . καὶ ἡ μὲν
5073074 νηστειαν
φημί , κύριε , μακάριόν με ποιήσεις ἐὰν γνῶ τὴν νηστείαν τὴν δεκτὴν τῷ θεῷ . Ἄκουε , φησίν .
ἐσιώπησε , ποθοῦσα ἐκτελέσαι τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῆς . Κἀγὼ προσετίθουν νηστείαν καὶ προσευχήν , ὅπως ῥύσεταί με Κύριος ἀπ '
5070896 καθιερωσαν
μικρὸν ἐπανεστηκότι τῆς ἀγορᾶς . ἱερά τε ἱδρύσαντο καὶ βωμοὺς καθιέρωσαν οἷς ηὔξαντο κατὰ τὰς μάχας θεοῖς , Ῥωμύλος μὲν
ἀπολαύοντες μηδεμίαν ἔχωσιν ἐμπειρίαν τῶν κατὰ πόλεμον ἔργων . καὶ καθιέρωσαν αὐτοὺς τῷ θεῷ , συγχωρησάντων σχεδὸν ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων
5061849 κτισιν
δουλείᾳ ὑποπίπτειν τῷ μὴ πάντα τὰ κατασκευάσματα αὐτῆς καὶ τὴν κτίσιν ὑπὸ μίαν καιροῦ ῥοπὴν τὴν καταρχὴν λαμβάνειν . ὥσπερ
. „ . . , : ἐποίησε δὲ καὶ Κολοφῶνος κτίσιν καὶ τὸν εἰς Ἐλέαν τῆς Ἰταλίας ἀποικισμόν , ἔπη
5053732 ἀφοριας
δὲ πολλάκις καὶ ἐπί τινων γίνεσθαι λοιμούς , ἐμπρησμούς , ἀφορίας καρπῶν , κατακλυσμούς , σεισμοὺς κατὰ τὴν ἑκάστου κακοποιοῦ
, μία τῶν ἐν ἀξιώματι Γαλατῶν , καταπονουμένων ὑπ ' ἀφορίας τῶν ὁμοφύλων καὶ ζητούντων φυγεῖν ἐκ τῆς χώρας ,
5049587 ἀνοδον
θεῖναι ὄρη ἐπάνω ἀλλήλων , βουλόμενοι μηχανήσασθαι τὴν εἰς οὐρανὸν ἄνοδον , ἀλληγορικῶς δὲ νοούμενα ταῦτα δηλοῦσιν ὅτι ἐκεῖνοι εὐθέως
φανερὸν πάντας ἀπετείχιζε , λάθρᾳ δὲ τοὺς εὐτολμοτάτους ἔπεμπε ζητεῖν ἄνοδον ἐς τὸν ἀκρότατον τῶν λόφων . καὶ οἳ μὲν
5046354 ἱεραν
τε καὶ εὐγενές : εἶτα τὴν σμινύην καταφέρων ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα ἱερὰν καὶ ἀνθρώπων ἥκιστα ἐχθρὰν λαθὼν διέκοψε μέσην . καὶ
οὕτως οὖσα τρυφερά . Ἡράκλειος νόσος : Δικαίαρχος φησὶ τὴν ἱερὰν νόσον Ἡράκλειον ὀνομάζεσθαι . Εἰς ταύτην γὰρ ἐκ τῶν
5042693 ἐδειμαντο
ἐν χρόνῳ μακρῷ λαμβανούσης , οἰκίας ἐν ταὐτῷ καὶ πόλεις ἐδείμαντο , ὧν καὶ ἐπηλύταις , καθάπερ εἶπον , μετέδοσαν
ὑπὸ τῷ οὐρανῷ αὐτῷ , καταγωγὴν δὲ ἀποχρῶσαν τοῖς ξένοις ἐδείμαντο στοὰν οὐ μεγάλην , ἰσομήκη ταῖς Ἠλείων , ὑφ
5038667 Αἰγυπτιαν
καὶ ἄξει εἰς τὴν γῆν τὴν Νειλῶτιν , ἤγουν τὴν Αἰγυπτίαν , τὴν τρίγωνον . διὰ τοῦτο δὲ λέγεται τρίγωνος
δὲ τὸν ἐγχώριον κροκόδειλον , ἀεροπόρων δὲ ἴκτινον καὶ τὴν Αἰγυπτίαν ἶβιν . καὶ ταῦτα ὁρῶντες γεννώμενα καὶ τροφῆς χρείαν
5036988 ἁλουργη
καὶ τὴν βακτηρίαν καὶ τὴν κόμην , φιλῇς δὲ τὰ ἁλουργῆ καὶ τὴν τρυφήν , οὐ παύσει τοὺς ἐραστὰς ἐπισυρόμενος
ὑακίνθου τε καὶ σμαράγδου καὶ στρεπτὸν τοιοῦτον πλατὺν καὶ χλαῖναν ἁλουργῆ τε καὶ χρυσόπαστον ἠμφιεσμένος . ὅμως κἂν ταύτης τις
5034394 ὠδινα
τηνίκα , λοιγὸν ἄγει γὰρ ἀνάρσιον : εἰ δὲ τύχῃσιν ὠδῖνα ζωοῖσιν ἐπὶ βρεφέεσσι λύεσθαι , ἦ τ ' ἂν
κατ ' ἀρχάς . κρύπτουσα . τοῦ Ἀπόλλωνος . τὴν ὠδῖνα , τὸ σπέρμα . ὁ Αἴπυτος . † *
5026618 θηκην
διὰ πάσης τῆς ἡμέρας : ἕωθεν δ ' εἰς τὴν θήκην φέρειν αὐτὴν μὲν τὴν κλίνην ἑκατὸν τῶν νέων τῶν
οἱ προσήκοντες , κυνίδιον δὲ Μελιταῖον ἑαυτὸ ἐνέβαλεν ἐς τὴν θήκην τοῦ νεκροῦ καὶ συνετάφη . πέπυσμαι δὲ καὶ Αἰθιόπων
5026167 ἀγεωργητον
μὲν γὰρ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις οἱ πολέμιοι καταφθείροντες τὴν χώραν ἀγεώργητον κατασκευάζουσι : παρὰ δὲ τούτοις τῶν γεωργῶν ἱερῶν καὶ
, πύλας καθιστᾶν , ἱερὰ ἱδρύειν , βωμοὺς οἰκοδομεῖν , ἀγεώργητον χώραν γεωργεῖν , φρέατα ὀρύσσειν , μεταλλεύειν , παρακατατίθεσθαι
5026143 Θηβαϊδα
πάροδον ἐρήμην εὑρὼν ἄνευ μάχης διῆλθεν . Ἀγησίλαος ἐπόρθει τὴν Θηβαΐδα . οἱ [ Θηβαῖοι ] κατελάβοντο λόφον ὑπὲρ τῆς
τῆς Θηβαίων τὴν Πλαταιίδα ὁ Ἀσωπός . γῆν δὲ τὴν Θηβαΐδα οἰκῆσαι πρῶτον λέγουσιν Ἔκτηνας , βασιλέα δὲ εἶναι τῶν
5023282 ληξιν
τῶν δὲ ὡς φαύλων , οὐδαμοῦ τῶν κακῶν ἡγεμονικὴν ἐχόντων λῆξιν οὐδὲ ἰσαξίως ἀντιδιαιρουμένων τοῖς ἀγαθοῖς . Ἔπειτα τούτων ἀποστὰς
λόγχας ποι - εῖν πεντήκοντα . εἴρηται δὲ παρὰ τὴν λῆξιν , λάχην τινὰ οὖσαν , καὶ μεταθέσει τοῦ α
5020960 ὀρειαν
τὸ νικᾶν αὐτὸν ἀεί : τοῦτο γὰρ ἔδει προσκεῖσθαι . ὀρειᾶν γε Πελειάδων : τῶν Πλειάδων τῶν ἀστέρων : ὃ
τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ ' : ἔστι δ ' ἐοικός ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν Ὠαρίωνα νεῖσθαι . καὶ μὰν
5011741 καθιερωσαντες
τοὔνομα ἐνθένδε , καὶ οἱ τῷ Διονύσῳ τὴν Ἀσίαν ὅλην καθιερώσαντες μέχρι τῆς Ἰνδικῆς ἐκεῖθεν καὶ τὴν πολλὴν μουσικὴν μεταφέρουσι
εἰληφότα τῶν ἱερῶν ἢ δημοσίων χρημάτων . τὴν δὲ οἰκίαν καθιερώσαντες ἄβατον τοῖς εἰσιοῦσιν ἐποίησαν , ὡς ἔτι καὶ νῦν
5008654 ὑποσταθμην
, οὕτω καὶ ἡ γαστὴρ διίει τὴν τροφὴν , καὶ ὑποστάθμην ἴσχει ὥσπερ ἀγγεῖον . Οἱ τρόποι τῶν νούσων ,
ὕδατι τὰ τεύχη καταρραίνουσιν . ὄρθρου δὲ καθαιροῦντες καὶ τὴν ὑποστάθμην πάλιν ὑποσπῶντες λεπτόν τε ποιοῦντες αὐτὸ καὶ πρὸς ὑγίειαν
5007770 ἐπιτιθεασι
καὶ βοτάνη ἡλιφάρμακος καλουμένη , ἣν οἱ ἰατροὶ τοῖς αἱμορραγοῦσιν ἐπιτιθέασι καὶ τῶν φλεβῶν μεσολαβοῦσιν τὴν ἔκρυσιν , καθὼς ἱστορεῖ
διαφορὰς λέγουσι κυνάγχης , καὶ ἑκάστῃ ἰδίᾳ καὶ χωρὶς ὀνόματα ἐπιτιθέασι : φασὶ γὰρ ὅτι αὕτη ἡ δριμεῖα ὕλη φερομένη
5007089 ἐθυσαν
σφάζουσιν : Ὅμηρος : αὐέρυσαν μὲν πρῶτα . κεῖαν : ἔθυσαν . λείπει δὲ ἡ παρὰ πρόθεσις , ἵν '
Ἀθήνας τε καὶ Θησέα . αἱ δὲ ἀπὸ Θερμώδοντος γυναῖκες ἔθυσαν μὲν καὶ τότε τῇ Ἐφεσίᾳ θεῷ , ἅτε ἐπιστάμεναι
5006849 παρεκληθη
ὁ πατὴρ αὐτῷ , μᾶλλον δέ πως εἰς τὴν ὁδὸν παρεκλήθη τῷ τὴν Παλαιστίνην ὑπὸ σοῦ διοικεῖσθαι . ὃν δὲ
κραυγὴ γίγνεται καὶ ᾤχοντο φεύγοντες . Ἀγόρατος δὲ οὑτοσὶ οὔτε παρεκλήθη οὔτε παρεγένετο οὔτε οἶδε τοῦ πράγματος οὐδέν . ὡς
5004862 Βηλῳ
τὰ ἐν Βαβυλῶνι ἔπραξε , τά τε ἄλλα καὶ τῷ Βήλῳ καθ ' ἃ ἐκεῖνοι ἐξηγοῦντο ἔθυσεν . Αὐτὸς δὲ
Σεμίραμις ἐστεφάνωσεν : αὐτὰρ ἐπ ' ἀκροπόληϊ μέγαν δόμον εἴσατο Βήλῳ , χρυσῷ τ ' ἠδ ' ἐλέφαντι καὶ ἀργύρῳ
4997332 ἀπαρχην
εἰρημένα . ἀλλ ' ἐὰν τῶν ἑκατὸν ἀφέλῃς δεκάτην ἱερὰν ἀπαρχὴν τῷ τῆς ψυχῆς φέροντι καὶ αὔξοντι καὶ πληροῦντι καρποὺς
πρώτου κατασχόντος τὸν τόπον , ὅθεν καὶ τῶν αἰχμαλώτων Μήδων ἀπαρχὴν ἀνδριάντα χρυσοῦν ἀνέστησεν εἰς Δελφούς ; εἴτε τούτων μὲν
4996098 νυμφιῳ
μὲν ἐοικυίας τῇ νύμφῃ παρθένους , αἱ δὲ προσομοίους τῷ νυμφίῳ μνηστῆρας εὔχοντο κτήσασθαι , τὸ δὲ πλῆθος ὠμωμόκει τῶν
μὲν τῶν ἀρρένων ξυνωρίδα παιδεύσει , τὸ δὲ θῆλυ συνάψει νυμφίῳ καὶ τὴν παστάδα κοσμήσει λόγον ᾄδων γαμήλιον , φαντάζεσθε
4990303 προσεγγιζειν
προσάψειν ἅπαντας Ἀλκιβιάδῃ , ταχέως αὐτὸν ἐκέλευσαν ἀπιέναι καὶ μηκέτι προσεγγίζειν τῷ στρατοπέδῳ . Ἐπεὶ δ ' οἱ μὲν πολέμιοι
: ὅπου ὁ Ποσειδῶν οὐκέτι δίδωσι τοῖς ναύταις διέξοδον [ προσεγγίζειν ] εἰς τὸν ὠκεανόν . τέρμονα γὰρ οὐ -
4987454 Γοργονα
αὐτῷ , τὴν ἐξ αὐτοῦ προφέροντες καὶ προσείοντες ὡς εἰπεῖν Γοργόνα , καὶ τοῦτον κατεσίγασαν , τὴν ἄλλως πρόλαλον ὄντα
χάσματι , ὁ Περσεὺς δὲ τῇ λαιᾷ μὲν προδείκνυσι τὴν Γοργόνα , τῇ δεξιᾷ δὲ καθικνεῖται τῷ ξίφει : καὶ
4987366 εἰσηλασεν
ὥς φησιν Ἰδομενεύς , οὐχ ἅρμα ζευξάμενος ἑταιρῶν πληθούσης ἀγορᾶς εἰσήλασεν εἰς τὸ ἄστυ ; ἦσαν δ ' αὗται Λάμια
ὥς φησιν Ἰδομενεὺς , οὐχ ἅρμα ζευξάμενος ἑταιρῶν πληθούσης ἀγορᾶς εἰσήλασεν εἰς τὸ ἄστυ ; Ἦσαν δὲ αὗται Λάμια ,
4984738 ἀμμον
σπέρμα σου ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης „ . εὖ
σκιερῷ τόπῳ ὀρύξας τάφρον ἐπὶ πήχεις βάθους δύο , καὶ ἄμμον ἐπιβαλὼν χάρακας κατάπηξον , καὶ τὰ κλήματα λυγίζων ἐπίστρεψον
4980449 καταδειξαντος
καὶ τὸν Μνεῦιν , τιμᾶσθαι παραπλησίως τοῖς θεοῖς , Ὀσίριδος καταδείξαντος , ἅμα μὲν διὰ τὴν τῆς γεωργίας χρείαν ,
καὶ ὁπλομαχίας μαθήσεις ἐν Μαντινείαι πρῶτον εὑρέθησαν Δημέου τὸ τέχνημα καταδείξαντος . . . . Φορίεια : κώμη Ἀρκαδίας .
4974795 εὐξαμενοι
ἀστέρα λέγεσθαι τὸν ἥλιον . εἰ οὖν , φησὶν , εὐξάμενοι παρεστήσαμεν τὸν Χείρωνα ἀπαλλάξειν αὐτὸν τῆς νόσου , καὶ
κρητῆρα κερασσάμενος μέθυ νεῖμον πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον , ὄφρ ' εὐξάμενοι Διὶ πατρὶ τὸν ξεῖνον πέμπωμεν ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν
4967217 Δρυοπη
ἦσαν : Ἐρινεόν , Κύτιον , Βοιόν , Κάρφαια , Δρυόπη , Λίλαιον , ὅθεν μετὰ τῶν Ἡρακλειδῶν εἰς Λακεδαίμονα
εἰς ἁμαδρυάδα νύμφην ὁμώνυμον . Μεσσάπιοι παῖδες εἰς δένδρα . Δρυόπη εἰς αἴγειρον . Ἀλκμήνη εἰς λίθον μετὰ θάνατον .
4965661 δεσμην
εἰσιόντες , ἐπᾴδουσιν ὥραν σχεδόν τι πρὸ τοῦ πυρὸς τὴν δέσμην τῶν ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν
τὴν λαμπάδα , οἳ δὲ τὴν ἔκ τινων ξύλων τετμημένων δέσμην . Μένανδρος Ἀνεψιοῖς : ὁ φανός ἐστι μεστὸς ὕδατος
4961340 γεννησασαν
' ἄτοπον , ὅπερ καὶ ἐν ἑτέροις εἴρηται , τὸ γεννήσασαν ἐν τῷ ξηρῷ τὴν φύσιν μεταίρειν εἰς τὸ ὑγρόν
καὶ Κάστορος τῶν αὐτῆς ἀδελφῶν ἐν Ἀφίδναις πολιχνίῳ τῶν Ἀθηνῶν γεννήσασαν Ἰφιγένειαν , ἣν Ἰφιγένειαν καὶ θετὴν παῖδα ἡ Κλυταιμνήστρα
4960225 καταπληκτικην
δὲ Ἀλέξανδρος πλησίον τῆς πόλεως στρατοπεδεύσας συνεστήσατο πολιορκίαν ἐνεργὸν καὶ καταπληκτικήν . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον τοῖς τείχεσι προσβολὰς συνεχεῖς
τινι μετεώρωι πεδίωι πέτραν τῶι τε ὕψει καὶ τῶι μεγέθει καταπληκτικήν : ἐνταῦθ ' οὖν ἕτερον παράδεισον ὑπερμεγέθη κατεσκεύασεν ,
4944313 μεθερμηνευεσθαι
δὲ τὴν χώραν ἀπὸ τοῦ ἄγγους τῆς πατάρας Πάταρα : μεθερμηνεύεσθαι δὲ τὴν πατάραν ἑλληνιστὶ κίστην . : Μεγίστη ,
λόφον στρογγύλον κατοικίσαι καὶ καλέσαι τὴν πόλιν Πινάραν , ἣν μεθερμηνεύεσθαι στρογγύλην . τὰ γὰρ στρογγύλα πάντα πίναρα καλοῦσιν .
4944141 δασει
διασείουσαν τοὺς σφῆκας : οἱ δὲ προσέρχονται τῷ τῶν τριχῶν δάσει . ὅταν δὲ ἀναπλασθῶσιν αὐτῷ , προσαράττουσι τὴν οὐρὰν
λογιστικὸν ἐπισκιάζουσαι καὶ κωλύουσαι προφανῆμεν αὐξηθέν . ἐγκαταδεδύκαντι δὲ τῷ δάσει τούτῳ παντοῖαι κακότατες ἐκβοσκόμεναι καὶ κωλύουσαι καὶ μηδαμῶς ἐῶσαι
4943159 Δεινομενει
εἰρηναίαν κατάστασιν σύμφωνον ἐπιτελλόμενος καὶ ἐντελλόμενος ταύτην τῷ υἱῷ αὐτοῦ Δεινομένει καὶ γεραίρων καὶ τιμῶν τὸν δῆμον ταῖς αὐτοῦ ἀρεταῖς
γένοιτο ὡς καὶ τῷ Φιλοκτήτῃ . Μοῖσα , καὶ πὰρ Δεινομένει : ὦ Μοῦσα , πείθου μοι χορεῦσαι καὶ παρὰ
4941232 ῥοιαν
δὲ τὸν καρπὸν τῶν μήλων λέγει , καθὰ καὶ Μίλων ῥοιὰν ἔχων ἠγωνίζετο . τὸ λυσσᾶν ἴδιον τῶν κυνῶν :
. λεʹ . ῥοιὰν πολὺν καρπὸν φέρειν . λϚʹ . ῥοιὰν ἀπὸ δένδρου λαβόντα εἰπεῖν , πόσους κόκκους ἔχει .
4938316 ἐπιπλῳ
τρισὶ ναυσὶν ἀνήγοντο ἐπὶ Κάσσιον ἐς Μύνδον ὡς προκαταπλήξοντες τῷ ἐπίπλῳ : καί τί που καὶ κούφως εἶχον ἐλπίδος ,
τὴν Τυρίαν τὴν ἱερὰν τοῦ Ἡρακλέους , ἥντινα ἐν τῷ ἐπίπλῳ ἔλαβε , καὶ ταύτην τῷ Ἡρακλεῖ ἀνέθηκεν καὶ ἐπίγραμμα
4935164 ἐκτεθειμενην
Δραγγιανὴ περιορίζεται ἀπὸ μὲν δύσεως καὶ ἄρκτων Ἀρείᾳ κατὰ τὴν ἐκτεθειμένην διὰ τοῦ Βαγώου ὄρους γραμμὴν , ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν
∠ ʹ : ] ἀπὸ δὲ μεσημβρίας Παρθίᾳ κατὰ τὴν ἐκτεθειμένην αὐτῆς διὰ τοῦ Κορωνοῦ πλευρὰν , ἀπὸ δὲ ἀνατολῶν
4929915 Περσει
, Λυκοῦργόν τε καὶ Ἀκταίωνα καὶ Πενθέα , ὅπως τε Περσεῖ συστὰς εἰς μάχην ἀναιρεῖται , ὥς φησι Δείναρχος ὁ
Σφιγγὶ σατυρικῇ , δεύτερος Ἀριστίας ταῖς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τραγῳδίαις Περσεῖ Ταντάλῳ . . . Παλαισταῖς σατύροις , τρίτος Πολυφράσμων
4924834 εἰωθεις
. ὁρῶντες γὰρ ὑπεριδόντα σε τοῦ πατρός , ᾧ πᾶσαν εἰώθεις αἰδῶ τε καὶ θεραπείαν προσάγειν , εἰκόνι σοι χρήσονται
σύνοικος ἠρώτα “ πῶς οὐδὲν ἦλθες ἄρας , ὡς πρὶν εἰώθεις ; ” ὁ δ ' εἶπε “ πῶς γάρ
4923900 Ἁδῃ
ἐπώνυμον μετέβαλε , τῷ δὲ Σισύφῳ δέδωκε τιμωρίαν ἐν τῷ Ἅδῃ ὥστε λίθον τινὰ φέρειν † μέγαν . τῆς δὲ
. τούτῳ δὲ συντέθνηκε : Συναποθανοῦσα πάρεστιν ἐνθάδε ἐν τῷ Ἅδῃ | , καὶ ἕξει αὐτὴν ξύμμαχον . ὑμεῖς δὲ
4922804 Σουσιανην
. δέδωκε δὲ ἄλλοις μὲν ἄλλας , Ἀντιγόνωι δὲ τὴν Σουσιανὴν σατραπείαν , Σελεύκωι δὲ τὴν τῆς Βαβυλῶνος : τὸν
ἔρημον , τοὺς δὲ περάσαντας τὸν Τίγριν ἀπελθεῖν εἰς τὴν Σουσιανὴν πρὸς Εὐτελῆ καὶ τὴν Ἐρυθρὰν θάλατταν , αὐτὸς δὲ
4921983 σορον
ἅμα δὲ εἶπε καὶ δίς που καὶ τρὶς ἐπάταξε τὴν σορόν , καὶ κάτωθεν ἀκούω φωνῆς πάνυ λεπτῆς . τρόμος
, Ξενίου μέμνησαι Διός . ” ὁ δὲ κρούσας τὴν σορόν , “ Ἐπεὶ τοίνυν ἀπιστεῖ Κλειτοφῶν , ” ἔφη
4914476 Μαρειας
λεγομένῳ τῷ δ ' ἀπὸ μεσημβρίας τῷ τῆς λίμνης τῆς Μαρείας ἣ καὶ Μαρεῶτις λέγεται : πληροῖ δὲ ταύτην πολλαῖς
τετρακοσίων χρυσῶν καὶ τέφραν ἐργάσασθαι , καὶ βρέξαντα τῷ τῆς Μαρείας λίμνης ὕδατι ἐπιπλάσαι τοὺς ὀφθαλμούς . ὃ δὲ ἀκούει
4912103 ἀπορρησιν
πρὸς Ῥωμαίους , ἔτι δὲ τὴν δι ' ἐκείνους γενομένην ἀπόρρησιν τοῦ γάμου καὶ φιλίας πρὸς Δημήτριον . συνεπιμαρτυρούντων δὲ
ἱππεὺς σοβαρώτερος γίνεται . , . . Ἀπόρρησιν τὴν γενομένην ἀπόρρησιν τοῦ γάμου . , . . Προτέλειον “ ἀλλὰ
4911404 νηξιν
μέγιστοι μέν εἰσιν ἰδεῖν τὴν φύσιν , νωθεῖς δὲ τὴν νῆξιν , καὶ εἱλοῦνται περὶ τοῖς φωλεοῖς , ἔνθεν τοι
θάλασσαν ἐμπίπτων ἀεὶ τοῖς κύμασι καὶ λεαίνων αὐτὰ ἐς τὴν νῆξιν . φεῦ τῶν στέρνων , ὡς λάχνη μὲν αὐτοῖς

Back