οἱ μὲν παιδιᾶς εἶδός τι : Εὐφρόνιος δὲ παροιμιω - δῶς λέγεσθαι ἐπὶ τῶν παρακελευομένων ταχέως ἥκειν ἢ ἀπαλλάττεσθαι . | ||
αὐτῷ ὁμοειδεῖ οὐσιωδῶς ὑπάρχον καὶ πᾶσι τοῖς ὁμοίοις οὐσιω - δῶς ὑπάρχει : εἰ οὖν γένους εἰσὶν αἱ συστατικαί , |
τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ ' ἀμπέλων , τούτωι δεσπότας μνοΐας κέκλημαι . τοὶ δὲ μὴ τολμῶντ ' ἔχειν δόρυ καὶ | ||
πατέω τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ ' ἀμπέλων , τούτῳ δεσπότας κέκλημαι . τοὶ δὲ μὴ τολμῶντες ἔχειν δόρυ καὶ ξίφος |
θρυαλίδας ἔχοντα . τὸν πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' | ||
ταχέως ἀναλίσκων τὸ ἔλαιον λύχνος . τὸν πότην λύχνον : πότης λύχνος παρ ' Ἀττικοῖς ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίσκων . |
ζαθέων πιθακνῶν ἀφύσαντες ὄλπαις οἶνον ὑπερφίαλον κελαρύζετε ἀθίκτους κόρας ἰήιος κυδρός ψαλάσσων ἴθι μοι δόμον , οἰκέτα , κλεῖσον ὑπόπτερος | ||
τὸ ἔχθος ἐχθηρὸς , καὶ συγκοπῇ ἐχθρὸς , ὡς κῦδος κυδρός . οἱ δὲ διὰ τοῦ κ γράφοντες φασὶν εἶναι |
αὑτοῦ στολὴν ἀφεὶς τὴν Ὀλυμπικὴν ἔλαβεν , ὁ δέ τις ἑλλανοδίκης ὤφθη καὶ τὸν ἐκ δάφνης ἀμφέθετο στέφανον , κοσμοῦντες | ||
οἷον ἀράχνη ἀράχνης ἀράχνου , λέσχη λέσχης λέσχου , δίκη ἑλλανοδίκης ἑλλανοδίκου , κόμη ἀκερσεκόμης ἀκερσεκόμου : οὕτως οὖν καὶ |
ὁμιλοῖεν , ἃ μὴ μόνον ἐκ τοῦ ἀστείου τε καὶ χαρίεντος ψιλὴν παρέξει τὴν ψυχαγωγίαν , ἀλλά τινα καὶ θεωρίαν | ||
τοῦ ἀρσενικοῦ μακρά ἐστι : καὶ πάλιν παντός πᾶσα , χαρίεντος χαρίεσσα , Φοίνικος Φοίνισσα , ἄνακτος ἄνασσα , Κίλικος |
: ὀξέος ὀξεῖα , τάλανος τάλαινα , χα - ρίεντος χαρίεσσα . Ῥόδιος δὲ Ῥοδία καὶ Σάμιος Σαμία . διὸ | ||
ἦρ ' ἔτι παρθενίας ἐπιβάλλομαι ; ὦ κάλα , ὦ χαρίεσσα δώσομεν , ἦσι πάτηρ θυρώρωι πόδες ἐπτορόγυιοι , τὰ |
' ἔθεντο , αἰδοῦνται δ ' ἱκέτας Διός , ποίμναν τάνδ ' ἀμέγαρτον : οὐδὲ μετ ' ἀρσένων ψῆφον ἔθεντ | ||
' ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς ἀμφιτόμῳ |
οὖν τοῦ τιμιωτέρου οὕτω καλείσθωσαν , ὡς τὸ Τεῦκρε , φίλη κεφαλή . Ἐπειδὴ ἔγνωμεν τὰ σημαινόμενα τῶν διαφορῶν , | ||
δωροδοκῆσαι λέγεται . πόλις δὲ Λέσβου τῆς νήσου Μιτυλήνη , φίλη μὲν Ἀθηναίοις καὶ σύμμαχος , ὕστερον δὲ νεωτερίσασαν καὶ |
, παῖ Ζηνὸς Ἐλευθερίου , Ἱμέραν εὐρυσθενέ ' ἀμφιπόλει , σώτειρα Τύχα . τὶν γὰρ ἐν πόντῳ κυβερνῶνται θοαί νᾶες | ||
βοτήρ : καὶ ἀπὸ τοῦ βοτὴρ βότειρα , ὡς σωτὴρ σώτειρα καὶ Δημήτηρ Δημήτειρα , καὶ βότης , ὅπερ καὶ |
' ἐνέμοντο . ” ἆσε ἐπὶ μὲν τοῦ ἔβλαψεν “ ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακή , ” ἐπὶ δὲ τοῦ | ||
τὸ ἄω , ὃ δηλοῖ τὸ βλάπτω , οἷον : ἆσέ με δαίμονος αἶσα κακὴ καὶ ἀθέσφατος οἶνος , ὁ |
τὸ γένοιτ ' ἄν . Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀπέρατος . μετὰ πολλῶν δὲ γάμων ἅδε τελευτὰ προτερᾶν | ||
προσῆγε τὴν χεῖρα τῷ αἰδοίῳ ἔλεγεν χεῖρες μὲν ἁγναί , φρὴν δ ' ἔχει μίασμά τι . : ὁ αὐτός |
στυγήσας : λίμνᾳ δ ' ἔμβαλε πορφυροειδεῖ τὰν μελανόζυγ ' ἄταν . τὸ πρὸς γυναικῶν δ ' ἐπιδὼν παλαίφατον ἁμέτερον | ||
ὦ Πελασγία , τιθεῖσα λευκὸν ὄνυχα διὰ παρηΐδων , αἱματηρὸν ἄταν , κτύπον τε κρατός , ὃν ἔλαχ ' ἁ |
ἐξωγκωμένος : οἰδῶ γὰρ τὸ ὀγκοῦμαι . ᾠδήκαντι : οἰδῶ οἰδήσω ᾤδηκα . οἱ Δωριεῖς τὸ γʹ πρόσωπον τῶν πληθυντικῶν | ||
εἰς ο , ἄτλος καὶ ὄτλος . Οἶδμα . οἰδῶ οἰδήσω οἴδημα , καὶ συγκοπῇ , οἶδμα . Ὄνειαρ . |
. . . βωτιάνειρα : ἡ βόσκουσα τοὺς ἄνδρας : βόσις , ἡ τροφή , καὶ βότης ἀνήρ , ἐπενθέσει | ||
βῶ δηλοῦν τὸ τρέφω , οὗ ὁ μέλλων βόσω καὶ βόσις , ἡ τροφή , ὡς ἀρόσω ἄροσις : ἀφ |
ἵν ' ᾖ ὡς τὸ κατενάσθην [ ] , ἢ λάτρις καὶ δούλη ὠνομάσθην καὶ ἐτιμήθην : ἢ πᾶσα τῷ | ||
ἀνδρὸς οὐκ ἄξιον δειλὸν κεκλῆσθαι καὶ νοσεῖν αἰσχρὰν νόσον . λάτρις πενέστης ἁμὸς ἀρχαίων δόμων πολλοῖσι δούλοις τοὔνομ ' αἰσχρόν |
τοῦ μὲν οὖν προτέρου Ἑκάτη , Ἑκάβη , ἑκάς , ἑκηβόλος , ἑκών , κἂν ἀπὸ τοῦ εἴκω ἐνεστῶτος ἐσχηματισμένον | ||
' ἅμα τοῖσιν ἔβη κρατερὸς Θρασυμήδης , καὶ Τελαμώνιος υἱὸς ἑκηβόλος ἤιε Τεῦκρος : τοῖσι δ ' ἐπ ' Ἀδμήτοιο |
παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης : ὅτι Ζηνόδοτος διὰ τοῦ χ ἀχέων . . κλῦθί μευ ἀργυρότοξ ' , ὃς Χρύσην | ||
δὲ τάφοιο θηρείου λαιμοῖο μυχοὺς πλήσαντο τυχόντες : δειμαίνω τοίων ἀχέων τροφόν : ἀλλά , θάλασσα , χαῖρέ μοι ἐκ |
καὶ ἀνηδόνου δαίμονος : οὐ γὰρ ἡδονὴν ἔχει ὁ ἐμὸς γόος ὥσπερ ὁ τῶν βακχῶν . . . δαίμων : | ||
ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες : οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος , ὅτι μ ' ἤλθετε κηδήσοντες ; ἦ ὀνόσασθ |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχύνω , ὥσπερ δύω δύνω καὶ θύω θύνω , καὶ ἐν ὑπερθέσει τοῦ ν ἀχνύω : | ||
ἀλλήλων δὲ διέχουσιν πολύ . βοῦν προσκυνεῖς , ἐγὼ δὲ θύω τοῖς θεοῖς : τὴν ἔγχελυν μέγιστον ἡγεῖ δαίμονα , |
ἀπὸ τοῦ ΜΑ στερητικοῦ καὶ τοῦ ἔργον : ὁ γὰρ μάργος οὐδὲν ἀγαθὸν ἐργάζεται . Τὰ εἰς ΟΓΟΣ διβράχεα βαρύνεται | ||
Διωνύσου ] ? τε θάλειαν [ ] ν ? κακοδήνεϊ μάργος [ ] ! ! ! ι κολούοι [ ] |
ἀκόρητος . οἶστρος : ὄρεξις , κίνησις , μανία . Οἶστρος : ἔρως , μανία , ἐρεθισμὸς , κυρίως δ | ||
Αἱρῶ : πορθῶ : σημαίνει δὲ καὶ τὸν αἱρετικόν . Οἶστρος : ἡ ἐπιτεταμένη μανία . Οἶμος : ἡ ὁδός |
βέβαιος : φέριστος : φέναξ ὁ ἀπατεών : σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ | ||
ἕω ἐλάμβανε τὸν πλακοῦντα . ἐγὼ δείκνυμι : ἐνδείκνυμι καὶ φαίνω . ἐνδεικνύναι δὲ ἔλεγον τὸ καταγγέλλειν τινὰ κακουργοῦντα περὶ |
εἶδος ἔχουσα πετροῦται : στενάχει δ ' ὑψιπαγὴς Σίπυλος . θνατοῖς ἐν γλώσσᾳ δολία νόσος , ἇς ἀχάλινος ἀφροσύνα τίκτει | ||
: ἀνάλγητα γὰρ οὐδ ' ὁ πάντα κραίνων βασιλεὺς ἐπέβαλε θνατοῖς Κρονίδας : ἀλλ ' ἐπὶ πῆμα καὶ χαρὰ πᾶσι |
ἐρᾶν , καὶ νέος μὲν τυραννεύσας οὔπω κακός , ἢν μιαιφόνος παρὰ τὴν τυραννίδα καὶ ὠμὸς καὶ ἀσελγὴς δόξῃ , | ||
! ! ! ! [ [ ] αἴνιγμ ' ἡ μιαιφόνος [ κόρη [ ἐπειποῦς ] ? ' ἑξάμετρ ? |
, Κλεόνικος , ὃς ἀθάνατον λάχε γῆρυν , οὔτε ποιητάων ἀδαήμων οὔτε θεάτρων , ᾧ καὶ τεθνειῶτι λαλεῖν πόρε Φερσεφόνεια | ||
τῶνδε κλύ ' : οὐ γὰρ μῦθος ἀπόσκοπος οὐδ ' ἀδαήμων . οὐλοφυεῖς μὲν πρῶτα τύποι χθονὸς ἐξανέτελλον , ἀμφοτέρων |
ἕλκος ἀκέσσεται . οἷσι δ ' ἀνάσσει , αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν . αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε | ||
' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει γνώμη τε φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες |
Ἀθηνᾶ , ὄρθου τήνδε πόλιν τε καὶ πολίτας , ἄτερ ἀλγέων [ τε ] καὶ στάσεων καὶ θανάτων ἀώρων σύ | ||
οὐδὲ γὰρ θανατοῖ τὸ κακὸν ἐϲ ἀπαλλαγὴν βίου αἰϲχροῦ καὶ ἀλγέων δεινῶν πρόϲθεν ἢ ἐϲ μέλεα διατμηθῆναι τὸν ἄνθρωπον : |
ἔδωκε Πότˈμος ἄναξ , εὖ οἶδ ' ὅτι χˈρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει . ἐξύφαινε , γλυκεῖα , καὶ τόδ ' | ||
θεῶν Μοῖρα παγκρατὴς ἄμμι κατένευσε καὶ Δίκας ῥέπει τάλαντον , πεπρωμέναν [ ] αἶσαν [ ἐκπλήσομεν ] , ὅταν [ |
ἄγων αὐτήν . Ὅμηρος μέν νυν καὶ τὰ Κύπρια ἔπεα χαιρέτω . Εἰρομένου δέ μεο τοὺς ἱρέας εἰ μάταιον λόγον | ||
δὶς τόσα κτᾶσθαι κακά ; οὐ δῆτ ' ἔγωγε : χαιρέτω βουλεύματα . καίτοι τί πάσχω ; βούλομαι γέλωτ ' |
Τρῶας μάχεαι πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ μοῦνος : ἀτάρ τοι ἑταῖρος ἀπέκτατο , τεύχεα δ ' Ἕκτωρ αὐτὸς ἔχων ὤμοισιν ἀγάλλεται | ||
κτῆμι ἔκταμαι ἐκτάμην ἔκτασο ἔκτατο καὶ μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως ἀπέκτατο . . . . ἀπεμυθεόμην : ἀπηγόρευον , ἐκώλυον |
ἔχων οἰκοδεσποτίας παρεκτικὸς τῶν προκειμένων γενήσεται , τῶν δὲ περικτηθέντων ἀποβολὴ καὶ δόξης καθαίρεσις ἢ ἀτιμία γενήσεται . τὸ δ | ||
τὴν πόλιν ψιλώσαντα ξυνωρίδος τοιαύτης . εἶτα δύο μὲν οἰκητόρων ἀποβολὴ διικνεῖται μέχρι κοινῆς ἀκοσμίας , ἅλωσις δὲ καὶ τὰ |
. . . . . [ ] [ [ ] ασα ? ! [ . . . . . . | ||
? ? ! [ ´να ? ] ? [ ] ασα [ ] μ ? [ [ ] ! ριζο |
Περγασίδην , ὃν Τρῶες ὁμῶς Πριάμοιο τέκεσσι τῖον , ἐπεὶ θοὸς ἔσκε μετὰ πρώτοισι μάχεσθαι . τόν ῥα κατ ' | ||
, ἣ μετὰ σῶμα μαρανθέν , ἅτ ' ἐκ δεσμῶν θοὸς ἵππος , ῥηιδίως προθοροῦσα κεράννυται ἠέρι κούφῳ δεινὴν καὶ |
λογίζω , Ὅμηρος ὁμηρίζω . τὸ δὲ ὀρτίζω προσελθόντος τοῦ αλ ἐποίησεν ὀρταλίζω . . . . Γ . , | ||
. ἢ ἀπὸ τοῦ τηρὸς ταρός , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς τάλαρος , ὁ εἰς τυρὸν ἐπιτήδειος . . |
, πίστευσον , οὐ φανήσομαι : σὲ δ ' ἐξελέγξω πάντοτ ' ἠδικηκότα : Ἐτεοκλέης σκῆπτρα συγγόνῳ φέρειν [ ] | ||
. Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν . Λύπη παροῦσα πάντοτ ' ἐστὶν ἡ γυνή . Λόγον παρ ' ἐχθροῦ |
θεὸς ὁ πάσης κακίας ἀμέτοχος , ἀλλὰ καὶ πατὴρ καὶ ὀθνεῖος ἄνθρωπος μὴ τελείως ἀρετῆς ἄγευστος , εἰ τοιαῦτα ἀκούοι | ||
ἀναγκαῖον τὸ σπούδασμα . ὁ γὰρ τῷ γάμῳ τελούμενος οὐκ ὀθνεῖος τῶν λόγων , οὐδὲ τὴν γνώμην ἀλλότριος , ἀλλὰ |
, ἣν ὁ Πίνδαρος αἰτεῖται παρὰ τοῦ Διός : τί ἔρδων φίλος σοί τε , καρτερόβροντα Κρονίδα , φίλος δὲ | ||
Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει . εἰ δ ' ἐὼν καλὸς ἔρδων τ ' ἐοικότα μορφᾷ ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφάνεος |
Μελανιππίδης ἐν Περσεφόνῃ . Καλεῖται δ ' ἐν κόλποισι Γαίας ἄχεα προχέων Ἀχέρων . Ἔτι καὶ Λικύμνιός φησι : Μυρίαις | ||
Ἐρινὺς ἄχεα ἦς τῇ πατρίδι . ἢ καὶ Ἐρινὺν καὶ ἄχεα [ φόνου λέγει ταῖς Θήβαις ] , ἀντὶ τοῦ |
χλίαινε . ὀρθιασμάτων : ἀνατάσεως ῥημάτων , τῶν μετὰ βοῆς κόμπων , ἢ τῶν μελῶν , παρόσον ὄρθιος νόμος κιθαρῳδικός | ||
Κρόνου θυγατρὶ μίσγοιτ ' ἐν [ φυταλμίωι λέχει . τοιῶνδε κόμπων [ δ ' ὕστερον καταξίους ποινὰς θεοῖς ἔτεισεν [ |
καὶ τὸ αρι , καὶ τὸ ερι , καὶ τὸ ζα . τὰ λάπτω οὖν δηλοῖ τὸ λίαν ἅπτεσθαι . | ||
οὗ σημαίνει τὸ ἐγκοτεῖν . ὅθεν κρεῖττον νοεῖν ἐκ τοῦ ζα καὶ τὸ ὀφέλλειν ἐπὶ τοῦ αὔξειν τίθεται . μεγάλως |
γνώμας οὐχ ὁσίας , πανυπέρφρονας , ἀλλοπροσάλλας . Ὄμμα Δίκης μέλπω πανδερκέος , ἀγλαομόρφου , ἣ καὶ Ζηνὸς ἄνακτος ἐπὶ | ||
λάμπη Κάλπη σάλπη κάμπη . τὸ μέντοι μολπή ἀπὸ τοῦ μέλπω καὶ πομπή παρὰ τὸ πέμπω ὀξύνεται . τὸ δὲ |
ὁ γὰρ ἀνέραστος φεύγει καὶ ἀποδιδράσκει τὸν ἐρωτικόν , ἅτε βέβηλος καὶ ἀτέλεστος τῷ θεῷ καὶ τοσοῦτον ἀνδρεῖος , ὅσον | ||
ἐλέγχων καὶ ὅσων ἀθέατος καὶ ἀνήκοος δεῦρο εἰσῆλθες ὥσπερ τις βέβηλος παντάπασιν . εἶτα μύστης ὢν τὸν ἱεροφάντην ἐξετάζεις ; |
ἄμμε βαρύνει . εἴαρι πάντα κύει , πάντ ' εἴαρος ἁδέα βλαστεῖ , χἀ νὺξ ἀνθρώποισιν ἴσα καὶ ὁμοίιος ἀώς | ||
ῥήματα φράσδεις : ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις , ὡς ἁδέα χαίταν . ] χείλεά τοι νοσέοντι , χέρες δέ |
. Σοφοκλῆς δέ φησι : . . . τὸ μεθύειν πημονῆς λυτήριον . οἱ δ ' ἄλλοι ποιηταί φασι τὸν | ||
δαιμόνων βουλεύματα ? [ × – ˘ – λαβοῦσα ] πημονῆς τέλος [ ] ασας ? : πρὸς δὲ τοῖσδ |
καὶ κατέλεξας . ταῦτα δ ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι , κέλεται δέ με θυμός , οὐδ ' ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος | ||
εὐχετόωνται ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ ; ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω ; κέλεται δέ με θυμός . οὐ γάρ πώ τινά φημι |
πέρι , παρθένε , μορφᾶς καὶ θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι πότμος καὶ πόνους τλῆναι μαλεροὺς ἀκαμάτους : τοῖον ἐπὶ φρένα | ||
. . , εἶτα μετ ' ὀλίγον λέγοντος οὑμὸς δὲ πότμος οὐρανῶι κυρῶν ἄνω ἔραζε πίπτει καί με προσφωνεῖ τάδε |
Τιτᾶνι λοχευθεῖσαν κατ ' ἀκροτάτας κορυφᾶς Διός , ὦ † μάκαιρα † Νίκα , μόλε Πύθιον οἶκον , Ὀλύμπου χρυσέων | ||
τῷ γʹ : τὸ δʹ “ ἥ τ ' Ἐφέσου μάκαιρα πάγχρυσον ἔχεις ” ὅμοιον τῷ δʹ : τὸ εʹ |
φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν , ἀλλὰ φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις | ||
ὤλετο δὲ προτέροις πεπονημένον ἡμιθέοισιν ἔργον : ὃ δ ' ἀργαλέος καὶ ἀπεχθὴς αὐτίκα πᾶσιν , ᾧ κεν ἐπωνυμίην λαοὶ |
' . . . . αὔδα : ἔστιν † αὐδέω αὐδῶ , ὁ παρατατικὸς ηὔδαον ηὔδων , ηὔδαες ηὔδας , | ||
, τέκνον . εἶἑν : σὲ τὸν θάσσοντα δυστήνους ἕδρας αὐδῶ φίλοισιν ὄμμα δεικνύναι τὸ σόν . οὐδεὶς σκότος γὰρ |
τινα αἴσθῃ καταγέλαστον καὶ τοῦ παντὸς ἡμαρτηκότα , τούτῳ καὶ εὐμενὴς εἶ καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἄγασθαι οὐκ ὀκνεῖς τὴν σοφίαν | ||
προσέβαλλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν , ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὤν . ἐπεὶ δ ' οὐδὲν ἀπὸ τῆς |
ὑπάρχοι , οἷον : Παφλαγών Λαιστρυγών ἀρηγών , πλὴν τοῦ καταπύγων : τὰ γὰρ ἀπὸ συνθέτων εἰς ΟΣ παραχθέντα κατὰ | ||
ἀσελγής δάνος . . . . ὁ . . . καταπύγων ] δράματα ἦσαν τοῦ Ἀριστοφάνους , τὸ ἐμὸν δηλονότι |
ἐρέω τυραννίδος : ἀπόπροθεν γάρ ἐστιν ὀφθαλμῶν ἐμῶν . ” κλαίω τὰ Θασίων , οὐ τὰ Μαγνήτων κακά . ἥδε | ||
: „ ἀλλ ' ἔγωγε οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τοῖς τέκνοις κλαίω , ὅσον ὅτι ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἠδίκημαι , |
εἶναι : τὸν μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντ ' οὔτις ἐφέρπει μῆνις ἀφ ' ἡμῶν , ἀσινὴς δ ' αἰῶνα διοιχνεῖ | ||
τοῦ κελευσθέντος ὑπεριδὼν ἐλαγνεύετο ὁ Κόραξ , καὶ διὰ τοῦτο μῆνις Ἀπόλλωνος εἰς ὄρνιν τ ' αὐτὸν μέλανα τρέπει καὶ |
ὀπαδός : ὁ ἀκόλουθος . ὡς παρὰ τὸ πέμπω γίνεται πομπὸς καὶ παρὰ τὸ φέρβω φορβὸς καὶ συφορβός , καὶ | ||
καὶ φύλασσε πρῶτα μὲν νόμον , τὸ μὴ ' πιθυμεῖν πομπὸς ὢν περισσὰ δρᾶν : ἔπειθ ' ὅπως ἂν ἡ |
ἐνυάλιος . Ἐντροπαλιζόμενος . ὥσπερ φέρω φορῶ παράγωγον , φέβω φοβῶ , οὕτω τρέπω τροπῶ : ἢ καὶ ἄλλη παραγωγὴ | ||
. : ἐντροπαλιζόμενος : ὥσπερ φέρω φορῶ παράγωγον , φέβω φοβῶ , ἀφ ' οὗ ” οὐδὲ φέβοντο ” , |
τέρψιν ἔχοντα , δηλονότι πρὸς τὸν νενικηκότα , καθὰ παῖς ποθεινὸς ἀπὸ γυναικὸς γνησίας τῷ πατρὶ φαίνεται γεννηθεὶς αὐτῷ ἤδη | ||
διὰ βίου θαυμασθείς . ὦ ποθεινὸς μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς |
Ἄρηϊ . Ὣς ἔφατ ' , οὐδ ' ἀπίθησεν ἐῢς πάϊς Ἀγχίσαο . τὼ δ ' ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω | ||
γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν . δακρυόεις δέ τ ' ἄνεισι πάϊς ἐς μητέρα χήρην Ἀστυάναξ , ὃς πρὶν μὲν ἑοῦ |
ἀντὶ τοῦ γάρ . γένος ] τὸ τῶν Λημνιάδων . ἀγείρω . . . σοῦται ] συνάξασα κατηγορῶ : νύσσει | ||
ἀερῶ : οἰκτείρω , οἰκτερῶ : ἐγείρω , ἐγερῶ : ἀγείρω , ἀγερῶ . Τὰ διὰ τοῦ ενω δισύλλαβα βαρύτονα |
εὔχεσθαι Κύπριδι δαιμονίαι : οὐ γὰρ τοξοφόροισιν ἐμήσατο δῖ ' Ἀφροδίτα Πέρσαις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν προδόμεν . . . : Θεόπομπος | ||
ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῆς μελοποιοῦ . Ποικιλόθρον ' ἀθάνατ ' Ἀφροδίτα , παῖ Διὸς δολοπλόκε , λίσσομαί σε , μή |
συννοίᾳ καθημένην αἰσχρορρημονήσασα ἡ Ἰάμβη μεταβάλλει αὐτήν , ἡ δὲ τέρ - πεται μὲν καὶ σφόδρα ἐπὶ τοῖς ῥηθεῖσιν ἡ | ||
[ ] όλει ? ? [ [ ] [ ] τέρ ? ? [ . . . . . . |
, φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , | ||
, φερέκαρπε , ἠλεκτρίς , βαρύθυμε , καταυγάστειρα , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , |
διάφοροι δέ εἰσιν αἱ σικελικαί : Ἄλεξις : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν πάνυ κομψάς . ὅτι ἐν νήτταις μείζων | ||
εἴρηκε καὶ ὅτι αἱ Σικελικαὶ διάφοροί εἰσι : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάς . Φερεκράτης ἐν Γραυσί |
κνήθω , ὡς ἀλῶ ἀλήθω , καὶ τὸ κνίζω ὡς πολεμῶ πολεμίζω , ὃ δὴ κνίζω καὶ κνίδα ποιεῖ κατὰ | ||
τε τῷ ] ἀττικῶς δοτική , ὡς καὶ τὸ “ πολεμῶ ” οὐ ψεύδει ] η . ει ἀττικῶς δὲ |
τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ Φαληρικὴ κόρη σπλάγχνοισιν ἀρνείοισι συμμεμιγμένη πηδᾷ , χορεύει , πῶλος | ||
δ ' ἐκ κεφαλῆς προθελύμνους εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων |
οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει | ||
[ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ |
οὐδ ' ὑπάλυξις ἔστ ' ἄτης , πάρα δ ' ἄμμι τὰ κύντατα πημανθῆναι τῇδ ' ὑπ ' ἐρημαίῃ πεπτηότας | ||
σκευαστῶν φαρμάκων σύνηθες ἡμῖν τοῦτό φησιν Ἀρχιγένης . Καστόριον καὶ ἄμμι λειότατα ποιήσας , δίδου κοχλιάριον ἓν σὺν μελικράτῳ . |
οἰκείως ἔσῃ γεγραφώς . Ἔπεστι ] . Αἴγινα , φίλα μᾶτερ ] * Πρὸς τὴν ἡρωΐδα Αἴγιναν τὸν λόγον μετέστρεψεν | ||
ἔγραψεν ᾄσματα καὶ Σαπφὼ ἐπὶ † τῆς τοῦ ἑβδόμου γλυκῆα μᾶτερ , οὔ τοι δύναμαι κρέκην τὸν ἱστὸν πόθῳ δαμεῖσα |
' ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα . νῦν δὲ σὺ μὲν κεῖσαι δεδαϊγμένος , αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος | ||
δὲ πεσών , ὃ δ ' ἐπεύξατο δῖος Ἀχιλλεύς : κεῖσαι Ὀτρυντεΐδη πάντων ἐκπαγλότατ ' ἀνδρῶν : ἐνθάδε τοι θάνατος |
γυναῖκας τὰς νῦν τοιαύτας εἶναι προῄρησθε . Μελανίππη τις ἦν σοφή : διὰ τοῦτο ταύτην ὁ Λυσίστρατος ἐδημιούργησεν : ὑμεῖς | ||
τιμή τὴν τιμήν , ἡ Ἀφροδίτη τὴν Ἀφροδίτην , ἡ σοφή τὴν σοφήν . Ταῦτα μὲν ἐν τούτοις . Ὦ |
. ὤιμωξε δ ' εὐθὺς καὶ περιπτύξας χέρας κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ ' . Ὦ δύστηνε παῖ , τίς ς ' | ||
νῦν δύ ' οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης ὑπαγκάλισμα : τοιάδ ' Ἡρακλῆς , ὁ πιστὸς ἡμῖν κἀγαθὸς καλούμενος , |
καὶ κατακροτήσας εὖ μάλα τῇ βακτηρίᾳ τοὔδαφος , “ ἄλκιμος ἔσσο , φησίν , ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ | ||
, τέλεσον , σὺ δ ' αὔτα [ ] σύμμαχος ἔσσο . ! ρανοθεν κατιουσ [ δευρυμμεκρητασπ † ? ? |
δισύλλαβα ἔχοντα τὸ Α ἐν τῇ πρὸ τέλους βαρύνεται : ἄχω μάχω ἄρχω πάσχω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ | ||
ὁ μὴ χωρούμενος διὰ τὴν λύπην , γίνεται δ ' ἄχω ἀχύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνύω καὶ ἄχνυμι |
κεφαλῇ περιθεῖσα καθαπερεὶ κόσμον ὁμοῦ τε ᾄδει καὶ ἄπεισιν οἴκαδε χαίρουσα : οὐ μὴν δὲ ἀφιᾶσιν οἱ θηραταὶ , ἀλλὰ | ||
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι κείνῳ . ” καγχαλόωσα χαίρουσα , διὰ τὸ ἐν χαλάσματι εἶναι τὴν ψυχήν , |
οἴνῳ : τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται : ἀ δ ' ὤρα χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος | ||
σφετεράων . παρὰ τὸ ὀαρίζω τὸ συνουσιάζω ὀάρης , συναλοιφῇ ὤρα : ἀμυνέμεναι † ὤρεσιν . ἔστιν οὖν ὑπέρθεσις ὤαρ |
. . Ἀπολλόδωρος διὰ τοῦ σ φησί : παρὰ τὸ δαίω δαστὸς , καὶ ῥῆμα δαστῶ : ὁ παρακείμενος δεδάστηται | ||
τοῦ δ παρ ' Ὁμήρῳ „ αἵμονα θήρης „ . δαίω οὖν καὶ δαίνεα καὶ δήνεα . . . , |
ἐκφέρεται δὲ διὰ τοῦ Ζ ἢ δύο ΣΣ , οἷον παίζω , πλήσσω : ἔχει δὲ αὐτῆς ὁ μέλλων ποτὲ | ||
ποιμνίων ὁ ποιμήν , μεθύων γάλακτι Μούσης , λιγέως ἄριστα παίζω , καλύκων χάριν δοκεύων . Ὁ δὲ Φοῖβος ὀργιάζων |
Σχοίνοισι : βρύοις , βρούλοις , σχῖνος δὲ δένδρον . Ὥρη : ὁ καιρός . Πρῶτον : πρώτως . ἐπιψαίρωσι | ||
ὀψὲ δὲ Πηλεύς θαρσαλέως μετὰ πᾶσιν ἀριστήεσσιν ἔειπεν : “ Ὥρη μητιάασθαι ὅ κ ' ἔρξομεν : οὐ μὲν ἔολπα |
τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε | ||
. ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον , |
δόρατα εἶχον οἱ Τρῶες . μαιμῶν : κυρίως αἵματος ἐπιθυμῶν αἱμῶν καὶ προσθήκῃ τοῦ μ μαιμῶν . κορέσσαι : βʹ | ||
δόρατα εἶχον οἱ Τρῶες . μαιμῶν : κυρίως αἵματος ἐπιθυμῶν αἱμῶν καὶ προσθήκῃ τοῦ μ μαιμῶν . κορέσσαι : βʹ |
καὶ πρεσβύτατοι γενεῆς ἢ δημογέροντες . Μὴ μὲν ἐπ ' ἄρσενι παιδὶ τρέφειν πλοκάμους ἐπὶ χαίτης . μὴ κορυφὴν πλέξηις | ||
χρονιωτέρη τούτου εἵνεκεν ἐπὶ τῇ θηλείῃ γίνεται ἢ ἐπὶ τῷ ἄρσενι . Ἀναβήσομαι δὲ αὖθις ὀπίσω ὅθεν ἀπέλιπον . Ὁκόταν |
ἐπὶ προμολῇσιν ἄειδον . οὐ μὲν ἐν Ἀλκινόοιο γάμον μενέαινε τελέσσαι ἥρως Αἰσονίδης , μεγάροις δ ' ἐνὶ πατρὸς ἑοῖο | ||
ἐλέγχεα πάντα φυγοῦσαν , πρὶν τάδε λωβήεντα καὶ οὐκ ὀνομαστὰ τελέσσαι . ” Ἦ , καὶ φωριαμὸν μετεκίαθεν ᾗ ἔνι |
ποτεοικότι καιρῷ . τὸν τιτθόν τε καὶ μαζὸν καὶ τροφὰν δόμεν μὴ καττὸ ἐπενθόν , ἀλλὰ μετά τινος προνοίας : | ||
, δὸς ἐμὶν ὅ τι περ τεᾷ κεφαλᾷ θέλεις πρόφρων δόμεν ἐμὶν τεῶν . Τουτὶ παρέξει τὸ κακὸν ἡμῖν πράγματα |
γίνεται καρπνὸς καὶ ἐν ὑπερθέσει κραπνὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι κραιπνός . Φιλόξενος . Ὠρίων . . . , : | ||
ὄντα καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους ΟΡ : πυκνός κραιπνός τερπνός στρυφνός ἰσχνός : σεσημείωται τὸ λίχνος βαρύτονον , |
τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω , | ||
ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ |
χιλίας ὦδε καὶ χιλίας ὦδ ' ἐμβαλεῖν : ἀκήκουκας ; ὠς ἤν τι τούτων ὦν λέγω παραστείξηις , αὐτὸς σὺ | ||
. Ἐγὼ δὴ τοῦτο δρῶ . Ὦ γρᾴδι ' , ὠς καρίεντό σοι τὸ τυγάτριον κοὐ δύσκολ ' , ἀλλὰ |
: πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις . ἀλλά , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις . | ||
γὰρ τιμαὶ μακάρων μυστήριά θ ' ἁγνά . ἀλλά , μάκαιρ ' , ἔλθοις κεχαρημένη εὔφρονι βουλῆι εὐιέρους ἐπὶ μυστιπόλου |
, ἑκάς , ἑκηβόλος , ἑκών , κἂν ἀπὸ τοῦ εἴκω ἐνεστῶτος ἐσχηματισμένον ᾖ : τοῦ δὲ δευτέρου ἐκάλουν , | ||
ὄνομα εἴη : ῥέγκω δέρκω πλέκω τέκω πέκω ἕλκω δείκω εἴκω . τοιαῦτα καὶ τὰ ὑπερδισύλλαβα τῷ Ε παραληγόμενα : |
: περισσὸν τὸ ἓν ὡς : οὐ μόνιμος ὁ μέγας ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος | ||
καταστᾶσα ὅτι αὐτὴν δίκαιόν ἐστι , ἀναγορεύειν : ὁ γὰρ ὄλβος οὐ βέβαιος , ἀλλ ' ἐφήμερος ἐξίπτατ ' οἴκων |
ῥηματικοῖς ὀνόμασι βραχεῖαν αὐτὴν ἔχουσιν , οἷον κονίω κονία , φύω φυή , ἀκούω , ἀκοή . . . . | ||
ὡς ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη . . , : χείμεθλα : * |
: σεσημείωται τὸ φαίνω τὸ λάμπω , ἐπὶ γὰρ τοῦ φονεύω διὰ τοῦ ε ψιλοῦ : Φαίναξ ὄνομα κύριον : | ||
στορῶ : τορῶ : φρονῶ : χολῶ : φονῶ τὸ φονεύω : κορῶ : φθονῶ : τονῶ : λοχῶ , |
κατὰ νόμον ἱλάσκηται , κικλήσκει Ἑκάτην : πολλή τέ οἱ ἔσπετο τιμὴ ῥεῖα μάλ ' , ᾧ πρόφρων γε θεὰ | ||
] εὖ ναιεταώσας [ [ πολλὴ ] ? δέ οἱ ἔσπετο τιμή [ μεγαλήτορι ] ποιμένι λαῶν . [ ] |
ἄρά σφιν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων . Οὐδ ' ἀλαοσκοπιὴν εἶχε κλυτὸς ἐννοσίγαιος , ἀλλὰ μετ ' αὐτοὺς ἦλθε παλαιῷ φωτὶ | ||
[ ὅτι ] ἀρσενικῷ θῆλυ ἐπήγαγεν , ὡς τὸ ” κλυτὸς Ἱπποδάμεια ” . . . . . . β |
ἄλλον λαὸν ἀνώγῃ . οὐ γάρ μοι ζώειν γε δοκεῖ βροτὸς οὐδὲ βιῶναι ἀνθρώποιο βίον ταλασίφρονος , ὅστις ἀπ ' | ||
ἀκρόεις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , ἀκριόεις , ὡς βροτὸς βροτόεις . Ὀμιχεῖν . τὸ οὐρεῖν . παρὰ τὴν |
γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , | ||
γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , |
λειμώνι ' ἔπαυλα μηνῶν ἀνήριθμος αἰὲν εὐνῶμαι χρόνῳ τρυχόμενος , κακὰν ἐλπίδ ' ἔχων ἔτι μέ ποτ ' ἀνύσειν τὸν | ||
ἀπὸ λόγων ποριζομένοις ἀγαθὸν εἶναι . ἡμεῖς δὲ ἐτηρήσαμεν πᾶσι κακὰν τὸ τοιοῦτο γενόμενον : οὐδὲν γὰρ τῶν μὴ ἀργῶν |
δ ' ὀλοώτατος ἔπλετο πάντων , ἥσσων δ ' ἑσπέριος γεγαὼς ἀδρανέστερα ῥέζει . Ἀφρογενὴς δὲ συνοῦς ' Ὑπερίονι γεινομένοισιν | ||
μικροῖς τε φάεσσιν . . . . [ ὡς τόσσος γεγαὼς ὕπατος βασιλεὺς διὰ παντός . ] Οὐδέ τι γίγνεται |
ὀξύνεται καὶ τὸ αἰγιαλός περιεκτικόν . Τὰ διὰ τοῦ ΑΛΟΣ τριγενῆ ἔχοντα τὴν τρίτην βραχεῖαν ὀξύνεται : ἁπαλός χθαμαλός τροχαλός | ||
ἄξιόν ἐστι ζητῆσαι , διὰ ποίαν αἰτίαν τὰ εἰς υς τριγενῆ διὰ τοῦ ε καὶ ο μόνως κλίνονται καὶ οὐ |
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω , | ||
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε |
ποιοῦσι θόρυβον : ἀπὸ τοῦ βωμὸς καὶ τοῦ λοχεύω τὸ ἐνεδρεύω . κάμψειέν ] κεκλασμένῃ . . . ἐπιφέροι , | ||
] “ οὐ συναπατῶ σε ” φησίν “ οὐδ ' ἐνεδρεύω : ἕτοιμα δεῖ σε πάντ ' ἔχειν : ἀποθνῄσκεις |
πρόσπολοι , δόμων πάρος , οὗ σῶμα μοχθῶν μυρίοις ζητήμασιν φέρω τόδ ' , εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς διασπαρακτὸν κοὐδὲν | ||
, οἶμαι , βαδίζειν εἰς τὸ χωρίον τοῦ ἔργου : φέρω γὰρ ἐν ἐμαυτῷ τὰ τῆς ἐμῆς τέχνης ἀγάλματα , |