' ἂν οὔτε νύμφης ἀκμαζούσης οὔτε πλάττων ἢ γράφων οὐδεὶς δυνή - σεται ἀπεικάσαι : τὸ δὲ χρῶμα λαμπρότατον , | ||
πέτραν : ὅτι οἱ ἐπιμόνως πρός τι σπουδάζοντες αὐτὸ καθορθῶσαι δυνή - σονται . διαφέρει δὲ ἐντελέχεια ἐνδελεχείας : ἐνδελέχεια |
ἀκροχειρίου τιθέτω καὶ τὴν ἐπείλησιν ἐγκύκλιον ἀγέτω κατὰ τῶν δακτύλων ἐκτεταμένων , εἶτα κατὰ τοῦ ἐπικαρπίου , πήχεώς τε καὶ | ||
Ἄλπεσιν Ἄλβιον λέγεσθαι , ὡς ἂν μέχρι δεῦρο τῶν Ἄλπεων ἐκτεταμένων . Τῶν οὖν Λιγύων τῶν μὲν ὄντων Ἰγγαύνων τῶν |
διοίδαινον τὰς ψυχάς , καὶ οὔτε ταῖς εὐφημίαις τοῦ δήμου ἠρέσκοντο , ἐβαροῦντό τε αὐτῶν αὐτὴν τὴν εὐγένειαν , καὶ | ||
ἀκροάματα σπουδὴ φιλονείκως ἑκάστοτε ἐμερίζετο : καὶ οὐδενὶ ἀμφότεροι ὁμοίως ἠρέσκοντο , ἀλλὰ πᾶν τὸ τῷ ἑτέρῳ φίλον τῷ ἄλλῳ |
τῆς τετάρτης ἀντὶ τοῦ ἰπωτηρίου σωληνάριον ἐντίθεται εἰς τὴν οὐρήθραν κασσιτέρινον ἢ μολυβδοῦν , ἀσπιδίσκην ἔχον προκειμένην , ἵνα τῷ | ||
ἕψε , ἕως ἀποτεταρτωθῇ , εἶτ ' ἀπόθου εἰς ἄγγος κασσιτέρινον : χρῶ δὲ ἐπὶ τῶν χρειῶν : ἐὰν δὲ |
οἰόμενος δὲ καὶ οὗτος μυστήριά τινα καὶ ἀπόρρητα διδάσκειν : ἀπόδυθι , φησί , τὸ ἱμάτιον : γυμνοὶ γὰρ εἰσίασιν | ||
τήμερον . Ὕφαπτε καὶ κάταιθε : σὺ δὲ τὸ Κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως . Τοῦ θανάτου δ ' , ὦ παιδίον |
φακῆν ἥδιστον ὄψων λοιδορεῖς πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ταυτὶ τὰ κρέ ' αὐτῷ παρὰ γυναικός του | ||
αὐτοῦ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ πόθεν ἂν λάβοιμι βύσμα τῷ πρωκτῷ φλέων ; ] Ἄλλως . κύπειρον καὶ φελεὺς εἴδη εἰσὶν |
γάρ μοι συνῄει ὁ πατὴρ ὁ σός , τράγῳ ἑαυτὸν ἀπείκασεν , ὡς λάθοι , καὶ διὰ τοῦτο ὅμοιος ἀπέβης | ||
δὲ αἱ μέν εἰσιν ἄρισται τῶν ἡμερῶν ἃς μητράσιν αὐτὸς ἀπείκασεν , αἱ δὲ φυλακτέαι αἷς τὰς μητρυιὰς ἐπεφήμισεν . |
, ἐπὶ τῇ ἰσχύϊ ἡμῶν , ἔμπροσθεν ἡμῶν . . σεμνοπροσωπεῖς ] σεμνὸν καὶ ἔντιμον φαίνη ἔχων τὸ πρόσωπον , | ||
τὠφθαλμὼ παραβάλλεις κἀνυπόδητος κακὰ πόλλ ' ἀνέχει κἀφ ' ἡμῖν σεμνοπροσωπεῖς . ὦ Γῆ , τοῦ φθέγματος , ὡς ἱερὸν |
. εἰ δὲ μηδὲ ἀδικεῖται αὐτός , οὐδ ' ἂν ἀδικοίη ἐν τῇ οὕτω γινομένῃ ἀνίσῳ νομῇ . πᾶς γὰρ | ||
- ποιῶν καὶ οὐ καταρχόμενος . οὕτω δὲ οὐκ ἂν ἀδικοίη τις ἑαυτόν : τί γὰρ μᾶλλον ἄρχεται ἢ ἀμύνεται |
ἢ ἀνδράχνης ἢ τὰ λευκὰ τῶν ὠῶν καὶ πτισάνης χυλὸν προσπλέξεις . πρὸς δὲ τὰς μὴ πάνυ πυρώδεις δυσκρασίας ἄριστα | ||
χειμῶνος ὄντος : τότε γὰρ εἰ καὶ θερμότερόν τι αὐτοῖς προσπλέξεις , οὐδὲν ἂν βλάψεις , ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ὠφελήσεις |
καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ σοι τοι τῶνπερ | ||
αἱ περίοδοι αὗται αἱ συστηματικαὶ στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ |
ἐν ταῖς τέχναις , οὐδὲ ἐν τοῖς σπέρμασι χωλεία . Ποδῶν δὲ χωλεία ἡ δὴ ἐν τῇ γενέσει οὐ κρατήσαντος | ||
Ἀπήμων ] Ἀπαθής . Σοφοῖς ] Ἤγουν τοῖς ποιηταῖς . Ποδῶν ἀρετᾷ ] Ταχυτῆτι . Τυχόντα ] Μετασχόντα . Βρότεον |
εὐκαίρως σωμάτια κηρύσσονται : παρελθὼν εἰς διακονίαν καθαρόν μοι σωμάτιον ἀγόρασον . “ ὁ δὲ Ξάνθος ” ποιήσω “ φησίν | ||
εὔχρηστα λαλεῖν , κἀγώ σοι τὰ ἐναντία διατάξομαι . ἀπελθὼν ἀγόρασον , εἴ τι σαπρόν , εἴ τι χεῖρον , |
καὶ ἀπράγμων θεὸς καὶ μόνον ἔχων νεβρίδιον καὶ καλαυρόπιον καὶ συρίγγιον ἔμενεν ἐν τῇ ἀγορᾷ καθεζόμενος ἐν ἐσθῆτι πολιτικῇ . | ||
ἐξαιρείσθω ὀδούς : ἅμα γὰρ τῇ τοῦ ὀδόντος ἐξαιρέσει τὸ συρίγγιον ἀνασταλήσεται καὶ τὸ οὖλον συμπεσεῖται . ἐπὶ δὲ τῆς |
τἀγαθὰ ἐπινεύειν θεῷ καὶ ταχέως ὁμολογεῖν ; ἀλλ ' οἷς ἐπινεύει τὸ θεῖον , ἅπας ἄφρων ἀνανένευκε . τὴν γοῦν | ||
μὲν τοῦ στομίου φλεγμαίνοντος ἐπίμυσις αὐτοῦ καὶ συναίσθησις ὀδυνώδης , ἐπινεύει δ ' ὡς πρὸς τὸν δακτύλιον , συντείνονται δὲ |
δὲ τὴν ὁρμήν . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα : οἱ μὲν πολλοὶ τὰ | ||
ὁρμὴν ἐρεῖς Ἀττικῶς . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων |
ἀλλὰ παρ ' οἷς ἂν τύχωσι τῶν παρόντων , καὶ προπίνουσιν οἷς ἂν βουληθῶσιν . εἶναι δὲ καὶ πιεῖν δεινὰς | ||
. , ὅτι οἱ ἑστιώμενοι παρ ' Ὁμήρῳ τοῖς ἑστιῶσι προπίνουσιν , ὡς Ὀδυσσεὺς Ἀχιλλεῖ , καὶ Εὐμαίῳ ὁ αὐτός |
πεπόνθασι καὶ ὁ τοῦ ῥήτορος Ἀριστογείτονος πατήρ . φαυλότατα ] εὐκολώτατα καὶ εὐχερῆ . νὴ τοὺς θεοὺς ἔγωγ ' : | ||
σκορπίους . ἀλλὰ τὰ μὲν πέττει ῥᾳδίως , τὰ δὲ εὐκολώτατα ἀποκρίνει . ἴδοι δ ' ἄν τις νοσοῦσαν ἶβιν |
ὡς ἐγχειρῶσιν . οὕτω γὰρ αὐτὸς μὲν ἂν ἥκιστα κακῶς πάσχοις , τοὺς δὲ πολεμίους μάλιστ ' ἂν ἁμαρτάνοντας λαμβάνοις | ||
ὡς ἐγώ : καὶ ῥαιδίως οἰκοῖμεν ἄν σε κοὐδὲν ἂν πάσχοις κακόν . φιλῶ τέκν ' , ἀλλὰ πατρίδ ' |
προϲαντλούμενοι ὠφελοῦνται καὶ γυναιξὶ ῥοώδεϲι καὶ κιττώϲαιϲ ἁρμόζει καὶ τοῖϲ λύζουϲι καὶ τοῖϲ ϲτόμα δυϲῶδεϲ ἔχουϲι ψυχρὸν πινόμενον , χλιαρὸν | ||
κάτω : ὅτε δὲ καὶ εὐφορωτέρα ἡ κάθαρϲιϲ γίγνεται , λύζουϲι κούφωϲ καὶ τὸ πρόϲωπον ἐνερευθὲϲ ἔϲται . εὐκόλωϲ δὲ |
, ἢ δήλωσον ὅτι δέδωκας , ἢ ὅτι ὄντως δώσεις ἐπίστειλον . Ἔπραξας , ὦ γενναῖε , σοφίᾳ χρησάμενος ὑπὲρ | ||
Σπεκτάτος . ὅπως οὖν λύσαις τὸ ἡμαρτημένον , νῦν γοῦν ἐπίστειλον ἢ γράψομαί σε παρὰ ταῖς Μούσαις ὡς ἀμελοῦντα πατρός |
' Ἄρεος στεφάνοισιν . ἡγοῦ πάροιθε , θύγατερ : ὡς τυφλῶι ποδὶ ὀφθαλμὸς εἶ σύ , ναυβάταισιν ἄστρον ὥς . | ||
οὐθενὸς τούτων προςδεήσομαι [ ] , καὶ ? [ ] τυφλῶι ? ? φασι πρόδηλον . δικαίως ? [ ] |
Ἐπὶ τῶν οὖν ἀναξίως τι βασταζόντων λαμβάνεται . Ὁμοία , Γαλῇ κροκωτόν : καὶ , Πίθηκος ἐν πορφύρᾳ . Ὄνου | ||
. Ἐπειδὴ μάλιστα τοῦτο τὸ ζῶον ἐκεῖ ἐπιχωριάζον τυγχάνει . Γαλῇ χιτώνιον : ἐπὶ τῶν τὰ μὴ ἑαυτῶν περιβλήματα ἐνδυόντων |
ὁ ὄρθιος . Ἀνακῶς . ἐπιμελῶς , φυλακτικῶς . Ξενίην συνεθήκατο . ἀντὶ τοῦ ὡς ξένιον ἐδωρήσατο . Ἐπιστρεφέως . | ||
ἐπείτε αὐτῶν τοῦτο παρέλαβε , ἐποίεε τά περ τῷ Δαρείῳ συνεθήκατο . Ἐξαγαγὼν γὰρ τῇ δεκάτῃ ἡμέρῃ τὴν στρατιὴν τῶν |
βάθιον τήνω πυγίσματος , ὑβέ , ταφείης . ἀλλὰ γὰρ ἕρφ ' , ὧδ ' ἕρπε , καὶ ὕστατα βουκολιαξῇ | ||
ἀντιφωνεῖς , ἡ δ ' ὁδὸς βραδύνεται : ἀλλ ' ἕρφ ' . Ὑφηγοῦ . Σοὶ βαδιστέον πάρος . Ἦ |
, ὥσπερ ἂν εἴ τις , ἔφη , ἑφθὸν τρίβωνα ἐσθίοι . ἐπαινοῦντος δ ' ἄλλου τὰ τῶν θύννων ὑπογάστρια | ||
ἐφ ' ὑστέραν , καὶ τὸ παιδίον , εἰ τοῦτο ἐσθίοι ἡ τιτθή , κίνδυνος ἐπιληπτικὸν γενέ - σθαι , |
Πρὸς κοιλιακούς . ] Βάλλε καρδαμοσπόρον εἰς καινὸν τζουκάλιον ἕως ἑψηθῇ , καὶ λαβὼν ὠὸν ἔκζεσον χωρὶς καὶ ἐκλέπισον καὶ | ||
ἑψηθέντι καὶ ἀποθεμένῳ τὸ φυσῶδες : ἐὰν γὰρ μὴ καλῶς ἑψηθῇ , φυσᾷ τὰ ὑποχόνδρια καὶ αὐτὴ , καθάπερ καὶ |
ἀνέμῳ διαλέγει ἄλλη συνωρίς ἁμαξιαῖα χρήματα ἀμήρυτοι λόγοι ἀνασπᾶν γνωμίδιον ἀνδρόγυνον ἄθυρμα ἀνέμους γεωργεῖν ἄνθρωπος φιλοπραγματίας ἀνωφρυασμένος ἄνθρωπος ἄπλυτον πώγωνα | ||
. εἰ δὲ ὀξὺ καὶ μαλακὸν καὶ εὐκαμπὲς φθέγγοιτο , ἀνδρόγυνον ἐπισημαίνει εἶναι τὸν τοιοῦτον . ὅσοι δὲ κοῖλον καὶ |
πλούσιον , ἀλλὰ καὶ βαθέως αὐτοῦ τε καὶ τοῦ δήμου καθάψασθαι , ἔπαγε : εἰ μὲν οὖν μέχρι τούτων εἱςτήκει | ||
. , : ἀντιδοξάσαι δὲ λέγεται Θαλῆι καὶ Πυθαγόραι , καθάψασθαι δὲ καὶ Ἐπιμενίδου . . . , . : |
οὔκω ἥνδανεν . ἔστι δὲ οὐκ ἀτρεκηίη πρηγμάτων οὐδ ' ὑπίσχομαι τἀληθὲς εἰδέναι : ἅσσα δ ' ἂν ἐπιλέγῃ θεολογέων | ||
, βρωτῆρας αἰχμὰς σπερμάτων ἀνημέρους . ἐγὼ γὰρ ὑμῖν πανδίκως ὑπίσχομαι ἕδρας τε καὶ κευθμῶνας ἐνδίκου χθονὸς λιπαροθρόνοισιν ἡμένας ἐπ |
φύεται ἐν τοῖς περὶ Θεσσαλίαν ἐν τῷ Πηνειῷ ποταμῷ . Ξάνθιον ἢ φάσγανον φύεται ἐν εὐγείοις καὶ λίμναις . καυλὸν | ||
νυν χρόνῳ ἐξαιρέθησαν . Λύκιοι δέ , ὡς ἐς τὸ Ξάνθιον πεδίον ἤλασε ὁ Ἅρπαγος τὸν στρατόν , ἐπεξιόντες καὶ |
' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ ' | ||
Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον |
προσέφθαρσαι . πλὴν ἴσως τῷ κάλλει πεπίστευκας : Μυρρίνην γὰρ στέρξει δῆλον ὅτι Φρύνην ὑπεριδών . ἀλλ ' ἔοικας κνίσαι | ||
σοι τοῦτο κηλητήριον τῆς Ἡρακλείας , ὥστε μήτιν ' εἰσιδὼν στέρξει γυναῖκα κεῖνος ἀντὶ σοῦ πλέον . Τοῦτ ' ἐννοήσας |
ὧν σοι καὶ ὄφελός τι προσγενήσεται : ἐμὲ γὰρ εἰ κατάσχῃς , οὐδὲν ἐξ ἐμοῦ τὸ παράπαν κερδανεῖς . ” | ||
τῇ χολῇ κατατρώγοντα . ἐρύξεις δὲ ἀντὶ τοῦ ἀποδιώξεις , κατάσχῃς καὶ κωλύσεις . * ἄγρει : ἄγε ἑξάμορον : |
λοιπαὶ λέξεις ἀντὶ συστατικῶν διαφορῶν παραλαμβάνονται . ἔλθωμεν οὖν καὶ ἐξηγησώμεθα . ἰστέον ὅτι ὁ λόγος πρόσκειται πρὸς ἀντιδιαστολὴν τοῦ | ||
ἀκολούθησόν μοι τῇδε , ἐὰν αὐτὸ ἁμῇ γέ πῃ ἱκανῶς ἐξηγησώμεθα . Ἄγε , ἔφη . Ἀναμιμνῄσκειν οὖν σε , |
ἀπὸ τοῦ ἔραν ὃ σημαίνει τὴν γῆν : ἐράκω , ἐρύκω : κυρίως γὰρ ἐρύκειν , τὸ ἐν γῆ κατέχειν | ||
Ἕκτορα δῖον , ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω . Τὸν δ ' ἠμείβετ ' ἔπειτα γέρων Πρίαμος |
δι ' ἡμερῶν τριῶν ἢ τεσσάρων . εἰ δὲ νήστεις λούοιντο , πρὸ τοῦ λουτροῦ χρὴ σινδόνι ἀνατρίβειν τὸ σῶμα | ||
δὲ ἄλλων λουτρῶν αὐτοὺϲ ἀφεκτέον : εἰ δέ ποτε καὶ λούοιντο , χρήϲθωϲαν ἐν τῷ λουτρῷ τοῖϲ διὰ νίτρου τε |
τούς τε θυρεοὺς καὶ τὰ κράνη καὶ πᾶν σκεπαστήριον ὅπλον συντρίβουσι . κατὰ δὲ τὴν εὐστοχίαν οὕτως ἀκριβεῖς εἰσιν , | ||
ἐστί : πᾶν ὅ τι ἂν ὑπ ' αὐτοῖς λάβωσι συντρίβουσι ῥᾶιστα , ἐάν τε λίθος ἦι ἐάν τε ἥμερον |
τὸ ἀλήτης ψιλοῦται ἀλλὰ καὶ αἱ λοιπαὶ πτώσεις ὁμοίως , ἀλήτου ἀλήτῃ ἀλήτην ὦ ἀλῆτα , καὶ τὸ ἄλγος ψιλοῦται | ||
τοῦ βάτου τὰ ἐρυθρὰ ξηρήνας , καὶ τρίψας λεῖα μετὰ ἀλήτου σητανίου μίσγων ἴσον ἴσῳ , νήστει διδόναι πίνειν : |
δυσεντερικοὺς θεραπεύει καὶ χίμετλα ἰᾶται . τὴν δὲ καρδίαν αὐτοῦ ἐνειλήσας βυσσίνῳ ῥάκει καὶ περιάψας τεταρταΐζοντας ἰάσει ἄκρως . Τούτου | ||
κάλλιον δὲ ποιήσεις , ἐὰν ἕκαστον μῆλον εἰς φύλλα καρύας ἐνειλήσας ἀπόθοιο . φυλάξεις τὰ μῆλα , ἐὰν εἰς χύτρας |
: ὁ σφοδρὸς , ἐν ᾧ τὰ ὄρνεα φθείρεται . Χειρώνειον ἕλκος : ἤτοι ἀνήκεστον . Χελώνη μυιῶν : ἐπὶ | ||
Ἀσκληπίειον : ἧττόν ἐστι τοῦτο θερμὸν τοῦ προγεγραμμένου . Πάνακες Χειρώνειον : καὶ τοῦτο παραπλησίας ἐστὶ τῷ προγεγραμμένῳ δυνάμεως . |
, τὸ σκέπασμα , ἤως τὸ ὄστρακον . ἀμφιπαγείη : στηριχθῇ , στερεωθείη . Ἰητήρ : ἰατρὸς , παραβολή . | ||
κόσμον καὶ τάξιν ἀγαγὼν καὶ τὸ πᾶν ἐπερείσας , ἵνα στηριχθῇ βεβαίως τῷ κραταιῷ καὶ ὑπάρχῳ μου | λόγῳ . |
παρ ' αὑτῶν ἕτερα προσπορίζομεν . λυπούμεθ ' , ἂν πτάρῃ τις : ἂν εἴπῃ κακῶς , ὀργιζόμεθ ' : | ||
ἔτι δὲ ταῖς ὑποθήκαις τοῦ κάρφους ἵνα τὴν ῥῖνα κινήσας πτάρῃ , παρίημι : κωμῳδεῖν γὰρ ἤθελε καὶ διασύρεινχλευάζει τε |
, νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ χαμαιτυπεῖα εἱλούμενον , ἐζήλωσεν ἐν καλῷ . καὶ πέμπτην ταύτην ἡμέραν | ||
τὸν πόδα : ὅθεν καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ |
. . . , . . . , . καὶ ἄμβλωμα , ὡς Ἀ . . . . . , | ||
ἀμβλωθρίδιον φάρμακον , καὶ ἄμβλωσις , ὡς Λυσίας , καὶ ἄμβλωμα , ὡς Ἀντιφῶν , καὶ ἀμβλίσκειν , ὡς Πλάτων |
[ ιβʹ . Πρὸς τὴν τῶν ὀφρύων τριχίασιν . ] Ὀρίγανον συγκαύσας καὶ τρίψας προεκτίλας τρίχας ἐπιτίθετι . ἄλλο . | ||
ἢ βόειον μεθ ' ἁλὸς τρίψας ἐπιτίθει . Ἄλλο . Ὀρίγανον καὶ ἅλας λεάνας σμύρνῃ μῖξον καὶ ἐπιτίθει : παραχρῆμα |
ὁμοίῳ οὐ φαίνεται , εἰ δὲ ὑακίνθινον , τῷ μέλανι λυπεῖς , εἰ δὲ φοινικοβαφῆ , φοβεῖς , ὡς ῥέοντος | ||
, εἰπὲ καὶ τὴν ἀδικίαν , ὑπὲρ ἧς ἡμᾶς οὕτω λυπεῖς : εἰ δὲ οὐκ ἔχοι τις αἰτίαν μηδαμόθεν εἰπεῖν |
οἷον τὸν μὴ οἰκοδομοῦντα οὐ δύνασθαι οἰκοδομεῖν , ἀλλὰ τὸν οἰκοδομοῦντα , ὅταν οἰκοδομῆι : ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν | ||
ἐτείχισεν ὡς φοβούμενος Ἀναξίβιον τὸν Λάκωνα . Ἀβυδηνοὶ δὲ ὁρῶντες οἰκοδομοῦντα τὸ τεῖχος κατεφρόνησαν ὡς φοβουμένου καὶ προελθόντες τῆς πόλεως |
ἐὰν δὲ Σκορπίῳ , σπγʹ : ἐὰν δὲ Τοξότῃ , σμεʹ ἥμισυ : ἐὰν δὲ Αἰγόκερῳ , σπηʹ . Ἔστω | ||
τέλος τῶν Ἀριστοφάνους Νεφελῶν . ἡ εἴσθεσις . . . σμεʹ . . . ἀκατάληκτον : ἐν εἰσθέσει . . |
ἔλαφον δ ' Ἀχαιῶν χερσὶν ἐνθήσω φίλαις κεροῦσσαν , ἣν σφάζοντες αὐχήσουσι σὴν σφάζειν θυγατέρα ὦ θερμόβουλον σπλάγχνον διαβάλλω δείξας | ||
. σάκος ἀπὸ τοῦ Σάκοι ἔθνους . θιγγάνοντες ] αὐτοχείρως σφάζοντες . θιγγάνοντες ] ἁπτόμενοι . θιγγάνοντες ] προσψαύοντες . |
Πάρθων . Ἑκαταῖος Ἀσίας περιηγήσει ” ἐν δὲ αὐτοῖσι πόλις Χορασμίη ” . αὐτοὶ δὲ Χοράσμιοι , ὡς αὐτός φησι | ||
Πάρθων πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Χοράσμιοι οἰκέουσι . . . . Χορασμίη : πόλις πρὸς ἕω Πάρθων . Ἑκαταῖος Ἀσίης Περιηγήσει |
ἰσχυροὶ καὶ τὰ ἄλλα καὶ τοῖσιν ὀστέοισιν : οἱ δὲ κεφαλαλγέες καὶ ὠτόῤῥυτοι : τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι καὶ ὀδόντες παρηλλαγμένοι | ||
καρτεραύχενες , ἰσχυροὶ καὶ τἄλλα καὶ ὀστέοισιν : οἱ δὲ κεφαλαλγέες , καὶ ὠτόῤῥυτοι : τουτέοισιν ὑπερῷαι κοῖλαι , καὶ |
] μυδῶντα : Γράφεται καὶ μυδῶντα καὶ μαδῶντα . καὶ μυδῶντα μὲν ἀντὶ τοῦ δυσώδη ἀποπέμποντα : μαδῶντα δὲ ἀντὶ | ||
μετὰ συριγμοῦ . τὸν δὲ νεκρὸν εὑρεθῆναι σαπρόν τε καὶ μυδῶντα : καὶ τοὺς Λίβυας τοὺς ἡγεμόνας τῆς ὁδοῦ οὐκ |
ῥινοκέρωτες καὶ ἐλέφαντες , λύκοι καὶ ὄϊες περιστερῶν καὶ ἀηδόνων ἀλκιμώτερα μορμύλων τε καὶ τῶν τριγλίδων καὶ τῶν ἄλλων , | ||
; καὶ γὰρ καὶ τὰ μέζω τῶν ζώων καὶ τὰ ἀλκιμώτερα , ὁκοῖον οἱ ταῦροι , αἱμορραγίῃ θνῄϲκουϲι ὤκιϲτα . |
ὀφείλει , ἀφίημι αὐτῷ . καὶ Ἱλαρᾷ πέντε μνᾶς καὶ ἀμφίταπον καὶ περίστρωμα καὶ δύο προσκεφάλαια καὶ κλίνην ἣν ἂν | ||
ὀφείλει , ἀφίημι αὐτῷ . καὶ Ἱλαρᾷ πέντε μνᾶς καὶ ἀμφίταπον καὶ δύο προσκεφάλαια καὶ περίστρωμα καὶ κλίνην ἣν ἂν |
καὶ λεπτύνει καὶ ἀποξύει . κἄν πού τις τροφὴ παχυμερὴς προσληφθείη , λεπτύνεταί τε καὶ κατεργάζεται περιουσίᾳ τῆς τοῦ ὄξους | ||
τὸ κατ ' ἄθροισιν προσλαμβανόμενον ἔξωθεν , εἰ καὶ μὴ προσληφθείη τὸ ἀόριστον , ὅμως περιβολήν τινα , οἷον δύο |
τοῦ δὲ πατρὸς αὐτοῦ ὀδυρομένου καὶ λέγοντος : Τέκνον , ἠπόρησάς μετῆς δὲ μητρὸς λεγούσης : Τέκνον , ἐτύφλωσάς με | ||
τοῦ δὲ πατρὸς αὐτοῦ ὀδυρομένου καὶ λέγοντος : Τέκνον , ἠπόρησάς μετῆς δὲ μητρὸς λεγούσης : Τέκνον , ἐτύφλωσάς με |
τρίγωνον πρὸς τὸ ΔΕΖ [ τρίγωνον ] , οὕτως τὸ ΛΞΓ [ τρίγωνον ] πρὸς τὸ ΡΦΖ τρίγωνον . ἀλλ | ||
ἀπεναντίον δὲ ἡ ΟΜ , καὶ οὗ βάσις μὲν τὸ ΛΞΓ , ἀπεναντίον δὲ τὸ ΟΜΝ , πρὸς τὰ πρίσματα |
. πολλῆϲ δὲ τῆϲ ἐπὶ τὸ θερμὸν δυϲκραϲίαϲ οὔϲηϲ καὶ ἴντυβον δοτέον ὠμόν , καὶ ὕδατοϲ ἀπορροφείτωϲαν ψυχροῦ : τὸ | ||
τὸ καθαρθῆναι ἑψηθεὶς ὠφελιμώτατός ἐστι . τῶν δὲ λαχάνων τὸ ἴντυβον καὶ ἡ κράμβη τρίσεφθος ἐσθιομένη εἰς οἶνον , εἰ |
τὸν θεατὴν ἐρανίζεται , ἁβρύνουσι δὲ καὶ τέχναι ποικίλαι τὸ δαίδαλμα , αἱ μὲν παριόντα τὸν θεατήν , αἱ δὲ | ||
ἔχει δὲ ὧδέ πως , ὡς ἐμὲ μνημονεύειν , τὸ δαίδαλμα . ποιεῖ παῖδα τὸ εἶδος ἁβρόν , τὴν ἀκμὴν |
καὶ μηκέτι στέγειν τὸ δάκρυον οἷόν τε ᾖ , ἀλλὰ ῥευματίζεται . προσφύεται δὲ τὰ βλέφαρα ἢ τῷ λευκῷ ἢ | ||
' ἐπίτασιν φλεγμονῆς χρονίου τῆς σαρκὸς αὐξανομένης καὶ ὑποπελιαζούσης . ῥευματίζεται δὲ ὁ ὀφθαλμὸς , ὅταν μὴ μόνον ἐρυθρὸς ᾖ |
χαρίζησθε , μεταξύ . ὁ δὲ νοῦς οὕτως , οὐχ ὑπακούουσιν ἡμῶν , ἐὰν σφαλλόμενοι ἐν τῇ ἀποστάσει συγχωρῶνται . | ||
δεύτερον : διὸ καὶ ταῖς ἐπ ' ἀγκῶνος ἐνίοτε φλεβοτομίαις ὑπακούουσιν , ὅταν ἥ τε φλεγμονὴ πρόσφατος ᾖ καὶ πλῆθος |
τῶν ὀφθαλμῶν . οἱ τὰ κύλα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς οἰδοῦντες καὶ ἐξογκούμενοι : κύλα δὲ τὰ ὑποκάτω τῶν ὀφθαλμῶν | ||
ἀληθέστερον : χρύσειαι ζωῇσι νεήνισιν ἐοικυῖαι . κυλοιδιόωντες : οἱ οἰδοῦντες τὰ κύλα τὰ ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμούς . συμβαίνει γὰρ |
κρατῆρα ἐτρύγα , καὶ ξυμπίνειν τῷ Παλαμήδει ἔφασκεν , ὅτε ἀναπαύοιτο τῶν ἔργων . ἦν δὲ αὐτῷ καὶ κύων τέχνῃ | ||
εἴη τὸ κωλῦον . οἱ δὲ ἀπήγγελλον ὅτι ὅλον οὕτως ἀναπαύοιτο τὸ στράτευμα . ἐνταῦθα καὶ οἱ περὶ Ξενοφῶντα ηὐλίσθησαν |
καῦμα ὀδυνῶδες , καὶ τὸ ἐπιῤῥιγῶσαι , κακόν . Τὰ καυματώδεα ῥίγεα ὑπό τι ὀλέθρια , καὶ τὸ φλογῶδες ἐν | ||
οὐδαμοῖσιν ἄλλοισι θηρίοισιν ἐπέοικεν . Ἀλλὰ τόπον γὰρ ἐπιλεξάμενοι καὶ καυματώδεα ἐν κύκλῳ τάφρον ὀρύσσουσιν , ὅσον μεγάλῳ στρατοπέδῳ ἐπαυλίσασθαι |
πρὸς τὸ πραθῆναι . αὐτὸς δ ' ὡραῖον : τὸν ὥριμον , τὸν δυνάμενον πλούσιόν σε ποιῆσαι καὶ θρέψαι . | ||
τὸ ἥμερον † μέν , ἄωρον δὲ , σῦκον τὸ ὥριμον , ἰσχὰς δὲ τὸ ξηρανθέν . τὸν δ ' |
ἐπικίνδυνόν μοί ἐστιν , ἀπιόντα γε ἄμεινον φυλάττεσθαι πέτρους ; ἤκουες δὲ τὰς ἀπειλάς . τότε μὲν δὴ αὐτοῦ ἔμεινε | ||
δέ , ἂν δυνώμεθα , προσληψόμεθα . τοῦ δὲ Μήδου ἤκουες ἀποκαλοῦντος τοὺς ἱππέας : εἰ δ ' οὗτοι ἀπίασιν |
παιδί ' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ . * * * * Τότε φάγοις , παράσιθ ' , ὅρα ὡς διασέσυρκε τὴν τέχνην | ||
αὐτοὺς ἀθλίους εἶναι λέγω : οὐκ ἂν θανὼν δήπουθεν ἔγχελυν φάγοις , οὐδ ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος . ὁ |
ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ : σανδαράκην ἐν σταιτί . Θρίδακος τῆς ἐρυθρῆς ὀπὸς ὀδύνην λύει | ||
. Μαλθάσσειν δὲ ἀπὸ τουτέων τὸ στόμα τῆς μήτρης : σανδαράκην , στέαρ αἰγὸς , ὀπὸν συκέης , ὀπὸν σιλφίου |
γὰρ οὐκ ἔσται κακός . ἔπειτ ' ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια οὐκ ἂν διαμάρτοις . ἕψε καὶ γεύου πυκνά . | ||
περιοισθήσεται : τῶν πρεσβυτέρων γὰρ ταῦτα τῶν ἡδυσμάτων ἀναστομοῖ τάχιστα τᾀσθητήρια , τό τε νωκαρῶδες καὶ κατημβλυωμένον ἐσκέδασε κἀποίησεν ἡδέως |
μοι ] ἤγουν οὐ φοβοῦμαι . αἴθηι ] ἤγουν θυσίας ποιῆι . ἀσπὶς ] βοήθεια . τῆσδε ] τῆς Κασάνδρας | ||
διαφέροντα πάσχειν ὑπ ' ἀλλήλων , ἀλλὰ κἂν ἕτερα ὄντα ποιῆι τι εἰς ἄλληλα , οὐχ ἧι ἕτερα ἀλλ ' |
ὅταν εὐοδῇ μὲν τὰ ἐκτὸς πρὸς εὐπορίαν καὶ εὐδοξίαν , εὐοδῇ δὲ τὰ σώματος πρὸς ὑγίειάν τε καὶ ἰσχύν , | ||
γειτόνων βοηθοῦσι καὶ συμπράττουσιν , ὅπως ὁ τῆς φύσεως σπόρος εὐοδῇ , μηδενὸς τῶν πλησίον ἐμποδίζοντοςαὐτοὶ μὲν γὰρ αἱμοειδεῖς εἰσι |
ἂν ἴδῃ τις ἐνύπνιον σφόδρα φοβούμεθ ' , ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ δεδοίκαμεν . ] ἀγωνίαι , δόξαι , φιλοτιμίαι , | ||
εὐθὺϲ εἷϲ ὄνοϲ . [ ἂν γάρ ] τιϲ ἀπολειφθέντοϲ ἀνακράγῃ τόπου [ „ ὄνοϲ προϲέρχετ ] ' „ , |
, τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . . | ||
“ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως |
“ μῆτερ , ὁ πατήρ μου φιλεῖ σε , ” ὀνειδίσῃς δὲ μηδέν . τί λέγεις , παιδαγωγέ ; οὐδεὶς | ||
πλευσείω ⌈ ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῶ πλεῦσαι ) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς |
γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ οὕφις ἐπ ' ἀμὰ σπάργαν ' † ἠπλείζετο , καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ ' ἐμὸν | ||
λέγεις ἐτήτυμα . παρθένια δ ' † ἐμᾶς ματέρος † σπάργαν ' ἀμφίβολά σοι τάδ ' ἀνῆψα κερκίδος ἐμᾶς πλάνους |
: δούλῳ εὐπορίαν , παρθένῳ εὐφρασίαν , χήρᾳ ὁμοίως . Χεὶρ δεξιὰ ἁλλομένη ὠφέλειαν σημαίνει , ἡ δὲ εὐώνυμος πίστεως | ||
, κατέχων καὶ τὴν κάλπιν , καὶ κάρα Ἵπποκράτορος καὶ Χεὶρ ἐκτεταμένη καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἴβεως τοῦ τῆς δωδεκαώρου . |
: Λυκοῦργος Περὶ τῆς διοικήσεως . σείριον ἐκάλουν λεπτὸν ἱμάτιον ἀσπάθητον , οἷον θέριστρον , καθά φασιν οἱ γλωσσογράφοι . | ||
τοὺς δὲ νικῶντας μηκέτι τοῦτο πράττειν , ἀλλὰ ἡσυχάζειν . ἀσπάθητον χλαῖναν : τὴν δορὰν ἀνύφαντον . ἀστόξενοι : οἱ |
οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ | ||
ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν |
τὸν Ὕλλον φασὶ τελευτῆσαι κατιόντα εἰς Πελοπόννησον . Ἔχεμος : προσυπακουστέον τὸ ἠρίστευσε : τὴν δὲ πάλην ἐνίκησεν Ἔχεμος Ἀρκὰς | ||
καὶ εἴ κ ' εἰῶμεν ἅπαντας ἑστάμεν . ὅτι ἔξωθεν προσυπακουστέον τὸ καλῶς ἂν ἔχοι καὶ ἐν Ἰλιάδι „ ἀλλ |
' ὄντως εὐθὺς ἐξέπεμπέ με ὄρθριον : ἐκόκκυζ ' ἀρτίως ἁλεκτρυών . ᾤμην ἐγὼ τοὺς ἰχθυοπώλας τὸ πρότερον εἶναι πονηροὺς | ||
ἀλλ ' ἄπειμι , καὶ γὰρ ἤδη τρίτον τοῦτο ᾖσεν ἁλεκτρυών . Μὴ σύ γε οὕτως ταχέως , ὦ Τρύφαινα |
, φοινίκων ὁ καρπός , κοχλιῶν κεκαυμένων ἡ τέφρα , κυνοκράμβη πάνυ , βατραχίου ἡ ῥίζα καὶ ἡ σύμπασα πόα | ||
, μελιτίτης , ῥύπος , κοχλιῶν κεκαυμένων ἡ τέφρα . κυνοκράμβη δὲ πάνυ θερμαίνει καὶ βατραχίου ἡ ῥίζα καὶ σύμπασα |
. . ἄλλ ' ἀποδάσσεσθαι , ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθεν : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀμφιδάσεσθαι , δίχα | ||
. ἦ φίλος ἀνήρ , φίλος ὄχθος : φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη . Ἀιδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς ἀνίει , Ἀιδωνεύς |
; εἰπέ , καίπερ οὐ λέξων φίλα . διπλᾶ με χρήιζεις δάκρυα κερδᾶναι , γύναι , σῆς παιδὸς οἴκτωι : | ||
κακός τίς ἐστι προξένωι σοὶ χρώμενος . ἴθ ' ὅποι χρήιζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . Σπάρτην |
τῶν ἐγγύθεν συνεφέλκεται . εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα κεράσας οἴνῳ πίνοις , τοῦτο ἰσχυρότερον . ἁρμόζει δὲ τῷ τε ἐφ | ||
μελικράτῳ πιεῖν : ἄμεινον δ ' εἰ μετ ' οἴνου πίνοις . ἐπὶ δὲ τῇ πόσει βραχὺ ἐλαίου ἐπιρροφῆσαι , |
: ἄλλως : λέγοι ἄν τις καὶ ἐρωτήσειεν πῶς ταῦτα ἐξημάρτανες δεδοικυῖα τὸν ἄνδρα , ἵν ' ᾖ τὸ ὡς | ||
ἐκεῖν ' ἐπήινεσα , ὅτ ' ἐς γυναῖκα Τρωιάδ ' ἐξημάρτανες , οὔτ ' αὖ τὸ νῦν σου δεῖμ ' |
παρόντας ἡμᾶς . Ἄριστον γοῦν ἄγρυπνον αὐτὸν φυλάττειν : ἅπασαν περίειμι διαναστὰς ἐν κύκλῳ τὴν οἰκίαν . τίς οὗτος ; | ||
ἐπίκειμ ' ὡσεὶ μέγα χρῆμά τι πράσσων , εἰ θνητῶν περίειμι πολυφθερέων ἀνθρώπων ; . . [ , . ] |
γὰρ ἐνδέχεται κινεῖσθαι ἐν τῷ νῦν , καὶ θᾶττον ἂν ἐνδέχοιτο κινεῖσθαί τι καὶ βραδύτερον . κινείσθω τοίνυν τὸ βραδύτερον | ||
δῶμεν , ὅτι καταλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος , μήποτε οὐκ ἂν ἐνδέχοιτο δεῖξαι , ὅτι ὑπ ' αὐτοῦ κρίνεσθαι δεῖ τὰ |
κοινοῖς παθήμασιν αὐτοῦ τοῦ σώματος τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ ἐντὸς κερασθέντων : περὶ δέ γ ' ὧν ψυχὴ σώματι τἀναντία | ||
ὕδατος καὶ μέλιτος τὸ μελίκρατον , καὶ ὅλως ἐκ τῶν κερασθέντων τὸ κεκερασμένον . διαφέρει δὲ οὗτος τοῦ προτέρου , |
γὰρ τῶι μέσωι τῆς νυκτὸς μόναις Ἐριννύσιν ἀπάρχονται θύειν . πατούμενα ] ἤγουν ἀνατετραμμένα . ἐξαλύξας ] ἐκφυγών . ἀρκυσμάτων | ||
πεπιλημένοι , ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . πατούμενα γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται |
συμπλέκεσθαι καὶ τίκτειν ἐκ κλοπῆς . ἀλλὰ μὴ Θρᾷττα καὶ Σιδωνία ; καὶ μὴν καὶ τούτων ἔρως ἥψατο , καὶ | ||
: ἔπειτα Φοινικοῦς λιμὴν καὶ Πνιγεὺς κώμη : εἶτα νῆσος Σιδωνία λιμένα ἔχουσα : εἶτ ' Ἀντίφραι μικρὸν ἀπωτέρω τῆς |
ἐπιρρήδην . . . . . διαττᾶν , , : διαττᾶν : διασήθειν . ἀπὸ τοῦ σῶ ῥήματος , ἔνθεν | ||
κνῶ κνήθω καὶ νῶ νήθω . διασσᾶν οὖν ἦν καὶ διαττᾶν Ἀττικῶς . . . . . διαφρῶ : διαφρῶ |
ὑπετύψατο ] ἐλακτίσθη , ἐπατήθη , ἐτυπτήθη ὑπετύψατο ] ὑπεθλίβη ληνός ὅπου αἱ σταφυλαὶ πατοῦνται νύμφαις ] ἐν ὕδατι τήξαιο | ||
: παρὰ τὸ λεαίνω τὸ λεπτύνω λεανῶ λεανὸς καὶ κράσει ληνός . Λῃστής : ἀπὸ τοῦ ληΐζω τοῦ σημαίνοντος τὸ |
τῶν δυσχερῶς τινὸς τυγχανόντων . Καὶ κόρκορος ἐν λαχάνοις : κόρκορον Πελοποννήσιοι φασὶν εἶναι λάχανόν τι τῶν εὐτελῶν ἄγριον : | ||
. Μὴ σύ γ ' ἑλιχρύσοιο λιπεῖν πολυδευκέος ἄνθην , κόρκορον ἢ μύωπα , πανάκτειόν τε κονίλην , ἥν τε |
: Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως | ||
] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος |
. , . . , . ἀκολουθοῦντε : ἀντὶ τοῦ ἀκολουθοῦσαι δυϊκῶς . οὕτως Ἕρμιππος . καὶ γὰρ κέχρηνται ταῖς | ||
. ψυχικὰ δὲ ἀγαθὰ τὰ σπουδαῖα ἠθικὰ καὶ αἱ τούτοις ἀκολουθοῦσαι πράξεις , οἷον ὅτι φρόνιμος , ὅτι σώφρων , |
ἐφ ' ὧν ἐστι θερμὴ διάθεσις , κεχρῆσθαι τοιούτοις . Ἴρεως Ἰλλυρικῆς . . . δραχ . ιδʹ σμύρνης τρωγλοδύτιδος | ||
, στάδια ρʹ , μίλια ιϚʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἴρεως ποταμοῦ εἰς Ἡράκλειον , ἱερὸν καὶ ἀκρωτήριον , στάδια |
ἐβλάστησαν * . . τὰ δ ' ἄλλα θριπόβρωτος : θρὶψ ὁ σκώληξ , ὅστις γίνεται ἐν τοῖς ξύλοις ἐπειδὴ | ||
, τὸ δ ' ἱμάτιον οἱ σῆτες , ὁ δὲ θρὶψ τὸ ξύλον . σὲ δὲ τὸ κάκιστον τῶν κακῶν |
ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται . ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ ' ἂν πάθοις βλάβην . ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον . θεῷ | ||
ἢ [ ἐὰν ] ἀπάγξῃ . οὐδ ' εἴ τι πάθοις : τὸ λεγόμενον ἐν τῇ συνηθείᾳ : οὐδ ' |
ζῷα τετραπάλαιστα ἐπιμελῶς πεποιημένα , πολλὰ τὸν ἀριθμόν : καὶ κυλικεῖα δύο καὶ ὑάλινα διάχρυσα δύο : ἐγγυθῆκαι χρυσαῖ τετραπήχεις | ||
, ὑδρίαι δώδεκα , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν τριάκοντα . Ταῦτα |
σάρκα : ὥσπερ δέρμα εἴ τις ἀλείψειεν ἐλαίῳ πολλῷ καὶ ἐῴη ἀναπιεῖν , καὶ , ἐπὴν ἀναπίῃ , πιέζῃ τὸ | ||
; Τοῦ πρὸς τί παράδειγμά ποτε ἀποβλέψας ἂν τὸ μὲν ἐῴη πάντας μανθάνειν τοὺς νέους , τὸ δ ' ἀποκωλύοι |