' ἕσπετο ἰσόθεος φώς . τῶν δ ' ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὀρώρει οὔρεος ἐν βήσσῃς , ἕκαθεν δέ
πότερον ἐπὶ τῶν μαχομένων λέγεται , τούτων ὀρώρει ὀρυμαγδὸς ὡς δρυτόμων , ἢ ἐπὶ τῶν δρυτόμων , ὡς δρυτόμων ἀνδρῶν
7119593 ὀρυμαγδος
κύρια ἢ προσηγορικὰ βαρύνεται : μόλυβδος σμάραγδος . τὸ δὲ ὀρυμαγδός ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΔΟΣ ὑπερδισύλλαβα φύσει μακρᾷ παραληγόμενα
ἁλίσκεται . μήδεα : αἰδοῖα . Ἠχήεις : ἠχητικός . ὀρυμαγδός : ἦχος , βοὴ , φωνή . ἀπόπροθι :
6469703 ὀρωρει
ἔλειπον ἀνέρες : ἐν δ ' ἄρα τοῖσι βοὴ πολύδακρυς ὀρώρει : ἀλλ ' οὐκ ἐν μεγάροις Ἀντήνορος , οὕνεκ
μεμαῶτα φόνοιο : ἀμφὶ δ ' ἄρά σφισι δοῦπος ἐρειδομένοισιν ὀρώρει , μαρναμένων ἑκάτερθε κατὰ φθισήνορα χάρμην . Ἔνθ '
6282027 φολκος
μελανόχροος , οὐλοκάρηνος . καὶ τὰ περὶ τοῦ Θερσίτου , φολκὸς ἔην , χωλὸς δ ' ἕτερον πόδα , τὼ
διαφέρει . ἕτερος μὲν ἐπὶ δυεῖν τάσσεται , ὡς Ὅμηρος φολκὸς ἔην , χωλὸς δ ' ἕτερον πόδα , τὸ
6102535 οἰμωγη
ἦν , ὁρῶν τὸν πάλαι ἴσα καὶ θεὸν τιμώμενον : οἰμωγή τε πολλὴ καὶ στενὼ συμπαρεπέμπετο ἔνθεν καὶ ἔνθεν ὀλοφυρομένων
δ ' ὀρυμαγδὸς ὀρώρει . ἔνθα δ ' ἅμ ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων
6079034 πεπληγον
κραιπνοῖσι πέδον ῥήσσωσι πόδεσσιν ὧς οἱ ὑπ ' Ὀρφῆος κιθάρῃ πέπληγον ἐρετμοῖς πόντου λάβρον ὕδωρ , ἐπὶ δὲ ῥόθια κλύζοντο
συγκοπὴν Αἰολικὴν εἰλήλουθμεν . . . , : τὸ δὲ πέπληγον Ἰώνων καὶ Συρακουσίων λέξις : οὗ ἐνεστὼς πεπλήγω ἐκ
6051757 ζαης
. λύης λύεντος , ἀπὸ τοῦ λυήεις . καὶ τὸ ζαής ὡς σύνθετον ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΒΗΣ δισύλλαβα παραληγόμενα
κορεσθῶμεν : “ ἐπεί κ ' ἐῶμεν πολέμοιο . ” ζαής μεγαλόπνους : “ ὡς δ ' ἄνεμος ζαὴς νέφεα
6043479 ὀλλυμενων
πτερόεντα προσηύδα : ὢ πόποι αἰγιόχοιο Διὸς τέκος οὐκέτι νῶϊ ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ ' ὑστάτιόν περ ; οἵ κεν δὴ
ἅμ ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων καὶ ὀλλυμένων , κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον . καὶ αὐτὰρ ἐπεὶ
6039433 εὐχωλη
. . ἔνθα δ ' ἄρ ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων , ῥέε δ
καὶ τὸ Ὁμηρικόν , ἔνθ ' ἅμα οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων . τὸ γὰρ
6024305 καιετο
Ξ . . χίλι ' ἄρ ' ἐν πεδίῳ πυρὰ καίετο , πὰρ δὲ ἑκάστῳ εἵατο πεντήκοντα σέλαι πυρὸς αἰθομένοιο
Ἰλιόθι πρό . χίλι ' ἄρ ' ἐν πεδίῳ πυρὰ καίετο , πὰρ δὲ ἑκάστῳ εἴατο πεντήκοντα σέλᾳ πυρὸς αἰθομένοιο
5992635 ὀλλυντων
ἐπὶ τὴν τοιαύτην πόλιν , ἔνθα οἰμωγή τε καὶ ὕβρις ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων , ῥέει δ ' αἵματι γαῖα
τὴν τοῦ Ἀχιλλέως ἀσπίδα ἀναφαίνεται . μεστὰ γὰρ καὶ ταῦτα ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων , καὶ τὴν γῆν ᾑματῶσθαι φήσεις
5985485 ἐρχομεναων
περὶ τούτου οὕτως εὗρον . . . . αἰεὶ νέον ἐρχομενάων : : ἠΰτ ' ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων πέτρης
λοξοτέρῃ γὰρ τῆμος ἐπιστρέφεται στροφάλιγγι , ἀκτίνων ἰθεῖαν ἐπὶ κλίσιν ἐρχομενάων , μέσφ ' ἐπὶ κυανέους νοτίην ὁδὸν αὖτις ἐλάσσῃ
5943954 καναχιζε
ἔμπλην ἔλασαν καλλίτριχας ἵππους . τῶν δ ' ὑπὸ σευομένων κανάχιζε † πός ' εὐρεῖα χθών † ὡς δ '
ὀιομένων : περὶ γὰρ νέφος ὣς ἐφαάνθη λαὸς δυσμενέων , κανάχιζε δὲ τεύχεα φωτῶν κινυμένων , ἄμοτον δὲ κονίσαλος ὦρτο
5943350 στεναγμος
ἦν πάροιθε μὲν ὄλβος δικαίως : νῦν δὲ τῇδε θἠμέρᾳ στεναγμός , ἄτη , θάνατος , αἰσχύνη , κακῶν ὅς
τῆς πόλεως . διήκει ] διέρχεται . θ στόνος ] στεναγμός . στένουσι ] στενάζουσι . στένει ] στενάζει .
5934383 ἀλεεινων
) Ὅμηρος λέγει : “ ὃν θυμὸν κατέδων πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων ” . πάτος λέγεται καὶ ἡ τροφή , ὅθε
μὲν ἀλλήλοις ἠχεῖ τὸ Ἀλήιον καὶ τὸ ἀλᾶτο καὶ τὸ ἀλεείνων , ἀλλὰ τὸ μέν ἐστι τόπου ὄνομα , τὸ
5896146 μυρομενων
. ἢ κυρίως τίθεται ἡ λέξις ἐπὶ τῶν εἰς ἅλα μυρομένων ποταμῶν , ὅ ἐστιν ἐκχεομένων , ὥστε οὐ τροπῇ
δῶμα ἡδὺ κινυρομένων γοερὴ περιπέπτατ ' ἰωή : ὣς τῶν μυρομένων λαρὸς γόος ἀμφιδεδήει . Καὶ τότε που Πριάμοιο πολυτλήτοιο
5863501 εἰναλιη
: τὸ πῶ μέγα , οἷον : φαίνετο δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν . Σκίαθος δέ
ὡς Ὅμηρος : ἄντλῳ δ ' ἐνδούπησε πεσοῦς ' ὡς εἰναλίη κήξ . τὰν οὐδὲ Πορφυρίων : ἣν οὐδὲ ὁ
5854481 δουπος
θάλασσα . Ταύροισιν : ἤως ταύρων κατ ' ἀντίπτωσιν . δοῦπος : κτύπος . ἱκάνει : φθάνει . Θεινόντων :
' ἀλλήλοισιν ἐναντίον ἀΐξαντες μάρνανται : κρατερὸς δὲ πρὸς αἰθέρα δοῦπος ἱκάνει : οὐδέ τ ' ἀλεύασθαι θέμις ἔπλετο δήϊον
5848841 εἰρυτο
ἀπωλόμεθ ' ἀφραδίῃσιν καὶ ὃς δέ μοι οἶος ἔην , εἴρυτο δὲ ἄστυ καὶ αὐτούς οὐ μετρίως ἂν μεμψαίμεθα ,
ἤνυτο ἐκτετάσθαι . οὕτως ἀξιοῦμεν καὶ ἐπὶ τοῦ εἴλυτο καὶ εἴρυτο . Π : ὣς πολέας πέφνοντα Μενοιτίου ἄλκιμον υἱὸν
5822927 γερανων
οὐ μάλα θαλπιόωντι εὔδιον φαίνουσι βιβαζόμεναι ἐνιαυτόν . Χαίρει καὶ γεράνων ἀγέλαις ὡραῖος ἀροτρεὺς ὥριον ἐρχομέναις , ὁ δ '
τοῦ ὄρους τὸ ὄνομα τοῦτο , ἀλλὰ νήχεσθαι γὰρ πετομένων γεράνων πρὸς τὴν βοὴν τῶν ὀρνίθων αὐτόνδιὰ τοῦτο Γερανίαν τὸ
5786083 κορυθες
κόρυν ἀνέρα δ ' ἀνήρ , ψαῦον δ ' ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισι νευόντων : ὡς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι ,
χειρῶν βέλεα ῥέον ἠμὲν Ἀχαιῶν ἠδὲ καὶ ἐκ Τρώων : κόρυθες δ ' ἀμφ ' αὖον ἀΰτευν βαλλομένων μυλάκεσσι καὶ
5768787 ἐνοπη
Μακρὸν δ ' ἅμα πάντες ἄυσαν : σμερδαλέη δ ' ἐνοπὴ μέχρις οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε , μέχρις ἐπ ' Ἀιδονῆος
τῶν ᾠδῶν εὐρυθμίᾳ . οὐκ εὖ δέ : ἡ γὰρ ἐνοπὴ ἀεὶ ἐπὶ θορύβου τίθεται . Θρηικίης Ζώνης ἐπιτηλεθόωσαι :
5761719 ἰαχον
οὕτως ἀποδίδοται : ὣς ἔφατο , Ἀργεῖοι δὲ μέγ ' ἴαχον μῦθον ἐπαινήσαντες . ἔνιοι δὲ καὶ ἐν ταῖς συλλαβαῖς
, οἷον ὣς ἔφατ ' . Ἀργεῖοι δὲ μέγ ' ἴαχον , ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ '
5757177 διεπτατο
' οὐκ εἰκός ; Ταῦτα δὴ τὰ μεγάλα οὕτως προσδοκώμενα διέπτατο , ὡς ἔοικε , τότε ταχύ , πλὴν ὅπερ
; τὴν θυρίδα : “ ὄρνις δ ' ὣς ἀνόπαια διέπτατο . ” ἀνίαζε ἠνιᾶτο : “ ἀλλ ' ὅτε
5709519 στυγερων
ναι μέγαν ἢ τὸν πολύκοινον Ἅιδαν κεῖνος ἁνὴρ , ὃς στυγερῶν ἔδειξεν ὅπλων Ἕλλασιν κοινὸν Ἄρη . Ὢ πόνοι πρόγονοι
θεῶν , ὅτε σὸς γόνος ἔκφυγεν Ἅιδαν , ὃς λεχέων στυγερῶν χάριν ὤλεσε πέργαμα Τροίας : αἱματόεντα δὲ θεᾶι παρὰ
5705821 στιχας
ὁρᾷς Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν θύνοντ ' ἐν προμάχοισιν , ἐναίροντα στίχας ἀνδρῶν , τόφρ ' ὑπόεικε μάχης , τὸν δ
μέγα δ ' ἐν φρεσὶ γήθεε Μέμνων αἰὲν ἐπεσσύμενος δηίων στίχας , ἀμφὶ δὲ νεκρῶν στείνετο Τρώιον οὖδας . Ὃ
5703538 ὠμοφαγοι
τὸ συνθέτως ἀκούειν , μεταπέπλακε δὲ οὕτως , ὠμοέσται , ὠμοφάγοι . δύναται δὲ καὶ παραγωγὸν εἶναι καὶ ὀξυτονεῖσθαι ,
: αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε δαμάσσεται ὠκὺς ὀϊστός , ὠμοφάγοι μιν θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν ἐν νέμεϊ σκιερῷ :
5690486 ὀρνυτ
ἔργα , τύπτε δ ' ἐπιστροφάδην : τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ ' ἀεικὴς ἄορι θεινομένων , ἐρυθαίνετο δ ' αἵματι
Ὡς δ ' ὅτ ' ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέϊ κῦμα θαλάσσης ὄρνυτ ' ἐπασσύτερον Ζεφύρου ὕπο κινήσαντος : πόντῳ μέν τε
5689429 ἐνοπῃ
τὰς ἀκοὰς εἰκῇ καὶ ἀναίδην , αὐλῶν συρίγγων τ ' ἐνοπῇ , καὶ ἀνθρώπων ὀμάδῳ , ἀλλὰ κἀνταῦθα τέχνης δεῖ
καὶ Ὅμηρος πεποίηκε τοὺς βαρβάρους εἰπὼν “ κλαγγῇ τ ' ἐνοπῇ τ ' ἴσαν ” : θρασυνομένων γὰρ ὁ πρὸ
5681557 ὑπερβαλε
' ἑλισσομένη πέτεται διὰ βοῦς ἀγελαίας , τόσσον παντὸς ἀγῶνος ὑπέρβαλε : τοὶ δὲ βόησαν . ἀνστάντες δ ' ἕταροι
ὑπέρπτατο σήματα πάντων . . Ψ , εὐλόγως ἔστιν ” ὑπέρβαλε σήματα πάντων „ , πλείονες γὰρ δισκεύουσιν . πάντα
5650732 ὀμφαλοεσσαι
πολεμίζειν . τώ μοι δούρατά τ ' ἔστι καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι καὶ κόρυθες καὶ θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες . Τὸν δ
' ἔγχεα καὶ μένε ' ἀνδρῶν χαλκεοθωρήκων : ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι ἔπληντ ' ἀλλήλῃσι , πολὺς δ ' ὀρυμαγδὸς ὀρώρει
5649505 βαλλομενων
θροῦς ἦν ἐξ ἁπάντων ἐγειρόμενος παρεγκελευομένων ἀλλήλοις , βαλλόντων , βαλλομένων , κτεινόντων , κτεινομένων , ὠθούντων , ὠθουμένων ,
ἀπὸ προμαχώνων βοηθοῦνται , καὶ οἱ βόες φυλάττονται ἀπὸ τῶν βαλλομένων σαγιττῶν . Τὰς δὲ βαλλιστροφόρους ἁμάξας δι ' ὅλου
5649347 ἐφεζομενοι
ἐσθλοί , τεττίγεσσιν ἐοικότες οἵ τε καθ ' ὕλην δενδρέῳ ἐφεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι : τοῖοι ἄρα Τρώων ἡγήτορες ἧντ
' εὔκυκˈλον ἕδραν , τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγγενὲς αὐτῷ . Γαδείρων τὸ
5649183 δεισαντων
Ὅμηρος „ ἡμῖν . . . κατεκλάσθη φίλον ἦτορ / δεισάντων φθόγγον τε βαρὺν αὐτόν τε πέλωρον „ . Ἄλλο
τε Ζεὺς ἐν φόβον ὄρσῃ : ὅτι οὐ λέγει τρεσσάντων δεισάντων , ἀλλὰ φυγόντων : τρέσσαι δ ' οὐκέτι ῥίμφα
5640922 θωων
. Σ . Ν : . . . τὸ δὲ θώων ἔνιοι περισπῶσιν , ἵν ' ὁμοτονῇ τῷ θηρῶν καὶ
τοῦ παράλλεσθαι . ῥητέον δὲ ὅτι κοινῶς φαίνεται λέγων ” θώων πορδαλίων τε λύκων τ ' ἤϊα πέλονται ” ,
5633230 ἀντιασας
ἐς πόντοιο βαθὺν πόρον οὐκέτ ' ἀνέσχε , δύσμορος , ἀντιάσας δυσδερκέϊ θηρὶ πελώρῳ : καί ῥ ' ὁ μὲν
ὀργυιῇσιν , ἄγκιστρον καθέηκε , θοῶς δέ τις ἔσπασεν ἄτην ἀντιάσας : ὁ μὲν αὐτίκ ' ἀνέλκεται , οἱ δέ
5630453 στονος
ἥψατο καὶ τῆς πόλεως . διήκει ] διέρχεται . θ στόνος ] στεναγμός . στένουσι ] στενάζουσι . στένει ]
ὅλης καὶ γὰρ κράτος . Κρήτης γὰρ οἷος τῶν ὀδυρμάτων στόνος , οἷος σπαραγμός , γυμνὰ Ῥωμαίων ξίφη ὅταν κατεῖδον
5623259 κλαγγηδον
φθέγγονται , ἤπια καὶ τούτοις τὰ νοήματα . οἱ δὲ κλαγγηδὸν φθεγγόμενοι ὀξύ τε καὶ ὀρνίθιον φθέγμα ἱέντες μάργοι καὶ
πολύ : κεῖθεν ἔπειτα ἑξείης κατὰ νῶτον ἐγειρόμενος λόχος ἀνδρῶν κλαγγηδὸν παταγοῦσιν , ἐπ ' ὀφρύα μηρίνθοιο σευόμενοι καὶ δεῖμα
5616307 δαημοσυνῃσι
Ἀγκαίῳ πίσυνοι : τὸν γὰρ φάσαν ἴδριν ἅπαντες ναυτιλίης σφετέρῃσι δαημοσύνῃσι κεκάσθαι . Αὐτὰρ πηδαλίων οἰήια λάζετο χειρί νῆα κατιθύνων
μετὰ κτίλον , ὅς θ ' ἅμα πάντων νισομένων προθέῃσι δαημοσύνῃσι νομῆος : ὣς ἄρα τῇ γ ' ἐφέποντο βίῃ
5603766 στιχες
τε κρατερόν τε ἑσταότ ' : ἀμφὶ δέ μιν κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων λαῶν , οἵ οἱ ἕποντο ἀπ ' Αἰσήποιο
στίχας ἀνδρῶν πειρητίζων : ὅππῃ τ ' ἰθύσῃ τῇ εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν : ὣς Ἕκτωρ ἀν ' ὅμιλον ἰὼν ἐλλίσσεθ
5598284 μετεκιαθε
ἄγεσθαι Αἰσονίδῃ περόωντι κατὰ χρέος , ὁππότε Πυθώ ἱρὴν πευσόμενος μετεκίαθε τῆσδ ' ὑπὲρ αὐτῆς ναυτιλίης : πέπρωτο δ '
ἐπαναλαμβανομένων , ὡς ἐν τῷ ἀλλ ' ὁ μὲν Αἰθίοπας μετεκίαθε τηλόθ ' ἐόντας , Αἰθίοπας , τοὶ διχθὰ δεδαίαται
5594463 ἡμιονων
πάσῃ , ὅση τε προβάτων , ὅση τε ἵππων καὶ ἡμιόνων . μηλείη δὲ κόπρος ἐστὶν ἡ τῶν προβάτων :
Ἐνέτης πόλεως Παφλαγόνων . Ὅμηρος : ἐξ Ἐνετῶν , ὅθεν ἡμιόνων γένος . τούτους δὲ Καύκωνας ἐκάλουν πρὸ τῶν Τρωικῶν
5587971 κερδιστος
ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ κέρδιστος γένετ ' ἀνδρῶν . ἐλλείπει οὖν τὸ τίς μόριον
. σισυφεὺς ὁ σοφὸς ἀριθμητὴς , ἐπεὶ καὶ ὁ Σίσυφος κέρδιστος καὶ φιλάργυρος . διαφορὰν ὀλύνθων , φηλήκων , σύκων
5580255 ἐγχεσι
καὶ Ὅμηρος ἔφριξε δὲ μάχη φθισίμβροτος καὶ ἀλλαχοῦ σάκεσι καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι . ἔστι δὲ ἡ λέξις Χαλκιδέων καὶ Ἐρετριέων
δούρατος ἀκμάς Κάστωρ : ἀμφοτέροις δὲ λόφων ἐπένευον ἔθειραι . ἔγχεσι μὲν πρώτιστα τιτυσκόμενοι πόνον εἶχον ἀλλήλων , εἴ πού
5568457 ὑπαι
θώκοις ἐν σφετέροις οὔθ ' ἕστασαν οὔτε κάθηντο , χλωροὶ ὑπαὶ δείους πεφοβημένοι , οἱ δ ' ὑπὸ νίκης ἀλλήλοισί
ἐκεῖνος μὲν οὕτω περὶ αὐτῆς „ οἳ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ ” πόδα νείατον Ἴδης Ἀφνειοί , πίνοντες ὕδωρ μέλαν
5564296 Τρωιον
πρώνεσσιν ἔσω φορέουσι θαλάσσης : ὣς Δαναοὶ πέρσαντες ὑπαὶ πυρὶ Τρώιον ἄστυ κτήματα πάντα φέρεσκον ἐυσκάρθμους ἐπὶ νῆας . Σὺν
, οἱ δ ' ἐπέλειφθεν ἱππῆες κατόπισθεν , ὅπως μὴ Τρώιον ἵπποι λαὸν ἀναστήσωσιν ἀειρομένῳ χρεμετισμῷ . οἱ δ '
5560983 πεσοντων
Δία τὸν ἐλευθέριον τὸν Πλαταιᾶσι καὶ τὰ μνήματα τῶν ἐκεῖ πεσόντων κοινῶν ἀμφοτέροις προγόνων περιιδεῖν τὴν Λακεδαιμονίων πόλιν ἐκπεσοῦσαν ἐκ
γὰρ ὀστέων κεχυμένων χωρὶς ἑκατέρων τῶν ἐν τῇ μάχῃ ταύτῃ πεσόντων , αἱ μὲν τῶν Περσέων κεφαλαί εἰσι ἀσθενέες οὕτω
5548758 ἀεθλοφορος
ἄστυ μέγα φρονέων ἐβεβήκει , σευάμενος ὥς θ ' ἵππος ἀεθλοφόρος σὺν ὄχεσφιν , ὅς ῥά τε ῥεῖα θέῃσι τιταινόμενος
παντόσε δινεῖται δὲ παλίσσυτος αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ .
5547872 πεφυρται
τὰ μὲν ἐσπάρακται τῶν μελῶν , τὰ δὲ συντέτριπται , πέφυρται δ ' ἡ κόμη , καὶ τὸ μὲν στέρνον
κητείου λύθρου προσπέφυρται . λύθροιο : δι ' αἵματος . πέφυρται : μολύνεται , γίνεται , σμίγεται , γέμει .
5536961 φερτατος
. ἔτι ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες μακάρτατος . τὸ μέντοι φέρτερος φέρτατος , βέλτερος βέλτατος , ὕστερος ὕστατος οὐκ οἰητέον εἶναι
! ! ! ! ! ! βίηφί ] ? τε φέρτατος εἶναι ! ! ! ! ! ! ! !
5529361 ἀμφηκης
μὲν ἐπ ' ἐμοὶ ἡ ἑλικοειδὴς τοῦ πυρὸς καταφορά . ἀμφήκης δέ ἐστιν ὁ ὀξύς . ὁ αἰθὴρ δὲ καὶ
ἐκείνου ὃν τῷ Λυδῷ ὁ Πύθιος ἔχρησεν , ὃς ἀκριβῶς ἀμφήκης ἦν καὶ διπρόσωπος , οἷοί εἰσι τῶν Ἑρμῶν ἔνιοι
5529039 ἀλκιμων
οὔτε οἱ ταῦροι ὑπομένουσιν οὔτε ἄλλο τι τῶν παμμεγάλων καὶ ἀλκίμων θηρίων , πεσόντων δὲ αὐτῶν καὶ κειμένων οὐδὲν θαυμαστὸν
κραδίαν ἀμύσσει ; Φθέγγευ : δοκέω γὰρ εἴ τινι βροτῶν ἀλκίμων ἐπικουρίαν καὶ τὶν ἔμμεναι νέων , ὦ Πανδίονος υἱὲ
5528537 πολιης
δὴ πύματον τέλεον δρόμον ὠκέες ἵπποι ἂψ ἐφ ' ἁλὸς πολιῆς , τότε δὴ ἀρετή γε ἑκάστου φαίνετ ' ,
Λῆμνον ἐς ἠγαθέην πεπερημένος : οὐδέ μιν ἔσχε πόντος ἁλὸς πολιῆς , ὃ πολέας ἀέκοντας ἐρύκει . ἀλλ ' ἄγε
5525297 στομιων
ἀναπῖνον τὸν ἰόν ἰὸν ἀποπνεῖον ] τὸ φάρμακον αὐτῆς πνέον στομίων ] τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ
χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν χαλεπὴν πνοὴν τῆς ἐχίδνης τῶν στομίων κεῖνο ] ἐκεῖνο κεῖνο ποτὸν καὶ ζύμωμα : τοὺς
5520520 πυλῃσι
ἄρ ' ἦεν ἀεικέλιόν τι πέλωρον , ἀμφ ' ὀλοῇσι πύλῃσι πολυκλαύτου Ἀίδαο εἴργων νεκρὸν ὅμιλον ὑπ ' ἠερόεντι βερέθρῳ
κυδιόωντες , δερκόμενοι πολέμοιο δυσηχέος ἄτρομον ἕρκος . Ὥρμηναν δὲ πύλῃσι θεηγενέος Πριάμοιο ἀθρόοι ἐγχριμφθέντες ὑπ ' ἀμφιτόμοις πελέκεσσι ῥῆξαι
5511287 γηγενεων
οὔατα πᾶσι βαλέσθαι πῶς μύες ἐν βατράχοισιν ἀριστεύσαντες ἔβησαν , γηγενέων ἀνδρῶν μιμούμενοι ἔργα Γιγάντων , ὡς λόγος ἐν θνητοῖσιν
τοῦ σεύω . πάχεις : ἀπὸ μέρους τὸ ὅλον . γηγενέων : τῶν γιγάντων . ἐφοίβασεν : ἐκάθηρεν . ἀπὸ
5502000 τραυματιζομενων
κατὰ τὴν πόλιν πολλῶν μὲν ἀναιρουμένων , οὐκ ὀλίγων δὲ τραυματιζομένων , τῶν δ ' ἐπιτηδείων ἐκλειπόντων προσδόκιμος ἦν ἡ
ξυλίναις χρωμένους ταύταις ἀλλήλους τύπτειν . διὸ καὶ τινῶν μὲν τραυματιζομένων , τινῶν δὲ καὶ τελευτώντων ἐκ τῶν καιρίων τραυμάτων
5500347 ψαμαθοι
ἐκ πατρὸς ὀργᾶς ἄλλαν ἐπ ' αἶαν ἱέμενον . ὦ ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς , ὦ δρυμὸς ὄρεος ὅθι κυνῶν ὠκυπόδων
: μετὰ δέ σφι Θέτις γόου ἵμερον ὦρσε . δεύοντο ψάμαθοι , δεύοντο δὲ τεύχεα φωτῶν δάκρυσι : τοῖον γὰρ
5495700 μαρναντ
θῖνα θαλάσσας : [ ναυσὶ ] δ ' εὐπρύμνοις παραὶ μάρναντ ' , ἐναριζομένων [ ] [ δ ' ἔρευθε
μέγαν Διὸς αἰθέρ ' ἱκ [ ] [ μὲν ] μάρναντ [ ' ] ἐπ ? ' ἀριστερὰ δαϊοτᾶτος [
5494606 ἠχη
ἠχεῖ ἢ βοὰ καὶ βοὴ καὶ φωνή . βοὰ ] ἠχή , φωνή . βοὰ ] ἦχος . θ ποτᾶται
. Τὰ εἰς ΧΗ δισύλλαβα παραληγόμενα φωνήεντι προσηγορικὰ ὀξύνεται : ἠχή βληχή ψυχή βρυχή βροχή . τὸ δὲ τύχη καὶ
5494057 κλαγγῃ
, ὡς ἔθος αὐτοῖς , οἱ βάρβαροι , μεγίστῃ τε κλαγγῇ βοήσαντες , ἐπέδραμον τοῖς Ῥωμαίοις τοξεύοντές τε καὶ καθιππεύοντες
' ἐπεὶ „ οὖν χειμῶνα φύγον καὶ ἀθέσφατον ὄμβρον , κλαγγῇ ” ταί γε πέτονται ἐπ ' ὠκεανοῖο ῥοάων ,
5488815 ἀϋτει
εἰς δόμους νέκυν ; πόσις πόσις μοι πλησίον γαμηλίους μολπὰς ἀϋτεῖ παρθένοις ἡγούμενος . οὐ θᾶσσον ; οὐ σταλαγμὸν ἐξομόρξετε
ἐάγησαν ἡμετέρης βιοτῆς [ , αὖον ] δέ μοι οἶκος ἀϋτεῖ . Ἄλλοτε γὰρ ἄλλοις ὄλβου λάχος ἀνθρώποισιν : οἵη
5487570 μαιμωωντι
ὅς τε καὶ ἄλλων πολλῶν θυμὸν ἔλυσεν ὑπ ' ἔγχεϊ μαιμώωντι κτείνων ὅν κε κίχῃσι περὶ νέκυν . Ἀλλά μιν
. Ὣς δὲ καὶ ἐν Τρώεσσιν ἀρήιος ἤιε Μέμνων Ἄρεϊ μαιμώωντι πανείκελος , ἀμφὶ δὲ λαοὶ προφρονέως ἐφέποντο παρεσσύμενοι βασιλῆι
5483221 τεθριππα
παρήγγειλε τοῖς ἐν τῇ φάλαγγι πεζοῖς , ὅταν πλησιάζῃ τὰ τέθριππα , συνασπίσαι καὶ ταῖς σαρίσαις τὰς ἀσπίδας τύπτειν ,
ὀνομάζει αὐτός , βασιλεὺς ἐν τοῖς λόγοις ἀπονητὶ καταστήσῃ τὰ τέθριππα ἐλαύνων τοῦ λόγου . διδάξεται γάρ σε παραλαβὼν τὰ
5483068 ἀλαλητος
τὸ δὲ ἑψητός λαλητός ὀξύτονα καὶ ἐπιθετικά : καὶ τὸ ἀλαλητός ἀπὸ τοῦ λαλητὸς προσθέσει τοῦ Α . Τὰ εἰς
ἐν διπλασιασμῷ ἀλαλή , ἐξ οὗ ἀλαλάζω καὶ ἀλάλαγμα καὶ ἀλαλητός : δύναται δὲ τὸ † λαλητός κατὰ στέρησιν τοῦ
5482401 πελωρη
. ” ὣς φάτο : γήθησεν δὲ μέγα φρεσὶ Γαῖα πελώρη : εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ , ἐνέθηκε δὲ
γὰρ Ῥίπαιον ὄρος καὶ Κάλπιος αὐχήν ἀντολίας εἴργουσιν ἐπικέκλιται δὲ πελώρη ἆσσον ἐπισκιάουσα μεσημβρινὸν ἠέρα Φλέγρη : δείελον αὖ κρύπτουσι
5479829 μιμνουσι
ἐστί , πλῆθος ἔκκριτον στρατοῦ λείπει κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος . μίμνουσι δ ' ἔνθα πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῖς ἄρδει , φίλον
Πάρθοι καὶ χαροποὶ τελέθουσι καὶ ἔξοχον αἰγλήεντες , καὶ μοῦνοι μίμνουσι μέγα βρύχημα λέοντος . ἦ γάρ τοι θήρεσσιν ἐπ
5476742 ἐυρρινων
καὶ Λύχνος νῆσος τετράπλευρος , ἁλιστέφανος Ταπροβάνη , θηρονόμος πέπληθεν ἐυρρίνων ἐλεφάντων . ἣ πάλαι μὲν ἐκαλεῖτο Σιμούνδου , νῦν
ἡμέραις , ὡς Φιλοστέφανός φησιν ἐν τοῖς Ὑπομνήμασιν . λάθρη ἐυρρίνων : τοῦτό φησιν , ὅτι διὰ τὸ ψῦχος καταδύνουσιν
5463770 λαγωων
τῆς δεξιᾶς , ἐφέρβοντο καὶ ἤσθιον γένναν λαγίναν , ἤτοι λαγωῶν , ἐρικύμονα καὶ ἄγαν ἐγκυμονοῦσαν καὶ τίκτουσαν βοσκομένην ,
, ὀρνίθεια , πολυπόδεια , περδίκεια , λαγῶα . σχελίδες λαγωῶν , τεμάχια κρεῶν . κρεωδαίτης δ ' ὁ διατέμνων
5459774 ἱησιν
, ἄνθεος ὀζόμενος : ἐν δὲ μέσοις ἁγνὴν ὀδμὴν λιβανωτὸς ἵησιν , ψυχρὸν δ ' ἐστὶν ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ
ὕδωρ , τὸ δ ' ὄπισθε βαθὺν † διὰ κόλπον ἵησιν σχιζόμενος πόντου Τρινακρίου εἰσανέχοντα , γαίῃ ὃς ὑμετέρῃ παρακέκλιται
5458773 θεοντων
τὴν πομπήν . ταχέως δὲ ἐνεπλήσθη τὰ ὄρη βοώντων , θεόντων , κυνῶν ὑλασσόντων , ἵππων χρεμετιζόντων , θηρῶν ἐλαυνομένων
εὔξαιτο εἷς εἶναι τῶν ἐν μέσῳ τῷ σταδίῳ κονιωμένων ἢ θεόντων , ἢ ἀγχόντων , ἢ ἀγχομένων , ἢ τυπτομένων
5458749 πονουντων
. Εἰς τετρυπημένον πίθον ἀντλεῖν : ἐπὶ τῶν εἰς κενὸν πονούντων . Ἐκ πολλῶν ἀχύρων ὀλίγον καρπὸν συνήγαγον : ἐπὶ
μὲν ἐξηντλοῦμεν , ἥδ ' ἐπιῤῥέει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Ἁλσὶ διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσίν : ἐπὶ
5458574 κλαγγη
νεῶν , μετὰ δ ' ἰὸν ἕηκεν , δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ ' ἀργυρέοιο βιοῖο ; εἰ γὰρ οὖν δι
τῶν θηρίων καὶ συρίττειν : . . . οὐ γὰρ κλαγγὴ ἐπὶ τούτου λέγεται ἀλλ ' ἐπὶ γεράνων καὶ ἀετῶν
5455961 καχλαζει
] ἀκρόπολιν . πρύμναν ] + ἐπὶ τὸ ἄκρον . καχλάζει ] ἠχεῖ . θ καχλάζει ] ἀναβράζει . Ξ
θ καχλάζει ] ἀναβράζει . Ξ καχλάζει ] ἀνεγείρεται . καχλάζει ] βοᾷ . μεταξὺ δ ' ἀλκά : μεταξὺ
5451400 βρεμει
ἂν τάδ ' ἐξέχει . νῦν δ ' ὑπὸ σκότῳ βρέμει θυμαλγής τε καὶ οὐδὲν ἐπελπομένα ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν ζωπυρουμένας
μακρὰ πέσῃσιν ὑπ ' ἐκ ῥιζῶν ἐριπόντα ἄλσεος εὐρυπέδοιο , βρέμει δέ τε πᾶσα περὶ χθών : ὣς οἵ γ
5449499 ἀπειρεσιων
τάλας , ἔμελλες χρόνῳ στερεόφρων ἄρ ' ἐξανύσσειν κακὰν μοῖραν ἀπειρεσίων πόνων . Τοῖά μοι πάννυχα καὶ φαέθοντ ' ἀνεστέναζες
δὲ δαίνυται ὅν κ ' ἐθέλῃσι , κρινάμενος τὸν ἄριστον ἀπειρεσίων παρεόντων . Ἀλλ ' ἔμπης καὶ τοῖσιν ἀνάρσιοι ἀντιφέρονται
5449415 ἐγχεα
δείξας κρατερούς τε μαχητάς , πολλοὺς καὶ μεγάλους ἠδ ' ἔγχεα μακρὰ φέροντας , οἷος Κενταύρων στρατὸς ἔρχεται ἠὲ Γιγάντων
κρατερὰς μεγάλους τε Γίγαντας , τεύχεσι λαμπομένους , δολίχ ' ἔγχεα χερσὶν ἔχοντας , Νύμφας θ ' ἃς Μελίας καλέους
5449278 ἱστατ
καὶ νεκύεσσι . πορφύρεον δ ' ἄρα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο ἵστατ ' ἀειρόμενον , κατὰ δ ' ᾕρεε Πηλεΐωνα :
Αἰακίδαο ῥώοντ ' : ἐν δ ' ἄρα τοῖσιν ἀρήϊος ἵστατ ' Ἀχιλλεύς , ὀτρύνων ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας
5448260 ἀρηγεμεναι
οἵ γ ' αὐίαχοι Τρώων ποτὶ ἄστυ νέοντο πάντες ἀριστήεσσιν ἀρηγέμεναι μεμαῶτες . Οἳ δ ' ὥς τ ' ἀργαλέῃ
οὐκ ἔχω ἀνταποδοῦναι . ἀλλ ' οὐδ ' ὣς βατράχοισιν ἀρηγέμεναι βουλήσω . εἰσὶ γὰρ οὐδ ' αὐτοὶ φρένας ἔμπεδοι
5447349 ἐντυον
τ ' ἐπιβώμια μῆλ ' ἐρύσαντες , αὐτονυχὶ κούρῃ θαλαμήιον ἔντυον εὐνήν ἄντρῳ ἐν ἠγαθέῳ , τόθι δή ποτε Μάκρις
: τόφρα δ ' ἄρ ' Εὐρυνόμη τε ἰδὲ τροφὸς ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς δαΐδων ὕπο λαμπομενάων . αὐτὰρ ἐπεὶ
5446229 αἰδομενων
τὸ καλῶς πολεμεῖν αἰσχύνεσθαι : Ὅμηρος [ Ε ] : αἰδομένων ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται δούλοις . . .
θυμῷ , ἀλλήλους τ ' αἰδεῖσθε κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας . αἰδομένων δ ' ἀνδρῶν πλέονες σόοι ἠὲ πέφανται : φευγόντων
5442717 πελε
φάος πῦρ αἰθέρα κόσμους . Λαιῇς ἐν λαγόσιν Ἑκάτης ἀρετῆς πέλε πηγή , ἔνδον ὅλη μίμνουσα τὸ παρθένον οὐ προϊεῖσα
σθένος Ἰδομενῆος , ὤρνυτ ' , ἐπεί οἱ θυμὸς ἴδρις πέλε παντὸς ἀέθλου . Τῷ δ ' οὔ τις κατέναντα
5442601 ἐνναιοντες
δὲ πᾶν τὸ πεπηγὸς οὕτω λέγουσι . τὸ δέ Κύζικον ἐνναίοντες ἀντὶ τοῦ οἱ Κυζικηνοί . Ἰάονες δὲ διὰ τὸ
ὑπερβολὴν ἐθαύμαζον , κωλύειν δὲ οὐκ εἶχον . καὶ διετελέσαμεν ἐνναίοντες αὐτῶν ταῖς χερσὶ καὶ οὐδὲν ὅ τι οὐκ ἀνεχόμενοι
5438588 πετεηνων
αἴ χ ' ὁ Διόνυσος φιλῆι . ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . πραύτερος ἐγών γα μολόχας . ὑγιώτερόν θήν ἐστι
θηρητῆρος , ὅς θ ' ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν : τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν , ἐπὶ στήθεσσι δὲ χαλκὸς
5438073 ἐπικλειουσιν
τῆς ἐς Κωκυτὸν ἀφίξεως θρῆνον * ἐχιναῖον : ἔχιος * ἐπικλείουσιν : ἀκούουσιν καλοῦσιν * τοῦ : τοῦ ἔχιος τοῦ
ἕτερον ἔχει , ἀλλὰ τὸ ἄλλο , ὡς Ὅμηρος . ἐπικλείουσιν : ὀνομάζουσι , φημίζουσι , καλοῦσιν . Ἐξώκοιτον :
5436676 ἀντιοων
Ὀδυσσείας . ἀνδρομέοιο ἀνθρωπίνου αἵματος . ἀντιόων ὑπαντῶν : “ ἀντιόων ταύρων τε . ” ἀνόπαια . ἔνιοι μὲν ὄνομα
ἐν τῇ Φ τῆς Ὀδυσσείας . ἀνδρομέοιο ἀνθρωπίνου αἵματος . ἀντιόων ὑπαντῶν : “ ἀντιόων ταύρων τε . ” ἀνόπαια
5421314 στονοεσσα
τοι ἐγὼν ὑπερώϊον εἰσαναβᾶσα λέξομαι εἰς εὐνήν , ἥ μοι στονόεσσα τέτυκται , αἰεὶ δάκρυς ' ἐμοῖσι πεφυρμένη , ἐξ
σκοτεινή , κατηφής . μεμίξεται ] προσαρμοσθήσεται , γενήσεται . στονόεσσα ] στενακτική . πλαγά ] η η . κτύπος
5421300 κορθυεται
τέλειον σκεδαιομένη . * κορθύεται : ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα *
' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , τὸ καθοπλίζεσθαι . κορθύεται διεγείρεται καὶ εἰς ὕψος αἴρεται . κόρσην κεφαλήν .
5420841 κατεκλασθη
αὐτήν , εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον . ” κατεκλάσθη Χαιρέας πρὸς τὰς τῶν γονέων ἱκεσίας καὶ ἔρριψεν ἑαυτὸν
κακοσήμων οἰωνῶν , ὑπὸ ἀδίκων ἐρώτων Ἀφροδίτης δεινῇ νόσῳ φρένας κατεκλάσθη : χαλεπᾷ δ ' ὑπέραντλος : ἐκ μεταφορᾶς τῶν
5420646 νυσσοντες
ποιότητος , δηγμοὶ κατά τε τὴν γαστέρα καὶ τὰ ἔντερα νύσσοντες , κεφαλαλγίαι τε καὶ ἐρυγαί , κνισσώδεις τε καὶ
σύνδεσμον , ἄν καὶ κέν . . . . . νύσσοντες ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν ὦσαν ἀπὸ σφείων :
5420446 λεξαντες
Λάξις : ἡ λέξις , ὅ ἐστιν οἰκοδόμησις . αἱμασιὰς λέξαντες ἀλωῆς ἔμμεναι ἕρκος . οἱ δὲ Ἀττικοὶ λίθους ἐκλέγοντες
, τολμήματα αἴσχιστα , χωρὶς μονομαχεῖν παντὸς στρατοῦ . [ λέξαντες Ἀργείοισι Καδμείοισί τε ἐς κοινὸν οἷον μήποτ ' ὤφελον
5416300 κταμενων
μάστιγι ποτὶ κλόνον : οἳ δ ' ἐπέτοντο ῥίμφα διὰ κταμένων κρατερὸν φορέοντες ἄνακτα . Οἷος δ ' ἐς πόλεμον
: μέλας δ ' ἐπετέρπετ ' Ὄλεθρος . Στείνετο δὲ κταμένων πεδίον μέγα ἱππόβοτόν τε , ὁππόσον ἀμφὶ ῥοῇς Σιμόεις
5415643 ἐπηρεφεας
Ἐκ δ ' ἱκόμην ἐλάταισι περὶ χλωρῇσιν ἐρεμνὰς νήσους ὑψικόμοισιν ἐπηρεφέας δονάκεσσιν . Ἡμικύνων τ ' ἐνόησα γένος περιώσιον ἀνδρῶν
ἐμέ . οὕτω δὲ λέγουσι τὰς περιφερεῖς κινήσεις . ἀζαλέῃσιν ἐπηρεφέας φολίδεσσιν : ξηραῖς λεπίσιν ἐσκεπασμένας . εἴσατο : ὥρμησεν
5414060 βησσῃς
' ὅτε τίς τε δράκοντα ἰδὼν παλίνορσος ἀπέστη οὔρεος ἐν βήσσῃς , ὑπό τε τρόμος ἔλλαβε γυῖα , ἂψ δ
, κλαῖεν ἀηδονίδων [ ] θαμινώτερον , αἵτ ' ἐνὶ βήσσῃς Σιθονίῳ κούρῳ πέρι μυρίον αἰάζουσιν . καί ῥα κατὰ
5411578 βουβρωστις
δύο συλλαβὰς , εἰ μὴ ἐπίθετα εἴη , προπαροξύνεται : βούβρωστις ἄγρωστις . ὀξύνεται τὸ Κεραστίς Λιγυστίς Λιβυστίς ὡς ἐπιθετικά
εἰσέρχεται καὶ τὸν βουβῶνα τύπτει . * τυπήν : τύψιν βούβρωστις δὲ κυρίως ἡ τροφή , νῦν δὲ ἡ ἀνία
5402836 μελισσαων
ἐσθίουσιν . Γ Ἡσίοδος κηφήνεσσι κοθούροις ἵκελος ὁρμήν , οἵτε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ ἔσθοντες . ὡσανεὶ ἔφη τὸν γόνον
, ὡς ὅταν λέγῃ “ μυιάων ἀδινάων ” καὶ “ μελισσάων ἀδινάων . ” καὶ ὅτε φησὶ “ μῆλ '
5402082 κτυπος
ξυμβολαῖς ὁ στρατός , ἐς τοσόνδε ὁ ἀπὸ τοῦ ῥοῦ κτύπος κατεῖχεν , ὥστε ἐπέστησαν τὰς εἰρεσίας οἱ ναῦται ,
γὰρ ἠχώ τις ἁρμάτων προσβαλεῖν ἔοικεν : ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει : καί μοι δοκῶ βασιλέως ἀκούειν λέγοντος
5401618 ὑγροτερων
ὑποκρύπτεται καὶ δυσέξαπτον καὶ καπνῶδες γίνεται , ὡς ἐπὶ τῶν ὑγροτέρων ξύλων τὸ πῦρ ἐστὶν ἰδεῖν . Οἱ δὲ σφυγμοὶ
τε τῶν ἰσοκρατῶν χρηστέον ἐπί τε τῶν θερμοτέρων μᾶλλον ἤπερ ὑγροτέρων : εἴ που δὲ τὸ ὑγρὸν ἐπικρατέστερον ᾖ ,
5395843 θεινομενων
οὐδ ' ἀπέληγον ὑσμίνης . Πάντων δὲ καρήατα δεύετο λύθρῳ θεινομένων ἀνὰ δῆριν ἀμείλιχον , ὡς ἐτεόν περ : οἴνῳ
Θεινόντων : οὐταζόντων . ἄμοτον : ὁμοῦ , ἀκατάπαυστον . θεινομένων : οὐταζομένων . Ἕλῃ : λάβῃ . ἑτεραλκέα νίκην
5395064 διακινδυνευοντων
τίς ἐστιν λαγὼς τὴν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τοῦτο καρτερῶς ἀγωνιζομένων ταττομένη .
τις γένοιτο λύκος ; Λαγὼς περὶ κρεῶν : ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων καὶ περὶ ψυχῆς ἀγωνιζομένων . Καὶ γὰρ κἀκεῖνος περὶ
5391926 Λοκροιο
τοὺς λῃστὰς , φιλοξένους τινὰς κατῴκισεν . Ἤτοι ὁ μὲν Λοκροῖο παρ ' ἐσχατιήν ] Ὅτι τὸ πρὸς ζέφυρον Ἀτλαντικὸν
ἐών , πολλῇσι δ ' ἐπωνυμίῃσιν ἀρηρώς : ἤτοι μὲν Λοκροῖο παρ ' ἐσχατιὴν ζεφύροιο Ἄτλας Ἑσπέριος κικλήσκεται , αὐτὰρ

Back