. ἄλλως . ἡ σύνταξις : ἐγὼ δὲ ἄγχι τῆς δροίτης κείσομαι ἐν τῷ πέδῳ , συγκοπεῖσα τῷ ξίφει τῷ | ||
μάλ ' εὐστομῶν ; ἄγρευμα θηρός , ἢ νεκροῦ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα ; δίκτυον μὲν οὖν , ἄρκυν τ ' |
βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο , ἔκλαυσα : ὡς φίλος φησὶ τὸ κερδᾶναι : κέρδος γὰρ | ||
πάντας θρηνοῦντας καὶ κλαίοντας καὶ κακὸν πένθος τοὺς ἁμαρτωλούς . ἔκλαυσα κἀγὼ ὁρῶν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων οὕτως κολαζομένους . |
φρένες ] αἱ . ἐμοῦ διάστροφοι ] διεστραμμέναι , παρηλλαγμέναι κεράστις ] κερασφόρος ὁρᾶτ ' ] βλέπετε ὀξυστόμῳ ] ὀξυτάτῳ | ||
ἡ ἐμή . διάστροφοι ἦσαν ] διεστραμμέναι ἐγένοντο . . κεράστις ] ἤτοι κέρατα ἔχουσα , βοῦς κερασφόρος γενομένη , |
ποδὶ κινήσας , καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπεν : “ ἔγρεο , Νεστορίδη Πεισίστρατε : μώνυχας ἵππους ζεῦξον ὑφ ' | ||
αἶψα ] εὐθύς , θᾶττον ἑκάτερθε ] ἀμφοτέρωθεν διὰ ῥέθος ἔγρεο : κατὰ τὸ πρόσωπον τύπτων καὶ πλήσσων διέγειρε ἐμβοόων |
τὰ μέλη ἐσθίειν ; . : Ὅμηρος κνίσσην μελδόμενος ἁπαλοτροφέος σιάλοιο : σίαλος ὁ εὐτραφὴς χοῖρος , παρὰ τὸ ἅλις | ||
λέβης ζεῖ ἔνδον , ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ κνίσην μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . ἡ διπλῆ ὅτι οἶδεν ἕψησιν κρεῶν , χρωμένους |
. ἀνθρωποειδὲς θηρίον ὕδατι συζῶν δαῦλος δ ' ὑπήνη καὶ γενειάδος πυθμήν ὁ τὴν ἀείζων ἄφθιτον πόαν φαγών καὶ γεύομαί | ||
κατὰ τοῦ μεσοφρύου ταγῆναι , ἐπιπλέκομεν τὴν διμερῆ φορβεὰν δίχα γενειάδος καὶ μετωπιαίας , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν βρέγμα |
ἐπὶ οἷ μεμαῶτα βάλεν λίθῳ ὀκριόεντι , ῥῆξε δέ οἱ νευρήν : νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ , στῆ δὲ | ||
ἐπὶ οἷ μεμαῶτα βάλεν λίθῳ ὀκριόεντι , ῥῆξε δέ οἱ νευρήν : νάρκησε δὲ χεῖρ ' ἐπὶ καρπῷ . ἡ |
ἔσχατα πείρατα Πόντου . αὐτίκα δ ' ἱστία μὲν καὶ ἐπίκριον ἔνδοθι κοίλης ἱστοδόκης στείλαντες ἐκόσμεον , ἐν δὲ καὶ | ||
τῶν ἱματίων πεποιημένου ἀρμένου : “ τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον . ” σπιλάδες ὁ μὲν Ἀπίων αἱ ἐν ὕδατι |
οἰκουρίαν . ἐγὼ δὲ δροίτης ἄγχι κείσομαι πέδῳ , Χαλυβδικῷ κνώδοντι συντεθραυσμένη , ἐπεί με , πεύκης πρέμνον ἢ στύπος | ||
, ὡς λυκοψίαν κόρη κνεφαίαν , ἄγχι παμφαλώμενος , χαλκηλάτῳ κνώδοντι δειματουμένη . Πολλοὶ δ ' ἀγῶνες καὶ φόνοι μεταίχμιοι |
πορεύσομαι προτιθεῖσα , ἤγουν ποιοῦσα , βραδύπουν πορείαν : τῷ βάκτρῳ διὰ τῆς χειρὸς ἐπαιρομένη καὶ ἐπερειδομένη : καὶ ἄλλως | ||
ἕξει , τοῦ μάλιστα πρὸς τελείωσιν συνεργοῦντος , ᾧ καθάπερ βάκτρῳ τινὶ τὴν σπερματικὴν ἀρχὴν ἐφιδρύεσθαι συμβέβηκεν , ἐφθαρμένου . |
αὐτῷ τὰ σκέλη κατὰ τὴν γαστέρα τὸν πῆχυν ὑποβαλὼν τῷ λαιμῷ ἄγχει ἄθλιον , ὁ δὲ παρακροτεῖ εἰς τὸν ὦμον | ||
ἢ ὀλίγον ὕδωρ ῥέον ἀπὸ τοῦ βρόχθου τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ , ὅθεν καὶ τὸ καταβροχθίζειν . * βροχθώδει : |
ἔχει ὁ Καύκασις , τὰ πολλὰ πάντα ἀπ ' ὕλης ἀγρίης ζώοντα . Ἐν τοῖσι καὶ δένδρεα φύλλα τοιῆσδε ἰδέης | ||
, ἐπιπλάστῳ χρῆσθαι . Ἐπὶ νεῦρα δὲ διατμηθέντα ἐπιδεῖν μυῤῥίνης ἀγρίης ῥίζας κόψας καὶ διαττήσας , φυρήσας ἐλαίῳ . Καὶ |
τις ὑλοτόμος ἐργάτηςἀπὸ κοινοῦ τὸ ῥήσσει καὶ κόπτειπεύκης πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς καὶ ἐπιπλήσει καὶ πληρώσει τὸν θυμὸν αὐτῆς γέμοντα | ||
' Ἀδρήστειαν εἶχον . ἔσκε δέ τι στιβαρὸν στύπος : στύπος τὸ πρέμνον καὶ στέλεχος , ἐξ οὗ καὶ Ἀρχίλοχος |
. κεραστὶς δὲ γενομένη , ὡς βλέπετε , τρωθεῖσα μύωπι ὀξυστόμῳ μανικῶς ὥρμων καὶ ἐκινούμην πρός τε τὸν ῥοῦν τῆς | ||
. . : ἦσαν ] Ἐγένοντο . ἀντιχρονισμός . : ὀξυστόμῳ ] Ὀξέως δάκνοντι . μόνον δὲ τὴν ὄψιν μετεβλήθη |
φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ , εἰσόκε μιν χηλῇσιν ἐπαΐξας δολιχῇσιν κάραβος αὐχενίοιο λάβῃ μέσσοιο τένοντος : ἴσχει δ ' | ||
ἀγρευτήρων σὺν κυσὶν εὐτόλμοισι ποτὶ χθόνα θῆρα βάλωνται , αἰχμῇσιν δολιχῇσιν ἐπασσύτερον δαμάσαντες , δὴ τότ ' ἀπ ' αὐχένος |
συναντόμενοι ζωὴν διέκερσαν . νυκτὶ δὲ γεινομένους καὶ παμφεγγὴς Ὑπερίων δηθάκις ἀκτίνεσσιν ἑαῖς πνοιῆς ἀπάμερσεν . πᾶσαν δ ' αὖτ | ||
κείνων βίον ἠέξησεν : καὶ δὲ γυναικείοισιν ἐπ ' ἔργοις δηθάκις ἄνδρας ἵδρυς ' , ᾧ καὶ χρήματ ' ἰδὲ |
οἶος πάντων προφερέστατος , εἴ κέ μιν εὕρῃς εἶδος ἔχοντα δαφοινὸν ἀμαιμακέτοιο λέοντος : τῷ καί μιν προτέροισι λεοντοδέρην ὀνομῆναι | ||
; μηδὲν φοβεῖσθε προσφάτους ἐπιστολάς ἡ δυστυχὴς ἀθῷος ἐκκρεμωμένη ἰδοὺ δαφοινὸν μάσθλητα δίγονον αὐτοχειλέσι ληκύθοις ἀμφίπρυμνον ἀμβλύσκει . . . |
τεύχω , τὸ κατασκευάζω , γέγονεν , οἷον τεύχω τεύξω τεύξ καὶ τύξ : καὶ ἐν συνθέσει ἄντυξ καὶ καταίτυξ | ||
τοὺς ἀστραγάλους μεί , θρεύ , μόρ , φόρ , τεύξ , ζά , ζών , θέ , λού , |
προειρημένον . . Τὸ οὖν κατὰ θηλείας λεγόμενον οὗτός με ἔτυψεν οὐχ ἁμάρτημα τοῦ λόγου : τὸ δέον γὰρ τοῦ | ||
ἀίδηλος ἐδύσατο βένθεα πόντου : τὸν δ ' ἄχος αἰνὸν ἔτυψεν , ἐπεὶ πάρος οὐ μετιοῦσαν ἔδρακεν ἐξότε πρῶτα λίπεν |
ἀλύπως ποιεῖ ἐπὶ τῶν ἡλκωμένων στρύχνου χυλός , ὀθονίου μαλακοῦ διπτύχου ἢ τριπτύχου δευομένου καὶ ἐπιτιθεμένου πολλῷ τῷ χυλῷ . | ||
. στολίσματος ἀντὶ τοῦ διπλῆς χλαμύδος γυμνόν με ἐποίησαν : διπτύχου στολίσματος : γράφεται καὶ στοχίσματος , ἵν ' ᾖ |
' οὐκ εἰς ἀγέλην ποτιδέρκεται οὐδὲ βοτῆρι πείθεται οὐδὲ νομοῖο λιλαίεται , ἀλλὰ βελέμνῳ ὀξέι θηγομένη βοέων ἐξήλυθε θεσμῶν : | ||
χέλυν , ἡ δ ' ἐπὶ νῶτα κεκλιμένη μάλα πολλὰ λιλαίεται οὖδας ἱκέσθαι , ῥικνὰ ποδῶν σείουσα καὶ ἀγκύλα γούνατα |
. τρίτος δ ' ὁ νῦν ῥηθείς , ὅτι ἡ ὀιστὸς φερομένη ἕστηκεν . συμβαίνει δὲ παρὰ τὸ λαμβάνειν τὸν | ||
κλίμακά οἱ συνέαξεν . Ὃ δ ' ὑψόθεν ἠύτ ' ὀιστὸς ἔσσυτ ' ἀπὸ νευρῆς : ὀλοὸς δέ οἱ ἕσπετο |
συνουσίας . κῶας κώδιον : “ κώεσσι μαλακοῖσιν . ” κώδειαν ἰδίως ἡ τῆς μήκωνος κεφαλή . ὅταν δὲ λέγῃ | ||
Ὅμηρος δὲ κώδειάν φησι τὴν κεφαλήν : ὁ δὲ φὴ κώδειαν ἀνασχών . ἄλλως : καὶ γάρ φησιν ἐνίοτε πλησιάζοντος |
ἀδήλοις , ἀστοχάστοις . ἀρηρώς : ἁρμοσθεὶς , ἡρμοσμένος . Ὄφρα θάνῃ : ἵν ' ἀποθάνῃ . αὐτῷ : ἑαυτῷ | ||
κῆρες φορέουσι , καὶ οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι , |
προμήθεσαι [ ] υμος ἔλπομαι , πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καθαυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων : κλῦθ ' ἄναξ Ἥφαιστε , καί | ||
ὅτι ὥσπερ δελφῖνος τὸ σῶμα ἐκβρασθὲν ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς καθαυανεῖ τουτέστι ξηρανεῖ . τάριχον δὲ ὡς τεταριχευμένον καὶ σαπρὸν |
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ | ||
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ |
αὐτὴ φιλοσοφία ὑποδέξηται ὑπολαβοῦσα τοὺς ἑαυτῆς λογισμούς , ὥσπερ τὸ κρήδεμνον τῷ Ὀδυσσεῖ ἡ Λευκοθέα . Πῶς ἂν οὖν τις | ||
[ . Γ , ] . κεφαλῆς γὰρ φόρημα τὸ κρήδεμνον . ὅτι δὲ ἀπὸ τῆς στάμνου ἢ τοῦ στάμνου |
, κινεῖται , πηδᾷ . ὀρχηστῆρι . λείπει ἀνθρώπῳ . πανείκελος : πάντα ὅμοιος , καὶ λίαν ὅμοιος , ὅμοιος | ||
εἶναι κικλήσκειν πέτρην , ὅτι τοι τρίψαντι γάλακτος ἐκπρορέει λευκοῖο πανείκελος ἔνδοθεν ἰχώρ . πεῖρα δέ τοι καὶ τοῦδε παρέσσεται |
εἰπεῖν ἥπατα σεσυκασμένα , ἥπατα συῶν σεσυκοτραγηκότων , ἢ χηνείων ἡπάτων . ἰχθῦς ἐκ ταγήνου , ἰχθῦς ἐξ ἅλμης : | ||
ἔμπνους δὲ δαιτρὸς φλοιδούμενος τινθῷ λέβητος ἀφλόγοις ἐπ ' ἐσχάραις ἡπάτων σμήριγγας ἐστάλαξε κωδείας πέδῳ . τινθῷ λέβητος τὴν κοιλίαν |
οὔνομα Κόλχων . ” Ὧς φάτο : τῆς δ ' ἐρύθηνε παρήια , δὴν δέ μιν αἰδώς παρθενίη κατέρυκεν , | ||
δὲ Μηδείας ὁ Ἄψυρτος ἀποθνήσκων τὴν καλύπτραν καὶ τὸν πέπλον ἐρύθηνε τῷ ἑαυτοῦ αἵματι . τάμνε θανόντος : οἱ δολοφονοῦντες |
. ἐδόκουν δὲ βαδίζειν ὁδόν τινα δι ' ἐμαυτοῦ χωρίου προσορῶν τῷ ἀστέρι ἄρτι ἥκοντι , καὶ γὰρ εἶναι πορείαν | ||
λόγον . ἰδοὺ ] ? γελᾶι ? μου ? [ προσορῶν ? ] ? × × ] ! ὁ ? |
ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι , νωθροί , ἄθυμοι , | ||
περιβλάπτεται καὶ γλῶσσα φθέγγεται ἀσυνάρτητα , λήθουσα καὶ παραφρονοῦσα . διάστροφοι γὰρ τοῦ πληγέντος οἱ ὀφθαλμοί . καὶ οὐλοὸς αἶα |
αὐτὰρ ὁ κυκλοτερὴς ὁλοότροχος αἰόλα γυῖα δινεύων , πυκινῇσι κυλινδόμενος στροφάλιγξιν , ἐμπίπτει σπείρῃσι καὶ οὐτάζει βελέεσσι χαίτης ὀξυτόμοισιν : | ||
: πυκναῖς , πυκνοῖς κυλινδόμενος : κινούμενος , κυλιόμενος . στροφάλιγξιν : κινήσεσι , συστροφαῖς . Σπείρῃσι : τοῦ ὄφεως |
αὐτοβαφὴς ὑψοῦτο κερασφόρος : ἀσμαράγωι δὲ χείλεϊ σιγαλέωι τανυηκέα πῆχυν ἀείρων , πήξας δάκτυλον ἄκρον ἐθέλγετο θαῦμα κεράσσας . κεκλιμένος | ||
ὑποστῶ ] ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρων καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχων κατὰ πάντα λογισμὸν μήσομαι ἔρδειν |
τοῦ ἀδάμαντος καθημένη , Διὸς θυγάτηρ Ἀλήθεια : ἡ δὲ ἐπικλίνουσα τὴν κεφαλὴν αὕτη καὶ ἐπαναπαυομένη καλεῖται μὲν Εὔνοια , | ||
τῷ τῆς ἑτέρας ἀγκῶνι , τῇ δεξιᾷ δὲ τὴν παρειὰν ἐπικλίνουσα . τίς ἄρα τῶν γεγραμμένων ὁ νοῦς ; ἢ |
διαχωρητικοῖσι χρήσθω : καὶ ἢν ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύζειν κλύσματι μαλθακῷ . Ἡ δὲ νοῦσος χρονίη καὶ ἀπογηράσκοντας | ||
, ἢ ὄξει , ἢ γλυκεῖ : δεῖ δὲ τούτους ὑποκλύζειν τῷ τῆς μαλάχης ἀφεψήματι . [ Περὶ αἵματος ταυρείου |
Ξυρόν , κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , | ||
τῆς δὲ περιθετῆς κόμης τὸ μὲν ἔντριχον , τὸ δὲ προκόμιον , τὸ δὲ πηνήκην ἐκάλουν . πιππίζειν καὶ τιτίζειν |
ἔφευγε τὸν Ἥφαιστον καὶ μὴ πληρώσασα τούτου τὸν ἔρωτα , πληγεῖσα δὲ τὸν πόδα ὑπ ' αὐτοῦ σφύρᾳ ἐν Θετταλίᾳ | ||
οἱ διὰ τῆς ἀσπίδος πληγέντες : οὐ γὰρ ἡ ἀσπὶς πληγεῖσα ἐπάταξεν , ἀλλ ' ἅμα ἀμφοῖν συνέβη παθεῖν . |
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ | ||
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ |
, ὁ δραχμαῖος τροχίσκος δύο κοτύλους καὶ πινέσθω . * χαδεῖν : φαγεῖν φαγεῖν , δέξασθαι καί κεν Ὁμηρείοιο : | ||
πλάστιγγι διακριδὸν ἄχθος ἐρύξας , οἴνης δ ' ἐν δοιῇσι χαδεῖν κοτύλῃσι ταράξας . Καί κεν Ὁμηρείοιο καὶ εἰσέτι Νικάνδροιο |
ἐπάνω ἐθεάσατο τὸν μῦν ἐπὶ τῆς λίμνης , ὅστις καταπτὰς ἀφήρπασεν εὐθέως . Ἅμα βάτραχος αὐτῷ προσδεδεμένος δεῖπνον καὶ αὐτὸς | ||
μητρυιῶν ἐπιμελείας . κύων ἐν μακελλίῳ εἰσελθὼν καρδίας βρῶμα ἐκεῖθεν ἀφήρπασεν . ὁ δέ γε μακελλεὺς ἐπιστραφεὶς ἔλεγεν αὐτῷ : |
καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ ' ἔπι Δαμοίτας : ὁ Δαμοίτας | ||
τε καὶ Ἀμφινόμη καὶ Καλλιάνειρα Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ ἀγακλειτὴ Γαλάτεια Νημερτής τε καὶ Ἀψευδὴς καὶ Καλλιάνασσα : ἔνθα δ |
, ἕβδομον ἐσσυμένη τελέσαι χρέος : ἀλλὰ καὶ Ἠῶ ὀρνυμένην πέπλοισιν ἐπισπεύδουσαν ἐπείγει , δεξιτερὴν τείνουσα μετάσσυτον εἰς φάος ἄλλο | ||
ἂν εἰδείης ἕτερον πολυμοχθότερον πολυπλαγκτότερόν τε θνατῶν . τί γὰρ πέπλοισιν ἄθλιον κρύπτει κάρα ; αἰδόμενος τὸ σὸν ὄμμα καὶ |
τὴν δ ' Ἥρη ῥαδινῆς ἐπεμάσσατο χειρός , ἦκα δὲ μειδιόωσα παραβλήδην προσέειπεν : “ Οὕτω νῦν Κυθέρεια τόδε χρέος | ||
κραταιόν , ἀιδίη , πολύμορφε , ποθεινοτάτη , χλοόμορφε : μειδιόωσα , μάκαιρα , τάδ ' ἱερὰ δέξο προθύμως , |
οἱ ὄσσε πὰρ ποσὶν αἱματόεντα χαμαὶ πέσον ἐν κονίῃσιν , ἰδνώθη δὲ πεσών : ὃ δὲ λὰξ ἐν στήθεσι βαίνων | ||
ἰξαλῆ : τελείας αἰγὸς δέρμα , ἣν μηλωτὴν καλοῦσι . ἰδνώθη : συνεκάμφθη , ὡς καὶ Ὅμηρος : πλῆξεν . |
μέσφα τό γ ' ἐχθές , οὔτ ' ἐγὼ αὖ τήνῳ . ἀλλ ' ἦνθέ μοι ἅ τε Φιλίστας μάτηρ | ||
ἔρανται . Ὥρατος δ ' ὁ τὰ πάντα φιλαίτατος ἀνέρι τήνῳ παιδὸς ὑπὸ σπλάγχνοισιν ἔχει πόθον . οἶδεν Ἄριστις , |
ὑμῶν φαίνηται , κατατρώξομαι ὦ στρατιῶται . Τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν ἤδη , καὶ τοὔνομά μ ' εὐθὺς ἐρώτα | ||
. εἶτά ἐστι τὸ μὲν Ἰακὸν λαγός ‚ λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον , ‚ τὸ δὲ λαγώς Ἀττικόν . |
εἶτα ὡς κριοὶ ἐμπίπτοντες προσαράττουσι τὰ μέτωπα . ἀγῶνα δὲ μυραίνης καὶ καράβου ἀνωτέρω εἶπον . Ἐλαύνει δὲ ἰσχυρῶς τοὺς | ||
τὸν ἰὸν ἐκεῖ , καὶ πάλιν μετὰ τὴν συνουσίαν τῆς μυραίνης ἀναῤῥοφεῖ αὐτὸν , γλαφυρὸν δὲ τὸ κοῖλον ἀπὸ τοῦ |
ὅς τε θανὼν δειλοὺς ἀκάχησε τοκῆας , ὣς Ἀχιλεὺς ἑτάροιο ὀδύρετο ὀστέα καίων , ἑρπύζων παρὰ πυρκαϊὴν ἁδινὰ στεναχίζων . | ||
τ ' ἔειφ ' : θαυμαστικῶς τὸ οἷα εἶπεν . ὀδύρετο δ ' ἠύτε πάμπαν : ἐθρήνει δὲ αὐτὸν ὡς |
σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς | ||
] Ἡ τῆς ξανθοῦ βοτάνης ῥίζα θερμαινομένη καὶ πρὸς τῷ ὀδόντι εὐθέως θεῖσα αἴρει τοῖς δακτύλοις . [ ιγʹ . |
ἐγένοντο ? : . . ? . ἀγήνωρ ? ? βήλου δὲ αἴγυπτος ἐγένετο καὶ δαναός : τινὲς στίζουσιν εἰς | ||
ἐγένοντο ? : . . ? . ἀγήνωρ ? ? βήλου δὲ αἴγυπτος ἐγένετο καὶ δαναός : τινὲς στίζουσιν εἰς |
, καὶ ὅλον τὸν γῦρον ἀπὸτοῦ αὐγοῦ λευκόν . Εἶτα τρύπησον τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ | ||
τι ἐν αὐτῷ . Εἶτα λαβὼν τὰς φούσκας τούτων , τρύπησον αὐτὰς , ἐμβαλὼν ἐν αὐταῖς νίτρον τετριμμένον καὶ ἐζυμωμένον |
ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ | ||
δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ |
τὰς τῶν δεσμωτῶν κακουχίας . λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν δεσμευθέντων ἀφύκτως . Διὰ φρατόρων κύων : ἐπὶ τῶν ὅπου μὴ | ||
χοῖρος δεδουπὼς κτανθεὶς τὸν κτανόντα ἤτοι τὸν Μελέαγρον ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον σφυρὸν ἤτοι ἀστράγαλον καὶ πόδα τοῦ ὀρχηστοῦ καὶ |
τέλος . τέκτων πᾶς τεχνίτης , παρὰ τὸ τεύχειν . τέλσον πέρας . τεληέσσας ἤτοι τὰς τελείας καὶ ἐπιτελεστικὰς τῶν | ||
αὔλακα : “ ἱεμένω κατὰ ὦλκα , τέμνει δέ τε τέλσον ἀρούρης ” καὶ πάλιν “ τῷ κέ μ ' |
Πηλέως , ὅν μοι προτείνας πόσιν ἐν ἁρμάτων ὄχοις ἐς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλωι . ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ | ||
. ἀλλ ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας , θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον . πῶς ; τίς δ ' ἀναγκάσει |
ἄτην . ἠοῖ δὲ πρώτῃ χαλεπὴ πέλει , εὖτε γυναικὶ ἄμβλωσις γίνηται ὀιζυροῖο τόκοιο : εἰ δ ' ἄρα δεύτερον | ||
τοσουτονί . ἀμβλῶναι , ἀμβλωθρίδιον καὶ ἀμβλωθρίδιον φάρμακον , καὶ ἄμβλωσις , ὡς Λυσίας , καὶ ἄμβλωμα , ὡς Ἀντιφῶν |
ὅδισμα ] γρ . ἔρεισμα : τὴν ναῦν . ζυγὸν ἀμφιβαλών ] ἐγεφύρωσε γὰρ τὸ ἑπταστάδιον ταῖς ναυσὶ συνδήσας αὐτὰς | ||
βεργίοις , τοῖς βρύλλοις . Ῥάβδους : ἀντὶ στημόνων . ἀμφιβαλών : πέριξ αὐτοῦ . λευρή : πλαγία , στενὴ |
. Εὖ δ ' ἂν καὶ δολόεντα μάθοις ἐπιόντα κεράστην ἠύτ ' ἔχιν : τῷ γάρ τε δομὴν ἰνδάλλεται ἴσην | ||
ἐπεὶ μακάρεσσιν ἐῴκει . Κεῖτο γὰρ ἐν τεύχεσσι κατὰ χθονὸς ἠύτ ' ἀτειρὴς Ἄρτεμις ὑπνώουσα Διὸς τέκος , εὖτε κάμῃσι |
. Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸν ἐδέετο βοῶσα : Ὦ θεὲ λαμπρὲ καὶ κτίστα τῆς μελίσσης , ἐπίδος κέντρον τῇ σῇ | ||
. ταλαιπώρων : Ἐν εἰρωνείᾳ . ὦ Στιλβωνίδη : Ὦ λαμπρὲ καὶ ἀπὸ βαλανείων κεκαλλωπισμένε . ἢ ἁπλῶς ὄνομα κύριόν |
. . ] διὰ τὴν εἰς α κατάληξιν , ὡς μαῖα καὶ ὦ μαῖα . οὐκοῦν ] τὸ λοιπόν . | ||
παλαιός , καὶ περαιῶ τὸ πέρας , καὶ μαιῶ τὸ μαῖα , καὶ ματαιῶ τὸ μάταιος . Τὰ εἰς Ω |
ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον ἐπαΐξας δι ' ὁμίλου πλῆξ ' αὐτοσχεδίην : ὃ δ ' ἄρ ' ὕπτιος | ||
τὸν δ ' ἕτερον ξίφεϊ μεγάλῳ κληῖδα παρ ' ὦμον πλῆξ ' , ἀπὸ δ ' αὐχένος ὦμον ἐέργαθεν ἠδ |
αὐχμός : ἀποξηραίνεται γὰρ ὄντος αὐχμοῦ . ὕσπληγξ : ἡ πάγη : κυρίως δὲ ἡ τῶν δρομέων ἀφετηρία . ἀπὸ | ||
ἐσσυμένως , πταμένη δὲ διαμπερὲς ὄβριμος αἰχμὴ πρέμνον ἐς ὑψικόμοιο πάγη δρυὸς ἠέ νυ πεύκης : ὣς ἄρα Πενθεσίλειαν ὁμῶς |
ἀπόδειξις ; ἡ ἐπιφερομένη . ἐν Τροίᾳ μὰν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσε : τούτῳ γὰρ μονομαχήσας ἐλείφθη . δυνατός : ἀντὶ | ||
. ὣς φάτο , τὸν δὲ ἄνακτα χόλος λάβεν οἷον ἄκουσε : κτεῖναι μέν ῥ ' ἀλέεινε , σεβάσσατο γὰρ |
φιλότητι ᾗ χροιῇ , τῷ δ ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν ἰδὲ φρεσὶ πευκαλίμῃσι . βῆ | ||
ὄψα τίθει μενοεικέα πολλά : οὖρον δὲ προέηκεν ἀπήμονά τε λιαρόν τε . γηθόσυνος δ ' οὔρῳ πέτας ' ἱστία |
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν | ||
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν |
λίθοιο . εἰ γὰρ ἄτερ κρατεροῦ ἐθέλοις πυρὸς ἐκ φλόγας ὄρσαι , κέκλομαι αὐαλέων μιν ὑπὲρ δαΐδων καταθεῖναι : αὐτὰρ | ||
, Ἰνοῦς . Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ σύριγγες οιεσππτξ ! [ ! ] |
θέρμην φησί . σμήριγγας τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας . × σμήριγγας τρίχας παρὰ τὸ μερίζω μερίσω μέριγξ καὶ μῆριγξ : | ||
τοῦ ἐγκεφάλου ἀραιὰς μήνιγγας τῆς κατοικίδος ὄρνιθος . γράφεται καὶ σμήριγγας : οὕτω δὲ λέγουσι τὰς τρίχας τὰς ἐπὶ τῶν |
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον | ||
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις |
αὔτως αὐτάγρετον οἶτον ὀλέσθαι ἀφραδέως ἰθύετ ' ἐπισπόμενοι νεότητι . οἰωνῷ δὴ πρόσθε πελειάδι πειρήσασθαι , νηὸς ἄπο πρό μιν | ||
τὸ ὁρμᾶν σημαίνει . οἱ δὲ ἰθύνειν γράφοντες ἁμαρτάνουσιν . οἰωνῷ δὴ πρόσθε : τὸ ἑξῆς : οἰωνῷ δὴ πρόσθε |
προσκυνοῦντες οὕτως ἀπίθανον κολοσσόν , ἡμισταδιαίαν γυναῖκα , γιγάντειόν τι μορμολύκειον . ἐγὼ δὲ ἐνενόουν μεταξὺ οἷοι ὄντες αὐτοὶ νέοις | ||
κωμικά . Γ καὶ ἐν Ἀμφιαράῳ ἀφ ' οὗ κωμῳδικὸν μορμολύκειον ἔγνων . Γ ἀλλ ' ἢ κατεγέλων Γ : |
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος | ||
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ |
καὶ οὔ ποτε λήσομαι αὐτῶν . ἀλλ ' ἄγε νῦν ἐπίμεινον , ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο , ὄφρα λοεσσάμενός τε τεταρπόμενός | ||
καὶ μέλλοντα τὸν αὐχένα ὑποβαλεῖν , μακρόθεν Αἴσωπος κέκραγεν ” ἐπίμεινον , δέσποτα . “ ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν |
δ ' ἔπλετο θαῦμα , οὕνεκα δὴ ῥυτῆρος ἀπεκρέμαθ ' αἱματόεσσα , Ἄρεος ἐννεσίῃσι φόβον δηίοισι φέρουσα : φαίης κεν | ||
ἠδ ' ἄρρηκτος , ὑπαὶ δέ οἱ ἔσκε τένοντος σύριγξ αἱματόεσσα κατὰ σφυρόν : ἀμφ ' ἄρα τήνγε λεπτὸς ὑμὴν |
ἐστὶ τὸ τῷ μέσῳ δακτύλῳ παίειν τινὸς τὸν μυκτῆρα : ῥαθαπυγίζειν δὲ τὸ σιμῷ τῷ ποδὶ τὸν γλουτὸν παίειν , | ||
ὑπὸ τοῦ μείζονος ἀφεθέντι τὴν ῥῖνα παίειν , τὸ δὲ ῥαθαπυγίζειν σιμῷ τῷ ποδὶ τὸν γλουτὸν παίειν . τὰ δὲ |
] † αὐθόρμητος ἕρπων ] † ἐρχόμενος δαιταλεὺς ] δαιτυμών πανήμερος ] ἤγουν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας κελαινόβρωτον ] ἤγουν | ||
διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο : ἡ δ ' ἔθεεν λαίφεσσι πανήμερος . οὐ μὲν ἰούσης νυκτὸς ἔτι ῥιπὴ μένεν ἔμπεδον |
' ἠέρος αἰθύσσοντες : αὐτὰρ ὅ γε σπήλυγγος ὑπεκπροθορὼν ἀλίαστος βρυχᾶται πετάσας φόνιον χάος ἀντία φωτῶν , δερκόμενος χαροποῖσιν ὑπ | ||
τὴν δὲ τοῦ βλέμματος ἔννοιαν ἀπάγων εἰς ἃ ἐξηπάτηται . βρυχᾶται δὲ ἡ φάρυγξ καὶ ὁ αὐχὴν ἐμπίπλαται καὶ ἀνοιδοῦσιν |
ἐγένετο . γένυς τὰ γένεια : “ πύκασαί τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ . ” γηθοσύνη γεγηθυῖα : “ γηθοσύνη δὲ | ||
, πρίν σφωϊν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνθῆσαι πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ . Φαίδρην τε Πρόκριν τε ἴδον καλήν τ |
ἐπὶ στόμα κάππεσον ἐλθών : ἂψ δ ' αὖτις γαίηθεν ἀναΐξας ἐδίωκον . Ἀλλ ' ὅτε δὴ κορυφήνδε μετασπόμενος κίον | ||
ἦ ἑὸν αὐτοῦ χρεῖος ἐελδόμενος τόδ ' ἱκάνει ; οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται , οὐδ ' ὑπέμεινε γνώμεναι : οὐ |
τὸ βάθος τῆς γαστρός νειαίρης ] τῆς κάτω τῆς κοιλίης ἀειρόμενον ] ἐπαιρόμενον , τὸ φάρμακον στόμα δὲ γαστρός : | ||
. κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ] νείαιρα τὸ βάθος τῆς γαστρός |
ὄψεως ] ἐμμανὴς οὖσα : τὴν κροκοειδῆ στολὴν ἀποβαλοῦσα , ἀπορρίψασα τῆς τρυφῆς : στολίδα κροκόεσσαν : τὴν ἐκ κρόκης | ||
καὶ πορεύῃ „ ; τὰ ἄδηλα μετατρέχεις , τὰ ὁμολογούμενα ἀπορρίψασα . καλὸν οὖν αὐτὴν ἐπαινέσαι χαίρουσαν ἐπὶ νουθεσίᾳ : |
καὶ ἐπάνωθεν τῶν ἐπιγουνίδων προσπεριβεβλῆσθαι πλατεῖ ἱμάντι καὶ μαλθακῷ , ἀνατείνοντα πρὸς τὴν μεσόδμην , τὸ δὲ σκέλος τὸ σιναρὸν | ||
μέντοι γε μεταβιβαϲτέη ἡ μεταβολή . ” ἐπαινεῖ δὴ τὸν ἀνατείνοντα καὶ μέχρι τρίτηϲ , ἀλλ ' ὀρθῶϲ τε καὶ |
. γναμπτοῖο : ἐπικαμποῦς . σιδήρου : ἀγκίστρου . γναπτοῖο δόλοιο : τὸ ἄγκιστρον . Ῥίμφα : εὐθύς . τιταινόμενοι | ||
καὶ ἰχθύες ἐξεφάνησαν , μορφῆς πετραίης ἐξάλμενοι , ἐκ δὲ δόλοιο φορβήν τ ' ἐφράσσαντο καὶ ἐξήλυξαν ὄλεθρον . χείματι |
ἀσκωλίαζ ' ] πήδα τῷ ἀσκῷ : ἢ ἐστερημένος τῆς κωλῆς καὶ πεινῶν . πήδα τῷ ἀσκῷ πρὸς τὴν αἰθρίαν | ||
ἀπάγχεσθ ' ὅταν ὀρχεῖσθαι Παναθηναίοις δέον αὐτοὺς τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς προέχων ἀμελῇ τις Τριτογενείης . πρὸς ταῦτ ' , |
' ἔτ ' αἰθομένοισιν ἐοικότες ἀμπνείεσκον . Ἀμφὶ δὲ θώρηκος γύαλον παρεκέκλιτο πολλὸν ἄρρηκτον βριαρόν τε , τὸ χάνδανε Πηλείωνα | ||
, ⚔ – – ˘ – εἴτ ' ἄκρον ἐπὶ γύαλον ἐναλίῳ Ποσειδαονίῳ θεῷ βούθυτον ἑστίαν ἁγίζων , ἱκοῦ . |
Τὸν Βρομίου Σάτυρον τεχνήσατο δαιδαλέη χείρ μούνη θεσπεσίως πνεῦμα βαλοῦσα λίθωι . εἰμὶ δὲ ταῖς Νύμφαισιν ὁμέψιος . ἀντὶ δὲ | ||
τῶν ζώιων Ἰνδοὶ θηρῶσιν ἀκέντρους τὰς οὐρὰς ἔχοντα : καὶ λίθωι δὲ ἔτι διαθλῶσιν αὐτάς , ἵνα ἀδυνατῶσι τὰ κέντρα |
φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με , καὶ δείξω σοι μέγα μυστήριον | ||
ἐκοιμᾶτο . ἐπιστᾶσα δὲ αὐτῷ ἡ Τύχη ἐβόα : ” ἀνάστα καὶ ἄπελθε ἐντεῦθεν , μήπως κάτωθεν τοῦ φρέατος πεσὼν |
καλλίνικον ] βοάσω μέλος ἵνα ? λαβόμενος ἔργον ] ? γεραιᾶς χερὸς Λίβυος ! ! αεντος ? λωτοῦ ] κιθάριδος | ||
πέρσας ' Ἀτρειδῶν , ὧν ἀπωλόμεσθ ' ὕπο . Ἑκάβης γεραιᾶς φύλακες , οὐ δεδόρκατε δέσποιναν ὡς ἄναυδος ἐκτάδην πίτνει |
τὸν μὲν ἄρ ' Ἀτρεΐδης δουρικλειτὸς Μενέλαος ἑσταότ ' ἔγχεϊ νύξε κατὰ κληῗδα τυχήσας : Ἀντίλοχος δὲ Μύδωνα βάλ ' | ||
ἀχλύς . Ἰδομενεὺς δ ' Ἐρύμαντα κατὰ στόμα νηλέϊ χαλκῷ νύξε : τὸ δ ' ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε νέρθεν |
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν | ||
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ |
εἰ δέ τε κούρην Ἀστραίην διίῃσι κερασφόρος ἀργέτα Μήνη , δηθύνει κλόπιον , χρόνιον δ ' ἀναφαίνεται αὖτις : δήεις | ||
ἢ ἐπίπροϲθεν ἐϲ νύκτα . ἥδε ἡ περίοδοϲ οὐ κάρτα δηθύνει . καὶ τιϲὶ μὲν ἡ κεφαλὴ ἀλγέει πᾶϲα : |
πολλάκις . Πιεῖν πιεῖν τις ἔγχει πυριγενῆ λαβὼν βραχύωτον κυκλοτερῆ παχύστομον κώθωνα , παῖδα φάρυγος . Ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς | ||
λειόστρακον , ἡ δὲ πίνη λεπτόστομον , τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον , δίθυρον δὲ καὶ λειόστρακον , λεπὰς δὲ μονόθυρον |
. καί με θεὰ πρόφρων ὑπεδέξατο , χεῖρα δὲ χειρί δεξιτερὴν ἕλεν , ὧδε δ ' ἔπος φάτο καί με | ||
δὴ ὅτε τ ' ᾖε λιπὼν κάτα πατρίδα γαῖαν , δεξιτερὴν ἐπὶ καρπῷ ἑλὼν ἐμὲ χεῖρα προσηύδα : ὦ γύναι |
ταύρου χολὴν , ἢ νίτρον ξὺν μέλιτι , ἢ ῥοιῆς ὀξείης χοίνικα ξὺν μέλιτι καὶ ἀλήτῳ κριθίνῳ . Εἰ δὲ | ||
κρυεροῦ θανάτοιο : τύμματα δ ' εἰναλίοιο πελιδνήεντα δράκοντος τρυγόνος ὀξείης τε καὶ ἀμφιβίου σμυραίνης ἰᾶται πυρσωπὸν ἀνελκόμενον χροὸς ἧπαρ |
δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσε , δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἐπεύξατο δῖος Ὀδυσσεύς | ||
: αὐτὰρ ὅ γε Κροίσμου στῆθος μέσον οὔτασε δουρί . δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἀπ ' ὤμων |
τὸν λέοντά φασι θῆρα , ὡς καὶ Καλλίμαχος : θηρὸς ἀερτάζων δέρμα κατωμάδιον . αἰθόμενος : καιόμενος τῷ λιμῷ . | ||
αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους σπινθῆρας ἀερτάζων ἐπὶ κόρσηι , κρᾶτα παρακλίνων καὶ ἐς ἠέρα χεῖρας |
? [ - ] ἀντικρὺ δ ? ! [ ] ῥῆξε ? ! [ ] κδε [ ] ! [ | ||
Ξάνθοιο ῥοάων . Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἕρκος Ἀχαιῶν Τρώων ῥῆξε φάλαγγα , φόως δ ' ἑτάροισιν ἔθηκεν , ἄνδρα |
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος : | ||
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι |
βήμεναι ἄντην μαινομένου , μὴ δή σε καταπλέξῃ καὶ ἀνάγχῃ πάντοθι μαστίζων οὐρῇ δέμας , ἐν δὲ καὶ αἷμα λαιφάξῃ | ||
τις ἄρηγεν , Ἔρως δ ' οὐκ ἤρκεσε Μοίρας . πάντοθι δ ' ἀγρομένοιο δυσάντεϊ κύματος ὁλκῷ τυπτόμενος πεφόρητο . |
θαυμαστοί . ὅλους δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοι πρὸς τοὔψον | ||
τοῖς φύλλοις τοῖς ἐκθλιβεῖσι κατάχριε τὸ δῆγμα . τῇ ἀσπίδι προσένεγκε ἁλικακάβου ῥίζαν , καὶ ὑπνώσει . τρίβολον βοτάνην λειώσας |
, ὁ δὲ καταχεῖ μέλος τῆς σύριγγος , ἄλλος δρεπάνῃ κείρει τὰ δράγματα , ἕτερος ἀρότρῳ χρυσέῳ ἐργάζεται , οὗ | ||
, ᾧ δὴ πολλὰ περὶ ῥόπαλ ' ἀμφὶς ἐάγῃ , κείρει τ ' εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον : οἳ δέ τε |