λέγουσι , καὶ τὴν γῆν δᾶν , καὶ τὸν γνόφον δνόφον . εὐφυῶς δὲ ὁ ποιητὴς τῷ ῥοθίοισι προσέθηκε τὸ | ||
λέγουσι δᾶν καὶ † δίαν , ὡς καὶ τὸν γνόφον δνόφον : φεῦ δᾶ οὖν φεῦ † γῆν οὕτως οὖν |
ὅλου τοῦ ἔθνους θεὸς καὶ βασιλεύς : εἴς τε τὸν γνόφον , ἔνθα ἦν ὁ θεός , εἰσελθεῖν λέγεται , | ||
γῆν λέγουσι δᾶν καὶ † δίαν , ὡς καὶ τὸν γνόφον δνόφον : φεῦ δᾶ οὖν φεῦ † γῆν οὕτως |
γὰρ Δωριεῖς τὸ γάνος δάνος λέγουσι , καὶ τὴν γῆν δᾶν , καὶ τὸν γνόφον δνόφον . εὐφυῶς δὲ ὁ | ||
ὡς φεῦ δᾶ : οἱ γὰρ Δωριεῖς τὴν γῆν λέγουσι δᾶν καὶ † δίαν , ὡς καὶ τὸν γνόφον δνόφον |
ἐςίδων , τὸν παμβασίληα πρὶν αὐγὰς ἀελίω χαίρην εἶπέ [ ϝοι ] ὠς δύνοτον : Τίταν δ ' ὄττ ' | ||
. γὰρ σέπτα [ ] μόρφα βασιλήιδος , [ αἴ ϝοι ἐλθοίσαι [ ] [ γ ' αὔται ] θήιον |
ὅθεν καὶ λῷον τὸ ἐπωφελές , ὃ πάντες θέλομεν . Δωρικῶς δὲ τὸ λῇς κατ ' ἀφαίρεσιν τῆς θε συλλαβῆς | ||
ΩΝ εἰς μίαν μακράν . ΝΟΕΥΝΤΕΣ , νοοῦντες Αἰολικῶς καὶ Δωρικῶς : ἄλλη ἀλλαχοῦ . . ΠΑΡΑΚΛΙΝΟΥΣΙ . Τὸ ΠΑ |
Αὐγούστου . λέγω αὐτῷ ἄνθρωπε , ἄφες τὸ πρᾶγμα : δα - πανήσεις πολλὰ εἰς οὐδέν . Ἀλλ ' οἱ | ||
ἦν , καὶ ἀποκαταστὰς ἐπὶ τὸ ε , δόξει τὴν δα διηνυκέναι , τεταρτημοριαίαν καὶ ἴσην , ἐν ἡμέραις Ϟʹ |
Ἄργος , ὡς μυθεύεται : ὅθεν καὶ πανόπτης ἐλέγετο . βούταν δὲ αὐτὸν καλεῖ διὰ τὸ αὐτῆς τῆς Ἰοῦς ἐπιστατεῖν | ||
ὅπως στασῇ Διομήδεος ἆσσον ἰοῖσα , καὶ λέγε “ τὸν βούταν νικῶ Δάφνιν , ἀλλὰ μάχευ μοι ” ἄρχετε βουκολικᾶς |
καὶ ἀκαταπόνητος : παρὰ τὸ τείρω , τὸ καταπονῶ , τερῶ ἀτερής καὶ ἀτειρής : ἢ παρὰ τὸ τέρεν , | ||
ὂν ἄτρεπτον : παρὰ γὰρ τὸν τείρω ἐνεστῶτα μέλλων γίνεται τερῶ , ὡς κείρω κερῶ : τοῦ δὲ ω σιγηθέντος |
δε φησιν ακουσον [ ] [ ] ! υ̇ν καθ ημων κα [ ] [ ] ! και οργιζομεν ! | ||
[ ] [ ] ! τη ? [ ] γη ημων [ ] [ ] ταις ? σου [ ] |
' οὗ τὸ ἤχθημα καὶ ἀπήχθημαι , καὶ ἠχθέσθην . ὀχθήσας οὖν ἀντὶ τοῦ ἀχθεσθείς . οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ | ||
τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν , ἐπεὶ φόβος ἔλλαβε πάντας : ὀχθήσας δ ' ἄρα εἶπε πρὸς ὃν μεγαλήτορα θυμόν : |
κωλύειν μέλλει . εὔλογον δήπου ἂν ἐπὶ τὸ ἐπὶ θάτερα βρίθειν τὸν ὄγκον ποιήσαντας , ἅπερ σπεύδομεν ἄνευ κωλύματος ἅπαντα | ||
. Εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν , ἀρχόμενος τὰ πρῶτ ' ἀρότου |
Διονυσίην δὲ νηδύν : ἁπαλῶν δ ' ὕπερθε μηρῶν , μαλερὸν τὸ πῦρ ἐχόντων , ἀφελῆ ποίησον αἰδῶ Παφίην θέλουσαν | ||
κομίζων ἤμασι μὲν πρώτοισι βορῆς ἀπόπαστον ἐρύκει , πήματος ἀμβλύνων μαλερὸν σθένος , αὐτὰρ ἔπειτα τυτθὰ βορῆς ὤρεξε νοσήλια , |
τὸ ἐξογκῶ . εἴδωλον Ἄργου : Τινὲς οὕτω φασίν , ἄλευ ἆ δᾶ , ἀντὶ τοῦ ἀναχώρει καὶ ἔκκλινε : | ||
με τὰν τάλαιναν οἶστρος ; εἴδωλον Ἄργου γηγενοῦς : † ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν |
τοῖς τοῦ νοῦ ὀφθαλμοῖς . θ πάταγος ] ἀπὸ τοῦ πατῶ καὶ τοῦ ἄγω τὸ συντρίβω . πάταγος ] ἦχον | ||
. “ οἱ δέ φασι τὸν Διογένην εἰπεῖν , ” πατῶ τὸν Πλάτωνος τῦφον “ : τὸν δὲ φάναι , |
, ὁ λιπόπατρις τοῦ λιποπάτριδος τῷ λιποπάτριδι τὸν λιποπάτριδα ὦ λιπόπατρι καὶ τὸ λιπόπατρι : εἰ οὖν τὰ οὐδέτερα , | ||
ἡνίκα ὁμοφωνοίη τῇ κλητικῇ , μαρτυρεῖ τῇ περιττοσυλλάβῳ γενικῇ , λιπόπατρι λιποπάτριδος : εἰ οὖν εὐγενὲς ἡ κλητικὴ καὶ τὸ |
ὑποστῶ , Ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρω , Καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχω κατὰ πάντα λογισμόν . | ||
: οὐ γὰρ ποιοῦσιν ὅτε φωνῆεν ἐπιφέρεται , ὡς ἑορτάζω ἀείρω ἀερτάζω . Ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Ἀττικὸς παρακείμενος ἀποφεύγει |
, κἂν τὰ τῆς συντάξεως ἐλάνθανεν , ὡς ἐπὶ τοῦ στήσω καὶ ἔστησαἐὰν στήσω . . Πέμπτον ὅτι τὸ δώσω | ||
ἅπαντα τῶν σοφιστικῶν προπαιδευμάτων . „ τὴν δὲ διαθήκην μου στήσω πρὸς Ἰσαάκ „ , ἵν ' ἑκατέρας ἀρετῆς τὸ |
καθαρα και ? [ ] [ ] ! ται επι κν τον θν [ ] [ ] αι τα συντετριμμενα | ||
[ σακ ' και ] ιακωβ ' αλλα σε τον κν ? [ τον ] [ θν ημων ] ? |
γόοις ἀκορεστοτάτοις . κἀγὼ δὲ μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω δοκίμως πολυπενθῆ . νῦν γὰρ δὴ πρόπασα μὲν στένει γαῖ ' | ||
κἀγὼ δὲ διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω |
! ίῳ βολ ? [ . . . [ ] ηλ ! [ [ ] ν μελ ! [ [ | ||
? [ φρον [ ! π ! [ ! ] ηλ ? [ . . . . . . ! |
: πατρὸς ἐμοῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με : καὶ | ||
: πατρὸς ἐμεῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με : καὶ |
ἵππους ἠδικηκὼς οὐκ ἔχεις ὅ τι εἴπῃς . ἀλλά σοι λύω τὸν φόβον τὸ τοῦ Ἀχιλλέως εἰπών : οὐ σὺ | ||
χαίρειν λέγω . ὦ θεοί , τί δῆτα τοὐμὸν οὐ λύω στόμα , ὅστις γ ' ὑφ ' ὑμῶν , |
τοὺς ἀπλανεῖς πρῶτον λέγει φαίνεσθαι τὸν τοῦ Κρόνου , δεύτερον φαέθοντα τὸν τοῦ Διός , τρίτον πυρόεντα τὸν τοῦ Ἄρεως | ||
ἀπλανῶν θέσιν πρῶτον φαίνοντα λεγόμενον τὸν τοῦ Κρόνου , δεύτερον φαέθοντα τὸν τοῦ Διός , τρίτον πυρόεντα τὸν τοῦ Ἄρεος |
. τὸ δὲ ἀλγῶ ἔχει τὸ ἄλγος , καὶ τὸ ἀργῶ τὸ ἀργός , καὶ τὸ γεωργῶ τὸ γεωργός , | ||
, Αἴγισθος , ὁ αἶγα θηλάσας : καὶ ἀπὸ τοῦ ἀργῶ οὖν τοῦ σημαίνοντος τὸ φαίνω ἄργυφος , καὶ πλεονασμῷ |
δοθέντα ἀριθμόν , ἵνα δόντες καὶ λαβόντες γένωνται ἴσοι . Ἐπιτετάχθω δὴ τὸν αον τῷ βῳ διδόναι τὸ εον καὶ | ||
ὑπεροχὴν τοῦ μέσου καὶ τοῦ ἐλαχίστου λόγον ἔχῃ δεδομένον . Ἐπιτετάχθω δὴ τὴν ὑπεροχὴν τῆς ὑπεροχῆς εἶναι γπλ . . |
τὴν γλαυκὸν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν , ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσιν ἴασπιν , ἢ | ||
τὴν γλαυκὴν λίθον τοῦ βηρύλλου ἢ τὸν τιμιώτατον καὶ διαυγῆ ἀδάμαντα ἰχνεύουσιν ἢ τὴν χλωρῶς διαυγάζουσαν ἴασπιν ἢ τὸν γλαυκιόωντα |
ἠχοῦσα , παρὰ τὸ ἄω τὸ πνέω ἀήσω ἄεσα καὶ ἄελλα , ἢ πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ | ||
, τὸ δὲ αἰτοῦμαι ἐπὶ τοῦ χρήσασθαι εἰς ἀπόδοσιν . ἄελλα καὶ θύελλα διαφέρει . ἄελλα μὲν γάρ ἐστιν ἄνεμος |
γὰρ ἔπλεο πήματος ἄλκαρ . Οὐδ ' ἔτ ' ἐμοὶ νόστοιο τέλος σέο δεῦρο θανόντος ἁνδάνει , ἀλλὰ καὶ αὐτὸς | ||
Λειβήθρων τ ' ἄκρα κάρηνα λισσόμενός μ ' ἐπίκουρον ἑοῦ νόστοιο γενέσθαι ποντοπόρῳ σὺν νηῒ πρὸς ἄξενα φῦλ ' ἀνθρώπων |
δὴ νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι γένωμαι , μνημοσύνη τις ἔπειτα πυρὸς δηΐοιο γενέσθω , ὡς πυρὶ νῆας ἐνιπρήσω , κτείνω δὲ | ||
στυγεροῦ πολέμοιο . ἀλλ ' ἄνα μὴ τάχα ἄστυ πυρὸς δηΐοιο θέρηται . Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν Ἀλέξανδρος θεοειδής |
δὲ διεγείρεται : τὸ δὲ περὶ τὴν ναῦν προσρήγνυται . πιτνὸν ] προσπῖπτον . ἄλλο δ ' ἀείρει ] ὑψοῖ | ||
] ὑψοῖ . ἡ μὲν σύνταξις ἀεῖρον ἀπῄτει πρὸς τὸ πιτνὸν , ὁ δὲ ἀείρει πρὸς τὸ θάλασσα εἶπεν . |
ν , θύω θύνω , δύω δύνω , Ἴωνες δὲ βραχύνουσι τὸ η διὰ τοῦ α , ἐπάγει οὕτω : | ||
εἰ καὶ σφαιρικὴν οἱ στοϊκοὶ ταύτην ὁρίζονται . Οἱ Ἀττικοὶ βραχύνουσι τοῦ καρὶς τὴν λήγουσαν . ἕτεροι δὲ ἐκτείνοντες τὴν |
ταχύς ταχέος ταχύ ταχέος , σώφρων σώφρονος σῶφρον σώφρονος , λιπόπατρις λιποπάτριδος λιπόπατρι λιποπάτριδος : ὅσους οὖν ἐροῦμεν κανόνας περὶ | ||
ἄρσενι τὸν ἄρσενα ὦ ἄρσεν καὶ τὸ ἄρσεν , ὁ λιπόπατρις τοῦ λιποπάτριδος τῷ λιποπάτριδι τὸν λιποπάτριδα ὦ λιπόπατρι καὶ |
† ἄλευ ' , ἆ δᾶ : φοβοῦμαι , τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν . ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ ' | ||
αὐτῆς τῆς Ἰοῦς ἐπιστατεῖν μεταμειφθείσης εἰς βοῦν . . τὸν μυριωπὸν ] τὸν διὰ παντὸς τοῦ σώματος ὀφθαλμοὺς ἔχοντα . |
ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω ἐν τῷ | ||
: “ Ὦ κακὸν σὺ θηρίον , μέχρι τίνος μοι μιαίνεις τὰ ὦτα ; τί ἐμοὶ καὶ Θερσάνδρῳ κοινόν ; |
φερ ? [ φερε ? [ φερεδεα ! ! [ φερέσβιον λωτο ? [ καρποφόρος ? [ [ ἰοχέαιρα ] | ||
τὸν πλούσιον καὶ εὐδαίμονα ὄμπνιον καλοῦσιν . ἄμεινον δὲ τὸν φερέσβιον εἰπεῖν οἱονεὶ ἔμπνοόν τινα ὄντα καὶ ὄμπνιον . . |
Εὔρυτος οὐδ ' ἐπὶ γῆρας ἵκετ ' ἐνὶ μεγάροισι : χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων ἔκτανεν , οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι . | ||
' οὐ πάντες ἀκούσαμεν , οἷον ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ |
. Ἐγὼ μέν , ὦ Ζεῦ , εἰ καὶ τὸν Μῶμον αὐτὸν ἐπιστήσειας ἡμῖν δικαστήν , θαρροῦσα βαδιοῦμαι πρὸς τὴν | ||
συμβῆναι , μήτε δὴ τὴν Ἀφροδίτην ἀκοῦσαι κακῶς μήτε τὸν Μῶμον εἰπεῖν εὖ . καὶ σὺ τὴν σκηνὴν θαυμάζων τὰ |
μὲν εἶπε τὸν αἰθέρα , γῆν δὲ τὴν Ἥραν , Ἀιδωνέα δὲ τὸν ἀέρα , τὸ δὲ δακρύοις τεγγόμενον κρούνωμα | ||
, Ἥρην δὲ φερέσβιον τὴν γῆν , ἀέρα δὲ τὸν Ἀιδωνέα , ἐπειδὴ φῶς οἰκεῖον οὐκ ἔχει , ἀλλὰ ὑπὸ |
σφάλλω ἀσφαλής , . , . Ἀσφάλαξ : παρὰ τὸ σπῶ γίνεται σπάλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ α ἀσφάλαξ κατὰ | ||
ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι , καὶ τοῦ σπῶ παράγωγον σπάζω : ὡς βῶ βάζω : τούτῳ τῷ |
ρ [ . . . . . . [ ] πτω ? [ ] ? [ ] ? [ [ | ||
δὲ κατὰ Ἡρακλείδην ἔχει τὸ ὄσσεσθαι . τὰ γὰρ εἰς πτω , φησί , βαρύτονα οἱ Αἰολεῖς εἰς δύο σσ |
καὶ διαρκῆ ἔχω τὰ ἄλφιτα παρὰ τῆς δικέλλης . ὥστε παλίνδρομος ἄπιθι , ὦ Ἑρμῆ , τὸν Πλοῦτον ἀπαγαγὼν τῷ | ||
κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . Κυρτεύς : |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι ἐρείπτω καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ τ ἐρείπω . ἰστέον δὲ ὅτι τὸ ἐρείπω καὶ ἐνεργητικὸν σημαίνει | ||
. . . . . . ἐρείπω , , : ἐρείπω καὶ ἐρείπια : . . . ὁ δὲ Φιλόξενος |
' Ἐλευθεραῖς Ὑσιαί τὸν μὲν κίκλησκε Ζῆθον : ἐζήτησε γὰρ τόκοισιν εὐμάρειαν ἡ τεκοῦσά νιν . λαμπρός θ ' ἕκαστος | ||
Οἰδίποδι : οὔτε γὰρ ἔκγονα κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται : οὔτε τόκοισιν ἰήων καμάτων : τῶν θρηνητικῶν . Ἴδρις . εἴδω |
καὶ Μενελάῳ ἀρνυμένω : τὼ δ ' αὖθι τέλος θανάτοιο κάλυψεν . οἵω τώ γε λέοντε δύω ὄρεος κορυφῇσιν ἐτραφέτην | ||
ἕλετ ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν μαρμαρέην , Ἴδην δὲ κατὰ νεφέεσσι κάλυψεν , ἀστράψας δὲ μάλα μεγάλ ' ἔκτυπε , τὴν |
καλουμένη . . . . . . ἀγχίαλόν τ ' Ἀντρῶνα : ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην | ||
ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἀγχιάλην τ ' Ἀντρῶνα . καὶ εἰ θηλυκῶς δὲ λέγεται ἡ Ἀντρών , |
τὸ Μενάνδρειον μαρτύριον : ἀλλὰ καὶ Ἀλκμάν πού φησι : ἄυσαν δ ' ἄπρακτα νεάνιδες ὥστ ' ὄρνις ἱέρακος ὑπερπταμένω | ||
Ἀχιλῆα δαΐφρονα : τοὶ δ ' ἐσιδόντες ἀθάνατοι μέγ ' ἄυσαν , ἄφαρ δ ' ἕλε τοὺς μὲν ἀνίη λευγαλέη |
, ὑποδράξ , ὀκλάξ : ἀλλ ' ἐλλεῖψαν ἐν τῷ ὑπόδρα μετέστησε καὶ τὴν ὀξεῖαν , ὅμοιον αὐτὸ καταστῆσαν τῷ | ||
ὅθεν χωρητέον καὶ ἐπὶ τὸν προκείμενον λόγον . Τὸ δὴ ὑπόδρα δύναται μὲν καὶ κατὰ φύσιν εἰς α λήγειν , |
τε : “ ὦ Ὀδυσεῦ , ἐπεὶ ἵκευ ἐμὸν ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ , ὑψερεφές , τῶ ς ' οὔ τι | ||
δέ , καὶ τότ ' ἔπειτά τοι εἶμι Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ , καί μιν γουνάσομαι καί μιν πείσεσθαι ὀΐω |
ἀπὸ τοῦ ἄω ἄελλα , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ θύω θύελλα . Ὀψέ : μόλις . ἀπολήξασα : παύσασα , | ||
καταντίον Ἀτρυτώνης , δὴ τότε παύσατο κῦμα , κατευνήθη δὲ θύελλα σμερδαλέη , καὶ χεῦμα κατεπρήυνε γαλήνη . Οἳ δὲ |
ῥᾳδίως ἕπεσθαι πάντα τὰ θᾶττον ἰόντα : ὅταν δὲ τὸ τάχιστον ἡγῆται ἐν νυκτί , οὐδέν ἐστι θαυμαστὸν καὶ διασπᾶσθαι | ||
: ἐν τούτοις γὰρ ὁ καὶ σύνδεσμος ἐξῄρηται , τὸν τάχιστον τρόπον τῆς ἀπαγγελίας ζητοῦντος τοῦ λέγοντος . Ἔστιν ἐν |
ταῖς ἀφύαις συναλίσκεται : εἴη δ ' ἂν κατὰ τὸν κοχλίαν τὸν γυμνὸν τὸ εἶδος . Γὺψ νεκρῷ πολέμιος . | ||
ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ ' αὐτῶν καὶ καύσας αὐτοὺς λείωσον σὺν |
] εν τῆι [ ] ἀναφωνήσει χρη [ ] ! ατο [ ] ? τίς ἄμφατις ἔσται [ ] ! | ||
] ! η ! [ ] ! [ [ ] ατο ? κυανοχαίτηι : [ ] Μυρμιδόνεσσιν [ ] νισε |
πετάλοισι : καλὸς τέθνακε μελικτάς . ἄρχετε Σικελικαί , τῶ πένθεος ἄρχετε , Μοῖσαι . ἀδόνες αἱ πυκινοῖσιν ὀδυρόμεναι ποτὶ | ||
ὑπὸ Κύρου τοῦ Καμβύσεω καὶ τὰ τῶν Περσέων πρήγματα αὐξανόμενα πένθεος μὲν Κροῖσον ἀπέπαυσε , ἐνέβησε δὲ ἐς φροντίδα , |
τὰ γὰρ πετώμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε : πτῶ οὖν καὶ πταίω . Πύματος . ἔλλειψις τοῦ θ . παρὰ τὸ | ||
τὰ γὰρ πετόμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε . πτῶ οὖν καὶ πταίω . . . . . . πταίω : ἀπὸ |
δέ που Παλλάδι ξανθᾷ μέλει . Τὸν δὲ προσέφα Μελέαγρος δακρυόεις : Χαλεπὸν θεῶν παρατρέψαι νόον ἄνδρεσσιν ἐπιχθονίοις . Καὶ | ||
ὥρμαινε νέεσθαι : ἀλλά μιν εἰσέτι μητρὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἔρυκε δακρυόεις ὀαρισμὸς ἐπισπεύδοντα πόδεσσιν . Ὡς δ ' ὅτε τις |
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ | ||
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών |
φίλα γούναθ ' : ὃ δ ' ὕπτιος ἐξετανύσθη ἀσπίδι ἐγχριμφθείς : τὸν δ ' αἶψ ' ὤρθωσεν Ἀπόλλων . | ||
οὖδας ἔρεισε θαιρῶν ἐξερύσας , ἢ καὶ συνέαξεν ὀχῆας δόχμιος ἐγχριμφθείς , Δαναοῖσι δ ' ἔθηκε κέλευθον ἐς Πριάμοιο πόληα |
οὕτω καὶ ἐκ τοῦ νοῶ γίνεται νοΐσκω καὶ κατὰ συναίρεσιν νώσκω καὶ προσθέσει τοῦ γ Αἰολικῶς γνώσκω , ἐπεὶ καὶ | ||
Ἰωνικὴ ἀναδίπλωσις νινώσκω διὰ τῶν δύο ν . τοῦ δὲ νώσκω Ἠπειρωτικὴ γιγνώσκω διὰ τῶν δύο γ . . . |
πολίτης Ἀθωΐτης . . . ἀθῷος : ὥσπερ , τὸ καταβάλλω γίνεται θῳή : ὁ γὰρ ζημιούμενος καταβάλλεταί τι . | ||
δεδόκησαι : ὥστ ' ἤδη τὴν ὀργὴν χαλάσας τοὺς σκίπωνας καταβάλλω ἀλλ ' , ὦ τῆς ἡλικίας ἡμῖν τῆς αὐτῆς |
] αων ? [ ! ] ? εἰ βούλεται ] αλλα ? ? [ ! ! ] ! ! ! | ||
πύρινα τάγματα . [ ] [ ] . . [ αλλα τουτο ] ? οιον ? [ ] [ οιομαι |
ἵππους τῇ χαίτῃ ἀνακρουόντων , τοὺς ἀπὸ ῥυτῆρος τρέχοντας . ἀνεκάς : Ἀττικῶς . καὶ σημαίνει τὸ ἄνω . ἀληλιμμένον | ||
αὐξήσῃ . πόρρω . ἤγουν ἄνω . ἐξ ὕψους . ἀνεκάς : ἄνω . εἰς ὕψος πολύ . ἕπεται δὲ |
: Ἀλκμάν παιάν δελφίν ἀκτίν ῥίν Σαλαμίν Κάρ ψάρ μάρτυρ φόρην . σεσημείωται τὸ μάκαρ δάμαρ . Τὰ εἰς ΑΣ | ||
: Ἀλκμάν παιάν δελφίν ἀκτίν ῥίν Σαλαμίν Κάρ ψάρ μάρτυρ φόρην . σεσημείωται τὸ μάκαρ δάμαρ . Τὰ εἰς ΑΣ |
περ πάρος ἔσκεν ἐνὶ γναμπτοῖσι μέλεσσι . τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα | ||
ἄθαπτον , ἐπεὶ πόνος ἄλλος ἔπειγε . τὸν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα |
δὲ κεκαυμένοϲ ὕϲϲωποϲ ποιεῖ τὴν ἐξ αὐτοῦ ϲυναγομένην αἰθάλην ἢ λιγνὺν χρηϲιμωτάτην πρὸϲ διαβεβρωμένουϲ καὶ ψωρώδειϲ κανθοὺϲ καὶ τετυλωμένα βλέφαρα | ||
καθάπερ ἐμπρησμοῦ μεγάλου λήξαντος ἰδεῖν ἔστι μέχρι πολλοῦ τήν τε λιγνὺν καὶ μέρη τινὰ φλεγόμενα . καίτοι τάχα ἐρεῖ τις |
κάρα , φίλους νομίζους ' οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν , δέξηι δὲ δῶρα καὶ παραιτήσηι πατρὸς φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ | ||
κρατεῖ : ἔχω δὲ κἀγὼ πρὸς τάδ ' , εἰ δέξηι , λέγειν . ἔθρεψά ς ' εὔνους τ ' |
! ! ] σαν ? [ ] υ [ ] κυ ? [ ! ! ! ! ! ! ! | ||
ὑϲϲώπου , ἴρεωϲ , κολοκυνθίδοϲ , γλήχωνοϲ , ὀριγάνου , κυ - πέρου , δενδρολιβάνου , κενταυρίου , δαφνοφύλλων ἀνὰ |
ὕδωρ καὶ φύγον ἄλγεα πάντα , σὲ δ ' εἰσέτι πεφρίκασι . σῷ δὲ μένει καὶ τῆλε περᾷς , ὅσον | ||
τοῦ πεφρίκασι καὶ πεπύκνωνται . τὸ δὲ πέφρικαν ἀντὶ τοῦ πεφρίκασι καὶ ὅσα τοιαῦτα χαλδαϊκῆς ἤτοι ἀττικῆς διαλέκτου ὡς τὸ |
προμήθεσαι [ ] υμος ἔλπομαι , πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καθαυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων : κλῦθ ' ἄναξ Ἥφαιστε , καί | ||
ὅτι ὥσπερ δελφῖνος τὸ σῶμα ἐκβρασθὲν ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς καθαυανεῖ τουτέστι ξηρανεῖ . τάριχον δὲ ὡς τεταριχευμένον καὶ σαπρὸν |
ἰσοδυναμῶν τῇ μήνιδι . . ἡ διπλῆ ὅτι τινὲς γράφουσιν αἴν ' ἀρετῆς , καὶ ἐκφέρουσι κατὰ τὸ περισπώμενον , | ||
ἑλκομένων ὑπὸ ληΐδα δουρὸς ἀνάγκῃ : ὣς ἥ γ ' αἴν ' ἀχέουσα δαϊζομένῳ περὶ παιδί , ὥστ ' αὐτὴ |
Νοῦσος : ἀῤῥωστία . ἀταρτηρή : βλαπτικὴ , βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα : | ||
Νοῦσος : ἀῤῥωστία . ἀταρτηρή : βλαπτικὴ , βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα : |
πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς φυγὰς κατελθὼν ἠθέλησε μὲν πυρὶ πρῆσαι κατάκρας , ἠθέλησε δ ' αἵματος κοινοῦ πάσασθαι , | ||
. εὐπηγέες εὖ τεθραμμένοι . εὔπρηστον εὐφύσητον , ἀπὸ τοῦ πρῆσαι . εὐράξ πλαγίως . Εὖρος ὃν ἡμεῖς Ἀπηλιώτην καλοῦμεν |
ἐλαίας παρὰ δύο ἢ τρία ἔτη . δεῖ δὲ τὸν φυτεύοντα ἐλαίαν παντὶ τρόπῳ κόπρον ἐμβάλλειν εἰς τοὺς βόθρους , | ||
δὲ ἄλλο τι τῶν σπερμάτων . ἴδε τὸν αὐτὸν ἄμπελον φυτεύοντα καὶ μηλέαν καὶ τὰ ἄλλα τῶν δένδρων . οὕτω |
Πρόσκειται πάλιν βαρύτονα διὰ τὰ ὀξύτονα , οἷον διὰ τὸ προβλής προβλῆτος καὶ ἀβλής ἀβλῆτος : ταῦτα γὰρ διὰ καθαροῦ | ||
περισπασθῇ , κατὰ πάθος γέγονε . τὸ μέντοι γυμνής ἀβλής προβλής ἐπιθετικὰ ὄντα ὀξύνεται . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπιθετικὰ δισύλλαβα |
στάδιοι ιβʹ : ἀπὸ δὲ Πύδνης ἐπὶ τὸν Ψυχέα στάδιοι τνʹ : λιμὴν θερινός : καὶ ὕδωρ ἔχει . Ἀπὸ | ||
τὸν Δυσωπὸν στάδιοι ρνʹ . Ἀπὸ Δυσωποῦ ἐπὶ Ἀσπίδα στάδιοι τνʹ . Ἀπὸ Ἀσπίδος εἰς Ταριχείας στάδιοι τνʹ Ἀπὸ Ταριχειῶν |
Μενεκράτεος . Ἡ Τροιζὴν ἀγαθὴ κουροτρόφος : οὐκ ἂν ἁμάρτοις αἰνήσας παίδων οὐδὲ τὸν ὑστάτιον . Τόσσον δ ' Ἐμπεδοκλῆς | ||
. „ Ἦ Τροιζὴν ἀγαθὴ κουροτρόφος : οὐκ ἂν ἁμάρτοις αἰνήσας παίδων οὐδὲ τὸν ὑστάτιον . τόσσον δ ' Ἐμπεδοκλῆς |
, τούτου δὲ γενομένου νέφος : τούτου δὲ γενομένου ἀνάγκη βεβρέχθαι τὴν γῆν : τοῦτο δ ' ἦν τὸ ἐξ | ||
: προσέκρουσαν τῇ νηὶ τὰ σχοινία τῆς ἀγκύρας διὰ τὸ βεβρέχθαι . ἦμος δ ' οὐρανόθεν χαροπή : χαροπὴν τὴν |
: παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] ἀντὶ τοῦ ὀξέως κώκυσον οὐράνια ἄχη | ||
στέμβονται : στένε καὶ δακνάζου , βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη , ὀᾶ : τεῖνε δὲ δυσβάυκτον βοᾶτιν |
' ἀναπνεῖ πάντα καὶ ἐκπνεῖ : πᾶσι λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες πύματον κατὰ σῶμα τέτανται , καί σφιν ἐπὶ στομίοις πυκιναῖς | ||
καὶ ἐκεῖσε ὑπνοῦντες : τῇ γὰρ ἑξῆς ἀναπλεῖν ἔμελλον . πύματον λάχος : τοῦ ἐν Κυζίκῳ ὕπνου ὕστατον λάχος φησίν |
. καί ἐστιν ἡ σύνταξις οὕτως , τοῦ μὲν ὑπὲρ νιφόεντα φάη κέρατα δοιὰ μετώπῳ ἔγκειται , τουτέστι τούτου μὲν | ||
ἐνστρέφονταί τε ἀεὶ ἐν αὐτῷ , καὶ ἠχεῖσθαι ποιοῦσι τὸν νιφόεντα Ὄλυμπον , ἤτοι τὸν καθαρώτατον νοῦν . ἄρχου τε |
δὲ βίη λέλυται , καὶ χαλεπὸν γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι | ||
δασύνεται τὸ πρὸ αὐτοῦ , ἐγένετο τοῦ β πλεονασμός . ἠπεδανὸς παρὰ τὸ πέδον , ὃ σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς |
καὶ τὸρ μονοσύλλαβον , ὥσπερ παρὰ τὸ φέρω φὲρ καὶ φὸρ καὶ ἐπεκτάσει τοῦ ο εἰς ω φώρ , ὁ | ||
τὸ λέγω . φὼρ ὁ ληστής : παρὰ τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . |
, τὴν δὲ γῆν τὸν Ἀιδωνέα , Νῆστιν δὲ καὶ κρούνωμα βρότειον οἱονεὶ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὕδωρ . Σωκράτης | ||
ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ ' , ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον . ἐκ πέντε δὲ Ὄκκελος ὁ Λευκανὸς καὶ |
δ ' ἀγορὴν αἰψηρήν . οἱ μὲν ἄρ ' ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ ' ἕκαστος , μνηστῆρες δ ' ἐς | ||
ἀηδόνος αἰολοφώνου , ἠὲ καὶ εἰαρινῇσι χελιδόσιν ἐγγὺς ἔκυρσε μυρομέναις ἑὰ τέκνα , τά τε σφίσι ληΐσσαντο ἐξ εὐνῆς ἢ |
γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν . . ΓΗΡΑΝΤΕΣΣΙ . Γηράω γηρῶ , γηράσω , ἐγήρασα , ὁ γηράσας , τοῦ | ||
φωνήεντι Α ἢ Η ἢ Ω περισπᾶται : κηρῶ πληρῶ γηρῶ τηρῶ ὠρῶ τιμωρῶ . σεσημείωται τὸ ἄρω βαρύτονον . |
νέοι ἠδὲ παλαιοί , πολλὰ δὲ τερπνὰ παθὼν ἔρχεται εἰς Ἀΐδην , γηράσκων δ ' ἀστοῖσι μεταπρέπει , οὐδέ τις | ||
τοῦτον τὸν βασιλέα ζωὸν καταβῆναι κάτω ἐς τὸν οἱ Ἕλληνες Ἀΐδην νομίζουσι εἶναι , καὶ κεῖθι συγκυβεύειν τῇ Δήμητρι , |
εἰσαμεῖψαι ] εἰσελθεῖν . ἐχθίστου ] μισητοῦ τῇ πόλει . δάκους ] παντὸς θηρίου ὥσπερ ἐπώνυμόν ἐστι τὸ δάκος : | ||
, τὸν μυθοπλάστην ἐξυλακτήσει γόον , ἀρὰς τετικὼς τοῦ τυφλωθέντος δάκους . οὔπω μάλ ' , οὔπω , μὴ τοσόσδ |
πεποίηται . Ἐπὰν δὲ τῷ θαλάμῳ πελάσειεν , ἵνα τὸν λαγωὸν πεπίστευκεν ἀτρεμεῖν , ἀθρόον ὡς ἀπὸ τόξου βέλος ἐξέθορεν | ||
γαστέρα σχῇς , ἡλίκην ὅτ ' εἰσῄεις . ” Κύων λαγωὸν ἐξ ὄρους ἀναστήσας ἐδίωκε , δάκνων αὐτὸν εἰ κατειλήφει |
, ἐπεὶ οὐκ ἠνέσχετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὸ ὀμνύειν τὸν ἵππιον Ποσειδῶ : ἢ διὰ τὸ εἶναι τότε τὴν ἑορτὴν | ||
καὶ βασιλεύς : θεὸς γὰρ οὗτος τῆς θαλάσσης κρατήσας . ἵππιον λέγει τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὸ ὕδωρ ταχέως καὶ δίκην |
ἀπήγγειλαν τῷ Ποσειδῶνι . κυανοχαίτης : μελανόθριξ . Ἐξήρπαξεν : δωρικῶς . ἀναινομένην : μὴ βουλομένην , ἀπαρνουμένην , καὶ | ||
ἀπήρατο . Τοὶ μέν : ἢ καὶ ἄλλοι μέν : δωρικῶς . πλεόνεσσιν : πλειοτέραις . ὁμευναίαις : ὁμοκοίταις , |
, ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ | ||
χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς |
ἐλαφροτάτου πυρὸς ὄμμα . βαίνει γὰρ τάδε θεῖα πολύκριτα σαῖσιν ἐφετμαῖς : ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις βόσκων | ||
πορευομένους . ἀνταποδιδόναι καὶ ἀντιχαρίζεσθαι αὐτῷ . . Ἐν ταῖς ἐφετμαῖς δὲ καὶ ταῖς ἐντολαῖς τῶν θεῶν φασι τὸν Ἰξίονα |
, ὀρτός : καὶ συνθέτως κονιορτὸς , ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ ὁρμῶν , ὡς σπείρω σπαρτός . Κοντὸς , | ||
αἶψα αὖ ἐρύων , τῷ δ ' αὖτις ἀάσχετος ἰθὺς ὀρούων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον |
ὥς χ ' ὁ ξεῖνος . παῖσαι : Ἀντὶ τοῦ παῖξαι Ἀττικῶς . . ταινιοῦσθαι : Ἀντὶ τοῦ στεφανοῦσθαι . | ||
. πράξεται Ἀττικοί , πράξει Ἕλληνες . παῖσαι Ἀττικοί , παῖξαι Ἕλληνες . πεπραγώς ἐν τῷ γ Ἀττικοί , πεπραχώς |
ὁ Τρωός . Ἡ κυνός γενικὴ οὐκ ἔστιν ἀπὸ τῆς κύν εὐθείας , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς κύων κύονος κατὰ | ||
ἕρπωμες . Φρυγία , τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα , τὰν κύν ' ἔσω κάλεσον , τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον . ὦ |
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς | ||
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης |
μετοχῆς , ὅθεν γενέσθαι τὸ εἴτω ἐν διφθόγγῳ καὶ ἐκεῖθεν ἤτω διὰ τοῦ η . . . , : περὶ | ||
ἐϲ τὴν κεφαλὴν ὑπ ' ἀνάγκηϲ χρέεϲθαι : ὀλίγη δὲ ἤτω ἡ χρῖϲιϲ . ἢν δὲ καὶ φλεγμαϲίαι τῶν ὑποχονδρίων |
ἐν τούτοις . Σημειοῦται ὁ τεχνικὸς τὸ κόμης κόμου καὶ γύης γύου ἰσοσυλλάβως κλιθέντα . Καὶ ἰστέον ὅτι τὸ κόμης | ||
“ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον πεντήκοντα γύας ἔχον : γύης δὲ μέτρον γῆς . περιμήκετον περισσῶς μακρὰν καὶ ὑψηλήν |
φράσω . Ἥκω γὰρ εἰς γῆν , φησί , καὶ κατέρχομαι : ἥκειν δὲ ταὐτόν ἐστι τῷ κατέρχομαι . Νὴ | ||
ἁμάρτημα . τὸ ἥκω , φησὶ , ταυτόν ἐστι τῷ κατέρχομαι . . . μάκτραν , εἰ δὲ βούλει , |
δόμεναι πάλιν , ὄφρα πυρός με Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα . ἡ διπλῆ ὅτι οἱ ἐπὶ τῆς ἰδίας | ||
ἐν τοῖς ῥήμασι καὶ ταῖς μετοχαῖς εἰώθασιν ἀναδιπλασιάζειν : λάχωσι λελάχωσι , λάθῃ λελάθῃ , οἷον : λελάθῃ δ ' |
οἱ φίλον ἦτορ . παρὰ δὲ τὸ μῶ μαίω , μαιομένη κευθμῶνα , γίνεται . Μαργαίνειν . καὶ μάργος , | ||
γένηται . ” ὣς εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές , μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς ἄσσον πάντ ' |
κόγχῳ Ἑλλήνων ἡ πᾶς ' ἀπερισσοτρύφητος ὀϊζύς . ἠὲ βαρὺν βουπλῆγα τομώτερον ἢ Λυκόοργος , ὅς ῥα Διωνύσου ἀρρυθμοπότας ἐπέκοπτεν | ||
καὶ ἠνέσχετο ὁ Ζεύς . λαβὼν οὖν ὁ Ἥφαιστος τὸν βουπλῆγα , τέμνει τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός . καὶ ἐξέρχεται |